Ἡ Ὀρθόδοξος παράδοσις καὶ ὁ σύγχρονος κόσμος
Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης (+)
(Ἀπὸ τὴν ὁμιλία ποὺ εἶχε κάμει στὴ Λεμεσὸ τὸ Νοέμβριο τοῦ 1981 ὁ πατὴρ Θεόκλητος Διονυσιάτης.)
Λέγει λοιπὸν εἰς ἕνα σημεῖον ὁ ἅγιος Συμεών, εἰς τοὺς «Ὕμνους θείων ἐρώτων», τὸ ἑξῆς, τὸ ὁποῖον μεταφέρω ἐν μεταφράσει: «Ἀπολαύω τῆς ἀγάπης Σου καὶ τῆς ὡραιότητός Σου, καὶ εἶμαι πλήρης θείας εὐδαιμονίας καὶ θείας γλυκύτητος. Τὸ πρόσωπόν μου λάμπει ὅπως τὸ πρόσωπον τοῦ ἀγαπημένου μου Ἰησοῦ. Ὅταν βυθίζωμαι μέσα εἰς τὸ φῶς Σου, τότε αἰσθάνομαι ὅτι γίνομαι ἕνα φῶς ὅμοιον μὲ τὸ ἰδικόν Σου. Καὶ τότε βλέπω τὸν ἑαυτόν μου ὡραιότερον ἀπ’ ὅλους τους ὡραίους, πλουσιώτερον ἀπ’ ὅλους τοὺς πλουσίους καὶ δυνατώτερον ἀπ’ ὅλους τοὺς αὐτοκράτορας. Διότι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶναι ἄξιος νὰ εἰσέλθη εἰς τὸ φῶς Σου, γίνεται ἕνα φῶς ὅμοιον μὲ τὸ ἰδικόν Σου...»
Ἂς ἀναφέρω ἐνδεικτικῶς τὴν ὑπακοὴν τὴν ὁποίαν κάμνομεν ἡμεῖς οἱ μοναχοί. Τί εἶναι ἡ ὑπακοὴ κατὰ βάθος; Μία ἠθελημένη ἄρσις τῆς ἐλευθερίας• θυσιάζω τὴν ἐλευθερίαν μου καὶ ὑποτάσσομαι, ἄρα εἶμαι ἀνελεύθερος• ὁ ἀνελεύθερος εἶναι δοῦλος. Ἐν τούτοις, αὐτὴ ἡ πράξις τῆς ἑκουσίου δουλείας, συμφώνως πρὸς τὴν καθολικὴν ἐμπειρίαν τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ ἔναρξις τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς ψυχῆς, διότι δουλεία εἶναι στὴν πραγματικότητα ἡ ἐλευθερία τῶν ἀνθρώπων.
Ἔτσι διεμορφώθη τὸ ἦθος τῆς Ἐκκλησίας, καὶ εἰς αὐτὸ ἔπαιξε πρωτεύοντα ρόλον ὁ Μοναχισμός. Ὁ Μοναχισμὸς εἶναι ἀναπόσπαστος ἀπὸ τὴν καθολικὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας• διαφέρει μόνον εἰς τὴν ἰδιοτυπίαν ζωῆς καὶ ἁπλῶς ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὰς ἐγκοσμίους κοινωνίας. Ἡ Ἐκκλησία πάντοτε τὸν ἐθεώρησε ὡς ὑπόδειγμα τῆς ἐν κόσμῳ ζωῆς, ὑπόδειγμα τὸ ὁποῖον κεῖται εἰς μίμησιν (ὄχι βεβαίως ὅλων τῶν τρόπων ζωῆς του) ἀλλὰ ὅσον εἶναι δυνατόν. Δι’ αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος μᾶς λέγει: «Φῶς μὲν μοναχοῖς, ἄγγελοι• φῶς δὲ κοσμικοῖς, μοναδικὴ πολιτεία».
Ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ νὰ ἰσχυρισθῶ ὅτι δὲν μποροῦμεν νὰ ἔχωμεν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, χωρὶς τὸν Μοναχισμόν. Εἶναι ἐνδεχόμενον νὰ εἴμεθα ἐντελῶς μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐν τούτοις νὰ μὴν εἴμεθα ὀρθόδοξοι• νὰ ζῶμεν δηλαδὴ μέσα εἰς τὸν χῶρον τῆς Ἐκκλησίας ἀγνοοῦντες τὰ μεγαλεῖα τὰ θεολογικὰ καὶ πνευματικὰ ποὺ ἔχει ἡ Ἐκκλησία. Ἱστορικά, θεολογικὰ καὶ πνευματικὰ τεκμήρια βοοῦν ὅτι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι διεμόρφωσαν τὸ ἦθος τῆς Ἐκκλησίας καὶ διασώζουν τὴν Ἐκκλησίαν τὴν Ὀρθόδοξον εἰς τὰ ὑψηλὰ ἐπίπεδά της, εἶναι οἱ μοναχοὶ ἤ, ἂν θέλετε, ὄχι ὅλοι ἀλλὰ οἱ Πατέρες οἱ ἐκ μοναχῶν οἱ ὁποῖοι μέσα εἰς τὴν κάμινον τῆς ἀσκήσεώς των, μέσα εἰς τὸν θεῖον ἔρωτά των, ἐφήλκυσαν πλουσίως τὰς ἀκτῖνας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δι’ αὐτὸ καὶ εἰς τὴν ὑμνολογίαν μας συνήθως λέγομεν: «Γέγονας, ὅσιε, ἔσοπτρον καθαρὸν τῶν ἀκτίνων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐλλαμφθεὶς πλουσίως...»
Ἐπαναλαμβάνω: δὲν μποροῦμε νὰ ὀνομαζώμεθα ὀρθόδοξοι ἐὰν δὲν ἀποδεχθῶμεν τὴν ὁμόφωνον διδασκαλίαν τῶν Ἁγίων Πατέρων, καὶ δὲν μποροῦμεν νὰ παρεκκλίνωμεν ἀπὸ τὴν βασιλικὴν αὐτὴν πορείαν τῶν Ἁγίων Πατέρων χωρὶς νὰ διακινδυνεύσωμεν νὰ δημιουργήσωμεν ἀντινομικὰς καταστάστεις μέσα μας ἤ νὰ περιπέσωμεν εἰς μίαν πνευματικὴν σχιζοφρένειαν.
Ἀντιθέτως, ἐὰν θεωρήσωμεν ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἕνα θέμα δοσοληψίας μὲ τὸν Θεὸν (νὰ κάμωμεν δηλαδὴ μερικὰς καλὰς πράξεις κοινωνικοῦ χαρακτῆρος, νὰ προσευχώμεθα, νὰ κοινωνῶμεν, νὰ ἐξομολογούμεθα, καὶ αὐτὸ εἶναι ἀρκετόν), περιπίπτομεν εἰς τὴν αὐτάρκειαν, καὶ ἐνῶ εἴμεθα δυστυχεῖς, ἐλεεινοὶ καὶ γεμάτοι πάθη, αἰσθανόμεθα μίαν ἀνεσιν• αὐτὸς εἶναι ὁ φαρισσαϊσμὸς τὸν ὁποῖον ἐπισημαίνει ὁ Κύριος. Ἐνῶ ἡ ἁγία Ὀρθοδοξία μας (δηλ. τὸ αὐθεντικῶς ἑρμηνευόμενον ἅγιον Εὐαγγέλιον) μᾶς λέγει: καθαρθεῖτε ἀπὸ τὰ πάθη διὰ νὰ οἰκήσω μέσα σας• μὴν ἐμπιστεύεσθε μερικὰς ἐνεργείας ἐξωτερικὰς αἱ ὁποῖαι δὲν ἀποτελοῦν αὐτοσκοπὸν ἀλλὰ μέσον• ἐλευθερωθεῖτε ἀπὸ τὰ πάθη διὰ νὰ εἰσέλθω εἰς τὴν καρδίαν σας. Εἶναι αὐτὸ διὰ τὸ ὁποῖον προσευχόμεθα κάθε ἡμέραν: «Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας..., ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλίδος...».
Μὴν ἐπαναπαυώμεθα λοιπόν, καὶ ἀπατῶμεν ἑαυτοὺς μὲ μικρὰ καὶ πτωχὰ καὶ εὐτελῆ πράγματα τὰ ὁποία ἄλλωστε κάμνουν καὶ οἱ «ἐθνικοί». Πρέπει νὰ ὁδηγηθῶμεν εἰς μίαν διαρκῆ ἀναζήτησιν τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, «Οὐκ ἔστιν ἄλλο τὸ ζητεῖν τὸ Θεὸν καὶ ἄλλο τὸ εὑρίσκειν, ἀλλὰ τοῦτο ἐστὶ τὸ εὑρίσκειν, τὸ ἀεὶ ζητεῖν καὶ ἐκκκαίεσθαι εἰς τὸν πόθον Ἐκείνου». Λοιπόν, ὅρος εὑρέσεως εἶναι ὁ πόθος• ὅταν ἔχωμεν πόθον, εὑρήκαμεν τὸν Θεόν. Δὲν τελειώνει ὅμως ἐκεῖ ἡ διαδικασία εὑρέσεως τοῦ Θεοῦ διότι, ὁ Θεὸς εἶναι ἄπειρος καὶ ἀσύλληπτος. Ὁ ἄνθρωπος δὲν σταματᾶ τὴν φοράν του πρὸς τελειότητα ἀφοῦ ἡ τελειότης καὶ τῶν τελείων εἶναι ἀτέλεστος. Δι’ αὐτὸ ἡ ζωὴ τῶν ἀληθινῶν ὀρθοδόξων εἶναι ζωὴ πεινώντων καὶ διψώντων τὸν Κύριον. Καὶ ὅταν δὲν τὸν εὑρίσκουν καὶ στενάζουν καὶ πενθοῦν καὶ φωνάζουν μαζὶ μὲ τὸν Δαυΐδ, «Πότε ἤξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ», ἤ πάλιν « Ὡς ἡ ἔλαφος ἐπείγεται ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, οὕτω καὶ ἡ ψυχή μου σὲ διψᾶ, ὁ Θεός», ἤ ὅπως ἡ νύμφη εἰς τὸ Ἆσμα Ἀσμάτων λέγει, «Τετρωμένη ἀγάπης εἰμὶ ἐγώ..., εἰς ὀσμὴν μύρων σου δραμοῦμαι...» (τρέχω ὀπίσω Σου Χριστέ μου)!...
Αὐτὴ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου