Δευτέρα 17 Αυγούστου 2015

Παιδεία ἀνθρώπινη ἤ θεανθρώπινη;



τοῦ Πρωτ. Θωμᾶ Βαμβίνη

Στό μέσον τοῦ Μαΐου κατά τόν ὁποῖο ἡ ἔνταση τῶν συζητήσεων γιά τήν παιδεία καί τήν ἐκπαίδευση ἔβαινε αὐξανόμενη, συνέπεσε φέτος μέ τήν Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου ἐνδόξου Νεομάρτυρος Νικολάου τοῦ ἐκ Μετσόβου, ὁ ὁποῖος (μέ τά γράμματα τῆς Τουρκοκρατίας, ἀρχές τοῦ 17ου αἰώνα) ἄστραψε μπροστά στά μάτια μας, τά βεβαρυμένα, ἕως τυφλά, ἀπό τίς ἀνθρωποκεντρικές ἀναλύσεις, ὡς ἕνας δυνατός προβολέας πού φώτισε τόν ὑψηλό σκοπό τῆς παιδείας· τῆς θεανθρώπινης σταυροαναστάσιμης παιδείας.

Στήν συνέχεια, θά ἐπιχειρήσουμε νά δοῦμε ὁρισμένα στοιχεῖα τῆς παιδείας τοῦ Νεομάρτυρα, ἀφοῦ ὅμως προηγουμένως σταχυολογήσουμε κάποιες ἀπόψεις, γιά τήν παιδεία καί τήν ἐκπαίδευση, ἀπό ἄρθρα κυρίως πανεπιστημιακῶν δασκάλων, ἐνδεικτικά τοῦ ἄλλου ἐπιπέδου στό ὁποῖο κινεῖται ἡ ἀνθρώπινη παιδεία σέ σχέση μέ τήν θεανθρώπινη.

Σέ κάποιο ἄρθρο ὁ σκοπός τῆς ἐκπαίδευσης, μέσα ἀπό τήν ἱστορία της, περιγράφεται ὡς «μιά ἄσκηση στήν οὐτοπία καί στό ἰδεῶδες». Ὡς οὐτοπία καί ἰδεῶδες ὁ ἀρθρογράφος θεωρεῖ τήν ἐπιδίωξη γιά «καθολική καί ἁρμονική ἀνάπτυξη τῆς προσωπικότητας», καί ὡς στοιχεῖα αὐτῆς τῆς ἀνάπτυξης καταγράφει «τή χειραφέτηση ἀπό πνευματικούς καταναγκασμούς, τήν καλλιέργεια τῆς νοημοσύνης καί τῆς ἀνεξάρτητης σκέψης, τοῦ χαρακτήρα καί τῶν ἀρετῶν». Αὐτόν τόν ἀνθρωποκεντρισμό τῆς ἐκπαίδευσης, πού καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο αὐτόνομο, χωρίς καμμιά ἐξάρτηση ἀπό πουθενά, τόν βλέπει μέσα στήν ἱστορία συνδεδεμένο μέ σχεδιασμούς «κοινωνικῆς ἁρμονίας, καλλιέργειας τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἰσότητας καί τῆς ἀλληλεγγύης». Θεωρεῖ μάλιστα ὡς καρδιά αὐτῶν τῶν σχεδιασμῶν τήν «ἐμπιστοσύνη στίς ἀνθρώπινες ἰδιότητες». Δίνοντας ἰδιαίτερο βάρος στίς ἀνθρώπινες ἰδιότητες, ὡς θιασώτης τοῦ διαφωτισμοῦ, διαπιστώνει ὅτι γιά τήν ἐκπαίδευση τοῦ παρελθόντος «ἡ γνώση δέν ἦταν συσσώρευση πληροφοριῶν καί δεξιότητες, ἀλλά φωτισμός τοῦ νοῦ». Δέν ἐννοεῖ βέβαια τόν θεολογικό φωτισμό τῆς ἁγιογραφικῆς καί πατερικῆς παραδόσεως, ἀλλά τήν καλλιέργεια καί ὀξυωπία τῆς διάνοιας.

Ὁ ἀρθρογράφος μετά ἀπό αὐτόν τό ρομαντικό περίπατο στήν ἱστορία τῆς ἐκπαίδευσης, μέ σύντροφο τίς ἀρχές τοῦ διαφωτισμοῦ, ἔρχεται στό σκληρό παρόν καί ρωτάει: «Ποῦ φθάσαμε σήμερα;». Γιά νά ἀποφανθῆ: «Ἡ ἐκπαίδευση [σήμερα] θεωρεῖται ὄχι κοινωνικό ἀγαθό, ἀλλά ὑπηρεσία. Ἐκπαιδευτικό ἰδεῶδες ἔγιναν ἡ ἀνταγωνιστικότητα, ἡ μέτρηση, οἱ ἀλλεπάλληλες ἐξετάσεις, τό κομμάτιασμα τῆς γνώσης, ἡ ψευδώνυμη ἀριστεία, ἡ ἀπόκτηση δεξιοτήτων, ἡ προσαρμοστικότητα στήν ἀγορά». Διεκτραγωδεῖ μάλιστα τήν κατάληψη καί κατάλυσή της ἀπό τεχνοκράτες καί ἐπιχειρηματίες, πού τήν κατέστησαν «δεξαμενή τοῦ ἄγχους, καί τῶν ἀπωθημένων τῶν μεσαίων τάξεων», μέ τελικό ἀποτέλεσμα ἡ γνώση νά ἀδειάση ἀπό τό ἀνθρωπιστικό της περιεχόμενο (Ἀ. Λιάκος, Βῆμα 17.5.2015).

Ἄλλος ἀρθρογράφος (Θ.Δ.Παπαγγελῆς, Βῆμα 24.5.2015) βλέπει τά πράγματα ἀπό ἄλλη ὀπτική γωνία, μέ θεμελιώδη ὅμως κανόνα πάλι τόν ὀρθολογισμό, τήν προτεραιότητα τῆς διάνοιας. Γράφει: «Δεῖ δή παιδείας. Γιατί ἡ ἐκπαίδευση καί ἡ παιδεία εἶναι ἡ καλύτερη ἐγγύηση γιά τήν ἐγκατάσταση καί περιφρούρηση τοῦ κοινωνικοῦ, πολιτισμικοῦ καί πολιτικοῦ πλαισίου μέσα στό ὁποῖο εὐδοκιμεῖ ὁ ὀρθολογισμός».
Βλέπει ὡστόσο, στό θέμα αὐτό, προβλήματα ἐκεῖ ὅπου δέν θά ἔπρεπε νά ὑπάρχουν, ὅπως εἶναι τό ἑλληνικό Πανεπιστήμιο, στό ὁποῖο «τό παραμικρότερο σκίρτημα κοινῆς λογικῆς πρός τήν κατεύθυνση τῆς ὀρθολογικῆς διοίκησης», καταγγέλλεται ἀπό ἕναν κίβδηλο ἀριστερίστικο ρομαντισμό.
Ἡ κοινή λογική καί ἡ ὀρθολογική διοίκηση, βέβαια, ἐπιδέχονται ὡς πρός τό πρακτέο πολλές ἑρμηνευτικές ὑποσημειώσεις. Εἶναι γεγονός πάντως ὅτι ὁ ἀνορθολογισμός δέν ἀπουσιάζει ἀπό τήν καθημερινότητα τῆς προσωπικῆς καί τῆς ἐθνικῆς μας ζωῆς. Ὁ ἀρθρογράφος αὐτό τό γεγονός τό ἀποδίδει στήν στρεβλή καί λειψή παιδεία, ἡ ὁποία «εἶναι τροφός ἀνορθολογισμῶν». Φέρνει μάλιστα ὡς παράδειγμα τήν παιδεία πού ἐπέβαλε τό καθεστώς τοῦ Χίτλερ, μέ βάση τό ὁποῖο διατυπώνει μιά πολύ σημαντική παρατήρηση. Γράφει:
«Σέ μιά ἀπό τίς ἐπίμονες ὀνειροφαντασίες του ὁ Ἀδόλφος Χίτλερ ἔβλεπε τόν ἑαυτό του ἄλλοτε ὡς Φύρερ μέ φόντο τήν Ἀκρόπολη καί ἄλλοτε ὡς Περικλῆ στήν Καγκελαρία». Αὐτές οἱ ἐξισώσεις τοῦ Φύρερ μέ τόν Περικλή καί τῆς Ἀκρόπολης μέ τήν Καγκελαρία οἱ προπαγναντιστές τοῦ ναζισμοῦ ἐπέμεναν ὅτι «ἔπρεπε νά γίνουν μέρος τῆς σχολικῆς διδακτέας ὕλης». Ἔτσι, δέν ἄργησε νά ἐκδοθῆ ἡ σχετική ἐγκύκλιος στήν ὁποία «τό ἐθνικοσοσιαλιστικό κοσμοείδωλο ἐμφανιζόταν στήν πλήρη ἀνιστόρητη καί ἀνορθολογική ἀνάπτυξή του».

Καί ἡ σημαντική παρατήρηση τοῦ ἀρθρογράφου: «Ὁ ἀνορθολογισμός εἶναι διδακτός, καί ὅταν διδάσκεται μέ τή γερμανική πειθαρχία καί συστηματικότητα μπορεῖ νά γίνη ἐπώδυνα ἀποτελεσματικός».

Ὁπότε, πράγματι, δεῖ δή παιδείας, ἀλλά ποιᾶς παιδείας; Αὐτῆς πού ἔχει θεμέλιο τόν ὀρθολογισμό, τό ἀποκύημα τῆς φίλαυτης λογικῆς καί ἡ ὁποία μέ τήν «ἐμπιστοσύνη στίς ἀνθρώπινες ἰδιότητες» δέν μᾶς βοηθᾶ νά ὑπερβοῦμε τό ἀτομικό συμφέρον καί πολύ περισσότερο τόν φόβο τοῦ θανάτου; Ἤ μήπως χρειαζόμαστε ἁπλά καί μόνο τήν γερμανική πειθαρχία καί συστηματικότητα, ὥστε νά ἔχουμε ἀποτελέσματα στήν ἐκπαίδευση; Καί ἄν μέ τήν ἀποτελεσματική ἐκπαίδευση διδάσκεται ὁ ἀνορθολογισμός τῆς φιλαυτίας καί ὁ σκοταδισμός τῆς ἀθεΐας, ποιό θά εἶναι τό ὄφελος γιά τούς ἐκπαιδευόμενους καί τήν κοινωνία τους;

Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ ἐκ Μετσόβου, μέ ὀρθολογικό θεμέλιο τήν ἀγάπη στόν Χριστό καί τόν λόγο Του, χωρίς τυφλή ἐμπιστοσύνη στίς ἀνθρώπινες ἰδιότητες καί δυνάμεις, χωρίς γερμανική (προτεσταντική) πειθαρχία καί συστηματικότητα, ἀλλά μέ τήν ἐλευθερία τοῦ ἀκίβδηλου ἤθους, πού ἀναγνωρίζει τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καί ἐξελίσσεται ἀπό τόν φόβο, πού συνθηκολογεῖ, στήν ἀγάπη πού νικᾶ τόν φόβο, μᾶς προβάλλει μέ ἐνάργεια τήν θεανθρώπινη παιδεία, ἡ ὁποία δίνει νόημα ζωῆς καί ἐλπίδας πού ὑπερνικᾶ τόν θάνατο.

Γεννήθηκε στὸ Μέτσοβο ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Νέος στὴν ἡλικία πῆγε στά Τρίκαλα, ὅπου ἐργαζόταν ὡς ὑπάλληλος σὲ ἀρτοποιεῖο. Ἐκεῖ μὲ ὑποσχέσεις καί φοβέρες τὸν ἐξαπάτησαν οἱ Τοῦρκοι καὶ ἀρνήθηκε τόν Χριστό. Γρήγορα ὅμως ἦλθε στόν ἑαυτό του, συναισθάνθηκε τήν πτώση του καὶ ἐπέστρεψε στὸ Μέτσοβο, ὅπου ζοῦσε αὐστηρὴ χριστιανικὴ ζωή. Μετά ἀπό πολύ καιρό φόρτωσε τό ζῶο του μέ δαδί, εὔφλεκτα ξύλα μέ ρητίνη, καί ἦλθε μαζί μέ συμπατριῶτες του στὰ Τρίκαλα, γιὰ νὰ πουλήση τήν πραμάτεια του. Ἕνας Τοῦρκος, ὅμως, πού εἶχε κουρεῖο στήν γειτονιά τοῦ ἀρτοποιείου στό ὁποῖο ἐργαζόταν, τὸν ἀναγνώρισε καὶ τὸν ἀπειλοῦσε ὅτι θὰ τὸν προδώση. Ὁ Νικόλαος φοβήθηκε καί γιὰ νὰ ἐξασφαλίση τὴ σιωπή του, τόν δωροδόκησε μέ ὅλο τό δαδί πού ἔφερε γιά νά πουλήση, ἀλλά ὁ Τοῦρκος τοῦ ζήτησε, γιά νά μή τόν φανερώση, νά τοῦ ὑποσχεθῆ ὅτι θά τοῦ φέρνη κάθε χρόνο ἕνα φόρτωμα δαδί. Ἔτσι καί ἔγινε. Καὶ ὁ Νικόλαος τηροῦσε τήν ὑπόσχεσή του γιά κάποιον καιρό. Μετανόησε ὅμως γι’ αὐτή του τὴν ὑπόσχεση, τήν ὁποία θεώρησε ἀποφυγή τοῦ μαρτυρίου ἤ καί προδοσία. Εἶχε πλέον ἀνδρωθῆ πνευματικά καί ἐπιθυμοῦσε νά ξεπλύνη τήν ἀποστασία του μέ τό μαρτύριο τοῦ αἵματος. Ἐξομολογήθηκε τήν ἀπόφασή του στόν πνευματικὸ του, ὁποῖος διακριτικά τόν ἀπέτρεψε ἀπό τό τόλμημα. Αὐτός ὅμως, ὅπως ἀπέδειξαν τά πράγματα, αἰσθανόταν ἤδη τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί μέσα στό σῶμα του.

Ἔτσι, τὴν ἑπόμενη φορά ποὺ πῆγε στὰ Τρίκαλα, δὲν ἔφερε στὸν Τοῦρκο δαδί. Καί ὅταν ἐκεῖνος τοῦ ζήτησε τό δαδί πού τοῦ χρωστοῦσε, ὁ Νικόλαος τοῦ ἀπάντησε ὅτι δέν τοῦ χρωστᾶ τίποτε. Ὀργισμένος ὁ Τοῦρκος τὸν κατήγγειλε στὸν κριτή καὶ ὁ Νικόλαος πέρασε ἀπό ἀνάκριση, κατά τήν ὁποία μένοντας σταθερός στήν πίστη του φυλακίστηκε, βασανίστηκε σκληρά, δέχθηκε ἀπειλὲς καί κολακεῖες, ὑπέμεινε τήν πείνα καὶ τήν δίψα καί ὅταν κατά τήν δεύτερη ἀνάκριση ἔμεινε πάλι ἀσάλευτος στὴν ὁμολογία του, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός ἀληθινός, τότε οἱ Τοῦρκοι ὀργισμένοι τὸν ἔκαψαν ζωντανὸ στό μέσον τῆς ἀγορᾶς κατά τὸ σωτήριο ἔτος 1617.

Τό θεῖο φῶς πού ὑπέδειξε τόν τόπο στόν ὁποῖο εἶχε ἀποτεθῆ ἡ κάρα τοῦ Νεομάρτυρος Νικολάου καί τά θαύματα πού ἀκολούθησαν, ἀπέδειξαν ὅτι ἡ θεανθρώπινη παιδεία πού ἔλαβε ἀπό τούς γονεῖς καί τόν πνευματικό του τόν ἔφθασε σέ μεγάλα ὕψη πνευματικῆς ὡριμότητας, ἀσύληπτα γιά τήν παιδεία τοῦ ὀρθολογισμοῦ, τήν παιδεία τῆς ἐμπιστοσύνης στίς ἀνθρώπινες πεπερασμένες ἰδιότητες ἤ τήν παιδεία τῆς γερμανικῆς πειθαρχίας καί συστηματικότητας. 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου