Παλαιά Διαθήκη
Τηλ. συγγραφέως: 24650 22618 6977 179788
Γεωργίου (1930-2004)
ο όποιος εκοιμήθη τα φετινά Θεοφάνεια
εν Δραίνα Μεσσηνίας
Έγραφα Τετάρτη 12 Μαΐου 2004
των αγίων Επιφανίου Κύπρου και Γερμανού Κων/λεως
Β. Προφητείες, προτυπώσεις, προρρήσεις, συμβολισμοί και αλληγορίες για τον Ιησού Χριστό στην Παλαιά Διαθήκη και τους αρχαίους Έλληνες 39
Γ. Ή γλώσσα της Παλαιάς Διαθήκης 55
Δ. Επίμετρο: νεοειδωλολατρία ή νεοπαγανισμός-δωδεκαθεϊσμός-ολυμπισμός ... .65
1.Ιωάννου Χρυσοστόμου « Εις το κατά Ματθαίον» ομιλία XVI, ΡG 57,241.
2.Παναγιώτου Μπρατσιώτου «Επίτομος εισαγωγή εις την Πάλαιαν Διαθήκην» Αθήναι 1955, σελ. 2 και Αθανασίου Χαστούπη «Εισαγωγή εις την Πάλαιαν Διαθήκην» Αθήναι 1981, σελ. 20-21.
3.Έφημ. «Το Βήμα» 3/8/2003 και 24/8/2003.
4.Ίερομον. Αρτεμίου Γρηγοριάτου «Ή Παλαιά Διαθήκη: ιστορία - ήθος - Άλληγορία», έφημ. «Χριστιανική» Όκτ-Νοε. 2002.
5.Εταιρία Ορθοδόξων Σπουδών «Πορίσματα του Συνεδρίου για τη Νεοειδωλολατρία», 25-27/5/2003. σελ. 4.
6.Έφημ. «Χριστιανική» άρθρο: Ανεκτίμητος θησαυρός η Παλαιά Διαθήκη, Ιούνιος 2002.
7.Βλ. παραπ. 3.
8.Ίω. Χρυσοστόμου Ομιλία εις το «Εξήλθε δόγμα παρά Καίσαρος...» ΡG 50, 796.
9.Βλ. παραπ. 6.
10.Ίω. Δαμασκηνού «Έκδοσις ακριβής περί της Ορθοδόξου Πίστεως» εκδ. ΕΠΕ, ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ.
11.Άρχιμ. Ιερεμίου Φούντα «Η Παλαιά Διαθήκη πολεμουμένη και απολογουμένη» περιοδ. ΘΥΜΙΑΜΑ, τεύχ. 34, Αθήνα 2003, σελ. 8 κ.ε.
12.Θεοδώρητος Κύρρου «Ερμηνεία κατ' εκλογήν εις τον Ησαΐαν» ΡG 81, 296.
13.Ίω. Χρυσοστόμου «Ομιλία εις τον Η' Ψαλμόν» ΡG 55, 120.
14.Ίω. Χρυσοστόμου « Προς τέ Ιουδαίους και Έλληνας απόδειξις ότι...» ΡG 48, 815.
15.Βλ. παραπ. 8.
16.Ίω. Χρυσοστόμου «Ομιλία Γ περί δημιουργίας του κόσμου» ΡG 56, 433.
17.Γρηγορίου του Παλαμά «ΙΑ' Ομιλία εις τον Τίμιον και Ζωοποιόν Σταυρόν» ΕΠΕ 9,281 κ.ε.
18.Ίω. Χρυσοστόμου «Ομιλία XVI δ' εις το κατά Ματθαίον». ΡG 57, 244.
19.Γρηγορίου του Παλαμά «Λόγος εις την εορτήν των Φώτων.» ΕΠΕ, 11,532-537.
20.Βλ. παραπ. 4.
21.Ίω. Χρυσοστόμου, «Ομιλία XVII εις το κατά Ματθαίον» ΡΟ 57,261.
22.Θεοδωρήτου Κύρρου, «Απορία εις την Α' Βασιλειών» έρωτ. β', ΡG 80, 532 ΑΒ.
23.Ί.Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Μικροκάστρου«Η εν Χριστώ τελείωση της γυναίκας» σελ. 16.
24.Μεθοδίου Ολύμπου «Συμπόσιον ή περί αγνείας» Λόγος α Π, ΒΕΠ 18, 19.5 εξ.
25.Μέγ. Αθανασίου «Λόγος κατά Ελλήνων» ΒΕΠ 30,40 42.53- Γρηγορίου του θεολόγου «Λόγος προς τον Ιουλιανό περί του αίσχους των Ολυμπίων θεών» ΡG 35, 705.
26.Ίω· Χρυσοστόμου «Ομιλία εις την αποστολικήν ρήσιν» ΡG 51, 286.
27.Γρηγορίου Νύσσης «Λόγος Β' εις τον βίον του Μωυσέως» ΕΠΕ 9, 329-33.
28.Ίω. Δαμασκηνού «Η Θεοτόκος» εκδ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ σελ. 30, 79.
29.Ό. π. 23, σελ. 76.
30.Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς «Άνθρωπος και θεάνθρωπος» Εκδ. ΑΣΤΗΡ, σελ. 18.
31.Βλ. παραπ. 20.
32.Βλ. παραπ. 11, σελ. 24,27.
33.Βλ. παραπ. 11, σελ. 24,27.
34.Κώστα Γανωτή «Η ανεπάρκεια της ειδωλολατρικής θεολογίας των αρχαίων Ελλήνων» εκδ. Ι. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ σελ. 89.
35.Όμηρου «Οδύσσεια» μετάφραση Ν. Καζαντζάκη Ι. Κακριδή, εκδ. ΕΣΤΙΑ, ραψωδία Λ, στ. 600-625.
36-37.Βλ. παραπ. 34 σελ. 31,33.
38-39.Βλ. παραπ. 34 σελ. 47.
40.Βλ. παραπ. 27.
41.π. Γεωργίου Μεταλληνού «Χριστιανισμός και Παλαιά Διαθήκη» άρθρο στην έφημ. «Χριστιανική» 24-1-2002.
42.π. Γεωργίου Μεταλληνού «Χριστιανισμός και Παλαιά Διαθήκη» άρθρο στην έφημ. «Χριστιανική» 24-1-2002.
43.Μιχαήλ Τρίτου, άρθρο στο περιοδ. «Όσιος Νικάνωρ» Ι. Μητρ. Γρεβενών: «Το γενεαλογικόν δένδρο του Ιησού», σελ. 182-183.
44.Σταύρου Καλατζάκη «Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη» εκδ. ΠΟΥΡΝΑΡΑ, σελ. 114 κ.έ.
45.Βλ. παραπ. 44, σελ. 195 και Άθαν. Χαστούπη «Εισαγωγή εις την Π.Δ» σελ. 512.
46.Θ.Η.Ε. εκδ. ΜΑΡΤΙΝΟΣ βλ. λήμμα «Ο' μετάφρασις» ιτ. 667-673, άρθρο Παν. Μπρατσιώτου.
47.Βλ. παραπ. 45 Χαστούπης Άθ. «Εισαγωγή» σελ. 639-640 και Στ. Καλατζάκη, «Εισαγωγή» σελ. 151.
48.Βλ. παραπ. 46 (ΘΗΕ) στ. 672 στον ίδιο τόμο.
49.Βλ. παραπ. 4.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
1. Θ.Η.Ε. τ.5 σελ.360 κ. Γεωργούλης - άρθρο. εκδ. ΜΑΡΤΙΝΟΣ.
2.' Εκκλ. Ιστορία Βασ. Στεφανίδου, σελ. 423. εκδ. ΑΣΤΗΡ.
3. Βλ. Εκτενέστερα εισήγηση Λάμπρου Σκόντζου, στο αντιαιρετικό συνέδριο της Εκκλησίας της Ελλάδος, το Νοέμβριο του 2001.
4. Ιερομόναχου Αρτεμίου Γρηγοριάτου «Αποκατάσταση της αλήθειας».
5.Ο.π.σελ.9.
6.Ο.π.σελ.9.
7. Περιοδ. «Ακτίνες» Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2002 σελ. 238, αρθρ. Δρ. Ίω. Τσέντου.
8.0.π.σελ.230.
9.«Ευναπίου απαντά» σελ.87 εκδ. ΚΑΚΤΟΣ, τόμ. 501.
10.Ό.π. ύποσημ. 4, σελ. 10.
11.Εισήγηση π. Δανιήλ Γούβαλη, στο αντιαιρετικό συνέδριο της Εκκλησίας της Ελλάδος το Νοέμβριο του 2001.
12.«Αττικά» σελ. 43 εκδ. ΚΑΚΤΟΣ, τόμ. 71.
13.«Φωκικά» σελ. 13 εκδ. ΚΑΚΤΟΣ, τόμ. 9.
14.«Γεωγραφικά Θ'» σελ. 139 εκδ. ΚΑΚΤΟΣ, τόμ. 248.
15.Ο.π. υποσημ. 11, σελ. 12.
16.Jacques Mazel «Οι μεταμορφώσεις του ερωτά - ο ερωτάς στην Αρχαία Ελλάδα» σελ. 130 έκδ. του Εικοστού Πρώτου.
17.Περιοδ. «Ακτίνες» - Ιούνιος 2002 σελ. 197, άρθρο Δρ. Ίω. Τσέντου.
18.Βλ. περιοδ. «Ακτίνες» - Οκτώβριος 2001, άρθρο Δρ. Ίω. Τσέντου «Χριστιανισμός και Αρχαία Τέχνη».
19.«De status quas Franci Cpoli destruxerunt» ΜΡG 139,1041-1058.
20.Βασιλείου «περί Του Αγίου Πνεύματος» παρ. 45' εφ.18,ΕΠΕτόμ.10,σελ.402.
21.Κλήμεντος «Προτρεπτικός προς Έλληνας» ed. C. Mondesert, δ' 56,61-5, στο παραπάνω άρθρο.
Ι5ΒΝ 960-92464-1-9
ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ «ΜΕΛΙΣΣΑ» ΑΣΠΡΟΒΑΛΤΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Τηλ. 23970 23313, Fax 23970 21754
http://zoiforos.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=7736:palaia-diathiki-kai-arxaiolatres-tou-p-efraim-g-triantafullopoulou&catid=32&Itemid=56
και αρχαιολάτρες
του Αρχιμανδρίτη Εφραίμ Γ. Τριανταφυλλόπουλου
Ιεροκήρυκα Ιεράς Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης
Εντεταλμένου επί θεμάτων αιρέσεων
Β' έκδοση Σιάτιστα 2004
***
Η ιστοσελίδα www.zoiforos.gr
έχει τη χαρά να παρουσιάζει για πρώτη φορά στο διαδίκτυο
το βιβλίο του π. Εφραίμ Τριανταφυλλόπουλου
«Παλαιά Διαθήκη και αρχαιολάτρες»
το οποίο αποτελεί μια αποστομωτιική απάντηση
στα φληναφήματα των αρχαιολατρών –
νεοπαγανιστών – δωδεκαθειστών – Ολυμπιστών
και κάθε είδους «μετά Χριστόν ειδωλοπλήκτων» νεοελλήνων!
***
Επεξεργασμένο κείμενο ομιλίας σε δύο μέρη που δόθηκαν στις Ιερατικές
συνάξεις της Ιεράς Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης κατά την περίοδο
Μαρτίου - Μαΐου 2004.Τηλ. συγγραφέως: 24650 22618 6977 179788
***
Το παρόν πόνημα αφιερώνεται στη μνήμη του κατά σάρκα πατρός μουΓεωργίου (1930-2004)
ο όποιος εκοιμήθη τα φετινά Θεοφάνεια
εν Δραίνα Μεσσηνίας
***
Πρόλογος
Οξύ πρόβλημα των ημερών μας αποτελεί η
υποτίμηση και η συνακόλουθη πολεμική των -γραφικών κατά τ' αλλά-
Ολυμπιστών / Ελλαδιστών, έναντι της Παλαιάς Διαθήκης.
Αποφασίσαμε -έπειτα από ευλογία και
πάλι- του Σεβασμιωτάτου ποιμενάρχου μας, Σισανίου και Σιατίστης κ.κ.
Αντωνίου, ν' ασχοληθούμε διεξοδικά και σύντομα -όσον εγχωρεί- με το
θέμα, το όποιο εν πρώτοις εισηγηθήκαμε σε Ιερατικές συνάξεις της
Μητροπόλεως μας.
Με οδηγό τους Πατέρες και την Αγία Γραφή
κυρίως, αλλά και με αναφορές - παραπομπές στους αρχαίους Έλληνες
συγγραφείς, όπως και σε συγχρόνους, καταδεικνύεται το άτοπο και έωλο των
θέσεων των αρχαιόπληκτων συμπατριωτών μας - και μη.
Τραγική αντίθεση εκείνοι οι «προ Χριστού
χριστιανοί» από τους προγόνους μας, οι όποιοι ασυζητητί απέρριπταν το
δωδεκάθεο, με τους «μετά Χριστόν ειδωλοπλήκτους» νεοέλληνες!
Άλλο πράγμα ο σεβασμός στο Ολυμπιακό
πνεύμα της ευγενούς άμιλλας με το όποιο ουδείς κατά Χριστόν βίων
διαφωνεί και άλλο ο άκριτος εναγκαλισμός και συναγελασμός με τα δαιμόνια
του δωδεκαθέου, με ένα Αρχαίο Πνεύμα αθάνατο (και ά-πρόσωπο), και η
ειδωλοποίηση του σώματος με στόχο βραβεία φθαρτά, σκοπός για τον όποιο
αγιάζονται τα αναβολικά και οι χρηματικές εξαγορές. Υψηλή όντως
πνευματική κατάσταση!
Χρειάζεται λοιπόν προσοχή και από εμάς
τους εκκλησιαστικούς, μήπως χωρίς
διάκριση, τη «μείζονα πασών των
αρετών», αναμείξουμε ποτήριο Χριστού με ποτήριο δαιμονίων. Μήπως
απωθήσουμε στο βάθος της καρδίας μας, του έσω ανθρώπου, αυτό το
«ανακάτεμα», ωραιοποιώντας το πίσω από «εθελοντισμούς» και εκζητήσεις
της διαφήμισης μας στα ΜΜΕ. Μήπως φθάσουμε (αν δεν είμαστε) σε
πνευματικό επίπεδο κατώτερο απ' αυτό των κατηχουμένων της πρώτης
εκκλησίας. Και μήπως στο τέλος γίνουμε δέσμιοι της δημόσιας εικόνας μας
και απελεύθεροι Χριστού.
Το ζητούμενο είναι ν' αρέσουμε του
Χριστού πρώτα και μετά οποιουδήποτε αλλού. Εδώ δε χωράει διάλογος.
Προπαντός δε θα πούμε το άσπρο - μαύρο και τανάπαλιν - για να δρέψουμε
δάφνας και να στεφθούμε πλαστικούς κλάδους ελαίας (....) στη σύγχρονη
μεταπρατική μας χώρα με τον κατώτατο δείκτη κατά κεφαλήν καλλιέργειας.
"Ας αφήσουμε δε, κατά μέρος τη λογική των δάνειων σχηματοποιήσεων λόγω
μαζικής ιδιώτευσης των πολιτών (βλ. απολιτικοί καταναλωτές): είστε
φονταμενταλιστές, συντηρητικοί κληρικοί κ.λπ. Επιφυλασσόμεθα να
απαντήσουμε σε όσα μας προσάπτονται, μέσα από όσα ακολουθούν.
Αρχιμ. Εφραίμ Γ. ΤριανταφυλλόπουλοςΈγραφα Τετάρτη 12 Μαΐου 2004
των αγίων Επιφανίου Κύπρου και Γερμανού Κων/λεως
***
Περιεχόμενα
Α. Υποτίμηση της Παλαιάς Διαθήκης 11Β. Προφητείες, προτυπώσεις, προρρήσεις, συμβολισμοί και αλληγορίες για τον Ιησού Χριστό στην Παλαιά Διαθήκη και τους αρχαίους Έλληνες 39
Γ. Ή γλώσσα της Παλαιάς Διαθήκης 55
Δ. Επίμετρο: νεοειδωλολατρία ή νεοπαγανισμός-δωδεκαθεϊσμός-ολυμπισμός ... .65
***
Α. Υποτίμηση της Παλαιάς Διαθήκης
Μέσα στην πλούσια ελληνορθόδοξη παράδοση
μας, πνέει ούριος ο άνεμος της καταλλαγής δυο εκ πρώτης όψεως
αγεφύρωτων κόσμων: του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού. Έπρεπε εν
πρώτοις, ο Ελληνισμός να αποβάλει το παγανιστικό του περιεχόμενο και
απαλλαγμένος από την πλάνη της ειδωλολατρίας, να διακονήσει το Χριστό.
Βέβαια η Νέα Τάξη Πραγμάτων, η Νέα
Εποχή, το νεοειδωλολατρικό περιεχόμενο της οποίας εκφράζεται και μέσα
από το κίνημα του Ολυμπισμού - Ελλαδισμού, διατυμπανίζει ευθέως και
ευρέως τη διάζευξη Ελληνισμού / Χριστιανισμού. Περιορίζονται τάχα στην
Παλαιά Διαθήκη, αλλά η αμφισβήτηση τους εμμέσως στρέφεται και κατά της
Καινής. Η Νέα Τάξη επαγγέλλεται μεν την ενοθρησκεία, μια δηλ. θρησκεία
για όλους, ενισχύει ταυτόχρονα όμως την αναβίωση αρχαίων παγανιστικών
λατρειών, οπού γης.
Από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια,
εμφανίστηκαν οι υποτιμητές της Παλαιάς Διαθήκης. Ο άγιος Χρυσόστομος
αναφέρει για βλασφημίες εναντίον της από αιρετικούς1. Παλαιές αιρέσεις
με πλατωνική επίδραση επίσης, την πολέμησαν με πάθος, όπως π.χ. οι
Γνωστικοί και ιδίως ο Μαρκίων. Ο Ιουλιανός ο Παραβάτης ή ο Πληθών ο
Γεμιστός- σε άλλη εποχή ο καθένας- την απέρριπταν υβρίζοντας την.
Προτεστάντες θεολόγοι ακόμη, όπως π.χ. ο Von Harnack (1851-1930).
Ο Χίτλερ το 1933, πολεμώντας τον
Ιουδαϊσμό, πολέμησε και την Παλαιά Διαθήκη. Οι οπαδοί του «Deutsche
Christen» (:Γερμανοί χριστιανοί), την απέρριπταν με φανατισμό2. Κατά
κανόνα η απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης συνδέεται με πλατωνικό δυαλισμό
(: αντίθεση σώματος - ψυχής, κάλου - κάκου), θρησκευτικό συγκρητισμό
(μίξη δηλ. χριστιανικών, αρχαιοελληνικών, βαβυλωνιακών, ιρανικών,
αιγυπτιακών κ.λ.π. στοιχείων) και αντιιουδαϊσμό δηλ. ρατσισμό πού μπορεί
να καταλήξει και σε φασισμό - ολοκληρωτισμό.
Ως προς τα ελληνικά δεδομένα της
υπόθεσης, προσφυέστατα ο γνωστός γλωσσολόγος καθηγητής Γ. Μπαμπινιώτης
ομιλεί σε άρθρο του περί νεοπαγανισμού για «θρησκευτικό αττικισμό» ή
ακόμη καλύτερα για «φολκλορικό ελληνισμό της χλαμύδας»3.
Η προπαγάνδα των Ολυμπιστών παίρνει και
τη μορφή της προσπάθειας να καταργηθούν τα θρησκευτικά στα σχολεία και
ν' αντικατασταθούν απ' τη θρησκειολογία. Η διδασκαλία της Αγίας Γραφής
χαρακτηρίζεται «έγκλημα κατ' εξακολούθησιν, νόθευση της ελληνικής
συνείδησης και αποπροσανατολισμός του λάου στο σύνολο του»4.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας είχαν ευρύτατη
αρχαιοελληνική παιδεία. Χωρίς να παραβλέπουμε κάπου κάποτε
αξιοκατάκριτες πράξεις μεμονωμένων φανατικών χριστιανών, η αλήθεια είναι
ότι τα κείμενα των αρχαίων σοφών και ποιητών, ιστορικών και θεατρικών
συγγραφέων διασώθηκαν κυρίως από μοναχούς αντιγραφείς, μέσα στα
βυζαντινά scriptoria. Διέσωζαν τα κείμενα, τα έργα τέχνης θα τα
κατέστρεφαν; Αντέγραψαν οι χριστιανοί μοναχοί έως και τις προκλητικές
κωμωδίες του Αριστοφάνη, τα μνημεία θα γκρέμιζαν;
Οι Ολυμπιστές χρησιμοποιούν εναντίον μας
επιχειρήματα των λογίων της εποχής των διωγμών. Αναφέρονται κυρίως
στους Κέλσο, Ιεροκλή και Πορφύριο του 3ου αϊ. Αυτοί όμως έχουν πλήρως
καταρριφθεί από αντίστοιχα έργα των χριστιανών συγγραφέων των πέντε
πρώτων αιώνων, απολογητών, αλεξανδρινών και άλλων5.
Την πίστη στους δώδεκα θεούς του
Ολύμπου, είχαν ελέγξει και αμφισβητήσει όλοι οι διάσημοι ποιητές,
νομοθέτες και φιλόσοφοι των αρχαίων Ελλήνων: Όμηρος, Ησίοδος,
Σόλωνας, Αίσωπος, Πυθαγόρας, Ξενοφάνης, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σοφοκλής,
Ευριπίδης, Πίνδαρος, Σωκράτης, Πλάτων, Αριστοτέλης, Μένανδρος,
Επίκουρος. Έκτος από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης και αυτοί μαζί,
προετοίμασαν τον ειδωλολατρικό κόσμο να δεχτεί το μήνυμα του Σταυρού και
της Αναστάσεως. Αυτούς τίμα η Εκκλησία μας ως προ Χριστού χριστιανούς και τοποθετεί τις εικόνες τους στους πρόναους.
Όχι μόνο έλεγξαν την ειδωλολατρία, αλλά μίλησαν για ένα Θεό, «άγνωστο,
αιώνιο, δημιουργό και κυβερνήτη του κόσμου, πάνσοφο, πανταχού παρόντα
και προστάτη των ταπεινών και των αδυνάτων».6 Εδώ θα επανέλθουμε
αργότερα.
Γνωστοί Πατέρες της Εκκλησίας μας όπως ο
Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Ιερός Φώτιος, ο Ευστάθιος ή ο
Αρέθας όταν μελετούσαν, παρέπεμπαν ή μιλούσαν για τους αρχαίους. Το
ίδιο και οι Ευγένιος Βούλγαρης, Άνθιμος Γαζής και Κωνσταντίνος
Οικονόμος. Τιμούν και διδάσκονται από τον ορθό λόγο των αρχαίων ελλήνων,
ενώ προσπερνούν -και σωστά- την μυθολογία τους εφόσον αυτή θεοποιεί τα
ανθρώπινα πάθη.
Η Εκκλησία ανέκαθεν προσελάμβανε ο,τι
υγιές, άπ' οπουδήποτε, όπως και οι Έλληνες. Στην ομιλία του «Προς τους
νέους όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων», ο Μέγας Βασίλειος δηλώνει:
«και ποιηταίς, και λογοποιοίς και ρήτορσι και πασιν ανθρώποις ομιλητέον,
όθεν αν μέλλη προς την της ψυχής επιμέλειαν ωφέλεια τις έσεσθαι», ο δε
φίλος του άγιος Γρηγόριος συμπληρώνει: «Ουκούν ατιμαστέον την παίδευσιν
ότι τούτο δοκεί τισίν»7. Ρωτάμε: ποιος από τους σημερινούς πολέμιους
της Παλαιάς Διαθήκης δίκην αρχαιοπρεπείας και αρχαιοηθείας γνωρίζει κατ'
ελάχιστο τα αρχαία ελληνικά των προμνημονευθέντων Πατέρων;
Αλλά
ακόμη και όταν αναφέρουν τον όρο «έλληνας» ή «ελληνικός» οι Πατέρες,
εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν αναφέρονται στο έθνος μας το ελληνικό,
αλλά απορρίπτουν ήθη και διδάγματα των ειδωλολατρών και των πολυθεϊστών
γενικά και όχι ειδικά των Ελλήνων. Αναφέρονται σχεδόν πάντα σε μη
χριστιανούς.
Η αξία και η σημασία της Παλαιάς Διαθήκης είναι πολύ μεγάλη. Τονίζει ο ίδιος ο Χριστός: «ερευνάτε τας γραφάς ότι εκείναι εισίν αι μαρτυρούσαι περί εμού»
(Ίωάν. 6,3). Όλη η Παλαιά Διαθήκη είναι προφητεία για τον ερχομό του
Χριστού και αποκάλυψη της αγάπης του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου. Χωρίς
τη γνώση της Παλαιάς Διαθήκης, είναι αδύνατον να κατανοήσουμε τα
γεγονότα της Καινής. Η Παλαιά Διαθήκη δεν είναι μόνο «παιδαγωγός εις
Χριστόν» (Γαλ. 3,24), δεν παιδαγώγησε μόνο τον άνθρωπο να δεχτεί την
Καινή, αλλά τον παρηγόρησε και τον πληροφόρησε με το «Πρωτευαγγέλιο»
(Γεν. 3,15), ότι θα ερχόταν ο Χριστός στη Γη. Στο πρόσωπο του Χριστού
συναντούμε τις δυο Διαθήκες όπως τονίζει ο Ιερός Χρυσόστομος:
«προσέλαβεν την Καινήν η Παλαιά και ηρμήνευσεν την Πάλαιαν η Καινή».8
Η Παλαιά Διαθήκη έχει μεγάλη μορφωτική
και παιδευτική αξία. Αποκαλύπτει το μυστήριο της δημιουργίας του κόσμου
και τον ξεχωριστό τρόπο της πλάσεως του ανθρώπου. Προβάλλει «οικολογικό
ήθος» ότι ο κόσμος και η φύση δεν είναι κτήση του ανθρώπου, αλλά δώρο
του Θεού με σκοπό «εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν» ( Γεν. 2,15).
Διακηρύσσει την ισότητα των δυο φύλων και την εικόνα του Θεού στον
άνθρωπο με τη δυνατότητα να γίνει θεός κατά χάριν. Αναφέρει γεγονότα
βίας, εγκληματικότητας και ανηθικότητας γιατί είναι βιβλίο ρεαλιστικό.
Αποκαλύπτει αμαρτίες επιφανών ανδρών όπως του Δαβίδ και του Σολομώντα,
για να δείξει πού φτάνει ο οποιοσδήποτε άνθρωπος μακριά απ' το Θεό9.
Άλλα στα θέματα αυτά θα επανέλθουμε αναλυτικά.
Για μας τους Έλληνες ειδικότερα, η
Παλαιά Διαθήκη είναι ένα από τα ωραιότερα γραπτά μνημεία του πολιτισμού
μας. Σε πολλά βιβλία της, ιδιαίτερα όμως στα Μακκαβαίων Α, Β, Γ και Δ,
γίνονται συχνές αναφορές στον πολιτισμό 115 ελληνικών πόλεων. Αναφορές γίνονται ακόμη και στο Μέγα Αλέξανδρο ως «βασιλέα και άρχοντα των Ελλήνων»
(Μακ. 6,2, Δαν. 8,20-21). Αυτή η μαρτυρία ειδικά επιβεβαιώνει και την
ελληνικότητα της Μακεδονίας, η οποία αμφισβητείται συχνά από τους
βόρειους -και όχι μόνο- γείτονες μας.
Οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης και
πολλοί Πατέρες της Εκκλησίας, πού έγραψαν και αυτοί στην ελληνική γλώσσα
χρησιμοποίησαν ως προς την Παλαιά Διαθήκη τη μετάφραση των Ο' για
βοήθημα τους, εγκυρότερη απ' ο,τι φαίνεται από το εβραϊκό textus
receptus - παραδεδεγμένο κείμενο. Και στο θέμα του κειμένου της Παλαιάς
θα επιμείνουμε αναλυτικότερα.
Α1. Βαθύτεροι λόγοι υποτίμησης της Παλαιάς Διαθήκης
Η Παλαιά Διαθήκη υποτιμάται και από χριστιανούς και από μη χριστιανούς. Το λάθος βρίσκεται στο ότι την ερμηνεύουμε ιστορικά και ηθικά και όχι θεολογικά με αποτέλεσμα να επέρχεται σύγχυση και σκανδαλισμός. Την υποτιμούμε λοιπόν διότι:
Δεν βλέπουμε σ' αυτήν τον άσαρκο -ακόμη- Ιησού Χριστό.
Η
Παλαιά Διαθήκη δεν είναι ένα βιβλίο πού λέει την Ιστορία των Εβραίων,
αλλά ένα Ιερότατο βιβλίο πού μιλάει για τον Ιησού Χριστό. Παρουσιάζει
τον Χριστό, έχει θεοφάνειές Του, μιλάει για δικαίους, πατριάρχες,
προφήτες, πού είχαν θεοπτίες του Ιησού Χριστού, του δευτέρου εκ των
προσώπων της Αγίας Τριάδος και αναφέρει τις θεοπτίες τους αυτές. Το να
την παρουσιάζουμε να μας μιλάει για ένα Θεό οργισμένο και
κεραυνοβολούντα είναι αιρετική απόκλιση μάλιστα γνωστική, μαρκιωνιστική
ακριβέστερα, διότι κυρίως οι γνωστικοί μιλούσαν για καλό και κακό Θεό.
Η Παλαιά Διαθήκη λοιπόν είναι βιβλίο
δράσεως του Ιησού Χριστού πριν ακόμη σαρκωθεί, ο Όποιος εμφανιζόταν
μεταξύ των ανθρώπων ως άσαρκος Υιός του Θεού, σαν να βιαζόταν να λάβει
σάρκα και να μας συναντήσει. Καταχρηστικώς βέβαια μιλάμε για Ιησού
Χριστό πριν τη σάρκωση Του γιατί «ότε γέγονεν σαρξ ο Λόγος, τότε και
ωνομάσθαι λέγομεν αυτόν Χριστόν Ιησούν»10. Στην Παλαιά Διαθήκη
εμφανίζεται με την έκφραση «ο άγγελος του Κυρίου» (MAL’ ΑΚ-JΑΗVΕ στο
εβραϊκό) ένα μυστηριώδες πρόσωπο, το οποίο παρουσιάζεται ως Θεός και
ονομάζεται ενίοτε ρητώς «Γιαχβέ».
Στην παλαιά μελέτη του με τίτλο «MAL’ ΑΚ-JΑΗVΕ»,
ο καθηγητής Βασίλειος Βέλλας έχοντας υπόψη βασικά πατερικά κείμενα,
αποδεικνύει ότι ο εμφανιζόμενος ως άγγελος Κυρίου είναι ο Ιησούς
Χριστός, ο Υιός του Πατρός11. Αυτός στο (Ήσ. 9,6) ονομάζεται «μεγάλης
βουλής άγγελος», στο δε (Μαλ. 3,1) χαρακτηρίζεται ως ο «άγγελος της
διαθήκης». «Άγγελος» επειδή μας ανήγγειλε την «πατρικήν βουλήν κατά την
αυτού φωνήν» λέει ο Θεοδώρητος12.
Πρόκειται περί προσώπου της Θεότητας
αφού το πρόσωπο αυτό ονομάζεται «Γιαχβέ». "Ας δούμε το (Γεν. 22,11-12). Ο
άγγελος του Κυρίου λέει στον Αβραάμ: «Αβραάμ, ... νυν έγνων ότι φόβη συ
τον Θεόν και ουκ εφείσω του υιού σου του αγαπητού δι' εμέ». Δηλαδή εδώ ο
άγγελος και διακρίνεται από το Θεό αλλά και ταυτίζεται. Μία η ουσία,
διαφορετικές οι υποστάσεις. Ο Αβραάμ εδώ λοιπόν είχε θεοπτία! Είδε τον
άσαρκο -ακόμη- Υιό του Θεού! Γι' αυτό και ο Κύριος είπε σχετικά μ' αυτό
το γεγονός: «Αβραάμ ηγαλλιάσατο ίνα ίδη την ημέραν την εμήν και εΐδε και
εχάρη»! (Ίωάν. 8,56).
Ο Ιακώβ όταν ετοιμάζεται να φύγει από τη
Μεσοποταμία είπε: «είπε μοι ο άγγελος του Θεού καθ' ύπνον, εγώ ειμί ο
Θεός, ο οφθείς σοι εν τόπω Θεού». (Γεν.31,11).
Άλλη θεοφάνεια του αγγέλου του Κυρίου
έχουμε στο (Εξ. 3,2-21) οπού ο Μωυσής βρίσκεται ενώπιον της φλεγόμενης
και μη καιομένης βάτου: «Ώφθη δε αυτώ άγγελος Κυρίου εν πυρί φλογός και
είπεν: εγώ ειμί ο Θεός του πατρός σου...». Άλλες θεοφάνειες βλ. Ίησ. Ν.
5,13-15, Κριτ. 2,1-5.
Άλλα ενώ
οι άγιοι Πατέρες μας ομόφωνα συμφωνούν ότι ο άγγελος του Κυρίου πού
εμφανίζεται είναι ο άκτιστος Λόγος του Θεού -άσαρκος- ο Ιερός
Αυγουστίνος ερμηνεύει λανθασμένα ότι πρόκειται για κτιστό άγγελο. Το
λάθος του είναι ότι δεν έκανε διάκριση ουσίας και ενέργειας στο Θεό κι
επομένως αν ο άγγελος ήταν άκτιστος, αυτό θα σήμαινε για τον Ι.
Αυγουστίνο φανέρωση της θείας ουσίας, όπερ άτοπον. Η ερμηνεία αυτή
αποτελεί τη βάση της θεολογίας των φραγκολατίνων με συνακόλουθη
υποτίμηση της Παλαιάς Διαθήκης, αφού αυτή πια ερμηνεύεται ηθικολογικά.
Εμείς οι Ορθόδοξοι την ερμηνεύουμε
θεολογικά - χριστολογικά. Λέει ο άγιος Χρυσόστομος: «Α περί του Πατρός
Μωυσής λέγει, Παύλος εις τον Υιόν εκλαμβάνει, πολλήν την ισότητα
δεικνύς»13.
Η Παλαιά Διαθήκη στα α' και β' κεφάλαια
της Γένεσης μιλάει για το Χριστό ως Δημιουργό του κόσμου, γιατί «πάντα
δι' αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν». (Ίωάν.
1,3) και «εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα». (Κολ. 1,16). Ο προφήτης Βαρούχ
πάλι, παρουσιάζοντας το Θεό ως νομοθέτη στο Σινά, λέει: «εξεύρε πάσαν
οδόν επιστήμης και έδωκεν αυτήν Ιακώβ» και στον επόμενο στίχο: «μετά
ταύτα επί της γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη» (3, 37-38),
δηλαδή ο Θεός είναι ο Χριστός μας!
Σχολιάζοντας ο απ. Παύλος το (Εξ.
17,5-6) και (Αριθμ. 20,7-11) οπού ο Μωυσής χτυπάει με τη ράβδο του την
πέτρα, τον βράχο και πίνει νερό ο λαός, κάμει χριστολογική ερμηνεία:
«έπινον εκ της πνευματικής ακολουθούσης πέτρας, ή δε πέτρα ην ο Χριστός»
(Α'Κόρ. 10,1-4).
Ενώ η Παλαιά Διαθήκη λέει ότι οι
Ισραηλίτες στην έρημο επείρασαν τον Γιαχβέ και περιέπεσαν σε ποικίλους
πειρασμούς (Ταλ. 77,18-20), ο απ. Παύλος λέει ότι έπείρασαν τον Χριστό
και «υπό των όφεων απώλοντο» (Α' Κορ. 10,1-4). Άρα ο Γιαχβέ είναι ο
Χριστός.
Ο
Χριστός μας λοιπόν ασάρκως φανερούται στην Παλαιά Διαθήκη και ενσάρκως
στην Καινή. Όπως λέει ο άγιος Χρυσόστομος: «και προ της παρουσίας της
ενσάρκου πάντα αυτός (ο Χριστός) ωκονόμει και πάντα αυτός έπραττε,
νομοθετών, προνόων, κηδόμενος, ευεργετών»14. Και άλλου: «δυο διαθήκαι
και δυο παιδίσκαι και δυο άδελφαί τον ένα Δεσπότην δορυφορούσιν. Κύριος
παρά προφήταις καταγγέλεται, Χριστός εν Καινή κηρύσσεται... ουκ εσβέσθη
τα παλαιά, ηρμηνεύθη γαρ εν τη Καινή»15. Και άλλου πιο όμορφα: «...και
εν τη Παλαιά προηγείται νόμος και ακολουθούσιν προφήται, και εν τη
Καινή... προηγείται το Ευαγγέλιο και ακολουθούσιν απόστολοι»16.
Υποτιμούμε λοιπόν εν πρώτοις και οι
εντός της Εκκλησίας την Παλαιά Διαθήκη γιατί δεν την ερμηνεύουμε
χριστολογικά, κατ επίδραση αυγουστίνεια φραγκολατινική, εκτός πού
ερμηνεύουμε νομικά το προπατορικό αμάρτημα όπως οι λατίνοι, σαν ένοχη
δηλαδή του Αδάμ η οποία κληρονομείται στους απογόνους του. Συνακόλουθα
υποτιμούμε και το λαό της Παλαιάς Διαθήκης.
Κατά
τους Πατέρες της Εκκλησίας μας όμως, οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης
ήταν φίλοι του Θεού ακόμη και πριν από την καταλλαγή της σταυρικής
θυσίας του Χριστού στο Γολγοθά, γιατί το μυστήριο του Σταυρού ενεργείτο
και σ' αυτούς. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφέρει στην ΙΑ' ομιλία του
«Εις τον τίμιον και ζωοποιόν Σταυρόν»17, ότι φίλοι του Θεού υπήρχαν και
πριν το Σταυρό, την καταλλαγή επί του Γολγοθά δηλαδή. Αναφέρει για
παράδειγμα ο Δαυίδ: «εμοί δε λίαν ετιμήθησαν οι φίλοι σου ο Θεός». Πώς
οι προ του Σταυρού είναι φίλοι του Θεού; Με τον ίδιο τρόπο πού ο άγιος
Ιωάννης ο Θεολόγος ομιλεί περί του Αντίχριστου σαν να έχει ήδη έρθει:
«και νυν αγαπητοί ο αντίχριστος εν τω κοσμώ εστίν ήδη» (Ίωάν. α' 4,3).
Έτσι και ο Σταυρός υπήρχε προγενέστερα (πριν το Γολγοθά).
Η πατερική άποψη λοιπόν λέει ότι υπήρχε σωτηρία και στην Παλαιά Διαθήκη δια του αγγέλου του Θεού.
Οι σύγχρονοι του αγίου Χρυσοστόμου πολεμώντας την Παλαιά Διαθήκη έλεγαν
γι' αυτήν ότι «ουκ εισάγει εις την βασιλείαν». Ο άγιος ο όποιος δεχόταν
τη σωτηρία του προ Χριστού κόσμου δια της Παλαιάς Διαθήκης τους άπαντα:
«και ο Λάζαρος δε των μεγάλων επάθλων απολαύων, εν τοις εκείνου
(Αβραάμ) κόλποις φαίνεται ενδιαιτώμενος. Και πάντες, όσοι μεθ' υπερβολής
έλαμψαν εν τη Παλαιά, δια ταύτης έλαμψαν άπαντες»18. Η εις Άδου Κάθοδος
βέβαια του Κυρίου μας, τακτοποίησε τα πάντα.
Άλλα και όσα έγιναν στην Παλαιά Διαθήκη,
για χάρη του Χριστού έγιναν σύμφωνα με τα λόγια του αγίου Γρηγορίου του
Παλαμά19: «όταν λοιπόν ο Πατήρ είπε από πάνω για τον κατά σάρκα
βαπτιζόμενο -ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός εν ώ ηυδόκησα (Ματθ.
3,17)- έδειξε ότι όλα εκείνα πού είχαν προαναγγείλει οι προφήτες, οι
νομοθεσίες, οι επαγγελίες, οι υιοθεσίες, ήταν ατελή και δεν ειπώθηκαν
και δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με το κυρίως θέλημα του Θεού, αλλά
απέβλεπαν στον παρόντα σκοπό, στον ίδιο τον Χριστό και με αυτά πού τώρα
γίνονται τελειοπούνται και τα παλαιά εκείνα. Μα γιατί περιορίζομαι μόνο
στις προφητείες, νομοθεσίες, επαγγελίες, υιοθεσίες; Και η ίδια η
δημιουργία του κόσμου, στο Χριστό απέβλεπε, ο οποίος τώρα κάτω
βαπτίζεται ως υιός ανθρώπου, από πάνω όμως μαρτυρείται ως μόνος αγαπητός
Υιός Θεού από τον οποίο έγιναν τα πάντα και για τον οποίο έγιναν τα
πάντα, όπως λέγει και ο Απόστολος (Έβρ. 2,10). Συνεπώς και η εξαρχής
δημιουργία του ανθρώπου γι' Αυτόν έγινε, για το Χριστό, και γι' αυτό ο
Αδάμ πλάστηκε κατ' εικόνα του Θεού, για να μπορέσει κάποτε να χωρέσει το
αρχέτυπο. Άλλα και ο νόμος της υπακοής (με τον καρπό στον Παράδεισο),
γι' Αυτόν δόθηκε, πού έκανε τέλεια υπακοή. Αλλιώς δε θα χρειαζόταν ο
νόμος της υπακοής στον Παράδεισο, αν δεν επρόκειτο να εφαρμοσθεί ποτέ.
Και όλα αυτά πού μετέπειτα ειπώθηκαν από το Θεό κι εκπληρώθηκαν όλα
σχεδόν, γι' Αυτόν έγιναν, θα τολμήσω να πω και όλα τα υπερκόσμια, οι
άγγελοι και τα αγγελικά τάγματα και οι ουράνιες θεσμοθεσίες έγιναν γι'
αυτό το σκοπό, για την κατά σάρκα οικονομία του Θεού Λόγου την οποία
υπηρέτησαν από την αρχή ως το τέλος». Δηλαδή με άλλα λόγια, ο άγιος μας
λέγει ότι ο Χριστός ως Λόγος του Θεού, είναι η αιτία και ο σκοπός του σύμπαντος κόσμου.
Ο Θεός λοιπόν της Παλαιάς Διαθήκης είναι
ένας Θεός αγάπης. [Ως Κύριος Παντοκράτωρ δεν ανέχεται προσκύνηση άλλου
Θεού καθώς ρητά τονίζει στις πρώτες εντολές, εκλαμβάνει δε την απιστία
και την ειδωλολατρία ως πορνεία: «αρχή πορνείας επίνοια ειδώλων» (Σοφ.
Σολ. 14,12) και «επόρνευσαν οπίσω θεών» (Α' Παραλ. 5,25). Παραπονείται,
παραπικραίνεται, θέλει μπροστά στην υπέρμετρη αγάπη Του προς τον λαό Του
ν' ανταποκρίνονται και οι πιστοί με την ανάλογη προς Αυτόν αγάπη. Αυτό
είναι το θέλημα Του, η αποκάλυψη του εαυτού Του και η αντίστοιχη
ανταπόκριση του ανθρώπου με την τήρηση των εντολών Του, πράγμα πού μέχρι
σήμερα ισχύει. Συνεπώς ο Νόμος Του, η Τορά, δεν είναι μία νομικίστικη
δικανική αντίληψη οπού ο άνθρωπος υποχρεώνεται να πειθαρχήσει άβουλα και
άνευ ορών, αλλά είναι σχέση αγάπης, ελευθερίας και κοινωνίας μαζί Του
αφού ο Θεός είναι φύσει καλός. Ο Νόμος έστω και ατελής καθίσταται
«παιδαγωγός εις Χριστόν» (Γαλ. 3,24) και δεν παρερμηνεύεται. Ούτε
απορρίπτεται όπως νομίζουν οι Προτεστάντες, ούτε τυποποιείται όπως
νομίζουν οι Εβραίοι και οι Παπικοί. Εφαρμογή του Νόμου σημαίνει θεία ζωή
και θεοκοινωνία]20.
Είναι γεμάτη σκάνδαλα.
Μερικά απ' αυτά είναι: η διήγηση του
Αβραάμ και της Σάρας στην Αίγυπτο (Γεν. 12, 10-20), του Ισαάκ και της
Ρεβέκκας στα Γέραρα (Γεν. 20,1-18. 26,1-14), η αιμομιξία του Λώτ με τις
θυγατέρες του (Γεν. 19,30-38), η συνεύρεση του Ρουβήμ με τις παλλακίδες
του πατέρα του Ιακώβ (Γεν. 35-21), το αίσχος των Σοδομιτών (Γεν. 19,1
κ.έξ.), η σκανδαλώδης συνεύρεση Ιούδα-Θάμαρ (Γεν. 38,1-30). Αναφέρονται
επίσης πόλεμοι και φόνοι, η λατρεία δε συνήθως γίνεται με κνίσσα θυσιών.
Η Παλαιά Διαθήκη είναι βιβλίο ρεαλιστικό. Ο
Θεός μιλάει στον πεσμένο άνθρωπο με τη γλώσσα του: είναι τραχιά λόγια
πού απευθύνονται σε ασθενείς και βαρέως αμαρτάνοντας. Οι τότε άνθρωποι
είναι ατελείς πνευματικώς σε σχέση με μας. Ο Θεός δέχεται και τη λατρεία
τους (με κνίσσες), πράγμα ανάξιο γι' Αυτόν, αλλά «συγκαταβαίνει στην
ατέλεια των ανθρώπων των χρόνων εκείνων»21.
Θα
πρέπει να έχουμε υπόψη μας, όταν ερευνούμε τα πρόσωπα της Παλαιάς
Διαθήκης, το περιβάλλον και τα δεδομένα της εποχής τους, όχι αυτά της
εποχής μας. Η πολυγαμία και η αιμομιξία ήταν νόμιμα και αναπόφευκτα
κάποια εποχή. Ισχύει το ανδρικό πολυγαμικό σύστημα και δεν υπάρχει
απαγορευτικός νόμος γι' αυτό22. Την πολυγαμία συναντούμε στο γενεαλογικό
δένδρο του Κάϊν, αν και συνήθως αποφεύγεται. Την εποχή των Κριτών,
αλλάζει η παλιά νομοθεσία. Η διγαμία αναγνωρίζεται ως νομικά σωστό
γεγονός, οι βασιλείς διαθέτουν χαρέμι, ενώ οι κοινοί θνητοί έπρεπε να
αρκεστούν σε μία ή δυο γυναίκες23. Σε μεταγενέστερη εποχή έχουμε τη
μονογαμία, υστέρα την εγκράτεια στο γάμο (Σοφ. Σειρ. 23,6) έπειτα δε,
κατά τους χρόνους της Καινής Διαθήκης, γίνεται λόγος για παρθενία, ως
μία «υπέρ φύση κατάσταση»24.
Η σαρκολατρεία και η ειδωλολατρία όμως,
ήταν παράνομες και τότε και σήμερα. Και οι Σοδομίτες καταδικάζονται λόγω
παρά φύσιν σχέσεων, και οι άνθρωποι της εποχής του Νώε (προ του
κατακλυσμού) «δια το είναι αυτούς σάρκας» (Γεν. 6,3). Επομένως οι άνθρωποι εκείνης της εποχής δεν θα κριθούν από το Θεό με τα σημερινά δεδομένα.
Ο Αβραάμ αποκρύπτει ότι η όμορφη Σάρα
(πού είναι και ετεροθαλής αδελφή του) είναι σύζυγος του, στο Φαραώ και
τον Αβιμέλεχ, όχι -φυσικά- για να γίνει... προαγωγός της(!), αλλά από
φόβο μήπως τον σκοτώσουν για να του την αρπάξουν, όπως συχνά τότε
συνηθιζόταν. Αίτιο λοιπόν είναι ο φόβος του θανάτου, αναφέρει και η
Γραφή (Γεν. 20,11-12). Ασχέτως με τη δειλία του θανάτου πού δεν αρέσει
στο Θεό, ο Αβραάμ εμφανίζει στον υπέρτατο βαθμό τις αρετές της ξενιτείας
και της αμεριμνίας, υπακούοντας δίχως εσωτερικό αντίλογο στην εντολή
του Θεού «έξελθε εκ της γης σου... και δεύρο εις γήν ην αν σοί δείξω»
(Γεν. 12,1). Φεύγει από τη Χαρράν με κατεύθυνση προς το άγνωστο, μαζί με
την οικογένεια του (σύζυγο, περιουσία), περιμένοντας με υπομονή την
εκπλήρωση της υπόσχεσης του Θεού περί πλήθους απογόνων -άτεκνος αυτός-
προτιμώντας στο τέλος, βυθισμένος σε θεοπτία, να θυσιάσει το γιο του
Ισαάκ, χάριν του Θεού.
Η Παλαιά Διαθήκη τα σκάνδαλα τα κατηγορεί, δεν τα επαινεί(Γέν. 19,11 εξ. 34,30), ούτε
αποδίδει στο Θεό ασέλγειες και ακατονόμαστες πράξεις, όπως οι αρχαίοι
"Έλληνες στους Ολύμπιους θεούς, κάνοντας τους κατόπιν δασκάλους στη
μοιχεία, την πορνεία και την παιδεραστία.25 Ας μη όμως σχολιάσουμε τα
τεκταινόμενα στην αρχαία ελληνική μυθολογία, ονομαστά και ακατονόμαστα.
Τα τελετουργικά και οι πολυάριθμες διατάξεις της Παλαιάς Διαθήκης
δημιουργούν ψυχολογικά προβλήματα.
Ο Ιουδαϊκός λαός ήταν απειθής και
σκληρός. Δόθηκε σ' αυτούς ο Νόμος, σκληρός και με πολλές διατάξεις γιατί
είχαν ανάγκη αυστηρού έλεγχου. Δεν ήταν δυνατόν κάποιος να εφήρμοζε
όλες τις διατάξεις του. Σε κάποιες θα ήταν παραβάτης οπωσδήποτε. Άλλωστε
δεν μας διαφεύγει το «όστις γαρ όλον τον νόμον τήρηση, πταίση δε ενί,
γέγονε πάντων ένοχος» (Ίακ. 2,10). Επομένως από κάποιον Άλλον έπρεπε ο
κόσμος της Παλαιάς Διαθήκης να ζητήσει τη σωτηρία του. Ο
σκοπός του Νόμου ήταν να κάνει τους ανθρώπους να εννοήσουν ακριβώς αυτό
ότι, οντάς ένοχοι, μη δυνάμενοι να σωθούν από μόνον το Νόμο -καιτοι η
τελεία εφαρμογή του σημαίνει, προείπαμε, θεοκοινωνία- να κραυγάσουν
καρδιακά προς τον Μόνο δυνάμενο σώζειν: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με!
Αυτή η υπόγεια κραυγή διαρρέει μυστικά, υπόρρητα και βαθιά τον
παλαιοδιαθηκικό κόσμο. Τον Ιησού Χριστό, τον προφήτεψε η Παλαιά Διαθήκη
και τον έδειχνε ήδη ως MAL’ ΑΚ-JΑΗVΕ ως άκτιστο δηλαδή άγγελο Κυρίου
στους δικαίους της: Νώε, Άβελ, Αβραάμ, Ισαάκ, Μωυσή, Ηλία κ.α. οι οποίοι
-κατά τον άγιο Χρυσόστομο26- έζησαν χωρίς τις απειλές τιμωριών και
κολάσεων. Και κάθε άλλο φυσικά, παρά ψυχολογικό πρόβλημα είχαν, όπως
διατείνονται οι Ελλαδιστές - Ολυμπιστές.
Να πάρουμε για παράδειγμα τον Μωυσή, τον
φίλο και εκλεκτό του Θεού. Θα μπορούσε να έχει λαμπρή κοσμική πορεία
παραμένοντας μεταξύ των λογίων και πεπαιδευμένων Αιγυπτίων, αλλά
προτιμώντας τον Χριστό και τις εντολές Του, φθάνει στο ανώτατο όριο
πνευματικής τελειότητας κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης27.
Αλλά μελετώντας τον βίο και άλλων
προπατόρων, του Ισαάκ, του Ιακώβ, του Ιωσήφ, του Ιησού του Ναυή κ.α.
μαθαίνουμε την υπομονή, τη δυνατή πίστη, την τέλεια εμπιστοσύνη, αυτό το
τέλειο άφημα στον Κύριο.
Αν προσέξουμε καλύτερα, οι καλοί και οι
κακοί μας παρουσιάζονται σαν δυο σειρές προσώπων αντιμαχομένων: η καλή
και η κακή γενεά. «Έχθραν θήσω ανά μέσον σου και ανά μέσον της γυναικός,
ανά μέσον του σπέρματος σου και ανά μέσον του σπέρματος αυτής, αυτός
σου τηρήσει την κεφαλήν και συ τηρήσεις αυτού πτέρναν» (Γεν. 3,15),
υπονοώντας εδώ την Υπεραγία Θεοτόκο και τον εξ αυτής προελθόντα Ιησού
Χριστό.
Τελικός
σκοπός, αποκορύφωση πλέον όλης αυτής της μακραίωνης παλαιοδιαθηκικής
παιδαγωγικής προετοιμασίας της ανθρωπότητας ήταν η Παναγία μας.
Καλλιεργώντας ο Κύριος αιώνες πολλούς τον αγρό της Ιστορίας, εξάγει τον
αγλαό καρπό, την αγία τρυφή, την οσμή της Χριστού ευωδιάς: τη Θεοδόχο
πάναγνο Κόρη της Ναζαρέτ, η οποία με την προσωπική της αγιότητα
καθίσταται σκεύος ηγιασμένο της Χάριτος, εντός του οποίου σαρκούται ο
Υιός του Θεού και Κύριος Της και Κύριος μας. Θυγατέρα του Αδάμ, μη
απαλλαγμένη καταρχήν προπατορικού αμαρτήματος, από το οποίο εκαθαρίσθη
και ηγιάσθη κατά τον Ευαγγελισμό-σύμφωνα με τη διδασκαλία των Πατέρων
μας και ιδιαιτέρως του μεγάλου δογματικού θεολόγου του 8ου αιώνος, αγίου
Ιωάννου του Δαμάσκηνου, προήλθε από ευγενέστατη δαβιτική (βασιλική)
ρίζα και συνένωσε μέσα της και την Ιερατική ρίζα28. Αναφέρεται να
ανατέλλει «εξ οσφύος του Δαβίδ» αλλά και ως «ράβδος Ααρών η βλαστήσασα»
(Αριθμ. 17,23). Γνωστό άλλωστε ότι ο Ιωακείμ κατάγεται από το Δαβίδ, η
δε Άννα από τον Ααρών.
Στο πρόσωπο της Θεοτόκου τιμάται το σώμα
της γυναίκας αφού από τα πανάχραντα αίματα Της πήρε σάρκα ο Χριστός,
τιμάται και ο άντρας αφού το πρόσωπο του Κυρίου είναι Θεανδρικό, ως
άνδρας ήλθε και μας συνάντησε, τιμήθηκε όμως και η παρθενία αφού ο
Χριστός μας σεβάστηκε την παρθενική καθαρότητα της Παναγίας, ώστε οι
Πατέρες μας να ομιλούν για προ, στη διάρκεια και μετά τον τοκετό
παρθενία.29
Βέβαια, οι Ελλαδιστές - Ολυμπιστές όλα αυτά τα αγνοούν. Ακόμη
και αν μελετούν την Παλαιά Διαθήκη, το κάνουν υστερόβουλα και
κακοπροαίρετα. Αρνούνται αφενός μεν να αναγνωρίσουν την τόσων αιώνων
καλλιέργεια του αρχαίου κόσμου, από άκρα αγαθότητα και αγάπη, υπό του
Κυρίου της δόξης, με σκοπό την έλευση καταρχάς της Θεοτόκου και κατόπιν
του Χριστού μας, αφετέρου δε, «εγκιβωτισμένοι» στον χωροχρόνο λόγω
κοσμικού - ειδωλολατρικού φρονήματος, αδυνατούν να δουν υπό το πρίσμα
της Αιωνιότητας την καλλιέργεια αύτη, ιδίως τις οδυνηρές όψεις της. Η
έννοια της καλλιέργειας περιλαμβάνει όχι μόνο το πότισμα, αλλά και το
σκάψιμο, το κλάδεμα, το χαράκωμα, το ράντισμα με δηλητήρια... Ο άνθρωπος
του Χριστού, στραμμένος προς την Αιωνιότητα, απέναντι στην οποία
-σημειωτέον- κάθε χρονική διάρκεια οιουδήποτε μεγέθους μηδενίζεται,
βιώνει ότι όλοι μαζί ήρθαμε στη γη και όλοι μαζί αναχωρούμε σε αιώνια
συνύπαρξη με το Χριστό. Επομένως ζώντας εσχατολογικώς, τα βάσανα του
χωροχρόνου σχετικοποιούνται, μαζί δε με τη Θεία Χάρη ελαχιστοποιούνται,
«εξαφανίζονται» μεταμορφούμενα σε συμμετοχή στα παθήματα του Χριστού.
Αν σκεπτόμασταν κοσμικά, όπως οι εν λόγω
δωδεκαθεϊστές, θα είχαμε -δίχως Χριστό- αποκλειστεί σε έναν απελπιστικό
κόσμο ειδώλων και όλα θα μας φαίνονταν παράλογα, οδυνηρά, εξοργιστικά
και ας μην το παραδεχόμασταν. «Ο χώρος και ο χρόνος» παρατηρεί ο μεγάλος
Σέρβος θεολόγος πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς, «χωρίς Χριστό αποτελούν
τέρατα, έναν θλιβερότατο ζυγό»30. Εδώ ακριβώς βρίσκονται οι πολέμιοι της
Παλαιάς Διαθήκης, δυστυχώς όμως... κοιμώμενοι τον ύπνο του δικαίου!
Ακριβώς διότι αδυνατούν να νιώσουν ή να κατανοήσουν -έστω- τί σημαίνει αιωνιότητα, παρερμηνεύουν την Παλαιά Διαθήκη.
Για παράδειγμα το ότι οι Χριστιανοί
αποκαλούμεθα «νέος Ισραήλ» και «τέκνα του Αβραάμ» σημαίνει ότι
υιοθετούμεθα από τον κατά σάρκα απόγονο του Αβραάμ, τον Κύριο μας,
πιστεύουμε σ' Αυτόν και ζούμε τη Βασιλεία Του ως Ισραήλ της Χάριτος. Αυτοί νομίζουν ότι είμαστε εβραιόπληκτοι και από αντίδραση εκπίπτουν σε ελλαδικό ρατσισμό.
Η ίδια πλάνη -πού προέρχεται προείπαμε από την απουσία του Χριστού στη
ζωή τους- τους ακολουθεί όταν ερμηνεύσουν την Παλαιά Διαθήκη: θεωρούν
τον Θεό του Αβραάμ -και δικό μας Θεό-, αποκύημα της φαντασία του και
ανύπαρκτο, ακριβώς γιατί αυτοί πιστεύουν στα «είδωλα των εθνών» τους
όντως ανύπαρκτους Ολύμπιους θεούς. Παρανοειδώς λοιπόν, απωθούν το πρόβλημα τους και το αποδίδουν σ' εμάς, ανεπίγνωστα τις περισσότερες φορές. Ακόμη «όσα
χωρία της Παλαιάς είναι θεοπρεπή τα βλέπουν ορθολογιστικά ή τα
αμφισβητούν, όσα ανθρωποπαθή τα ειρωνεύονται... όσα Ιστορικά τα
μυθοποιούν ή τα παρερμηνεύουν ως σκηνοθεσίες... όσα ηθικά σαν παράδειγμα
ή αντιπαράδειγμα τα σχολιάζουν ανούσια, τα περικόπτουν, τα αμφισβητούν ή
τα αποσιωπούν...»31. Ποιος έχει λοιπόν ψυχολογικό πρόβλημα;
Αναφορικά δε με το «ρατσισμό» της
Παλαιάς Διαθήκης, τους απαντούμε ότι δεν ισχύει. Την πλάνη ότι ο
Ιστορικός Ισραήλ έχει ιδιαίτερο προνόμιο από το Θεό επολέμησαν οι
προφήτες όπως ο Αμώς (9,7), προφήτης ο οποίος τόνισε πολύ τη δικαιοσύνη
του Θεού. Ο προφήτης Αμώς, ένας από τους πιο σημαντικούς προφήτες του
8ου π.Χ. αι. μετά τον Ησαΐα και μαζί με τους Ωσηέ και Μιχαία, την έξοδο
των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο, παραλληλίζει προς αυτήν των Φιλισταίων
από την Κιαφθώρ και των Αραμαίων από την Κήρ, χωρίς να της δίνει
ιδιαίτερη σημασία.
Στη διήγηση άλλωστε του προφήτου Ιωνά, ο
οποίος έζησε κατά τον 8ο π.Χ. αι. - το βιβλίο όμως γράφτηκε ίσως από
άγνωστο συγγραφέα της προφητικής Σχολής, γιατί εναντιώνεται στην
έθνιστική μισαλλοδοξία - ενώ ο Ιωνάς πίστευε στον «περιούσιο Ισραήλ»,
βλέπουμε το Θεό να ενδιαφέρεται για τη σωτηρία των εθνικών και μακράν
ευρισκομένων Νινευϊτών. Στο τέλος ο Ιωνάς -μετά την περιπέτεια του-
βλέπει ότι οι εθνικοί Νινευΐτες πιστεύουν στο κήρυγμα του και σώζονται
αποδεικνυόμενοι καλύτεροι των Ισραηλιτών. (Η διήγηση αυτή γράφεται
μάλλον μεταξύ 5ου και 4ου αϊ. π.Χ. επί εποχής Έσδρα και Νεεμία.)
Η
Παλαιά Διαθήκη εμφανίζει το Μεσσία ως παγκόσμια προσωπικότητα πού όλα
τα έθνη προσδοκούν. Παριστά μάλιστα «τον ίδιο το Μεσσία να αποτείνεται
σε ολόκληρο τον κόσμο μέχρι και αυτών των απωτάτων νήσων»32 (Γεν.49,10.
Ήσ.42,4. 49,1).
Η Παλαιά Διαθήκη είναι βιβλίο πολεμικό,
μιλάει για ένα Θεό αρχηγό των πολέμων.
Μάλιστα οι Ολυμπιστές διατείνονται ότι
οι Εβραίοι είναι δολοπλόκοι, πανούργοι, ανήθικοι. Καίτοι υπερβολικό, θα
τους θυμίσουμε ότι και η Ελληνική Ιστορία κάθε άλλο παρά ειρηνικά
αρχίζει: διενέξεις (Αχιλλέα - Αγαμέμνονα), δολιότητες (Δούρειος Ίππος),
πανουργίες (Οδυσσέας), αιμομιξίες και δολοφονίες (Κλυταιμνήστρα -
Αίγισθος), αιματοχυσίες (άλωση της Τροίας) κ.α.
Στην Παλαιά Διαθήκη, ο Μωυσής καλείται
από το Θεό να απελευθερώσει τον Ισραήλ από τη γη της Αιγύπτου και να τον
επιστρέψει στη γη Χαναάν, τη γη των πατέρων του, πράγμα πολύ δύσκολο.
Ήταν λαός ταλαιπωρημένος. Λαός κοινής καταγωγής, πλην σκορπισμένος σε
πολλές φυλές. Η συνένωση επιτυγχάνεται από τον Μωυσή, δια της πίστεως
στον Θεό Γιαχβέ, με τη βοήθεια του Οποίου, υπερβαίνονται οι δοκιμασίες.
Επιστρέφοντας στη γη Χαναάν, οι Ισραηλίτες συγκρούονται με λαούς
ισχυρότερους και εχθρικούς. Το Θεό αυτό της συνένωσης και της
επιστροφής, λόγω Ιστορικών συνθηκών ό Μωυσής ονομάζει εθνικό θεό του
Ισραήλ. Ο Γιαχβέ ονομάζεται «Θεός του Ισραήλ» καταχρηστικώς, όχι
πραγματικώς. Καταχρηστικώς ονομάζεται και ο Ισραήλ «λαός του Θεού» (Εξ.
3,6-7.10. 5,1.3. 6,7 κ.α.). Θεωρείται ο Θεός αρχηγός αόρατος των πολέμων
(Εξ. 14,14), εμπνέει τη νίκη βλέποντας την κάκωση του λάου (Εξ. 3,7).
Οι Ισραηλίτες επιχειρούν «πολέμους του Γιαχβέ» (Αριθμ. 2,14 - Α' Βασ.
18,17), οι εχθρικοί λαοί είναι « εχθροί του Γιαχβέ» (Α' Βασ. 30,26). Ο
Θεός αγαπά τους πάντες, αλλά λόγω εθνικής υπερηφάνειας, ο Μωυσής και ο
λαός μαζί ονομάζουν τον Θεό έτσι. Στο εβραϊκό κείμενο ο Γιαχβέ
χαρακτηρίζεται «ανήρ πολέμου» (!) (Εξ. 15,3) και προΐσταται στις μάχες
όπως κατά τη δική μας παράδοση η «Υπέρμαχος Στρατηγός» προεξάρχει στην
κατατρόπωση των εχθρικών στιφών. Λόγω αυτού του γεγονότος οι πολεμιστές
πρέπει να απέχουν από κάθε μολυσμό (Αριθμ. 5,1 εξ.) και να προηγείται
νηστεία. (Α' Βασ. 14,24).
Μια διευκρίνιση αναφορικά με την
ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης. Χρειάζεται προσοχή γιατί οι διηγήσεις δεν
αποτελούν πάντοτε ενιαίο διηγηματικό ιστό. Δεν είναι -τις πιο πολλές
φορές δεμένες μεταξύ τους, αρά δεν έχουμε πλήρη Ιστορική εικόνα. Η όλη
διήγηση δεν καταστρέφεται ακόμα και αν αφαιρέσουμε κάποια περιστατικά.
Άλλες διηγήσεις απαντούν διπλές, ενώ άλλες δεν είναι τίποτε άλλο από
στοματική παράδοση: τις εδιηγούντο καθημερινά σε διάφορες περιοχές και
μάλιστα σε παραλλαγές. Υπάρχει ελευθερία εκφράσεων και πάμπολλοι
εβραϊσμοί, ιδιωματικές εκφράσεις και σύνταξη τις όποιες πρέπει να έχουμε
υπόψιν. Αναφέρει ο πατήρ Ιερεμίας Φούντας33: «όταν επισκέφθηκα το
μακαριστό Βασίλειο Βέλλα στην οικία του, του τηλεφώνησε ο γνωστός
Ευάγγελος Παπανούτσος και τον ερώτησε τί σημαίνει ή φράση της Παλαιάς
Διαθήκης «τον ουρούντα προς τοίχον» (Α' Βασ. 25,22. Δ' Βασ. 9,8). Και ο
επιστήμων ερμηνευτής του δήλωσε αμέσως ότι η φράση είναι περίφραση και
δήλοι τον άρρενα, διότι μόνο ο άρρην δύναται να ουρή προς τον τοίχο(!).
Αναλογικά, ποιος μη Έλληνας θα καταλάβαινε ότι η φράση «η κολόνα του
σπιτιού» δηλώνει τον αρχηγό της οικογένειας (άνδρα-πατέρα);
***
Β. Προφητείες, προτυπώσεις, προρρήσεις, συμβολισμοί και Αλληγορίες
για τον Ιησού Χριστό στην Παλαιά Διαθήκη και τους αρχαίους Έλληνες *
* Απόσπασμα εισηγήσεως με θέμα «Παλαιά
Διαθήκη και δωδεκαθεϊστές» στις ιερατικές συνάξεις Μαρτίου -Μαΐου 2004
της Ί. Μητρ. Σισανίου και Σιατίστης. Προφητείες και προρρήσεις για την
έλευση του Μεσσία, δε βρίσκουμε μόνο στην Παλαιά Διαθήκη αλλά και σ'
άλλα θρησκεύματα όπως ο Βουδδισμός και ο Κομφουκιανισμός.
***
Επίσης στην αρχαία ελληνική ειδωλολατρική θεολογία, παρ' όλη τη δραματική ανεπάρκεια της, την οποία είχαν αντιληφθεί οι μεγάλοι έλληνες φιλόσοφοι και τραγικοί, ανευρίσκουμε προρρήσεις για τον ερχομό του Σωτήρος.
Από την εποχή των 89 Ορφικών ύμνων οι
οποίοι έφθασαν σ' εμάς, με γλωσσική μορφή του 6ου π.Χ. αι., αν και
πολλοί θεωρούν την καταγραφή τους μεταγενέστερη, ίσως του 2ου μ. Χ. αι.,
ενώ η ιστορικοφιλολογική ερευνά τοποθετεί την αρχική τους σύνθεση στον
14ο π.Χ. (!) αϊ.34, μέχρι την εποχή του Πλάτωνα, διακρίνουμε την
απογοήτευση των προγόνων μας από τα δαιμόνια του δωδεκαθέου και
ταυτόχρονα τη σφοδρή αναμονή και προαναγγελία κάποιες φορές, Εκείνου πού
έρχεται.
Στους Ορφικούς ύμνους συναντούμε
αιτήσεις για αγαθά, όπως ούριον άνεμον, βροχές, πλούτο, υγεία, χορτασμό,
εισοδήματα κλπ. Κυρίως όμως, το ακρότατο της ευτυχίας, αποτελεί το να
φθάνουν οι άνθρωποι στα γηρατειά" «γέρας εσθλόν εν ανθρώποισιν το
γήρας». Τα γηρατειά αποτελούν δώρο των θεών στους ανθρώπους, οι οποίοι
και το εκζητούν με θερμές ικεσίες προς αυτούς.
Υπάρχει όμως και η δαιμονική όψη των
Ορφικών Ιστοριών με όλα εκείνα τα ακατονόμαστα πάθη πού περιγράφονται
στην αρχαία ελληνική μυθολογία· «θεοί» πού δεν έχουν καμμία έγνοια για
τους ανθρώπους, παραδομένοι στα αχαλίνωτα πάθη τους. Εδώ έχουμε μια
μαύρη δαιμονική αρχέτυπη εικόνα του δωδεκαθέου, η οποία συζητιέται στα
Ελευσίνια μυστήρια. Αυτού του είδους την μυστική απάνθρωπη θεολογία
λάβαιναν σοβαρά υπόψιν τους οι αρχαίοι Έλληνες γιατί οι συνέπειες της
στα ήθη και τη ζωή τους φάνηκαν πολύ νωρίς. Όλες ανεξαιρέτως οι ιστορίες
αρχαίων αρχοντικών οικογενειών μέχρι το τέλος της Μυκηναϊκής εποχής
(1100 π.Χ.) είχαν επεισόδια παρόμοια με τα Ορφικά των θεών τους.
Στον Ομηρικό ύμνο προς τον Απόλλωνα (7ος
π.Χ. αϊ.) και στους στίχους 190-193, οι άνθρωποι αγωνιούν για τα
γηρατειά και το θάνατο, την άσχημη ανθρώπινη μοίρα, απέναντι όμως στην
εξουσία και μακαριότητα των θεών αγεφύρωτη η διάκριση της θεϊκής από την
ανθρώπινη φύση. Ακόμη και ο Ηρακλής, παιδί του Δία και θνητής μητέρας,
ημίθεος, δισυπόστατος δηλαδή, όταν πεθαίνει, πηγαίνει ο μισός στα Ηλύσια
πεδία (κατά τη θεία του φύση) και ο μισός στο σκοτεινό Άδη οπού τον
συναντά ο Οδυσσέας γελοιοποιημένο, ματαιόδοξο και θλιβερό ήρωα, ανάμεσα
στα «αμενηνά κάρηνα» -ξεψυχισμένες μορφές των νεκρών η διάζευξη θείας
και ανθρώπινης φύσης σε όλο της το μεγαλείο !35
Οι επιφανείς εκ των αρχαίων μας προγόνων
βιώνουν την ανεπάρκεια της ειδωλολατρικής θεολογίας τους, ζουν την
σκληρότητα και τρομοκρατία του δωδεκαθέου και την απογοήτευση, θα
μπορούσαν δε κάλλιστα να διδάξουν δωδεκαθεϊστές, ανθρωπιστές
-διαφωτιστές και μηδενιστές. Η Ατή είναι η συμφορά. Στον Αισχύλο η
αρχαιότητα φαντάζει απαισιόδοξη.
Το κακό, η Ατή, είναι σύμφυτο με το
ανθρώπινο γένος («κεκόλληται γένος προς άταν»), κληρονομείται δε από
γενιά σε γενιά· όλοι αμαρτάνουν κι' έτσι, δίχως τέλος, συνεχίζεται η
τιμωρία για παλαιές αμαρτίες. Ο «σπερματικός λόγος» (μάρτυς και
φιλόσοφος Ιουστίνος - 2ος μ.Χ αι.) ψηλαφεί θα λέγαμε την προπατορική
πτώση, μέσα από τα Αισχύλεια κείμενα. Ο άνθρωπος έρμαιο της Ατής λοιπόν.
Ποια «ψυχολογική όψη» και «συναισθηματική κατάσταση» των κειμένων
ψάχνουν οι ορθολογιστές και διαφωτιστές; Ο δαίμων εδώ ως κακό
παρουσιάζεται μέλας, μέγας και ακαταμάχητος. Βέβαια οι αρχαιόπληκτοι
«δαιμονίζονται όταν ακούσουν να γίνεται λόγος για δαίμονα. Ο δαίμονας
βλέπετε, προτιμάει να μας πολεμάει αθέατος και όταν μας βρίσκει
ανυποψίαστους»36.
Μέσα σε τόση απελπισία πνευματική, οι
Αθηναίοι αστοί του 5ου αι. πώς μπορούν και στέκονται; «Με τη
χυδαιοποίηση και τον αμοραλισμό της θρησκείας. Ασφαλώς δεν θα ήταν
μοναδικό το φαινόμενο του Αλκιβιάδη ο οποίος στα θορυβώδη συμπόσια με
τους φίλους του έκαμαν θρησκευτικές τελετές «έφ' ύβρει» όπως λέει και ο
Θουκυδίδης, δηλαδή για να τις γελοιοποιήσουν. Αυτό σε μια αστική
κοινωνία λέγεται απομυθοποίηση».37
Ο αρχαίος άνθρωπος -κατά τον Αισχύλο-
στέκει τραγικά απελπισμένος· η μετάνοια και η συγγνώμη αποτελούν
ουτοπίες. Και στις «Χοηφόρες» και στον «Αγαμέμνονα» δεν υπάρχει λύτρο
για να εξαγοράσει την κατάρα. Στη Γένεση (4-11,13,15) παρατηρούμε ότι ο
Κάιν, μετά την «κατάρα» του Θεού, φθάνει στο σημείο να απελπιστεί πώς η
αμαρτία του είναι μεγάλη, ασυγχώρητη. Όμως ο άσαρκος -ακόμη- Θεός της
αγάπης, δηλώνει ότι οποίος σκοτώσει τον Κάιν θα τιμωρηθεί πολύ
αυστηρότερα, γι' αυτό και τον σημαδεύει στο πρόσωπο, ώστε να ξέρουν όλοι
ότι δεν πρέπει κανείς να τον φονεύσει· ιδού η λύση της ανθρώπινης
δυστυχίας δια της επεμβάσεως της Τριαδικής Αγάπης, χιλιάδες έτη πριν τον
Αισχύλο!
Βλέπουμε λοιπόν μιαν απάνθρωπη κάστα δαιμονίων να τρομοκρατούν και να κολάζουν το ανθρώπινο γένος. Οι
άνθρωποι παλεύουν μέσα σ' ένα πλήθος θλίψεων και ανεξιχνίαστων ενοχών,
όσο κι' αν η εικόνα των Αθηναίων για την Αθήνα εκείνης της εποχής
διαφέρει. Στον «Προμηθέα δεσμώτη» (δ', 975), ο καθηλωμένος Προμηθέας
φτύνει τον απεσταλμένο του Δία Έρμη, λέγοντας· «απλώ λόγω τους πάντας
εχθαίρω θεούς», δηλ. είμαι εχθρός των θεών! Ό Έρμης τότε προφητεύει ως
έξης· δεν θα απαλλαγείς από τα βάσανα , εκτός κι' αν επιθυμήσει κάποιος
από τους θεούς να πάρει τα βάσανα σου επάνω του και να πάει στο σκοτεινό
Άδη! Πρόρρηση λοιπόν για την εις Άδου Κάθοδο.
Σε άλλο σημείο ο Προμηθέας προφητεύει
στην παρθένο Ιώ πού τον έρωτα ποιος θα τον λύσει, μάλιστα χωρίς το
θέλημα του Δία, ότι απόγονος δικός της (της παρθένου Ιούς), μετά από
δεκατρείς γενεές θα τον απαλλάξει. Ο Χριστός μας έρχεται ακριβώς
δεκατρείς γενεές μετά την αισχύλεια παράσταση (460 π.Χ. περίπου)!
Ο Σοφοκλής πάλι, μέσα άπ' το έργο του
θίγει την αντίθεση υποσυνείδητου χώρου («βαθείας καρδίας») και
εξωτερικής συμπεριφοράς· ο Οιδίπους π.χ. από τη μια είναι ο σοφός και
ευσεβής ηγέτης και από την άλλη ένας μεμιασμένος· σκότωσε τον πατέρα του
και παντρεύτηκε τη μάνα του αγνοώντας και τα δύο· απ' την αρχή της ζωής
του τόσο κακό. Η Ατή, ο «αλάστωρ» λένε οι αρχαίοι και επαναλαμβάνουν οι
Πατέρες, ξέρει και τιμωρεί αμείλικτα τους φορείς του κάκου ανθρώπους.
Ανακαλύπτοντας ο Οιδίπους το πρόβλημα του, συνειδητοποιεί την ματαιότητα
των πάντων -και της εξουσίας- μέσα σ' ένα κουβάρι ενοχών και πλεγμάτων.
Οι θεοί - δαίμονες σκοπό έχουν να κολάσουν τον κόσμο.
Έτσι ακριβώς και οι Αθηναίοι έχουν
διφορούμενη συμπεριφορά, από τη μια χτίζουν Παρθενώνες και φιλοτεχνούν
εκπάγλου ωραιότητας μαρμαρόγλυπτα και από την άλλη αποδεικνύονται
βάρβαροι ιμπεριαλιστές πού σκοπεύουν σε νέες κατακτήσεις. Ως πότε τα
παραισθησιογόνα της ευημερίας;
Ακολουθεί ο Ευριπίδης, στα χρόνια πού η
Αθήνα χάνει το παλιό της μεγαλείο. Στην «Άλκηστη», η ζωή νικάει το
θάνατο, η ηρωίδα ανασταίνεται και οι Αθηναίοι μιλάνε για «κωμοειδύλλιο»
με το ίδιο πνεύμα πού αργότερα αποκαλούν «σπερμολόγο» τον απ. Παύλο όταν
τους μιλάει για την ανάσταση των νεκρών.38
Ο Ηρακλής, ημίθεος, δηλ. θεός
πατρόθεν(Δίας) και άνθρωπος μητρόθεν (Αλκμήνη), μαθαίνοντας την συμφορά
του παλατιού, παλεύει με τον θάνατο, τον νικά και φέρνει πίσω ζωντανή
την Άλκηστη η οποία θα τριημερεύσει αμίλητη και υστέρα θα μιλήσει στους ζωντανούς ως «αναστάσα εκ νεκρών»!39
Κατά τον Ευριπίδη οι θεοί είναι πιο
δυνατοί απ' τον άνθρωπο, αλλά μοχθηρότεροι, κακότεροι, οι «ειδικότητες»
τους (πόλεμοι, ερωτάς, σοφία, συζυγική ζωή, μουσική κλπ) παραπέμπουν σε
κολασμό των αντιστοίχων όψεων της ζωής των ανθρώπων, έστω και υπό το
κάλυμμα γενναιόδωρης προσφοράς. Στις «Βάκχες» οπού ο Κάδμος κριτικάρει
στον Διόνυσο το ήθος των θεών ως όμοιο με αυτό των θνητών, παίρνει την
απάντηση ότι έτσι συμφωνεί ο Δίας! Άλλη ιδέα δηλαδή είχε για το θεό ο
Ευριπίδης και διαψεύδεται. Σε άλλο σημείο των «Βακχών» προτυπώνεται η
ενσάρκωση του Θεού' «μορφήν δ' αμείψας βροτησίαν πάρειμι» (4 κ.ε.). Στη
«Μήδεια» βλέπουμε την ηρωίδα να σφάζει τα παιδιά της για να εκδικηθεί
τον άνδρα της Ιάσονα. Ενώ περιμένουμε τον πέλεκυ της δικαιοσύνης να
χτυπάει την αδίστακτη φόνισσα - σύμφωνα άλλωστε με τον ορισμό της
τραγωδίας κατά Αριστοτέλη - η φόνισσα στην τελευταία σκηνή...
θεοποιείται, αγέρωχη σαν Εωσφόρος! Δεν επιτρέπει δε στον Ιάσονα ούτε να
αγγίξει τα παιδιά του.
Πιάνονται τώρα από τον όρο «τραγικό -
τραγικότης» οι σημερινοί διανοούμενοι και φιλολογούντες και τον
αναγορεύουν σε απόλυτη αξία. Ο,τι τραγικό και καλό. Ο,τι τραγικό και
αιώνιο και κλασσικό! Άλλα το τραγικό είναι ο σπαραγμός της ανθρώπινης
καρδιάς για την αλήθεια· τον σπαραγμό θα αναγορεύσουμε σε αλήθεια και
τρόπο ζωής σαν να πάσχουμε από μαζοχιστικό σύμπλεγμα; Αφού η αλήθεια
σαρκώθηκε στην υπόσταση του Θεού Λόγου, τον Ιησού Χριστό και η προσδοκία
τόσων αιώνων έλαβε αίσιο τέλος, προς τί αυτή η φιλεπίστροφη τακτική;
«Τα αρχαία παρήλθεν, ιδού καινά γέγονε τα πάντα». (Β' Κορ. 5,17).
Ακόμη
και οι Σίβυλλες των τελευταίων αιώνων, μάντισσες του Απόλλωνα, μίλησαν
καθαρότατα για τον ερχόμενο Σωτήρα σχεδόν όπως οι Προφήτες της Παλαιάς
Διαθήκης. Ο Σόλων ως ποιητής επίσης.
Ο
Πλάτων, στους διάλογους του, συχνά προλέγει την έλευση του Χριστού. Ο
πλατωνικός Σωκράτης, με συγκλονιστικό τρόπο, λέει στον Αλκιβιάδη ότι θα
έρθει αυτός πού νοιάζεται για μας, για να αφαιρέσει την ομίχλη πού
σκοτίζει το νου μας και θα ιδούμε την αλήθεια! (διάλογος Αλκιβιάδης
δεύτερος). Στην Απολογία του Σωκράτους μάλιστα (18,31 α'), ό Σωκράτης
δηλώνει ως προ Χριστού χριστιανός κι' αυτός· «τον λοιπόν βίον
καθεύδοντες διατελοίτε αν, ει μη τίνα άλλον ο θεός επιπέμψειε κηδόμενος
υμών», δηλ. «θα κοιμόσαστε πνευματικά αν ο Θεός, πού σας φροντίζει, δεν
στείλει κάποιον άλλον»!
Προαναγγελίες του ερχομένου Σωτήρος
έχουμε ακόμη και από ειδωλολάτρες της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι
φωτίζονται από το Πανάγιον Πνεύμα· Ο μάντις Βαλααμ (Αριθμ. 24,9- 24,17),
ο οποίος κάνει αναφορά στον αστέρα της Βηθλεέμ, με την προφητεία του
«Αναπεσόντος» στην οποία προεικονίζονται η βασιλεία (λέων), το πάθος
(κατάκλισις) και η θεότης (το ευλογείν), συναντάει σε άλλη εποχή τους
μάγους οι οποίοι με την προσφορά των δώρων τους τίμησαν το ανθρώπινον
(σμύρνα), το βασιλικόν αξίωμα (χρυσός), και την θεότητα (λίβανος) του
γεννηθέντος Σωτήρος.
Εκατό και πλέον προφητείες της Παλαιάς
Διαθήκης, αναφέρονται στη Γέννηση και τη Σταύρωση του Χριστού.
Ειδικότερα ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης40, αναφέρει πολλές προρρήσεις και
Αλληγορίες σε σχέση με τον ερχομό του Χριστού πού περιέχονται στην
Πεντάτευχο. Άλλα παραδείγματα·
Η τριήμερος Ταφή του Χριστού μας
προεικονίζεται στην τριήμερη παραμονή του Ιωνά στην κοιλία του κήτους
(Ίων. 2, 1-11), για την οποία Ταφή και την σχέση της με την
προμνημονευθείσα προφητεία κάνει λόγο και ο ίδιος ο Κύριος (Ματθ.
12,39-40).
Ο Τίμιος Σταυρός προτυπώνεται με το
κατακόρυφο άνοιγμα και το οριζόντιο κλείσιμο των υδάτων της Ερυθράς
θάλασσας από τη ράβδο του Μωυσή (Έξοδ. 14,1-31).
Ο χάλκινος όφις πάνω στον πάσσαλο
(Αριθμ. 21,9) τον οποίο κρέμασε ο Μωυσής, πράγμα για το οποίο κάνει λόγο
και ο Κύριος (Ίωαν. 3,14), συμβολίζει το εσταυρωμένο σώμα του Χριστού.
Όπως ακριβώς νεκρό είναι ένα χάλκινο φίδι, έτσι νεκρό ως προς την
αμαρτία είναι το σώμα του Ιησού και όπως εθεραπεύοντο από τα ιοβόλα
δήγματα των όφεων οι άνθρωποι ατενίζοντας και μόνον τον χαλκούν όφιν,
έτσι και η δύναμη του εσταυρωμένου Κυρίου μας θεραπεύει από τα νοητά
δήγματα των νοητών όφεων, παθών και δαιμόνων δηλαδή.
Έχουμε την αίσθηση ότι η Καινή Διαθήκη
ανατέλλει μέσα από την Παλαιά και ότι η Παλαιά Διαθήκη ανασαίνει μέσα
στην Καινή. Συνεχίζουμε:
Στην Γένεση, ο Ιακώβ ευλογεί σταυροτύπως
τα εγγόνια του Εφραίμ και Μανασσή (48, 14-20), ενώ στους Αριθμούς (2,
1-34) ο Ισραηλιτικός λαός στην έρημο, ταξινομείται σταυροειδώς,
τετραμερώς. Στην Έξοδο (17, 11-13), στον πόλεμο του Ισραήλ εναντίον των
Αμαληκιτών ο Μωυσής, σχηματίζοντας εαυτόν σταυροτύπως, φέρει τα χεριά
του στην έκταση και οι Εβραίοι νικούν. Δια του Σταυρού κατατροπώνουμε
λογισμούς, κακές επιθυμίες, δαίμονες, διεστραμμένες κλίσεις και ροπές ως
άλλους Αμαληκίτες.
Ο
Δαβίδ προλέγει την Ταφή και την Ανάσταση του Χριστού· «Εξεγέρθητι,
ινατί υπνοίς Κύριε; Ανάστηθι» (Ψαλ. 43, 24) και «Αναστήτω ο Θεός και
διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού» (Ψαλ. 67,1).
Βλέπουμε λοιπόν ότι η
ανάγνωση της Παλαιάς Διαθήκης απαιτεί υποταγή του νοός, της καρδίας και
της διανοίας μας στα αγιοπνευματικά κριτήρια της Πατερικής ερμηνείας.
Αλλιώς το κείμενο δεν ωφελεί. Καταθέτοντας τα όπλα της λογικής
(ορθολογισμού) και του εγωισμού -ως σωφρονούντες παίδες-αναγινώσκουμε
τις πλήρεις χάριτος διηγήσεις με την πνευματική αίσθηση βρώσεως και
πόσεως τους. Κι' αν ο Κύριος το θελήσει μετέχουμε της σωτηριολογικής,
λυτρωτικής και ενθεωτικής ακόμη εμπειρίας των Δικαίων της Παλαιάς
Διαθήκης, αφού τιμώμενοι ως προ Χριστού χριστιανοί είχαν φθάσει στην
θέωση -έστω και προσωρινή- των Αγίων της Καινής. Έλειπε τότε ο «τόπος»
συνάξεώς τους,41 δηλ. η ανθρώπινη φύση του Χριστού, σαρκωθείς ο Κύριος
μας συνάγει στο σώμα Του όπως «η όρνις τα εαυτής νοσσία» (Ματθ. 23, 37),
εισερχόμενος στην Ιστορία, ασάρκως παρών μέχρι τότε. Τώρα πλέον δεν
συναναστρέφεται απλώς μαζί μας, νουθετεί και διδάσκει, προτρέπει και
προειδοποιεί, αλλά βαπτιζόμενοι στο θάνατο και την Ανάσταση Του
ενσωματωνόμαστε σ' Αυτόν, κοινωνούντες δε της Σαρκός και του Αίματος Του
συσσωματωνόμαστε με Αυτόν. Ο Θεός μας είναι πλέον βρώσιμος και πόσιμος.
Η
σχέση λοιπόν με τον Χριστό δεν είναι διανοητική ή επιστημονικού τύπου,
αλλά εμπειρική, υπαρξιακή, ολόψυχη και ολοσώματη, απαντάμε στους
νεοειδωλολάτρες Ολυμπιστές.
Απορρίπτοντας την Παλαιά Διαθήκη αυτοί
κι' εκπίπτοντας σ' έναν στείρο ρατσιστικό αντισημιτισμό, αποδεικνύονται
εν τέλει ταυτόσημοι προς το σημερινό φαρισαϊκό πνεύμα το οποίο τότε αλλά
και τώρα -ως Διεθνής Σιωνισμός- εδίωκε και διώκει τον Χριστό και
Προφήτες Του42. Ήδη ο Κύριος στα χρόνια της διδασκαλίας Του,
αποστασιοποιήθηκε από το ιουδαϊκό -φαρισαϊκό κατεστημένο και τις
εγκοσμιοκρατικές και εθνοφυλετικές απόψεις του, γι' αυτό και δεν
Τον δέχτηκαν σαν Μεσσία. Απορρίπτοντας τον Μεσσία -Χριστό, απορρίπτουν
και τον Μωυσή· «ει γαρ επιστεύετε Μωυσεί, επιστεύετε αν εμοί' περί εμού
γαρ εκείνος έγραψεν» (Ίω. 5, 46). Επομένως αρχαιολάτρες και σημερινοί σιωνιστές συμπλέουν ανεπίγνωστα.
Όταν ο πρωτομάρτυς Στέφανος (Πραξ.7)
απολογείται ενώπιον του εβραϊκού συνεδρίου, τους αποκαλεί υιούς των
φονευσάντων τους Προφήτες. Εβραίοι οι Προφήτες, εβραίος ο Κύριος,
εβραίοι και οι φονευτές τους. Πνευματικοί προπάτορες ημών των χριστιανών
οι φονευθέντες Προφήτες και πρεσβύτερος Αδελφός μας ο επίσης από
εβραίους φονευθείς Χριστός. Πνευματικοί προπάτορες των σημερινών
εβραιοφαρισαίων σιωνιστών και αρχαιολατρών οι φονευτές του Κυρίου και
των Προφητών Του.
Πάντως
ειλικρινέστερα και πληρέστερα από τον Ισραήλ, ανταποκρίνονται τα έθνη
στο κάλεσμα του Χριστού. «Παίρνουν τα πρωτοτόκια από τους Εβραίους» για
να μιλήσουμε συμβολικά σε παλαιοδιαθηκική γλώσσα. Τούτο εύγλωττα
προτυπώνεται στην Γένεση (38, 26-30), οπού από την Θάμαρ γεννώνται ο
Ζάρα και ο Φάρες· συμβαίνει ο Ζάρα να βγάλει πρώτος το χέρι του, να το
βάζει μέσα και κατόπιν να βγαίνει πρώτος ο Φάρες. Ο Φάρες συμβολίζει τα
έθνη και ο Ζάρα τους Ιουδαίους οι οποίοι έχασαν τα πρωτοτόκια.
Στον Ιερεμία πάλι (38, 31), φαίνεται ο
Θεός -λόγω απείθειας και σκληροκαρδίας των Εβραίων-διατεθειμένος να
συνάψει την Νέα Διαθήκη με άλλο έθνος.
Στη γενεαλογία του Χριστού κατά Ματθαίον
(1,3 κ.ε.), οπού γίνεται κατιούσα απαρίθμηση 42 γενεών από Αβραάμ έως
και Ιωσήφ του μνήστορος, τονίζεται η καταγωγή Του από τον Αβραάμ και τον
Δαβίδ - η ιουδαϊκή καταγωγή του Χριστού, γιατί ο Ματθαίος απευθύνεται
στους έξ' Ιουδαίων χριστιανούς κυρίως. Δεν παραλείπει όμως να αναφέρει
αρκετούς αμαρτωλούς και αλλοφύλους (Ραχάβ-Ρούθ). Φαίνεται έτσι ότι ο
Χριστός έχει και αίμα εθνών και ήλθε για να σώσει τους αμαρτωλούς.
Ο ευαγγελιστής Λουκάς στο τέλος του Γ'
κεφαλαίου, στη γενεαλογία του, απαριθμεί κατ' ανιούσα φορά από τον Ιωσήφ
τον μνήστορα έως και τον Αδάμ, απευθυνόμενος στα έθνη και τονίζοντας
την καταγωγή του Χριστού απ' όλους τους ανθρώπους. Τα ονόματα τα οποία,
αναφέρει εν πολλοίς διαφέρουν από αυτά του ευαγγελιστού Ματθαίου. Γιατί;
Την εποχή εκείνη οι σειρές των γενεών
εφυλάσσοντο στους ναούς. Τους γενεαλογικούς αυτούς καταλόγους - κάτι σαν
τα σημερινά δημοτολόγια ή μητρώα του Δήμου - έλεγχε το Μεγάλο Συνέδριο
των Ιουδαίων. Υπήρχαν οι επίσημοι κατάλογοι και οι ιδιωτικοί οι οποίοι
τηρούνταν από τους αρχηγούς των οικογενειών, στα αρχεία τους. Όταν ο
Ηρώδης ο Μέγας έκαψε τους δημοσίους καταλόγους για να αποκρύψει την
ευτελή του καταγωγή, οι νέοι δημόσιοι κατάλογοι συντάχθηκαν βάσει των
ιδιωτικών, αλλά πάραυτα παρέμειναν ελλιπείς. Τους νέους δημοσίους
καταλόγους συμβουλεύθηκε ο άγ. Ματθαίος ενώ ο άγ. Λουκάς χρησιμοποίησε
και τους Ιδιωτικούς καταλόγους του μνήστορος Ιωσήφ, όπως και πληροφορίες
από την Θεοτόκο και τους αδελφούς του Κυρίου. Οι διαφορές αυτές συνεπώς
δεν αποτελούν αντιφάσεις αλλά διαφορετικά, Αλληλοσυμπληρούμενα μέρη του
όλου.43
Συμπεραίνοντας αναφέρουμε ότι το
πλήθος των προρρήσεων και προφητειών βοά για την έλευση του Σωτήρος
Χριστού, όχι μόνο στην Παλαιά Διαθήκη αλλά και σε πολλά κείμενα
αρχαιοελληνικά· η διάχυτη απογοήτευση ανά την οικουμένη έκαμε
πολλούς ανεπίγνωστα να στρέφονται προς το ανέσπερο Φως του Χριστού·
ακόμη και αν εμείς σιωπήσουμε «οι λίθοι κεκράξονται» (Λουκ. 19,40).
Θλιβερή εξαίρεση η συνομοταξία των αρχαιολατρών Ολυμπιστών «οι οποίοι
έπιστρέψαντες επί το ίδιον εξέραμα και εις κύλισμα βορβόρου» (Β' Πετρ.
2,22), μάταια κοπιάζουν να νεκραναστήσουν δια της βίας την αρχαία
θρησκεία, την οποία, είχαν ήδη αναφανδόν απορρίψει οι σώφρονες εκ των
αρχαίων ημών προγόνων όπως προαναφέραμε. Εγκυστωμένοι στην πλάνη της
αυταρέσκειας επίσης, πάσχοντας από θρόμβωση νοός, χάνουν την συμμετοχή
τους στη Χριστο-ολυμπιάδα, όπου μας περιμένουν βραβεία και στέμματα
άφθαρτα, την εσχάτη Ολυμπιάδα οπού ουράνιοι σαλπιγκτές και χοροί
αιθέριων ταξιαρχιών θα σημάνουν την οριστική μας είσοδο -των αληθινών
ολυμπιονικών- στη Βασιλεία του Θεού μετά του Χριστού, της Παναγίας
Μητρός μας και πάντων των αγίων.
Γ) Η γλώσσα της Παλαιάς Διαθήκης
Το θέμα είναι αρκετά πολύπλοκο και δυσεξερεύνητο σε κάποιες του όψεις. Συνοπτικά μπορούμε να αναφέρουμε τα εξής:
Η εβραϊκή δεν είναι ή αρχική γλώσσα των
εβραίων. Ομιλούσαν την αραμαϊκή και μετά τη μετανάστευση τους με τον
Αβραάμ στην Παλαιστίνη, την δανείστηκαν από τους Χαναναίους κι εκείνοι
την είχαν δανειστεί από τους αρχαιότατους κατοίκους της Παλαιστίνης,
τους Ρεφαείμ (Δευτ.2,11 -20) ,44
Η εξέλιξη της εβραϊκής και οι αλλοιώσεις
της στο πέρασμα του χρόνου είναι έντονες. Πριν από την εποχή του
Μωυσέως όμως (13οςπ.Χαί.), είχε ήδη αποκτήσει ενότητα μορφής, φιλολογικό
υφός. Αυτό συνάγεται από το κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης. Τεμάχια
κάποιων βιβλίων της έχουν γραφτεί πρωτοτύπως στη βιβλική αραμαϊκή πού κι
αυτή είναι σημιτική γλώσσα όπως ή εβραϊκή. Στη «Σοφία Σολομώντος» και
στα Β'-Γ' «Μακκαβαίων» (εκ των δευτεροκανονικών) έχουμε γλώσσα
πρωτοτύπου την ελληνική, η οποία βεβαίως έχει σημιτική χροιά και
κάποιους εβραϊσμούς στη σύνταξη. Στα υπόλοιπα δευτεροκανονικά, ελληνικές
μεταφράσεις έχουν αντικαταστήσει το πρωτότυπο, οπού αυτό χάθηκε.
Η εβραϊκή γλώσσα πέρασε από την
παλαιοεβραϊκή γραφή (11ος - 9ος π.Χ αϊ.) κατ' επίδρασιν της αραμαϊκής - η
οποία στο τέλος την εκτόπισε - στην τετράγωνη γραφή (2ος π.Χ αι.).
Στους χρόνους του Χριστού, η Παλαιά Διαθήκη ήταν γραμμένη στην
τετράγωνη, άστικτη, αφωνηέντιστη εβραϊκή γραφή, με 22 σύμφωνα. Συμφωνική
γραφή ήταν και η παλαιοεβραϊκή. Δυσκολίες και δυσχέρειες προέρχονταν
από την έλλειψη φωνηέντων (π.χ ΚΠΣ θα μπορούσε να σημαίνει κάπως, κόπος,
κήπος, κάποιος, κοπές η κοπής και ΛΓΣ θα μπορούσε να σημαίνει λογάς,
λίγος, λαγός, λίγης, λόγος, λίγες, λογής), από τη σύγχυση ομοήχων
συμφώνων, από τις - συνηθισμένες -συντμήσεις της κ.λ.π. Πολλά από τα
ευρήματα του Κουμράν (1947) είναι γραμμένα στην τετράγωνη εβραϊκή,
λιγότερα στην παλαιοεβραϊκή κι ελάχιστα στην αραμαϊκή, φοινικική,
ελληνική, λατινική, συροπαλαιστινή, αραβική, κ.λ.π. Ανάγονται δε τα
περισσότερα, μεταξύ 2ου π.Χ και 1ου μ.Χ αι.45, και εξ αυτών παλαιότερο
εβραϊκό χειρόγραφο, το βιβλίο του Ησαΐα (1ος π.Χ αι.).
Το εβραϊκό κείμενο γνώρισε πολλές
μορφολογικές επεμβάσεις και μεταγραφές πού το αλλοίωσαν. Τα πρώτα βιβλία
της Παλαιάς Διαθήκης άρχισαν να συντάσσονται το 1200 π.Χ - με συμφωνική
γραφή - έως το 100 μ.Χ πού το εβραϊκό κείμενο (συμφωνικό, άστικτο)
παγιώνεται οριστικά. Το κείμενο αυτό, πέρασε από τους σοφερίμ
(γραμματείς, αντιγραφείς κατ' επάγγελμα) στους μασορίτες και αποτέλεσε
το πρωτότυπο τους, αλλά και πρωτότυπο για όλα τα μετέπειτα εβραϊκά
κείμενα. Οι μασορίτες ξεκίνησαν το πολύ δύσκολο έργο του φωνηεντισμού
πού διήρκεσε πολλά χρόνια (2ος μ.Χ - 14ος μ.Χ αι.). Το textus receptus -
παραδεδεγμένο κείμενο - σήμερα - είναι το μασοριτικό του 1400 μ.Χ. Άλλα
και ως προς τον φωνηεντισμό διακρίνουμε αυτόν της Παλαιστίνης και αυτόν
της Βαβυλωνιακής σχολής. Επικράτησε τελικά ο της Παλαιστίνης σχολής
φωνηεντισμός και η αντίστοιχη στίξη με δυο αντίζηλους σύγχρονους
μασορίτες, τον Βen Αsher και τον Βen Νaphtali. Εγκυρότερο το κείμενο του
Βen Αsher. Αρτιότερη έκδοση του η Βiblia Ηebraica Stuttgartensia
(1977). Το αρχαιότερο σωζόμενο χειρόγραφο του μασοριτικού κειμένου είναι
ο κώδικας προφητών της Καραϊτικής συναγωγής του Καΐρου, του 9ου μ.Χ αι.
Θ' αναφερθούμε τώρα - μετά το εβραϊκό
κείμενο -στη μετάφραση - από το εβραϊκό πρωτότυπο - των Ο'(εβδομήκοντα)
και τη σημασία της.
Η μετάφραση των Ο', «ελληνοποιεί» την
Παλαιά Διαθήκη. Εκπονείται σε διάστημα διακοσίων περίπου ετών, από τα
μέσα του 3ου π.Χ αι. έως και τις αρχές του 1ου π.Χ αϊ: επί βασιλέως της
Αλεξανδρείας Πτολεμαίου Β' του Φιλαδέλφου (285 -246 π.Χ), άνθρωπου
συνετού, πολυμαθούς και φιλομαθούς. Αποτελείται από 49 βιβλία, 39
πρωτοκανονικά και 10 δευτεροκανονικά, ενώ η εβραϊκή βίβλος περιλαμβάνει
36. Το ιστορικό της μεταφράσεως ή οποία πραγματοποιήθηκε χάριν των
Ιουδαίων της διασποράς οι οποίοι απέμαθαν τα εβραϊκά - αραμαϊκά και
ομιλούσαν ελληνικά, αλλά με τη χρήση της στην Καινή Διαθήκη, στους
Πατέρες και τη χριστοκεντρική της ερμηνεία πια, αποτελεί ελληνική
υπόθεση, έχει ως έξης:46
Σύμφωνα με την ψευδεπίγραφη επιστολή του
Αριστέα, ανωτέρου υπαλλήλου της αιγυπτιακής αυλής, πού φέρει τίτλο
«Αριστέας Φιλοκράτει» την οποία δήθεν στέλνει στον αδελφό του Φιλοκράτη,
ο βασιλεύς της Αιγύπτου Πτολεμαίος Β' παρακινήθηκε από τον Δημήτριο
Φαληρέα, διευθυντή της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης, να εμπλουτίσει αυτή με
τα νομοθετικά κείμενα των Εβραίων. Ο Αριστέας ήταν Ιουδαίος της
Αλεξάνδρειας, σημειωτέον. Ο βασιλεύς έστειλε πρεσβεία με πλούσια δώρα
στον αρχιερέα των Ιεροσολύμων ν' αποστείλει στην Αλεξάνδρεια αντίγραφο
της νομοθεσίας με ικανούς μεταφραστές - γνώστες εμβριθείς και της
ελληνικής. Εκείνος έστειλε 72 πρεσβύτερους με αντίγραφο της Βίβλου. Ο
βασιλεύς τους υποδέχθηκε εγκάρδια και μετέφρασαν τον Νόμο στη νήσο Φάρο
κοντά στην Αλεξάνδρεια, εντός 72 ημερών. Ο Δημήτριος Φαληρέας ανέγνωσε
το κείμενο της μεταφράσεως στη γενική συνέλευση της ιουδαϊκής κοινότητος
της Αλεξάνδρειας ή οποία και την επιδοκίμασε ζητώντας αντίγραφο. Ο
βασιλεύς θαύμασε και διέταξε να φυλαχτεί το βιβλίο.
Το Ταλμούδ, ο Ιουδαίος Φίλων καθώς και
διάφοροι ιουδαίοι και χριστιανοί συγγραφείς δέχονται τη γνησιότητα της
επιστολής αυτής και αναγνωρίζουν τη μετάφραση ως θεόπνευστη,
διανθίζοντας οι τελευταίοι τα συμβάντα με δικές τους λεπτομέρειες.
Μάλιστα κάποιοι λέγουν ότι ή μετάφραση των Ο' επεκτάθηκε σε όλη την
Παλαιά Διαθήκη (ενώ η επιστολή μιλάει μόνο για την Πεντάτευχο), άποψη
πού διατηρήθηκε καθ' όλο τον Μεσαίωνα.
Η επικρατούσα σήμερα άποψη είναι ότι η
επιστολή είναι ψευδεπίγραφος, έργο Ιουδαίου λογίου του 200 π.Χ., χωρίς
να στερείται ιστορικής βάσεως το περιεχόμενο της. Γεγονός είναι ότι η
Πεντάτευχος μεταφράστηκε επί Πτολεμαίου Β' στη Φάρο, από επιτροπή
ελληνομαθών Ιουδαίων διορισμένη από το βασιλέα. Αντίγραφο της εναπετέθη
στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και ο σκοπός της μεταφράσεως ήταν όχι
μόνο η χρήση της από τους ελληνοφώνους Ιουδαίους της Αλεξάνδρειας, αλλά
και ο προσηλυτισμός εθνικών στον Ιουδαϊσμό. Ειρήσθω εν παρόδω ότι
εκπονήθηκε σε εποχή πού ή εβραϊκή του πρωτοτύπου της (τουλάχιστον 4ος
π.Χ. αι.) ήταν ήδη νεκρή γλώσσα και μάλιστα σημιτική, με δομή ξένη προς
την ελληνική, από πλήθος μεταφραστών ποικίλης μορφώσεως και με ποικίλη
επίσης ελευθερία μεταφράσεως έναντι του πρωτότυπου. Όλοι πάντως οι
μεταφραστές παρά τις κάποιες αναπόφευκτες παρανοήσεις του πρωτοτύπου
(εβραϊκό, συμφωνικό, άστικτο), προσάρμοσαν το περιεχόμενο της Βίβλου
προς τις ηθικοθρησκευτικές αντιλήψεις του αλεξανδρινού Ιουδαϊσμού,
απέφυγαν τους άνθρωπομορφισμούς του πρωτοτύπου, και εξελλήνισαν την
ηθική μονοθεΐα της Παλαιάς Διαθήκης από το σημιτικό της χαρακτήρα.
Οι ίδιοι οι Εβραίοι όμως μίσησαν την
μετάφραση των Ο'. Γιατί; Διότι οι αναφερόμενες στο κείμενο προφητείες
επαληθεύτηκαν στο πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και από μέσον
προσηλυτισμού εθνικών στον ιουδαϊσμό, μεταβλήθηκε σε χριστιανική βίβλο,
και μέσον προσέλευσης στο χριστιανισμό Ιουδαίων, εθνικών και ελληνιστών
Ιουδαίων οι οποίοι βαπτίζονται και κηρύττουν τα χαράς Ευαγγέλια και σε
άλλους! Χάνεται πλέον το κύρος των Εβραίων, οι οποίοι από τον 2ο μ.Χ.
αϊ. κ.έ. εκπονούν νέες μέτριες μεταφράσεις: του Ακύλα, του Θεοδοτίωνος
και του Συμμάχου.
Ο,τι έχασε σε κύρος η μετάφραση των Ο' σε σχέση με τους Ιουδαίους, το κέρδισε από την Εκκλησία. Χρησίμευσε αυτή
η μετάφραση κατά τους μετέπειτα χρόνους της αδιαίρετης Εκκλησίας,
αναγιγνωσκόμενη στη λατρεία αλλά και σαν βάση της χριστιανικής παιδείας,
των θεολογικών συζητήσεων και των αποφάσεων των τοπικών και
Οικουμενικών Συνόδων, αποτελεί δε σήμερα την αναγιγνωσκόμενη έπ'
Εκκλησίαις Βίβλο, πανορθοδόξως.
Πολλοί Πατέρες της Εκκλησίας μας και
εκκλησιαστικοί συγγραφείς χρησιμοποιούσαν τους Ο' όπως ο Ωριγένης, ο
Εύσέβιος Καισαρείας, ο Θεόδωρος Μοψουεστίας (καταδικασθείς μαζί με τον
Ωριγένη στην Ε' Οικουμενική Σύνοδο -553), ο Κύριλλος Ιεροσολύμων, ο
Ειρηναίος Λουγδούνων, ο άγιος Χρυσόστομος ο οποίος υποπτεύεται τις μετά
Χριστόν μεταφράσεις (όπως είναι και η Μασόρα) ότι αλλοιώνουν σκοπίμως
κυρίως τα προφητικά κείμενα.
Στη σύγκριση ανάμεσα στο μασοριτικό
κείμενο και αυτό των Ο' έχουμε να παρατηρήσουμε ότι το μεν μασοριτικό,
διασώζει πληρέστερα το πρωτότυπο ως εβραϊκό αλλά δεν λείπουν οι
παραφθορές ένεκα παροραμάτων και σκόπιμων αλλοιώσεων. Το κείμενο των Ο'
βασίζεται σε πρωτότυπο κατά 5 τουλάχιστον αιώνες αρχαιότερο του
πρωτοτύπου των μασοριτών, δεν λείπουν κι εδώ τα αντιγραφικά σφάλματα
ούτε οι ερμηνευτικές αποκλίσεις από το πρωτότυπο, θα μπορούσαμε όμως να
πούμε ότι το πρωτότυπο είναι δυνατόν σε μεγάλο βαθμό να το γνωρίσουμε,
αν επαναμεταφράζαμε το κείμενο των Ο' σε αντίστοιχο εβραϊκό κείμενο.47 Πάντως
η ελληνοποιημένη Παλαιά Διαθήκη των Ο', προσωπική μας άποψη και όχι
μόνο, παρουσιάζει υψηλότατη πιστότητα προς τα αρχέτυπα πανάρχαια κείμενα
σε βαθμό ν' αναφωνεί ο ετερόδοξος καθηγητής ερμηνείας της Παλαιάς
Διαθήκης, Χίτζιγκ προς τους φοιτητές του: «έχετε, κύριοι, τους Ο'; Αν όχι πωλήσατε ότι έχετε για να τους προμηθευτείτε».48
Τα αρχαιότερα χειρόγραφα πάπυρου,
πρόσφατα ανακαλυφθέντα χρονολογούνται από τον 2ο μ.Χ .αϊ. Αρτιότερες
σύγχρονες εκδόσεις η των Τischendorf-Νestle (1887), του Α. Rahlfs (1935)
κ.ά. Στην Ελλάδα η της «Ζωής» (1928) βάσει της εκδόσεως του Νestle και η
της «Ζωής» πάλι (1939) βάσει του κειμένου του Rahlfs. Αξιομνημόνευτη η
πολύτομη ερμηνευτική παράφραση με υπόμνημα του άρχιμ. π. Ίωήλ
Γιαννακοπούλου και η δίτομη έκδοση της Παλαιάς Διαθήκης του καθηγητή Άθ.
Χαστούπη (1954) οπού άντιπαρατίθενται το κείμενο των Ο' και η ερμηνεία
στα νέα ελληνικά του μασοριτικοϋ κειμένου.
Όχι μόνο οι Ιουδαίοι μίσησαν και
περιφρόνησαν το θεόπνευστο κείμενο των Ο' αλλά και οι σύγχρονοι
Ολυμπιστές - Ελλαδιστές - Δωδεκαθεϊστές, θέλοντας να τρώσουν το γόητρο
της Παλαιάς Διαθήκης φανερά και της Καινής έμμεσα. Επινοούν ανερμάτιστα
και αν επιστημονικά σενάρια, επειδή δεν μπορούν ν' ανεχθούν την «τοις
πάσι γνωστή» ελληνικότητα πού αποπνέει το κείμενο.
Την εποχή της μετάφρασης των Ο', στην
Αλεξάνδρεια, μεταφράζονται από το σοφό Αιγύπτιο Ιερέα Μανέθωνα, τα
λεγόμενα «Ερμητικά κείμενα». Κείμενα με μονοθεϊστικά στοιχεία. Η
μετάφραση γίνεται από τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά στα ελληνικά. Οι
Ολυμπιστές ισχυρίζονται ότι τα Ερμητικά Κείμενα γράφτηκαν 9.000 χρόνια
π.Χ.49, για να παρουσιάσουν το Μωϋσή αντιγραφέα των Ερμητικών Κειμένων,
δηλαδή απάτη και πλάνη. Επιπλέον τα θεωρούν δικό μας απόκτημα, ελληνικό,
ενώ παραθεωρούν την ελληνική Βίβλο. Με ποιο κριτήριο; Άλλωστε έχει
υποστηριχθεί ότι το ότι τα Ιερογλυφικά «διαβάζονταν» τάχα, ήταν
σοβαροφανές παιχνίδι των Αιγυπτίων ιερέων της Ελληνιστικής Περιόδου για
να υποτιμηθούν οι αντίστοιχες αρχαιοελληνική και βιβλική γραμματείες.
Πρόκειται στην ουσία για αντιγραφές της Βίβλου και των Ελληνικών
συγγραφών με μια δόση ισχυρής φαντασίας, και όχι για αποκωδικοποιημένα
Ιερογλυφικά. Άλλωστε τα «Ερμητικά κείμενα» όπως σώζονται σήμερα,
ανάγονται στην καλύτερη περίπτωση στην αρχή του 2ου μ.Χ αί.
Με
τη μετάφραση λοιπόν των Ο' η Παλαιά Διαθήκη δωρίζεται από το Θεό στους
έλληνες και δι' αυτών σ' όλη την Οικουμένη. Προετοιμάζεται έτσι η
αποστολή του Ευαγγελίου σ' όλα τα έθνη, μια και το Ευαγγέλιο -με
εξαίρεση ίσως το κατά Ματθαίον - γράφεται στα Ελληνικά. Αυτά είναι τα
όντως ελληνικά και θα θυμίσουμε - εν προκειμένω - και την γνωστή άποψη
του μεγαλυτέρου ίσως θεολόγου του 20ου αϊ. π. Γεωργίου Φλωρόφσκι πώς μία
από τις απαραίτητες συνιστώσες της εννοίας «χριστιανισμός» είναι η
«εληνικότης»!
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Δ) Νεοειδωλολατρία ή Νεοπαγανισμός - Δωδεκαθεϊσμός - Ολυμπισμός
Ειδωλολατρία
θα ονομάσουμε «κάθε είδος λατρείας, το οποίο αντί να αποδίδεται στο
Δημιουργό των όλων Θεό, αποδίδεται στα κτίσματα».1 Αν πρόκειται για
άψυχα μιλάμε για φετιχισμό, αν είναι έμψυχα, έχουμε τοτεμισμό.
Το πέρασμα από την παχυλή ειδωλολατρία
της πρώιμης αρχαιότητας, στην ανθρωπομορφική ειδωλολατρία και κατόπιν
στις ιδεατές παραστάσεις για το Θεό, γίνεται σταδιακά, ενώ ταυτόχρονα
πολύς λαός επηρεάζεται από ειδωλολατρικές δεισιδαιμονίες [Ιερά φίδια,
μετεωρόλιθοι (βαιτύλοι λίθοι), Ιερά ζώα, βουνά, ποτάμια κ.α.].
Τον 6ο π.Χ αι. ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος
άπομυθοποιει τα ειδωλολατρικά πιστεύω της εποχής του λέγοντας: «Εις
Θεός, εν τε θεοίσι και ανθρώποισι μέγιστος ούτε δέμας θνητοίς ην όμοιος
ουδέ νόημα». Ακολουθούν στην ίδια γραμμή περίπου ο Ηράκλειτος, οι
σοφιστές, ο τραγικός Ευριπίδης, ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης.
Την εποχή αυτή, απόλυτο ειδωλολατρικό σκοτάδι χαρακτηρίζει τους Αιγυπτίους, Βαβυλώνιους, Πέρσες, Σκύθες, Έτρούσκους, Κέλτες κ.α.
Στούς ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς
χρόνους, το δωδεκάθεο παρακμάζει και εμφανίζονται στην Ελλάδα οι
μυστηριακές ειδωλολατρικές θρησκείες της ανατολής καθώς και πολλά
μυστήρια.
Οι άνθρωποι μυούνται στα μυστήρια για να εξασφαλίσουν τη ζωή μετά θάνατον.
Η λατρεία ζώντων ανθρώπων επανεμφανίζεται.
Στο προσκήνιο έρχεται ο Χριστιανισμός, ο
οποίος διαδίδεται δυναμικά σε ολόκληρη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, παρ'
όλες τις έντονες αντιδράσεις των ειδωλολατρών. Η ειδωλολατρία αμύνεται
στη συνάντηση της με το Χριστιανισμό, φορώντας μανδύα φιλοσοφικό:
γίνεται νεοπλατωνισμός, ο οποίος αποτελεί και τη βάση της
νεοειδωλολατρίας.
Χριστιανικά, γνωστικά, μανιχαϊστικά,
μαγικά, Ινδουιστικά, αρχαιοελληνικά, και ιουδαϊκά στοιχεία, συνθέτουν
τον νεοπλατωνισμό. Οι αρχαίοι μύθοι ερμηνεύονται Αλληγορικά, Θεός δε και
κόσμος ταυτίζονται (πανθεϊσμός).
Μετά τους Άβγαρο τον Θ' της Όσροηνής
(200 μ.Χ.), Τιριδάτη της Αρμενίας (300 μ.Χ.), και κυρίως τον Μ.
Κωνσταντίνο (313 μ.Χ ), ο Μ. Θεοδόσιος δίνει τη χαριστική βολή κατά της
ειδωλολατρίας, ορίζοντας το 380 μ.Χ. επίσημη θρησκεία του κράτους την
Χριστιανική. Μόνη εξαίρεση, η τριετία 361-363, κατά την οποία ο
ψυχοπνευματικά διαταραγμένος Ιουλιανός ο παραβάτης, ζώντας εκτός τόπου
και χρόνου, μη συλλαμβάνοντας τα μηνύματα των καιρών, θέλει δια της βίας
να νεκραναστήσει την αρχαία θρησκεία.
Στα τέλη του 5ου με αρχές του 6ου αι.,
επί της βασιλείας Αναστασίου του Α' (491-518) και με την ενθάρρυνση της
Αθηναίας αυτοκράτειρας Αριάδνης, γίνεται οργανωμένη ειδωλολατρική
εκστρατεία από την Αθήνα στην Κωνσταντινούπολη, υπό τον φανατικό Πρόκλο,
οπού και φονεύονται 20.000 Χριστιανοί.
Ο Ιουστινιανός (527-565), εξαφανίζει
τελικά όλες σχεδόν τις εστίες των ειδωλολατρών. Εναπόμειναν κάποια
ελάχιστα λείψανα στη Νότια Ιταλία ως τον 7ο αι. και την Μάνη της
Πελοποννήσου ως τον 8ο. Ο Ιερός Φώτιος πάντως, κατά τον 9ο αι., ασκεί
αυστηρή κριτική στους καθηγητές των νεοπλατωνικών σχολών της Αθήνας, οι
οποίοι καλλιεργούσαν πεισματικά την ειδωλολατρία, υπό τη μορφή της
θύραθεν γνώσης, άλλοι απ' αυτούς μένοντας στο Βυζάντιο, άλλοι σε
ειδωλολατρικά παλάτια της ανατολής. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις
αποτελούν οι Μιχαήλ Ψελλός, Ιωάννης Ιταλός τον 11ο αι., οι Θεόδωρος
Μετοχίτης και Νικηφόρος Χούμος τον 14ο αϊ. κ.α. Μάλιστα ο Ιταλός
αφορίστηκε το 1082 από την Εκκλησία.2
Τον 15ο αϊ. ο Γεώργιος Γεμιστός -
Πληθών, νεοπλατωνικός, επίσημα προτείνει την αντικατάσταση του
Χριστιανισμού. Τον καταπολεμά ο πατριάρχης Γεννάδιος (τότε Γεώργιος)
Σχολάριος. Τις ιδέες του ο Πληθών διέδωσε το 1439 στη Σύνοδο της
Φερράρας - Φλωρεντίας, ως αυτοκρατορικός ακόλουθος οπού έγιναν δεκτές με
ενθουσιασμό, κυρίως στους οίκους των Μεδίκων.
Τα χρόνια μετά την Άλωση, οι βυζαντινοί
Νεοπλατωνικοί, καταφεύγουν στη Δύση και δημιουργούν την Αναγέννηση,
τονίζοντας τους αρχαίους κλασσικούς συγγραφείς.
Οι δυτικοί ενθουσιάζονται, αν και ο
παγανισμός δεν τους ήταν άγνωστος λόγω πολλών καταλοίπων των αρχαίων
ειδωλολατρικών θρησκειών των Κελτών, Γαλατών, Τευτόνων και άλλων
βαρβαρικών φύλων. Στη Μέση Ανατολή και στους Σλάβους η ειδωλολατρία
χάνεται εντελώς λόγω του Ισλάμ στην πρώτη και του Χριστιανισμού στους
δεύτερους, οπού σβήνει σταδιακά μέχρις ότου εξαφανίζεται μετά το 12ο αι.
Αρχίζουν λοιπόν οι δυτικοί να μαθαίνουν
αρχαία ελληνικά, να παίρνουν αρχαιοελληνικά ονόματα, να ντύνονται, να
τρώγουν, να ζουν όπως οι αρχαίοι. Ο δυτικός άνθρωπος αποστασιοποιείται
από το Χριστιανισμό - μάλλον τη δυτική εκδοχή του - υποφέροντας κιόλας
από τον ασφυκτικό κλοιό του Παπισμού και σιγά-σιγά, πλήρως αυτονομείται
στα χρόνια του Διαφωτισμού.
Η μετά μανίας προσκόλληση στους
αρχαίους, αύτη την εποχή, ονομάζεται κλασσικισμός κι επηρεάζει
περισσότερο τους Γάλλους: Μολιέρος, Κορνέιγ, Ρασίν, Ρουσσώ, Ντιντερό,
Βολταίρος κ.α. Αρχίζει η λατρεία ενός απρόσωπου «Υπέρτατου Όντος». Θεός
και πάν ταυτίζονται.
Οι ιδέες αυτές ήλθαν και στην Ελλάδα
από τους εξ Εσπερίας παλιννοστήσαντες. Αν και οι εδώ Ορθόδοξοι
αντιστάθηκαν σθεναρά, η πνευματική αλλοίωση είχε αρχίσει. Καΐρης, Ροΐδης
και Ραγκαβής είναι τρεις χαρακτηριστικές περιπτώσεις: η λογική, ο
μυστικισμός, ο πανθεϊσμός, η φυσιοκρατία, ο παγανισμός δημιουργούν
θρησκευτικό σύστημα ειδικά στον Καΐρη. Το παθολογικό μίσος κατά της
Εκκλησίας του Ροΐδη, δε χρειάζεται σχολιασμό.
Η ιδρύτρια της Θεοσοφίας Έλενα
Μπλαβάτσκυ, συμπλέκει στο σύστημα της ανατολική ειδωλολατρία, ορφικά
κείμενα, αρχαία μυστήρια και νεοπλατωνισμό, διαθέτει δε παραρτήματα
παγκοσμίως. Η ελληνική Θεοσοφική Εταιρεία, ιδρύεται το 1879 πρώτα στην
Κέρκυρα και μετά στην Αθήνα το 1923 από το Δ. Κριμπα. Διάχυτος στο
θεοσοφισμό είναι ο πανθεϊσμός: Θεός και Υλη ταυτίζονται, η ύλη είναι
ζωντανή. Συγγενώς προς την Θεοσοφία και ο Πνευματισμός διδάσκει ότι δεν
υπάρχει Θεός, ούτε διάκριση καλού - κακού και υπάρχουν υπεράνθρωπα οντά
πού ρυθμίζουν τη ζωή μας. Ρωτάμε κι εμείς: πώς εισερχόμαστε στον κόσμο
των πνευμάτων χωρίς την εν Χριστώ διάκριση μεταξύ μακαρίων και
πεπτωκότων πνευμάτων, δηλαδή αγγέλων και δαιμόνων;
Ο Πιερ ντε Κουμπερτέν το 1896 κάνει ν'
αναβιώσουν οι Ολυμπιακοί αγώνες: η τελετή της αφής της Ολυμπιακής φλόγας
είναι εντελώς ειδωλολατρική, υμνείται δε το αρχαίο αθάνατο πνεύμα (τί
είδους πνεύμα είναι αυτό;). Ο Εμμανουήλ Χαιρέτης και ο Περικλής
Γιαννόπουλος είναι δυο ονόματα πού συνδέονται με την αρχαιολατρία.
Ινδάλματα του δεύτερου - από τότε πού σπούδαζε στο Παρίσι - οι Μπωντλέρ
και Μαλλαρμέ. Η περίεργη αυτοκτονία του το 1910, μπαίνοντας έφιππος μέσα
στη θάλασσα, θεωρείται από πολλούς αρχαιόπληκτους, αξιομίμητη πράξη
ηρωισμού.
Ο Άγγελος Σικελιανός και η σύζυγος του
Εύα Πάλμερ, προσπαθούν ν' ανασυστήσουν το αρχαιοελληνικό παρελθόν
καθιερώνοντας τις Δελφικές εορτές στους Δελφούς. Ήταν θεοσοφιστές.
Τόσο οι Ναζί όσο και ο Μουσολίνι είναι
θιασώτες οι μεν της επιστροφής στα βάρβαρα ειδωλολατρικά τευτονικά
πρότυπα, οι δε στην αρχαία Ρώμη.
Ο δικός μας Ί. Μεταξάς, το 1936,
κηρύττει την έναρξη του λεγόμενου «Γ" Ελληνικού πολιτισμού», με κύρια
ιδέα, την επιστροφή στα αρχαία ελληνικά ιδεώδη.
Άλλα και στα χρόνια μας,
καταρρεύσαντος του μαρξισμού, οι μαρξιστές ως υλιστές καλύπτονται
ιδεολογικά από την αρχαιολατρία, αφού αυτή τους προσφέρει τη λατρεία της
ύλης, έχοντας εκτός των άλλων και φυσιολατρική υποδομή.
Η Νέα Εποχή - Νέα Τάξη Πραγμάτων
απαιτεί επιτακτικά ενιαία κουλτούρα, ενιαία θρησκεία: όλοι οι δρόμοι
οδηγούν στο Θεό. Χαρακτηριστικά της Νέας Εποχής είναι η πίστη στον
ορθολογισμό, η απουσία προσωπικού Θεού, πανθεϊσμός και πνευματισμός,
απουσία κάκου (το μεγάλο όπλο του διαβόλου είναι να μας πείσει πώς δεν
υπάρχει!), μετεμψύχωση, αναστενάρια, καρναβάλια, νοσηρός μυστικισμός,
ηλιοστάσια, διονυσιασμοί, ανηθικότης. Επιχειρείται αλλαγή χρονολογικής
μέτρησης και ημερολογίου, αλλαγή μηνών και ημερών.
Οι νεοεποχίτες κατηγορούν και τον
Χριστιανισμό, ειδικά την εγκράτεια και παρθενία ως υστερικά φαινόμενα -
προαναφέραμε - και την προσευχή ως ψυχαναγκασμό. Τους Ορθοδόξους
αποκαλούν... ελληνόφωνους εβραιοπλήκτους πού απειλούν την ελληνικότητα
μας! Το μίσος τους αγγίζει τη μισαλλοδοξία των χρόνων των διωγμών.
Το «Ύπατο Συμβούλιο Ελλήνων Εθνικών»,
απαιτεί με ανακοίνωση του την... κατεδάφιση όλων των χριστιανικών ναών
σε ακτίνα 500 μ. από τα Αρχαιοελληνικά Ιερά και την επιστροφή των
αρχαιολογικών χώρων για άσκηση λατρείας! Έχουν καταθέσει και αίτηση στο
ΥΠΕΠΘ για την αναγνώριση τους ως επίσημη θρησκεία με λειτουργία
ευκτήριων οίκων.3
Οι Ελλαδιστές εγκαλούν τους χριστιανούς
για «πληθώρα» εγκλημάτων. Εστιάζουν την προσοχή τους, στην περίοδο
κυρίως του Μεγ. Θεοδοσίου και ίου Ιουστινιανού. "Αν και δεν αρνούμαστε
τις άστοχες ενέργειες μεμονωμένων χριστιανών φανατικών κατά τόπους και
εποχές, τί να πούμε για τους αποδεδειγμένους ιστορικά διωγμούς
«20.000.000 χριστιανών Μαρτύρων, μόνο των τριών πρώτων χριστιανικών
αιώνων, από τους οποίους Μάρτυρες θα έπρεπε η Εκκλησία μας (για να
καλύψει μόνο την περίοδο των 300 ετών) να εορτάζει καθημερινά περίπου
60.000 Αγίους!»4
Άλλα ακόμη κι αυτές οι μεμονωμένες
φανατισμένες ενέργειες και οι βανδαλισμοί κατά των αρχαίων ναών,
στρέφονταν όχι κατά του Ελληνισμού αλλά κατά της ειδωλολατρίας κι έλαβαν
χώρα σε όλη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, όχι μόνο στον κυρίως ελλαδικό
χώρο. Πώς δικαιολογούν οι
Ελλαδιστές την άπταιστη γνώση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και παιδείας
από τους Πατέρες της Εκκλησίας ή το ότι τα κείμενα των αρχαίων ελλήνων
σοφών και συγγραφέων διεσώθησαν από αντιγραφείς μοναχούς της βυζαντινής
περιόδου, μέσα στα βυζαντινά αντιγραφικά εργαστήρια (scriptoria);
Γνωρίζουν οι σημερινοί αρχαιολάτρες, έστω και κατ' ελάχιστον τα αρχαία
ελληνικά του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου ο οποίος στα «Έπη» του τα
θεολογικά, συνθέτει δογματική έμμετρη και μάλιστα σε ομηρικά γλώσσα και
μέτρο (δακτυλικό εξάμετρο);
Ο Μέγας Θεοδόσιος ήθελε να παύσουν οι
Διωγμοί, οι οποίοι είχαν επανέλθει στα χρόνια του Ιουλιανού, «να
σταματήσουν οι ζωοθυσίες και ανθρωποθυσίες και να προσφέρεται παντού η
αναίμακτη θυσία του Χριστού, προσφορά άρτου και οίνου. Συνεπώς σε μια
εποχή πού άλλαζε η λατρεία και τα μυστήρια, ευνόητο είναι ν' αλλάζουν
χρήση (χωρίς είδωλα), να καταστρέφονται ή να εγκαταλείπονται και οι
αντίστοιχοι ναοί».5
Ο ίδιος αυτοκράτωρ δε, το 393
κατήργησε τους Ολυμπιακούς αγώνες. Αυτό ήταν ευεργεσία προς αυτούς γιατί
οι «στεφανίται» αθληταί είχαν καταντήσει «χρηματίται» με αποτέλεσμα και
οι Ολυμπιακοί αγώνες να έχουν παρακμάσει. Τώρα μήπως; Συμβαίνει κάτι
διαφορετικό; Αποτελούν κατ' ουσίαν δόξα του σώματος και της ευρωστίας
του με στόχο την κενόδοξη επιτυχία νικών με φθαρτά και ανωφελή έπαθλα.
Χρειάζεται σήμερα πολλή προσοχή με το λεγόμενο «κίνημα εθελοντισμού»
διότι οι νέοι άνθρωποι οι οποίοι θα εμπλακούν, πιθανόν πνευματικώς να
ζημιωθούν. Άλλα και η Εκκλησία πρέπει να πάρει τις δέουσες αποστάσεις:
ούτε πολεμική και σύγκρουση, ούτε ακρίτες σχετικοποιήσεις και
εναγκαλισμοί των πάντων. Η δεύτερη προοπτική - δυστυχώς - φαίνεται να
κατισχύει σήμερα.
Η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας για την
οποία επίσης μας εγκαλούν, «κάηκε τέσσερις φορές (δυο στη ρωμαϊκή
περίοδο, μια από Αιγυπτίους χριστιανούς επί πατριαρχίας Θεοφίλου και μια
από Άραβες). Στην περίπτωση της καταστροφής από Χριστιανούς, τα βιβλία
μεταφέρθηκαν σε άλλες βιβλιοθήκες και κάηκε μαζί με το ναό του Σεράπιδος
μέρος του κτιρίου Γης Βιβλιοθήκης από όλο το συγκρότημα του Σαρατείου. Ο
σκοπός των τότε Αλεξανδρινών Χριστιανών δεν ήταν η καταστροφή των
βιβλίων, αλλά η παύση της ειδωλολατρίας».6
Άλλα και από τη συγκριτική μελέτη
παλαιών πηγών τις οποίες επικαλείται ο Δρ. Ίω. Τσέντος σε άρθρο του περί
της καταστροφής του Σαραπείου7 δηλ. των εκκλησιαστικών Ιστορικών
Σωζομένου, Σωκράτους του Σχολαστικού, Θεοδωρήτου Κύρρου, Γεωργίου
μονάχου και του σφοδρού πολεμίου του Χριστιανισμού Ευναπίου, προκύπτει
το έξης συμπέρασμα:
Η καταστροφή του Σαραπείου
ήταν πράγματι ατυχές γεγονός. Μετά τη μεγάλη σφαγή χριστιανών από τους
εθνικούς, οι εθνικοί κατέφυγαν στο περικαλλές Σαραπείο (εκεί λατρευόταν ο
Σάραπις - ανατολική θεότης) και οχυρώθηκαν. Όχι λίγες φορές εξαπέλυαν
επιθέσεις, συνελάμβαναν χριστιανούς και τους σκότωναν βασανίζοντας τους.
Επειδή τα γεγονότα συνεχίζονταν, ο έπαρχος Αλεξανδρείας Ευάγριος κι ο
αρχηγός των στρατιωτικών ταγμάτων Ρωμανός, ήλθαν σ' επαφή με τους
οχυρωμένους εθνικούς και τους ζήτησαν να παραδώσουν τα όπλα και να
εγκαταλείψουν το Σαραπείο. Εκείνοι - προφανώς από τον φόβο της τιμωρίας -
αρνήθηκαν. Οι εθνικοί λοιπόν, ήταν αντιμέτωποι με την έννομη τάξη της
Αλεξάνδρειας όχι με την Εκκλησία. Ενώ θα περιμέναμε από τον Μεγάλο
Θεοδόσιο να εκδώσει καταδικαστική απόφαση εναντίον των στασιαστών,
εκείνος επιρρίπτει μεν την ευθύνη σ' αυτούς, τους χορηγεί όμως άφεση και
τους επιτρέπει να αναχωρήσουν ανενόχλητοι, με την ελπίδα πώς η
επιείκεια του θα τους έκαμε να στραφούν προς τον Χριστιανισμό.
Ο Μέγας Θεοδόσιος, είναι γνωστός στην
Ιστορία ως απηνής διώκτης της ειδωλολατρίας, επομένως θα «προδικάζαμε»
την απόφαση του. Βλέπουμε ότι κάτι τέτοιο δεν έγινε. Τη στιγμή πού
εκλήθη να εκδώσει απόφαση δεν υπήρχε ένδειξη τί θα πράξει. Και τούτο
γιατί όλες οι αντιπαγανιστικές διατάξεις του χρονολογούνται μετά από τα
συγκεκριμένα συμβάντα.8
Διέταξε όμως να καταστραφούν όλοι οι
ναοί της Αλεξάνδρειας. Ο αυτοκρατορικός στρατός ανέλαβε το έργο αυτό. Ο
φανατικός πολέμιος του Χριστιανισμού Ευνάπιος επιβεβαιώνει ότι το
Σαραπεΐο καταστράφηκε από τον αυτοκρατορικό στρατό. Μάλιστα αναφέρει ότι
μετά την καταστροφή οι στρατιώτες οδήγησαν «στους Ιερούς τόπους τους
καλουμένους μοναχούς, ανθρώπους μεν κατά την όψη, με ζωή όμως όμοια με
αυτή των γουρουνιών».9 Ο Ευνάπιος λοιπόν υβρίζει μεν τους μοναχούς, αλλά
δεν επιρρίπτει την ευθύνη στους Χριστιανούς.
Ποια ήταν η αφορμή της σφαγής των
χριστιανών; Παραχωρήθηκε κατόπιν αιτήσεως στη χριστιανική κοινότητα
Αλεξανδρείας ένας χώρος για οικοδόμηση χριστιανικού ναού. Στο χώρο αυτό
υπήρχε παλαιότερα ιερό του Διονύσου θαμμένο πλέον και λησμονημένο.
Ανασκάπτοντας οι χριστιανοί το χώρο, για να θεμελιώσουν τον ναό του,
βρήκαν τα όργανα λατρείας του Διονύσου: φαλλούς κ.ά. Μερικοί θερμόαιμοι
χριστιανοί πήραν τα όργανα αυτά και εν πομπή περιφέρονταν στους δρόμους
επιδεικνύοντας τα και χλευάζοντας την ειδωλολατρία. Η απάντηση ήταν η
μεγάλη σφαγή. Άρχισαν οι Χριστιανοί να ζουν ξανά τα τραγικά γεγονότα
λίγα χρόνια πριν - επί Ιουλιανού του Παραβάτου - μεγάλη σφαγή και τότε
και δολοφονία επίσης του επισκόπου Γεωργίου από φανατισμένους εθνικούς.
Η Αλεξάνδρεια τότε ήταν ένα πολυεθνικό
μωσαϊκό από Εβραίους, Έλληνες, Ρωμαίους, Σύρους, Αιγυπτίους οπού οι
συρράξεις και οι συγκρούσεις λόγω εθνοφυλετικών - και όχι μόνο- διαφορών
ήταν πολλές. Ευθύνονταν γι' αυτές πάντα οι Χριστιανοί;
Μας κατηγορούν πάλι για τη δολοφονία (415) της σοφής Υπατίας της Αλεξανδρινής, κόρης του μαθηματικού Θέωνος. Πράγματι, αυτή φονεύτηκε από Αιγυπτίους χριστιανούς κατά λάθος και για πολιτικούς λόγους.
«Σε μια πολιτική σύγκρουση, οπού ο
έπαρχος Αλεξανδρείας Ορέστης, περιόριζε τα δικαιώματα του Ορθοδόξου
Πατριάρχη προς όφελος των Εβραίων, Αιγύπτιοι Χριστιανοί ξεχύθηκαν στους
δρόμους, κτυπώντας οπαδούς του έπαρχου και τραυματίζοντας τον ίδιο.
Επειδή έτυχε την ώρα εκείνη άνθρωποι του Ορέστη να μαθητεύουν στην
Υπατία, το μίσος τους στράφηκε και εναντίον της αθώας γυναίκας, την
οποία βάναυσα κατακρεούργησαν, μονολότι είχε μαθητές και από τις δυο
μερίδες αλλά δε συμμερίστηκε τη γνώμη κανενός. Αν συνυπολογίσουμε ότι οι
Ιουδαίοι της Αλεξανδρείας διέδωσαν σκόπιμα ότι οι Χριστιανοί έκαψαν τη
Συναγωγή τους, ψέμα για το οποίο και τιμωρήθηκαν από τον έπαρχο και ότι ο
φανατισμός επεκτάθη, καταλαβαίνουμε ότι οι αιματοχυσίες ήσαν εκτός
ελέγχου».10
Αυτά λοιπόν έχουν να μας
καταλογίσουν; Ο μόνος αναμάρτητος είναι ο Κύριος και δια της Εκκλησίας
των Μυστηρίων σωζόμαστε και γιατρευόμαστε, αναμάρτητοι δεν είμαστε
λοιπόν. Είναι σωστό για 2-3 απελπιστικά παραδείγματα που μας αναφέρουν
να κατηγορούνται μαζικώς όλοι οι Χριστιανοί όλων των εποχών; Η Εκκλησία
δέχεται μετανοούντες. Και τα ήθη των αυτοκρατόρων κρίνει αυστηρώς
-δημοσίως ενίοτε- και τη μετάνοια τους δέχεται.
Η «ηθική» στην οποία αναφέρονται οι
νεοεποχίτες είναι έξω από το εύκρατο και δημοκρατικό της εκκλησίας
κλίμα. Θυμίζει νομικίστικες, δικανικές ηθικές παπικού τύπου, οπού η
αμαρτία και ο αμαρτωλός συγχέονται η ταυτίζονται με αποτέλεσμα να
καίονται στην πυρά της Ιεράς Εξέτασης πλήθος θυμάτων αιρετικών αλλά και
συκοφαντημένων. Τα «μοναχικά» τάγματα εδώ σε πρώτη γραμμή! Παπισμός, Νέα
Εποχή, αποκρυφισμός και αρχαιολατρία δε διαφέρουν και τόσο!
Όσον άφορα στα της θρησκείας των
προγόνων μας, θα είμαστε λίαν καυστικοί. Πολύ πριν οι πατέρες της
Εκκλησίας μας και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς και απολογητές κάνουν την
κριτική τους, ο Πλάτων, (Γ" βιβλίο «Πολιτείας») κατηγορούσε τον Όμηρο
ότι προβάλλει φαύλα ηθικά πρότυπα και τα αποδίδουν - αυτός και ο Ησίοδος
και ο Αισχύλος -στους θεούς, νομιμοποιώντας «θεολογικώς» τις
αντίστοιχες συμπεριφορές. Γιατί
οι Ολυμπιστές δεν κατηγορούν τον Πλάτωνα, αλλά π.χ. τον άγιο Χρυσόστομο
ή τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα όταν ασκούν την αυστηρή κριτική τους;
Επειδή είναι Χριστιανοί; Ζούμε λοιπόν στην άκριτη μισαλλοδοξία των
αιώνων των διωγμών;
Τί διαφορετικό από τον Πλάτωνα λέει ο
άγιος Χρυσόστομος στην Ζ' ομιλία του για την προς Ρωμαίους επιστολή,
όταν αναφέρει ότι οι αρχαίοι Έλληνες θεοποιούσαν τα πάθη τους,
ονομάζοντας την επιθυμία Αφροδίτη, το θυμό Άρη, τη μέθη Διόνυσο;
Πάνω απ' όλα εδώ υπάρχει «η Μοίρα», μια
αναπόδραστη αναγκαιότητα. Η Μοίρα λέγεται και Ανάγκη. «Ανάγκα και θεοί
πείθονται». Αν ενεργήσεις υπέρ μόρον» πάνω απ' ότι η μοίρα όρισε, θα
μετανιώσεις πικρά. Αν θες να μάθεις τί ορίζει η μοίρα, πηγαίνεις στα
μαντεία. Τα μαντεία με τις λανθασμένες «μαντείες» τους γίνονται συχνά
πρόξενοι καταστροφών, πως στην περίπτωση της αποτυχημένης εκστρατείας
των Αθηναίων στη Σικελία υπό τον Νικία.
Δε
θ' αναφερθούμε εκτενώς στα διάφορα ονόματα και ακατονόμαστα πού
επιτελούνταν στις λατρευτικές εκδηλώσεις των αρχαίων ημών προγόνων,
σεβόμενοι το γεγονός ότι απευθυνόμαστε σε ανθρώπους.
Συνέβαιναν ηθικές παρεκτροπές: στις
τελετές της αυτομαστίγωσης στη Σπάρτη, των Σκιέρειων στην Αλέα
Αργολίδος, στα θεσμοφόρια των Αθηνών, την Αιώρα των Αθηνών, στα Αδώνια
προς τιμήν του Άδωνι, στις γιορτές της Αφροδίτης σε ναούς της αφού και
της Κορίνθου οπού συντελούνταν πορνείες ευρέος φάσματος, στα Ανθεστήρια
με τους «ιερούς γάμους» οπού ο επικεφαλής «ιερεύς», «έσμιγε με τη
γυναίκα του άρχοντα του τόπου ή κάποιου επιφανούς προσώπου, ο οποίος
υποχρεωνόταν να βλέπει».11 Σύζυγος δηλαδή ορών και δημοσίως απατώμενος!
Στον Ορχομενό, γίνονταν μανιακές διονυσιακές λατρείες, στο Λύκαιο Όρος
της Πελοποννήσου συνέβαιναν φαινόμενα όμοια με τα σημερινά πνευματιστικά
οπού άνθρωποι φονεύονταν από δαίμονες, στην Τιθορέα γίνονταν
αγοραπωλησίες ανθρώπων.
Τί να πούμε για τις ανθρωποθυσίες; Στη
Φώκαια, τη Βραυρώνα, την Αμφίπολη, τη Λευκάδα, τη Χίο, την Τένεδο, την
Ιθώμη Μεσσηνίας ως και τη μακρινή Μασσαλία, χύθηκε άφθονο ανθρώπινο αίμα
στους βωμούς των θεών - ειδώλων. Πνεύμα μανιακό, οργιαστικό,
κανιβαλικό. Παραπέμπουμε ειδικότερα στα «Αττικά» (5,2) του Παυσανία,
(2ος μ.Χ. αί.)12 στα «Φωκικά» του ιδίου (32,15,16),13 όπως και στα
«Γεωγραφικά» (6,5) του Στράβωνα (1ος π.Χ. αι.- 1ος μ.Χ. αί.).14
«Κόρην άχραντον θυηπολείτε», ήταν ο
συχνότερος χρησμός: θυσιάστε δηλαδή νέα παρθένο, αυριανή μητέρα
συμπληρώνουμε εμείς. Μεγάλη προτίμηση εκδηλώνει ο Απόλλων - απολλύων
«όνομα και πράγμα» για τις νεαρές παρθένους. Ίσως το υποκρυπτόμενο πίσω
από τον Απόλλωνα δαιμόνιο σήμερα, παροτρύνει σε αναρίθμητες εκτρώσεις.
Ίσως το ίδιο δαιμόνιο συναντάει σε πολύ παλαιά εποχή τον Μολόχ της
Παλαιάς Διαθήκης, μπροστά στον οποίο, γονείς(!) θυσίαζαν τα μικρά παιδιά
τους (Λευιτ. 18,21).
Όσον άφορα στο αρχαιοελληνικό Πάνθεο και
τις συνήθειες των θεών, διδασκόμεθα... βίον αρετής και εγκράτειας (!): ο
Δίας μοίχευσε με την αδελφή του Δήμητρα, με τη Θέμιδα, τη Λητώ, την
Αίγινα, τα έφτιαξε και με θνητές: τη Νιόβη, τη Λαοδάμεια, τη Λάρισα, τη
Δανάη κ.α, μοιχεία και αιμομιξία δηλαδή. Η παιδεραστία καθώς και η
ομοφυλοφιλία έχουν «θεολογική» κάλυψη και ρυθμίζονται με νόμο.15
Παραπέμπουμε επί του προκειμένου στο λόγο του ρήτορος Αισχίνη «κατά
Τιμάρχου»,16 για να έχουμε εικόνα περί του τί εννοούμε. Πρώτος διδάξας ο
Δίας πού ερωτεύτηκε τον Γανυμήδη!
Οι θεοί των αρχαίων ήταν κι εκδικητικοί
καθότι δαίμονες. Αν τυχόν δεν υπάκουες στο τελετουργικό των μανιακών
λατρειών τρελαινόσουν, αυτοκτονούσες. Άλλωστε ο διάβολος «ανθρωποκτόνος
ην απ' αρχής» (Ίω. 8,44). Τα δαιμόνια χαίρονταν για τις μοιχείες, τις
πορνείες, τα οργιά, τις αιμομιξίες, τις αυτοκτονίες και τα
συμπαρομαρτούντα.
Αφήνοντας τώρα την κριτική περί του
δωδεκαθέου και την εστίαση της προσοχής στην Ιστορική εποχή του Μεγ.
Θεοδοσίου - σημεία στα όποια μας γίνεται κριτική εκ μέρους των
ελληνολατρών - θ' αναφερθούμε σ' ένα τρίτο σημείο κριτικής: η στάση του Χριστιανισμού (ακριβέστερα της Ορθοδοξίας) απέναντι στην αρχαιοελληνική τέχνη.
Συχνά αντιεκκλησιαστικοί συγγραφείς -
αρχαιολάτρες συνήθως - γράφουν συκοφαντικώτατα άρθρα εναντίον του
χριστιανισμού και δη της ορθοδοξίας, σχετικά με τη στάση της απέναντι
στην αρχαιοελληνική τέχνη. Ως και ο Κων/νος Παπαρηγόπουλος αποδίδει την
καταστροφή του Σαραπείου - πού αναφέραμε - στους φανατισμένους
χριστιανικούς όχλους,17 πράγμα πού δεν συνέβη όπως είδαμε. Η κριτική
αυτή είναι άδικη ή το λιγότερο αβασάνιστη.
Χωρίς ν' αμνηστεύσουμε τις οποίες
εκδηλώσεις φανατισμού, απόρροια - γιατί όχι - και των απωθημένων των
χριστιανών (συσσωρευμένη καταπίεση αιώνων), πιστεύουμε πώς ο ισχυρισμός ότι οι χριστιανοί κατέστρεφαν εκ συστήματος τα αρχαία αγάλματα, είναι ψευδής.
Πρώτα απ' όλα, τον Ιππόδρομο της
Κωνσταντινούπολης κοσμούσαν διάσημα αγάλματα της αρχαιότητας: το
τέθριππο του Λυσίππου (από το 1204 και μετά βρίσκεται στη Βενετία), ο
τρίποδας των Δελφών (αφιέρωμα των Ελλήνων στους Δελφούς μετά τη νίκη
στις Πλαταιές), ένα τεράστιο άγαλμα της Ήρας, ο Ηρακλής του Λυσιμάχου,
τα αγάλματα των Διοσκούρων, του Δία, του Απόλλωνα, του Ηρακλή, της
Αρτέμιδος, της Αθηνάς, Ελένης, του Μενέλαου κ.α. Ποια συστηματική
καταστροφή λοιπόν; Οι Ορθόδοξοι Ρωμηοί φύλαξαν αυτούς τους θησαυρούς της
Αρχαίας Τέχνης γιατί είχαν την αισθητική, το γούστο πού λέμε.
Εκτιμούσαν την αξία τους και τα θεωρούσαν μέρος του πολιτισμού τους.
Οι βάρβαροι και απολίτιστοι Λατίνοι
απέδειξαν ότι είναι μισαλλόδοξοι, άσχετοι και άμοιροι αισθητικής διότι,
όταν κυρίεψαν την Κωνσταντινούπολη το 1204, πήραν όλους αυτούς τους
θησαυρούς και τους έλιωσαν για να φτιάξουν νομίσματα. Θεμελιώδης ή
διαφορά.
Οι Αθηναίοι κατά το Χρυσόν Αιώνα του
Περικλή δεν κατέβασαν τα υπέροχα αγάλματα των αρχαϊκών κορών της
Ακροπόλεως, και νοιώθοντας μέσα τους νέα δημιουργική πνοή, γεννήτρα του
κλασσικού πολιτισμού, έκτισαν Παρθενώνες, αν και, εις πείσμα του
Πανελληνίου, ήραν τον όρκο πού πήραν οι Έλληνες μετά την μάχη των
Πλαταιών (479 π.Χ.) ότι δε θα ανοικοδομούσαν ποτέ τα κατεστραμμένα από
τους Πέρσες Ιερά, ώστε αυτά να διδάσκουν εις τους αιώνας τις επερχόμενες
γενεές; Μάλιστα τα έθαψαν στον Ιερό βράχο της Ακροπόλεως επειδή
πίστευαν ότι αυτά είναι περιουσία της Αθηνάς. Αργότερα η αρχαιολογική
σκαπάνη εύκολα τα έφερε στο φως.18
Οι Χριστιανοί, όχι μόνο δεν τα κατέβασαν
και τα έθαψαν, αλλά τα έφεραν και στολίζουν τους δημόσιους χώρους της
Βασιλεύουσας. Παράλληλα ύψωσαν και τα μνημεία του δικού τους πολιτισμού.
Σεβάστηκαν τη φιλοσοφία των αρχαίων και διέσωσαν - αντιγράφοντας τα -
τα κείμενα τους, τα αγάλματα δεν θα τα σέβονταν; Και ύψωσαν τα δικά τους
μνημεία, γιατί μέσα τους ένιωθαν τον παλμό της δημιουργίας, μια νέα
πάλι δημιουργική ανάσα, όπως τότε οι Αθηναίοι - προαναφέραμε - όπως κάθε
πολιτισμός στο ξεκίνημα του, και φυσικά καλά έκαναν.
θα λέγαμε ότι πολλά από τα
αρχαιοελληνικά μνημεία πού σώζονται σήμερα, οφείλουν την ύπαρξη τους
στην προστασία των Ρωμηών. Σχεδόν δε, όλα τα μνημεία πού έχουν
καταστραφεί, οφείλουν την καταστροφή τους στην απουσία - έστω προσωρινή -
αυτής της προστασίας πού τα άφησε στο έλεος των βαρβαρικών επιδρομών,
όπως π.χ. της επιδρομής των Γότθων υπό τον Αλάριχο.
Η συνεργασία Ορθοδοξίας - Ελληνισμού
αποδεικνύεται αγαστή. Σχετικά με τα όσα βάρβαρα έπραξαν οι Λατίνοι στην
Κωνσταντινούπολη το 1204, παραπέμπουμε στον Νικήτα Χωνιάτη,19 ο οποίος
έζησε την φραγκική άλωση της Πόλης, αφού πεθαίνει το 1206.
Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ανατρεπτικό
των όσων μας καταλογίζουν ως προς το ότι οι Πατέρες και οι Χριστιανοί
διανοητές γενικότερα ήταν μισέλληνες και τυφλωμένοι από τον ανατολίτικο
μυστικισμό τους. Κατέκριναν - λένε - το «ορθολογικό» μεγαλείο της
αρχαίας τέχνης, με αποτέλεσμα να «σκανδαλίζονται» μπροστά στο κάλλος των
αγαλμάτων, θεωρώντας τα χυδαία.
Απαντούμε: η κριτική η οποία γίνεται εκ
μέρους των Πατέρων είναι αυστηρή και αποτελεί έλεγχο κατά της
ειδωλολατρίας της όψιμης αρχαιότητος, έλεγχος μάλιστα από τον
χριστιανικό ορθό λόγο της λατρείας των άψυχων και των φανταστικών, της
ανόητης προσκύνησης του χρυσού, του ξύλου και του μαρμάρου. Και για να
είμαστε και ολίγον καυστικοί θα λέγαμε ότι με τη Χάρη του Τριαδικού
Θεού, οι Πατέρες μας, ήταν σε θέση να διακρίνουν το κάλλος της αγαλματοποιίας από τον... κάλο της ειδωλολατρίας!
Άλλωστε σύμφωνα με τη θεολογία της Ζ' εν Νίκαια Οικουμενικής Συνόδου
(787) «η τιμή της εικόνος επί το πρωτότυπον διαβαίνει»20 μας λέει ο
άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός δανειζόμενος τη φράση από τον Μεγάλο
Βασίλειο. Επομένως δεν είμαστε ειδωλολάτρες κι ας μας κατηγορούν.
Συνεπώς οι χριστιανοί διανοητές, ειδικότερα οι Πατέρες της Εκκλησίας
μας, επειδή με σφύζουσα πνευματική υγεία αντιμετώπισαν την αρχαία Τέχνη,
την εκτίμησαν, γι' αυτό και τη διατήρησαν στην πράξη. «Επαινείσθω μεν η
Τέχνη, μη απατάτω δε τον άνθρωπον ως Αλήθεια»21 κατά τον Κλήμεντα τον
Αλεξανδρέα. Γιατί η Αλήθεια δεν είναι κάτι, αλλά κάποιος, Ζωντανό Πρόσωπο. «Εγώ ειμί η οδός, η αλήθεια και η ζωή» λέει ο Κύριος (Ίω.14,5). Ελπίζουμε να συνεννοηθήκαμε!
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ1.Ιωάννου Χρυσοστόμου « Εις το κατά Ματθαίον» ομιλία XVI, ΡG 57,241.
2.Παναγιώτου Μπρατσιώτου «Επίτομος εισαγωγή εις την Πάλαιαν Διαθήκην» Αθήναι 1955, σελ. 2 και Αθανασίου Χαστούπη «Εισαγωγή εις την Πάλαιαν Διαθήκην» Αθήναι 1981, σελ. 20-21.
3.Έφημ. «Το Βήμα» 3/8/2003 και 24/8/2003.
4.Ίερομον. Αρτεμίου Γρηγοριάτου «Ή Παλαιά Διαθήκη: ιστορία - ήθος - Άλληγορία», έφημ. «Χριστιανική» Όκτ-Νοε. 2002.
5.Εταιρία Ορθοδόξων Σπουδών «Πορίσματα του Συνεδρίου για τη Νεοειδωλολατρία», 25-27/5/2003. σελ. 4.
6.Έφημ. «Χριστιανική» άρθρο: Ανεκτίμητος θησαυρός η Παλαιά Διαθήκη, Ιούνιος 2002.
7.Βλ. παραπ. 3.
8.Ίω. Χρυσοστόμου Ομιλία εις το «Εξήλθε δόγμα παρά Καίσαρος...» ΡG 50, 796.
9.Βλ. παραπ. 6.
10.Ίω. Δαμασκηνού «Έκδοσις ακριβής περί της Ορθοδόξου Πίστεως» εκδ. ΕΠΕ, ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ.
11.Άρχιμ. Ιερεμίου Φούντα «Η Παλαιά Διαθήκη πολεμουμένη και απολογουμένη» περιοδ. ΘΥΜΙΑΜΑ, τεύχ. 34, Αθήνα 2003, σελ. 8 κ.ε.
12.Θεοδώρητος Κύρρου «Ερμηνεία κατ' εκλογήν εις τον Ησαΐαν» ΡG 81, 296.
13.Ίω. Χρυσοστόμου «Ομιλία εις τον Η' Ψαλμόν» ΡG 55, 120.
14.Ίω. Χρυσοστόμου « Προς τέ Ιουδαίους και Έλληνας απόδειξις ότι...» ΡG 48, 815.
15.Βλ. παραπ. 8.
16.Ίω. Χρυσοστόμου «Ομιλία Γ περί δημιουργίας του κόσμου» ΡG 56, 433.
17.Γρηγορίου του Παλαμά «ΙΑ' Ομιλία εις τον Τίμιον και Ζωοποιόν Σταυρόν» ΕΠΕ 9,281 κ.ε.
18.Ίω. Χρυσοστόμου «Ομιλία XVI δ' εις το κατά Ματθαίον». ΡG 57, 244.
19.Γρηγορίου του Παλαμά «Λόγος εις την εορτήν των Φώτων.» ΕΠΕ, 11,532-537.
20.Βλ. παραπ. 4.
21.Ίω. Χρυσοστόμου, «Ομιλία XVII εις το κατά Ματθαίον» ΡΟ 57,261.
22.Θεοδωρήτου Κύρρου, «Απορία εις την Α' Βασιλειών» έρωτ. β', ΡG 80, 532 ΑΒ.
23.Ί.Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Μικροκάστρου«Η εν Χριστώ τελείωση της γυναίκας» σελ. 16.
24.Μεθοδίου Ολύμπου «Συμπόσιον ή περί αγνείας» Λόγος α Π, ΒΕΠ 18, 19.5 εξ.
25.Μέγ. Αθανασίου «Λόγος κατά Ελλήνων» ΒΕΠ 30,40 42.53- Γρηγορίου του θεολόγου «Λόγος προς τον Ιουλιανό περί του αίσχους των Ολυμπίων θεών» ΡG 35, 705.
26.Ίω· Χρυσοστόμου «Ομιλία εις την αποστολικήν ρήσιν» ΡG 51, 286.
27.Γρηγορίου Νύσσης «Λόγος Β' εις τον βίον του Μωυσέως» ΕΠΕ 9, 329-33.
28.Ίω. Δαμασκηνού «Η Θεοτόκος» εκδ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ σελ. 30, 79.
29.Ό. π. 23, σελ. 76.
30.Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς «Άνθρωπος και θεάνθρωπος» Εκδ. ΑΣΤΗΡ, σελ. 18.
31.Βλ. παραπ. 20.
32.Βλ. παραπ. 11, σελ. 24,27.
33.Βλ. παραπ. 11, σελ. 24,27.
34.Κώστα Γανωτή «Η ανεπάρκεια της ειδωλολατρικής θεολογίας των αρχαίων Ελλήνων» εκδ. Ι. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ σελ. 89.
35.Όμηρου «Οδύσσεια» μετάφραση Ν. Καζαντζάκη Ι. Κακριδή, εκδ. ΕΣΤΙΑ, ραψωδία Λ, στ. 600-625.
36-37.Βλ. παραπ. 34 σελ. 31,33.
38-39.Βλ. παραπ. 34 σελ. 47.
40.Βλ. παραπ. 27.
41.π. Γεωργίου Μεταλληνού «Χριστιανισμός και Παλαιά Διαθήκη» άρθρο στην έφημ. «Χριστιανική» 24-1-2002.
42.π. Γεωργίου Μεταλληνού «Χριστιανισμός και Παλαιά Διαθήκη» άρθρο στην έφημ. «Χριστιανική» 24-1-2002.
43.Μιχαήλ Τρίτου, άρθρο στο περιοδ. «Όσιος Νικάνωρ» Ι. Μητρ. Γρεβενών: «Το γενεαλογικόν δένδρο του Ιησού», σελ. 182-183.
44.Σταύρου Καλατζάκη «Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη» εκδ. ΠΟΥΡΝΑΡΑ, σελ. 114 κ.έ.
45.Βλ. παραπ. 44, σελ. 195 και Άθαν. Χαστούπη «Εισαγωγή εις την Π.Δ» σελ. 512.
46.Θ.Η.Ε. εκδ. ΜΑΡΤΙΝΟΣ βλ. λήμμα «Ο' μετάφρασις» ιτ. 667-673, άρθρο Παν. Μπρατσιώτου.
47.Βλ. παραπ. 45 Χαστούπης Άθ. «Εισαγωγή» σελ. 639-640 και Στ. Καλατζάκη, «Εισαγωγή» σελ. 151.
48.Βλ. παραπ. 46 (ΘΗΕ) στ. 672 στον ίδιο τόμο.
49.Βλ. παραπ. 4.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
1. Θ.Η.Ε. τ.5 σελ.360 κ. Γεωργούλης - άρθρο. εκδ. ΜΑΡΤΙΝΟΣ.
2.' Εκκλ. Ιστορία Βασ. Στεφανίδου, σελ. 423. εκδ. ΑΣΤΗΡ.
3. Βλ. Εκτενέστερα εισήγηση Λάμπρου Σκόντζου, στο αντιαιρετικό συνέδριο της Εκκλησίας της Ελλάδος, το Νοέμβριο του 2001.
4. Ιερομόναχου Αρτεμίου Γρηγοριάτου «Αποκατάσταση της αλήθειας».
5.Ο.π.σελ.9.
6.Ο.π.σελ.9.
7. Περιοδ. «Ακτίνες» Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2002 σελ. 238, αρθρ. Δρ. Ίω. Τσέντου.
8.0.π.σελ.230.
9.«Ευναπίου απαντά» σελ.87 εκδ. ΚΑΚΤΟΣ, τόμ. 501.
10.Ό.π. ύποσημ. 4, σελ. 10.
11.Εισήγηση π. Δανιήλ Γούβαλη, στο αντιαιρετικό συνέδριο της Εκκλησίας της Ελλάδος το Νοέμβριο του 2001.
12.«Αττικά» σελ. 43 εκδ. ΚΑΚΤΟΣ, τόμ. 71.
13.«Φωκικά» σελ. 13 εκδ. ΚΑΚΤΟΣ, τόμ. 9.
14.«Γεωγραφικά Θ'» σελ. 139 εκδ. ΚΑΚΤΟΣ, τόμ. 248.
15.Ο.π. υποσημ. 11, σελ. 12.
16.Jacques Mazel «Οι μεταμορφώσεις του ερωτά - ο ερωτάς στην Αρχαία Ελλάδα» σελ. 130 έκδ. του Εικοστού Πρώτου.
17.Περιοδ. «Ακτίνες» - Ιούνιος 2002 σελ. 197, άρθρο Δρ. Ίω. Τσέντου.
18.Βλ. περιοδ. «Ακτίνες» - Οκτώβριος 2001, άρθρο Δρ. Ίω. Τσέντου «Χριστιανισμός και Αρχαία Τέχνη».
19.«De status quas Franci Cpoli destruxerunt» ΜΡG 139,1041-1058.
20.Βασιλείου «περί Του Αγίου Πνεύματος» παρ. 45' εφ.18,ΕΠΕτόμ.10,σελ.402.
21.Κλήμεντος «Προτρεπτικός προς Έλληνας» ed. C. Mondesert, δ' 56,61-5, στο παραπάνω άρθρο.
Ι5ΒΝ 960-92464-1-9
ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ «ΜΕΛΙΣΣΑ» ΑΣΠΡΟΒΑΛΤΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Τηλ. 23970 23313, Fax 23970 21754
http://zoiforos.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=7736:palaia-diathiki-kai-arxaiolatres-tou-p-efraim-g-triantafullopoulou&catid=32&Itemid=56
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου