Παρασκευή 20 Μαΐου 2011
Παράδεισος καί Κόλαση
«Εμπειρική Δογματική, κατά τίς προφορικές παραδόσεις τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη», Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Αγ. Βλασίου Ιεροθέου.
Επειδή στόν Παράδεισο οι δίκαιοι θά ζούν τήν «αεικίνητη στάση» καί τήν «στάσιμη κίνηση», ενώ στήν Κόλαση θά υπάρχη «παύση τής προόδου», γι’ αυτό η δυτική παραδείσια στάσιμη ευδαιμονία ομοιάζει μέ τήν Ορθόδοξη διδασκαλία γιά τήν Κόλαση.
«Μέ αστείο τρόπο έλεγα στούς Λατίνους ότι οι αντιλήψεις τής λατινικής παραδόσεως περί Παραδείσου είναι ακριβώς οι ορθόδοξες αντιλήψεις περί Κολάσεως. Καί τό έχω γράψει κιόλας έτσι, δηλαδή υπό τύπον αστειότητος, ότι ο Παράδεισος ο δικός τους γιά μάς είναι η Κόλαση, αυτή η ικανοποίηση τών επιθυμιών καί η παύση, άς πούμε, τής προόδου...». ...
Επίσης, στήν Δύση αναπτύχθηκε η άποψη ότι Παράδεισος είναι νά βλέπη κανείς τόν Θεό, ενώ Κόλαση είναι η έλλειψη τής θεοπτίας ή καί η απουσία τού Θεού. Όμως, Κόλαση δέν είναι η απουσία τού Θεού, αλλά η παρουσία τού Θεού ως πυρός-φωτιάς.
«Παράλληλα μέ αυτές τίς θεωρίες τού Δάντη (Dante) πού βγαίνουν από τήν φραγκική παράδοση πού έχουν ως πηγή όχι ακριβώς τόν Αυγουστίνο, αλλά ρίζες στόν Αυγουστίνο, υπήρξαν οι θεωρίες αυτές τού Μεσαίωνα σέ συνδυασμό μέ τίς φραγκικές θεωρίες περί Κολάσεως καί Παραδείσου πού εκφράζονται τόσο ωραία στούς σχολαστικούς θεολόγους, στόν Δάντη (Dante), στούς νεωτέρους συγγραφείς, όπως είναι ο Μίλτον ο Εγγλέζος ή ο Τζέϊμς Τζόϊς (James Joyce) ο Ιρλανδός στά ποιήματά τους καί βλέπει κανείς ολοζώντανα τήν μεσαιωνική φραγκική αντίληψη περί Παραδείσου καί Κολάσεως.
Κατά τήν αντίληψη αυτών τών ανθρώπων ο Παράδεισος είναι τό νά βλέπη κανείς τόν Θεό, η θεοπτία είναι Παράδεισος καί η Κόλαση είναι έλλειψη τής θεοπτίας. Στήν έλλειψη τής θεοπτίας προστίθεται η γαρνιτούρα, δηλαδή, καί τά κτιστά πυρά τής Κολάσεως, είναι κάτι φοβερές εικόνες τών βασάνων στήν Κόλαση πού βρίσκει κανείς στόν Δάντη, Μίλτον, Τζέϊμς Τζόϊς πού εκφράζουν τήν δυτική αντίληψη περί Κολάσεως. Μάλιστα, θυμούμαι πολύ καλά, όταν πήγα στό παπικό γυμνάσιο, κάθε χρόνο όταν περιγράφανε γιά νά φοβερίσουν τούς μαθητές, περιγράφανε τήν Κόλαση έτσι, δηλαδή. Ήταν μιά ωραία τέχνη εκ μέρους τών δασκάλων, τών Ιερέων δηλαδή, νά φοβερίσουν τά παιδιά μ’ αυτές τίς εικόνες περί Κολάσεως».
«...Σέ αυτό ορισμένοι Προτεστάντες καί Παπικοί στήν ιστορία προσθέτουν, ότι σ’ αυτήν τήν Κόλαση, εκτός τού ότι δέν θά βλέπουν τόν Θεό, θά βρίσκωνται μέσα σέ φωτιές καί θά ψήνωνται οι άνθρωποι, θά μαγειρεύωνται δηλαδή. Εάν θέλετε νά δήτε πώς ακριβώς κατά τόν Μεσαίωνα, τά πιστεύανε αυτά τά πράγματα, σάς παροτρύνω, δηλαδή σάς προτρέπω, συγγνώμη γιά τήν άλλη έκφραση, σάς προτρέπω νά διαβάσετε τήν “θεία κωμωδία” τού Δάντη». ...
Στήν Αγία Γραφή, γιά νά χαρακτηρισθή η κατάσταση τών δικαίων, χρησιμοποιούνται οι λέξεις «φώς» καί «γνόφος», καί γιά νά χαρακτηρισθή η κατάσταση τών αμαρτωλών χρησιμοποιούνται οι λέξεις «πύρ» καί «σκότος». Γνωρίζουμε, όμως, ότι τό φώς είναι διαφορετικό από τόν γνόφο (νέφος), πού καλύπτει τό φώς. Καί τό πύρ είναι αντίθετο από τό σκότος, γιατί μέ τό πύρ φυγαδεύεται τό σκότος καί φωτίζεται τό περιβάλλον.
Αυτό δείχνει ότι δέν υπάρχουν κτιστές λέξεις γιά νά εκφράσουν απολύτως τήν άκτιστη πραγματικότητα. Διότι, τό αιώνιο θείο Φώς καί τό αιώνιο πύρ είναι άκτιστα, είναι η ενέργεια τού Θεού πού βιώνεται από τούς ανθρώπους ως φωτιστική ή καυστική ενέργεια, ανάλογα μέ τήν πνευματική τους κατάσταση.
«Όλοι οι άνθρωποι θά δούν τήν δόξα τού Θεού, καί από αυτής τής απόψεως έχουν τό ίδιο τέλος. Όλοι βέβαια θά δούν τήν δόξα τού Θεού, μέ τήν διαφορά ότι οι μέν σεσωσμένοι θά δούν τήν δόξα τού Θεού ως Φώς γλυκύτατο καί ανέσπερο, οι δέ κολασμένοι θά δούν τήν ίδια δόξα τού Θεού ως πύρ καταναλίσκον, σάν φωτιά πού θά τούς καίη. Αυτό, τό ότι όλοι θά δούμε τήν δόξα τού Θεού, είναι ένα αληθινό καί αναμενόμενο γεγονός. Τό νά δή κανείς τόν Θεό, δηλαδή τήν δόξα Του, τό Φώς Του, αυτό είναι κάτι πού θά γίνη είτε τό θέλουμε είτε όχι. Η βίωσις όμως αυτού τού Φωτός θά είναι διαφορετική στούς μέν από τούς δέ.
Οπότε, τό έργο τής Εκκλησίας καί τών παπάδων δέν είναι νά μάς βοηθήσουν νά δούμε αυτήν τήν δόξα, διότι αυτό θά γίνη οπωσδήποτε. Τό έργο τής Εκκλησίας εστιάζεται στό πώς θά δή ο κάθε άνθρωπος τόν Θεό. Όχι στό άν θά δή τόν Θεό. Δηλαδή, τό έργο τής Εκκλησίας είναι νά κηρύττη στούς ανθρώπους ότι υπάρχει Θεός αληθινός, ότι ο Θεός αποκαλύπτεται είτε ως Φώς είτε ως πύρ καταναλίσκον, ότι όλοι οι άνθρωποι κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τού Χριστού θά δούμε τόν Θεόν, καί νά προετοιμάζη τά μέλη της, ώστε νά δούν τόν Θεό όχι ως φωτιά, αλλά ως Φώς».
Πηγή: http://parembasis.gr/2011/11_04_08.htm
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου