Toυ Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου
κ.κ. Ἱερόθεου Βλάχου
Ὁ π. Ἱερόθεος Βλάχος εἶναι Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου
Ὁμιλία στὸ Συνέδριο γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη ποὺ διοργάνωσε ὁ Δῆμος Ναυπάκτου, ἡ Ἑταιρεία Παπαδιαμαντικῶν Σπουδῶν καὶ τὸ 1ο Λύκειο Ναυπάκτου στὴν Παπαχαραλάμπειο αἴθουσα (1 Ἰουνίου 2002).Τὸ θέμα τὸ ὁποῖο πρόκειται νὰ εἰσηγηθῶ εἶναι πολὺ μεγάλο καὶ ἔχει πολλὲς προεκτάσεις, ἤτοι θεολογικές, κοινωνικὲς καὶ λογοτεχνικές, ἀφοῦ ἄλλωστε μέσα ἀπὸ τὰ κείμενα τῶν λογοτεχνῶν μᾶς περνοῦν ὅλοι οἱ καϋμοί, τὰ ὁράματα καὶ τὰ βιώματα τοῦ λαοῦ μας. Ὡστόσο ὅμως θὰ ἐπιδιώξω νὰ παρουσιάσω, μὲ συντομία, μερικὲς ἀπὸ τὶς κρίσιμες ἀπόψεις τοῦ θέματος καὶ κυρίως θὰ ἐντοπίσω τὸ θέμα Ὀρθοδοξίας καὶ Πουριτανισμοῦ σὲ δύο ἔργα, στὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη «ἐξοχικὴ λαμπρὴ» καὶ στὸ ἔργο τοῦ Καζαντζάκη «ὁ Χριστὸς ξανασταυρώνεται». Καὶ πάλι τονίζω ὅτι δὲν θὰ ἐξετάσω ὅλες τὶς πλευρὲς ποὺ θὰ μποροῦσα νὰ κάνω, ἀλλὰ μερικὰ ἀπὸ ὅσα νομίζω ὅτι εἶναι ἐκθέσιμα.
1. Ὁ ἐξευρωπαϊσμὸς τῆς Ἑλλάδος
κ.κ. Ἱερόθεου Βλάχου
Ὁ π. Ἱερόθεος Βλάχος εἶναι Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου
Ὁμιλία στὸ Συνέδριο γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη ποὺ διοργάνωσε ὁ Δῆμος Ναυπάκτου, ἡ Ἑταιρεία Παπαδιαμαντικῶν Σπουδῶν καὶ τὸ 1ο Λύκειο Ναυπάκτου στὴν Παπαχαραλάμπειο αἴθουσα (1 Ἰουνίου 2002).Τὸ θέμα τὸ ὁποῖο πρόκειται νὰ εἰσηγηθῶ εἶναι πολὺ μεγάλο καὶ ἔχει πολλὲς προεκτάσεις, ἤτοι θεολογικές, κοινωνικὲς καὶ λογοτεχνικές, ἀφοῦ ἄλλωστε μέσα ἀπὸ τὰ κείμενα τῶν λογοτεχνῶν μᾶς περνοῦν ὅλοι οἱ καϋμοί, τὰ ὁράματα καὶ τὰ βιώματα τοῦ λαοῦ μας. Ὡστόσο ὅμως θὰ ἐπιδιώξω νὰ παρουσιάσω, μὲ συντομία, μερικὲς ἀπὸ τὶς κρίσιμες ἀπόψεις τοῦ θέματος καὶ κυρίως θὰ ἐντοπίσω τὸ θέμα Ὀρθοδοξίας καὶ Πουριτανισμοῦ σὲ δύο ἔργα, στὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη «ἐξοχικὴ λαμπρὴ» καὶ στὸ ἔργο τοῦ Καζαντζάκη «ὁ Χριστὸς ξανασταυρώνεται». Καὶ πάλι τονίζω ὅτι δὲν θὰ ἐξετάσω ὅλες τὶς πλευρὲς ποὺ θὰ μποροῦσα νὰ κάνω, ἀλλὰ μερικὰ ἀπὸ ὅσα νομίζω ὅτι εἶναι ἐκθέσιμα.
1. Ὁ ἐξευρωπαϊσμὸς τῆς Ἑλλάδος
Πρὶν προχωρήσω ὅμως στὴν καθ' ἑαυτὸ ἀνάπτυξη τοῦ θέματός μου, θὰ ἤθελα νὰ δοῦμε γιὰ λίγο τὸν «χῶρο» στὸν ὁποῖο μεγάλωσε ὁ Παπαδιαμάντης καὶ βέβαια καὶ τὸν τρόπο ζωῆς ποὺ κληρονόμησε ὁ Καζαντζάκης.
Ὁ Παπαδιαμάντης γεννήθηκε σὲ μιὰ περίοδο πολὺ κρίσιμη γιὰ τὸν ἑλληνισμό, ἤτοι τὸ 1851, καὶ βέβαια μεγάλωσε σὲ μιὰ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία γινόταν ἐπίσημες διεργασίες γιὰ τὸν πολιτιστικὸ ἐκσυγχρονισμὸ τῆς Ἑλλάδος, ποὺ ταυτίζεται μὲ τὸν ἐξευρωπαϊσμό, καὶ αὐτὸς ὁ πολιτιστικὸς ἐκσυγχρονισμὸς ταυτόχρονα εἶναι καὶ προδοσία ἔναντι ὅλου του πολιτιστικοῦ πλούτου τοῦ Γένους.
Τελευταία διάβασα δύο καταπληκτικὰ κείμενα, ἤτοι τὸ βιβλίο τῆς Ἕλλης Σκοπετέα μὲ τίτλο «τὸ «Πρότυπο Βασίλειο» καὶ ἡ Μεγάλη Ἰδέα (1820-1880)», ποὺ εἶναι ἀπὸ τὰ ἐγκυρότερα ἐπιστημονικὰ βιβλία πάνω στὸ θέμα αὐτό, καὶ ἕνα κείμενο τῆς Εὐθυμίας Μαυρομιχάλη μὲ τίτλο «οἱ καλλιτεχνικοὶ σύλλογοι καὶ οἱ στόχοι τους (1880-1910)». Καὶ τὰ δύο αὐτὰ κείμενα, χωρὶς νὰ ἀναφέρονται στὸν Παπαδιαμάντη, παρουσιάζουν τὰ πλαίσια μέσα στὰ ὁποῖα ἔζησε καὶ μεγάλωσε, ἀλλὰ καὶ κοιμήθηκε ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης καὶ νομίζω δείχνουν τὴν μεγαλωσύνη αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ Ἕλλη Σκοπετέα στὸ βιβλίο τῆς διεξοδικὰ ἐκθέτει τὸ γεγονὸς ὅτι μετὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 παρατηρεῖται στὸν ἑλληνικὸ χῶρο μιὰ προσπάθεια ἀπογαλακτισμοῦ τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τὴν Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία καὶ προσάρτησή της στὴν Εὐρώπη. Ὁπότε μὲ ὅλες τὶς διεργασίες ποὺ ἔγιναν προσπάθησαν οἱ Εὐρωπαῖοι νὰ ἀναπτύξουν μιὰ καινούρια ἰδεολογία καὶ μιὰ νέα συνείδηση στοὺς Ἕλληνες πολίτες τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους. Ἡ διεξοδικὴ ἀνάπτυξη τῆς διαφορᾶς μεταξύ των Ἑλλήνων καὶ τῶν Ἑλλαδιτῶν, ἡ προσπάθεια ὁρισμοῦ τῶν συνόρων τοῦ νέου Κράτους, οἱ διαμάχες μεταξὺ τῶν αὐτοχθόνων καὶ τῶν ἑτεροχθόνων καὶ ἡ τελικὴ νίκη τῶν αὐτοχθόνων, ἡ διάκριση μεταξὺ «τῶν μέσα καὶ ἔξω Ἑλλήνων» καὶ ἡ διαφορὰ μεταξὺ Ἑπτανησίων καὶ Φαναριωτῶν δείχνει τὴν διπολικότητα τῶν κατοίκων ποὺ ζοῦσαν στὸ Ἑλληνικὸ Βασίλειο. Παρατηρεῖται μιὰ προσπάθεια νὰ ἀποκτήσουν οἱ Ἕλληνες εὐρωπαϊκὴ ταυτότητα μέσα ἀπὸ τὴν γλώσσα, τὴν θρησκεία καὶ τὴν Παιδεία, ποὺ ἦταν ἔντονη. Μὲ πολλὲς προσπάθειες κατασκευαζόταν ἕνα «πρότυπο Βασίλειο», τὸ ἑλληνικὸ Κράτος, τὸ ὁποῖο ταυτιζόταν μὲ τὸ ἐθνικὸ Κράτος, καὶ τὸ ὁποῖο «ἄρχιζε στὴν οὐσία ἀπὸ τὸ σημεῖο μηδέν». Τὸ κενὸ ποὺ ἄφηνε ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ Τούρκου κατακτητῆ ἔπρεπε νὰ καλυφθῇ. «Ἐπεῖγε ἡ ἀνάγκη τῆς αὐτοτελοῦς πλέον ἐπεξεργασίας μιᾶς νέας συνείδησης, στὸ νέο πλαίσιο ἀναφορᾶς ποὺ ἦταν τὸ ἐθνικὸ κράτος». Μάλιστα ὁ Σπυρίδων Τρικούπης ὡς ἑξῆς καταγράφει τὸ διπλὸ χαρακτηρισμὸ τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821: «ἐπανάστασις καὶ ἀποστασία». Καὶ βέβαια «ἡ κατεύθυνση τὴν ὁποία ἀκολούθησε τὸ Βασίλειο ἦταν δεδομένη: ἐξομοίωση μὲ τὴν Εὐρώπη» καὶ μάλιστα τὴν Εὐρώπη τοῦ διαφωτισμοῦ, ποὺ σαφῶς ἀπομακρυνόταν ἀπὸ τὸν ὀρθόδοξο φωτισμό.
Ἐνῶ ὑπάρχει αὐτὸς ὁ πολιτικὸς καὶ πολιτιστικὸς σχεδιασμὸς ἐν τούτοις ταυτοχρόνως ἐκφραζόταν καὶ ἡ μεγάλη ἰδέα τοῦ Γένους, τὸ ὁποῖο ζοῦσε μὲ τὶς παραδόσεις τῆς Ρωμηοσύνης ποὺ ἀποστρεφόταν τὰ ἰδεολογικὰ καὶ τὰ θρησκευτικὰ ρεύματα τῆς Δύσεως καὶ εἶχε ἀναφορὰ στὴν Κωνσταντινούπολη. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι «τὸ 1834 ὁ Κωλέττης προτείνει νὰ μὴν ἀποκτήσει ἡ Ἑλλάδα ἐπίσημη πρωτεύουσα, ἀφοῦ ἡ πραγματικὴ πρωτεύουσα τοῦ ἑλληνισμοῦ ἦταν ἡ Κωνσταντινούπολη. Στὸν πρῶτο ἑορτασμὸ τῆς 25ης Μαρτίου, τὸ 1836, κυριαρχεῖ τὸ σύνθημα: «στὴν Πόλη».
Ἡ Εὐθυμία Μαυρομιχάλη στὸ κείμενό της μὲ τίτλο «Οἱ Καλλιτεχνικοὶ Σύλλογοι καὶ οἱ στόχοι τους (1880-1910)» ἐκθέτει τὴν κινητικότητα ποὺ παρατηρεῖται στὸν χῶρο τῆς Ἑλλάδος μετὰ τὸ 1870, ἡ ὁποία κινητικότητα χαρακτηρίζεται ὡς «συλλογομανία». Κατ᾿ ἀρχὰς ἱδρύεται ὁ καλλιτεχνικὸς Σύλλογος μὲ τὴν ἐπωνυμία «Σύλλογος τῶν ὡραίων τεχνῶν» καὶ στὴν συνέχεια «ἐμφανίζονται τρεῖς διαφορετικὲς συσσωματώσεις φιλοτέχνων μὲ τὸ ὄνομα «Ἑταιρεία τῶν Φιλότεχνων». Ἔπειτα ἐμφανίζεται καὶ ἕνας σύλλογος μὲ τὴν ἐπωνυμία «Ἕνωση Καλλιτεχνῶν» ποὺ τὰ μέλη του εἶναι κατ᾿ ἐξοχὴν καλλιτέχνες.
Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι μέλη τῶν συλλόγων αὐτῶν εἶναι ἐπίλεκτα μέλη τῆς ἀθηναϊκῆς κοινωνίας, πολιτικοί, πνευματικοὶ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζουν τὸ ἔργο τῶν συλλόγων αὐτῶν ὡς «ἐθνοφελές». Εἶναι παρατηρημένο ὅτι αὐτὴ ἡ μεγάλη ἄνθηση τῆς νεώτερης τέχνης καὶ τῆς μεταδόσεώς της μὲ ἐκθέσεις, διὰ τῶν συλλόγων καὶ τῶν ἑνώσεων αὐτῶν ἐντάσσεται μέσα στὴν προσπάθεια προσδιορισμοῦ τῆς νέας ἰδεολογίας τοῦ ἀρτιγέννητου ἑλληνικοῦ Κράτους. Οἱ περισσότεροι καλλιτέχνες, κυρίως ζωγράφοι καὶ γλύπτες, ἔχουν σπουδάσει στὴν Εὐρώπη καὶ μεταφέρουν μὲ τὴν τέχνη τοὺς τὸ νέο αὐτὸ πνεῦμα διαμορφώνοντας τὴν καινούρια αὐτὴ συνείδηση.
Ὁ Παπαδιαμάντης, παρὰ τὴν ἔντονη αὐτὴ κινητικότητα ποὺ παρατηρεῖται στὸν ἑλληνικὸ χῶρο τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ποὺ γεννήθηκε καὶ ἐργάσθηκε, παρὰ τὴν νέα διαμορφούμενη συνείδηση, παραμένει Ρωμηός, μαθητὴς ταπεινός της παραδόσεως ποὺ γνώρισε στὴν Σκιάθο, τοὺς Κολλυβάδες Πατέρες καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ αὐτὴν τὴν παράδοση ἐκφράζει. Παραμένει σταθερὰ προσηλωμένος καὶ ἀντίθετος μὲ τὴν νέα αὐτὴν νοοτροπία ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν Ἑλλάδα. Ὅμως τὸν δικαίωσε ἡ ἱστορία, γιατί ἀπέδειξε ὅτι ἡ Παράδοση τὴν ὁποία ἐκπροσωποῦσε εἶχε διαχρονικὴ ἀξία, ἐνῶ ἡ νέα Εὐρωπαϊκὴ Παράδοση, ποὺ διαπνεόταν ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ διαφωτισμοῦ καὶ τοῦ ρομαντισμοῦ ἦταν ἐκφράσεις ἑνὸς μέρους τοῦ χρόνου τῆς ἱστορίας. Τὴν μεγαλωσύνη τοῦ Παπαδιαμάντη τὴν βλέπω σὲ αὐτὴν τὴν ἀντίστασή του πρὸς τὴν νέα ἐθνικὴ συνείδηση ποὺ ἐκαλλιεργεῖτο καὶ ἐπιβαλλόταν τὴν ἐποχή του.
Ὁ Καθηγητὴς Φώτης Δημητρακόπουλος στὸ βιβλίο του «Βυζάντιο καὶ νεοελληνικὴ διανόηση» ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης, μαζὶ μὲ ὅλους σχεδὸν τοὺς λογοτέχνες, ἐκφράζουν αὐθεντικά τα λαϊκὰ πρότυπα καὶ διασώζουν τὴν ἰδιαίτερη πολιτισμικὴ παράδοση τῆς χώρας, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν νεοελληνικὴ λογιοσύνη ποὺ ἐκφράζει τὸν ἑλληνικὸ διαφωτισμό.
Ὅμως ὁ Καζαντζάκης, μεγάλος πεζογράφος καὶ λογοτέχνης ἐπηρεάσθηκε ἔντονα ἀπὸ τὰ ρεύματα ποὺ ἐπικρατοῦσαν στὸν Εὐρωπαϊκὸ χῶρο. Τὸν ἐπηρέασαν βαθύτατά τα ἰδεολογικὰ ρεύματα τῆς Εὐρώπης, τοῦ διαφωτισμοῦ, τοῦ ρομαντισμοῦ καὶ τοῦ βιταλισμοῦ-μπερξονισμοῦ, καθὼς ἐπίσης τὸν ἐπηρέασαν βαθύτατα καὶ τὰ θρησκευτικὰ ρεύματα τῆς Εὐρώπης, ὅπως τοῦ Προτεσταντισμοῦ, μὲ ὅλες τὶς ἀποχρώσεις του.
2. Ὀρθοδοξία καὶ Πουριτανισμός
Ὁ Παπαδιαμάντης γεννήθηκε σὲ μιὰ περίοδο πολὺ κρίσιμη γιὰ τὸν ἑλληνισμό, ἤτοι τὸ 1851, καὶ βέβαια μεγάλωσε σὲ μιὰ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία γινόταν ἐπίσημες διεργασίες γιὰ τὸν πολιτιστικὸ ἐκσυγχρονισμὸ τῆς Ἑλλάδος, ποὺ ταυτίζεται μὲ τὸν ἐξευρωπαϊσμό, καὶ αὐτὸς ὁ πολιτιστικὸς ἐκσυγχρονισμὸς ταυτόχρονα εἶναι καὶ προδοσία ἔναντι ὅλου του πολιτιστικοῦ πλούτου τοῦ Γένους.
Τελευταία διάβασα δύο καταπληκτικὰ κείμενα, ἤτοι τὸ βιβλίο τῆς Ἕλλης Σκοπετέα μὲ τίτλο «τὸ «Πρότυπο Βασίλειο» καὶ ἡ Μεγάλη Ἰδέα (1820-1880)», ποὺ εἶναι ἀπὸ τὰ ἐγκυρότερα ἐπιστημονικὰ βιβλία πάνω στὸ θέμα αὐτό, καὶ ἕνα κείμενο τῆς Εὐθυμίας Μαυρομιχάλη μὲ τίτλο «οἱ καλλιτεχνικοὶ σύλλογοι καὶ οἱ στόχοι τους (1880-1910)». Καὶ τὰ δύο αὐτὰ κείμενα, χωρὶς νὰ ἀναφέρονται στὸν Παπαδιαμάντη, παρουσιάζουν τὰ πλαίσια μέσα στὰ ὁποῖα ἔζησε καὶ μεγάλωσε, ἀλλὰ καὶ κοιμήθηκε ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης καὶ νομίζω δείχνουν τὴν μεγαλωσύνη αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ Ἕλλη Σκοπετέα στὸ βιβλίο τῆς διεξοδικὰ ἐκθέτει τὸ γεγονὸς ὅτι μετὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 παρατηρεῖται στὸν ἑλληνικὸ χῶρο μιὰ προσπάθεια ἀπογαλακτισμοῦ τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τὴν Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία καὶ προσάρτησή της στὴν Εὐρώπη. Ὁπότε μὲ ὅλες τὶς διεργασίες ποὺ ἔγιναν προσπάθησαν οἱ Εὐρωπαῖοι νὰ ἀναπτύξουν μιὰ καινούρια ἰδεολογία καὶ μιὰ νέα συνείδηση στοὺς Ἕλληνες πολίτες τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους. Ἡ διεξοδικὴ ἀνάπτυξη τῆς διαφορᾶς μεταξύ των Ἑλλήνων καὶ τῶν Ἑλλαδιτῶν, ἡ προσπάθεια ὁρισμοῦ τῶν συνόρων τοῦ νέου Κράτους, οἱ διαμάχες μεταξὺ τῶν αὐτοχθόνων καὶ τῶν ἑτεροχθόνων καὶ ἡ τελικὴ νίκη τῶν αὐτοχθόνων, ἡ διάκριση μεταξὺ «τῶν μέσα καὶ ἔξω Ἑλλήνων» καὶ ἡ διαφορὰ μεταξὺ Ἑπτανησίων καὶ Φαναριωτῶν δείχνει τὴν διπολικότητα τῶν κατοίκων ποὺ ζοῦσαν στὸ Ἑλληνικὸ Βασίλειο. Παρατηρεῖται μιὰ προσπάθεια νὰ ἀποκτήσουν οἱ Ἕλληνες εὐρωπαϊκὴ ταυτότητα μέσα ἀπὸ τὴν γλώσσα, τὴν θρησκεία καὶ τὴν Παιδεία, ποὺ ἦταν ἔντονη. Μὲ πολλὲς προσπάθειες κατασκευαζόταν ἕνα «πρότυπο Βασίλειο», τὸ ἑλληνικὸ Κράτος, τὸ ὁποῖο ταυτιζόταν μὲ τὸ ἐθνικὸ Κράτος, καὶ τὸ ὁποῖο «ἄρχιζε στὴν οὐσία ἀπὸ τὸ σημεῖο μηδέν». Τὸ κενὸ ποὺ ἄφηνε ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ Τούρκου κατακτητῆ ἔπρεπε νὰ καλυφθῇ. «Ἐπεῖγε ἡ ἀνάγκη τῆς αὐτοτελοῦς πλέον ἐπεξεργασίας μιᾶς νέας συνείδησης, στὸ νέο πλαίσιο ἀναφορᾶς ποὺ ἦταν τὸ ἐθνικὸ κράτος». Μάλιστα ὁ Σπυρίδων Τρικούπης ὡς ἑξῆς καταγράφει τὸ διπλὸ χαρακτηρισμὸ τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821: «ἐπανάστασις καὶ ἀποστασία». Καὶ βέβαια «ἡ κατεύθυνση τὴν ὁποία ἀκολούθησε τὸ Βασίλειο ἦταν δεδομένη: ἐξομοίωση μὲ τὴν Εὐρώπη» καὶ μάλιστα τὴν Εὐρώπη τοῦ διαφωτισμοῦ, ποὺ σαφῶς ἀπομακρυνόταν ἀπὸ τὸν ὀρθόδοξο φωτισμό.
Ἐνῶ ὑπάρχει αὐτὸς ὁ πολιτικὸς καὶ πολιτιστικὸς σχεδιασμὸς ἐν τούτοις ταυτοχρόνως ἐκφραζόταν καὶ ἡ μεγάλη ἰδέα τοῦ Γένους, τὸ ὁποῖο ζοῦσε μὲ τὶς παραδόσεις τῆς Ρωμηοσύνης ποὺ ἀποστρεφόταν τὰ ἰδεολογικὰ καὶ τὰ θρησκευτικὰ ρεύματα τῆς Δύσεως καὶ εἶχε ἀναφορὰ στὴν Κωνσταντινούπολη. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι «τὸ 1834 ὁ Κωλέττης προτείνει νὰ μὴν ἀποκτήσει ἡ Ἑλλάδα ἐπίσημη πρωτεύουσα, ἀφοῦ ἡ πραγματικὴ πρωτεύουσα τοῦ ἑλληνισμοῦ ἦταν ἡ Κωνσταντινούπολη. Στὸν πρῶτο ἑορτασμὸ τῆς 25ης Μαρτίου, τὸ 1836, κυριαρχεῖ τὸ σύνθημα: «στὴν Πόλη».
Ἡ Εὐθυμία Μαυρομιχάλη στὸ κείμενό της μὲ τίτλο «Οἱ Καλλιτεχνικοὶ Σύλλογοι καὶ οἱ στόχοι τους (1880-1910)» ἐκθέτει τὴν κινητικότητα ποὺ παρατηρεῖται στὸν χῶρο τῆς Ἑλλάδος μετὰ τὸ 1870, ἡ ὁποία κινητικότητα χαρακτηρίζεται ὡς «συλλογομανία». Κατ᾿ ἀρχὰς ἱδρύεται ὁ καλλιτεχνικὸς Σύλλογος μὲ τὴν ἐπωνυμία «Σύλλογος τῶν ὡραίων τεχνῶν» καὶ στὴν συνέχεια «ἐμφανίζονται τρεῖς διαφορετικὲς συσσωματώσεις φιλοτέχνων μὲ τὸ ὄνομα «Ἑταιρεία τῶν Φιλότεχνων». Ἔπειτα ἐμφανίζεται καὶ ἕνας σύλλογος μὲ τὴν ἐπωνυμία «Ἕνωση Καλλιτεχνῶν» ποὺ τὰ μέλη του εἶναι κατ᾿ ἐξοχὴν καλλιτέχνες.
Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι μέλη τῶν συλλόγων αὐτῶν εἶναι ἐπίλεκτα μέλη τῆς ἀθηναϊκῆς κοινωνίας, πολιτικοί, πνευματικοὶ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζουν τὸ ἔργο τῶν συλλόγων αὐτῶν ὡς «ἐθνοφελές». Εἶναι παρατηρημένο ὅτι αὐτὴ ἡ μεγάλη ἄνθηση τῆς νεώτερης τέχνης καὶ τῆς μεταδόσεώς της μὲ ἐκθέσεις, διὰ τῶν συλλόγων καὶ τῶν ἑνώσεων αὐτῶν ἐντάσσεται μέσα στὴν προσπάθεια προσδιορισμοῦ τῆς νέας ἰδεολογίας τοῦ ἀρτιγέννητου ἑλληνικοῦ Κράτους. Οἱ περισσότεροι καλλιτέχνες, κυρίως ζωγράφοι καὶ γλύπτες, ἔχουν σπουδάσει στὴν Εὐρώπη καὶ μεταφέρουν μὲ τὴν τέχνη τοὺς τὸ νέο αὐτὸ πνεῦμα διαμορφώνοντας τὴν καινούρια αὐτὴ συνείδηση.
Ὁ Παπαδιαμάντης, παρὰ τὴν ἔντονη αὐτὴ κινητικότητα ποὺ παρατηρεῖται στὸν ἑλληνικὸ χῶρο τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ποὺ γεννήθηκε καὶ ἐργάσθηκε, παρὰ τὴν νέα διαμορφούμενη συνείδηση, παραμένει Ρωμηός, μαθητὴς ταπεινός της παραδόσεως ποὺ γνώρισε στὴν Σκιάθο, τοὺς Κολλυβάδες Πατέρες καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ αὐτὴν τὴν παράδοση ἐκφράζει. Παραμένει σταθερὰ προσηλωμένος καὶ ἀντίθετος μὲ τὴν νέα αὐτὴν νοοτροπία ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν Ἑλλάδα. Ὅμως τὸν δικαίωσε ἡ ἱστορία, γιατί ἀπέδειξε ὅτι ἡ Παράδοση τὴν ὁποία ἐκπροσωποῦσε εἶχε διαχρονικὴ ἀξία, ἐνῶ ἡ νέα Εὐρωπαϊκὴ Παράδοση, ποὺ διαπνεόταν ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ διαφωτισμοῦ καὶ τοῦ ρομαντισμοῦ ἦταν ἐκφράσεις ἑνὸς μέρους τοῦ χρόνου τῆς ἱστορίας. Τὴν μεγαλωσύνη τοῦ Παπαδιαμάντη τὴν βλέπω σὲ αὐτὴν τὴν ἀντίστασή του πρὸς τὴν νέα ἐθνικὴ συνείδηση ποὺ ἐκαλλιεργεῖτο καὶ ἐπιβαλλόταν τὴν ἐποχή του.
Ὁ Καθηγητὴς Φώτης Δημητρακόπουλος στὸ βιβλίο του «Βυζάντιο καὶ νεοελληνικὴ διανόηση» ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης, μαζὶ μὲ ὅλους σχεδὸν τοὺς λογοτέχνες, ἐκφράζουν αὐθεντικά τα λαϊκὰ πρότυπα καὶ διασώζουν τὴν ἰδιαίτερη πολιτισμικὴ παράδοση τῆς χώρας, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν νεοελληνικὴ λογιοσύνη ποὺ ἐκφράζει τὸν ἑλληνικὸ διαφωτισμό.
Ὅμως ὁ Καζαντζάκης, μεγάλος πεζογράφος καὶ λογοτέχνης ἐπηρεάσθηκε ἔντονα ἀπὸ τὰ ρεύματα ποὺ ἐπικρατοῦσαν στὸν Εὐρωπαϊκὸ χῶρο. Τὸν ἐπηρέασαν βαθύτατά τα ἰδεολογικὰ ρεύματα τῆς Εὐρώπης, τοῦ διαφωτισμοῦ, τοῦ ρομαντισμοῦ καὶ τοῦ βιταλισμοῦ-μπερξονισμοῦ, καθὼς ἐπίσης τὸν ἐπηρέασαν βαθύτατα καὶ τὰ θρησκευτικὰ ρεύματα τῆς Εὐρώπης, ὅπως τοῦ Προτεσταντισμοῦ, μὲ ὅλες τὶς ἀποχρώσεις του.
2. Ὀρθοδοξία καὶ Πουριτανισμός
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἱστορικὴ Ἐκκλησία, ποὺ ἀποτελεῖ συνέχεια τοῦ πρώτου Χριστιανισμοῦ, ὅπως τὸν διέσωσαν οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Ἀποστολικοὶ Πατέρες, οἱ μεγάλοι Πατέρες, οἱ μάρτυρες καὶ ὁμολογητές, οἱ ὅσιοι καὶ ἀσκητές. Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ ὅλους τους ἀνθρώπους, δικαίους καὶ ἀδίκους, μὲ τὴν διαφορὰ ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἀνάλογα μὲ τὴν πνευματική τους κατάσταση ἐκλαμβάνουν καὶ βιώνουν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ κατὰ διαφορετικὸ τρόπο, εἴτε ὡς Κόλαση εἴτε ὡς Παράδεισο. Ἡ ἁμαρτία ἐκλαμβάνεται ὡς ἀσθένεια τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, καὶ ἑπομένως ἡ ἐναθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἔγινε γιὰ νὰ θεραπεύσῃ τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν ἐλευθερώση ἀπὸ τὰ συμπτώματα τῆς ἁμαρτίας ποὺ εἶναι ὁ θάνατος καὶ ἡ φθορά. Ἐπίσης στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πιστεύουμε ὅτι ἡ τελικὴ κρίση θὰ γίνη κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ὁ Θεὸς ἔδωσε τὴν κρίση στὸν Χριστὸ ποὺ θὰ τὴν ἐξασκήση κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἐκλαμβάνεται ὡς νομικὸ κατασκεύασμα, οὔτε ὡς ἰδεολογικὸ σωματεῖο γιὰ τοὺς καθαροὺς καὶ ἁγίους, ἀλλὰ ὡς τὸ πνευματικὸ νοσοκομεῖο θεραπείας τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ μετανοούντων. Τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ ταπείνωση, ἡ μετάνοια καὶ ἡ αὐτομεμψία.
Ἡ Μεταρρύθμιση ποὺ παρατηρεῖται στὴν Δύση ὡς ἀντίδραση στὸ σκληρὸ πνεῦμα τοῦ Παπισμοῦ δημιούργησε μιὰ καινούρια ἐπανάσταση καὶ βέβαια εἶχε σχέση μὲ τὴν Ἀναγέννηση ποὺ εἶχε προηγηθῆ ἀπὸ αὐτὴν καὶ τὸν Διαφωτισμὸ ποὺ ἀκολούθησε τὴν Μεταρρύθμιση. Οἱ Προτεστάντες ἀπέρριψαν ὁλόκληρη τὴν παράδοση, ἤτοι τὰ μυστήρια, τὶς λειτουργικὲς τέχνες καὶ κράτησαν μόνον τὴν Ἁγία Γραφή. Καλλιέργησαν τὸν ὀρθολογισμὸ καὶ βεβαίως ἐξέφρασαν τὸν ἀπόλυτο προορισμό, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐκ φύσεως προορισμένοι ἢ γιὰ τὴν σωτηρία ἢ γιὰ τὴν καταδίκη. Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ ἀναπτύχθηκε ὁ εὐσεβισμός, ὡς προσπάθεια τῆς καθαρότητος τῶν αἰσθήσεων, χωρὶς ἄλλη προσπάθεια καθάρσεως τῆς καρδιᾶς, καὶ ὁ Πουριτανισμός.
Μὲ τὸν ὅρο Πουριτανισμὸ ἐννοοῦμε τοὺς Καλβινιστὲς τῆς Ἀγγλίας ποὺ παρουσιάσθηκαν ἐκεῖ ὅταν βασίλευε ἡ Ἐλισσάβετ (1558-1603). Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη εἰσήχθησαν στὴν Ἀγγλία τὰ καθολικὰ στοιχεῖα καὶ τότε οἱ Καλβινιστὲς τῆς Ἀγγλίας ἀντέδρασαν καὶ ἔτσι κατήργησαν τὸν ἐπισκοπικὸ βαθμό, γενόμενοι «πρεσβυτεριανοὶ» καὶ διαμόρφωσαν τὴν διδασκαλία τους καὶ τὴν λατρεία τους κατὰ τὰ καλβινιστικὰ πρότυπα, ἀπέκτησαν σιωπηλό, σκυθρωπὸ καὶ πεισματώδη χαρακτήρα.
Φαίνεται στὰ ὅσα συνοπτικῶς ἐξέθεσα πιὸ πάνω ἡ διαφορὰ μεταξύ της Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Πουριτανισμοῦ. Κυρίως θὰ ἤθελα νὰ ἐπικεντρώσω αὐτὴν τὴν διαφορὰ σὲ δύο σημεῖα, γιατὶ αὐτὸ θὰ μᾶς βοηθήσῃ στὰ ὅσα θὰ ἐκτεθοῦν πιὸ κάτω σχετικὰ μὲ τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Καζαντζάκη. Τὸ ἕνα εἶναι ὅτι οἱ Προτεστάντες Πουριτανοὶ στηρίζονται στὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως διὰ τοῦ Σταυροῦ. Καὶ τὸ δεύτερο στοιχεῖο εἶναι ὅτι οἱ Πουριτανοὶ χωρίζουν τοὺς ἀνθρώπους διαλεκτικῶς σὲ καλοὺς καὶ κακούς, ἀπορρίπτοντας τοὺς μὲν καὶ ἐκθειάζοντάς τους δέ, ἐνῶ οἱ Ὀρθόδοξοι, ἐπειδὴ δὲν δέχονται τὸν ἀπόλυτο προορισμό, θεωροῦν τὴν ἁμαρτία ὡς ἀσθένεια ποὺ ἐνυπάρχει σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους, καὶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι πνευματικὸ νοσοκομεῖο μέσα στὸ ὁποῖο κατὰ διαφόρους βαθμοὺς δεχόμαστε, μὲ τὴν ἐλεύθερη θέλησή μας, τὴν θεραπεία, διὰ τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ.
3. «Ὁ Χριστὸς ξανασταυρώνεται» καὶ ἡ «Ἐξοχικὴ Λαμπρή»
Ἡ Μεταρρύθμιση ποὺ παρατηρεῖται στὴν Δύση ὡς ἀντίδραση στὸ σκληρὸ πνεῦμα τοῦ Παπισμοῦ δημιούργησε μιὰ καινούρια ἐπανάσταση καὶ βέβαια εἶχε σχέση μὲ τὴν Ἀναγέννηση ποὺ εἶχε προηγηθῆ ἀπὸ αὐτὴν καὶ τὸν Διαφωτισμὸ ποὺ ἀκολούθησε τὴν Μεταρρύθμιση. Οἱ Προτεστάντες ἀπέρριψαν ὁλόκληρη τὴν παράδοση, ἤτοι τὰ μυστήρια, τὶς λειτουργικὲς τέχνες καὶ κράτησαν μόνον τὴν Ἁγία Γραφή. Καλλιέργησαν τὸν ὀρθολογισμὸ καὶ βεβαίως ἐξέφρασαν τὸν ἀπόλυτο προορισμό, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐκ φύσεως προορισμένοι ἢ γιὰ τὴν σωτηρία ἢ γιὰ τὴν καταδίκη. Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ ἀναπτύχθηκε ὁ εὐσεβισμός, ὡς προσπάθεια τῆς καθαρότητος τῶν αἰσθήσεων, χωρὶς ἄλλη προσπάθεια καθάρσεως τῆς καρδιᾶς, καὶ ὁ Πουριτανισμός.
Μὲ τὸν ὅρο Πουριτανισμὸ ἐννοοῦμε τοὺς Καλβινιστὲς τῆς Ἀγγλίας ποὺ παρουσιάσθηκαν ἐκεῖ ὅταν βασίλευε ἡ Ἐλισσάβετ (1558-1603). Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη εἰσήχθησαν στὴν Ἀγγλία τὰ καθολικὰ στοιχεῖα καὶ τότε οἱ Καλβινιστὲς τῆς Ἀγγλίας ἀντέδρασαν καὶ ἔτσι κατήργησαν τὸν ἐπισκοπικὸ βαθμό, γενόμενοι «πρεσβυτεριανοὶ» καὶ διαμόρφωσαν τὴν διδασκαλία τους καὶ τὴν λατρεία τους κατὰ τὰ καλβινιστικὰ πρότυπα, ἀπέκτησαν σιωπηλό, σκυθρωπὸ καὶ πεισματώδη χαρακτήρα.
Φαίνεται στὰ ὅσα συνοπτικῶς ἐξέθεσα πιὸ πάνω ἡ διαφορὰ μεταξύ της Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Πουριτανισμοῦ. Κυρίως θὰ ἤθελα νὰ ἐπικεντρώσω αὐτὴν τὴν διαφορὰ σὲ δύο σημεῖα, γιατὶ αὐτὸ θὰ μᾶς βοηθήσῃ στὰ ὅσα θὰ ἐκτεθοῦν πιὸ κάτω σχετικὰ μὲ τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Καζαντζάκη. Τὸ ἕνα εἶναι ὅτι οἱ Προτεστάντες Πουριτανοὶ στηρίζονται στὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως διὰ τοῦ Σταυροῦ. Καὶ τὸ δεύτερο στοιχεῖο εἶναι ὅτι οἱ Πουριτανοὶ χωρίζουν τοὺς ἀνθρώπους διαλεκτικῶς σὲ καλοὺς καὶ κακούς, ἀπορρίπτοντας τοὺς μὲν καὶ ἐκθειάζοντάς τους δέ, ἐνῶ οἱ Ὀρθόδοξοι, ἐπειδὴ δὲν δέχονται τὸν ἀπόλυτο προορισμό, θεωροῦν τὴν ἁμαρτία ὡς ἀσθένεια ποὺ ἐνυπάρχει σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους, καὶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι πνευματικὸ νοσοκομεῖο μέσα στὸ ὁποῖο κατὰ διαφόρους βαθμοὺς δεχόμαστε, μὲ τὴν ἐλεύθερη θέλησή μας, τὴν θεραπεία, διὰ τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ.
3. «Ὁ Χριστὸς ξανασταυρώνεται» καὶ ἡ «Ἐξοχικὴ Λαμπρή»
Ὕστερα ἀπὸ ὅσα ἀνέφερα προηγουμένως θὰ προχωρήσω νὰ ἐντοπίσω τὰ δύο κεντρικὰ σημεῖα τῆς διαφορᾶς μεταξύ της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Πουριτανισμοῦ στοὺς δύο αὐτοὺς συγγραφεῖς, δηλαδὴ στὸν Καζαντζάκη καὶ τὸν Παπαδιαμάντη, καὶ μάλιστα στὰ δύο συγκεκριμένα ἔργα τους «ὁ Χριστὸς ξανασταυρώνεται» καὶ ἡ «Ἐξοχικὴ Λαμπρή». Θὰ μποροῦσα νὰ ἐπεκτείνω τὸ θέμα σὲ ἄλλα σημαντικὰ κείμενά τους, ἀλλὰ χάριν οἰκονομίας χρόνου θὰ περιορισθῶ σὲ αὐτά.
Κατ᾿ ἀρχὰς ὁ τίτλος τῶν δύο διηγημάτων προσδιορίζει τὴν διαφορά.
Ὁ Καζαντζάκης ἀρχίζει τὸ ἔργο του μὲ ἀναφορὰ στὴν ἀναπαράσταση τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ συνεχίζει νὰ περιγράφῃ τὸν σταυρὸ ποὺ σήκωνε ὁ λαὸς τῆς συγκεκριμένης ἐκείνης ἐποχῆς ποὺ πεινοῦσε, σὲ σχέση μὲ τὴν ἄρχουσα τάξη τῆς ἐποχῆς τους. Ὁ σταυρὸς εἶναι τὸ κεντρικὸ σημεῖο τῆς διδασκαλίας του καὶ τὸν βλέπει χωρὶς τὴν ἀνάσταση. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε καὶ στὸ βιβλίο τοῦ «ὁ φτωχούλης του Θεοῦ», ὅπου παρουσιάζεται ὁ ἅγιος Φραγκίσκος τῆς Ἀσίζης, ἐκφραστὴς τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, νὰ ἀνέρχεται στὸν ὑψηλότερο βαθμὸ τῆς πνευματικῆς ζωῆς ὅταν «ὁ φτερωτὸς Σταυρωμένος» τὸν ἄγγιξε σὰν μιὰ ἀστραπή. Ὁ Φραγκίσκος φώναζε: «Ἀκόμα! Ἀκόμα! Θέλω ἀκόμα! Κι ἡ θεία φωνὴ ἀπὸ πάνω του: Μὴ ζητᾶς παραπέρα· ἐδῶ σταματάει ὁ ἀνήφορος τοῦ ἀνθρώπου, στὴν Σταύρωση». Καὶ ὅταν ὁ Φραγκίσκος κραύγαζε ἀπελπισμένα: «Θέλω παραπέρα, τὴν Ἀνάσταση», ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ τοῦ ἀποκρινόταν: «Ἀγαπημένε Φραγκίσκο, ἄνοιξε τὰ μάτια, κοίταξε: Σταύρωση κι Ἀνάσταση εἶναι ἕνα». Καὶ ὅταν ἔφυγε ὁ φτερωτὸς σταυρωμένος Χριστός, τότε ἔτρεχε τὸ αἷμα ἀπὸ τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια τοῦ Φραγκίσκου, «καὶ στὸ πλευρό του ἔτρεχε μιὰ ἀνοικτὴ φαρδιὰ πληγή, θαρρεῖς καμωμένη ἀπὸ λόγχη».
Ἀντίθετα ὁ Παπαδιαμάντης στὸ διήγημά του «Ἐξοχικὴ Λαμπρὴ» περιγράφει τὴν ὀρθόδοξη ἀτμόσφαιρα τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ ἔγινε κατὰ τρόπον παραδοσιακό, στὰ Καλύβια. Ἔψαλαν τὸν Κανόνα στὴν Ἐκκλησία καὶ ὕστερα «ἤναψαν τὰς λαμπάδας κ᾿ ἐξῆλθον ὅλοι εἰς τὸ ὕπαιθρον ν᾿ ἀκούσωσι τὴν Ἀνάστασιν. Γλυκείαν καὶ κατανυκτικὴν Ἀνάστασιν ἐν μέσῳ τῶν ἀνθούντων δένδρων, <τῶν> ὑπὸ ἐλαφρᾶς αὔρας σειομένων εὐωδῶν θάμνων, καὶ τῶν λευκῶν ἀνθέων τῆς ἀγραμπελιᾶς». Οἱ χωρικοὶ κοινώνησαν καὶ στὴν συνέχεια «περὶ τὴν μεσημβρίαν, μετὰ τὴν Β´ Ἀνάστασιν, οἱ χωρικοὶ τὸ ἔστρωσαν ὑπὸ τὰς πλατάνους παρὰ τὴν δροσερὰν πηγήν». Ἔφαγαν καὶ ἤπιαν. «Εἶτα ἤρχισαν τὰ ἄσματα. Ἐν πρώτοις τὸ Χριστὸς ἀνέστη, ὕστερον τὰ θύραθεν. Ὁ μπαρμπα-Μηλιὸς θελήσας νὰ ψάλῃ καὶ αὐτὸς τὸ Χριστὸς ἀνέστη, τὸ ἐγύριζε πότε εἰς τὸν ἀμανὲ καὶ πότε εἰς τὸ κλέφτικο». Ὁ μπαρμπα-Κίτσος ἔψαλε τὸ Χριστὸς ἀνέστη, ἀλλὰ παρὰ τὴν ἰδιοῤῥυθμία τῆς ψαλμωδίας «οὐδεὶς πότε ἔψαλεν ἱερὸν ἄσμα μετὰ πλείονος χριστιανικοῦ αἰσθήματος καὶ ἐνθουσιασμοῦ». Καὶ «περὶ τὴν δείλην εἶχεν ἀρχίσει ὁ χορός, χορὸς κλέφτικος».
Δηλαδή, ἐνῶ ὁ Καζαντζάκης περιγράφει μιὰ πνευματικὴ ζωὴ γεμάτη ἀγωνία καὶ σταύρωση, πληγὲς καὶ αἵματα, ὅπως φαίνεται καὶ σὲ ἄλλα κείμενά του, ἤτοι στὴν ἀσκητική του, ἐν τούτοις ὁ Παπαδιαμάντης ἐπιμένει στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὴν πανηγυρίζει ὁλόκληρη ἡ φύση, ἀλλὰ καὶ τὸ χαίρονται οἱ ἄνθρωποι μὲ ἱλαρότητα, φυσικότητα καὶ πολὺ ὀμορφιά.
Στὰ κείμενα αὐτῶν τῶν δύο μεγάλων λογοτεχνῶν μας παρουσιάζεται καὶ τὸ δεύτερο σημεῖο ποὺ ἀνέφερα πιὸ πάνω. Συγκεκριμένα ὁ Καζαντζάκης χωρίζει τοὺς ἀνθρώπους σὲ καλοὺς καὶ κακούς, μὲ βάση τὴν πουριτανικὴ ἠθική, ποὺ στηρίζεται στὸν ἀπόλυτο προορισμὸ καὶ τὸν εὐσεβιστικὸ ἀνθρωπισμό, ἐνῶ ὁ Παπαδιαμάντης ἀγκαλιάζει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους μὲ στοργὴ καὶ ἀγάπη. Δὲν ἀμνηστεύει τὰ ἐλαττώματά τους, ἀλλὰ τὰ βλέπει μέσα σὲ ὅλη τὴν προοπτικὴ τῆς προσωπικότητός τους, καθὼς ἐπίσης τὰ ἀφήνει στὴν Πρόνοια, τὸ ἔλεος καὶ τὴν κρίση τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἀποσπᾶ ἀνθρωποκεντρικὰ καὶ αὐτάρεσκα τὴν κρίση ἀπὸ τὸν Χριστό.
Ἐπίσης, καὶ στὰ δύο αὐτὰ κείμενα παρουσιάζονται καὶ ἑρμηνεύονται διάφορες ἐνέργειες δύο ζευγῶν Ἱερέων. Στὸν Καζαντζάκη περιγράφεται ὁ παπα-Φώτης καὶ ὁ παπα-Γρηγόρης, στὸν δὲ Παπαδιαμάντη ὁ παπα-Κυριακὸς καὶ ὁ παπα-Θοδωρής. Ὁ Καζαντζάκης εἶναι ἀπόλυτος καὶ τοὺς ἑρμηνεύει μέσα στὸ σχῆμα ὁ καλὸς καὶ ὁ κακός. Ὁ Παπαδιαμάντης δὲν θέτει τέτοιες διαχωριστικὲς γραμμές, βλέπει τὰ ἐλαττώματα, ἀλλὰ τελικὰ τονίζει τὴν μετάνοια καὶ τὸ ὀρθόδοξο ἦθος.
Στὸν Καζαντζάκη ὁ παπα-Γρηγόρης χαρακτηρίζεται «φαταούλας», «τραγογένης», «θεομπαίχτης», «ψεύτης», εἶναι παπὰς «μὲ τὴν γεμάτη κοιλιά... μὲ τὰ διπλὰ προγούλια». Γράφει ἔντονα ἀπαξιωτικὰ καὶ καταδικαστικὰ γιὰ τὸν παπα-Γρηγόρη. Τὸ ἴδιο πνεῦμα παρατηρεῖται καὶ στοὺς ἄλλους χωριανούς, ὅπως τὸν γερο-Πατριαρχέα, τὸν Χατζη-Νικολῆ, τὸν γερο-Λαδᾶ, τὴν Κατερίνα, τὴν χήρα κλπ. Ἀντίθετα ὁ παπα-Φώτης, γιὰ τὸν Καζαντζάκη, ἦταν ὁ καλὸς παπάς, ποὺ δὲν ἔχει κανένα ψεγάδι ἐπάνω του καὶ ἀγωνίζεται γιὰ τὸ ποίμνιό του, ποὺ πεινοῦσε. «Μπροστάρης πήγαινε ἕνας παπὰς ἡλιομαυρισμένος, ἀδύναμος, μὲ μεγάλα μαῦρα μάτια ποὺ πετοῦσαν φωτιὲς κάτω ἀπὸ τ᾿ ἄγρια φρύδια, μὲ ἀριὰ γκρίζα γένια σφηνωτά. Ἕσφιγγε στὴν ἀγκαλιά του ἕνα βαρὺ Εὐαγγέλιο ἀσημοδεμένο καὶ φοροῦσε τὸ πετραχήλι του». Εἶναι σαφὴς ἡ διαλεκτικὴ ἀντίθεση μεταξὺ καθαρῶν καὶ μὴ καθαρῶν ἱερέων. Πρόκειται γιὰ ἕναν καθαρὸ πουριτανισμὸ καὶ εὐσεβισμό.
Στὸν Παπαδιαμάντη ὅμως δὲν παρατηροῦνται τέτοιες διαλεκτικὲς ἀντιθέσεις. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἁμαρτωλοὶ καὶ ὅλοι ἔχουν στοιχεῖα καὶ σημεῖα βδελυκτὰ ἐνώπιόν του Θεοῦ καὶ ἀναζητοῦν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ φαίνεται στὴν «Ἐξοχικὴ Λαμπρή», στὶς ἀντιδράσεις μεταξύ του παπα-Κυριακοῦ καὶ τοῦ παπα-Θοδωρῆ, ἰδιαιτέρως στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀντέδρασε ὁ παπα-Κυριακὸς στὴν ἐσφαλμένη εἴδηση τοῦ υἱοῦ του Ζάχου. Κάνοντας ὁ παπα-Κυριακὸς τὴν Ἀνάσταση στὰ Καλύβια, ἔμαθε ἀπὸ τὸν γυιό του ὅτι ὁ παπα-Θοδωρὴς τοῦ ἔκλεβε τὶς λειτουργιές, ποὺ λειτουργοῦσε στὸν κεντρικὸ Ναό, ἐνῶ, ὅπως ἀποδείχθηκε ἀργότερα, δὲν ἔκανε κάτι τέτοιο. Ἀναστατώνεται ὁ παπα-Κυριακός, ὁ ὁποῖος, γνήσιος ἐκπρόσωπος τοῦ ἑλληνικοῦ Κλήρου, «πλὴν μικροῦ ἐλευθεριασμοῦ, ἦτο κατὰ πάντα ἄμεπτος». Ὁ παπα-Κυριακὸς φαινόταν ὡς πλεονέκτης, γιατί ἤθελε νὰ μεγαλώσῃ τὰ παιδιά του, λίγο δύσπιστος ἀλλὰ «ἀνοικτόκαρδος». Μὲ τὴν πληροφορία ποὺ τοῦ μετέφερε ὁ υἱός του ἀγανάκτησε, δὲν συγκρατήθηκε, ἁμάρτησε, ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ πάῃ ἐκείνη τὴν ὥρα νὰ συλλάβῃ ἐπ᾿ αὐτοφόρῳ τὸν συνεφημέριό του, ἀλλὰ στὸν δρόμο, στὸν νερόμυλο, αἰσθάνθηκε τὴν πτώση του καὶ «ποιήσας τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ -ἥμαρτον, Κύριε, εἶπεν, ἥμαρτον, μὴ μὲ συνερισθῇς». Καὶ στὴν συνέχεια: «ἠσθάνθη δάκρυ βρέχον τὴν παρειάν του. -Ὦ, Κύριε, εἶπεν ὁλοψύχως, ἥμαρτον, ἥμαρτον! Σὺ παρεδόθης διὰ τὰς ἁμαρτίας μας, καὶ ἡμεῖς σὲ σταυρώνομεν κάθε μέρα». Ἐπέστρεψε καὶ ἔτσι τελείωσε τὴν θεία Λειτουργία, ὅμως «αὐτὸς δὲν ἐκοινώνησε, ἐπιφυλαττόμενος νὰ τὸ εἴπῃ εἰς τὸν πνευματικόν, καὶ πρόθυμος νὰ δεχθῇ τὸν κανόνα».
Στὸν Παπαδιαμάντη δὲν παρατηρεῖ κανεὶς οὔτε ἴχνος πουριτανισμοῦ καὶ εὐσεβισμοῦ, δὲν χωρίζει τοὺς Κληρικοὺς σὲ καλοὺς καὶ κακούς, δὲν κρίνει τὸν παπα-Κυριακό, ἀλλὰ καὶ αὐτὴν τὴν πτώση του τὴν ἀντιμετωπίζει μὲ συμπάθεια καὶ τὴν ἐντάσσει στὸ κλίμα τῆς μετανοίας. Ὁ Παπαδιαμάντης ἐκφράζει τὴν ἄποψη ὅτι ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ καὶ ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη τοῦ ἐλέους καὶ τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ. Μόνον ὁ Θεὸς εἶναι καθαρὸς καὶ μὲ τὴν ἀπόλυτη σημασία τῆς λέξεως ἅγιος. «Εἷς μόνος ἅγιος, εἷς μόνος Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός». Αὐτὸ τὸ βλέπουμε σὲ πολλὰ κείμενά του, ἰδίως στὸ «Ἔρωτας στὰ χιόνια» καὶ «Χωρὶς στεφάνι».
Ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ὁ Καζαντζάκης εἶναι δύο μεγάλοι λογοτέχνες, οἱ ὁποῖοι ἐκφράζουν καὶ διατυπώνουν στὰ κείμενά τους ἐκφράσεις τῆς κοινωνίας μας. Ὅμως διαφορετικὴ εἶναι ἡ προοπτικὴ μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία παρατηροῦν τὴν κοινωνία μας, καὶ βεβαίως ἐκφράζουν δύο ἑρμηνευτικὲς παραδόσεις. Αὐτὸ φαίνεται σὲ ὅλο τὸ ἔργο τους. Ὁ Καζαντζάκης ἔχει ἐπηρεασθῆ ἀπὸ τὴν θρησκευτικότητα ποὺ παρατηρεῖται στὴν Δύση, εἴτε μὲ τὴν μορφὴ τοῦ Παπισμοῦ, εἴτε μὲ τὴν μορφὴ τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ἐνῶ ὁ Παπαδιαμάντης ἔχει ἐπηρεασθῆ ἀπὸ τὶς παραδόσεις τοῦ λαοῦ, τοὺς φιλοκαλικοὺς Πατέρες καὶ τὸ Ἅγιον Ὅρος, τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ζωὴ τῆς Ρωμηοσύνης.
Προσωπικὰ μὲ ἱκανοποιεῖ ἀφάνταστα ὁ Παπαδιαμάντης, γιατὶ βλέπει τὸν κόσμο μὲ φιλανθρωπία, ἀρχοντικὴ ἀγάπη, τρυφερότητα καὶ εὐαισθησία, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη αὐτομεμψία καὶ νομίζω ὅτι ἂν ἔβαζαν τὸν Παπαδιαμάντη νὰ κρίνῃ τὸν Καζαντζάκη, θὰ τὸν ἄφηνε στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ δείχνει τὴν πνευματικὴ ἀρχοντιὰ τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη.
Κατ᾿ ἀρχὰς ὁ τίτλος τῶν δύο διηγημάτων προσδιορίζει τὴν διαφορά.
Ὁ Καζαντζάκης ἀρχίζει τὸ ἔργο του μὲ ἀναφορὰ στὴν ἀναπαράσταση τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ συνεχίζει νὰ περιγράφῃ τὸν σταυρὸ ποὺ σήκωνε ὁ λαὸς τῆς συγκεκριμένης ἐκείνης ἐποχῆς ποὺ πεινοῦσε, σὲ σχέση μὲ τὴν ἄρχουσα τάξη τῆς ἐποχῆς τους. Ὁ σταυρὸς εἶναι τὸ κεντρικὸ σημεῖο τῆς διδασκαλίας του καὶ τὸν βλέπει χωρὶς τὴν ἀνάσταση. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε καὶ στὸ βιβλίο τοῦ «ὁ φτωχούλης του Θεοῦ», ὅπου παρουσιάζεται ὁ ἅγιος Φραγκίσκος τῆς Ἀσίζης, ἐκφραστὴς τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, νὰ ἀνέρχεται στὸν ὑψηλότερο βαθμὸ τῆς πνευματικῆς ζωῆς ὅταν «ὁ φτερωτὸς Σταυρωμένος» τὸν ἄγγιξε σὰν μιὰ ἀστραπή. Ὁ Φραγκίσκος φώναζε: «Ἀκόμα! Ἀκόμα! Θέλω ἀκόμα! Κι ἡ θεία φωνὴ ἀπὸ πάνω του: Μὴ ζητᾶς παραπέρα· ἐδῶ σταματάει ὁ ἀνήφορος τοῦ ἀνθρώπου, στὴν Σταύρωση». Καὶ ὅταν ὁ Φραγκίσκος κραύγαζε ἀπελπισμένα: «Θέλω παραπέρα, τὴν Ἀνάσταση», ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ τοῦ ἀποκρινόταν: «Ἀγαπημένε Φραγκίσκο, ἄνοιξε τὰ μάτια, κοίταξε: Σταύρωση κι Ἀνάσταση εἶναι ἕνα». Καὶ ὅταν ἔφυγε ὁ φτερωτὸς σταυρωμένος Χριστός, τότε ἔτρεχε τὸ αἷμα ἀπὸ τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια τοῦ Φραγκίσκου, «καὶ στὸ πλευρό του ἔτρεχε μιὰ ἀνοικτὴ φαρδιὰ πληγή, θαρρεῖς καμωμένη ἀπὸ λόγχη».
Ἀντίθετα ὁ Παπαδιαμάντης στὸ διήγημά του «Ἐξοχικὴ Λαμπρὴ» περιγράφει τὴν ὀρθόδοξη ἀτμόσφαιρα τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ ἔγινε κατὰ τρόπον παραδοσιακό, στὰ Καλύβια. Ἔψαλαν τὸν Κανόνα στὴν Ἐκκλησία καὶ ὕστερα «ἤναψαν τὰς λαμπάδας κ᾿ ἐξῆλθον ὅλοι εἰς τὸ ὕπαιθρον ν᾿ ἀκούσωσι τὴν Ἀνάστασιν. Γλυκείαν καὶ κατανυκτικὴν Ἀνάστασιν ἐν μέσῳ τῶν ἀνθούντων δένδρων, <τῶν> ὑπὸ ἐλαφρᾶς αὔρας σειομένων εὐωδῶν θάμνων, καὶ τῶν λευκῶν ἀνθέων τῆς ἀγραμπελιᾶς». Οἱ χωρικοὶ κοινώνησαν καὶ στὴν συνέχεια «περὶ τὴν μεσημβρίαν, μετὰ τὴν Β´ Ἀνάστασιν, οἱ χωρικοὶ τὸ ἔστρωσαν ὑπὸ τὰς πλατάνους παρὰ τὴν δροσερὰν πηγήν». Ἔφαγαν καὶ ἤπιαν. «Εἶτα ἤρχισαν τὰ ἄσματα. Ἐν πρώτοις τὸ Χριστὸς ἀνέστη, ὕστερον τὰ θύραθεν. Ὁ μπαρμπα-Μηλιὸς θελήσας νὰ ψάλῃ καὶ αὐτὸς τὸ Χριστὸς ἀνέστη, τὸ ἐγύριζε πότε εἰς τὸν ἀμανὲ καὶ πότε εἰς τὸ κλέφτικο». Ὁ μπαρμπα-Κίτσος ἔψαλε τὸ Χριστὸς ἀνέστη, ἀλλὰ παρὰ τὴν ἰδιοῤῥυθμία τῆς ψαλμωδίας «οὐδεὶς πότε ἔψαλεν ἱερὸν ἄσμα μετὰ πλείονος χριστιανικοῦ αἰσθήματος καὶ ἐνθουσιασμοῦ». Καὶ «περὶ τὴν δείλην εἶχεν ἀρχίσει ὁ χορός, χορὸς κλέφτικος».
Δηλαδή, ἐνῶ ὁ Καζαντζάκης περιγράφει μιὰ πνευματικὴ ζωὴ γεμάτη ἀγωνία καὶ σταύρωση, πληγὲς καὶ αἵματα, ὅπως φαίνεται καὶ σὲ ἄλλα κείμενά του, ἤτοι στὴν ἀσκητική του, ἐν τούτοις ὁ Παπαδιαμάντης ἐπιμένει στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὴν πανηγυρίζει ὁλόκληρη ἡ φύση, ἀλλὰ καὶ τὸ χαίρονται οἱ ἄνθρωποι μὲ ἱλαρότητα, φυσικότητα καὶ πολὺ ὀμορφιά.
Στὰ κείμενα αὐτῶν τῶν δύο μεγάλων λογοτεχνῶν μας παρουσιάζεται καὶ τὸ δεύτερο σημεῖο ποὺ ἀνέφερα πιὸ πάνω. Συγκεκριμένα ὁ Καζαντζάκης χωρίζει τοὺς ἀνθρώπους σὲ καλοὺς καὶ κακούς, μὲ βάση τὴν πουριτανικὴ ἠθική, ποὺ στηρίζεται στὸν ἀπόλυτο προορισμὸ καὶ τὸν εὐσεβιστικὸ ἀνθρωπισμό, ἐνῶ ὁ Παπαδιαμάντης ἀγκαλιάζει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους μὲ στοργὴ καὶ ἀγάπη. Δὲν ἀμνηστεύει τὰ ἐλαττώματά τους, ἀλλὰ τὰ βλέπει μέσα σὲ ὅλη τὴν προοπτικὴ τῆς προσωπικότητός τους, καθὼς ἐπίσης τὰ ἀφήνει στὴν Πρόνοια, τὸ ἔλεος καὶ τὴν κρίση τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἀποσπᾶ ἀνθρωποκεντρικὰ καὶ αὐτάρεσκα τὴν κρίση ἀπὸ τὸν Χριστό.
Ἐπίσης, καὶ στὰ δύο αὐτὰ κείμενα παρουσιάζονται καὶ ἑρμηνεύονται διάφορες ἐνέργειες δύο ζευγῶν Ἱερέων. Στὸν Καζαντζάκη περιγράφεται ὁ παπα-Φώτης καὶ ὁ παπα-Γρηγόρης, στὸν δὲ Παπαδιαμάντη ὁ παπα-Κυριακὸς καὶ ὁ παπα-Θοδωρής. Ὁ Καζαντζάκης εἶναι ἀπόλυτος καὶ τοὺς ἑρμηνεύει μέσα στὸ σχῆμα ὁ καλὸς καὶ ὁ κακός. Ὁ Παπαδιαμάντης δὲν θέτει τέτοιες διαχωριστικὲς γραμμές, βλέπει τὰ ἐλαττώματα, ἀλλὰ τελικὰ τονίζει τὴν μετάνοια καὶ τὸ ὀρθόδοξο ἦθος.
Στὸν Καζαντζάκη ὁ παπα-Γρηγόρης χαρακτηρίζεται «φαταούλας», «τραγογένης», «θεομπαίχτης», «ψεύτης», εἶναι παπὰς «μὲ τὴν γεμάτη κοιλιά... μὲ τὰ διπλὰ προγούλια». Γράφει ἔντονα ἀπαξιωτικὰ καὶ καταδικαστικὰ γιὰ τὸν παπα-Γρηγόρη. Τὸ ἴδιο πνεῦμα παρατηρεῖται καὶ στοὺς ἄλλους χωριανούς, ὅπως τὸν γερο-Πατριαρχέα, τὸν Χατζη-Νικολῆ, τὸν γερο-Λαδᾶ, τὴν Κατερίνα, τὴν χήρα κλπ. Ἀντίθετα ὁ παπα-Φώτης, γιὰ τὸν Καζαντζάκη, ἦταν ὁ καλὸς παπάς, ποὺ δὲν ἔχει κανένα ψεγάδι ἐπάνω του καὶ ἀγωνίζεται γιὰ τὸ ποίμνιό του, ποὺ πεινοῦσε. «Μπροστάρης πήγαινε ἕνας παπὰς ἡλιομαυρισμένος, ἀδύναμος, μὲ μεγάλα μαῦρα μάτια ποὺ πετοῦσαν φωτιὲς κάτω ἀπὸ τ᾿ ἄγρια φρύδια, μὲ ἀριὰ γκρίζα γένια σφηνωτά. Ἕσφιγγε στὴν ἀγκαλιά του ἕνα βαρὺ Εὐαγγέλιο ἀσημοδεμένο καὶ φοροῦσε τὸ πετραχήλι του». Εἶναι σαφὴς ἡ διαλεκτικὴ ἀντίθεση μεταξὺ καθαρῶν καὶ μὴ καθαρῶν ἱερέων. Πρόκειται γιὰ ἕναν καθαρὸ πουριτανισμὸ καὶ εὐσεβισμό.
Στὸν Παπαδιαμάντη ὅμως δὲν παρατηροῦνται τέτοιες διαλεκτικὲς ἀντιθέσεις. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἁμαρτωλοὶ καὶ ὅλοι ἔχουν στοιχεῖα καὶ σημεῖα βδελυκτὰ ἐνώπιόν του Θεοῦ καὶ ἀναζητοῦν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ φαίνεται στὴν «Ἐξοχικὴ Λαμπρή», στὶς ἀντιδράσεις μεταξύ του παπα-Κυριακοῦ καὶ τοῦ παπα-Θοδωρῆ, ἰδιαιτέρως στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀντέδρασε ὁ παπα-Κυριακὸς στὴν ἐσφαλμένη εἴδηση τοῦ υἱοῦ του Ζάχου. Κάνοντας ὁ παπα-Κυριακὸς τὴν Ἀνάσταση στὰ Καλύβια, ἔμαθε ἀπὸ τὸν γυιό του ὅτι ὁ παπα-Θοδωρὴς τοῦ ἔκλεβε τὶς λειτουργιές, ποὺ λειτουργοῦσε στὸν κεντρικὸ Ναό, ἐνῶ, ὅπως ἀποδείχθηκε ἀργότερα, δὲν ἔκανε κάτι τέτοιο. Ἀναστατώνεται ὁ παπα-Κυριακός, ὁ ὁποῖος, γνήσιος ἐκπρόσωπος τοῦ ἑλληνικοῦ Κλήρου, «πλὴν μικροῦ ἐλευθεριασμοῦ, ἦτο κατὰ πάντα ἄμεπτος». Ὁ παπα-Κυριακὸς φαινόταν ὡς πλεονέκτης, γιατί ἤθελε νὰ μεγαλώσῃ τὰ παιδιά του, λίγο δύσπιστος ἀλλὰ «ἀνοικτόκαρδος». Μὲ τὴν πληροφορία ποὺ τοῦ μετέφερε ὁ υἱός του ἀγανάκτησε, δὲν συγκρατήθηκε, ἁμάρτησε, ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ πάῃ ἐκείνη τὴν ὥρα νὰ συλλάβῃ ἐπ᾿ αὐτοφόρῳ τὸν συνεφημέριό του, ἀλλὰ στὸν δρόμο, στὸν νερόμυλο, αἰσθάνθηκε τὴν πτώση του καὶ «ποιήσας τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ -ἥμαρτον, Κύριε, εἶπεν, ἥμαρτον, μὴ μὲ συνερισθῇς». Καὶ στὴν συνέχεια: «ἠσθάνθη δάκρυ βρέχον τὴν παρειάν του. -Ὦ, Κύριε, εἶπεν ὁλοψύχως, ἥμαρτον, ἥμαρτον! Σὺ παρεδόθης διὰ τὰς ἁμαρτίας μας, καὶ ἡμεῖς σὲ σταυρώνομεν κάθε μέρα». Ἐπέστρεψε καὶ ἔτσι τελείωσε τὴν θεία Λειτουργία, ὅμως «αὐτὸς δὲν ἐκοινώνησε, ἐπιφυλαττόμενος νὰ τὸ εἴπῃ εἰς τὸν πνευματικόν, καὶ πρόθυμος νὰ δεχθῇ τὸν κανόνα».
Στὸν Παπαδιαμάντη δὲν παρατηρεῖ κανεὶς οὔτε ἴχνος πουριτανισμοῦ καὶ εὐσεβισμοῦ, δὲν χωρίζει τοὺς Κληρικοὺς σὲ καλοὺς καὶ κακούς, δὲν κρίνει τὸν παπα-Κυριακό, ἀλλὰ καὶ αὐτὴν τὴν πτώση του τὴν ἀντιμετωπίζει μὲ συμπάθεια καὶ τὴν ἐντάσσει στὸ κλίμα τῆς μετανοίας. Ὁ Παπαδιαμάντης ἐκφράζει τὴν ἄποψη ὅτι ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ καὶ ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη τοῦ ἐλέους καὶ τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ. Μόνον ὁ Θεὸς εἶναι καθαρὸς καὶ μὲ τὴν ἀπόλυτη σημασία τῆς λέξεως ἅγιος. «Εἷς μόνος ἅγιος, εἷς μόνος Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός». Αὐτὸ τὸ βλέπουμε σὲ πολλὰ κείμενά του, ἰδίως στὸ «Ἔρωτας στὰ χιόνια» καὶ «Χωρὶς στεφάνι».
Ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ὁ Καζαντζάκης εἶναι δύο μεγάλοι λογοτέχνες, οἱ ὁποῖοι ἐκφράζουν καὶ διατυπώνουν στὰ κείμενά τους ἐκφράσεις τῆς κοινωνίας μας. Ὅμως διαφορετικὴ εἶναι ἡ προοπτικὴ μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία παρατηροῦν τὴν κοινωνία μας, καὶ βεβαίως ἐκφράζουν δύο ἑρμηνευτικὲς παραδόσεις. Αὐτὸ φαίνεται σὲ ὅλο τὸ ἔργο τους. Ὁ Καζαντζάκης ἔχει ἐπηρεασθῆ ἀπὸ τὴν θρησκευτικότητα ποὺ παρατηρεῖται στὴν Δύση, εἴτε μὲ τὴν μορφὴ τοῦ Παπισμοῦ, εἴτε μὲ τὴν μορφὴ τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ἐνῶ ὁ Παπαδιαμάντης ἔχει ἐπηρεασθῆ ἀπὸ τὶς παραδόσεις τοῦ λαοῦ, τοὺς φιλοκαλικοὺς Πατέρες καὶ τὸ Ἅγιον Ὅρος, τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ζωὴ τῆς Ρωμηοσύνης.
Προσωπικὰ μὲ ἱκανοποιεῖ ἀφάνταστα ὁ Παπαδιαμάντης, γιατὶ βλέπει τὸν κόσμο μὲ φιλανθρωπία, ἀρχοντικὴ ἀγάπη, τρυφερότητα καὶ εὐαισθησία, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη αὐτομεμψία καὶ νομίζω ὅτι ἂν ἔβαζαν τὸν Παπαδιαμάντη νὰ κρίνῃ τὸν Καζαντζάκη, θὰ τὸν ἄφηνε στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ δείχνει τὴν πνευματικὴ ἀρχοντιὰ τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου