Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2013

Το πρόβλημα των θρησκευτικών στα σχολεία

Το πρόβλημα των θρησκευτικών στα σχολεία
Τὸ ὁμολογιακὸ μάθημα εἶναι ἀνοικτὸ καὶ ἀπεριόριστο.

Τὸ ἀνοικτὸ ἀνθρωπίνως εἶναι τὸ κλειστὸ καὶ ἀνυπόφορο...

Εἶναι ἀδιάσπαστη ἡ σχέσι ἀλήθειας καὶ ἀγάπης.
Δὲν ὑπάρχει ἡ μία χωρὶς τὴν ἄλλη.

***

Τὸ πρό­βλη­μα τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν στὰ σχο­λεῖ­α
Μία ἁγιορείτικη θεώρησι

Ἀρχιμ. Βασιλείου Ἰβηρίτου

Ἀ­κοῦ­με τὸ θέ­μα ποὺ ὑ­πάρ­χει. Κα­τα­λα­βαί­νου­με τὰ προ­βλή­μα­τα. Δε­χό­μα­στε τὶς δυσκολίες. Ὑ­πάρ­χουν και­νούρ­γι­ες συν­θῆ­κες ζω­ῆς. Βρί­σκον­ται μα­ζὶ μὲ τὰ ὀρ­θό­δο­ξα παι­δι­ὰ τῆς Ἑλ­λά­δος ξέ­να, ἄλ­λης κα­τα­γω­γῆς καὶ ἄλ­λων πα­ρα­δό­σε­ων.

Πρέ­πει νὰ βρε­θῆ ἕ­νας τρό­πος νὰ μπο­ρέ­σω­με νὰ συμ­βι­ώ­νω­με, νὰ ἀ­νε­χό­μα­στε τὸν ἄλ­λον τῆς ἄλ­λης πα­ρα­δό­σε­ως. Βρι­σκό­μα­στε σὲ νέ­α ἐ­πο­χή. Εὔ­κο­λα με­τα­κι­νοῦν­ται πλη­θυ­σμοί. Μεταφέρον­ται πλη­ρο­φο­ρί­ες, γνώ­σεις καὶ ἐμ­πο­ρεύ­μα­τα.

Πρέ­πει νὰ εἶ­ναι τὸ σχο­λεῖ­ο ἀ­νοιχ­τό, ἀ­νε­κτι­κό. Καὶ τὰ δι­κά μας παι­δι­ὰ νὰ τὸ κα­τα­λά­βουν, νὰ τὸ δε­χθοῦν. Καὶ τὰ ξέ­να παι­δι­ὰ νὰ μὴν αἰ­σθά­νων­ται ξέ­να, ἀλ­λὰ νὰ τρέ­φων­ται ἀ­πὸ τὴ μι­ὰ πηγὴ τῆς ἀ­λή­θει­ας.

Γί­νε­ται συ­ζή­τη­σι. Προ­βλη­μα­τί­ζον­ται πολ­λοί. Προ­τεί­νον­ται λύ­σεις: τὸ σχο­λεῖ­ο νὰ ἔ­χη ἕ­να χα­ρα­κτῆ­ρα θρη­σκει­ο­λο­γι­κό. Νὰ μεί­νη ὁ­μο­λο­γι­α­κὸ ἐ­φό­σον ἡ συν­τρι­πτι­κὴ πλει­ο­ψη­φί­α, σχε­δὸν ὁλό­της, εἶ­ναι ὀρ­θό­δο­ξη. Νὰ πά­ρη χα­ρα­κτῆ­ρα πι­ὸ ἀ­νοιχ­τό, μὲ γνω­σι­ο­λο­γι­κὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο.

Τὰ ἀ­κοῦ­με, τὰ βλέ­πο­με, τὰ κα­τα­νο­οῦ­με. Ὑ­πάρ­χει πρό­βλη­μα. Ἀλ­λὰ ἔτ­σι ποὺ τί­θε­ται προκα­λεῖ δυ­σκο­λί­ες. Δη­μι­ουρ­γοῦν­ται ἀν­τι­μα­χό­με­νες πα­ρα­τά­ξεις.

Ὅ­λοι ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται ὅ­τι ξε­κι­νοῦν ἀ­πὸ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α. Δὲν ἀρ­νοῦν­ται ἀλ­λὰ κηρύτ­τουν τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη πα­ρά­δο­σι. Ἀλ­λὰ ἐ­νῶ αὐ­τὰ λέ­γον­ται οἱ δι­α­φω­νί­ες ὑ­πάρ­χουν. Τὸ χά­σμα φαί­νε­ται με­γά­λο.

* * *

Βλέ­πον­τας τὸ θέ­μα ὅ­λο ἀ­πὸ τὴ δι­κή μας πλευ­ρὰ τὸ βλέ­πο­με σο­βα­ρὸ καὶ ταυ­τό­χρο­να ἀνύ­παρ­κτο.

Ἐρ­χό­με­νοι στὸ Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος μπαί­νο­με σὲ ἕ­να σχο­λεῖ­ο. Γι­νό­μα­στε ἰ­σό­βι­οι μα­θη­τές. Σπουδά­ζο­με καὶ ζοῦ­με τὴ λει­τουρ­γι­κὴ θε­ο­λο­γί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Ἐ­δῶ βρί­σκο­με τὴν ἀ­πάν­τη­σι γι­ὰ τὸ θέ­μα. "Ἐν αὐ­τῇ γὰρ ζῶ­μεν καὶ κι­νού­με­θα καί ἐ­σμεν". Νοι­ώ­θο­με νὰ εἶ­ναι κά­τι ἄλ­λο πα­ναν­θρώ­πι­νο καὶ θε­ϊ­κό. Δὲν εἶ­ναι μι­ὰ θρη­σκευ­τι­κὴ ἄ­πο­ψι. Εἶ­ναι μι­ὰ θε­ο­φά­νει­α· φα­νέ­ρω­σι τοῦ ἀ­ο­ρά­του, ἀ­κα­τα­λή­πτου καὶ ἀ­προ­σί­του Θε­οῦ.

Στὶς ἀν­τιρ­ρή­σεις ποὺ μπο­ρεῖ νὰ προ­κλη­θοῦν ἀ­πὸ τὰ λε­γό­με­νά μας, ἁ­πλῶς λέ­με: ἀ­φῆ­στε μας νὰ μι­λή­σω­με γι­ὰ τὸ θέ­μα. Ἀ­φῆ­στε μας νὰ σι­ω­πή­σω­με. Νὰ πᾶ­με στὴν ἄ­κρη. Νὰ μὴν ἐμποδίζω­με κα­νέ­να. Νὰ ποῦ­με: "Ἔρ­χου καὶ ἴ­δε" (Ἰ­ω. 1, 46). Δὲν μπο­ρεῖς νὰ πῆς τὰ ἄρ­ρη­τα.

* * *

Ζῶν­τας μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α ἐκ­πλήτ­τε­σαι. Δὲν πλη­σι­ά­ζεις τὸ μυ­στή­ρι­ο τῆς ζω­ῆς διανοητι­κά. Γνω­ρί­ζεις τὸν Θε­ὸ ὡς πλη­σμο­νὴ ἀ­γά­πης, ἀ­λή­θει­ας καὶ κάλ­λους. Βαφ­τί­ζε­σαι ὁλόκληρος στὰ νά­μα­τα τῆς χά­ρι­τος.

Γνω­ρί­ζο­με τὴν ἄ­φα­τη ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ: Γί­νε­ται ἄν­θρω­πος. Τα­πει­νώ­νε­ται. Θυ­σι­ά­ζε­ται. Δὲν κρί­νει κα­νέ­να. Δέ­χε­ται νὰ κρι­θῆ ἀ­πὸ ὅ­λους. Τὰ πάν­τα ὑ­πο­μέ­νει γι­ὰ νὰ σώ­ση τὸν ἄν­θρω­πο, γι­ὰ νὰ σώ­ση τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α του. Πα­ρα­ξε­νεύ­ε­σαι καὶ μέ­νεις ἄ­φω­νος μπρο­στὰ σ' αὐ­τὴ τὴν ταπείνω­σι, τὸ ἔ­λε­ος, τὴ φι­λαν­θρω­πί­α.

Βλέ­πεις πῶς ἐ­πεμ­βαί­νει. Δὲν τι­μω­ρεῖ τὸν ἀ­δύ­να­το. Αἴ­ρει τὴν ἁ­μαρ­τί­α τοῦ κό­σμου. Κατακρί­νει τὴν ἁ­μαρ­τί­α ἐν τῇ ἑ­αυ­τοῦ σαρ­κί. Σὲ ἐκ­πλήτ­τει μὲ τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρά του.

Εἶ­ναι ὁ Παν­το­κρά­τωρ καὶ παν­το­δύ­να­μος. Πο­λι­τεύ­ε­ται ὡς ἀ­δύ­να­τος καὶ ἀ­νύ­παρ­κτος γι­ὰ νὰ μπο­ρέ­ση νὰ ἀ­να­πτυ­χθῆ ὁ ἄν­θρω­πος.

Φεύ­γει ἀ­πὸ ἀ­γά­πη. "Συμ­φέ­ρει ὑ­μῖν ἵ­να ἐ­γὼ ἀ­πέλ­θω". Καὶ τὴν ἴ­δι­α στιγ­μὴ εἶ­ναι ὁ ἀοράτως πα­ρὼν ποὺ τὰ κά­νει ὅ­λα γι­ὰ τὴ σω­τη­ρί­α ὅ­λων. Εἶ­ναι ὁ προ­σφέ­ρων καὶ προ­σφε­ρό­με­νος καὶ προσ­δε­χό­με­νος καὶ δι­α­δι­δό­με­νος στὴ σω­τη­ρί­α τοῦ σύμ­παν­τος κό­σμου. Ἡ διαγωγή Του μᾶς κρίνει.

Μέ­γα τὸ μυ­στή­ρι­ο τοῦ Θε­οῦ. Μέ­γα τὸ μυ­στή­ρι­ο τοῦ ἀν­θρώ­που· τοῦ μι­κροῦ, τοῦ ἄρρωστου, φυ­λα­κι­σμέ­νου καὶ ξέ­νου.

Εἶναι Θεὸς καὶ γί­νε­ται ἄν­θρω­πος. Εἶναι Θεάνθρωπος καὶ ὁ­μο­λο­γεῖ: "Ἐ­γώ εἰ­μι σκώ­ληξ καὶ οὐκ ἄν­θρω­πος". Ταπεινώνεται. Πάει πιὸ κάτω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Θέ­λει νὰ σώ­ση τὸν περιφρονημέ­νο καὶ ἐ­λά­χι­στο. Θέλει νὰ θεώση τὸ ἀνθρώπινο.

Δὲν εἶ­ναι ἄλ­λο ἡ ὁ­μο­λο­γί­α τῆς θε­ϊ­κῆς δυ­νά­με­ως καὶ τοῦ κύ­ρους· καὶ ἄλ­λη ἡ συν­τρι­βὴ τῆς τα­πει­νώ­σε­ώς Του. Τὸ "ἐ­γώ εἰ­μι σκώ­ληξ καὶ οὐκ ἄνθ­ρω­πος" λέ­ει δι­ὰ τῆς δι­α­γω­γῆς του ξεκάθα­ρα: Ἐ­γὼ εἶ­μαι Θε­ὸς καὶ ὄ­χι ἄν­θρω­πος.

Μό­νον ἕ­νας Θε­ὸς μπο­ρεῖ τό­σο νὰ τα­πει­νω­θῆ καὶ νὰ φα­νε­ρώ­ση τὴ θε­ϊ­κὴ δό­ξα τῆς ταπεινώ­σε­ως.

Καὶ γι­ὰ τὸν πιστὸ· δὲν εἶ­ναι ἄλ­λο ἡ ὁ­μο­λο­γί­α τῆς πί­στε­ως καὶ ἄλ­λο ἡ προ­σφο­ρὰ τῆς ἀγάπης πρὸς ὅλο τὸν κόσμο. Τὸ ἕνα πολύτιμο ποὺ ἔχει νὰ προσφέρη εἶναι ἡ ἀλήθεια τῆς πίστεως.

Ἀ­μέ­σως δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ἄλ­λο κλί­μα. Ἀ­πο­κτᾶς ἄλ­λη συ­νεί­δη­σι τοῦ τί εἶ­ναι Θε­ός, τί κό­σμος καὶ τί ἄν­θρω­πος. Δὲν παίρ­νεις θέ­σι ἀ­μυ­νο­μέ­νου, ἀλ­λὰ γε­μί­ζεις μὲ τὸ δέ­ος τοῦ προ­σκυ­νη­τοῦ ποὺ συγ­κλο­νί­ζε­ται ἀ­πὸ τὸ θε­ϊ­κὸ με­γα­λεῖ­ο τῆς ἀ­γά­πης ποὺ σὲ πε­ρι­βάλ­λει.

Ἀ­πο­κτᾶς ἄλ­λες αἰ­σθή­σεις. Γί­νε­σαι μι­ὰ αἴ­σθη­σι. Κά­νεις δι­ά­γνω­σι τῆς ἀ­ξί­ας τοῦ κά­θε ἀνθρώ­που καὶ πράγ­μα­τος. Γνω­ρί­ζεις τὸν Ἄ­γνω­στο. Πλη­σι­ά­ζεις τὸν ἄ­φθα­στο. Αὐ­τὸς σὲ πλη­σι­ά­ζει. Γι' αὐ­τὸ τὸ "γνόν­τες τὸν Θε­ὸν" ἐκ­φρά­ζε­ται μὲ τὸ "γνω­σθέν­τες ὑ­πὸ τοῦ Θε­οῦ" (Γαλ. 4, 9).

Ὅ­λα με­τροῦν­ται δι­α­φο­ρε­τι­κά, με­τα­μορ­φώ­νον­ται θε­ϊ­κά. Ὅ­λα εἶ­ναι φα­νέ­ρω­σι αὐ­τῆς τῆς ἀ­γά­πης· καὶ ὅ­ταν μᾶς συμ­πα­ρα­στέ­κε­ται στορ­γι­κὰ καὶ ὅ­ταν μᾶς ἐγ­κα­τα­λεί­πει δι­α­κρι­τι­κά.

Στὸν ἀ­πό­στο­λο Πέ­τρο ποὺ ζη­τᾶ νὰ βα­δί­ση ἐ­πὶ τῶν ὑ­δά­των καὶ νὰ ἔλ­θη πρὸς Αὐ­τόν, ἀ­πὸ ἀ­γά­πη τοῦ δί­δει τὴ δύ­να­μι. Στὴ συ­νέ­χει­α, ἀ­πὸ τὴν ἴ­δι­α ἀ­γά­πη κι­νού­με­νος αἴ­ρει τὴν χά­ρι Του, καὶ ὁ Πέ­τρος βυ­θί­ζε­ται. Τό­τε ἀ­πὸ μέ­σα του φυ­σι­ο­λο­γι­κὰ βγαί­νει ἡ κραυ­γή· Ἐ­πι­στά­τα ἀ­πολ­λύ­με­θα, σῶ­σε μας.

Ἡ με­γα­λω­σύ­νη τοῦ Θε­οῦ φα­νε­ρώ­νε­ται στὴ θυ­σί­α τῆς ἀ­γά­πης καὶ στὴν κέ­νω­σι τῆς προσφο­ρᾶς. Τὸ με­γα­λεῖ­ο τοῦ ἀν­θρώ­που βρί­σκε­ται καὶ ἀ­να­πτύσ­σε­ται μέ­σα στὸ πνεῦ­μα τῆς εὐγνω­μο­σύ­νης, τῆς ὑ­πο­μο­νῆς καὶ τῆς εὐ­χα­ρι­στί­ας πρὸς Αὐ­τὸν ποὺ προ­σφέ­ρε­ται ὡς τρο­φὴ τοῦ παν­τὸς κό­σμου, ὡς ἄρ­τος οὐ­ρά­νι­ος, με­λι­ζό­με­νος καὶ μὴ δι­αι­ρού­με­νος, πάντοτε ἐσθι­ό­με­νος καὶ μη­δέ­πο­τε δα­πα­νώ­με­νος. Στέλ­νει τὸ Πνεῦ­μα του, τὸ ἀ­πα­θῶς με­ρι­ζό­με­νον καὶ ὁ­λο­σχε­ρῶς μετεχόμε­νον. Σὲ κά­θε ἅ­για με­ρί­δα θεί­ου Ἄρ­του βρί­σκε­ται ὅ­λος ὁ Χρι­στὸς. Σὲ κά­θε χά­ρι­σμα ὅ­λα τὰ χα­ρί­σμα­τα τοῦ Πνεύ­μα­τος. Ἔτ­σι ὁ καθένας τρέφεται μὲ τὴν χάρι τῆς αἰωνιότητος.

Μὲ τὴν ὑ­πο­μο­νὴ καὶ τὴν ἀ­γά­πη δέ­χε­ται ὁ ἄν­θρω­πος τὴ θεί­α ἐ­πί­σκε­ψι. Ὅ­λα εἶ­ναι εὐλογία: Ὅ­ταν μᾶς χα­ρί­ζη τὴν ὑ­γεί­α, μᾶς τρέ­φει πνευ­μα­τι­κά. Ὅ­ταν ἐ­πι­τρέ­πη δο­κι­μα­σί­ες, μᾶς χαρί­ζει τὰ ἀ­νέλ­πι­στα. Στὸ τέ­λος πι­ὸ με­γά­λη πα­ρά­κλη­σι καὶ ἀ­στεί­ρευ­τη χα­ρὰ ἔρ­χε­ται ἀ­πὸ τὶς δοκιμα­σί­ες. Οὔ­τε χαί­ρε­σαι μό­νο στὴ χα­ρά, οὔ­τε στυ­γνά­ζεις στὴ θλί­ψι. Ἀ­να­παύ­ε­σαι σὲ Αὐ­τὸν ποὺ εἶ­ναι Θε­ὸς ἐ­λέ­ους, οἰ­κτιρ­μῶν καὶ φι­λαν­θρω­πί­ας. Κα­τα­λή­γεις σὲ μί­α αἴ­τη­σι: Γε­νη­θή­τω τὸ θέ­λη­μά σου. Χω­ρὶς αὐ­τὸν τί­πο­τε δὲν ἔ­χει νό­η­μα. Μὲ τὴ χά­ρι Του ὅ­λα με­τα­τρέ­πον­ται, πρὸ παν­τὸς τὰ ἐπώ­δυ­να, σὲ εὐ­λο­γί­ες.

Ὁ ἄν­θρω­πος πλάσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ μιὰ ψυχὴ ποὺ ξεπερνᾶ τὴν ἀξία ὅλου τοῦ κόσμου, καὶ μὲ μιὰ δίψα ποὺ δὲν σβήνει μὲ ὅλες τὶς χαρὲς καὶ τὶς ἐπιτυχίες. Ὅ­λο τὸν κό­σμο νὰ τοῦ δώ­σης μέ­νει ἀ­νι­κα­νο­ποί­η­τος καὶ νη­στι­κός. Στὸ ἐ­λά­χι­στο τὸ θε­ϊ­κὸ χάρισμα βρί­σκει τὸ πᾶν ποὺ ἀ­κα­τά­παυ­στα ξε­περ­νι­έ­ται καὶ πά­ει πα­ρα­πέ­ρα. Αὐ­τὸ τὸ ἐ­λά­χι­στο μὲ τὸν ἀ­τε­λεύ­τη­το δυναμισμὸ δὲν κα­τορ­θώ­νε­ται μὲ ἱ­κα­νό­τη­τες καὶ προ­σπά­θει­ες ἀν­θρώ­πι­νες. Εἶ­ναι δῶ­ρο τοῦ Ἑ­νὸς ποὺ δί­δε­ται ἐ­ξαίφ­νης στὸν ἐ­λά­χι­στο καὶ τα­πει­νὸ ποὺ μό­νον ἀ­γα­πᾶ, ὑ­πο­μέ­νει καὶ ἐλ­πί­ζει, ἀ­κό­μα καὶ ὅ­ταν ὅ­λα χά­νων­ται.

Ἔ­χει σαρ­κω­θῆ ἡ ἀ­λή­θει­α τῆς ἀ­γά­πης ποὺ κα­ταρ­γεῖ τοὺς χω­ρι­σμοὺς καὶ τὸν θά­να­το. Αὐτὴ τὴ σαρ­κω­θεῖ­σα ἀ­λή­θει­α καὶ τὴν ἀ­γά­πη γνω­ρί­ζο­με. Αὐ­τὴ μᾶς ἔ­φε­ρε ἐκ τοῦ μὴ ὄν­τος εἰς τὸ εἶ­ναι. Αὐ­τὴ μᾶς σώ­ζει δω­ρε­άν. Αὐ­τὴν ὁ­μο­λο­γοῦ­με καὶ κη­ρύτ­το­με. Σ' αὐ­τὴν ἐγ­κα­τα­λεί­πομε τὴν ζω­ὴν ἡμῶν ἅ­πα­σαν καὶ τὴν ἐλ­πί­δα. Σ' αὐ­τὴν ἐγ­κα­τα­λεί­πομε τὰ παι­δι­ὰ ὅ­λου τοῦ κό­σμου γι­ὰ νὰ προ­κό­ψουν.

* * *

Τὸ σύ­νο­λο τῆς ζω­ῆς στὴν Ἐκ­κλη­σί­α γνω­ρί­ζε­ται ὡς μί­α ἑ­ορ­τή, ἕ­να πα­νη­γύ­ρι χα­ρᾶς. Μέ­σα σ' αὐ­τὸ τὸ πα­νη­γύ­ρι τῆς ζω­ῆς καὶ τῆς εὐ­φρο­σύ­νης βά­ζει ἡ ὀρ­θό­δο­ξη ἀ­γω­γὴ τὰ παι­δι­ά. Νοι­ώ­θουν τὴ ζε­στα­σι­ὰ τῆς ἀ­γά­πης καὶ τὴ χα­ρὰ τοῦ παι­χνι­δι­οῦ.

Ὅ­σο περ­νᾶ ὁ και­ρὸς καὶ με­γα­λώ­νουν, γεν­νι­οῦν­ται μέ­σα τους νέ­α ἐ­ρω­τή­μα­τα καὶ προβλή­μα­τα: Φυ­σι­ο­λο­γι­κὰ ἔρ­χον­ται καὶ οἱ ἀ­παν­τή­σεις. Τό­τε βλέ­πουν τὰ ἁ­πλὰ λό­γι­α, οἱ ἦ­χοι καὶ οἱ εἰ­κό­νες τῆς λει­τουρ­γι­κῆς θε­ο­λο­γί­ας, νὰ ἔ­χουν τό­σο πε­ρι­ε­χό­με­νο καὶ βά­θος ποὺ οὔ­τε τὸ καταλά­βαι­νες οὔ­τε τὸ χρει­α­ζό­σουν ὅ­ταν ἤ­σουν μι­κρὸ παι­δί.

Τὸ παι­δὶ χαί­ρε­ται τὰ παι­χνί­δι­α καὶ τὴ ζω­ή. Λυ­πᾶ­ται μι­ὰ στιγ­μὴ γι­α­τὶ τὰ χά­νει (τὰ παιχνίδια τοῦ παι­δι­οῦ καὶ τὴ νε­ό­τη­τα τοῦ ἐ­φή­βου). Αὐ­τὰ ποὺ ἀ­κο­λου­θοῦν εἶ­ναι ἐκ­πλη­κτι­κώ­τε­ρα καὶ μο­νι­μώ­τε­ρα. Μπαί­νει στὴν πα­ρά­δο­σι τοῦ Ἀ­πο­στό­λου ποὺ ὁ­μο­λο­γεῖ: "ὅ­ταν ἀ­σθε­νῶ τό­τε δυνα­τός εἰ­μι". "Χαί­ρω ἐν τοῖς πα­θή­μα­σί μου". Καὶ μὲ τὴν πά­ρο­δο τοῦ χρό­νου. Ἔρ­χον­ται δυσκολί­ες. Δὲν στα­μα­τοῦν τὰ βά­σα­να. Ἀλ­λὰ τὰ πάν­τα με­τα­βάλ­λον­ται σὲ εὐ­λο­γί­α καὶ ἀ­γαλ­λί­α­σι.

Ὁ δη­μι­ουρ­γὸς καὶ προ­νο­η­τὴς τῆς ζω­ῆς μας, κά­θε φο­ρὰ μᾶς δί­δει αὐ­τὸ ποὺ χρειαζόμαστε. Ὅ­λα δι' Αὐ­τοῦ ἀ­πο­δει­κνύ­ον­ται κα­λά: ὁ σταυ­ρός, οἱ πει­ρα­σμοί, οἱ δο­κι­μα­σί­ες.

Ἐ­νι­σχύ­ε­σαι ἀ­πὸ τὶς δο­κι­μα­σί­ες, καὶ δυ­να­μώ­νεις ἀ­πὸ τὶς ἀ­σθέ­νει­ες. Τρέ­φον­ται οἱ ρί­ζες σου ἀ­πὸ τὶς πί­κρες τῆς ζω­ῆς καὶ βλα­στά­νουν τὰ κλα­δι­ά σου στοὺς φω­τει­νοὺς οὐ­ρα­νοὺς τῆς ἐλευ­θε­ρί­ας καὶ τῆς ἐ­πε­κτά­σε­ως.

Δὲν δι­δά­σκε­σαι ἐγ­κυ­κλο­παι­δι­κὰ τὸ φαι­νό­με­νο τῆς θρη­σκεί­ας. Ζῆς τὴν πραγμα­τι­κό­τη­τα ὅ­τι ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἀ­γά­πη. Καὶ πλάθεσαι ἀπ' αὐτήν.

Ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι τό­σο με­γά­λος καὶ εὔ­σπλαγ­χνος ποὺ σὲ ἀ­φή­νει νὰ τὸν ἀρ­νη­θῆς ἂν πέ­σης στὸν πει­ρα­σμὸ τῆς ἀ­φρο­σύ­νης, ὅ­πως ἔ­γινε μὲ τὸν ἄ­σω­το υἱ­ό. Ὁ πα­τέ­ρας δὲν τὸν τι­μω­ρεῖ (οὔ­τε πε­ρισ­σό­τερ τὸν θα­να­τώ­νει) ἐ­πει­δὴ τὸν ἀρ­νεῖ­ται. Ἀλ­λὰ τὸν ἀ­φή­νει νὰ πά­η ὅ­που θέ­λει. Καὶ ἡ πατρι­κή του ἀ­γά­πη πη­γαί­νει πρὶν ἀ­π' αὐ­τόν. Τὸν συ­νο­δεύ­ει δι­α­κρι­τι­κά, χω­ρὶς νὰ τὸν βλέ­πη ὁ ἄσω­τος. Καὶ ἀρ­νού­με­νος τὸν πα­τέ­ρα ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται τὴν χά­ρι Του. Θυ­μᾶ­ται τὸ σπί­τι Του. Καὶ μό­νος του γυ­ρί­ζει στὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α τῆς ἀ­γά­πης ποὺ ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται μὲ τὴν ὑ­πα­κο­ὴ στὴν ἀ­λή­θει­α ποὺ εἶ­ναι ὁ Θε­ὸς πα­τέ­ρας.

Ὅ,τι ἐ­πι­τρέ­πει τὸ ἐ­πι­τρέ­πει ἀ­πὸ ἀ­γά­πη γι­ὰ τὸ κα­λό μας. Πρέ­πει νὰ καλ­λι­ερ­γη­θῆ τὸ χωρά­φι γι­ὰ νὰ δώ­ση καρ­πό. Πρέ­πει νὰ πε­ρά­ση δο­κι­μα­σί­ες σταυ­ρῶν καὶ πει­ρα­σμῶν ὁ ἄν­θρω­πος γι­ὰ νὰ φτά­ση στὴν εὐ­αι­σθη­σί­α νὰ παίρ­νη δι' ὀ­λί­γων τὰ πολ­λὰ καὶ ἀ­πὸ τὸν πό­νο τὴν πα­ρη­γο­ρι­ά.

Κά­νον­τας ὑ­πο­μο­νὴ στὸν ἀ­γῶ­να σου, κα­τὰ τὴν πι­ὸ δύ­σκο­λη στιγ­μὴ ποὺ φτά­νεις νὰ λυγίσης· ἔρ­χε­ται καὶ σὲ βρί­σκει. Μέ­νει μα­ζί σου καὶ σὲ πα­ρη­γο­ρεῖ.

Πα­ρα­ξε­νεύ­ε­σαι τό­τε καὶ λές: "Πό­θεν μοι τοῦ­το"; Πῶς ἔ­γι­νε αὐ­τὸ σὲ μέ­να ποὺ ὅ­λοι μὲ πε­ρι­φρό­νη­σαν μὲ τὶς θε­ω­ρί­ες τους. Σὲ μέ­να ποὺ εἶ­μαι ἄ­ξι­ος κά­θε κα­τα­δί­κης μὲ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες μου. Καὶ ζῆς τὸ γε­γο­νὸς τῆς θεί­ας ἐ­πι­σκέ­ψε­ως καὶ πα­ρα­κλή­σε­ως. Ζῆς τὸ θαῦ­μα τῆς θεί­ας πα­ρου­σί­ας. Νοι­ώ­θεις τὸ θαῦ­μα πῶς δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ὁ κό­σμος ἐκ τοῦ μὴ ὄν­τος ἀ­πὸ πε­ρίσ­σευ­μα ἀ­γά­πης. Πῶς σαρ­κοῦ­ται ὁ Λό­γος καὶ Θε­ός. Πῶς ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­σι, ὁ ἄν­θρω­πος, ἡ Παρ­θέ­νος Μα­ρί­α γεν­νᾶ τὸν Θε­ὸ καὶ ἀ­να­δει­κνύ­ε­ται Θε­ο­τό­κος.

Αὐ­τὰ εἶ­ναι ὑ­πὲρ φύ­σιν καὶ αἴ­σθη­σιν, ἀλ­λὰ ἔτσι ἐ­νερ­γεῖ ὁ Θε­ός. Καὶ γι' αὐ­τὰ τὰ θαυ­μά­σι­α ἔ­χει πλά­σει τὸν ἄν­θρω­πο.

Ὅ­λα τὰ με­γά­λα γί­νον­ται ἀ­κό­πως, εἶ­ναι δῶ­ρα τοῦ Θε­οῦ· δί­δον­ται ἐ­ξαίφ­νης, χω­ρὶς νὰ τὸ πε­ρι­μέ­νης, στοὺς ἥ­ρω­ες τῆς ἀ­γά­πης καὶ τῆς ὑ­πο­μο­νῆς.

Ζῆς μι­ὰ ὁ­λό­κλη­ρη ζω­ὴ πό­νων, γι­ὰ νὰ φτά­σης σὲ μι­ὰ στιγ­μὴ ποὺ ταυ­τί­ζε­ται μὲ τὴν αἰωνιότητα· μὲ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α τῆς σω­τη­ρί­ας.

Σὰν τὸν λη­στὴ ποὺ κα­τα­λή­γει κρε­μα­σμέ­νος πά­νω στὸν σταυ­ρὸ νὰ πῆ μι­ὰ φρά­σι: "Μνήσθη­τί μου, Κύ­ρι­ε, ὅ­ταν ἔλ­θης ἐν τῇ βα­σι­λεί­ᾳ σου". Καὶ μπαίνει αὐ­θη­με­ρὸν στὸν πα­ρά­δει­σο.

Σὰν τὴν αἱ­μορ­ρο­οῦ­σα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου ποὺ ὑ­πο­φέ­ρει ἐ­πὶ σει­ρὰ ἐ­τῶν. Δὲν βρί­σκει καμ­μι­ὰ πα­ρη­γο­ρι­ὰ καὶ θε­ρα­πεί­α μὲ τὶς ἀν­θρώ­πι­νες ἐ­πεμ­βά­σεις. Φτά­νει στὸ ἀ­προ­χώ­ρη­το. Κα­τα­φεύ­γει στὸν Χρι­στό. Ἀ­κουμ­πᾶ τὸ ἄ­κρο τοῦ ἱ­μα­τί­ου Του. Ἀ­φή­νει σ' Αὐ­τὸν τὴν ἀ­πό­γνω­σι τοῦ πό­νου. Καὶ δέ­χε­ται τὴν ἴ­α­σι τοῦ πά­θους. "Πα­ρα­χρῆ­μα ἔ­στη ἡ ρῦ­σις τοῦ αἵ­μα­τος" (Λουκ. 8, 44).

Τό­τε λές: ἄ­ξι­ζε ὅ­λος ὁ κό­πος, τὰ βά­σα­να καὶ ἡ ὑ­πο­μο­νὴ μι­ᾶς ζω­ῆς γι­ὰ νὰ ζή­σω αὐ­τὸ τὸ ἄρ­ρη­το θαῦ­μα.

Ὅ­λη ἡ ἀν­θρω­πό­της εἶ­ναι ἕ­νας ἄν­θρω­πος. "Εἷς ἄν­θρω­πος κατωνομάσθη τὸ πᾶν" (Ἁγ. Γρηγόριος Νύσσης). Ὅ­λη ἡ ἱ­στο­ρί­α μι­ὰ ζω­ή, μι­ὰ πο­ρεί­α δο­κι­μα­σι­ῶν καὶ πό­νου. Εἶ­ναι και­ρὸς νὰ δε­χθῆ τὸ μή­νυ­μα τῆς ζω­ῆς, τὸ ἕ­να, τὴν ἀ­πο­κά­λυ­ψι τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ.

Ἡ ζω­ὴ δὲν εἶ­ναι μι­ὰ τυ­φλὴ πο­ρεί­α ποὺ κα­τα­λή­γει στὸν θά­να­το· ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἕνας δρόμος μὲ πολ­λοὺς σταυ­ροὺς καὶ ἀ­πο­γνώ­σεις ποὺ κα­τα­λή­γει στὴν Ἀ­νά­στα­σι.

Εἶ­ναι δῶ­ρο τοῦ Θε­οῦ ἡ ἐκ τοῦ μὴ ὄν­τως δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ κό­σμου. Καὶ εἶ­ναι με­γα­λύ­τε­ρο δῶ­ρο τῆς ἴ­δι­ας ἀ­γά­πης ἡ ἔκ­πλη­ξι τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως ποὺ κα­ταρ­γεῖ τὸν θά­να­το καὶ ἐγ­και­νι­ά­ζει τὴν ἀ­τε­λεύ­τη­τη πο­ρεί­α ἀπὸ δόξης εἰς δό­ξαν.

* * *

Ἡ ζω­ὴ εἶ­ναι ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα ἐ­πει­δὴ εἶ­ναι ἐ­πι­κίν­δυ­νη καὶ ἀ­πρό­βλε­πτη. Συ­νέ­χει­α ὅ­λα διακυβεύ­ον­ται καὶ ὅ­λα εἶ­ναι σί­γου­ρα μὲ τὴν πί­στι καὶ τὴν ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὴν ἀ­γά­πη Του.

Συμ­βαί­νουν ἀ­πρό­σμε­νες ἐκ­πλή­ξεις: Οὔ­τε ὁ μα­κρυ­νὸς καὶ ξέ­νος εἶ­ναι ἀ­πο­κλει­σμέ­νος ἀ­πὸ τὴ σω­τη­ρί­α, οὔ­τε ὁ κον­τι­νὸς καὶ μα­θη­τὴς εἶ­ναι ἐ­ξα­σφα­λι­σμέ­νος.

Ἕ­νας λη­στὴς μπαί­νει πρῶ­τος στὸν πα­ρά­δει­σο. Ἕ­νας μα­θη­τὴς ἀρ­νεῖ­ται τὸν Δι­δά­σκα­λο καὶ ἄλ­λος τὸν προ­δί­δει. Ἕ­νας ἑ­κα­τόν­ταρ­χος πι­στεύ­ει. Καὶ οἱ ἀρ­χι­ε­ρεῖς ἐμ­παί­ζουν καὶ ζη­τοῦν τὴ σταύ­ρω­σι. Ὁ πι­ὸ σκλη­ρὸς δι­ώ­κτης γί­νε­ται ὁ με­γα­λύ­τε­ρος Ἀ­πό­στο­λος. Ὅ­λα εἶ­ναι κα­λὰ καὶ ἐνδιαφέ­ρον­τα γι­α­τὶ ὅ­λα τὰ ρυθ­μί­ζει "ὁ ἐ­πὶ πάν­των Θε­ός".

Συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται μὲ στορ­γὴ στὸν πα­ρα­στρα­τη­μέ­νο καὶ ἐ­νο­χλού­με­νο ἀ­πὸ ἀ­κά­θαρ­τα πνεύμα­τα. Κρί­νει αὐ­στη­ρὰ τὸν ὑ­πο­κρι­τὴ ποὺ κά­νει τὸν δά­σκα­λο τοῦ νό­μου καὶ βα­σα­νί­ζει τὸν κόσμο. Θε­ρα­πεύ­ει τοὺς ἀρ­ρώ­στους. Κα­λεῖ κον­τά του ὅ­λους τοὺς κου­ρα­σμέ­νους καὶ ἀπεγνωσμένους. Πε­τᾶ ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ να­ὸ τοὺς κολ­λυ­βι­στὲς καὶ ἀρ­γυ­ρα­μοι­βοὺς ποὺ μετα­βάλ­λουν τὸν οἶ­κο τοῦ Θεοῦ σὲ οἶ­κο ἐμ­πο­ρί­ου.

Συμ­βαί­νουν πα­ρά­ξε­να πράγ­μα­τα. Συχνὰ αὐ­τοὶ ποὺ τὸν ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ουν τὸν ἀ­γνο­οῦν. Καὶ αὐ­τοὶ ποὺ τὸν ἀρ­νοῦν­ται τὸν ζη­τοῦν.

Ἔρ­χον­ται ἐξ ἀ­να­το­λῶν καὶ δυ­σμῶν καὶ ἀ­να­κλί­νον­ται με­τὰ Ἀ­βρα­ὰμ καὶ Ἰ­σα­ὰκ καὶ Ἰακώβ. Καὶ οἱ κα­τὰ φαν­τα­σί­α υἱ­οὶ τῆς βα­σι­λεί­ας ἐκ­βάλ­λον­ται εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐ­ξώ­τε­ρον.

Κά­ποι­οι ποὺ λέ­νε "Κύ­ρι­ε Κύ­ρι­ε" καὶ πα­ρου­σι­ά­ζον­ται ὡς κή­ρυ­κες καὶ θαυ­μα­τουρ­γοὶ θὰ ἀκού­σουν (δη­λα­δὴ ἀ­κοῦ­νε ἀλ­λὰ δὲν κα­τα­λα­βαί­νουν) "οὐ­δέ­πο­τε ἔ­γνων ὑ­μᾶς".

Κά­ποι­οι συν­τη­ρη­τι­κοὶ κη­ρύτ­τουν ταγ­κι­α­σμέ­νη θε­ο­λο­γί­α· ἄλ­λοι προ­ο­δευ­τι­κοὶ νερουλιασμέ­νη· καὶ δὲν τὸ κα­τα­λα­βαί­νουν. Ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἀθορύβως προχέονται ποταμοὶ τῆς χάριτος ἀπὸ κάποιους πονεμένους, ταπεινοὺς καὶ ἄγνωστους.

Αὐ­τὸς εἶ­ναι ἀ­γά­πη ἀ­με­τά­πτω­τη καὶ πάν­σο­φη. Ἐμεῖς ἐ­πι­πο­λαι­ό­της ἀ­δι­και­ο­λό­γη­τη καὶ ἐπικίν­δυ­νη. Ἀλλὰ μέ­νει πάν­τα γι­ὰ ὅ­λους μας ἡ ὁδὸς τῆς με­τα­νοίας.

* * *

"Δί­δω ἀ­γω­γὴ" ση­μαί­νει ὅ­τι ξέ­ρω τί εἶ­ναι Θε­ός, κό­σμος, ἄν­θρω­πος. Ξέ­ρω τί εἶ­ναι τὸ παι­δί. Ἀ­πὸ ποὺ ξε­κι­νᾶ. Ποι­ά εἶ­ναι ἡ φι­λο­δο­ξί­α, ἡ προσ­δο­κί­α καὶ οἱ δυ­να­τό­τη­τές του. Ποι­ά ἐ­ρω­τή­μα­τα κυ­ο­φο­ροῦν­ται μέ­σα του καὶ ποι­ές ἀ­παν­τή­σεις δί­δον­ται.

Ὅ­ταν ἐ­γὼ ποὺ δι­δά­σκω εἶ­μαι μι­σε­ρὸς καὶ ἀ­νε­παρ­κὴς μὲ μει­ω­μέ­να ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα καὶ ἐλλει­πῆ γνῶ­σι τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς ζω­ῆς καὶ τοῦ ἀν­θρώ­που, εἶ­μαι ἀ­κα­τάλ­λη­λος γι­ὰ τὸ ἔρ­γο τοῦ παι­δα­γω­γοῦ.

Ὅ­ταν τὸ παι­δὶ εἶ­ναι ἀ­ε­τὸς τοῦ πνεύ­μα­τος καὶ ἐ­γὼ τὸ βλέ­πω σὰν που­λε­ρι­κό, γι­ὰ τὸ κοτέτ­σι τοῦ συ­στή­μα­τος, νὰ μοῦ δί­δη αὐ­γὰ καὶ κρέ­ας γι­ὰ πού­λη­μα. Τό­τε ἀ­γνο­ῶ καὶ πνί­γω τὰ αἰτή­μα­τα τοῦ ἀ­ε­τοῦ ποὺ ἔ­χει ἄλ­λους ὁ­ρί­ζον­τες ζω­ῆς. Πε­τᾶ σὲ ἄλ­λα ὕ­ψη. Καὶ φω­λι­ά­ζει σὲ ἄλ­λες κορ­φές. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α γνω­ρί­ζει τί εἶ­ναι ἄν­θρω­πος, ποι­ά ἡ φύ­σι καὶ ἡ ἀ­πο­στο­λή του.

Δὲν ἀ­σχο­λοῦ­μαι ἁ­πλῶς μὲ τὸ φαι­νό­με­νο θρη­σκεί­α. Δὲν ἔ­χω μπρο­στά μου σπου­δα­στὲς θρη­σκει­ο­λο­γι­κῶν ἀ­πα­σχο­λή­σε­ων. Ἀλ­λὰ ἔ­χω εὐ­αί­σθη­τα πλά­σμα­τα ποὺ θέ­λουν νὰ ζή­σουν.

Ὀ­φεί­λω νὰ τοὺς προ­σφέ­ρω τὴν κα­τάλ­λη­λη τρο­φὴ γι­ὰ νὰ ἀ­να­πτυ­χθοῦν καὶ τὰ παι­χνί­δι­α γι­ὰ νὰ παί­ξουν. Δὲν τοὺς ἐκ­θέ­τω ὅ,τι κυ­κλο­φο­ρεῖ στὴ θρη­σκευ­τι­κὴ ἀ­γο­ρὰ γι­ὰ νὰ δι­α­λέ­ξουν μό­να τους. Ἀ­πο­μα­κρύ­νω ὅ­λα τὰ αἰχ­μη­ρὰ ἀν­τι­κεί­με­να γι­ὰ νὰ μὴν κο­ποῦν παί­ζον­τας καὶ ὅ­λα τὰ φάρμακα γι­ὰ νὰ μὴν δη­λη­τη­ρι­α­στοῦν δο­κι­μά­ζον­τας.

Τὰ παι­δι­ὰ τῆς ὁ­ποι­ασ­δή­πο­τε θρη­σκευ­τι­κῆς πα­ρα­δό­σε­ως, ὅ­ταν δοῦν καὶ ἀ­κού­σουν τὸν δά­σκα­λό τους εὔ­κο­λα καὶ ἀ­προ­βλη­μά­τι­στα νὰ ἐκ­θέ­τη μπρο­στά τους ὅ­λες τὶς θρη­σκευ­τι­κὲς δοξασί­ες καὶ τὰ σύμ­βο­λα· αὐ­θόρ­μη­τα θὰ πε­ρι­ο­ρι­στοῦν στὸν ἑ­αυ­τόν τους, θὰ κλει­στοῦν στὴν πίστι τους γι­α­τὶ θὰ δι­α­κρί­νουν τὸν κίν­δυ­νο τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­δι­α­φο­ρί­ας καὶ τοῦ θρη­σκευ­τι­κοῦ ἀμο­ρα­λι­σμοῦ. Ὁ δά­σκα­λός τους δὲν εἶ­ναι παι­δα­γω­γὸς ἀλ­λὰ μεταπράτης πληροφοριῶν.

Ὅ­ταν πα­ρου­σι­α­σθῆ ἡ ἀ­λή­θει­α τῆς Ἀ­γά­πης ποὺ θυ­σι­ά­ζε­ται καὶ τοὺς ἐ­ξα­σφα­λίζει τὴ δυνατό­τη­τα τῆς προ­σω­πι­κῆς ζω­ῆς καὶ ἐ­λευ­θε­ρί­ας, τό­τε κα­θέ­να παι­δὶ ἀ­νοί­γει αὐ­θόρ­μη­τα τὴν καρ­δι­ά του ὅ­πως ἀ­νοί­γει τὸ ἄν­θος τὰ πέ­τα­λά του στὸ φῶς τοῦ ἥ­λι­ου. Καὶ ἀρ­χί­ζει ἡ ὀ­μορ­φι­ὰ τῆς ζω­ῆς καὶ τῆς εὐ­θύ­νης. Καθένας κρίνεται καὶ κρίνει αὐθόρμητα μέσα του.

Σέ­βο­μαι τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ ἄλ­λου ση­μαί­νει ὅ­τι θυ­σι­ά­ζο­μαι γι­ὰ νὰ τὴν ἐ­ξα­σφα­λί­σω. Καὶ ὁ ἐ­λεύ­θε­ρος ἐν Πνεύ­μα­τι ἄν­θρω­πος, ὅ­που καὶ ἂν βρί­σκε­ται εἶ­ναι ἕ­να μέ­ρος τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας. Ἓν σῶ­μα καὶ ἓν πνεῦ­μα ἐ­σμὲν οἱ πολ­λοί.

Οὔ­τε κα­τε­βά­ζω τὸ μυ­στή­ρι­ο τῆς ζω­ῆς στὴν ἄ­ψυ­χη πεζότητα τῆς ἀ­δι­α­φο­ρί­ας. Οὔ­τε ἀγνο­ῶ τὴ δί­ψα καὶ τὴν προσ­δο­κί­α τοῦ νέ­ου ἀν­θρώ­που γι­ὰ τὰ θαυ­μα­στὰ καὶ ἀ­νέ­φι­κτα. Ἡ Ἐκκλησί­α ἀ­νοί­γει τὸ μυ­στή­ρι­ο τοῦ κόσμου στὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ. Γι­ὰ νὰ χα­ρῆ τὴν ὀ­μορ­φι­ὰ τῆς ζω­ῆς καὶ τὴν κα­τάρ­γη­σι τοῦ θα­νά­του.

Εἶναι μεγάλη εὐλογία γιὰ ὅλο τὸν κόσμο ὅταν οἱ ὀρθόδοξοι εἴμαστε ἀληθινὰ ὀρθόδοξοι.

* * *

Συμ­πε­ρα­σμα­τι­κά: μὲ τὴν ὀρθόδοξη ἐμπειρία καὶ ζωή, τὸ ὁ­μο­λο­γι­α­κὸ μά­θη­μα εἶναι ἀνοικτὸ καὶ ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στο. Τὸ ἀ­νοι­κτὸ ἀν­θρω­πί­νως εἶ­ναι τὸ κλει­στὸ καὶ ἀνυπόφορο. Ἡ ὁποιαδήποτε ἐ­λευ­θε­ρί­α του δὲν μπο­ρεῖ νὰ βγῆ ἔ­ξω ἀ­πὸ τὰ ὅ­ρι­α τῆς φθο­ρᾶς τοῦ χώ­ρου καὶ τοῦ χρό­νου ποὺ δὲν χω­ροῦν τὸν ἄν­θρω­πο.

Θρη­σκευ­τι­κὰ γι­ὰ ὅ­λους εἶ­ναι ἡ ἔκ­πλη­ξι τῆς ἀ­γά­πης, τῆς τα­πει­νώ­σε­ως τοῦ Θε­οῦ Λό­γου, ποὺ θεώνει τὸν ἄνθρωπο. Θρη­σκευ­τι­κὰ γι­ὰ κα­νέ­να ἡ βά­ναυ­ση ἐ­πέμ­βα­σι τοῦ ἀν­θρώ­που πά­νω στὸν ἄν­θρω­πο.

Δὲν θὰ τὸ κά­νω πι­ὸ ἀν­θρώ­πι­νο, κα­τὰ τὸ λο­γι­σμό μου, τὸ μή­νυ­μα τῆς ζω­ῆς ὅ­ταν παρουσι­ά­ζω τὸν Χρι­στὸ ὄ­χι ὡς Θε­άν­θρω­πο, ὅ­πως τὸν πι­στεύ­ει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ἀλ­λὰ ὡς ἕ­να ἀρ­χη­γὸ θρη­σκεί­ας ἀ­πὸ τὶς πολ­λὲς ποὺ ὑ­πάρ­χουν.

Καὶ δὲν βο­η­θῶ κα­νέ­να ὅ­ταν λέ­ω ὅ­τι ἡ Πα­να­γί­α Μη­τέ­ρα τοῦ Θε­αν­θρώ­που δὲν εἶ­ναι Θεοτό­κος ἀλ­λὰ μι­ὰ κα­λὴ γυ­ναῖ­κα.

Μὲ ἁ­πλό­τη­τα καὶ βε­βαι­ό­τη­τα λέ­γον­ται τὰ ἄρ­ρη­τα καὶ βι­οῦν­ται τὰ ἀ­νέλ­πι­στα: ὁ Θε­ὸς ἔ­χει τό­ση ἀ­γά­πη ποὺ γί­νε­ται ἄν­θρω­πος. Καὶ ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει τέ­τοι­ες δυ­να­τό­τη­τες, ποὺ μπο­ρεῖ νὰ γίνη θε­ὸς κα­τὰ χά­ριν. Καὶ ἡ Πα­να­γί­α Μη­τέ­ρα Του δὲν εἶ­ναι Χρι­στο­τό­κος ἀλ­λὰ Θε­ο­τό­κος, "ἐν ᾗ θεωροῦσα ἡ κτίσις ἀγάλλεται".

Αὐ­τὰ λέ­γον­ται καὶ βι­οῦν­ται ἀ­πὸ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α. Καὶ οὔτε ἐ­πι­βάλ­λε­ται δι­ὰ τῆς βί­ας σὲ κα­νέ­να ἡ ἀ­λή­θει­α. Οὔτε ἀπο­κρύ­πτε­ται ἀπὸ δειλία τὸ θαῦμα.

Ἡ ἀ­λή­θει­α τῆς σε­σαρ­κω­μέ­νης Ἀγά­πης δὲν σκο­τώ­νει οὔ­τε σταυ­ρώ­νει κα­νέ­να. Ἀλ­λὰ δέχεται νὰ σταυ­ρω­θῆ γι­ὰ νὰ σώ­ση τοὺς σταυ­ρω­τές της.

* * *

Στὴ ζω­ὴ τοῦ ἀν­θρώ­που ὑ­πάρ­χουν δυ­σκο­λί­ες καὶ πει­ρα­σμοί. Ὑ­πάρ­χει ὁ διάβολος ποὺ σπεί­ρει ζι­ζά­νι­α μέ­σα στὸ κα­λὸ σπέρ­μα. Πολ­λοὶ θέ­λουν νὰ ἀ­φαι­ρέ­σουν τὰ ζι­ζά­νι­α. Ὁ Κύ­ρι­ος τοῦ ἀ­γροῦ συμ­βου­λεύ­ει: Κα­λύ­τε­ρα μὴν τὰ πει­ρά­ζε­τε. Ἀ­φῆστέ τα νὰ συ­ναυ­ξά­νων­τα­ι μέ­χρι τὴν ὥ­ρα τοῦ θε­ρι­σμοῦ. Τό­τε θὰ πῶ στοὺς ἀγ­γέ­λους νὰ βγά­λουν τὰ ζι­ζά­νι­α καὶ νὰ τὰ κά­ψουν.

Ἐ­μεῖς θέ­λο­με νὰ ξε­κα­θα­ρί­σω­με τὰ πράγ­μα­τα ἀ­μέ­σως. Ἐ­κεῖ­νος πά­λι συμ­βου­λεύ­ει: περιμένε­τε. Μή­πως δὲν δι­α­κρί­νε­τε ἀκριβῶς ποὺ βρί­σκε­ται τὸ κα­κό. Δὲν δι­α­κρί­νε­τε σω­στὰ τὴν ἀρ­ρώ­στι­α καὶ μα­ζὶ μὲ τὰ ζι­ζά­νι­α κά­ψε­τε καὶ τὸν ἑ­αυ­τόν σας.

Ἐ­μεῖς ὅμως εἴ­μα­στε σί­γου­ροι γι­ὰ τὸ ἀ­λά­θη­το τῆς δι­α­γνώ­σε­ώς μας. Καὶ ἐ­πεμ­βαί­νο­με δυνα­μι­κὰ γι­ὰ νὰ κα­θα­ρι­σθῆ ὁ ἀ­γρὸς τῆς ἱ­στο­ρί­ας.

Καῖ­με τὰ ζι­ζά­νι­α τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν καὶ ἀ­πί­στων γι­ὰ νὰ κρα­τή­σω­με κα­θα­ρὴ τὴν πί­στι.

Καῖ­με τὰ μι­ά­σμα­τα τῆς κα­τώ­τε­ρης ράτ­σας γι­ὰ νὰ δι­α­τη­ρή­σω­με κα­θα­ρὴ τὴ λευ­κὴ φυ­λή μας.

Σκο­τώ­νο­με τοὺς ἐ­κμε­ταλ­λευ­τὲς τοῦ λα­οῦ γι­ὰ νὰ ἐ­πι­βά­λω­με τὴ δι­και­ο­σύ­νη καὶ τὴν ἰσότητα μὲ τὴ βί­α τῆς ἀ­πο­φά­σε­ως καὶ τὴν ἰ­σχὺ τῆς γρο­θι­ᾶς μας.

Ἀλ­λὰ δὲν βρί­σκε­ται ἔτ­σι ἡ λύ­σις. Ὅλοι εἶναι ἕνα κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὅλοι περιμένουν τὴ σωτηρία. Ὅλοι εἴμαστε ὑπεύθυνοι γιὰ ὅλα.

Ἐ­νῶ τὸ ψέ­μα σκο­τώ­νει τὸν ἄλ­λον γι­ὰ νὰ ἐ­πι­βλη­θῆ· ἡ Ἀ­λή­θει­α σταυ­ρώ­νε­ται γι­ὰ νὰ σώ­ση τοὺς σταυ­ρω­τές της. Ἡ προ­τρο­πὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι: "Σταυ­­­­­­ρώ­­­­­θη­τι καὶ μὴ σταυ­ρώ­σης. Ἀδικήθη­τι καὶ μὴ ἀ­δι­κή­σης". Ὁ τε­λι­κὸς σκο­πὸς τοῦ θεί­ου θε­λή­μα­τος εἶ­ναι: "πάντας ἀνθρώ­πους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν".

* * *

Ὅ­ταν ἀ­νε­ξάρ­τη­τα τῆς δη­μι­ουρ­γι­κῆς τῶν πάν­των Ἀ­λή­θει­ας θέ­λω νὰ ἐ­πι­βάλ­λω τὴν ἄ­πο­ψί μου: ἢ σκο­τώ­νω τὸν ἄλ­λον γι­ὰ νὰ σώ­σω τὴ θε­ω­ρί­α μου, ἢ σκο­τώ­νω τὴν ἀ­λή­θει­α (ἐ­ξι­σώ­νω τὰ ὑ­γι­ῆ μὲ τὰ νο­ση­ρὰ) γι­ὰ νὰ ζα­λί­σω τὸν ἄν­θρω­πο καὶ νὰ πε­τύ­χω τὰ σχέ­δι­ά μου.

Εἶ­ναι ἀ­δι­ά­σπα­στη ἡ σχέ­σι ἀ­λή­θει­ας καὶ ἀ­γά­πης. Δὲν ὑ­πάρ­χει ἡ μί­α χω­ρὶς τὴν ἄλ­λη.

Ἡ ἀ­λή­θει­α τῆς ἀ­γά­πης δη­μι­ουρ­γεῖ τὸν κό­σμο. Καὶ ἡ ἀ­γά­πη τῆς ἀ­λή­θει­ας ἐ­λευ­θε­ρώ­νει τὸν ἄν­θρω­πο. "Γνώ­σε­σθε τὴν ἀ­λή­θει­αν, καὶ ἡ ἀ­λή­θει­α ἐ­λευ­θε­ρώ­σει ὑ­μᾶς" (Ἰ­ω. 8, 32).

Τὸ ψέ­μα: εἴ­τε σκο­τώ­νει τὸν ἄνθρωπο γι­ὰ νὰ σώ­ση τὴ θε­ω­ρί­α του· εἴ­τε σκο­τώ­νει τὴν ἀλή­θει­α -- ἐ­ξι­σώ­νει τὴ φενάκη μὲ τὴν πραγματικότητα -- γι­ὰ νὰ ἀ­κυ­ρώ­ση τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ ἀνθρώ­που.

Ἀ­λή­θει­α εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη ποὺ θυ­σι­ά­ζε­ται γι­ὰ νὰ σώ­ση τὸν ἄν­θρω­πο, τὸν ἀ­δύ­να­το καὶ ἀδικαι­ο­λό­γη­το.

Ψέ­μα εἶ­ναι ἡ βά­ναυ­ση ἐ­πέμ­βα­σι ποὺ ἐ­πι­βάλ­λε­ται δι­ὰ τῆς βί­ας. Κλεί­νει τὸν ἄν­θρω­πο στὴν κα­τα­δί­κη τῆς συμ­φο­ρᾶς. Καὶ τὴν ὀ­νο­μά­ζει θρη­σκεί­α, ἐ­ὰν ὁ αὐ­τουρ­γός της πα­ρι­στά­νη τὸν προφή­τη ἢ δη­μο­κρα­τί­α ἐ­ὰν παί­ζη τὸ ρό­λο τοῦ πο­λι­τι­κοῦ ἡ­γέ­τη.

Ἀλ­λὰ ἡ βα­ναυ­σό­τη­τα τοῦ πεί­σμα­τος βα­σι­λεύ­ει ἀλ­λ' οὐκ αἰ­ω­νί­ζει. Βασανίζει μόνο μέσα στὴν ἱστορία τὸν ἄνθρωπο.

Ὁ χρό­νος περ­νᾶ. Ἡ μα­νί­α σβή­νει. Ἡ γρο­θι­ὰ λει­ώ­νει. Τὰ θύματα μένουν. Καὶ μέ­σα στὶς οἰ­μω­γὲς τοῦ πό­νου καὶ τοὺς πο­τα­μοὺς τῶν αἱ­μά­των ποὺ χύ­νο­με, βλέ­πο­με ἤ­ρε­μα ἡ ἴ­δι­α ἀ­λή­θει­α τῆς Ἀ­γά­πης νὰ πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἀ­λώ­βη­τη καὶ νὰ μᾶς πε­ρι­μέ­νη. . .

* * *

Καὶ ὅ­λοι ἐ­ὰν ἐ­πα­να­στα­τή­σω­με γι­ὰ νὰ ἀν­τι­κα­τα­στή­σω­με τὸν Ἕ­να δη­μι­ουρ­γὸ τοῦ παν­τὸς καὶ νὰ δι­ορ­θώ­σω­με τὸ ἔρ­γο Του, δὲν πε­τυ­χαί­νο­με τί­πο­τε πέ­ρα ἀ­πὸ συμ­φο­ρὲς γι­ὰ τὸν κό­σμο.

Καὶ ὅ­λοι μό­νοι μας ἐ­ὰν ἀ­πο­φα­σί­σω­με νὰ Τὸν βο­η­θή­σω­με μὲ τὸ λο­γι­σμό μας, πά­λι στὸ κε­νὸ δου­λεύ­ο­με.

Ὅ­ταν μὲ δέ­ος συ­νει­δη­το­ποι­ή­σω­με τὴν ἱ­ε­ρό­τη­τα τῆς ζω­ῆς καὶ τὴν παν­το­κρα­το­ρί­α τῆς Ἀγά­πης, συ­νερ­χό­με­θα ἐν με­τα­νοί­ᾳ. Τα­πει­νού­με­θα εὐ­γνώ­μο­να καὶ εὐ­χα­ρι­στοῦ­με συ­νε­σταλ­μέ­νοι.

Ζη­τοῦ­με νὰ γί­νε­ται τὸ θέ­λη­μά Του καὶ ἐγ­κεν­τρι­ζό­μα­στε στὴν καλ­λι­έ­λαι­ο τῆς ζω­ῆς. Γίνον­ται παν­το­δύ­να­μοι οἱ ἀ­δύ­να­τοι. Αὐ­τοὶ εἶ­ναι εὐ­λο­γί­α γι­ὰ ὅ­λους, γι­α­τὶ ὅ­λοι εἴ­μα­στε ἕ­να.

Ἡ ἀποκαραδοκία τῶν ἐ­θνῶν καὶ ὁ τε­λι­κὸς σκο­πὸς τῆς θεί­ας βου­λή­σε­ως εἶ­ναι: ἵ­να πάν­τες ἓν ὦ­σι.

Ἀ­πὸ ἀ­γά­πη πρὸς τὶς εὐ­αί­σθη­τες ψυ­χές, ὅ­που γῆς, ποὺ πονοῦν καὶ δι­ψοῦν τὴν ἀ­λή­θει­α τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας· καὶ ἀ­πὸ σε­βα­σμὸ πρὸς αὐ­τοὺς ποὺ πολ­το­ποι­ή­θη­καν - καὶ πολτοποιοῦνται - ἀ­πὸ τοὺς ὁ­λο­κλη­ρω­τι­σμοὺς τοῦ ψεύ­δους, εἶναι καλὸ νὰ σε­βα­στοῦ­με τὴν ἁ­γι­ό­τη­τα τῆς ζω­ῆς τοῦ ἀνθρώ­που ὅ­πως τὴν ἔ­πλα­σε ὁ Θε­ός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου