«Αυτή η παρατήρηση ακολουθείται από ένα άνοιγμα στούς μή ορθοδόξους θεολόγους, μέ στόχευση τήν εκμηδένιση τών δογματικών διαφορών, μέσω τής υπερεκτίμησης τού ρόλου τους στό ξύπνημα τής «πατερικότητας» τών Ορθοδόξων».
«.... εμφανίζονται συμπεράσματα πού δέν μπορεί νά αποδεχθή ένας Ορθόδοξος, χωρίς νά απολέση τήν Ορθοδοξία του».
του Πρωτ. π. Θωμά Βαμβίνη
Είδαν τό φώς τής ηλεκτρονικής καί τής έντυπης δημοσιότητας κάποια θεολογικά κείμενα, τά οποία προκαλούν ερωτήματα γιά τίς εκκλησιολογικές καί θεολογικές προϋποθέσεις τών συγγραφέων τους, αλλά καί γιά τήν σκοπιμότητά τους, άν καί δέν είναι εύκολο νά αμφισβητήση κανείς τήν επιστημονική επάρκεια καί τήν ειλικρίνεια τού ενδιαφέροντός τους γιά μιά ζωντανή σύγχρονη Ορθόδοξη θεολογία.
Γιά τού λόγου τό αληθές θά παρατεθή στήν συνέχεια, χωρίς πολλούς σχολιασμούς, μιά σταχυολόγηση χαρακτηριστικών διατυπώσεων από τήν ομιλία τού π. Andrew Louth (σημαντικού Άγγλου Ορθόδοξου Θεολόγου) μέ τίτλο: «Οι Πατέρες καί η έννοια τής Παράδοσης», πού πραγματοποιήθηκε στήν Αθήνα στίς 13 Μαΐου 2013.
Στό κείμενο τής ομιλίας υφέρπει η άποψη ότι η «περίοδος τών Πατέρων» έχει τελειώσει κάπου στό παρελθόν, άποψη πού υπονοεί ότι η Εκκλησία δέν είναι πλέον ικανή νά γεννήση Πατέρες ή ότι δέν έχει ανάγκη στίς μέρες μας από Πατέρες, αφού τήν θέση τους έχουν πάρει οι ακαδημαϊκοί θεολόγοι. Γράφει: «Μπορούμε νά πάμε πίσω στήν ίδια τήν πατερική περίοδο, διότι ήδη από τόν 4ο αιώνα καί μετά, οι χριστιανοί θεολόγοι αρχίζουν νά απευθύνονται στούς “Πατέρες”, προκειμένου νά στηρίξουν τήν επιχειρηματολογία τους».
Χωρίς νά διασαφηνίζεται ο όρος παράδοση καί χωρίς νά διακρίνεται η ιερά Παράδοση από τίς παραδόσεις τών ανθρώπων, σχολιάζεται η σχέση τών αγίων Πατέρων μέ τήν Παράδοση, τής οποίας είναι εκφραστές, αλλά ταυτόχρονα καί μέρος της. Τό άξιο σημειώσεως είναι ότι η «πατερικότητα» συνδέεται μέ τόν «βυθισμό στήν Παράδοση» μέσω τών κειμένων τών αγίων Πατέρων καί όχι μέσω τής εν Χριστώ αναγέννησης. Άν καί λέγεται ότι: «Οι Πατέρες καί η παράδοση εξομοιώνονται όταν σκεφτόμαστε τήν παράδοση στήν ενεργητική, προφορική έννοιά της — όταν σκεφτόμαστε τήν διαδικασία εκείνη μέ τήν οποία τό Ευαγγέλιο μεταδίδεται από γενιά σέ γενιά, καθώς φαίνεται ότι είναι οι Πατέρες πού μεταδίδουν αυτή τήν παράδοση», εντούτοις θεωρείται ότι: «Άν καί υπάρχει αρκετή αλήθεια στήν τελευταία αυτή πρόταση, ωστόσο πρόκειται μόνο γιά τήν μισή αλήθεια». Η «πατερικότητα», δηλαδή, δέν ερμηνεύεται πρωτίστως μέσα από τήν εν Χριστώ πνευματική πατρότητα. Οι Πατέρες είναι κείμενα καί όχι ζωντανοί οργανισμοί. Μέ αυτές τίς προϋποθέσεις μπορούν νά λέγονται πολλά πράγματα, πού σέ έναν «ανεξέλικτο» Ορθόδοξο ηχούν παράτονα, όπως γιά παράδειγμα αυτά πού γράφονται γιά τήν «πολεμική θεολογία» (τήν δογματική) ή αλλιώς, κατά τήν διατύπωση τού π. Louth, γιά τήν «πολεμική χρήση τών Πατέρων».
«Άν καί σέ ορισμένες περιπτώσεις παραμένει η πολεμική χρήση τών Πατέρων…, αυτό πολύ δύσκολα θά μπορούσε νά θεωρηθεί ότι αποτελεί χαρακτηριστικό τής σύγχρονης πατρολογικής έρευνας, η οποία αποτελεί ένα οικουμενικό εγχείρημα». Αυτή η παρατήρηση ακολουθείται από ένα άνοιγμα στούς μή ορθοδόξους θεολόγους, μέ στόχευση τήν εκμηδένιση τών δογματικών διαφορών, μέσω τής υπερεκτίμησης τού ρόλου τους στό ξύπνημα τής «πατερικότητας» τών Ορθοδόξων. «Ο πατερικός πλούτος από τόν οποίο η σύγχρονη ορθόδοξη θεολογία, μπορεί καί όντως αντλεί, έχει προσφερθεί κατά κύριο λόγο από τήν δυτική έρευνα, μάλιστα ως επί τό πλείστον από τήν ρωμαιοκαθολική, άν καί πολλά από τά σημαντικά ονόματα στήν πατρολογική έρευνα υπήρξαν Προτεστάντες».
Αυτό είναι γεγονός, αλλά δέν μπορεί νά μεταβάλη τόν χαρακτήρα τής θεολογίας καί ασκητικής τών αγίων Πατέρων. Άλλωστε, η έκδοση ενός κειμένου, στό πλαίσιο τής επιστημονικής έρευνας, δέν σημαίνει ότι ο εκδότης του αποδέχεται οπωσδήποτε τό περιεχόμενό του. Τό «οικουμενικό εγχείρημα» «τής σύγχρονης πατρολογικής έρευνας», όπως παρουσιάζεται, φεύγει από τήν αυστηρή μελέτη τών κειμένων καί τών ιστορικών συνθηκών μέσα στίς οποίες αυτά συντάχθηκαν καί περνά σέ ερμηνείες μέ προϋποθέσεις τελείως ξένες πρός τά κείμενα. Γι’ αυτό εμφανίζονται συμπεράσματα πού δέν μπορεί νά αποδεχθή ένας Ορθόδοξος, χωρίς νά απολέση τήν Ορθοδοξία του. Όπως γιά παράδειγμα τά παρακάτω:
«Αυτή η οικουμενική διάσταση έχει συνέπειες γιά τήν ίδια τήν φύση τής πατερικής αυθεντίας. Παραδοσιακά, οι Πατέρες χρησιμοποιήθηκαν ως ένα οπλοστάσιο, από τό οποίο λαμβάνονταν τά κατάλληλα όπλα γιά νά πολεμηθεί ο εκάστοτε αντίπαλος... Η οικουμενική διάσταση τής σύγχρονης πατρολογικής έρευνας εγκαταλείπει μία τέτοια πολεμική χρήση καί προτείνει έναν περισσότερο παραγωγικό τρόπο χρήσης τών Πατέρων: ως ένα θησαυρό, όπου μπορούμε νά βρούμε τόν πλούτο τής εκκλησιαστικής παράδοσης πού παραδόθηκε από τούς Αποστόλους διαμέσου τών Πατέρων…».
Στήν συνέχεια γίνεται σαφέστερη η σχετικοποίηση τών δογματικών διαφορών, μέ τρόπο πού υποτιμά τούς αγίους Πατέρες, ως πρός τήν γνώση τών δογμάτων καί τήν σωτηριολογική σημασία τους. «Ορισμένοι από τούς τρόπους μέ τούς οποίους φέραμε σέ αντιπαράθεση τίς παραδοσιακές κατηγορίες “Ορθόδοξος” καί “αιρετικός”, τώρα πλέον φαντάζουν εντελώς επιφανειακοί. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα γιά τά σχίσματα πού προέκυψαν από τίς Συνόδους τής Εφέσου καί τής Χαλκηδόνας κατά τόν 5ο αιώνα... οι διαφορές μεταξύ τών Ορθοδόξων καί τών “Μονοφυσιτών”…, είχαν νά κάνουν περισσότερο μέ τό ύφος τής θεολογίας παρά μέ θεμελιώδεις διαφορές σέ θέματα πίστης».
Τά παραπάνω ακολουθεί μιά γενική διατύπωση: «Είναι ανάγκη νά αναγνωρίσουμε ότι υπάρχει μία πληθώρα διαφορετικών φωνών μεταξύ τών Πατέρων, γεγονός πού μάς φανερώνει αυτό πού ο απόστολος Παύλος αποκάλεσε “πολυποίκιλος σοφία τού Θεού”. Οι Πατέρες μάς εισάγουν σ’ έναν θησαυρό μέ απίστευτη ποικιλία ιδεών, όπου μπορούμε νά βρίσκουμε διαρκώς τίς πολλαπλές επιπτώσεις τής αγάπης τού Θεού γιά τόν κόσμο καί τόν άνθρωπο».
Αυτές οι απόψεις δέν έχουν όμως σοβαρά ερείσματα στά ίδια τά κείμενα τών αγίων Πατέρων (εκτός καί άν ως πατέρες θεωρηθούν καί οι καταδικασθέντες από τίς Οικουμενικές Συνόδους), γι’ αυτό διατυπώνεται η έμμεσα προτρεπτική πρόταση γιά ανατροπή τού τρόπου κατανόησης τής θεολογίας: «Προκειμένου νά αρχίσουμε νά τό αντιλαμβανόμαστε αυτό (δηλαδή, τήν πληθώρα τών διαφορετικών φωνών μεταξύ τών Πατέρων), θά χρειαζόταν μία επανάσταση στόν τρόπο πού κατανοούμε τή θεολογία. Κάτι τέτοιο θά είχε επιπτώσεις στόν τρόπο πού κατανοούμε τήν αλήθεια, πού είναι ο Χριστός».
Ενδεικτικά τού νέου τρόπου κατανόησης τής θεολογίας είναι όσα λέγονται γιά τήν πρός Διόγνητον Επιστολή, τόν «αδάμαντα» τών απολογητικών κειμένων. Διερωτάται ο π. Louth άν τό κείμενο αυτό αποτελή «μέρος τής πατερικής μαρτυρίας, μέρος τής παράδοσης τής Εκκλησίας». Καί εξηγεί: «Δέν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε γι’ αυτό από τούς πρώτους αιώνες… Παρέμεινε άγνωστο μέχρι περίπου τό 1435, όταν ο Θωμάς τού Arezzo, ένας νεαρός Ιταλός σπουδαστής στήν Κωνσταντινούπολη, παρατήρησε ότι κάποιος αρχαίος κώδικας χρησιμοποιούνταν γιά νά τυλίξουν τά ψάρια στό ιχθυοπωλείο, μέ αποτέλεσμα ο ίδιος νά αγοράσει τόν κώδικα αντί γιά τά ψάρια. Η Πρός Διόγνητον Επιστολή ήταν η πέμπτη πραγματεία τού κώδικα...». Γιά νά καταλήξη στό συμπέρασμα: «Δέν αποτελεί, πάντως, μέ τήν συνηθισμένη έννοια, μέρος τής “παράδοσης τής Εκκλησίας”: διασώθηκε γιά νά αποτελεί, στήν πραγματικότητα, τή φευγαλέα μαρτυρία από τήν “σπιρτάδα” ενός Ιταλού σπουδαστή στήν Κωνσταντινούπολη, μίας άγνωστης στιγμής τού 2ου μ. Χ. αιώνα. Πρόκειται γιά ένα δώρο τής επιστήμης στήν Εκκλησία, καί όχι γιά κάτι τό οποίο η ίδια η Εκκλησία διέσωσε καί εξετίμησε».
Πάντως, αυτός πού έγραψε τόν κώδικα (ο οποίος δέν θά ήταν ο μοναδικός) γνώριζε τήν επιστολή. Καί γιά νά φθάση ο κώδικας στά χέρια τού ανίδεου ιχθυοπώλη σημαίνει ότι δέν ήταν ξεχασμένος στά ερμάρια κάποιας βιβλιοθήκης ή σέ κάποια απόρρητα αρχεία, αλλά κυκλοφορούσε. Παρά ταύτα, άν ξεχάσουμε τό περιεχόμενο τής πρός Διόγνητον Επιστολής καί μείνουμε στήν σχολαστική ιστορία τών αντιγράφων της καί τών κωδίκων πού τήν περιλαμβάνουν, μπορούμε πιθανώς νά μιλάμε γιά «φευγαλέα μαρτυρία μίας άγνωστης στιγμής τού 2ου μ. Χ. αιώνα», μέ σημαντικότερο επιστημονικά στοιχείο «τήν “σπιρτάδα” ενός Ιταλού σπουδαστή στήν Κωνσταντινούπολη». Άν όμως περάσουμε στό περιεχόμενο, θά διαπιστώσουμε ότι είναι μιά ρωμαλέα έκφραση τού ήθους τών πρώτων Χριστιανών, αλλά καί τής συνείδησης τών μελών τής Εκκλησίας διαχρονικά. Είναι κείμενο πού εκφράζει τήν «ελευθερία τών τέκνων τού Θεού» καί τήν «εν πάσι» σύνεσή τους. Γι’ αυτό, ανεξάρτητα από τήν ιστορία τών αντιγράφων της, είναι κείμενο τής Παραδόσεως.
Άλλωστε, γιά νά επανέλθουμε σέ προηγούμενο θέμα, η Εκκλησία δέν θεμελιώνεται σέ κείμενα. Θεμέλιό της, σύμφωνα μέ τήν Εμπειρική Δογματική τού π. Ι. Ρωμανίδη, είναι η αποκάλυψη τού Θεού στούς θεουμένους. Ο Συμεών ο Ευλαβής, πού δέν άφησε κανένα σύγγραμμα, δίδασκε στόν πνευματικό του υιό Συμεών τόν Νέο Θεολόγο: «Θεόν κτήσαι καί ου δεηθήση βιβλίου». Αυτός ο λόγος ανήκει στήν ιερά Παράδοση. Διότι ό,τι εκφράζει τήν ενοίκηση τού Θεού μέσα στόν άνθρωπο, δηλαδή ό,τι εκφράζει τήν πραγματοποίηση τού σκοπού τής Εκκλησίας, ανήκει στήν ιερά Παράδοση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου