τοῦ Πρωτ. Θωμᾶ Βαμβίνη
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ κοινωνία μας δέν
εἶναι στό σύνολό της ἔτσι ὅπως τήν παρουσιάζουν τά διάφορα Μ.Μ.Ε.,
κυρίως ἡ τηλεόραση, εἴτε στίς εἰδήσεις, εἴτε σέ ἄλλες ἐκπομπές, κυρίως
στίς «ἐλαφρότερες» καί «λαϊκότερες», στίς ὁποῖες μπορεῖ νά δῆ κανείς τήν
μαγειρική συνδυασμένη μέ τήν μόδα, μέσα σέ ἀτμόσφαιρα φθηνοῦ
«κοινωνικοῦ σχολιασμοῦ», μέ ὀλίγη πολιτική κριτική καί κάποιες
οἰκονομικές θεωρίες, μέ καταφυγές στήν ἀστρολογία καί, γιά χαλάρωση, σέ
ἀσκήσεις γιόγκα, μέ διατυπώσεις διανθισμένες μέ ἰνδουϊστική ὁρολογία,
τήν ὁποία χρησιμοποιοῦν ὁρισμένοι σάν νά πρόκειται γιά αὐτονόητη δική
μας παράδοση.
Μπορεῖ νά μήν εἶναι στό σύνολό της ἡ
κοινωνία μας ὅπως φαίνεται στά Μ.Μ.Ε., ὅμως σ’ αὐτά παρουσιάζεται μιά
τάση της ἤ αὐτό στό ὁποῖο θέλουν κάποιοι νά τήν ὁδηγήσουν. Κι αὐτό
ἀπαιτεῖ ἐγρήγορση ἀπό ὅσους ἔχουν συνείδηση, ἡ ὁποία φωτίζεται ἀπό τήν
πνευματική παράδοση τῶν Πατέρων μας.
Πάντως, τελευταῖα δείχνουμε σάν νά εἴμαστε μιά κοινωνία πού θέλει κλειστό τόν οὐρανό πάνω ἀπό τά κεφάλια τῶν ἀνθρώπων της. Ζοῦμε σέ μιά γωνιά τῆς γῆς πού ἔχει πολλές ἡλιόλουστες ἡμέρες, διαθέτει καταγάλαζες θάλασσες, πού εἶναι κατάσπαρτες ἀπό ὡραῖα νησιά, μέ σπίτια λευκά, τά ὁποῖα γίνονται ἀκόμη πιό λευκά μέ φόντο τό γλαυκό τῆς θάλασσας καί τοῦ οὐρανοῦ. (Ἡ ποιητική εἰκόνα εἶναι εἰλημμένη ἀπό τόν Ἐλύτη καί ἀφορᾶ τά σπίτια τῶν νησιῶν τοῦ Αἰγαίου). Παρά ταῦτα, ὡς κοινωνία ἔχουμε τήν τάση νά κλείνουμε τόν οὐρανό πάνω ἀπό τά κεφάλια μας. Συναρτοῦμε τήν ἀξιοπρέπειά μας μέ τόν ἐγκλεισμό στίς φυσικές μας ἱκανότητες. Δείχνουμε σάν νά μή μᾶς χρειάζεται ὁ Θεός οὔτε γιά τήν εὐλογία τῆς τροφῆς μας, πλούσιας ἤ φτωχῆς, οὔτε στήν ἔναρξη τῶν διαφόρων ἐργασιῶν μας οὔτε στήν ἀνάληψη σημαντικῶν εὐθυνῶν γιά τήν διακυβέρνηση τοῦ Κράτους.
Ὅσο περνάει ὁ καιρός, συνηθίζουμε, μέ
τήν συμβολή πολλῶν ἐπιβούλων τῆς ζωῆς μας, διαστρεβλωτῶν ἤ διαβολέων τῆς
ἀποστολικῆς καί πατερικῆς φιλοκαλικῆς παραδόσεως μας, νά ζοῦμε χωρίς
οὐρανό, χωρίς πετάγματα καί ἀνοδικές πορεῖες, χωρίς τροφοδότηση ἀπό τήν
θεολογική παράδοση τῶν Πατέρων μας, φυλακισμένοι σέ «κλειστούς τόπους»,
μέ σκέψεις πού ἕρπουν στήν ἐπιφάνεια τῆς γῆς. Κι αὐτό γιατί τόν οὐρανό
πού ἔχουμε μέσα μας, (τόν «κρυπτό τῆς καρδίας ἄνθρωπο») ἤ τόν ἀγνοοῦμε ἤ
τόν ἀποθέτουμε στήν μέριμνα τῆς ψυχιατρικῆς ἤ τόν μπλέκουμε στίς
νεκροποιές διαδικασίες τοῦ Ἰνδουϊσμοῦ ἤ ἁπλά τόν ἔχουμε «κλειστό»,
δηλαδή συννεφιασμένο, καλυμμένο μέ σκοτεινά σύννεφα παθῶν, πού μᾶς
καθιστοῦν ἀνίκανους νά δοῦμε τό «ἀληθινό φῶς» τοῦ «νοητοῦ Ἥλιου τῆς
δικαιοσύνης», τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος περικλείει στόν Ἑαυτό Του ὁλόκληρη
καί ἀκέραιη τήν ζωή τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου.
Βέβαια, στίς μέρες μας, ὑπάρχουν ἀρκετοί
κρυφοί, ἀλλά καί φανεροί «Ἰουλιανοί», οἱ ὁποῖοι ἀντιλαμβάνονται ἀλλιῶς
τόν «νοητό Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης». Δέν ἀντέχουν τόν ζωντανό Χριστό, τόν
Λόγο πού προσέλαβε ἀνθρώπινη σάρκα καί μπῆκε μέσα στήν ἀνθρώπινη
ἱστορία. Τούς «ἀναπαύει» ἤ «βολεύει» ὁ ἄσαρκος θεός-ἰδέα ἤ ὁ διαλογισμός
καί ἡ ἀσκητική τοῦ Ἰνδουϊσμοῦ, δηλαδή, ἡ ἐξαφάνιση τῆς ἀτομικῆς
συνείδησης (ἄτμαν), στήν ἀσαφῆ παγκόσμια συνείδηση (βράχμαν), χωρίς τόν
πόνο τῆς μετάνοιας, χωρίς ἀναζωογόνηση τῆς ἀνθρώπινης ὑπόστασης μέ τήν
ἀνάληψη τῆς εὐθύνης τῶν πράξεών μας ἐνώπιον τῆς ἀγάπης τοῦ Θεανθρώπου
Χριστοῦ, πού μᾶς ὑποσχέθηκε καί τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων μας, ἐπαγγελία
πού εἶναι σκάνδαλο γιά τήν κλασσική φιλοσοφία καί τόν Ἰνδουϊσμό τῶν
μετενσαρκώσεων.
Στήν συνάφεια αὐτή πρέπει νά
ὑπογραμμισθῆ, ὅτι ἀπό τήν ἑλληνική κοινωνία δέν ἔχει ἐκλείψει τό «καλό
λεῖμμα», οἱ ἄνθρωποι πού ζοῦν μέ εἰλικρίνεια καί ἁπλότητα τήν παράδοση
τῶν ἁγίων Πατέρων μας, ὡς πράξη καί θεωρία, ὡς καθημερινότητα γεμάτη μέ
θεολογικό νόημα. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί στήν κυριολεξία «γειτονεύουν» μέ τόν
οὐρανό. Εἶναι φίλοι καί γείτονες μέ ὅλους τούς κατοίκους τοῦ οὐρανοῦ.
Εἶναι τά ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, γιά τά ὁποῖα ὁ οὐρανός εἶναι
«χαμηλός», δηλαδή, πολύ κοντά τους, ὥστε τά κεφάλια τους (ὁ νοῦς τους)
νά ζῆ μέσα του.
Στίς παραπάνω διατυπώσεις μας
χρησιμοποιοῦμε χαρακτηριστικούς στίχους τοῦ Ἐλύτη καί τοῦ Σεφέρη, οἱ
ὁποῖοι, κατά τήν γνώμη μας, δείχνουν μέ σαφεῖς ὑπαινιγμούς τήν πίστη τοῦ
λαοῦ μας, τήν ἀναφορά του στόν Θεό.
Στό ἔργο τοῦ Ἐλύτη Ἄξιον ἐστί, στό ἕκτο
ἄσμα, ἀπό τό μέρος πού ἐπιγράφεται Τά πάθη, ὁ ποιητής ἐπικαλούμενος γιά
τήν πατρίδα μας τόν «νοητό Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης», περιγράφει τήν μορφή
καί τήν θέση τῆς Ἑλλάδας (πολιτιστικά καί γεωγραφικά), χρησιμοποιώντας
ὡς ποιητικό ὑλικό τά ἡφαιστειογενῆ νησιά τοῦ Αἰγαίου. Παίρνει εἰκόνες
ἀπό τήν μορφολογία τοῦ ἐδάφους καί τούς οἰκισμούς τους καί δίνει στίχους
πού καθιστοῦν τίς εἰκόνες αὐτές δυνατά σύμβολα, πομπούς νοημάτων, πού
ἔχουν σαφῆ συνάφεια μέ τήν βαθιά πνευματική παράδοση τοῦ λαοῦ μας, ὅπως:
«ἀετόμορφα ἔχει τά ψηλά βουνά * στά ἡφαίστεια κλήματα σειρά / καί τά
σπίτια πιό λευκά * στοῦ γλαυκοῦ τό γειτόνεμα».
Στήν ποιητική εἰκόνα τά λευκά νησιώτικα
σπίτια δηλώνουν τήν ἠθικά καί πνευματικά λευκασμένη, ἐξαγνισμένη
κοινότητα τῶν Ἑλλήνων, τῆς ὁποίας ἡ λευκότητα αὐξάνει μέ «τό γειτόνεμα
τοῦ γλαυκοῦ», τοῦ ἀστραφτερά γαλάζιου τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλά καί τῆς θάλασσας
στήν ὁποία ὁ οὐρανός καθρεπτίζεται. Δηλαδή, ἡ ἀτομική ζωή καί ἡ ζωή τῶν
κοινοτήτων μας πραγματοποιεῖτο (καί σέ ἀρκετούς πραγματοποιεῖται) σέ
ἄμεση «γειτονική» σχέση μέ τόν οὐρανό, τόν Τριαδικό Θεό, τούς ἀγγέλους
καί τούς ἁγίους Του.
Παρόμοιος σαφής ὑπαινιγμός ὑπάρχει στό
δέκατο ποίημα ἀπό τό ἔργο Μυθιστόρημα τοῦ Σεφέρη. Γράφει: «Ὁ τόπος μας
εἶναι κλειστός, ὅλο βουνά/ πού ἔχουν σκεπή τόν χαμηλό οὐρανό μέρα καί
νύχτα». Ὁ οὐρανός εἶναι σκεπή (ἤ καί σκέπη) τοῦ τόπου μας καί εἶναι
«χαμηλός», δηλαδή, πολύ κοντά μας. Ἡ σχέση μέ τόν Θεό «νύχτα καί μέρα»
εἶναι ἄμεση καί διαρκής.
Αὐτή τήν ἄμεση σχέση μέ τόν Θεό καί τούς
ἁγίους Του μᾶς παρουσιάζει μέ ἰδιαίτερο τρόπο ἡ ἑορτή τῆς κατάθεσης «ἐν
τῇ Ἁγίᾳ σορῷ τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἐν Βλαχέρναις,
ἐπί Λέοντος τοῦ μεγάλου καί Βηρίνης τῆς αὐτοῦ γυναικός», τήν ὁποία
γιορτάσαμε στίς 2 Ἰουλίου, λίγες μέρες πρίν ἀπό τό Δημοψήφισμα, ὅταν οἱ
πολιτικές ἀντιπαραθέσεις ἦταν σέ μεγάλη ἔνταση.
Θεωροῦμε ὅτι ἔχουν ἰδιαίτερη σημασία τά
τροπάρια πού ψάλλαμε στόν Ἑσπερινό τῆς ἑορτῆς, «δευτεροῦντες αὐτά», γιά
νά ἀφομοιώσουμε καλύτερα τό νόημά τους, ἀπό τά ὁποῖα ἀναφέρουμε τό
πρῶτο.
Μέσα στούς ἐπαπειλούμενους, μεγαλύτερους
ἀπό τούς νῦν, οἰκονομικούς καί ἐθνικούς κινδύνους, τίς πολιτικές ἔριδες
καί τόν διαφαινόμενο διχασμό τοῦ λαοῦ, ψάλλαμε καί ἀκούσαμε τόν ὑμνωδό
νά λέη: «Ἔδωκας φιλάνθρωπε τήν σήν Μητέρα βοήθειαν τοῖς σοῖς δούλοις ὡς
εὔσπλαχνος, δι’ ἧς τήν ἀπόρρητον καί φρικτήν εἰργάσω σήν οἰκονομίαν καί
τό πρωτόκτιστον ἡμῶν ἐπανορθώσω θεῖον ἀξίωμα· διό τήν πανσεβάσμιον
ταύτης τιμῶντες πανήγυριν ἀνυμνοῦμεν τό κράτος σου, Ἰησοῦ παντοδύναμε».
Τό «κράτος», δηλαδή, ἡ ἀκατανίκητη
δύναμη ἀνήκει στόν Χριστό. Λαός καί ἄρχοντες, λοιπόν, τιμοῦν τήν
πανήγυρη τῆς Θεοτόκου καί ἀνυμνοῦν τό «κράτος» τοῦ Χριστοῦ. Γνωρίζουν
καί ὁμολογοῦν ὅτι ὁ παντοδύναμος Ἰησοῦς, ὡς εὔσπλαχνος καί φιλάνθρωπος,
ἔδωσε τήν Μητέρα Του βοηθό τῶν ἀνθρώπων, βοηθό τοῦ λαοῦ τῆς Πόλης καί
τῆς Ἐκκλησίας της. Αὐτός ὁ λαός εἶναι δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὄχι τοῦ
αὐτοκράτορα. Καί ὁ αὐτοκράτορας εἶναι σύνδουλος μέ τόν λαό του στόν Θεό.
Αὐτή ἡ δουλεία εἶναι ἐλευθερία ἀπό ὅλα τά κτίσματα.
Τό σημαντικό σημεῖο τοῦ τροπαρίου εἶναι ἡ
περιγραφή τοῦ ρόλου τῆς Παναγίας στήν ἀποκατάσταση τῆς φύσεώς μας καί ἡ
ἄποψη πού ἐκφράζει γιά τό ὕψος στό ὁποῖο κατευθύνεται ὁ ἄνθρωπος, μέσα
στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Χριστός μέ τήν Ὑπεραγία Μητέρα Του
πραγματοποίησε τήν ἀπόρρητη καί φρικτή οἰκονομία Του, δηλαδή τήν
ἐνανθρώπησή Του, μέ τήν ὁποία ἐπανόρθωσε τό πρωτόκτιστο ἀξίωμά μας, τό
ὁποῖο χαρακτηρίζει θεῖο, γιατί πρωταρχικά κτιστήκαμε ὡς ψυχοσωματικές
ὑπάρξεις, πού προχωροῦν στήν τελείωση μέ τήν ἐγκατοίκηση μέσα μας τῆς
χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Εἶναι σαφές στό τροπάριο, ὅτι ἡ βοήθεια
τῆς Θεοτόκου κατανοεῖται μέσα στήν θεολογία τῆς σωτηρίας καί τῆς ἐν
Χριστῷ τελείωσης τοῦ ἀνθρώπου. Δέν ἐξαντλεῖται σέ αἰτήματα ἱκανοποίησης
πρόσκαιρων ἀναγκῶν, χωρίς βέβαια νά ἀποκλείωνται καί τέτοια αἰτήματα. Τά
πρόσκαιρα δέν ἀποτελοῦν ὅμως τό κεντρικό αἴτημα. Κεντρικό αἴτημα εἶναι ἡ
ἐπανόρθωση τοῦ ἀνθρώπου στό πρωτόκτιστο θεῖο ἀξίωμα.
Αὐτή ἡ πίστη κρατοῦσε (καί εἶναι δυνατόν
νά κρατᾶ) γιά τήν κοινωνία μας τόν οὐρανό ἀνοιχτό καί δείχνει τό ὑψηλό
νόημα τῆς ζωῆς μας, τήν ἀποκατάστασή μας στό πρωτόκτιστο θεῖο ἀξίωμα,
στήν ἐπιδίωξη τοῦ ὁποίου λύνονται εὔκολα τά δυσχερῆ ἐπίγεια προβλήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου