τοῦ Σαρ. Καργάκου
Πρός τί ὁ κλαυθμός καί ὁ ὀδυρμός; Πρός τί ὁ ξαφνικός αὐτός δημοκρατισμός; Τό κόμμα-φόβητρον πού εἰσῆλθε στήν παροῦσα Βουλή τό ἔπλασαν οἱ ἀνίκανοι πολιτικοί. Οἱ ἐκλογές τῆς 6ης Μαΐου ἔγιναν τήν «Κυριακή τοῦ Παραλύτου» καί τοῦ Ἰώβ τοῦ «πολυάθλου». Ἄν τό δοῦμε σημειωλογικά, τά κόμματα ἐπέλεξαν ὡς ἡμέρα ἀναμετρήσεως μίαν ἡμέρα ἀφιερωμένη στόν παράλυτο, πού προσιδιάζει στό παράλυτο κράτος μας. Στήν παράλυτη πολιτική σκέψη, στό παράλυτο ἠθικό καί ἐθνικό μας φρόνημα.
Βεβαίως ἡ 6η Μαΐου ἦταν ἡμέρα ἀφιερωμένη καί στόν Ἰώβ, ἕνα πολύπαθο πρόσωπο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού συμβολοποιεῖ τον ἐπίσης πολλά παθόντα ἀλλ’ οὐδέν μαθόντα ἑλληνικό λαό. Ἀλλά καί ἡ Ἰώβειος ὑπομονή ἔχει τά ὅριά της.
Ὅταν τόν Φεβρουάριο – Μάρτιο τοῦ 1989 δημοσίευσα μιά σειρά ἄρθρων στό περιοδικό «Πολιτικά Θέματα» πού ἀναφέρονταν στήν τρομοκρατία καί τά ὁποῖα ἀκολούθως δημοσιεύθηκαν σέ μιά ἑξάτομη σειρά ὑπό τόν τίτλο «Προβληματισμοί», ἔκρουα τόν κώδωνα τοῦ κινδύνου, γράφοντας (ἤ μᾶλλον ἀντιγράφοντας) τόν Ἰγνάτιο Σιλόνε ὅτι «ἡ ἀταξία καί ὁ φόβος εἶναι γιά τό φασισμό ὅ,τι τό νερό γιά τό φυτό» (ἄρθρο τῆς 10/3/1989, «Προβληματισμοί», τ. Β΄, σ. 88). Καί σ’ ἕνα ἅλλο ἄρθρο μου γραμμένο στις 16/8/1988 διαπίστωνα τήν ἀναπηρία τῆς μεταπολιτευτικῆς μας δημοκρατίας. Μιλοῦσα γιά τήν «μικροποίηση καί μικροβιοποίηση τοῦ πολίτη», ἔγραφα ὅτι «οἱ νέοι δέν ἔχουν ὁδηγούς· ἔχουν προαγωγούς». Κι ἀκόμη ὅτι «πίσω ἀπό κάθε ἄσχημη κατάσταση κρύβεται ὁ ἄσχημος ἄνθρωπος». Καί τό πιό καταγγελτικό: «Πλεόνασαν πιά στόν τόπο μας ἡ ἀπανθρωπιά καί ἡ παλιανθρωπιά» καί ὅτι, ὅπως διαπαιδαγωγοῦμε τά παιδιά, τά κάνουμε ἱκανά «νά φτύσουν ἀλλ΄ ὄχι νά κτίσουν» («Προβληματισμοί», τ. Ε΄ σ. 140 κ. ἑ.).
Στόν Α΄ τόμο τῶν «Προβληματισμῶν» προειδοποιοῦσα μέ ἄρθρο γραμμένο στις 29 Ἰουνίου 1986, ὅτι στή χώρα μας ἐγκαθιδρύεται «ἡ χειρότερη μορφή φασισμοῦ, ὁ κοινωνικός φασισμός» (σ. 133).Καί στό Β΄ τόμο τῆς ἴδιας σειρᾶς σημείωνα τά ἀκόλουθα ἐνδεικτικά:
«Οἱ σύγχρονες συνθῆκες εὐνοοῦν τή διάδοση ὁλοκληρωτικῶν πολιτικῶν ἀντιλήψεων καί θεωριῶν. Ἡ «Χρυσή Αὐγή», ὀργάνωση πού ἔχει ἐμφανιστεῖ δειλά καί στή χώρα μας, εἶναι πολύ πιθανό ν’ ἀνατείλει σέ κάποιο ἀπό τά ἑπόμενα πρωινά».
(Ἄρθρο 16ης Φεβρουαρίου 1986, σσ 49-50).
Τότε ὅλοι σχεδόν οἱ κομματοπροβαλλόμενοι διανοητές καί σπουδαιοθεσίτες ἐκπαιδευτικοί μοῦ εἶχαν κηρύξει τόν πόλεμο. Ἐθνικιστή μέ ἀνέβαζαν, φασιστή μέ κατέβαζαν. Γιατί ἁπλούστατα δέν κατάπινα τά λόγια μου. Φώναζα ὅτι ἡ προσφερόμενη μόρφωση συνιστᾶ παραμόρφωση, ὅτι ἡ ἐπιβληθεῖσα δημοκρατία εἶναι ξετσίπωτη μορφή τυραννίας καί ὅτι ὁ προωθούμενος τύπος οἰκονομίας θά φέρει ἀρχικά τή παραλυσία, τήν συνδικαλιστοκρατία μέ τελικό ἀποτέλεσμα τήν παράλυση κάθε παραγωγικῆς δραστηριότητας.
Μετά ἦλθε ὁ κατακλυσμός τῶν ξένων. Στόν «Ἐλεύθερο Τύπο», ὅπου ἀρθρογραφοῦσα τότε, ἔγραφα ὅτι βάσει κοινωνιολογικῶν μελετῶν μιά χώρα μπορεῖ νά ἀπορροφήσει μόνον ἕνα 2% ξένου πληθυσμοῦ. Μᾶς ἀρκοῦν 250.000 ἐπιλεγμένοι ξένοι. Τότε, ἀκόμη καί φίλοι μου παλαιοί, μοῦ κόλλησαν τήν ταμπέλα τοῦ ρατσιστή. Βόλευε ἡ «ξενουριά» διότι δέν δούλευε ἡ ντόπια «ἐργατιά» καί «ἀγροτιά». Καί ξυπνήσαμε καί εἴδαμε ὀρδές ξένων νά κατακλύζουν πόλεις καί χωριά· οἱ πιό εὐσυνείδητοι ἀπό αὐτούς νά ἔχουν πέσει μέ τά μοῦτρα στή δουλειά καί οἱ ἀσυνείδητοι στην κλεψιά. Μετά τόν ἐρχομό τῆς κρίσης ἡ ἐγκληματική δρατηριότητα τῶν ξένων ἔφθασε στό ζενίθ. Ὅλοι ὅσοι μέ διαβάζουν αὐτή τή στιγμή –κι ἐγώ μαζί- ἔχουμε πέσει θύματα κλοπῆς κι κάποιοι ἔχουμε ἀντιμετωπίσει ποικίλες μορφές ἀπειλῆς.
Ἡ ἀστυνομία εἶναι παροπλισμένη, ἡ δικαοσύνη –καί νά θέλει δέν προλαβαίνει-, τά δεσμωτήρια εἶναι «τίγκα», τά σύνορα ἀφύλακτα καί ὁ ἁρμόδιος ὑπουργός, παίρνοντας μέτρα δῆθεν αὐστηρά, δημιούργησε κάποιο «κέντρο φιλοξενίας», ὅπου, ὅπως εἴδαμε, οἱ φιλοξενούμενοι περνοῦν «ζωή καί κόττα». Τό τί συμβαίνει σέ κάποιους δρόμους –καί ὄχι ἀπόκεντρους- εἶναι φοβερό. Ἄν θά γράψω ὅσα μοῦ ἔχουν καταγγελθεῖ, θά κοκκινίσει τό χαρτί. Ποιός θά προσφέρει στούς περίτρομους πολίτες συνδρομή;
Τώρα οἱ ξελαρυγγιαστές τῶν ραδιοφώνων καί τῆς Τού – Βού, οἱ γονατογράφοι ποικίλων ἐντύπων ἀποροῦν τάχα καί μιλοῦν γιά τό «Αὐγό τοῦ Φιδιοῦ». Ἀλλ’ ὅταν τούς ρωτῶ, ποιός ἀνέθρεψε τό φίδι, δέν σοῦ ἀπαντοῦν. Ὅπως καί οἱ πολιτικοί, νέοι καί παλαιοί, ὅμοια κι αὐτοί δέν τολμοῦν νά κοιτάξουν τόν καθρέφτη τοῦ Ντόριαν Γκρέυ. Μιά ἀνάπηρη δημοκρατία εἶναι ὁ προθάλαμος γιά μιά «μπρατσάτη» δικτατορία. Ἤ μήπως δέν εἶναι φασισμός ὁ ἐκχυδαϊσμός τοῦ λόγου σέ ὅλα τά ἐπίπεδα, ἀπό τή Βουλή, τά ἀνώτατα πνευματικά ἱδρύματα, τόν τύπο μέχρι καί τήν ἁπλῆ συνομιλία. Τό πρῶτο σκαλί τῆς δημοκρατίας εἶναι ἡ εὐπρεπής καί εὐγενής ὁμιλία. Ὅταν λερώνεται ἡ γλῶσσα, νερώνεται καί ἡ δημοκρατία.
Εὖγε
ΑπάντησηΔιαγραφή