Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

Με επιτυχία η ημερίδα για τον αείμνηστο π. Ιωάννη Ρωμανίδη

Την Κυριακή 13 Νοεμβρίου ε.έ., πραγματοποιήθηκε στην Ναύπακτο από την Ιερά Μητρόπολη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου αρχιερατικό Μνημόσυνο και επιστημονική Ημερίδα για τον αείμνηστο διδάσκαλο και καθηγητή της Δογματικής π. Ιωάννη Ρωμανίδη, με την ευκαιρία της συμπληρώσεως δέκα ετών (2001-2011) από την κοίμησή του.
Ο π. Ιωάννης, κατά τα τελευταία έτη της ζωής του, ήταν εγγεγραμμένος στον ιερατικό κατάλογο της Ιεράς Μητροπόλεως.
Το πρωΐ της Κυριακής, στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Δημητρίου Ναυπάκτου, τελέσθηκε αρχιερατικό συλλείτουργο, από τους Σεβ. Μητροπολίτες Άρτης κ. Ιγνάτιο και Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεο, και αρχιερατικό μνημόσυνο για την ανάπαυση της ψυχής του αειμνήστου Καθηγητού.
Ο Σεβασμιώτατος κ. Ιερόθεος εκφώνησε σύντομη επιμνημόσυνη ομιλία.
Ακολούθησε, στο Πνευματικό Κέντρο της Ιεράς Μητροπόλεως, τιμητική επιστημονική Ημερίδα με γενικό τίτλο «Το έργο και η διδασκαλία του π. Ιωάννου Ρωμανίδη», κατά την οποία, υπό την προεδρία του Σεβασμιωτάτου κ. Ιεροθέου, εκλεκτοί μαθητές και συνάδελφοι του αειμνήστου εξέθεσαν τις απόψεις του για την προσωπικότητα και το έργο του.
ΠΕ­ΡΙ­ΛΗ­ΨΕΙΣ ΕΙ­ΣΗ­ΓΗ­ΣΕ­ΩΝ
Στόν ει­σα­γω­γι­κό χαι­ρε­τι­σμό του ο Σεβ. Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου και Α­γί­ου Βλα­σί­ου κ. Ι­ε­ρό­θε­ος, α­να­κοί­νω­σε ό­τι ή­δη έχει τε­λει­ώ­σει έ­να με­γά­λο έρ­γο, με τίτ­λο «π. Ι­ω­άν­νης Ρω­μα­νί­δης, κο­ρυ­φαί­ος δογ­μα­τι­κός θε­ο­λό­γος της Ορ­θο­δό­ξου Κα­θο­λι­κής Εκ­κλη­σί­ας», που έ­χει πά­ρει την ο­δό προς το τυ­πο­γρα­φεί­ο και πρό­κει­ται σύ­ντο­μα να εκ­δο­θή.
Στο έρ­γο αυ­τό θα πα­ρου­σια­σθούν διά­φο­ρες πλευ­ρές της θε­ο­λο­γι­κής προ­σφο­ράς του
μα­κα­ρι­στού π. Ι­ω­άν­νου στα θε­ο­λο­γι­κά γράμ­μα­τα, και κα­τα­δει­κνύ­ε­ται η ε­ξέ­λι­ξη της θε­ο­λο­γι­κής σκέ­ψε­ώς του. Χω­ρί­ζε­ται δε σε τρεις με­γά­λες ε­νό­τη­τες.

Στο πρώ­το μέ­ρος του νέ­ου βι­βλί­ου πα­ρου­σιά­ζε­ται η σχέ­ση του π. Ι. Ρω­μα­νί­δη με τον με­γά­λο θε­ο­λό­γο π. Γε­ώρ­γιο Φλω­ρόφ­σκι, του ο­ποί­ου υ­πήρ­ξε γνή­σιος μα­θη­τής.
Ο π. Ι­ω­άν­νης ε­νη­μέ­ρω­νε τον π. Γε­ώρ­γιο Φλω­ρόφ­σκι για ό­λα και ε­νερ­γού­σε ως υ­πο­τα­κτι­κός του στην θε­ο­λο­γι­κή και ι­στο­ρι­κή σκέ­ψη του, ε­πε­ξέ­τει­νε δε τις α­πό­ψεις του π. Γ. Φλω­ρόφ­σκι σε με­ρι­κά ση­μεί­α, αλ­λά α­πο­δει­κνύ­ε­ται και η ε­μπι­στο­σύ­νη και οι προσ­δο­κί­ες που ε­πέν­δυ­ε ο π. Γ. Φλω­ρόφ­σκι στον μα­θη­τή του π. Ι­ω­άν­νη Ρω­μα­νί­δη, τον ο­ποί­ο θε­ω­ρού­σε ως γνή­σιο διά­δο­χό του.

Στο δεύ­τε­ρο μέ­ρος του βι­βλί­ου πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται πέ­ντε κε­φά­λαια στα ο­ποί­α φαί­νε­ται ό­λο το θε­ο­λο­γι­κό έρ­γο του π. Ι­ω­άν­νη Ρω­μα­νί­δη, τί προ­η­γή­θη­κε της δι­δα­κτο­ρι­κής του δια­τρι­βής με τίτ­λο «προ­πα­το­ρι­κό α­μάρ­τη­μα», τί έ­γι­νε κα­τά την κα­τά­θε­ση αυ­τής της δια­τρι­βής στην Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης και πώς ε­πε­ξέ­τει­νε τα θέ­μα­τα αυ­τά στις με­τα­γε­νέ­στε­ρες με­λέ­τες που έ­κα­νε στο Πα­νε­πι­στή­μιο του Χάρ­βα­ντ κά­τω α­πό την ε­πο­πτί­α του π. Γ. Φλω­ρόφ­σκι. Ε­πί πλέ­ον πα­ρου­σιά­ζε­ται ό­λη η θε­ο­λο­γί­α που ε­ξέ­φρα­ζε ο π. Ι­ω­άν­νης και η ε­νό­τη­τα που πα­ρα­τη­ρεί­ται στο θε­ο­λο­γι­κό του έρ­γο.

Στο τρί­το μέ­ρος του βι­βλί­ου πα­ρα­τί­θε­ται το πε­ρι­ε­χό­με­νο της Η­με­ρί­δος που έ­γι­νε στην Α­θή­να την 19η Ι­α­νου­α­ρί­ου ε.έ. με την πα­ρου­σί­α­ση του δί­το­μου έρ­γου της «ε­μπει­ρι­κής Δογ­μα­τι­κής», τις ο­μι­λί­ες που έ­γι­ναν, κα­θώς ε­πί­σης πα­ρα­τί­θε­νται οι α­πό­ψεις Πα­τριαρ­χών, Ε­πι­σκό­πων, Θε­ο­λό­γων και λα­ϊ­κών για το δί­το­μο αυ­τό έρ­γο και γε­νι­κά για την προ­σω­πι­κό­τη­τα και την προ­σφο­ρά του π. Ι­ω­άν­νου Ρω­μα­νί­δη και δεί­χνουν ό­τι πράγ­μα­τι εί­ναι ο κο­ρυ­φαί­ος δογ­μα­τι­κός θε­ο­λό­γος της Ορ­θο­δό­ξου Κα­θο­λι­κής Εκ­κλη­σί­ας στις η­μέ­ρες μας. Α­κό­μη πα­ρα­τί­θε­ται και η ο­λο­κλη­ρω­μέ­νη ερ­γο­γρα­φί­α του.

Ο Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος ε­ξέ­φρα­σε την πε­ποί­θη­σή του ό­τι η Η­με­ρί­δα θα φω­τί­ση α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο την προ­σω­πι­κό­τη­τα και το έρ­γο του π. Ι­ω­άν­νου Ρω­μα­νί­δη. «Θα κά­νη αυ­τό που δεν έ­κα­νε ο ί­διος. Δη­λα­δή, ο π. Ι­ω­άν­νης δεν εν­δια­φε­ρό­ταν πο­λύ για την προ­βο­λή του έρ­γου του, δεν εν­δια­φέρ­θη­κε να με­τα­φρα­σθούν και να δη­μο­σι­ευ­θούν τα κεί­με­νά του α­πό την αγ­γλι­κή στην ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα. Αυ­τό το έ­κα­νε η α­ντι­πρύ­τα­νις του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης κ. Δέ­σπω Λιά­λιου, αλ­λά δεν έ­χουν α­κό­μη δη­μο­σι­ευ­θή».

«Ο π. Ι­ω­άν­νης Ρω­μα­νί­δης έ­ζη­σε τα πε­ρισ­σό­τε­ρα χρό­νια στην Α­με­ρι­κή και τα λι­γό­τε­ρα στην Ελ­λά­δα. Έ­γρα­ψε στην αγ­γλι­κή και στην ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα.
Ά­φη­σε έ­να με­γά­λο α­δη­μο­σί­ευ­το έρ­γο που εί­ναι δια­σκορ­πι­σμέ­νο σε Συ­νέ­δρια, σε Ε­πι­τρο­πές, σε ε­πι­στο­λές, σε διά­φο­ρα αρ­χεί­α και βέ­βαια εί­ναι ευ­ρύ­τα­το πε­δί­ο γι’ αυ­τόν που θα τα α­να­ζη­τή­ση για να τα με­λε­τή­ση και να τα εκ­δώ­ση. Ή­δη εν πολ­λοίς εί­ναι ά­γνω­στος και πα­ρε­ξη­γη­μέ­νος ο π. Ι­ω­άν­νης». Ο Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος ε­ξέ­φρα­σε α­κό­μη την πε­ποί­θη­σή του ό­τι «τό έρ­γο και η προ­σω­πι­κό­τη­τα του π. Ρω­μα­νί­δη θα α­να­δει­χθή ό­σο περ­νά ο και­ρός και θα εί­ναι ό­χι μό­νο ο θε­ο­λό­γος του ει­κο­στού αι­ώ­νος, αλ­λά και ο θε­ο­λό­γος του μέλ­λο­ντος αι­ώ­νος, για­τί εί­ναι πραγ­μα­τι­κά ο θε­ο­λό­γος της Εκ­κλη­σί­ας, δη­λα­δή των Προ­φη­τών, των Α­πο­στό­λων και των Πα­τέ­ρων».

Ο π. Γε­ώρ­γιος Με­ταλ­λη­νός στην ει­σή­γη­σή του πα­ρου­σί­α­σε τον π. Ι. Ρω­μα­νί­δης ως "ση­μεί­ον α­ντι­λε­γό­με­νον", δι­ό­τι η πα­ρου­σί­α του στην Ελ­λά­δα και στο α­κα­δη­μα­ϊ­κό πε­ρι­βάλ­λον συν­δέ­θη­κε απ' αρ­χής με φα­νε­ρή ή συ­γκε­κα­λυμ­μέ­νη α­ντί­δρα­ση ε­να­ντί­ον του, δι­ό­τι για κά­ποια πρό­σω­πα ή ο­μά­δες ο π. Ι­ω­άν­νης α­πο­τε­λού­σε πρό­κλη­ση ι­σχυ­ρή. Και αυ­τό, δι­ό­τι ει­σή­γα­γε στον εκ­κλη­σια­στι­κό μας βί­ο και στην α­κα­δη­μα­ϊ­κή οι­κο­γέ­νεια έ­ναν νέ­ο τρό­πο δι­δα­σκα­λί­ας της θε­ο­λο­γι­κο­δογ­μα­τι­κής πα­ρα­δό­σε­ώς μας, συν­δέ­ο­ντας την α­κα­δη­μα­ϊ­κή μας θε­ο­λό­γη­ση με την ε­μπει­ρι­κή Πα­τε­ρι­κή α­σκη­τι­κο­νη­πτι­κή πρά­ξη.
Μέ αυ­τόν ό­μως τον τρό­πο ε­κλό­νι­ζε την η­γε­μο­νί­α της σχο­λα­στι­κής με­τα­φυ­σι­κής (πα­πι­κής και προ­τε­στα­ντι­κής), ε­νώ αυ­τό­μα­τα πε­ρι­θω­ριο­ποιού­σε κα­τε­στη­μέ­νες και πο­λυ­θαυ­μα­ζό­με­νες αυ­θε­ντί­ες. Ε­πί­σης, προ­κά­λε­σε α­ντι­θέ­σεις και στον χώ­ρο της ι­στο­ρί­ας, δι­ό­τι, γνω­ρί­ζο­ντας την δια­χρο­νι­κή δια­λε­κτι­κή Ρω­μαιο­σύ­νης και Φρα­γκο­σύ­νης, μπό­ρε­σε να προσ­διο­ρί­ση την δια­με­τρι­κή δια­φο­ρά στις προ­ϋ­πο­θέ­σεις και πραγ­μα­τώ­σεις φρα­γκι­κού και ρω­μαί­ϊ­κου (ελ­λη­νορ­θό­δο­ξου) πο­λι­τι­σμού και τις πραγ­μα­τι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις της δια­φο­ρο­ποι­ή­σε­ως και τε­λι­κά α­πο­σχί­σε­ως της Δυ­τι­κής Χρι­στια­νο­σύ­νης. Προ­σέ­φε­ρε, έ­τσι, αυ­θε­ντι­κά ρω­μαί­ϊ­κα κλει­διά για την κα­τα­νό­η­ση και ερ­μη­νεί­α του πο­λι­τι­σμού μας.
Πα­ρου­σί­α­σε διά­φο­ρες ό­ψεις της ε­να­ντί­ον του πο­λε­μι­κής, ό­χι μό­νον στον ε­πι­στη­μο­νι­κό-α­κα­δη­μα­ϊ­κό χώ­ρο, αλ­λά και σε δια­προ­σω­πι­κό ε­πί­πε­δο, που άγ­γι­ζε τα ό­ρια της συ­κο­φα­ντί­ας και μιας α­λη­θι­νής συ­νω­μο­σί­ας.
Το βε­λη­νε­κές αυ­τής της στά­σης έ­φθα­νε μέ­χρι τους θε­ο­λο­γι­κούς Δια­λό­γους, στους ο­ποί­ους με­τεί­χε και ο π. Ι­ω­άν­νης, κα­τη­γο­ρού­με­νος α­πό τους Έλ­λη­νες συ­να­δέλ­φους του α­κό­μη και για αι­ρέ­σεις, που φυ­σι­κά δεν εί­χε.
Ο φθό­νος α­πο­τε­λού­σε, κα­τά την ε­κτί­μη­ση του ει­ση­γη­τού, κί­νη­τρο ι­σχυ­ρό, ώ­στε να ε­πι­χει­ρή­ται η η­θι­κή ε­ξό­ντω­ση και ε­κμη­δέ­νι­σή του, ό­χι μό­νον α­πό "ε­χθρούς", αλ­λά ε­νί­ο­τε και α­πό προ­σποιού­με­νους τον φί­λο του, που δι­έ­σπει­ραν κα­τη­γο­ρί­ες, τις ο­ποί­ες α­να­πα­ρή­γαν ε­κεί­νοι, που ε­πε­δί­ω­καν την μεί­ω­ση και α­πο­δυ­νά­μω­σή του. Α­ντί­θε­τα, την ε­πι­στη­μο­σύ­νη και θε­ο­λο­γι­κή προ­σφο­ρά του π. Ι­ω­άν­νη ή­σαν σε θέ­ση να κα­τα­νο­ή­σουν δια­κε­κρι­μέ­νοι Δυ­τι­κοί, που συ­χνά ε­ξέ­φρα­ζαν τον θαυ­μα­σμό τους και την ε­κτί­μη­σή τους στο πρό­σω­πο και το έρ­γο του.
Τέ­λος ο ει­ση­γη­τής τό­νι­σε την ση­μα­σί­α της Η­με­ρί­δας που διορ­γά­νω­σε η Ι­ε­ρά Μη­τρό­πο­λη Ναυ­πά­κτου και με την ο­ποί­α φα­νε­ρώ­νε­ται για άλ­λη μια φο­ρά η α­γά­πη και ο σε­βα­σμός του Μη­τρο­πο­λί­του κ. Ι­ε­ρο­θέ­ου προς «τόν α­εί­μνη­στο δι­δά­σκα­λό μας και ε­πι­στή­θιο φί­λο του».

Η κ. Δέ­σπω Λιά­λου, μα­θή­τρια του π. Ι­ω­άν­νου και με­τα­φρά­στρια κει­μέ­νων του α­πό τα αγ­γλι­κά, κα­τέ­θε­σε γρα­πτώς την δι­κή της μαρ­τυ­ρί­α πρώ­τα για την δυ­να­τή πα­ρου­σί­α και την με­γά­λη ε­πί­δρα­ση του π. Ι­ω­άν­νου στον χώ­ρο της α­κα­δη­μα­ϊ­κής θε­ο­λο­γί­ας στην Θεσ­σα­λο­νί­κη και έ­πει­τα για τις «θε­ο­λο­γι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις της ερ­μη­νευ­τι­κής στο έρ­γο του π. Ι­ω­άν­νου Ρω­μα­νί­δη»
Οι προ­ϋ­πο­θέ­σεις αυ­τές εί­ναι, με­τα­ξύ άλ­λων, οι ε­ξής: Τα με­γά­λα ε­πι­στη­μο­νι­κά, γνω­στι­κά, κοι­νω­νι­κά, δια­νο­η­τι­κά και θε­ο­λο­γι­κά ε­φό­δια του π. Ι­ω­άν­νη, που τον βο­ή­θη­σαν στην έκ­φρα­ση της ορ­θό­δο­ξης ερ­μη­νεί­ας των θε­ο­λο­γι­κών προ­βλη­μά­των το ό­τι εί­χε ως κέ­ντρο του θε­ο­λο­γι­κού του προ­βλη­μα­τι­σμού τον πε­πτω­κό­τα άν­θρω­πο και την πο­ρεί­α του μέ­σα στην ι­στο­ρί­α η α­πο­φυ­γή της α­ντί­θε­σης Θε­ός-άν­θρω­πος στην σω­τη­ριο­λο­γί­α, σύμ­φω­να με την ο­ποί­α α­ντί­θε­ση άλ­λο­τε η σω­τη­ρί­α προ­έρ­χε­ται α­πό τον Θε­ό και ο άν­θρω­πος την υ­πο­μέ­νει κα­τά προ­ο­ρι­σμό, και άλ­λο­τε προ­έρ­χε­ται α­πό τον άν­θρω­πο κα­τά την νο­μο­τέ­λεια των κα­λών του έρ­γων η έ­νω­ση του λό­γου για την δη­μιουρ­γί­α με τον λό­γο για τα έ­σχα­τα και της δι­ή­γη­σης της Γε­νέ­σε­ως με τον λό­γο για την θέ­ω­ση και την βα­σι­λεί­α του Θε­ού η στή­ρι­ξη της ερ­μη­νεί­ας στην μαρ­τυ­ρί­α των απ᾽ αι­ώ­νος α­γί­ων η θε­ώ­ρη­ση της ε­νό­τη­τας του εκ­κλη­σια­στι­κού βί­ου η ση­μα­σί­α της α­κτί­στου Χά­ρι­τος του Θε­ού που α­πο­κα­λύ­πτε­ται εν δυ­νά­μει και δό­ξη το ό­τι ο άν­θρω­πος βρί­σκε­ται διαρ­κώς σε μια πο­ρεί­α α­πο­δο­χής της θεί­ας Χά­ρι­τος στην πο­ρεί­α αυ­τή ο άν­θρω­πος α­να­με­τρά­ται με τις α­ντί­θε­ες δυ­νά­μεις και ό­χι με τον Θε­ό.
Ε­πί­σης, ο π. Ι­ω­άν­νης α­πο­κλεί­ει στον θε­ο­λο­γι­κό λό­γο την προ­σω­πι­κή αυ­θαι­ρε­σί­α και αυ­το­σχε­δια­σμό ή το θρη­σκευ­τι­κό βί­ω­μα μιας ψυ­χο­λο­γι­κής α­νά­γκης ή πα­ρέκ­κλι­σης. Α­ντί­θε­τα τον στη­ρί­ζει πά­ντα στον βί­ο και στην δι­δα­σκα­λί­α των α­γί­ων. Η τε­κμη­ρί­ω­ση των πα­τε­ρι­κών κει­μέ­νων γί­νε­ται με κρι­τή­ριο τον έ­λεγ­χο της συ­νο­δι­κής πρά­ξης της Εκ­κλη­σί­ας, ό­πως «καρ­πο­φο­ρεί στην λα­τρεύ­ου­σα κοι­νό­τη­τα» στην συ­γκε­κρι­μέ­νη ε­πο­χή και το συ­γκε­κρι­μέ­νο πε­ρι­βάλ­λον. Η θε­ο­λο­γί­α εί­ναι ε­φαρ­μο­σμέ­νη ε­πι­στή­μη, α­φού έ­χει ά­με­ση ε­φαρ­μο­γή στην μαρ­τυ­ρί­α της εκ­κλη­σια­στι­κής κοι­νό­τη­τας, της θε­ω­τι­κής ε­μπει­ρί­ας και ο­μο­λο­γί­ας, στην ζω­ή της με­τα­νοί­ας και την πα­ρά­κλη­ση του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Δεν α­πο­δέ­χε­ται, ο π. Ιωάννης, την χα­ώ­δη ερ­μη­νεί­α ε­κτός της ι­στο­ρί­ας. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό εί­ναι η κρι­τι­κή ε­να­ντί­ον των ερ­μη­νευ­τών της Α­γί­ας Γρα­φής που ξε­χνώ­ντας την ι­στο­ρί­α προ­σπα­θούν να κά­νουν ι­στο­ρι­κά άλ­μα­τα αι­ώ­νων και πραγ­μα­το­ποιούν μια α­πο­κε­κομ­μέ­νη α­πό την ι­στο­ρι­κή εκ­κλη­σια­στι­κή συ­νέ­χεια ερ­μη­νεί­α.

Ο κ. Α­ντώ­νιος Πα­πα­δό­που­λος εκ­θέ­το­ντας τις α­να­μνή­σεις του α­πό τον π. Ι­ω­άν­νη Ρω­μα­νί­δη μί­λη­σε για τον «κα­η­μό» του π. Ρω­μα­νί­δη, που ή­ταν η «ε­μπει­ρι­κή δογ­μα­τι­κή», αυ­τός ο ό­ρος που χρη­σι­μο­ποί­η­σε για πρώ­τη φο­ρά ο Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου Ι­ε­ρό­θε­ος που συ­στη­μα­το­ποί­η­σε την προ­φο­ρι­κή δι­δα­σκα­λί­α του π. Ι­ω­άν­νη. Αυ­τήν την ε­μπει­ρι­κή διά­στα­ση της δογ­μα­τι­κής, και της θε­ο­λο­γί­ας εν γέ­νει, τό­νι­ζε πά­ντα ο π. Ι­ω­άν­νης στους φοι­τη­τές του, μι­λώ­ντας για την γνώ­ση του Θε­ού, για την η­συ­χί­α, την ά­σκη­ση, την νή­ψη, την Α­γί­α Γρα­φή, τον Ό­ντα, τον ζω­ντα­νό Θε­ό των ζω­ντα­νών Πα­τέ­ρων. Ό­λος ο κό­σμος, έ­λε­γε ο π. Ρω­μα­νί­δης, έ­γι­νε για την ε­ναν­θρώ­πη­ση του Χρι­στού, για­τί δια του Χρι­στού γε­φυ­ρώ­νε­ται το κτι­στό με το ά­κτι­στο και έ­τσι σώ­ζε­ται. Οι ε­ντο­λές του Θε­ού δεν εί­ναι α­πλές κου­βέ­ντες, αλ­λά λό­γος-ε­νέρ­γεια του Θε­ού, και ό­ταν έ­νας θε­ό­πτης ε­φαρ­μό­ζει το θέ­λη­μα, τον λό­γο του Θε­ού, εν­δύ­ε­ται την θεί­α ε­νέρ­γεια και έ­τσι γί­νε­ται φο­ρέ­ας του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ό­χι πη­γή. Πη­γή της α­κτί­στου Χά­ρι­τος εί­ναι η αν­θρώ­πι­νη φύ­ση του Χρι­στού.
Ο π. Ρω­μα­νί­δης α­νέ­λυ­ε με τα κρι­τή­ρια αυ­τά την Με­τα­μόρ­φω­ση του Χρι­στού και γε­λοιο­ποιού­σε ε­νώ­πιον των φοι­τη­τών τους α­ντι­η­συ­χα­στές. Την η­συ­χί­α και την προ­σευ­χή την δί­δα­ξε ο Κύ­ριος στους μα­θη­τές Του. Έ­τσι ο η­συ­χα­σμός και η νή­ψη πα­ρα­δί­δο­νται α­πό τις Δια­θή­κες, ό­πως υ­πο­γράμ­μι­ζε ο π. Ι­ω­άν­νης.
Ο Η­συ­χα­σμός εί­ναι φαι­νό­με­νο με α­να­φο­ρά ό­χι μό­νον σε κά­ποιο τμή­μα της Εκ­κλη­σί­ας (τούς Ι­ε­ράρ­χες-Μο­να­χούς), αλ­λά και σ' ό­λα τα μέ­λη και τα ε­πί­πε­δα του εκ­κλη­σια­στι­κού σώ­μα­τος, α­φού ό­λοι ο­φεί­λου­με να εί­μα­στε νη­πτι­κοί. Η αρ­χή αυ­τή δι­έ­κρι­νε τον π. Ι­ω. Ρω­μα­νί­δη σ' ό­λα τα θέ­μα­τα που α­νέ­πτυσ­σε, δογ­μα­τι­κά, δια­λό­γου, ι­στο­ρι­κά, αλ­λά και σε κά­θε ευ­και­ρί­α μι­λού­σε για την νή­ψη εν η­συ­χί­α και προ­σευ­χή. Έ­δι­δε ι­διαί­τε­ρη προ­σο­χή στον Ορ­θό­δο­ξο Μο­να­χι­σμό σε Α­να­το­λή και Δύ­ση. Υ­πε­στή­ρι­ζε ό­τι και στην Δύ­ση υ­πήρ­χε προ των βαρ­βα­ρι­κών ε­πι­δρο­μών ο η­συ­χα­σμός. Γι' αυ­τό και ε­πέ­με­νε να με­τα­φυ­τευ­θή στην Α­με­ρι­κή ο μο­να­χι­σμός, για να συ­νε­χι­σθή ε­κεί η πα­ρά­δο­ση της κά­θαρ­σης, του φω­τι­σμού και της θε­ώ­σε­ως, καί, ό­πως εί­πε ο ει­ση­γη­τής, «ο Θε­ός ά­κου­σε τις δε­ή­σεις του» και σή­με­ρα πλη­σιά­ζουν τις εί­κο­σι οι ορ­θό­δο­ξες Ι­ε­ρές Μο­νές στις Η.Π.Α.
Ε­πί­σης, ο κ. Πα­πα­δό­που­λος κα­τέ­θε­σε τις μαρ­τυ­ρί­ες ό­τι ο α­εί­μνη­στος πα­τρο­λό­γος Παν. Χρή­στου του εί­χε ε­κμυ­στη­ρευ­θή ό­τι ο π. Ρω­μα­νί­δης γνώ­ρι­ζε κα­λύ­τε­ρα α­πό τον ί­διο τους Πα­τέ­ρας, μαρ­τυ­ρί­α πο­λύ ση­μα­ντι­κή αν α­να­λο­γι­σθή κα­νείς ό­τι ο Χρή­στου έ­φε­ρε τους Πα­τέ­ρες στην νε­ώ­τε­ρη ε­πι­στή­μη της θε­ο­λο­γί­ας. Ε­πί­σης μαρ­τύ­ρη­σε ό­τι ο π. Ι­ω­άν­νης λει­τουρ­γού­σε ως Ι­ε­ρέ­ας, το μά­θη­μά του εί­χε με­γά­λη α­πή­χη­ση στους φοι­τη­τές και α­νέ­φε­ρε διά­φο­ρα πε­ρι­στα­τι­κά α­πό την κα­τά­θε­ση της δια­τρι­βής του, τους Δια­λό­γους, τις πα­ρα­δό­σεις σε φοι­τη­τές.
Α­να­φέρ­θη­κε και στα προ­σω­πι­κά του προ­βλή­μα­τα, εκ­φρά­ζο­ντας την πε­ποί­θη­σή του ό­τι ο π. Ι­ω­άν­νης εί­χε ο­πωσ­δή­πο­τε πνευ­μα­τι­κές ε­μπει­ρί­ες στην νε­ό­τη­τά του, δο­κι­μά­σθη­κε μέ­σα στο κα­μί­νι των πε­ρι­σπα­σμών της κα­θη­γη­τι­κής έ­δρας, για να φθά­ση και πά­λι στο τέ­λος της ζω­ής του στο δω­μά­τιο-κελ­λί του να ζή με προ­σευ­χή και α­γρυ­πνί­ες.

Ο κ. Σταύ­ρος Για­γκά­ζο­γλου, α­φού ε­ξέ­φρα­σε την χα­ρά του για­τί ο π. Ι. Ρω­μα­νί­δης ή­ταν έ­νας α­πό τους κα­θη­γη­τές στους ο­ποί­ους μα­θή­τευ­σε, που ε­πη­ρέ­α­σε και γο­νι­μο­ποί­η­σε θε­τι­κά την σκέ­ψη του, α­νέ­πτυ­ξε το θέ­μα Η ση­μα­σί­α του πε­ρί του προ­πα­το­ρι­κού α­μαρ­τή­μα­τος έρ­γου του π. Ι­ω­άν­νου Ρω­μα­νί­δη για την Εκ­κλη­σί­α και την θε­ο­λο­γί­α. Μί­λη­σε ει­σα­γω­γι­κά για το θε­ο­λο­γι­κο-ι­στο­ρι­κό πλαί­σιο μέ­σα στο ο­ποί­ο εμ­φα­νί­σθη­κε η δια­τρι­βή του π. Ρω­μα­νί­δη, για τους ά­ξο­νες της δια­τρι­βής, για κά­ποι­ες πτυ­χές της δι­έ­νε­ξής του με τον Π. Τρε­μπέ­λα και τέ­λος για την ση­μα­σί­α της δια­τρι­βής. Το θε­ο­λο­γι­κό πλαί­σιο πε­ρι­έ­γρα­ψε με τον ό­ρο του π. Φλω­ρόφ­σκι «βα­βυ­λώ­νεια αιχ­μα­λω­σί­α» της θε­ο­λο­γί­ας, α­νά­λυ­σε εν συ­ντο­μί­α τί σή­μαι­νε η αιχ­μα­λω­σί­α αυ­τή, η ο­ποί­α ευ­θύ­νε­ται και για ό­λες τις α­ντι­δρά­σεις που δέ­χθη­κε ο π. Ρω­μα­νί­δης, ο «α­με­ρι­κα­νο­τρα­φής» θε­ο­λό­γος που «έ­φε­ρε στις α­πο­σκευ­ές του τους Πα­τέ­ρες» α­πό την Α­με­ρι­κή στην Ελ­λά­δα. Ση­μεί­ω­σε ό­τι εί­ναι προς τι­μήν της Θε­ο­λο­γι­κής Σχο­λής Α­θη­νών ό­τι τε­λι­κά α­πο­δέ­χθη­κε την δια­τρι­βή του π. Ρω­μα­νί­δη, πα­ρά τις α­ντι­δρά­σεις.
Τα θέ­μα­τα που α­σχο­λή­θη­κε η δια­τρι­βή ή­ταν πολ­λά και ση­μα­ντι­κά, δογ­μα­τι­κά, χρι­στο­λο­γι­κά, εκ­κλη­σιο­λο­γι­κά, α­να­στη­λω­τι­κά των ορ­θο­δό­ξων δογ­μά­των και της ορ­θο­δό­ξου πί­στε­ως, α­ντιρ­ρη­τι­κά προς τον δυ­τι­κό, πα­πι­κό και προ­τε­στα­ντι­κό σχο­λα­στι­κι­σμό και την νο­η­σιαρ­χί­α. Μί­λη­σε για την πτώ­ση, την α­μαρ­τί­α, την α­σθέ­νεια ψυ­χής και σώ­μα­τος, την σω­τη­ρί­α, τον ορ­θό­δο­ξο προ­ο­ρι­σμό του αν­θρώ­που, την θέ­ω­ση, τα Μυ­στή­ρια κλπ. Υ­πο­γράμ­μι­σε ο ει­ση­γη­τής τα πά­μπολ­λα και­νο­το­μι­κά στοι­χεί­α της δια­τρι­βής, ό­πως την ορ­θή α­φο­μοί­ω­ση των πα­τε­ρι­κών κει­μέ­νων, τα ορ­θά κρι­τή­ρια α­νά­γνω­σης των Πα­τέ­ρων, την ε­πι­κέ­ντρω­ση-ε­στί­α­ση στην ου­σί­α των προ­βλη­μά­των, τον ε­μπει­ρι­κό χα­ρα­κτή­ρα της θε­ο­λο­γί­ας, την πα­ρου­σί­α­ση για πρώ­τη φο­ρά της α­λή­θειας ό­τι το δι­κα­νι­κό πνεύ­μα εί­ναι μια πα­ρερ­μη­νεί­α του Ευ­αγ­γε­λί­ου κλπ.
Ε­πί­σης α­να­φέρ­θη­κε στους δογ­μα­τι­κούς ά­ξο­νες του έρ­γου: την δια­σά­φι­ση των δογ­μά­των ως προς την Τρια­δο­λο­γί­α, την δι­δα­σκα­λί­α για το Σώ­μα του Χρι­στού ως πη­γή της α­κτί­στου Χά­ρι­τος, την σύν­δε­ση Πνευ­μα­το­λο­γί­ας και Χρι­στο­λο­γί­ας, την δι­δα­σκα­λί­α ό­τι η Εκ­κλη­σί­α εί­ναι το Σώ­μα του Χρι­στού, την ε­ναρ­γή α­νά­λυ­ση της εκ του μη ό­ντος δη­μιουρ­γί­ας του κό­σμου, τον το­νι­σμό της ε­λευ­θε­ρί­ας ως προς την αν­θρω­πο­λο­γί­α, την διά­κρι­ση ου­σί­ας και ε­νερ­γεί­ας, το με­θε­κτό και α­μέ­θε­κτο του Θε­ού κ.ά. Γε­νι­κά, ο π. Ρω­μα­νί­δης με ά­ξο­να το προ­πα­το­ρι­κό α­μάρ­τη­μα συ­νό­ψι­σε ό­λη την εκ­κλη­σια­στι­κή δογ­μα­τι­κή.
Ό­σον α­φο­ρά τις θε­ο­λο­γι­κές δι­ε­νέ­ξεις που δη­μιουρ­γή­θη­καν με άλ­λους κα­θη­γη­τές, τε­λι­κά, ό­πως τό­νι­σε ο ει­ση­γη­τής, ο π. Ρω­μα­νί­δης κέρ­δι­σε, α­φού και οι α­ντί­πα­λοί του υι­ο­θέ­τη­σαν έ­στω και σι­ω­πη­ρώς τις θέ­σεις του, ό­πως π.χ. για την δι­καί­ω­ση στην Πα­λαιά Δια­θή­κη, τις θε­ο­φά­νει­ες του Α­σάρ­κου Λό­γου κλπ. Ως προς την δη­μο­σί­ευ­ση της αλ­λη­λο­γρα­φί­ας Ρω­μα­νί­δη-Τρε­μπέλ­λα ο ει­ση­γη­τής υ­πο­στή­ρι­ξε ό­τι δια­φω­τί­ζει α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο τα πε­ρί της συγ­γρα­φής της ε­ξέ­χου­σας αυ­τής δια­τρι­βής.
Α­να­κε­φα­λαι­ώ­νο­ντας, τό­νι­σε την συμ­βο­λή της δια­τρι­βής του π. Ρω­μα­νί­δη στην α­να­γέν­νη­ση των πα­τε­ρι­κών σπου­δών, στην με­λέ­τη των κει­μέ­νων του α­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Πα­λα­μά, την δια­κή­ρυ­ξη του ε­μπει­ρι­κού χα­ρα­κτή­ρος της θε­ο­λο­γί­ας, την στρο­φή στους δια­κρι­τι­κούς και ε­μπει­ρι­κούς Γέ­ρο­ντες, και υ­πο­στή­ρι­ξε ό­τι τώ­ρα α­νοί­γει η κλη­ρο­νο­μιά που ά­φη­σε ο π. Ρω­μα­νί­δης στην θε­ο­λο­γί­α.

Ο κ. Λά­μπρος Σιά­σος με λό­γο που τον χα­ρα­κτή­ρι­ζε ποι­η­τι­κή πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τα μί­λη­σε για «Ρω­μα­νι­δι­κά α­λε­ξί­πυ­ρα και α­κα­δη­μα­ϊ­κές φλο­γώ­σεις». Πι­ό συ­γκε­κρι­μέ­να α­να­φέρ­θη­κε σε πει­ρα­σμούς του π. Ι. Ρω­μα­νί­δη: κα­τά την έ­γκρι­ση της δια­τρι­βής του, στην κα­θη­γη­τι­κή του ζω­ή, σ’ έ­να στιγ­μιαί­ο πει­ρα­σμό α­πό μια κομ­μα­τι­κή ε­μπλο­κή του, σ’ έ­ναν ο­ξύ­τε­ρο στο Ά­αρ­χους της Δα­νί­ας, κα­τά τον διά­λο­γο με τους Α­ντι­χαλ­κη­δο­νί­ους και υ­παι­νυ­κτι­κά σ’ έ­ναν μέ­γα και σ’ έ­ναν τε­λευ­ταί­ο πει­ρα­σμό του. Οι πει­ρα­σμοί του π. Ρω­μα­νί­δη εί­ναι πει­ρα­σμοί –φλο­γώ­σεις– των θε­ο­λό­γων στην α­κα­δη­μα­ϊ­κή και εκ­κλη­σια­στι­κή δια­κο­νί­α τους.
Το ε­ρώ­τη­μα που έ­θε­σε εί­ναι, το τί κά­νου­με ε­μείς α­πέ­να­ντι στα πε­πυ­ρω­μέ­να βέ­λη του πο­νη­ρού τα δο­λί­ως το­ξευ­ό­με­να στο πε­δί­ο της δογ­μα­τι­κής θε­ο­λο­γί­ας, των εκ­κλη­σια­στι­κών α­να­γκών και της ι­ε­ρής Λα­τρεί­ας, κα­θώς ο διά­βο­λος κα­νο­ναρ­χεί δια­λό­γους, α­να­γεν­νή­σεις λει­τουρ­γι­κές και βι­βλι­κές ερ­μη­νεί­ες.
Μέ πα­ρα­πο­μπές κυ­ρί­ως στον ά­γιο Διά­δο­χο Φω­τι­κής πα­ρου­σί­α­σε αφ' ε­νός μεν τους κιν­δύ­νους αλ­λοί­ω­σης του εκ­κλη­σια­στι­κού λό­γου, αφ' ε­τέ­ρου δε τον ορ­θό τρό­πο της εκ­κλη­σια­στι­κής –α­πο­στο­λι­κής και πα­τε­ρι­κής– θε­ο­λο­γή­σε­ως. Μέ λό­γο που προ­κα­λού­σε τον α­κρο­α­τή να σκε­φτή και να συ­μπλη­ρώ­ση τα συ­σκια­ζό­με­να πε­ρι­έ­γρα­ψε τα «α­λε­ξί­πυ­ρα» για τις «α­κα­δη­μα­ϊ­κές φλο­γώ­σεις» μέ­σα α­πό το πα­ρά­δειγ­μα του π. Ι. Ρω­μα­νί­δη.

Τέ­λος ο π. Γε­ώρ­γιος Δρά­γας α­να­πτύσ­σο­ντας το θέ­μα «η Πα­τε­ρι­κή θε­ο­λο­γί­α ως βά­ση της συγ­χρό­νου ορ­θο­δό­ξου ερ­μη­νευ­τι­κής», μί­λη­σε για τις δι­δα­σκα­λί­ες, τα μη­νύ­μα­τα και την «νε­ο­πα­τε­ρι­κή σύν­θε­ση» του π. Γε­ωρ­γί­ου Φλω­ρόφ­σκι, κοι­νού δι­δα­σκά­λου του π. Ι­ω­άν­νου και του ι­δί­ου, προς τους μα­θη­τές του, τα ο­ποί­α και ε­φήρ­μο­σε και συ­στη­μα­το­ποί­η­σε ο π. Ι. Ρω­μα­νί­δης. Ο Φλωρόφσκι «δέν ζήτησε νέους συγχρόνους Πατέρας», δηλαδή μια μεταπατερική ή νεωτερική σύνθεση, αλλά επισήμανε την αποκάθαρση της ορθόδοξης αγιοπατερικής θεολογίας από τα ετερόδοξα στοιχεία που την επισκίασαν.
Μί­λη­σε για την «ψευ­δο­μορ­φω­μέ­νη θε­ο­λο­γί­α», τό­σο στην Ρω­σί­α α­πό τον Μ. Πέ­τρο και με­τά, ό­σο και στην Ελ­λά­δα, με­τά την Ά­λω­ση, την ο­ποί­α ε­πι­ζη­τά να διορ­θώ­ση η «νε­ο­πα­τε­ρι­κή σύν­θε­ση» του π. Φλω­ρόφ­σκι για την ερ­μη­νεί­α της Βί­βλου α­πό τα τέ­κνα της Εκ­κλη­σί­ας που εί­ναι θε­ό­πτες και έ­χουν την ί­δια ε­μπει­ρί­α της θε­ώ­σε­ως με αυ­τήν των Προ­φη­τών, Α­πο­στό­λων, Ευ­αγ­γε­λι­στών και Πα­τέ­ρων για την θε­ο­λο­γι­κή προ­τε­ραι­ό­τη­τα που έ­χει το Ευ­αγ­γέ­λιο του Ι­ω­άν­νου ως προς τα άλ­λα Ευ­αγ­γέ­λια τα ο­ποί­α συ­μπλη­ρώ­νει και ο­λο­κλη­ρώ­νει για την σω­τη­ρί­α και τε­λεί­ω­ση του κό­σμου μέ­σω των α­κτί­στων ε­νερ­γει­ών του Θε­ού για την τρια­δο­λο­γι­κή ερ­μη­νεί­α της Πα­λαι­άς Δια­θή­κης, την ο­ποί­α αρ­νού­νται οι με­τα­πα­τε­ρι­κοί θε­ο­λό­γοι.
Ο π. Γε­ώρ­γιος Δρά­γας τό­νι­σε ό­τι η ερ­μη­νεί­α της Βί­βλου και η θε­ο­λο­γί­α με τα ορ­θό­δο­ξα κρι­τή­ρια εί­ναι ερ­μη­νεί­α και θε­ο­λο­γί­α της Εκ­κλη­σί­ας, της Πα­ρα­δό­σε­ώς της, του Ευ­αγ­γε­λί­ου, του Φω­τός. Α­πέρ­ρι­ψε δε κά­θε «ψευ­δο­μορ­φω­μέ­νη νε­ο­πα­τε­ρι­κή» ή «με­τα­πα­τε­ρι­κή» προ­σπά­θεια ερ­μη­νεί­ας ως α­ντι­εκ­κλη­σια­στι­κή, α­ντι­πα­ρα­δο­σια­κή καί, βε­βαί­ως, α­δι­έ­ξο­δη και α­να­πο­τε­λε­σμα­τι­κή.–

http://romfea.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=9861:2011-11-16-10-53-43&catid=26:2009-12-18-08-38-40

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου