Πραγματοποιήθηκε σήμερα 30 Σεπτεμβρίου η καθορισμένη επιμνημόσυνη δέηση για τους Εθνικούς Ευεργέτες στη Μητρόπολη Ιωαννίνων.
Παρόντες ήσαν ο Βουλευτής του ΠΑΣΟΚ κ. Μιχάλης Παντούλας, ο Πρόξενος της Αλβανίας στα Ιωάννινα, ο Αντιπερειφερειάρχης κ. Παντελής Κολόκας, ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Ιωαννιτών κ. Γιωτίτσας, ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κ. Τριαντάφυλλος Αλμπάνης, οι Σχολικοί Σύμβουλοι κ. Παπαευσταθίου και κ. Σιούλης, οι Στρατιωτικές Αρχές, μαθητές από το Αρσάκειο Δημοτικό Σχολείο κ.α.
Εμπνευσμένη ομιλία για του Εθνικούς Ευεργέτες και το έργο τους εκφώνησε η Φιλόλογος κ. Μαρία Σιούλη, την οποία και παραθέτουμε:
«Όταν θέλουν οι Έλληνες να καυχηθούν», γράφει ο Καβάφης, «τέτοιους βγάζει το Έθνος μας, θα λένε».
Και είναι, πράγματι, άξιος ο έπαινος αυτός για ανθρώπους που δίδαξαν με το δικό τους τρόπο την προσφορά στην Πατρίδα, τον άνθρωπο, τον Πολιτισμό. Ανθρώπους με υψηλό αίσθημα φιλοπατρίας, φιλανθρωπίας, κοινωνικής αλληλεγγύης. Τιμούμε σήμερα εκείνους που ενίσχυσαν (και μάλιστα σε δύσκολους καιρούς) την Πατρίδα .
Η ευεργεσία αποτελεί έμπρακτη εκδήλωση συμπαράστασης προς τον πάσχοντα συνάνθρωπο. Πηγάζει από το αγνό αίσθημα φιλαλληλίας χωρίς υπολογισμό ή σκοπιμότητα.
Η ευεργεσία προς την πόλη θεσμοθετείται αρχικά στην αρχαία Αθήνα με τις υποχρεωτικές «λειτουργίες».
Ο Χριστιανισμός συνέχισε και αναβάθμισε την κοινωνική αυτή αρετή αναδεικνύοντας την πνευματική της διάσταση. Δεν δρα πλέον ο πολίτης για τους συμπολίτες του αλλά ο χριστιανός για κάθε συνάνθρωπο αδελφό του. Και δεν το κάνει αυτό για να θεωρηθεί καλός πολίτης της Αθηναϊκής δημοκρατίας, αλλά για να θεωρηθεί παιδί του Θεού γιατί «Ο ελεών πτωχόν δανείζει Θεώ».
Έμπρακτη εφαρμογή της ευεργεσίας, από χριστιανικής πλευράς, αποτελούν οι διαθήκες των εθνικών ευεργετών, οι οποίοι, στο σύνολό τους, ήταν βαθιά θρησκευόμενοι και κοινωνικά καλλιεργημένοι
άνθρωποι. Ο Μιχαήλ Τοσίτσας λ.χ. ένας από τους μεγαλύτερους ευεργέτες της εποχής του αρχίζει την διαθήκη του ως ακολούθως: «επιθυμών κατά χριστιανικόν και κοινωνικόν καθήκον ….»
ενώ ο Νικόλαος Ζωσιμάς, ο μέγας αυτός ευεργέτης: «... απεφάσισα ιδία βουλή και αυτοπροαιρέτω γνώμη ίνα, δια της παρούσης μου Διαθήκης, διατάξω άπασαν την μετά των μακαριτών Αυταδέλφων μου κοινήν και αμέριστον περιουσίαν, χαρισθείσαν ημίν παρά της του παναγάθου Θεού απείρου ευσπλαχνίας, εν τώδε τω ματαίω βίω, δια των ιδίων ημών κόπων και ιδρώτων ... Δέομαι ουν της θείας Αυτού αγαθότητος, ίνα με καθοδηγήσει διατάξαι αυτήν κατ' ευαρέστησιν του Παναγάθου Αυτού θελήματος ...».
Από τη μελέτη των διαθηκών προκύπτει αβίαστα ότι οι ευεργέτες πίστευαν πως τα αγαθά, τα οποία με τόσες θυσίες και κόπους απέκτησαν δεν ανήκαν αποκλειστικά στους ιδίους, αλλά ότι ο θεός τους έταξε ως διαχειριστές αυτών των αγαθών.
Και επειδή το πιστεύειν είναι τρόπος ζωής και όχι ιδεολόγημα για τα μέλη της Εκκλησίας, προσφέρουν θυσιαστικά και με χαρά στην φτώχεια των συνανθρώπων τους- των αδερφών τους, στην δυστυχία, τον πόνο, την αγραμματοσύνη, την πάσης μορφής υποδούλωση, συμπονώντας τους πονεμένους και ελαφρύνοντας τον ζυγό τους με στόχο την απελευθέρωση. Απελευθέρωση από όλα αυτά αλλά και από τον κατακτητή συνάμα. Κίνητρό τους είναι η αγάπη προς τη γενέθλια γη, η νοσταλγία, η συμπάθεια και ο πόνος προς την πάσχουσα ομογένεια, η βαθιά πίστη στο Θεό και η συνέπεια προς τις αρχές του Ευαγγελίου με το οποίο είναι γαλουχημένοι. Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος είναι να διαθέτουν αφιλοκερδώς τις περιουσίες τους για αγαθούς σκοπούς, χωρίς να τους το επιβάλλει καμία κρατική εξουσία. Ευεργετούν με διάκριση, χωρίς να επιζητούν την εφήμερη δόξα και την τιμή, χωρίς να επιζητούν να εξουσιάζουν τους ευεργετούμενους.
Ηπειρώτες, Μακεδόνες, Θεσσαλοί, Ρουμελιώτες, Πελοποννήσιοι, Νησιώτες, Θρακιώτες, βοήθησαν τους βασανισμένους τόπους τους και όλη τη Ρωμιοσύνη. Η Ήπειρος κατέχει εξέχουσα θέση στην παράδοση της εθνικής ευεργεσίας, αφού ανέδειξε τους σπουδαιότερους τοπικούς και εθνικούς ευεργέτες.
Από φτωχές οικογένειες οι περισσότεροι μα με φλογερή πίστη και ελπίδα μέσα τους, φεύγοντας τη φτώχεια και τη σκλαβιά και θέλοντας να αναπνεύσουν ελεύθερα, παίρνουν το δρόμο της ξενιτιάς για να «καζαντήσουν». Προορισμός τους η Βενετία, οι παραδουνάβιες χώρες, (Αυστροουγγαρία και Ηγεμονίες), η Ρωσία, η Αίγυπτος … με σκοπό να πλουτίσουν και να μπορέσουν κατόπιν να βοηθήσουν τους δικούς τους αλλά και την πατρίδα.
Πλούσια και επιφανή μέλη των χωρών προορισμού θέτουν στις πρώτες προτεραιότητές τους, την Ορθοδοξία, την Παιδεία και τον Πολιτισμό. Δεν μένουν, όμως, σ’ αυτά. Ιδρύουν ορφανοτροφεία, νοσοκομεία και γηροκομεία. Επιδιώκουν (και καταφέρνουν) να ανυψωθεί το επίπεδο ζωής των μελών της παροικίας, αλλά και να κρατηθεί αλώβητος και να αναδειχθεί ο πολιτισμικός χαρακτήρας της κοινότητας. Συμβάλλουν ενεργά στην προσπάθεια να εδραιωθεί το αίσθημα της εθνικής ταυτότητας στον παροικιακό χώρο. Ευεργετούν, όμως, και τις χώρες στις οποίες ζουν, δαπανώντας τεράστια ποσά και αφήνοντας ως κληρονομιά αθάνατα έργα στους τόπους που τους φιλοξενούν.
Τα περισσότερα και πιο λαμπρά δημόσια κτίρια που χτίζονται στην Αθήνα, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, οφείλονται, είτε εξ’ ολοκλήρου, είτε κατά κύριο λόγο σε εθνικούς ευεργέτες. Σχεδόν κάθε μεγάλο δημόσιο έργο στην Πρωτεύουσα έχει ένα δωρητή, έναν εθνικό ευεργέτη. Η νεοκλασική Αθηναϊκή Τριλογία (η Εθνική Βιβλιοθήκη, το Πανεπιστήμιο και η Ακαδημία) το Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το Αρχαιολογικό Μουσείο, το Μουσείο Μπενάκη, το Αστεροσκοπείο, το Οφθαλμιατρείο, το Παναθηναϊκό Στάδιο, η Εθνική Πινακοθήκη, το Αρσάκειο, το Βαρβάκειο, το Μαράσλειο, η Ριζάριος, η Σιβιτανίδειος, η πρώην Σχολή Ευελπίδων, η Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, το Εθνικό Ωδείο και τόσα άλλα, κρατούν στη συλλογική μνήμη, το καθένα και από ένα όνομα ενός μεγάλου εθνικού ευεργέτη.
Από τον Καπλάνη, τους Ζωσιμάδες, τους αδελφούς Ριζάρη και τον Αρσάκη, στο Βαρβάκη, το Σίνα, το Σταύρου, τον Τοσίτσα και τον Χατζηκώνστα. Αλλά και στον Αβέρωφ, το Βαλλιάνο, το Ζάππα, το Μαρασλή, το Μπάγκα, το Μελά, το Συγγρό. Και ακόμη στον Χριστόπουλο, το Χατζηκυριάκο, το Στουρνάρα, το Βασσάνη, τον Κότσικα. Αλλά και στον Τσιρόπουλο, τον Χαροκόπο, το Σούτσο, τον Ακρίτα, τον Φίλη, το Σιβιτανίδη, τον Ευγενίδη, τον Παπαστράτο, τους Μπενάκηδες, τον Αγγελόπουλο, και τόσους άλλους. Καθένας και ένα όραμα, μια ισχυρή θέληση πρωτοβουλίας, μια προσωπική ιστορία, που συμπλέκεται με όλες τις άλλες διαμορφώνοντας τη μεγάλη, τη συνολική ιστορία του εθνικού ευεργετισμού, την ευγενέστερη έκφραση αγάπης για την Ελλάδα. Και είναι η ιστορία αυτή ατελεύτητη, καθώς δεν περιορίζεται μόνο στην εποχή που ο Ελληνισμός είχε αδήριτες ανάγκες. Συνεχίζεται και στη νεότερη ιστορία, με σημαντικά έργα και προσφορές. Με δράσεις που επιβεβαιώνουν τη θέληση Ελλήνων που ζουν, εργάζονται και μεγαλουργούν σε όλο τον Κόσμο, να συμβάλουν στην πρόοδο του Τόπου και την ενίσχυση του Οικουμενικού Ελληνισμού. Συνεχίζεται μέσα από Ιδρύματα, που αναπτύσσουν έντονη κοινωφελή και πολιτισμική δραστηριότητα.
Τέτοια Ιδρύματα λειτουργούν στον Τόπο μας πολλά και θα λειτουργούσαν ακόμη περισσότερα αν πολλά κληροδοτήματα δεν παρέμεναν, για διάφορους λόγους, αναξιοποίητα ή με όχι χρηστή διαχείριση.
Κυρίες και κύριοι,
Οι Ευεργέτες αποτελούν για το έθνος μας μέγα ηθικό κεφάλαιο και δικαιούνται μαζί με τους πολεμικούς ήρωες και τους πνευματικούς μας φωστήρες της τιμής και της ευγνωμοσύνης όλων μας.
Στην συγκυρία που ζούμε, η τιμή στους εθνικούς μας ευεργέτες και η συνειδητοποίηση της αξίας τους μας υπενθυμίζει ότι αυτό που φαίνεται ως κυρίαρχο πρόσωπο των Ελλήνων τα τελευταία χρόνια δεν είναι το αληθινό μας πρόσωπο
Μας υπενθυμίζει ότι οι Έλληνες δεν περίμεναν το ευρωπαϊκό κίνημα του διαφωτισμού για να εκτιμήσουν την αξία της παιδείας αφού στα Γιάννενα λειτουργούσε η Επιφάνειος Σχολή από το 1676 και ο Κωνσταντίνος Ζάππας, Μέγας Ευεργέτης, γράφει προς τον πρόεδρο του «εν Αθήναις προς διάδοσιν των ελληνικών γραμμάτων Συλλόγου» αποβλέποντας «εις την τελείαν ηθικοποίησιν της νεολαίας», για την αθανασία της ψυχής, με την οποία «επροίκισεν ο Θεός τον άνθρωπον ... ποία και πόσα κακά δύνανται να προέλθωσι εις τα έθνη και τας κοινωνίας εκ των αρνητικών ιδεών της υπάρξεως του Θεού και της αθανασίας της ψυχής, αίτινες παραλύουσι πάντα κοινωνικόν δεσμόν, αποστερούσι την καρδίαν παντός φίλτρου προς την πατρίδα, τους γονείς, την οικογένειαν, παντός αισθήματος υψηλού, της φιλίας, της τιμής και του καθήκοντος ...», γιατί είχαν ανατραφεί «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου».
Μας υπενθυμίζει ότι οι Έλληνες με τις κοινότητές τους έκαναν πράξη την ισότητα πολύ πριν την γαλλική επανάσταση όταν οι προεστοί της Χώρας Μετσόβου το 1776 έπαιρναν και εφάρμοζαν την απόφαση: «και όσοι Μετσοβίτες έχουν δύο κήπους να πάρουν τον ένα και να τον δώσουν εκεινού που δεν έχει», γιατί ζούσαν στο πνεύμα του Ευαγγελίου.
Μας υπενθυμίζει ότι είμαστε φορείς ενός πανάρχαιου, διαχρονικού και οικουμενικού πολιτισμού και όχι μια παρασιτική απόφυση της Δύσης.
Ότι αρκεί να κοιτάξουμε στις παρακαταθήκες που μας άφησαν οι πρόγονοί μας για να βρούμε τους θησαυρούς που ψάχνουμε στα τρένα της δήθεν «προόδου» και του δήθεν «εκσυγχρονισμού» που συνεχώς κυνηγάμε και συνεχώς χάνουμε. Ευτυχώς, γιατί αυτά τα τρένα έχουν ως αφετηρία τον εγωισμό και την απληστία και προορισμό το μηδέν.
Ας θυμηθούμε ότι ετουτη η πόλη υπήρξε, χάρη στους ευεργέτες, «πρώτη στ΄ άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα» ενώ ζούσε υπό ξένη κατοχή, κατά το αποστολικό «η δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται» .
Ας μην μας πτοούν, λοιπόν, οι εξωτερικές απειλές, ας ακούσουμε ξανά τα λόγια του Χριστού: « Εν τω κόσμω έξετε θλίψιν αλλά θαρσείτε, εγώ τον κόσμον νενίκηκα». Μαζί Του μπορούμε να νικήσουμε και εμείς, συλλογικά και προσωπικά.
Παρόντες ήσαν ο Βουλευτής του ΠΑΣΟΚ κ. Μιχάλης Παντούλας, ο Πρόξενος της Αλβανίας στα Ιωάννινα, ο Αντιπερειφερειάρχης κ. Παντελής Κολόκας, ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Ιωαννιτών κ. Γιωτίτσας, ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κ. Τριαντάφυλλος Αλμπάνης, οι Σχολικοί Σύμβουλοι κ. Παπαευσταθίου και κ. Σιούλης, οι Στρατιωτικές Αρχές, μαθητές από το Αρσάκειο Δημοτικό Σχολείο κ.α.
Εμπνευσμένη ομιλία για του Εθνικούς Ευεργέτες και το έργο τους εκφώνησε η Φιλόλογος κ. Μαρία Σιούλη, την οποία και παραθέτουμε:
«Όταν θέλουν οι Έλληνες να καυχηθούν», γράφει ο Καβάφης, «τέτοιους βγάζει το Έθνος μας, θα λένε».
Και είναι, πράγματι, άξιος ο έπαινος αυτός για ανθρώπους που δίδαξαν με το δικό τους τρόπο την προσφορά στην Πατρίδα, τον άνθρωπο, τον Πολιτισμό. Ανθρώπους με υψηλό αίσθημα φιλοπατρίας, φιλανθρωπίας, κοινωνικής αλληλεγγύης. Τιμούμε σήμερα εκείνους που ενίσχυσαν (και μάλιστα σε δύσκολους καιρούς) την Πατρίδα .
Η ευεργεσία αποτελεί έμπρακτη εκδήλωση συμπαράστασης προς τον πάσχοντα συνάνθρωπο. Πηγάζει από το αγνό αίσθημα φιλαλληλίας χωρίς υπολογισμό ή σκοπιμότητα.
Η ευεργεσία προς την πόλη θεσμοθετείται αρχικά στην αρχαία Αθήνα με τις υποχρεωτικές «λειτουργίες».
Ο Χριστιανισμός συνέχισε και αναβάθμισε την κοινωνική αυτή αρετή αναδεικνύοντας την πνευματική της διάσταση. Δεν δρα πλέον ο πολίτης για τους συμπολίτες του αλλά ο χριστιανός για κάθε συνάνθρωπο αδελφό του. Και δεν το κάνει αυτό για να θεωρηθεί καλός πολίτης της Αθηναϊκής δημοκρατίας, αλλά για να θεωρηθεί παιδί του Θεού γιατί «Ο ελεών πτωχόν δανείζει Θεώ».
Έμπρακτη εφαρμογή της ευεργεσίας, από χριστιανικής πλευράς, αποτελούν οι διαθήκες των εθνικών ευεργετών, οι οποίοι, στο σύνολό τους, ήταν βαθιά θρησκευόμενοι και κοινωνικά καλλιεργημένοι
άνθρωποι. Ο Μιχαήλ Τοσίτσας λ.χ. ένας από τους μεγαλύτερους ευεργέτες της εποχής του αρχίζει την διαθήκη του ως ακολούθως: «επιθυμών κατά χριστιανικόν και κοινωνικόν καθήκον ….»
ενώ ο Νικόλαος Ζωσιμάς, ο μέγας αυτός ευεργέτης: «... απεφάσισα ιδία βουλή και αυτοπροαιρέτω γνώμη ίνα, δια της παρούσης μου Διαθήκης, διατάξω άπασαν την μετά των μακαριτών Αυταδέλφων μου κοινήν και αμέριστον περιουσίαν, χαρισθείσαν ημίν παρά της του παναγάθου Θεού απείρου ευσπλαχνίας, εν τώδε τω ματαίω βίω, δια των ιδίων ημών κόπων και ιδρώτων ... Δέομαι ουν της θείας Αυτού αγαθότητος, ίνα με καθοδηγήσει διατάξαι αυτήν κατ' ευαρέστησιν του Παναγάθου Αυτού θελήματος ...».
Από τη μελέτη των διαθηκών προκύπτει αβίαστα ότι οι ευεργέτες πίστευαν πως τα αγαθά, τα οποία με τόσες θυσίες και κόπους απέκτησαν δεν ανήκαν αποκλειστικά στους ιδίους, αλλά ότι ο θεός τους έταξε ως διαχειριστές αυτών των αγαθών.
Και επειδή το πιστεύειν είναι τρόπος ζωής και όχι ιδεολόγημα για τα μέλη της Εκκλησίας, προσφέρουν θυσιαστικά και με χαρά στην φτώχεια των συνανθρώπων τους- των αδερφών τους, στην δυστυχία, τον πόνο, την αγραμματοσύνη, την πάσης μορφής υποδούλωση, συμπονώντας τους πονεμένους και ελαφρύνοντας τον ζυγό τους με στόχο την απελευθέρωση. Απελευθέρωση από όλα αυτά αλλά και από τον κατακτητή συνάμα. Κίνητρό τους είναι η αγάπη προς τη γενέθλια γη, η νοσταλγία, η συμπάθεια και ο πόνος προς την πάσχουσα ομογένεια, η βαθιά πίστη στο Θεό και η συνέπεια προς τις αρχές του Ευαγγελίου με το οποίο είναι γαλουχημένοι. Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος είναι να διαθέτουν αφιλοκερδώς τις περιουσίες τους για αγαθούς σκοπούς, χωρίς να τους το επιβάλλει καμία κρατική εξουσία. Ευεργετούν με διάκριση, χωρίς να επιζητούν την εφήμερη δόξα και την τιμή, χωρίς να επιζητούν να εξουσιάζουν τους ευεργετούμενους.
Ηπειρώτες, Μακεδόνες, Θεσσαλοί, Ρουμελιώτες, Πελοποννήσιοι, Νησιώτες, Θρακιώτες, βοήθησαν τους βασανισμένους τόπους τους και όλη τη Ρωμιοσύνη. Η Ήπειρος κατέχει εξέχουσα θέση στην παράδοση της εθνικής ευεργεσίας, αφού ανέδειξε τους σπουδαιότερους τοπικούς και εθνικούς ευεργέτες.
Από φτωχές οικογένειες οι περισσότεροι μα με φλογερή πίστη και ελπίδα μέσα τους, φεύγοντας τη φτώχεια και τη σκλαβιά και θέλοντας να αναπνεύσουν ελεύθερα, παίρνουν το δρόμο της ξενιτιάς για να «καζαντήσουν». Προορισμός τους η Βενετία, οι παραδουνάβιες χώρες, (Αυστροουγγαρία και Ηγεμονίες), η Ρωσία, η Αίγυπτος … με σκοπό να πλουτίσουν και να μπορέσουν κατόπιν να βοηθήσουν τους δικούς τους αλλά και την πατρίδα.
Πλούσια και επιφανή μέλη των χωρών προορισμού θέτουν στις πρώτες προτεραιότητές τους, την Ορθοδοξία, την Παιδεία και τον Πολιτισμό. Δεν μένουν, όμως, σ’ αυτά. Ιδρύουν ορφανοτροφεία, νοσοκομεία και γηροκομεία. Επιδιώκουν (και καταφέρνουν) να ανυψωθεί το επίπεδο ζωής των μελών της παροικίας, αλλά και να κρατηθεί αλώβητος και να αναδειχθεί ο πολιτισμικός χαρακτήρας της κοινότητας. Συμβάλλουν ενεργά στην προσπάθεια να εδραιωθεί το αίσθημα της εθνικής ταυτότητας στον παροικιακό χώρο. Ευεργετούν, όμως, και τις χώρες στις οποίες ζουν, δαπανώντας τεράστια ποσά και αφήνοντας ως κληρονομιά αθάνατα έργα στους τόπους που τους φιλοξενούν.
Τα περισσότερα και πιο λαμπρά δημόσια κτίρια που χτίζονται στην Αθήνα, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, οφείλονται, είτε εξ’ ολοκλήρου, είτε κατά κύριο λόγο σε εθνικούς ευεργέτες. Σχεδόν κάθε μεγάλο δημόσιο έργο στην Πρωτεύουσα έχει ένα δωρητή, έναν εθνικό ευεργέτη. Η νεοκλασική Αθηναϊκή Τριλογία (η Εθνική Βιβλιοθήκη, το Πανεπιστήμιο και η Ακαδημία) το Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το Αρχαιολογικό Μουσείο, το Μουσείο Μπενάκη, το Αστεροσκοπείο, το Οφθαλμιατρείο, το Παναθηναϊκό Στάδιο, η Εθνική Πινακοθήκη, το Αρσάκειο, το Βαρβάκειο, το Μαράσλειο, η Ριζάριος, η Σιβιτανίδειος, η πρώην Σχολή Ευελπίδων, η Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, το Εθνικό Ωδείο και τόσα άλλα, κρατούν στη συλλογική μνήμη, το καθένα και από ένα όνομα ενός μεγάλου εθνικού ευεργέτη.
Από τον Καπλάνη, τους Ζωσιμάδες, τους αδελφούς Ριζάρη και τον Αρσάκη, στο Βαρβάκη, το Σίνα, το Σταύρου, τον Τοσίτσα και τον Χατζηκώνστα. Αλλά και στον Αβέρωφ, το Βαλλιάνο, το Ζάππα, το Μαρασλή, το Μπάγκα, το Μελά, το Συγγρό. Και ακόμη στον Χριστόπουλο, το Χατζηκυριάκο, το Στουρνάρα, το Βασσάνη, τον Κότσικα. Αλλά και στον Τσιρόπουλο, τον Χαροκόπο, το Σούτσο, τον Ακρίτα, τον Φίλη, το Σιβιτανίδη, τον Ευγενίδη, τον Παπαστράτο, τους Μπενάκηδες, τον Αγγελόπουλο, και τόσους άλλους. Καθένας και ένα όραμα, μια ισχυρή θέληση πρωτοβουλίας, μια προσωπική ιστορία, που συμπλέκεται με όλες τις άλλες διαμορφώνοντας τη μεγάλη, τη συνολική ιστορία του εθνικού ευεργετισμού, την ευγενέστερη έκφραση αγάπης για την Ελλάδα. Και είναι η ιστορία αυτή ατελεύτητη, καθώς δεν περιορίζεται μόνο στην εποχή που ο Ελληνισμός είχε αδήριτες ανάγκες. Συνεχίζεται και στη νεότερη ιστορία, με σημαντικά έργα και προσφορές. Με δράσεις που επιβεβαιώνουν τη θέληση Ελλήνων που ζουν, εργάζονται και μεγαλουργούν σε όλο τον Κόσμο, να συμβάλουν στην πρόοδο του Τόπου και την ενίσχυση του Οικουμενικού Ελληνισμού. Συνεχίζεται μέσα από Ιδρύματα, που αναπτύσσουν έντονη κοινωφελή και πολιτισμική δραστηριότητα.
Τέτοια Ιδρύματα λειτουργούν στον Τόπο μας πολλά και θα λειτουργούσαν ακόμη περισσότερα αν πολλά κληροδοτήματα δεν παρέμεναν, για διάφορους λόγους, αναξιοποίητα ή με όχι χρηστή διαχείριση.
Κυρίες και κύριοι,
Οι Ευεργέτες αποτελούν για το έθνος μας μέγα ηθικό κεφάλαιο και δικαιούνται μαζί με τους πολεμικούς ήρωες και τους πνευματικούς μας φωστήρες της τιμής και της ευγνωμοσύνης όλων μας.
Στην συγκυρία που ζούμε, η τιμή στους εθνικούς μας ευεργέτες και η συνειδητοποίηση της αξίας τους μας υπενθυμίζει ότι αυτό που φαίνεται ως κυρίαρχο πρόσωπο των Ελλήνων τα τελευταία χρόνια δεν είναι το αληθινό μας πρόσωπο
Μας υπενθυμίζει ότι οι Έλληνες δεν περίμεναν το ευρωπαϊκό κίνημα του διαφωτισμού για να εκτιμήσουν την αξία της παιδείας αφού στα Γιάννενα λειτουργούσε η Επιφάνειος Σχολή από το 1676 και ο Κωνσταντίνος Ζάππας, Μέγας Ευεργέτης, γράφει προς τον πρόεδρο του «εν Αθήναις προς διάδοσιν των ελληνικών γραμμάτων Συλλόγου» αποβλέποντας «εις την τελείαν ηθικοποίησιν της νεολαίας», για την αθανασία της ψυχής, με την οποία «επροίκισεν ο Θεός τον άνθρωπον ... ποία και πόσα κακά δύνανται να προέλθωσι εις τα έθνη και τας κοινωνίας εκ των αρνητικών ιδεών της υπάρξεως του Θεού και της αθανασίας της ψυχής, αίτινες παραλύουσι πάντα κοινωνικόν δεσμόν, αποστερούσι την καρδίαν παντός φίλτρου προς την πατρίδα, τους γονείς, την οικογένειαν, παντός αισθήματος υψηλού, της φιλίας, της τιμής και του καθήκοντος ...», γιατί είχαν ανατραφεί «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου».
Μας υπενθυμίζει ότι οι Έλληνες με τις κοινότητές τους έκαναν πράξη την ισότητα πολύ πριν την γαλλική επανάσταση όταν οι προεστοί της Χώρας Μετσόβου το 1776 έπαιρναν και εφάρμοζαν την απόφαση: «και όσοι Μετσοβίτες έχουν δύο κήπους να πάρουν τον ένα και να τον δώσουν εκεινού που δεν έχει», γιατί ζούσαν στο πνεύμα του Ευαγγελίου.
Μας υπενθυμίζει ότι είμαστε φορείς ενός πανάρχαιου, διαχρονικού και οικουμενικού πολιτισμού και όχι μια παρασιτική απόφυση της Δύσης.
Ότι αρκεί να κοιτάξουμε στις παρακαταθήκες που μας άφησαν οι πρόγονοί μας για να βρούμε τους θησαυρούς που ψάχνουμε στα τρένα της δήθεν «προόδου» και του δήθεν «εκσυγχρονισμού» που συνεχώς κυνηγάμε και συνεχώς χάνουμε. Ευτυχώς, γιατί αυτά τα τρένα έχουν ως αφετηρία τον εγωισμό και την απληστία και προορισμό το μηδέν.
Ας θυμηθούμε ότι ετουτη η πόλη υπήρξε, χάρη στους ευεργέτες, «πρώτη στ΄ άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα» ενώ ζούσε υπό ξένη κατοχή, κατά το αποστολικό «η δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται» .
Ας μην μας πτοούν, λοιπόν, οι εξωτερικές απειλές, ας ακούσουμε ξανά τα λόγια του Χριστού: « Εν τω κόσμω έξετε θλίψιν αλλά θαρσείτε, εγώ τον κόσμον νενίκηκα». Μαζί Του μπορούμε να νικήσουμε και εμείς, συλλογικά και προσωπικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου