Αἰδεσιμολογιώτατον
Πρωτοπρεσβύτερον
π. Πέτρον Χίρς
Πετροκέρασα Θεσσαλονίκης
ΤΚ 570 12
Ἀγαπητέ μου π. Πέτρε, εὐλογεῖτε.
Ἡ πρόσκλησίς σου νά μετάσχω στήν παρουσίασι τοῦ βιβλίου σου «Ἡ ἐκκλησιολογική ἀναθεώρηση τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου» μέ χαροποίησε ἰδιαίτερα. Θά ἤθελα νά τιμήσω τήν προσπάθειά σου νά ἀναδείξῃς τήν πηγή, ἀπό τήν ὁποία προῆλθε ἡ «βαπτισματική θεολογία», καί τίς συνέπειες πού ἔχει γιά τήν ἐκκλησιαστική μας ἐπικαιρότητα.
Λυποῦμαι, διότι δέν κατέστη ἐφικτό νά παρευρεθῶ στήν τιμητική γιά τό ἔργο σου αὐτή ἐκδήλωσι. Παρακαλῶ ὅμως νά δεχθῇς τίς ἑξῆς σκέψεις μου.
Πρωτοπρεσβύτερον
π. Πέτρον Χίρς
Πετροκέρασα Θεσσαλονίκης
ΤΚ 570 12
Ἀγαπητέ μου π. Πέτρε, εὐλογεῖτε.
Ἡ πρόσκλησίς σου νά μετάσχω στήν παρουσίασι τοῦ βιβλίου σου «Ἡ ἐκκλησιολογική ἀναθεώρηση τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου» μέ χαροποίησε ἰδιαίτερα. Θά ἤθελα νά τιμήσω τήν προσπάθειά σου νά ἀναδείξῃς τήν πηγή, ἀπό τήν ὁποία προῆλθε ἡ «βαπτισματική θεολογία», καί τίς συνέπειες πού ἔχει γιά τήν ἐκκλησιαστική μας ἐπικαιρότητα.
Λυποῦμαι, διότι δέν κατέστη ἐφικτό νά παρευρεθῶ στήν τιμητική γιά τό ἔργο σου αὐτή ἐκδήλωσι. Παρακαλῶ ὅμως νά δεχθῇς τίς ἑξῆς σκέψεις μου.
Διάβασα μέ προσοχή τήν διδακτορική σου διατριβή, τήν ὁποία ἐξέδωσες μέ αὐτό τό βιβλίο, καί συγχαίρω γιά τήν σύλληψι καί ὁλοκλήρωσι τῆς πολύμοχθης αὐτῆς ἐργασίας.
Πολλά στοιχεῖα τῆς διατριβῆς σου, ἄγνωστα στούς μή εἰδικούς, βοηθοῦν στό νά κατανοήσουμε πῶς ἀναπτύχθηκε στήν Δύσι ἡ περιβόητη «βαπτισματική θεολογία». Ὅπως πολύ σωστά τό περιγράφῃς, ἡ σταδιακή ἀπομάκρυνσις ἀπό τήν ἐκκλησιολογία καί ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας (ἱερός Αὐγουστῖνος, Θωμᾶς Ἀκινάτης, Yves Congar) ὡδήγησε τούς δυτικούς θεολόγους στήν «νέα θεολογία» (nouvelle theologie) πού υἱοθέτησε ἡ Β’ Βατικανή σύνοδος. Καί διερωτῶμαι: γιατί καί Ὀρθόδοξοι θεολόγοι στοιχίζονται σέ αὐτή τήν ἀποκλίνουσα γραμμή;
Ὡς Ἐκκλησία ἔχουμε ζωντανή τήν ἐμπειρία τῆς «κοινωνίας σύν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις»). Έννοῶ καί τούς συγχρόνους μας Ἁγίους, τούς ὁποίους συναναστραφήκαμε, καί τούς παλαιούς πού μνημονεύουμε στήν Θ. Λετουργία καί ὑμνοῦμε στίς ἐκκλησιαστικές μας Ἀκολουθίες. Ἔχουμε σαφεῖς ἱερούς Κανόνας, πού διαφυλάσσουν τήν καθολική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, «περί τοῦ μή δέχεσθαι αἱρετικῶν βάπτισμα». Ἔχουμε ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων πού ὁριοθετοῦν τήν Ὀρθοδοξία καί τήν αἵρεσι. Ἔχουμε ἐπίγνωσι τοῦ ποῖοι σήμερα δέν ἔχουν ἀκεραία τήν ἀποστολική Πίστι καί Παράδοσι, δέν τελοῦν τά αὐθεντικά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί δέν ἔχουν τήν ἁγιαστική καί θεοποιό Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διερωτῶμαι λοιπόν ἐκ δευτέρου: γιατί συμβαίνει θεολόγοι νά θεωροῦν ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι Χριστιανοί (Παπικοί, Προτεστάντες, Ἀντιχαλκηδόνιοι) τελοῦν αὐθεντικῶς τά ἱερά μυστήρια καί ἔχουν ἁγιαστική Χάρι;
Προσπαθώντας νά καταλάβω τό «γιατί», σέ μία βεβαίως βαθύτερη ἔννοια, φθάνω στό συμπέρασμα ὅτι εἶχε ἀπόλυτο δίκαιο ὁ μακαριστός Γέροντάς μας π. Γεώργιος, ὅταν ἔγραφε ὅτι «ὁ οἰκουμενισμός, δηλαδή ἡ κίνησις διά τήν ἕνωσιν τῶν ‘‘ἐκκλησιῶν’’, ὅπως διεξάγεται σήμερον, φαίνεται ὅτι ἔχει οὐμανιστικόν - ἀνθρωποκεντρικόν χαρακτῆρα καί ὄχι θεολογικόν καί πνευματικόν» (Ὀρθοδοξία καί Οὐμανισμός - Ὀρθοδοξία καί Παπισμός, σελ. 83). Ἁπλᾶ: τά κίνητρα καί οἱ στόχοι του εἶναι τοῦ παρόντος αἰῶνος.
Λαμβάνοντας ὑπ' ὄψιν τά κριτήρια τῆς καθ’ ἡμᾶς εὐσεβείας, τήν διαχρονική Πίστι καί Παράδοσι τῶν Ἁγίων Πατέρων, τά ὁποῖα οἱ ἱεροί Κανόνες ἔχουν καταστήσει χειροπιαστά, εὔληπτα, διερωτῶμαι ἐκ τρίτου: τί εἶναι αὐτό πού κάνει δύσκολη τήν συμμόρφωσί μας στήν ἐπιταγή τῶν ἱερῶν Κανόνων, οἱ ὁποῖοι διαγράφουν τό πλαίσιο προσεγγίσεως τῶν ἑτεροδόξων;
Καί ἐπ’ αὐτοῦ φθάνω στό σημεῖο νά θεωρήσω πολύ ἐπίκαιρο τόν λόγο τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, τόν ὁποῖο συχνά ἐπανελάμβανε ὁ μακαριστός Γέροντας Γεώργιος: «Δέν ἔχουμε κρίσιν θεολογίας, ἀλλά κρίσιν πίστεως». Προσπαθῶ νά κάνω μέσα μου πιό εὐδιάκριτη τήν ἔννοια τῆς φράσεως «ἔχουμε κρίσιν πίστεως». Ὁδηγοῦμαι στό συμπέρασμα ὅτι μόνο μέ ἁγιότητα, καθαρότητα, ταπείνωσι, φόβο Θεοῦ, μποροῦμε νά διαχειρισθοῦμε τά «ἐν οὐ παικτοῖς» θέματα τῆς ἐκκλησιολογίας. Οἱ θεολόγοι τῆς nouvelle theologie, ὅπως γράφεις, ἐνσυνειδήτως προέκριναν τίς "ἀπαιτήσεις τῶν καιρῶν" εἰς βάρος τῆς παρακαταθήκης τῆς πίστεως (ἔστω τῆς Λατινικῆς πίστεώς τους). Προέκριναν δηλαδή τήν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν μέ ἀνθρωποκεντρικά-οὐμανιστικά κίνητρα. Ἐνθυμοῦμαι τήν κρίσι τοῦ ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως γιά τήν "πολιτική" τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος: προτίμησαν οἱ Πατέρες νά κερδίσουν τήν ἑνότητα τῆς Πίστεως καί ὄχι τήν ἕνωσι τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν εἰς βάρος τῆς Πίστεως. Παρομοίως κινήθηκαν οἱ ἅγιοι Πατέρες στό θέμα τοῦ Μονοθελητισμοῦ: δέν προτίμησαν τήν ἕνωσι τῶν Μονοθελητῶν, ὅπως τό ἀπαιτοῦσαν οἱ καιροί καί οἱ πολιτικές συγκυρίες, ἀλλά τήν ἑνότητα τῆς Πίστεως, δηλαδή τήν Ὀρθοδοξία καί ὄχι τίς συμβιβαστικές θεολογικές λύσεις.
Μέ χαρά ἐπίσης στέκομαι στήν παραπομπή (σελίδα 79 τοῦ βιβλίου), μέ τήν ὁποία τονίζεις τήν διαχρονική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι τά χαρισματικά καί τά κανονικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας συμπίπτουν, ἐμπειρία ἐκπεφρασμένη μέ τήν θεολογία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ καί στήν συνέχεια μέ τήν πλούσια κανονική μας παράδοσι.
Ἡ σύμπτωσις τῶν κανονικῶν καί τῶν χαρισματικῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας ἐμφαίνεται καί στό ἔργο τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός» (ἔκδ. Ὀρθ. Κυψέλη, Θεσ/νίκη 1974, σελ. 23) ἀπό μία σκοπιά ἐντελῶς ἐμπειρική καί ἐπαρκῶς θεολογική. Γράφει ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος: «Ὁλόκληρος ἡ κτίσις ἐδημιουργήθη ὡς Ἐκκλησία, καί ἀποτελεῖ τήν Ἐκκλησίαν, “καί αὐτός ἐστιν ἡ κεφαλή τοῦ σώματος, τῆς Ἐκκλησίας” (Κολ. 1, 18). Πρόκειται περί ἐλλόγου πανενότητος τῆς κτίσεως καί περί ἐλλόγου παντελεολογίας τῆς κτίσεως. Ἡ ἁμαρτία ἀπέκοψεν ἕν μέρος τῆς κτίσεως ἀπ’ αὐτήν τήν ἔλλογον πανενότητα καί παντελεολογίαν, καί ἐβύθισεν αὐτό εἰς ἄλογον ἀστοχίαν, δηλαδή εἰς τόν θάνατον».
Οἱ πατέρες τῆς Μονῆς μας, πού χρησιμοποίησαν αὐτό τό ἀπόσπασμα σέ σχόλιό τους στό τεῦχος 39 (2014) τοῦ περιοδικοῦ μας «Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος», τό σχολιάζουν ὡς ἑξῆς: «Ἀλλά σέ αὐτό τό σημεῖο [δηλαδή ἐκεῖ πού ἡ ἁμαρτία ἀποκόπτει ἕν μέρος τῆς κτίσεως ἀπό τήν Ἐκκλησία] χαράσσονται ἀπό τήν Ἐκκλησία τά κανονικά της ὅρια. Αὐτά προσδιορίζουν τήν νεκρότητα, ὅσων εὑρίσκονται στόν θάνατο καί εἶναι νεκροί –οἱ δέ αἱρετικοί εἶναι νεκροί, κατά τόν γ’ κανόνα τοῦ Μεγ. Ἀθανασίου (λθ’ ἑορταστική ἐπιστολή)–, καθώς καί τήν ἀπόστασι πού τούς χωρίζει ἀπό τήν Ζωή. Αὐτά τά κανονικά ὅρια ὁριοθετοῦν τόν χῶρο τῆς αἱρέσεως, «ὅπου ἐκκλησία οὐκ ἔστιν» (Κανών Καρχηδόνος). Μόνον αὐτά τά ὅρια ὑπάρχουν! Καί αὐτά εἶναι κανονικά καί χαρισματικά ἐν ταυτῷ».
Οἱ σεβαστοί καί ἐκλεκτοί θεολόγοι πού ἔχουν προσκληθῆ στήν παρουσίασι τοῦ βιβλίου σου ὑπερεπαρκοῦν γιά νά παρουσιάσουν τήν βαρύτητα καί τήν σπουδαιότητα πού ἔχει ἡ διατριβή σου γιά τήν σύγχρονη ἐκκλησιαστική ζωή. Ἐπίτρεψέ μου νά εἰπῶ μόνο τό ἑξῆς ἐπίκαιρο: Οἱ διαχριστιανικοί Διάλογοι ἔχουν ἐπηρεασθῆ ἀπό τήν «βαπτισματική θεολογία». Ἀρκεῖ νά θυμηθοῦμε τίς θεολογικές συμφωνίες πού ἔγιναν στό πλαίσιο τῶν ἐπισήμων Διαλόγων (ἀναγνώρισις ἐκκλησιακοῦ χαρακτῆρος στίς ἑτερόδοξες ἐκκλησίες, ἀποστολικῆς πίστεως καί διαδοχῆς, ἐγκύρων μυστηρίων, πρωτείου ἐπί παγκοσμίου ἐπιπέδου), οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν τεκμήριο γιά τό ὅτι ἡ «βαπτισματική θεολογία» ἔχει ἀποδώσει τούς καρπούς της. Πιστεύω ὅτι στήν Μέλλουσα Σύνοδο –ἐφ’ ὅσον στόν κατάλογο τῶν θεμάτων της περιληφθῆ τό θέμα «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»– θά πρυτανεύσῃ ἡ θεολογία τῶν Ἁγίων Πατέρων καί δέν θά ἀποδεχθοῦν οἱ ἱεράρχαι μας συνοδικῶς ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι Χριστιανοί ἀποτελοῦν ἐκκλησίες μέ τά χαρακτηριστικά τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, δηλαδή μέ ἀποστολική διαδοχή, Μυστήρια παρεκτικά θεοποιοῦ Χάριτος καί δυνατότητα ἁγιασμοῦ καί σωτηρίας.
Ἔχω ὑπ’ ὄψιν μου σχετικά πρόσφατες ἐκτιμήσεις γιά τήν Β’ Βατικανή Σύνοδο σέ διεθνές συνέδριο πού ὠργανώθηκε τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2013 (Ἐπίσκε¬ψις τ. 755 (31.10.2013), σελ. 18-22), οἱ ὁποῖες δείχνουν ὅτι τό πνεῦμα πού ἐπεκράτησε στήν Β’ Βατικανή Σύνοδο καθορίζει ἔκτοτε τόν σύγ¬χρο¬νο Οἰκουμενισμό. Σέ σχόλιο τοῦ περιοδικοῦ «Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος» (τ. 39/2014, σελ. 154-166, ὑπάρχουν κάποιες ἀπαραίτητες ἐπ' αὐτοῦ παρατηρήσεις ἐξ ἐπό¬ψεως Ὀρθοδόξου. Γιατί πρέπει νά συρόμαστε πίσω ἀπό τό ἅρμα τοῦ ρωμαιοκεντρικοῦ (παποκεντρικοῦ) Οἰκουμενισμοῦ, τήν ἴδια στιγμή πού καλοπροαίρετοι ἑτερόδοξοι (Ρωμαιοκαθολικοί, Προτεστάντες καί ἐνίοτε Ἀντιχαλκηδόνιοι) ἀναζητοῦν μέ πόνο καί εὑρίσκουν μέ ἀνακούφισι τήν Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μας;
Μοῦ ἔκανε ἐπίσης ἐντύπωσι ἡ 18η παράγραφος τοῦ παπικοῦ Διατάγματος περί Οἰκουμενισμοῦ τῆς Β’ Βατικανῆς (σελ. 340 τοῦ βιβλίου σου), στήν ὁποία λέγεται: «Τούτων πάντων καλῶς ἐξετασθέντων, ἡ Ἁγία Σύνοδος ἐπαναλαμβάνει τό διακηρυχθέν παρά τῶν προγενεστέρων Ἁγίων Συνόδων καί τῶν Ρωμαίων Ἀρχιερέων, ἤτοι ὅτι, πρός ἀποκατάστασιν ἤ διαφύλαξιν τῆς κοινωνίας καί τῆς ἑνότητος μηδέν πλέον ἐπιτίθεσθαι βάρος πλήν τῶν ἐπάναγκες».
Ἐάν ὀρθά τό καταλαβαίνω, τό Διάταγμα, ἀφοῦ ἀνεγνώρισε πώς ἔχουμε οἱ Ὀρθόδοξοι τήν ἀποστολική πίστι καί διαδοχή, ἔγκυρα μυστήρια καί σώ¬ζουσα Χάρι, τό μόνο "ἐπάναγκες" πού διακηρύχθηκε ἀπό τίς προγενέστερες παπικές συνόδους εἶναι νά ἀναγνωρίσουμε τό παπικό πρωτεῖο.
Θά ἔλεγε κανείς ὅτι δέν ἄλλαξε ἡ προοπτική ἀλλά ἡ τακτική! Αὐτό διαφαίνεται σέ πολλά σημεῖα τῆς διατριβῆς σου, ὅπου τά ἴδια τά κείμενα καθιστοῦν σαφές ὅτι τά «ἀνοίγματα» τῆς Β’ Βατικανῆς δέν ἀκύρωσαν τό βασικό αὐτό παπικό δόγμα, ἀλλά στήν βάσι του λειτούργησαν ὡς νέοι τρό¬ποι, προσ-αρμοσμένοι στό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μας, γιά τήν ζεῦξι τῶν «χωρισμένων ἀδελφῶν» στό ἅρμα τοῦ Ρωμαίου Ποντίφηκος. Παραθέτω κάτι πού ἔγραψε σχετικῶς ὁ μακαριστός Γέροντας Γεώργιος: «Πρό τεσσαράκοντα περί¬που ἐτῶν συμμετεῖχα σέ σύναξι Ὀρθοδόξων θεολόγων ἐν Ἀθήναις, στήν ὁποία προσκληθείς ὁ γνωστός Ρωμαιοκαθολικός κληρικός καί στέλεχος τοῦ Βατικανοῦ Πιέρ Ντυπρέ μᾶς εἶπε: Τό Πρωτεῖον θά τό διατυπώσουμε μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε θά τό δεχθῆτε. Τοῦ παρετήρησα ὅτι δέν μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ διατύπωσις ἀλλά ἡ οὐσία τοῦ Πρωτείου. Δέν πρόκειται νά δεχθοῦμε Πρωτεῖον μέ τήν ἔννοια πού τό κατέχει ὁ Πάπας τῆς Ρώμης» (βλ. ἄρθρο του Ἀνησυχία γιά τήν προετοιμαζομένη ἀπό τό Βατικανό ἕνωσι Ὀρθοδόξων-Ρωμαιοκαθολικῶν).
Ζητῶ συγγνώμη γιά τήν μακρυλογία μου. Δέν ἀποκρύπτω ὅτι συμ-πονοῦμε τούς ἑτεροδόξους. Ἀρκετοί ἀπό αὐτούς ἐκδηλώνουν τήν εἰλικρινῆ τους διάθεσι γιά ἑνότητα. Ἴσως ἔχουν μάθει νά ἀναζητοῦν τήν ἑνότητα μέ τόν τρόπο πού γνωρίζουν. Δέν τούς κατακρίνουμε γι’ αὐτό. Νοιώθουμε ὅμως τήν εὐθύνη μας νά τούς βοηθήσουμε νά άντιληφθοῦν τήν ἑνότητα πού ζητεῖ ὁ Χριστός μέ τήν ἀρχιερατική Του προσευχή, τήν ὁποία ἀγνοοῦν, καί νά ἐπα-νακάμψουν στήν Ὀρθόδοξο Πίστι ἀποβάλλοντας τά παρείσακτα δόγματα καί ἀντιευαγγελικά ἤθη τῶν ἐκκλησιῶν τους. Εὐτυχῶς πού ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας παραμένει εἰς τούς αἰῶνας ἕνα διαρκές μήνυμα πρός αὐτή τήν κατεύθυνσι.
Καί πάλι σέ συγχαίρω καί εὔχομαι κάθε καλό ἀπό τόν Κύριο.
Πολλά στοιχεῖα τῆς διατριβῆς σου, ἄγνωστα στούς μή εἰδικούς, βοηθοῦν στό νά κατανοήσουμε πῶς ἀναπτύχθηκε στήν Δύσι ἡ περιβόητη «βαπτισματική θεολογία». Ὅπως πολύ σωστά τό περιγράφῃς, ἡ σταδιακή ἀπομάκρυνσις ἀπό τήν ἐκκλησιολογία καί ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας (ἱερός Αὐγουστῖνος, Θωμᾶς Ἀκινάτης, Yves Congar) ὡδήγησε τούς δυτικούς θεολόγους στήν «νέα θεολογία» (nouvelle theologie) πού υἱοθέτησε ἡ Β’ Βατικανή σύνοδος. Καί διερωτῶμαι: γιατί καί Ὀρθόδοξοι θεολόγοι στοιχίζονται σέ αὐτή τήν ἀποκλίνουσα γραμμή;
Ὡς Ἐκκλησία ἔχουμε ζωντανή τήν ἐμπειρία τῆς «κοινωνίας σύν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις»). Έννοῶ καί τούς συγχρόνους μας Ἁγίους, τούς ὁποίους συναναστραφήκαμε, καί τούς παλαιούς πού μνημονεύουμε στήν Θ. Λετουργία καί ὑμνοῦμε στίς ἐκκλησιαστικές μας Ἀκολουθίες. Ἔχουμε σαφεῖς ἱερούς Κανόνας, πού διαφυλάσσουν τήν καθολική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, «περί τοῦ μή δέχεσθαι αἱρετικῶν βάπτισμα». Ἔχουμε ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων πού ὁριοθετοῦν τήν Ὀρθοδοξία καί τήν αἵρεσι. Ἔχουμε ἐπίγνωσι τοῦ ποῖοι σήμερα δέν ἔχουν ἀκεραία τήν ἀποστολική Πίστι καί Παράδοσι, δέν τελοῦν τά αὐθεντικά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί δέν ἔχουν τήν ἁγιαστική καί θεοποιό Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διερωτῶμαι λοιπόν ἐκ δευτέρου: γιατί συμβαίνει θεολόγοι νά θεωροῦν ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι Χριστιανοί (Παπικοί, Προτεστάντες, Ἀντιχαλκηδόνιοι) τελοῦν αὐθεντικῶς τά ἱερά μυστήρια καί ἔχουν ἁγιαστική Χάρι;
Προσπαθώντας νά καταλάβω τό «γιατί», σέ μία βεβαίως βαθύτερη ἔννοια, φθάνω στό συμπέρασμα ὅτι εἶχε ἀπόλυτο δίκαιο ὁ μακαριστός Γέροντάς μας π. Γεώργιος, ὅταν ἔγραφε ὅτι «ὁ οἰκουμενισμός, δηλαδή ἡ κίνησις διά τήν ἕνωσιν τῶν ‘‘ἐκκλησιῶν’’, ὅπως διεξάγεται σήμερον, φαίνεται ὅτι ἔχει οὐμανιστικόν - ἀνθρωποκεντρικόν χαρακτῆρα καί ὄχι θεολογικόν καί πνευματικόν» (Ὀρθοδοξία καί Οὐμανισμός - Ὀρθοδοξία καί Παπισμός, σελ. 83). Ἁπλᾶ: τά κίνητρα καί οἱ στόχοι του εἶναι τοῦ παρόντος αἰῶνος.
Λαμβάνοντας ὑπ' ὄψιν τά κριτήρια τῆς καθ’ ἡμᾶς εὐσεβείας, τήν διαχρονική Πίστι καί Παράδοσι τῶν Ἁγίων Πατέρων, τά ὁποῖα οἱ ἱεροί Κανόνες ἔχουν καταστήσει χειροπιαστά, εὔληπτα, διερωτῶμαι ἐκ τρίτου: τί εἶναι αὐτό πού κάνει δύσκολη τήν συμμόρφωσί μας στήν ἐπιταγή τῶν ἱερῶν Κανόνων, οἱ ὁποῖοι διαγράφουν τό πλαίσιο προσεγγίσεως τῶν ἑτεροδόξων;
Καί ἐπ’ αὐτοῦ φθάνω στό σημεῖο νά θεωρήσω πολύ ἐπίκαιρο τόν λόγο τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, τόν ὁποῖο συχνά ἐπανελάμβανε ὁ μακαριστός Γέροντας Γεώργιος: «Δέν ἔχουμε κρίσιν θεολογίας, ἀλλά κρίσιν πίστεως». Προσπαθῶ νά κάνω μέσα μου πιό εὐδιάκριτη τήν ἔννοια τῆς φράσεως «ἔχουμε κρίσιν πίστεως». Ὁδηγοῦμαι στό συμπέρασμα ὅτι μόνο μέ ἁγιότητα, καθαρότητα, ταπείνωσι, φόβο Θεοῦ, μποροῦμε νά διαχειρισθοῦμε τά «ἐν οὐ παικτοῖς» θέματα τῆς ἐκκλησιολογίας. Οἱ θεολόγοι τῆς nouvelle theologie, ὅπως γράφεις, ἐνσυνειδήτως προέκριναν τίς "ἀπαιτήσεις τῶν καιρῶν" εἰς βάρος τῆς παρακαταθήκης τῆς πίστεως (ἔστω τῆς Λατινικῆς πίστεώς τους). Προέκριναν δηλαδή τήν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν μέ ἀνθρωποκεντρικά-οὐμανιστικά κίνητρα. Ἐνθυμοῦμαι τήν κρίσι τοῦ ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως γιά τήν "πολιτική" τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος: προτίμησαν οἱ Πατέρες νά κερδίσουν τήν ἑνότητα τῆς Πίστεως καί ὄχι τήν ἕνωσι τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν εἰς βάρος τῆς Πίστεως. Παρομοίως κινήθηκαν οἱ ἅγιοι Πατέρες στό θέμα τοῦ Μονοθελητισμοῦ: δέν προτίμησαν τήν ἕνωσι τῶν Μονοθελητῶν, ὅπως τό ἀπαιτοῦσαν οἱ καιροί καί οἱ πολιτικές συγκυρίες, ἀλλά τήν ἑνότητα τῆς Πίστεως, δηλαδή τήν Ὀρθοδοξία καί ὄχι τίς συμβιβαστικές θεολογικές λύσεις.
Μέ χαρά ἐπίσης στέκομαι στήν παραπομπή (σελίδα 79 τοῦ βιβλίου), μέ τήν ὁποία τονίζεις τήν διαχρονική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι τά χαρισματικά καί τά κανονικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας συμπίπτουν, ἐμπειρία ἐκπεφρασμένη μέ τήν θεολογία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ καί στήν συνέχεια μέ τήν πλούσια κανονική μας παράδοσι.
Ἡ σύμπτωσις τῶν κανονικῶν καί τῶν χαρισματικῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας ἐμφαίνεται καί στό ἔργο τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός» (ἔκδ. Ὀρθ. Κυψέλη, Θεσ/νίκη 1974, σελ. 23) ἀπό μία σκοπιά ἐντελῶς ἐμπειρική καί ἐπαρκῶς θεολογική. Γράφει ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος: «Ὁλόκληρος ἡ κτίσις ἐδημιουργήθη ὡς Ἐκκλησία, καί ἀποτελεῖ τήν Ἐκκλησίαν, “καί αὐτός ἐστιν ἡ κεφαλή τοῦ σώματος, τῆς Ἐκκλησίας” (Κολ. 1, 18). Πρόκειται περί ἐλλόγου πανενότητος τῆς κτίσεως καί περί ἐλλόγου παντελεολογίας τῆς κτίσεως. Ἡ ἁμαρτία ἀπέκοψεν ἕν μέρος τῆς κτίσεως ἀπ’ αὐτήν τήν ἔλλογον πανενότητα καί παντελεολογίαν, καί ἐβύθισεν αὐτό εἰς ἄλογον ἀστοχίαν, δηλαδή εἰς τόν θάνατον».
Οἱ πατέρες τῆς Μονῆς μας, πού χρησιμοποίησαν αὐτό τό ἀπόσπασμα σέ σχόλιό τους στό τεῦχος 39 (2014) τοῦ περιοδικοῦ μας «Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος», τό σχολιάζουν ὡς ἑξῆς: «Ἀλλά σέ αὐτό τό σημεῖο [δηλαδή ἐκεῖ πού ἡ ἁμαρτία ἀποκόπτει ἕν μέρος τῆς κτίσεως ἀπό τήν Ἐκκλησία] χαράσσονται ἀπό τήν Ἐκκλησία τά κανονικά της ὅρια. Αὐτά προσδιορίζουν τήν νεκρότητα, ὅσων εὑρίσκονται στόν θάνατο καί εἶναι νεκροί –οἱ δέ αἱρετικοί εἶναι νεκροί, κατά τόν γ’ κανόνα τοῦ Μεγ. Ἀθανασίου (λθ’ ἑορταστική ἐπιστολή)–, καθώς καί τήν ἀπόστασι πού τούς χωρίζει ἀπό τήν Ζωή. Αὐτά τά κανονικά ὅρια ὁριοθετοῦν τόν χῶρο τῆς αἱρέσεως, «ὅπου ἐκκλησία οὐκ ἔστιν» (Κανών Καρχηδόνος). Μόνον αὐτά τά ὅρια ὑπάρχουν! Καί αὐτά εἶναι κανονικά καί χαρισματικά ἐν ταυτῷ».
Οἱ σεβαστοί καί ἐκλεκτοί θεολόγοι πού ἔχουν προσκληθῆ στήν παρουσίασι τοῦ βιβλίου σου ὑπερεπαρκοῦν γιά νά παρουσιάσουν τήν βαρύτητα καί τήν σπουδαιότητα πού ἔχει ἡ διατριβή σου γιά τήν σύγχρονη ἐκκλησιαστική ζωή. Ἐπίτρεψέ μου νά εἰπῶ μόνο τό ἑξῆς ἐπίκαιρο: Οἱ διαχριστιανικοί Διάλογοι ἔχουν ἐπηρεασθῆ ἀπό τήν «βαπτισματική θεολογία». Ἀρκεῖ νά θυμηθοῦμε τίς θεολογικές συμφωνίες πού ἔγιναν στό πλαίσιο τῶν ἐπισήμων Διαλόγων (ἀναγνώρισις ἐκκλησιακοῦ χαρακτῆρος στίς ἑτερόδοξες ἐκκλησίες, ἀποστολικῆς πίστεως καί διαδοχῆς, ἐγκύρων μυστηρίων, πρωτείου ἐπί παγκοσμίου ἐπιπέδου), οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν τεκμήριο γιά τό ὅτι ἡ «βαπτισματική θεολογία» ἔχει ἀποδώσει τούς καρπούς της. Πιστεύω ὅτι στήν Μέλλουσα Σύνοδο –ἐφ’ ὅσον στόν κατάλογο τῶν θεμάτων της περιληφθῆ τό θέμα «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»– θά πρυτανεύσῃ ἡ θεολογία τῶν Ἁγίων Πατέρων καί δέν θά ἀποδεχθοῦν οἱ ἱεράρχαι μας συνοδικῶς ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι Χριστιανοί ἀποτελοῦν ἐκκλησίες μέ τά χαρακτηριστικά τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, δηλαδή μέ ἀποστολική διαδοχή, Μυστήρια παρεκτικά θεοποιοῦ Χάριτος καί δυνατότητα ἁγιασμοῦ καί σωτηρίας.
Ἔχω ὑπ’ ὄψιν μου σχετικά πρόσφατες ἐκτιμήσεις γιά τήν Β’ Βατικανή Σύνοδο σέ διεθνές συνέδριο πού ὠργανώθηκε τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2013 (Ἐπίσκε¬ψις τ. 755 (31.10.2013), σελ. 18-22), οἱ ὁποῖες δείχνουν ὅτι τό πνεῦμα πού ἐπεκράτησε στήν Β’ Βατικανή Σύνοδο καθορίζει ἔκτοτε τόν σύγ¬χρο¬νο Οἰκουμενισμό. Σέ σχόλιο τοῦ περιοδικοῦ «Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος» (τ. 39/2014, σελ. 154-166, ὑπάρχουν κάποιες ἀπαραίτητες ἐπ' αὐτοῦ παρατηρήσεις ἐξ ἐπό¬ψεως Ὀρθοδόξου. Γιατί πρέπει νά συρόμαστε πίσω ἀπό τό ἅρμα τοῦ ρωμαιοκεντρικοῦ (παποκεντρικοῦ) Οἰκουμενισμοῦ, τήν ἴδια στιγμή πού καλοπροαίρετοι ἑτερόδοξοι (Ρωμαιοκαθολικοί, Προτεστάντες καί ἐνίοτε Ἀντιχαλκηδόνιοι) ἀναζητοῦν μέ πόνο καί εὑρίσκουν μέ ἀνακούφισι τήν Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μας;
Μοῦ ἔκανε ἐπίσης ἐντύπωσι ἡ 18η παράγραφος τοῦ παπικοῦ Διατάγματος περί Οἰκουμενισμοῦ τῆς Β’ Βατικανῆς (σελ. 340 τοῦ βιβλίου σου), στήν ὁποία λέγεται: «Τούτων πάντων καλῶς ἐξετασθέντων, ἡ Ἁγία Σύνοδος ἐπαναλαμβάνει τό διακηρυχθέν παρά τῶν προγενεστέρων Ἁγίων Συνόδων καί τῶν Ρωμαίων Ἀρχιερέων, ἤτοι ὅτι, πρός ἀποκατάστασιν ἤ διαφύλαξιν τῆς κοινωνίας καί τῆς ἑνότητος μηδέν πλέον ἐπιτίθεσθαι βάρος πλήν τῶν ἐπάναγκες».
Ἐάν ὀρθά τό καταλαβαίνω, τό Διάταγμα, ἀφοῦ ἀνεγνώρισε πώς ἔχουμε οἱ Ὀρθόδοξοι τήν ἀποστολική πίστι καί διαδοχή, ἔγκυρα μυστήρια καί σώ¬ζουσα Χάρι, τό μόνο "ἐπάναγκες" πού διακηρύχθηκε ἀπό τίς προγενέστερες παπικές συνόδους εἶναι νά ἀναγνωρίσουμε τό παπικό πρωτεῖο.
Θά ἔλεγε κανείς ὅτι δέν ἄλλαξε ἡ προοπτική ἀλλά ἡ τακτική! Αὐτό διαφαίνεται σέ πολλά σημεῖα τῆς διατριβῆς σου, ὅπου τά ἴδια τά κείμενα καθιστοῦν σαφές ὅτι τά «ἀνοίγματα» τῆς Β’ Βατικανῆς δέν ἀκύρωσαν τό βασικό αὐτό παπικό δόγμα, ἀλλά στήν βάσι του λειτούργησαν ὡς νέοι τρό¬ποι, προσ-αρμοσμένοι στό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μας, γιά τήν ζεῦξι τῶν «χωρισμένων ἀδελφῶν» στό ἅρμα τοῦ Ρωμαίου Ποντίφηκος. Παραθέτω κάτι πού ἔγραψε σχετικῶς ὁ μακαριστός Γέροντας Γεώργιος: «Πρό τεσσαράκοντα περί¬που ἐτῶν συμμετεῖχα σέ σύναξι Ὀρθοδόξων θεολόγων ἐν Ἀθήναις, στήν ὁποία προσκληθείς ὁ γνωστός Ρωμαιοκαθολικός κληρικός καί στέλεχος τοῦ Βατικανοῦ Πιέρ Ντυπρέ μᾶς εἶπε: Τό Πρωτεῖον θά τό διατυπώσουμε μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε θά τό δεχθῆτε. Τοῦ παρετήρησα ὅτι δέν μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ διατύπωσις ἀλλά ἡ οὐσία τοῦ Πρωτείου. Δέν πρόκειται νά δεχθοῦμε Πρωτεῖον μέ τήν ἔννοια πού τό κατέχει ὁ Πάπας τῆς Ρώμης» (βλ. ἄρθρο του Ἀνησυχία γιά τήν προετοιμαζομένη ἀπό τό Βατικανό ἕνωσι Ὀρθοδόξων-Ρωμαιοκαθολικῶν).
Ζητῶ συγγνώμη γιά τήν μακρυλογία μου. Δέν ἀποκρύπτω ὅτι συμ-πονοῦμε τούς ἑτεροδόξους. Ἀρκετοί ἀπό αὐτούς ἐκδηλώνουν τήν εἰλικρινῆ τους διάθεσι γιά ἑνότητα. Ἴσως ἔχουν μάθει νά ἀναζητοῦν τήν ἑνότητα μέ τόν τρόπο πού γνωρίζουν. Δέν τούς κατακρίνουμε γι’ αὐτό. Νοιώθουμε ὅμως τήν εὐθύνη μας νά τούς βοηθήσουμε νά άντιληφθοῦν τήν ἑνότητα πού ζητεῖ ὁ Χριστός μέ τήν ἀρχιερατική Του προσευχή, τήν ὁποία ἀγνοοῦν, καί νά ἐπα-νακάμψουν στήν Ὀρθόδοξο Πίστι ἀποβάλλοντας τά παρείσακτα δόγματα καί ἀντιευαγγελικά ἤθη τῶν ἐκκλησιῶν τους. Εὐτυχῶς πού ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας παραμένει εἰς τούς αἰῶνας ἕνα διαρκές μήνυμα πρός αὐτή τήν κατεύθυνσι.
Καί πάλι σέ συγχαίρω καί εὔχομαι κάθε καλό ἀπό τόν Κύριο.
Ἐλάχιστος ἐν Χριστῷ ἀδελφός
Ἱερομόναχος Λουκᾶς Γρηγοριάτης
Ἐν Ἁγίῳ Ὄρει τῇ 17ῃ Ἰουνίου 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου