Του πρωτοπρ. Ιωάννη Σ. Ρωμανίδη (+)
Πλατωνικές (και όχι μόνο) ιδέες που εισέδυσαν στη Δύση, οδήγησαν σε μια αγκίστρωσή της σε εξωχριστιανικά αξιώματα. Μια τέτοια ιδέα ήταν η "αναλογία τού όντος". Και ενώ στην Ανατολή δεν αντιμετωπίσαμε ποτέ τέτοιες αγκιστρώσεις σε φιλοσοφήματα, στη Δύση συζητήθηκε το ζήτημα ευρέως.
Έχουμε ήδη αναφέρει ότι μεταξύ Θεού και κτισμάτων ουδεμία ομοιότης υπάρχει. Και, εφ’ όσον ουδεμία ομοιότης υπάρχει, σημαίνει ότι δεν υπάρχει ουδεμία ομοιότης μεταξύ κτιστού και ακτίστου.
Τώρα η μεταφυσική θεώρηση* της θεολογίας ποια είναι; Για να υπάρχει μεταφυσική η οντολογία στην θεολογία, πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει κάποια αναλογία μεταξύ κτιστού και ακτίστου.
Στην φιλοσοφική και θεολογική παράδοση της Δύσεως, υπάρχουν δύο αναλογίες., δηλαδή δύο διαφορετικές συσχετίσεις. Στην Ορθόδοξη Θεολογία, αντιθέτως δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα. Γιατί; Απλούστατα , διότι οι Πατέρες τονίζουν ότι μεταξύ κτιστού και ακτίστου η μεταξύ κτισμάτων και Θεού ουδεμία ομοιότης υπάρχει. Αυτό σημαίνει επίσης ότι δεν υπάρχει και καμία αναλογία μεταξύ τους, δηλαδή συσχέτιση η σύγκριση. Που σημαίνει ότι δεν μπορούμε μέσω των κτισμάτων να γνωρίσουμε το άκτιστο, δηλαδή τον Θεό, Αυτόν η την ενέργεια του.
Στην Δυτική παράδοση η αναλογία, που έχουν δεχθεί οι Δυτικοί ότι υπάρχει, έχει δύο μορφές: Είναι η αναλογία του όντος (analogia entis) και η αναλογία της πίστεως (analogia fidei).
Η αναλογία του όντος υποστηρίχθηκε από όσους ακολούθησαν τον Αυγουστίνο. Στον Αυγουστίνο, όμως, υπάρχουν και οι δύο αναλογίες και γίνεται σ’ αυτόν μία σύγχυση μεταξύ της φιλοσοφικής μεθόδου έρευνας των δογμάτων της Εκκλησίας και της αγιογραφικής έρευνας. Χρησιμοποιεί δηλαδή στην έρευνα του εκτός από την Αγία Γραφή, και την λογική μέθοδο και τον φιλοσοφικό στοχασμό.
Για την ιστορική εξέλιξη της Δυτικής θεολογίας έχει επίσης μεγάλη σημασία η συμβολή του Γουλιέλμου Όκκαμ (Ockham) , ο οποίος είναι ο πατέρας του Νομιναλισμού και ο οποίος έκανε μία γενική επίθεση εναντίον της αναλογίας του όντος. Οι νομιναλιστές απορρίπτουν κάθε είδος διακρίσεως μεταξύ θείας ουσίας και θείων ιδιοτήτων μεταξύ δηλαδή θείας ουσίας και ενέργειας και ισχυρίζονται ότι η διάκριση είναι μόνο κατ’ όνομα (εξ’ ου και νομιναλιστές )
Εξ’ αιτίας του Γουλιέλμου Όκκαμ δημιουργήθηκε μία παράδοση που δεν δεχόταν την αναλογία του όντος, μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Έλεγε δηλαδή, ότι από την φιλοσοφία δεν μπορούμε να ανιχνεύσουμε κάποια γνώση περί Θεού. Αυτός έκανε μία γενική επίθεση εναντίον των αρχετύπων του Πλάτωνα, εναντίον δηλαδή των καθ’ όλου (Universalia) της Πλατωνικής παραδόσεως με πολύ γερά φιλοσοφικά επιχειρήματα, και σχεδόν κατάργησε τους προηγούμενους Πλατωνικούς της Δυτικής παραδόσεως. προκαλώντας έτσι μια μεγάλη κρίση στην Δυτική Θεολογία.
Αυτό για την Ορθόδοξη παράδοση έχει πολύ μεγάλη σημασία, εφ' όσον η διδασκαλία περί αρχετύπων του Πλάτωνα και των Νεοπλατωνικών επίσημα καταδικάσθηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Στο «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας» που διαβάζουμε την Κυριακή της Ορθοδοξίας υπάρχει η επίσημη καταδίκη αυτής της διδασκαλίας του Πλάτωνα και των Νεοπλατωνικών και αναθεματίζονται, από την Ορθόδοξη Εκκλησία, επίσημα πλέον, όσοι παραδέχονται αυτήν την διδασκαλία περί αρχετύπων του Πλάτωνα. Και τούτο διότι η Πλατωνική αντίληψη περί Θεού είναι καθαρά ανθρωπομορφική.
Η περί των αρχετύπων ειδών στον νου του Θεού διδασκαλία αυτή καταργεί ουσιαστικά την Θεία ελευθερία και αποτελεί την όλη γνωσιολογική βάση της λεγομένης Σχολαστικής θεολογικής και φιλοσοφικής παραδόσεως, δηλαδή της θεολογίας των Παπικών, κατά την οποία πιστεύουν ότι υπάρχει μία αναλογία του όντος και μία αναλογία της πίστεως μεταξύ των κτιστών ουσιών και των ακτίστων αρχετύπων ειδών η ιδεών η λόγων, που υποτίθεται ότι υπάρχουν μέσα στον νου του Θεού. Έτσι κατ’ αυτούς μπορεί κανείς να εξιχνιάσει τα περί της Θείας ουσίας, εάν διεισδύσει στην ουσία και στην καθ’ όλου έννοια των όντων μέσω της ανθρώπινης λογικής.
Αυτή όμως η διδασκαλία, όπως είπαμε, καταδικάσθηκε από την Ανατολική Ορθόδοξο Εκκλησία κατά την Έβδομη Οικουμενική Σύνοδο. Κατ’ αυτό τον τρόπο καθιερώνεται και κατοχυρώνεται η Πατερική άποψη ότι μεταξύ κτιστών και ακτίστου, δηλαδή μεταξύ κτισμάτων και Θεού ουδεμία ομοιότης υπάρχει.
Την ως άνω Πλατωνική αντίληψη περί Θεού ακολούθησε ο Αυγουστίνος και ολόκληρη η Δυτική παράδοση. Ο Γουλιέλμος Οκκαμ δεν κατάργησε όμως την αναλογία της πίστεως, η οποία γι’ αυτόν είναι η Αγία Γραφή. Γι’ αυτόν δηλαδή στην Αγία Γραφή περιγράφονται τα του Θεού όπως είναι στην πραγματικότητα. Και μόνο μέσω της Αγίας Γραφής, λέει, μπορεί κανείς να γνωρίσει τον Θεό.
Κατά την αναλογία της πίστεως υπάρχει αναλογία μεταξύ Θεού και κτισμάτων. Όχι όμως από την φιλοσοφική σκέψη (που είναι η αναλογία του όντος), αλλά από την αποκάλυψη του Θεού, που είναι κατατεθειμένη μέσα στην Αγία Γραφή.
Δηλαδή λέει η αναλογία της πίστεως ότι ο Θεός αποκαλύπτει στον άνθρωπο τα περί του εαυτού Του μέσα στην Αγία Γραφή και ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει τα περί Θεού σωστά από την φιλοσοφία. Εδώ βέβαια κάνει ο Οκκαμ μία επίθεση εναντίον της φιλοσοφικής μεθόδου του Αυγουστίνου, όχι όμως και εναντίον της θεολογικής μεθόδου, που βασίζεται στην Αγία Γραφή, δηλαδή της αναλογίας της πίστεως.
Αυτήν την αναλογία της πίστεως ακολουθεί και ο Λούθηρος, ο ιδρυτής του Προτεσταντισμού. Ο Λούθηρος βέβαια είχε διδάξει σωστά ότι υπάρχουν δύο πίστεις. Η μία πίστη είναι η εγκεφαλική πίστη, της λογικής αποδοχής. Κατ’ αυτήν ο άνθρωπος αποδέχεται κάτι με την λογική του και πιστεύει σ’ αυτό που αποδέχεται. Αυτή όμως δεν είναι η πίστη που δικαιώνει τον άνθρωπο. Όταν λέει η Γραφή ότι ο άνθρωπος δια μόνης της πίστεως σώζεται, δεν εννοεί απλώς την πίστη της λογικής αποδοχής αλλά την ενδιάθετη πίστη.
Ο Λούθηρος παρατήρησε ότι στην Αγία Γραφή αναφέρεται ότι πράγματι υπάρχει μία άλλη πίστη, που είναι δώρο Θεού και ότι αυτή η πίστη ενεργείται στον χώρο της καρδιάς. Έφθασε όμως μέχρι αυτού του σημείου και δεν προχώρησε παραπέρα. Δεν ολοκλήρωσε δηλαδή το θέμα αυτό εμβαθύνοντας στην Πατερική αντίληψη περί της ενδιαθέτου πίστεως.
Στην Ορθόδοξη παράδοση ούτε η αναλογία της πίστεως υπάρχει. Διότι μεταξύ της διδασκαλίας της Αγίας Γραφής και της αλήθειας περί Θεού δεν υπάρχει αναλογία πίστεως. Διότι μεταξύ της διδασκαλίας της Αγίας Γραφής και της αλήθειας περί Θεού και κτισμάτων δεν υπάρχει απολύτως καμία ομοιότητα. Γι’ αυτόν τον λόγο τα νοήματα της Αγίας Γραφής περί Θεού είναι καταργήσιμα νοήματα. Καταργούνται στην εμπειρία της θεώσεως. Πριν είναι απλώς βοηθητικά, απαραίτητα , σωστά και ορθά, ως καθοδηγητικά μόνο προς τον Θεό.
Η Αγία Γραφή είναι οδηγός προς τον Θεό, αλλά δεν έχει η περιγραφή του Θεού στην Αγία Γραφή καμία ομοιότητα με τον Θεό. Μιλά για τον Θεό, μιλά για την αλήθεια, αλλά δεν είναι η Αλήθεια. Είναι οδηγός προς την Αλήθεια και την Οδό, που είναι ο Χριστός. Διότι οι λέξεις στην Αγία Γραφή, είναι απλώς σύμβολα, τα οποία περιέχουν ορισμένα νοήματα. Αυτά τα νοήματα είναι όλα ανθρώπινα και οδηγούν προς τον Θεό, προς τον Χριστό και τίποτε άλλο.
Οπότε διαβάζοντας απλώς κανείς την Αγία Γραφή δεν μπορεί να θεολογεί σωστά μόνο βάσει της Αγίας Γραφής. Αν αυτό το κάνει, δεν μπορεί παρά να γίνει αιρετικός. Διότι σωστή ερμηνεία της Αγίας Γραφής συνοδεύεται από την εμπειρία του φωτισμού ή της θέωσης. Χωρίς φωτισμό ή θέωση δεν μπορεί η Αγία Γραφή να ερμηνευθεί σωστά. Όπως διαβάζοντας απλώς κάποιος βιβλία χειρουργικής δεν μπορεί να γίνει χειρούργος, αν δεν παρακολουθήσει μαθήματα στην Ιατρική Σχολή και δεν εξασκηθεί στην χειρουργική κοντά σε έμπειρο καθηγητή, έτσι και σε οποιαδήποτε άλλη θετική επιστήμη πρέπει κανείς να εξασκηθεί, για να μπορεί από την άσκηση και την εμπειρία να προχωρήσει στην επαλήθευση και διαπίστωση της θεωρίας. Δηλαδή η θεωρία διαπιστώνεται, αν είναι αληθινή, από την εμπειρική πράξη, από την εμπειρική γνώση.
Κατά τον ίδιο τρόπο ένας ο οποίος δεν προσεγγίζει την Αγία Γραφή μέσω εμπειρογνωμόνων, δηλαδή μέσω ανθρώπων που έχουν την ίδια εμπειρία με τους Προφήτες η τους Αποστόλους, που είναι οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν μπορεί να βεβαιωθεί για την αλήθεια της Αγίας Γραφής. Η βάση, το θεμέλιο της εμπειρίας αυτής είναι ο φωτισμός και η θέωση, δηλαδή ο δοξασμός.
_________________
* Ή η οντολογική θεώρηση της θεολογίας, διότι από την εποχή του Γαλλικού Διαφωτισμού οι όροι μεταφυσική και οντολογία ταυτίζονται.
πηγή:Ιωαννου Σ. Ρωμανίδου, Πατερική Θεολογία , Εκδόσεις Παρακαταθήκη, 2004, σελ 129 –134, Πρόλογος Πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μετάλληνου, Επιμέλεια – Σχόλια: Μοναχού Δαμασκηνού Αγιορείτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου