Θά ήταν μεγάλη παράλειψη εκ μέρους τού κάθε επισκέπτη τών Αγίων Τόπων, άν δέν άδραχνε τήν ευκαιρία νά επισκεφθή τούς δύο ιστορικότερους, κατά τήν γνώμη μου, σπουδαιότερους χώρους τής Ορθόδοξης Θρησκευτικής καί Πολιτιστικής Κληρονομιάς μας.
Ο πρώτος χώρος είναι τό Κουμράν τής ιουδαϊκής ερήμου, όπου μέσα σέ σπήλαια, μεταξύ τού 1947 καί 1956, βρέθηκαν τά περίφημα χειρόγραφα τής Νεκράς Θάλασσας, μιά από τίς σπουδαιότερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις όλων τών αιώνων...
τού Πάνου Σκιαδά
Ο δεύτερος χώρος πού προξενεί θαυμασμό στό μάτι καί δέος στήν ψυχή τού επισκέπτη είναι τό άγιο Μοναστήρι τής Αγίας Αικατερίνης, στίς ρίζες τού Θεοπάτητου Όρους τού Σινά. Αντικρύζοντάς το από μακριά αδίστακτα μπορεί νά πή κανείς ότι η ορατή φυσική ομορφιά του σπρώχνει άθελα τήν ψυχή σου πρός τόν αόρατο Θεό.
Τό Όρος τού Σινά μέ τό άγιο Μοναστήρι τής Αγίας Αικατερίνης στήν αγκαλιά του είναι γνωστό καί εμπνέει σεβασμό σέ όλον τόν κόσμο, όχι μόνον γιά τήν φυσική ομορφιά καί μεγαλοπρέπειά του, αλλά κυρίως γιατί εδώ καί τρείς χιλιάδες (3.000) χρόνια ο Θεός απεκάλυψε Εαυτόν κατά έναν ιδιάζοντα τρόπο.
Ήταν εδώ πού ο Προφήτης Μωϋσής αντίκρυσε τήν καιομένη αλλά μή φλεγομένη βάτο «...ώφθη δέ αυτώ άγγελος Κυρίου εν πυρί φλογός εκ τού βάτου καί ορά ότι ο βάτος καίεται πυρί ο δέ βάτος ου κατεκαίετο..» καί άκουσε τήν θεϊκή φωνή νά λέγη: «Μωϋσή, Μωϋσή, ο δέ είπεν, τί εστί; ο δέ είπε, μή εγγίσης ώδε. Λύσε τό υπόδημα εκ τών ποδών σου, ο γάρ τόπος εν ώ σύ έστηκας γή αγία εστί» (Έξοδος 3:2,5,6).
Οι πρώτες πληροφορίες γιά τήν ιστορία τού Μοναστηριού προέρχονται από τά Χρονικά τού Πατριάρχη Ευτυχίου τής Αλεξανδρείας, πού έζησε τόν 9ο αιώνα. Σύμφωνα μέ τίς πληροφορίες τών Χρονικών αυτών η αγία Ελένη, η μητέρα τού Κωνσταντίνου, εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από τήν ιερότητα τού χώρου τής καιομένης Βάτου, ώστε τό 330 μ.Χ. διέταξε τήν ανέγερση εξωκκλησίου πρός τιμήν τής Παναγίας. Οι αιματηρές επιδρομές τών νομαδικών φυλών τής ερήμου πού επακολούθησαν, ανάγκασαν τούς μοναχούς τού Μοναστηριού νά ζητήσουν αυτοκρατορική προστασία, όχι μόνον από τούς Βυζαντινούς αυτοκράτορες, αλλά καί από αυτόν τόν Προφήτη Μωάμεθ, ο οποίος έγραψε γιά τό Μοναστήρι προστατευτική επιστολή, αντίτυπο τής οποίας υπάρχει καί σήμερα στό μουσείο τού Μοναστηριού.
Τό έτος 530 ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός διέταξε τήν ανέγερση μιάς πολύ μεγαλύτερης βασιλικής, πού είναι σήμερα ο μεγαλοπρεπής ναός τής Μεταμορφώσεως, περιτριγυρισμένος μέ ογκώδεις τοίχους ύψους περίπου 12 καί 15 μέτρων. Περνώντας τούς τοίχους αυτούς καί μπαίνοντας στόν εσωτερικό χώρο τού Μοναστηριού, αισθάνεται κανείς ότι βρίσκεται στή μέση ενός μεσαιωνικού χωριού παρόμοιου μέ τού δικού μας Κάστρου τής Μονεμβασιάς. Τά κτίρια στριμωγμένα τό ένα μέ τό άλλο, μέ διαφορετικό ρυθμό καί αρχιτεκτονικό σχέδιο, σού δίνουν τήν εντύπωση ότι τυχαία ξεφύτρωσαν μέσα από τούς πρόποδες τού Όρους Σινά. Παρ’ όλα αυτά όμως η αίσθηση τής αρμονίας καί τής πνευματικότητας πού σού εμπνέουν, είναι ανεπανάληπτη.
Ο ναός τής Μεταμορφώσεως αποτελεί τήν καρδιά τού Μοναστηριού καί έχει τήν μεγαλύτερη καί αρχαιότερη συλλογή ορθόδοξων εικόνων όλου τού κόσμου. Διά μέσου τών αιώνων Χριστιανοί όλων τών πεποιθήσεων, ακόμη καί αυτοκράτορες, έκαναν δωρεές στό Μοναστήρι. Η συλλογή τών δώρων αυτών σέ εικόνες καί άλλα εκκλησιαστικά αντικείμενα κάνουν τήν εκκλησία μιά ζωντανή έκφραση βαθειάς χριστιανικής πίστης, πού επικρατούσε στό Σινά πρίν από περισσότερους από 17 αιώνες. Στούς τοίχους τού Ναού βλέπει κανείς εικόνες τού Μωϋσή νά βγάζη τά σανδάλια του μπροστά στήν καιομένη Βάτο καί νά δέχεται τίς Δέκα Εντολές από τό Χέρι τού αποκαλυφθέντος Θεού. Πίσω από τό εικονοστάσιο καί πάνω από τήν Αγία Τράπεζα αντικρύζει κανείς τόν μοναδικότερο θησαυρό τής βασιλικής, τό μωσαϊκό τής Μεταμορφώσεως τού Χριστού.
Φιλοτεχνημένο τόν 6ο αιώνα μέ τήν λεπτή αρμονία τών χρωμάτων, είναι ένα από τά σπουδαιότερα μωσαϊκά πού διασώζονται μέχρι σήμερα. Παρόμοιο σέ τεχνοτροπία μέ τό μωσαϊκό τής Αγίας Σοφίας τής Κωνσταντινουπόλεως απεικονίζει τόν μεταμορφωμένο Χριστό στό κέντρο, τούς δυό Προφήτες, τόν Μωϋσή καί τόν Ηλία στά αριστερά καί στά πόδια του Χριστού τούς Αποστόλους Πέτρο, Ιάκωβο καί Ιωάννη. Ιδού πώς ο Ευαγγελιστής Λουκάς περιγράφει τό γεγονός τής Μεταμορφώσεως τού Χριστού (Λουκάς 9:28-36): «Καί παραλαβών τόν Πέτρον καί Ιωάννην καί Ιάκωβον, ανέβη εις τό όρος (Θαβώρ) προσεύξασθαι καί εγένετο εν τώ προσεύχεσθαι αυτόν, τό είδος τού προσώπου αυτού έτερον καί ο ιματισμός αυτού λευκός εξαστράπτων...ταύτα δέ αυτού λέγοντος εγένετο νεφέλη καί επεσκίασεν αυτούς....»
Οι χιλιάδες εικόνες πού έχει στήν κατοχή του τό Μοναστήρι, αποτελούν τόν μεγαλύτερο θησαυρό τού Ορθόδοξου κόσμου. Τό 640, μετά τήν κατάκτηση τής Αιγύπτου από τούς Άραβες, τό Μοναστήρι έπαψε νά είναι υπό τήν επιρροή τής βυζαντινής εξουσίας.
Όταν η Ορθόδοξη Εκκλησία, κατά τήν περίοδο τής Εικονομαχίας, επί αυτοκράτορος Λέοντος ΙΙΙ τό 726, απαγόρευσε τήν λατρεία τών εικόνων, 8ο καί 9ο αιώνα, τό Μοναστήρι βρισκόταν υπό ισλαμική κατοχή καί έτσι η πολιτική τής Εικονομαχίας, τής καταστροφής τών εικόνων, άφησε τό Μοναστήρι ανεπηρέαστο.
Τό ευεργετικό αποτέλεσμα ήταν τό Μοναστήρι νά έχη σήμερα στήν κατοχή του τίς μόνες υπάρχουσες εικόνες τού 5ου αιώνα. Μέ τήν αναστήλωση τών εικόνων τό 843 η παραγωγή ορθόδοξων βυζαντινών εικόνων ξαναάνθισε σέ όλον τόν βυζαντινό ορθόδοξο κόσμο. Μιά από τίς πλέον εντυπωσιακές εικόνες πού έχει τό Μοναστήρι είναι εκείνη πού απεικονίζει μοναχούς επάνω σέ μιά σκάλα μέ πολλά σκαλοπάτια, επιζητούντες νά φθάσουν σέ όσο τό δυνατόν ψηλότερα επίπεδα πνευματικότητας καί θέωσης, ένα γεγονός πού περιγράφει στό βιβλίο του ο σιναΐτης μοναχός, γνωστός ως άγιος Ιωάννης τής Κλίμακος.
Η σπουδαιότητα τού Μοναστηριού τής Αγίας Αικατερίνης οφείλεται όχι τόσο στήν αρχαιότητά του καί τήν πλούσια συλλογή εικόνων καί θρησκευτικών εκκλησιαστικών αντικειμένων, όσο γιά τήν Βιβλιοθήκη του. Η Βιβλιοθήκη του γνωστή ως «θεραπείον ψυχής» θεωρείται ως η πλουσιότερη στόν κόσμο σέ κατοχή πρώϊμων μεσαιωνικών χειρογράφων, μετά τό Βατικανό. Η συλλογή αυτή γίνεται μεγαλύτερη σέ αριθμό, διότι πολλά από τά 3.300 αρχαία χειρόγραφα πού έχει η Βιβλιοθήκη είναι παλίμψηστοι, δηλαδή χειρόγραφα (περγαμηνές), τών οποίων η αρχική γραφή είχε σβηστή, έτσι ώστε οι γραφείς σβήνοντας τήν αρχική γραφή νά μπορούν νά ξαναχρησιμοποιούν τήν πολύτιμη περγαμηνή (περγαμηνές ήταν δέρματα νεογνών κυρίως ζώων, τά οποία μετά από κατάλληλη επεξεργασία τά χρησιμοποιούσαν οι γραφείς γιά γράψιμο). Γιά νά χρησιμοποιηθή μιά περγαμηνή ξανά, τό αρχικό κείμενο έπρεπε νά σβηστή μέ ξύσιμο. (Η λέξη παλίμψηστο είναι σύνθετη από τήν λέξη πάλιν καί το ρήμα ψάω= εξαφανίζω διά ξυσίματος).
Επιστήμονες καί ερευνητές σήμερα χάριν τών νέων μέσων ψηφιακής τεχνικής (spectral imaging an ultraviolet irradiation) έχουν τήν δυνατότητα νά εξαφανίσουν τήν ορατή γραφή καί νά αυξήσουν τήν ορατότητα τής αρχικής υποστρωματικής γραφής.
Οπως μάς εξήγησε ο π. Ιουστίνος, μοναχός τού Μοναστηριού, πού ασχολείται γιά πολλά χρόνια τώρα μέ τήν αποκρυπτογράφηση τών χειρογράφων αυτών, υπάρχουν 3.300 χειρόγραφα στήν Βιβλιοθήκη τού Μοναστηριού από τά οποία τά 130 είναι παλίμψηστοι. Τά περισσότερα χειρόγραφα είναι γραμμένα σέ περισσότερες από δέκα γλώσσες, Ελληνικά, Αραμαϊκά, Κοπτικά, Αραβικά, κλπ.
Τά κείμενα τών χειρογράφων είναι κυρίως θεολογικά, αλλά υπάρχουν καί χειρόγραφα μέ ιστορικό καί επιστημονικό περιεχόμενο. Από τήν Βιβλιοθήκη τού Μοναστηριού προέρχονται δύο από τούς σπουδαιότερους καί γνωστότερους κώδικες τής αρχαιότητας: Ο Codex Syriakus, Συριακός Κώδικας καί ο Codex Sinaitikus, Σιναϊτικός Κώδικας, ο οποίος είναι ο αρχαιότερος καί ο μόνος υπάρχων κώδικας πού περιέχει ακέραιο τό αρχικό ελληνικό κείμενο τής Βίβλου.
Ο Αρχιεπίσκοπος τού Μοναστηριού Δαμιανός καί οι ελληνικής καταγωγής μοναχοί του ενθαρρύνουν καί υποστηρίζουν τήν επιστημονική έρευνα τών χειρογράφων καί τών παλίμψηστων, ελπίζοντες ότι η αποκρυπτογράφησή τους θά φέρη στό φώς μεγάλον αριθμό αγνώστων μέχρι τώρα κειμένων μεγάλης πολιτιστικής σπουδαιότητας.
Χάρη στίς νέες επιστημονικές μεθόδους αποκρυπτογράφησης παλαιών χειρογράφων ερευνητές κατόρθωσαν νά ανακαλύψουν τά κείμενα από επτά μελέτες τού Αρχιμήδη από τίς οποίες «Η Μέθοδος» καί τό «Στομάχιον» δέν υπάρχουν σέ κανένα άλλο υπάρχον χειρόγραφο. Οι νέες μέθοδοι αποκρυπτογράφησης τών παλίμψηστων έχουν φέρει στό φώς όχι μόνον άγνωστες μέχρι τώρα μελέτες τού Αρχιμήδη, αλλά απεκάλυψαν καί άλλα αρχαία κείμενα, όπως λόγους τού αρχαίου Αθηναίου ρήτορα τού 4ου π. Χ. αιώνα Υπερίδη, κείμενα ιατρικού περιεχομένου τού Ιπποκράτη καί σχόλια τού 3ου μ.Χ. αιώνα πάνω στίς κατηγορίες τού Αριστοτέλη.
Άς ευχόμαστε, ο Θεός νά δίνη πάντα δύναμη στούς μοναχούς τού Μοναστηριού νά συνεχίσουν νά είναι αιώνιοι θεματοφύλακες τής Πολιτιστικής Ορθόδοξης Κληρονομιάς μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου