Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

Ένας τόμος αναιρετικός του «Νεοπανρωσισμού». Η Ιστορία δεν φιμώνεται..

 Του καθηγητή Αριστείδη Πανώτη, Μ. Ιερομνήμονα του Οικ. Πατριαρχείου 

Οι σύγχρονοι πονηροί λογισμοί όσων δεν εγκαταλείπουν παρωχημένα κοσμικά ιδεολογήματα παρώξυναν την σκέψη μου να αναμνηστεί ιστορικά γεγονότα που μελέτησα και έζησα  μόλις έλαβα ένα σπουδαιότατο τόμο  με τίτλο: «Η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως κατά τον 19ο  αιώνα » του  διαπρεπούς Ρώσου ιστορικού της χριστιανικής Ανατολής καθηγητή Ιβάν Σοκολώφ. Ο πρώτος τόμος του συγγράμματος αυτού  εκδόθηκε το 1904 και στάθηκε πολύτιμος στους μελετητές για την αμερόληπτη κατάθεση της ιστορίας του Οικουμενικού Θρόνου,  χωρίς να μολυνθεί από το φυλετικό ιδεολόγημα  του Πανσλαβισμού, που ακούονται  τα σκιρτήματά του και πάλι στην εκκλησιαστική ζωή μας. Μερίδα σύγχρονων εκκλησιαστικών της Ρωσίας φαίνεται δεν εδιδάχθηκε τίποτα από τα ογδόντα χρόνια της  Βαβυλώνιας αιχμαλωσία της.

Ο Σοκολώφ διδάσκαλος στην Πετρούπολη του σεπτού μου δασκάλου στη Θεολογία Γρηγορίου Παπαμιχαήλ παρά το διεθνές κύρος του υπήρξε και αυτός στο έσχατο γήρας του θύμα του Σταλινισμού και τον εξώρισαν μια νύκτα του Δεκεμβρίου του 1933 στην μακρυνή πόλη της Ούφα, όπου και απεβίωσε το 1939! Ο πατριάρχης Ιωακείμ Γ  γνώστης της σοβαρής συμβολής του Σοκολώφ στην Ιστορία του Οικουμενικού Θρόνου τον τίμησε με το οφφίκιο του Ιερομνήμονα γιατί  παρέμεινε έντιμος μαθητής  του Βατοπεδινού μοναχού Μάξιμου  Γραικού  και στήριξε τις κανονικές σχέσεις των εν Ρωσία χριστιανών με την Μητέρα τους Εκκλησία έναντι των αδιάβαστων  «αυτοκεφαλιστών» που έγιναν έρμαια του «Πανρωσικού εθνοφυλετισμού» στην εποχή του. Ο Σοκολώφ ως τίμιος επιστήμων παρέμεινε πιστός στον τελεσίδικο όρο που δέχθηκε ο Μόσχας Ιώβ για να του χορηγηθεί η πατριαρχική αξία : « ότι πάντοτε θα αναγνωρίζει ως κεφαλή της Ορθοδοξίας το Οικουμενικόν Πατριαρχείον». Σε εγγύηση αυτού μάλιστα συμφώνησε με τον εκεί
ευρισκόμενο πατριάρχη Ιερεμία Β  ὃτι «οι διάδοχοί του θα εξελέγοντο όπως οι προκάτοχοί του μητροπολίτες του Συνταγματίου του Οικουμενικού Θρόνου  από την Πατριαρχική Ιερά Σύνοδο της Κων/πόλεως»,   κάτι που ατόνησε λόγω των μετά ταύτα συνθηκών. (1).
             
Τον  όρκο αυτό  δεν μπόρεσαν ποτέ να τον αγνοήσουν οι Ρώσοι και αποφάσισαν να κατεργαστούν σχέδιο μειώσεως των κανονικών δικαιωμάτων και προνομίων του, αυτών που περιφρουρήθηκαν  με πολλές θυσίες μαρτύρων Πατριαρχών. Όταν η τσαρική διπλωματία διεπίστωσε πως το Νεοελληνικό κράτος από ευγνωμοσύνη προς την Αγγλία που πρωτοστάτησαν στην εθνική του Ανεξαρτησία στράφηκε προς την Δύση, τότε αγκάλιασε τους Βουλγάρους   και ενίσχυσε τις φυλετικές τάσεις του εθνικισμού τους για να απαιτήσουν τον  μερισμό μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων του ιερού  Θεσμού του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Για το πετύχουν εξώθησαν τις αποσχιστικές  τάσεις τους που ωδήγησαν  στο Βουλγαρικό σχίσμα για να  αποδυναμώσουν με την ενίσχυση του εθνοφυλετισμού των σλαύφωνων τις μητροπόλεις του Πατριαρχείου στη Θράκη και στη Μακεδονία.  Έθεσαν σε εφαρμογή σχέδιο εκπορθήσεως του Αγίου Όρους μα την αθρώα εισχώρηση «μοναχικού» πληθυσμού για την κατάληψη μονής, σκητών και  κελλίων. Τότε, τα τέσσερα παλαίφατα Πατριαρχεία για να σβήσουν την πυρκαϊά της πλάνης του «Εθνοφυλετισμού» που και συντηρούσε η τσαρική διπλωματία, πραγματοποίησαν την Σύνοδό το 1872, χωρίς βέβαια να προσκληθούν άλλες προϋπάρχουσες τοπικές Εκκλησίες. Αυτή  την κεφαλαιώδους σημασίας Σύνοδος  βάναυσα τορπίλλισε ο Ρώσος πρεσβευτής Ιγνάτιεφ με τις πιέσεις του να μην υπογράψει τον όρο ο Ιεροσολύμων Κύριλλος Β  γιατὶ δεν συνέφερε στους ρωσικούς «μεγαλοιδεολογισμούς» και οι Αγιοταφίτες τον έξωσαν από τον θρόνο και εκλέκτηκε άλλος Ιερωσολύμων. Οι Ρώσοι εκδικήθηκαν την ανυπακοή και κατέσχεσαν τα μετόχια του Παναγίου Τάφου στη χώρα τους αυτά που  συντηρούσαν τη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού με συνέπεια να κλείσει (2) !
            
Επειδή έβλεπαν οι τσαρικοί αρραγή την ενότητα των τεσσάρων παλαίφατων Πατριαρχείων αποφάσισαν να την διασπάσουν στο πιο ευαίσθητο σημείο της το ελληνογενές Πατριαρχείο Αντιοχείας. Εγκατέστησαν ως προγεφύρωμα την «Παλαιστίνειο Εταιρεία» να εξάψει τον εθνοφυλετισμό των αραβοφώνων και ενίσχυσαν την ρωσοφιλία τους με χορηγείες και το 1899 ανατράπηκε η ισοτιμία και η ισορροπία  Ελλήνων και Αράβων ιεραρχών  και εκλέχτηκε αραβόφωνος Πατριάρχης για να κληρονομήσει μέχρι σήμερα την επαμφοτερίζουσα σχέση του «και τούτο ποιήσαι κακείνο μη αφιέναι» με τα άλλα ελληνόφωνα Πατριαρχεία!  Μετά προσπάθηκαν να προσεταιστούν και τα άλλα δύο Πατριαρχεία της Μέσης Ανατολής κινητοποιώντας τους αραβοφώνους πληθυσμούς σε κάθε ευκαιρία πατριαρχικής κρίσεως. (3). 
             
Ο πατριάρχης  Ιωακείμ Γ  στὴ Β  πατριαρχία του εγνώρισε βαθύτερα τις τάσεις του φυλετικού ρωσικού ιμπεριαλισμού της εποχής του και ζήτησε να δημοσιευθούν όλα τα επίσημα έγγραφα, που αναφέρονται στις σχέσεις του Ιερού Θεσμού με τα  άλλα Πατριαρχεία και τις θυγατέρες του Εκκλησίες  και το Άγιον Όρος. Τότε άνοιξε το γραμματοφυλάκειο  του Φαναρίου και προέκυψαν οι τρεις τόμοι του Καλλίνικου Δελικάνη  και οι  καλής πίστεως Ρώσοι ιστορικοί μελέτησαν τα ιστορικά ντοκουμέντα  για να συναγάγουν ανεπηρέαστοι τα συμπεράσματά τους ομόδοξοι και ετερόδοξοι και έτσι προέκυψε η σπουδαία μελέτη  του Σοκολώφ. Όμως φαίνεται πως ήταν ανικανοποίητη η τάση της τσαρικής διπλωματίας της επεκτάσεως της ρωσικής «ιεραποστολής» προς σύσταση θυλάκων «εκκλησιαστικής» εξουσίας εκτός Ρωσίας και στους άλλοτε λεγόμενους  «βαρβαρικούς» τόπους, που κατά τους ιερούς κανόνες ανήκουν στην δικαιοδοσία της Εκκλησίας Κων/πόλεως.
              
Ο πακτωλός των χρημάτων του τσαρικού ταμείου στις διάφορες «Ιερές Αποστολές» διευκόλυνε την προώθησή τους , που δεν αντιμετωπίζοταν με τα πενιχρά μέσα του  αυτοσυντηρούμενου Φαναρίου. Επικίνδυνη ήταν  ιδίως η  «εισπήδηση»  της Συνόδου της Πετρουπόλεως από την Αλάσκα στις Η.Π.Α. και στην Δυτική Ευρώπη. Για να αποφύγει τότε το Φανάρι τη σύγκρουση με την πολλά ισχύουσα ρωσική διπλωματία, αφού γνώριζε πως αυτή στήριζε  τον «Μακεδονισμό» των Βουλγάρων  στις επαρχίες του από την Πόλη μέχρι την Θεσσαλονίκη και έμαθε την εισπήδηση το 1905/6 ως «τοποτηρητή» των Ορθοδόξων της  Αμερικής του αρχιεπισκόπου Τύχωνα, του μετά Πατριάρχη των Ρώσων, το 1908 ανέθεσε στην ελλαδική Εκκλησία  την επιτροπεία των Ελληνορθοδόξων της Διασποράς και Αμερικής..
         
Τα γεγονότα που διαδρατίστηκαν περί  την Συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913 για την προστασία του «Αυτοδιοίκητου» του Αγίου Όρους και η απόρριψη της ρωσικής προτάσεως για «Διεθνοποίηση» του Αγιορειτικού θέματος με ανάθεση της προστασίας του στην Ελλάδα έτρωσε  βαθύτατα τους σχεδιασμούς της Μόσχας. Με την ευκαιρία της προτάσεως της Συμμαχίας της των Αγγλογάλλων Για τη συμμετοχή της Ρωσίας στον Α  Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Antant των Αγγλογάλλων ο τσάρος αξίωσε την ενεργοποίηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (1878), που είχαν εμποδίσει τότε οι Άγγλοι, και  ζήτησαν «την κατοχή της Θράκης και της Κων/πόλεως» και έθεσαν ως όρο:   «ούτε ένας Έλληνας στρατιώτης να μην βρεθεί στην Πόλη» !  Την συνέχεια του σχεδιασμού διηγήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου του 1914  στον Τραπεζούντιο αρχιμανδρίτη Πανάρετο Τοπαλίδη ο Πρόεδρος της Ρωσικής Ιεράς Συνόδου  μητροπολίτης Πετρουπόλεως Πιτιρίμ: «ότι εισερχόμενου του ρωσικού στρατού στην πόλη ο  επικεφαλής των στρατιωτικών ιερέων αρχιερεύς αναλαμβάνει την εκκλησιαστική διοίκιση της Πόλεως μέχρι να αναγκαστεί ο Έλληνας Πατριάρχης να καταφύγει στην Αθήνα για  να τοποθετηθεί εκεί Ρώσος τοποτηρητής για τα επιπλέον γεγονότα.(4) Όμως ο βλάσφημος και ασεβής  αυτός σχεδιασμός ανατράπηκε. Οι σοσιαλιστές του Κερένσκυ κατέλυσαν τον Τσαρισμό και τον σχεδιασμό του όμως  οι  μπολσεβίκοι που τους διαδέχθηκαν  ενίσχυσαν  παντοιοτρόπως τον Κεμάλ να θριαμβεύσει  κατά των «ιμπεριαλιστών» Ελλήνων!
          
Ακολούθησε η  «καθαρτήρια περίοδος» εναγκαλισμού  της  εν Ρωσία Εκκλησία με την τσαρική εξουσία και  για να προστατεύσει την υπόστασή της από την προσεγγίζουσα λαίλαπα   επέστρεψε το 1917 στον πατριαρχικό θεσμό,  εκλέγοντας ως Πατριάρχη τον Μόσχας Τύχωνα. Το Φανάρι προβλέποντας τις συνέπειες της εγκαταστάσεως στη Ρωσία εχθρικού καθεστώτος προς τη θρησκεία αμέσως ανεγνώρισε την εκλογή και στήριξε το κύρος του μέσω του  αντιπροσώπου του στη Ρωσία αρχιμανδρίτη Ιακώβου Βατοπεδινού και η Μητέρα Εκκλησία ανέλαβε την πρωτοβουλία να μεταφέρει τη φωνή των καταδιωκόμενων στους διεθνείς οργανισμούς καταγγέλλοντας την βαναυσότητα του μεγάλου διωγμού που στοίχισε μόνον στην αρχή την δολοφονία 28 ιεραρχών, χιλιάδων κληρικών και μοναχών και μυριάδων πιστών Ορθοδόξων. Ο πατριάρχης Μελέτιος ο Δ  στήριξε τον πατριάρχη Τύχωνα και στην άλλη μεγάλη  δοκιμασία του , κατά την πολυδιάσπαση  της τοπικής Εκκλησίας που επιδίωξαν οι σοβιετικοί. Έτσι, ανταπήντησε στον «ενδορωσικό μεταρρυθμιστικό ζήλο» των λεγόμενων τότε προοδευτικών κύκλων και στας ψευτοσυνόδου τους,  με το «Συνέδριο της Κων/πόλεως» του 1923 και με την περίθαλψη των χιλιάδων Ρώσων προσφύγων που διήρχοντο  από την Πόλη πριν απορροφηθούν από τις διάφορες χώρες. Μεταξύ αυτών  και τους  διαφυγόντες τις εκτελέσεις ιεράρχες, όπως ήταν οι μητροπολίτες  Αντώνιος,  Πλάτων κ. α. και δέχθηκε με την «κοινωνία»  να επιβεβαιώσει την κανονική ορθόδοξή τους υπόσταση όσων υπερόριων στερήθηκαν την τσαρικοί χορηγία στις ιεραποστολές τους από τον Ευλόγιο των Παρισίων και τον Αλέξανδρο των Η.Π.Α.,  μέχρι τον Ιννοκέντιο  από το Πεκίνο κ.α.,  Έτσι, η Θεία Σοφία ρυθμίζει  και κατευθύνει τα κατ' Αυτήν για να διδασκόμεθα.
      
Όταν συντελέστηκε η αποδέσμευση από την τσαρική καταπίεση των Βαλτικών χωρών οι μικρές τοπικές Εκκλησίες των εκεί Ορθοδόξων ζήτησαν με θυσίες και με αίμα όπως του Εσθονού ιεράρχη Πλάτωνα την προστασία της κανονικής τάξεώς τους από το μόνο θεσμικό Κέντρο των Ορθοδόξων που έχει δικαίωμα να τους τη χορηγήσει, το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Έτσι, προέκυψαν το 1923 οι διάφοροι Τόμοι «αυτονομίας» των τεσσάρων Εκκλησιών της Βαλτικής και η «αυτοκεφαλία» της Πολωνίας και της Τσεχοσλοβακίας  και εκλέκτηκαν οι πρώτοι ιεράρχες τους. Η τάξη αυτή ήταν  απόλυτα σεβαστή  μέχρι τον Β  Παγκόσμιο Πόλεμο που  επέστρεψε η σοβιετική κατοχη στην Ανατολική Ευρώπη. Τότε, εξωρίστηκε ο Ταλλίνης και πάσης  Εσθονίας Αλέξανδρος και εξαφανίστηκαν  ο  Ρήγας και πάσης  Λατβίας Αυγουστίνος και ο Βαρσοβίας και πάσης Πολωνίας Διονύσιος και ο Πράγας και πάσης Τσεχοσλοβακίας Σαββάτιος.  Στους διαδέχθηκαν πρόσωπα που πρότεινε η τοποτηρητεία στην Ρωσική Εκκλησία (1940-1943) και η πατριαρχία Σεργίου (1943-1945) (5) και τελούσαν   υπό τον απόλυτο  έλεγχο των «σοβιέτ-προκουρόρ», δηλαδή των «επιτρόπων για τη Θρησκεία», του στυγνού  σταλινικού καθεστώτος, όπως ήταν το 1948 ο πολύς  Καρπώφ 
               
Η πολεμική  επιδρομή του Χίτλερ στη Ρωσία κατέδειξε την πολύτιμη συμβολή για αντίσταση του ρωσικού λαού της περιφρονημένης Ορθοδόξου Εκκλησίας.  Αυτό συνετέλεσε να διαφαίνεται  μια διάθεση μετριάσεως της αντιθρησκευτικής τακτικής των σοβιετικών. Θεώρησαν επωφελέστερη  την συνεργασία με τους διοικούντες τότε την Εκκλησία στη Ρωσία  μέσα στα πλαίσια των στόχων του καθεστώτος. Έτσι εκλέκτηκε από Σύνοδο στις 31 Ιανουαρίου 1945 ως νέος Πατριάρχης ο από Λένινγκραντ Αλέξιος Α  Σιμάνσκυ, παριστάμενων των Πατριαρχών Αλεξανδρείας και Αντιοχείας  και άλλων  ορθοδόξων  αντιπροσώπων.    Αυτός αναδέχθηκε την εντολή  του σοβιετικού κόμματος να συναγάγει τους Ορθοδόξους των χωρών του  «υπαρκτού σοσιαλισμού» παρουσία των άλλων Ορθοδόξων αντιπροσώπων, για να καταστρωθούν κοινές γραμμές πλεύσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας και στον ελεύθερο κόσμο υπό την σοβιετική επιρροή.  Τότε τέθηκαν τα θεμέλια των συνάξεων για διάφορους  εορτασμούς που δια της Εκκλησίας θα δειχνόταν  το φιλορθόδοξο και αργότερα φιλειρηνικό πρόσωπο της σοβιετικής εξουσίας έναντι των δυτικών πολεμοκάπηλων! Η πρώτη ευκαιρία δόθηκε με τον εορτασμό  των 500 χρόνων της «αυτοκεφαλίας», που δόθηκε το 1448 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην μητρόπολη του στο  Κιέβο της Ουκρανίας!  Τώρα την κληρονομία της Κιεβικής Εκκλησίας οικειοποιείται η Μόσχα  και την τιμά για να χαραχθούν οι γραμμές συμπορείας των Ορθοδόξων κατά τις υποδείξεις της σοβιετικής διπλωματίας σε όλους τους τομείς εκκλησιαστικής δράσεως! Ο εορτασμός αυτός τελικά μεταβλήθηκε σε «Πανορθόδοξο Συνέδριο» με αποφάσεις που περιλήφθηκαν σε δύο τόμους.  Βασικός στόχος τους  ήταν η υποκατάσταση της οικουμενικής διακονίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η αμφισβήτηση των προνομίων του και η υπερκέραση  των πρωτοβουλιών του για την  ανέγερση ενός τείχους απομονώσεώς του από τα λοιπά Πατριαρχεία! !  Αυτές οι πονηρές διεργασίες προβλημάτισαν  τις κυβερνήσεις των ελευθέρων λαών και σκέφτηκαν την ενίσχυση του πατριαχικού θεσμού της Κων/πόλεως  με μια νέα προσωπικότητα ικανή να προτρέξει των κινήσεων του Μοσχοβίτικου Πατριαρχείου.  Έτσι, κινητοποιήθηκαν εξελίξεις για να κενωθεί ο Οικουμενικός Θρόνος από τον πατριάρχη Μάξιμο για  να εκλεγεί λίγο μετά τα εν Μόσχα την 1η Νοεμβρίου 1948 ο από Αμερικής Αθηναγόρας.  Αυτός γνώριζε καλά την πανσλαβιστική τακτική από την αρχή της σταδιοδρομίας του στο Μοναστήρι (Βιτόλια) της Άνω Μακεδονίας και τις διεκκλησιαστικές σχέσεις, καθώς και επί πλέον συμμετείχε στην συνελθούσα το 1930 «Διορθόδοξο Επιτροπή» στη μονή Βατοπεδίου  για τον προγραμματισμό της Πανορθοδόξου Συνόδου, ως αντιπρόσωπος τότε της ελλαδικής Εκκλησίας.
                         
Ο Αθηναγόρας, παρά την αρνητική έκβαση της πατριαρχίας του από το «Κυπριακό ζήτημα», έφερε την ελπιδοφόρο εγρήγορση στην ορθόδοξη συνείδηση  για τα σύγχρονα προβλήματα της Εκκλησίας μας και με αυτόν τον τρόπο πλησίασε τον Μόσχας Αλέξιο Α γιὰ να τον βοηθήσει να υπερβεί τον φράκτη της απομονώσεως από το καθεστώς. Και  ο Αλέξιος ξεκλείδωσε την πόρτα της ελευθεροκοινωνίας με τον λοιπό ορθόδοξο κόσμο με την αντιπαροχή την στήριξη του «Ειρηνιστικού» κινήματος σοβιετικής εκδόσεως. Τότε  επετράπη στους ρώσους αρχιερείς και θεολόγους να συμμετέχουν ενεργά υπό συνεχή επιτήρηση της Κ.Κ.Β. στην επανασυνάντηση των Ορθοδόξων και σ στα διεθνώς  εκκλησιαστικά  δρώμενα, αρχής γενομένης από το 1961 με τις Διασκέψεις στη Ρόδο. Στην Γ  Διάσκεψη  τον Νοέμβριο  του 1964 η φοβία των εκ του Παραπετάσματος αντιπροσώπων είχε μετριαστεί και άνοιξαν οι καρδιές τους και μας διηγήθηκαν πολλά περί της κρατούσης καταστάσεως στα εκκλησιαστικά πράγματα της πατρίδας τους. (6)
                          
Μάλιστα τότε έζησα μια συγκλονιστική εμπειρία. Στη Γ  Διάσκεψη στη Ρόδο συνέβηκε μια έντονη αντιπαράθεση του Λένινγκράντ Νικοδήμου Ροτώβ με το προεδρείο της Διασκέψεως και αργά το βράδυ είδα τον Νικόδημο να κτυπά την πόρτα του δωματίου του προέδρου μητροπολίτη Μελίτωνα και με λυγμούς να ασπάζεται την δεξιά του. Τότε απομακρύνθηκα.  Το πρωϊ  έμαθα από τον σεπτό μου Γέροντα πως η δίωρη επίσκεψη είχε «αποκαλυπτικό χαρακτήρα» για τα δημόσια  συμβαίνοντα για νε έχει την «καλή μαρτυρία» εκείνων που επόπτευαν τις κινήσεις του εκ μέρους του σοβιετικού καθεστώτος.  Δεσμεύτικα να μην  τα αποκαλύψω τότε στο περιοδικό μου «Ορθόδοξη Παρουσία»  Αυτά  επαλήθευσαν  τα ο, σα έμαθα για τα εν Ρωσία εκκλησιαστικά πράγματα από την διετή μαθητεία μου στον Άγιο Σέργιο του Παρισιού. Το 1988 στην Στη αρχή της Περεστρόϊκας το 1988 επεσκέφθηκα δαπάνες μου το Πατριαρχείο Μόσχας και περιεργάστηκα τον τρόπο εργασίας της  Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας. Τότε κατάλαβα  πολλά και μεταξύ αυτών κάτι που έζησα όταν την τελευταία στιγμή το 1967 εμπόδισαν τον πατριάρχη Αθηναγόρα να ανταποδόσει στη Ρωσία την ειρηνική επίσκεψη στο Φανάρι του Μόσχας Αλεξίου!  Ο  «ασπασμός» του Οικουμενικού Πατριάρχη στον ρωσικό λαό ήταν επικίνδυνος τότε για το σοβιετικό καθεστώς πολύ περισσότερο από κάθε άλλη ψυχροπολεμική ενέργεια  γιατί θα έδειξνε πόσο ο λαός εκ παραδόσεως σέβεται ως πραγματικό πατέρα τον Πατριάρχη Κων/πόλεως  σε σχέσει με αρκετούς  δοτούς ιεράρχες του. παρενέργειες στις σχέσεις της τοπικής Εκκλησίας με την σοβιετική εξουσία της Έτσι μας έμειναν αδιάθετα τα κοπέντα τοτ  μετάλλια! 
                  
Οι διάδοχες πατριαρχίες του Ποιμένα Ιζβεκώφ (1971-1990) και του Αλεξίου Β   Ρίντιγερ (1990-2008) πέρασαν με σποραδικές κανονικές αταξίες που πάντα τις κάλυψε η αγαπητική στοργή της Μητρός Εκκλησίας. Όμως η διαμορφωθείσα νέα πολιτική κατάσταση στο ρωσικό λαό και η νέα πατριαρχία από το 2009 του πατριάρχη Κυρίλλου  φαίνεται πως ξύπνισε η παλαιά τακτική του  «Πανρωσισμού » και επιχειρείται κάλυψη με «βιβλικό και εκκλησιολογικό» ένδυμα των ισχνών επιχειρημάτων π.χ. των περί εισαγωγής  είδους «Παποσύνης» στην  Ανατολική Εκκλησία για να αμφισωητήσουν  τα κανονικά  προνόμια του Οικουμενικού Θρόνου.
                            
Ξέρουμε την συμπεριφορά των Ρώσων τον Σεπτέμβριο του 1872 για την ματαίωση της υπογραφής του όρου κατά  «του  Εθνοφυλετισμού» που έπληξε την  ενότητα της Εκκλησίας στην Ανατολή.  Τώρα τους ενόχλησε πάλι η  Σύνοδος των τεσσάρων πρεσβυγενών Πατριαρχείων που συνεστήθηκαν επιτακτικά από τις  Οικουμενικές Συνόδους. Ο Μόσχας  θέλησε να ακυρωθεί και πάλι η  απόφαση  αυτή του κεντρικού θεσμού της Εκκλησίας να συγκαλέσει την Σύνοδο των τεσσάρων Πατριαρχών των παλαίφατων Πατριαρχείων και της Εκκλησίας της Κύπρου, της μόνης που έχει επιταγή  από Οικουμενική Σύνοδο να συγκροτήσει ίδια Σύνοδο ιεραρχών την βάση της  λεγόμενης «αυτοκεφαλίας».  Η σημερινή διοίκηση του Πατριαρχείου Μόσχας  κάνει πως δεν καταλαβαίνει ότι η «πατριαρχική αξία» που της χορηγήθηκε, καθώς και  στα λοιπά Πατριαρχεία των Βαλκανίων,  και βρίσκονται μέσα στην από αιώνων δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κων/πόλεως και ότι  εξακολουθεί να είναι «δυνητική» και μετατρεπτεί και όχι «επιτακτική» από κανόνες Οικουμενικής Συνόδου. Δεν έπαυσε να ισχύει ο 28ος κανόνας της Δ  Οἰκουμενικῆς Συνόδου και  χορηγήθηκε με την «συμφωνία» μόνον των τεσσάρων πρεσβυγενών Πατριαρχείων και τροποποιείται η και  αίρεται όπως απέδειξε η μεταχείριση  των εν Ρωσία εκκλησιαστικών πραγμάτων από τον Μέγα Πέτρο (1721-1917), τον Λένιν και τον Στάλιν. Για να ματαιώσει την άσκηση του κανονικού προνομίου του Οικουμενικού Πατριαρχείου    εξαπέλυσε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα πολυτάλαντο ιεράρχη του για να διεκεραιώσει «ιεροκρύφιες διαβουλεύσεις» με ένιους ευάλωτους προκαθημένους Ορθοδόξων Εκκλησιών  περί της «εικόνος της χρυσής» του Πανρωσισμού « ην έστησεν» Κύριλλος ο πατριάρχης «εν ετέρα μορφή» που όζει εθνοφυλετισμόν για «να ακούσουν την φωνήν της σάλπιγγος, σύριγγός τε και κιθάρας, συμβύκης τε και ψαλτηρίου  και συμφωνίας και παντός  γένους μουσικών» (7) υπό την συμφωνική  μαεστρίαν του νεηλύδη μητροπολίτη Ιλαρίωνα! Παράλληλα έσπευσαν μερικοί και να τιμήσουν κοσμοκεντρικά γενέθλια του 68χρονου πατριάρχου Κυρίλλου,  για να αντιληφθούμε πως στις ημέρες μας δεν εμφανίστηκε μόνον το κωμικό και ειδεχθές εξάμβλωμα του  «Νεοοθωμανισμού», αλλά και ένα πονηρό και προκλητικό  ιδεολόγημα που αυτοκαλείται «Πανρωσισμός» !
                           
Η μακρά πείρα μου στα εκκλησιαστικά  διερωτάται αν οι διάφορες φιλάδελφες κινήσεις μας είναι χρήσιμες για όσους εξακολουθούν ακόμη να βουλεύονται εθνοφυλετικά παρά τα μαθήματα που έλαβαν από την Ιστορία η αποτελούν αφελέστατα δείγματα της νοημοσύνης αδιάβαστων ημετέρων ; Ευτυχώς που την κατάλληλη στιγμή δημοσιεύεται στα ελληνικά το έργο  του Ιβάν Σοκολώφ για την «Εκκλησία της Κωνσταστινουπόλεως τον 19 αιώνα» που αποστομώνει για πάντα ημέτερους και «άσπονδους φίλους» που υποβλέπουν πονηρά την διακονία  της Μητρός Εκκλησίας.  Ως σύγχρονος «Ιερομνήμων» υπογράφω το σημείωμα αυτό ως μνημόσυνο στον αείμνηστο δασκάλου μου Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, που γνώρίζω την βαθειά εκτίμησή του στο σοβαρό επιστημονικό έργο του δασκάλου του Ιβάν Σοκολώφ.
                                                                                                                                
1. Βλασίου Φειδά.  Εκκλησιαστική Ιστορία της Ρωσίας , πρώτη δημοσίευση Θ.Η.Ε. τομ  10, στηλ. 976-1086 Αθήναι 1967 και αναδημοσίευση υπό της . Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1988. όπου και η  βιβλιογραφία αριθμ. 244 των σελίδων 383-390
2.  Συνοδικό τ. Β σσ.   179-186.
3. Όποιος θέλει να μάθει περισσότερα για την περίοδο αυτή ας συμβουλευτεί την μελέτη του μαθητή του Σοκολώφ και δασκάλου μου Γρ. Παπαμιχαήλ. Αποκακαλύψεις περί της ρωσικής πολιτικής. Αλεξάνδρεια 1909.
4.  Αρχιμ. Πανάρετου Τοπαλίδη. Ο Πόντος ανά τους αιώνας. Δράμα .1927 σσ.204-205.
5.    Γνωστού στους Έλληνες από την διακονία του στη ρωσική εκκλησία των  Αθηνών.
6. Τότε είχε σημειωθεί και η απόδραση στη Δύση ενός Τσέχου επισκόπου που ήταν ο αντιπρόσωπος  της Εκκλησίας του  στην  Γ  Πανορθόδοξη  Διάσκεψη της Ρόδου.
7.  Δανιήλ. γ , 5-6

 http://amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=7746

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου