Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Η παποσύνη εμπνέει το Φανάρι. Επιδίωξε να αναβαθμιστεί το Γραφείο του στην Αθήνα σε Νομική Προσωπικότητα Διεθνούς Δικαίου, δηλαδή σε «πρεσβεία», κατά τα πρότυπα της νουντσιατούρας που διαθέτει το Βατικανό. Η ενέργεια προχώρησε ερήμην της Εκκλησίας της Ελλάδος δια του πρώην Υπουργού Εσωτερικών κ. Γ. Κατρούγκαλου και η υλοποίηση της απετράπη λόγω της έγκαιρης, πειστικής και αποτελεσματικής παρέμβασης του Αρχιεπισκόπου κ. Ιερωνύμου στους Υπουργούς Εξωτερικών και Παιδείας.
Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος μας επισήμαναν ότι η πρόσφατη απόπειρα μετατροπής του Γραφείου της Αθήνας σε «πρεσβεία» είναι η πιο πρόσφατη σε μια σειρά ενεργειών του Φαναρίου σε βάρος της Εκκλησίας της Ελλάδος, μετά την άρνηση του Αρχιεπισκόπου κ. Ιερωνύμου και της μεγάλης πλειονοψηφίας της Ιεραρχίας να υπακούσουν στη θέληση του Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου και να εκλέξουν στη Μητρόπολη Ιωαννίνων τον προταθέντα από αυτόν Ελλαδίτη Αρχιμανδρίτη Αμφιλόχιο Στεργίου.
Όπως μας σημείωσαν οι εν λόγω Μητροπολίτες δεν είναι τυχαίο ότι για πρώτη φορά προσκλήθηκαν στο Φανάρι όλοι οι Μητροπολίτες των «Νέων Χωρών» της Εκκλησίας της Ελλάδος κατά την ετήσια σύναξη των αρχιερέων του Οικουμενικού Θρόνου, από τους οποίους μάλιστα ζητήθηκαν «δηλώσεις νομιμοφροσύνης» προς Αυτόν από τηλεοπτικό εκκλησιαστικό ελληνικό κανάλι. Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι λίγες ημέρες μετά την αποτυχία του να εκλεγεί Μητροπολίτης Ιωαννίνων ο Αρχιμανδρίτης
Αμφιλόχιος Στεργίου, με πρόταση του κ. Βαρθολομαίου, εξελέγη Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως από τη Σύνοδο του Οικ. Πατριαρχείου. Δεν είναι τυχαίο ακόμη πως ο εν λόγω κληρικός τοποθετήθηκε διευθυντής στο Γραφείο της Αθήνας, χωρίς το Φανάρι να ζητήσει τη συγκατάθεση της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και της Εκκλησίας της Ελλάδος και πως επί των ημερών του έγινε η επιχείρηση μετατροπής του Γραφείου σε «πρεσβεία».
Τι επιδιώκει το Φανάρι και τι ισχύει για το Βατικανό
Νομικοί κύκλοι προσκείμενοι στο Φανάρι από καιρό έχουν εκφράσει την άποψη πως «ο καιρός βιάζει για σημαντικές κινήσεις στρατηγικής πνοής που θα επιτρέψουν την αναγνώριση σ’ αυτό ενός καθεστώτος ανεξαρτησίας και ουδετερότητας στην έδρα του». (Βλ.σχ. Μαλαματής Βαλάκου – Θεοδωρούλη «Το νομικό περίγραμμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο πλαίσιο της διεθνούς κοινότητας», Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2001, σελ.357).
Η αλήθεια είναι πως δεν είναι εύκολη η επιτυχία μιας τέτοιας επιδίωξης, αν και, υπό κοσμική θεώρηση, θα δημιουργούσε μια ευνοϊκότερη κατάσταση στη λειτουργία του Πατριαρχείου. Η Λατινική Εκκλησία έχει τελείως διαφορετικά δεδομένα από το Φανάρι και το έχει επιτύχει. Η θέση που αποδέχεται το Βατικανό είναι αυτή του P.A. D’ Avack: «Η Αγία Έδρα εδραιώνεται ως υποκείμενο διεθνούς δικαίου όχι μόνο ως κυρίαρχος του Κράτους της Πόλης του Βατικανού, όπως οι υπόλοιποι principes temporales, αλλά πρώτιστα και ανεξάρτητα από αυτό, χάρη στο παγκόσμιο πνευματικό της πρωτείο ως ύπατος θεσμός της Εκκλησίας» (D’ AVACK P.A., Santa Sede, 1846).
Στην περίπτωση του Φαναρίου η επιδίωξη του κατά τα τελευταία χρόνια να προωθήσει το παπικό πρωτείο στην Ορθοδοξία μπορεί να έχει και αυτή τη σκοπιμότητα, να επιδιώξει δηλαδή να καθιερωθεί ως Νομική Προσωπικότητα Διεθνούς Δικαίου στην Κωνσταντινούπολη. Όμως αυτό προϋποθέτει την εκκλησιολογική αποδοχή από τους Ορθοδόξους του παπικού πρωτείου στον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Αυτό είναι αδύνατο κατά την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία. Και αν όλοι οι Ορθόδοξοι γίνονταν αιρετικοί, κάτι αδύνατο, πολύ δύσκολα το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα μπορούσε να υπογράψει Συμφωνία με την Τουρκική Κυβέρνηση ανάλογη με εκείνη που υπογράφτηκε το 1929 στο Λατερανό μεταξύ του Βατικανού και της Ιταλίας
Η θέση της Εκκλησίας της Ελλάδος
Η Εκκλησία της Ελλάδος, για λόγους εκκλησιολογικούς και Κανονικού Δικαίου, επί Αρχιεπισκόπων Σεραφείμ, Χριστοδούλου και Ιερωνύμου Β΄, δεν έχει αναγνωρίσει τον Νούντσιο (πρεσβευτή) του Πάπα. Επίσης επί Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ αντέδρασε έντονα στη δημιουργία Νουντσιατούρας στην Αθήνα, αλλά την επέβαλε η ελληνική κυβέρνηση. (Βλ. σχ. Ιωάννη Ασημάκη «Η πορεία των σχέσεων Ελλάδος – Αγίας Έδρας 1820-1980, Θεσσαλονίκη 2007 σελ. 585 κ.ε).
Πέραν του ότι εκκλησιολογικά αποκλείεται η δημιουργία «πρεσβείας» του Φαναρίου στην Αθήνα, αυτή αποκλείεται και από τα όσα συζητήθηκαν και συμφωνήθηκαν κατά τις συζητήσεις στο Φανάρι, το 1998, για τη δημιουργία του Γραφείου. Ο τότε Αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου και σήμερα Μητροπολίτης Καισαριανής κ. Δανιήλ, συμφωνούντος και του αειμνήστου Μητροπολίτου Κορίνθου Παντελεήμονα, είχε σημειώσει: « Θα ήτο πολύ χρήσιμον να φαίνεται εις το κείμενον ότι οσάκις δημιουργηθή δυσαρέσκεια εκ μέρους της Εκκλησίας της Ελλάδος προς το πρόσωπο του διευθυντού του Γραφείου, αυτό να αποσύρεται». Στο τελικό κείμενο συμφωνήθηκε: «Το Γραφείο να αποφεύγει πάσαν ανάμιξιν εις τα εσωτερικά της Εκκλησίας της Ελλάδος». Αυτό σημαίνει πως το Γραφείο έγινε σε αναφορά όχι προς την Ελληνική Πολιτεία, αλλά προς την Εκκλησία της Ελλάδος και σε αμοιβαιότητα προς την εκ μέρους Της δημιουργία του Γραφείου των Βρυξελλών.
Η απόπειρα του Φαναρίου να δημιουργήσει «πρεσβεία» στην Αθήνα, σε απ’ ευθείας συνεννόηση με την ελληνική κυβέρνηση και χωρίς να ενημερώσει την Εκκλησία της Ελλάδος δεν είναι μόνο ανεπίτρεπτη εκκλησιολογική απρέπεια. Είναι και δεοντολογικά ανέντιμη. Φέρει στη μνήμη τη συμπεριφορά του Βατικανού έναντι της Εκκλησίας της Ελλάδος. Γνωρίζοντας την άρνησή της για την εγκατάσταση νουντσίου, την παρέκαμψε και τη συμφώνησε με την κοσμική εξουσία. Οι Λατίνοι είναι ετερόδοξοι και κοιτάζουν τα συμφέροντά τους, το Φανάρι όμως είναι Ορθόδοξο και έχει ανάγκη τη συμπαράσταση της Εκκλησίας της Ελλάδος, την οποία έχει πάντοτε και παντού αμέριστη, παρά τα πλήγματα που συνεχώς Της επιφέρει.
Η Εκκλησία της Ελλάδος δεν άφησε αναπάντητη την ενέργεια του Φαναρίου. Η Ιερά Σύνοδος απέστειλε επιστολή στον Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, με την οποία του εκφράζει την πικρία και έντονη δυσαρέσκεια της για αυτήν και του σημειώνει ότι δια να εξελιχθούν ομαλά οι σχέσεις των δύο ομαίμων και αδελφών Εκκλησιών θα πρέπει να αποφεύγονται τέτοιες ενέργειες. Λόγω της προκληθείσης κατάστασης επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο η σχέση του διευθυντού του Γραφείου των Αθηνών του Πατριαρχείου με την Αρχιεπισκοπή Αθηνών και την Εκκλησία της Ελλάδος.-
Νομικοί κύκλοι προσκείμενοι στο Φανάρι από καιρό έχουν εκφράσει την άποψη πως «ο καιρός βιάζει για σημαντικές κινήσεις στρατηγικής πνοής που θα επιτρέψουν την αναγνώριση σ’ αυτό ενός καθεστώτος ανεξαρτησίας και ουδετερότητας στην έδρα του». (Βλ.σχ. Μαλαματής Βαλάκου – Θεοδωρούλη «Το νομικό περίγραμμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο πλαίσιο της διεθνούς κοινότητας», Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2001, σελ.357).
Η αλήθεια είναι πως δεν είναι εύκολη η επιτυχία μιας τέτοιας επιδίωξης, αν και, υπό κοσμική θεώρηση, θα δημιουργούσε μια ευνοϊκότερη κατάσταση στη λειτουργία του Πατριαρχείου. Η Λατινική Εκκλησία έχει τελείως διαφορετικά δεδομένα από το Φανάρι και το έχει επιτύχει. Η θέση που αποδέχεται το Βατικανό είναι αυτή του P.A. D’ Avack: «Η Αγία Έδρα εδραιώνεται ως υποκείμενο διεθνούς δικαίου όχι μόνο ως κυρίαρχος του Κράτους της Πόλης του Βατικανού, όπως οι υπόλοιποι principes temporales, αλλά πρώτιστα και ανεξάρτητα από αυτό, χάρη στο παγκόσμιο πνευματικό της πρωτείο ως ύπατος θεσμός της Εκκλησίας» (D’ AVACK P.A., Santa Sede, 1846).
Στην περίπτωση του Φαναρίου η επιδίωξη του κατά τα τελευταία χρόνια να προωθήσει το παπικό πρωτείο στην Ορθοδοξία μπορεί να έχει και αυτή τη σκοπιμότητα, να επιδιώξει δηλαδή να καθιερωθεί ως Νομική Προσωπικότητα Διεθνούς Δικαίου στην Κωνσταντινούπολη. Όμως αυτό προϋποθέτει την εκκλησιολογική αποδοχή από τους Ορθοδόξους του παπικού πρωτείου στον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Αυτό είναι αδύνατο κατά την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία. Και αν όλοι οι Ορθόδοξοι γίνονταν αιρετικοί, κάτι αδύνατο, πολύ δύσκολα το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα μπορούσε να υπογράψει Συμφωνία με την Τουρκική Κυβέρνηση ανάλογη με εκείνη που υπογράφτηκε το 1929 στο Λατερανό μεταξύ του Βατικανού και της Ιταλίας
Η θέση της Εκκλησίας της Ελλάδος
Η Εκκλησία της Ελλάδος, για λόγους εκκλησιολογικούς και Κανονικού Δικαίου, επί Αρχιεπισκόπων Σεραφείμ, Χριστοδούλου και Ιερωνύμου Β΄, δεν έχει αναγνωρίσει τον Νούντσιο (πρεσβευτή) του Πάπα. Επίσης επί Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ αντέδρασε έντονα στη δημιουργία Νουντσιατούρας στην Αθήνα, αλλά την επέβαλε η ελληνική κυβέρνηση. (Βλ. σχ. Ιωάννη Ασημάκη «Η πορεία των σχέσεων Ελλάδος – Αγίας Έδρας 1820-1980, Θεσσαλονίκη 2007 σελ. 585 κ.ε).
Πέραν του ότι εκκλησιολογικά αποκλείεται η δημιουργία «πρεσβείας» του Φαναρίου στην Αθήνα, αυτή αποκλείεται και από τα όσα συζητήθηκαν και συμφωνήθηκαν κατά τις συζητήσεις στο Φανάρι, το 1998, για τη δημιουργία του Γραφείου. Ο τότε Αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου και σήμερα Μητροπολίτης Καισαριανής κ. Δανιήλ, συμφωνούντος και του αειμνήστου Μητροπολίτου Κορίνθου Παντελεήμονα, είχε σημειώσει: « Θα ήτο πολύ χρήσιμον να φαίνεται εις το κείμενον ότι οσάκις δημιουργηθή δυσαρέσκεια εκ μέρους της Εκκλησίας της Ελλάδος προς το πρόσωπο του διευθυντού του Γραφείου, αυτό να αποσύρεται». Στο τελικό κείμενο συμφωνήθηκε: «Το Γραφείο να αποφεύγει πάσαν ανάμιξιν εις τα εσωτερικά της Εκκλησίας της Ελλάδος». Αυτό σημαίνει πως το Γραφείο έγινε σε αναφορά όχι προς την Ελληνική Πολιτεία, αλλά προς την Εκκλησία της Ελλάδος και σε αμοιβαιότητα προς την εκ μέρους Της δημιουργία του Γραφείου των Βρυξελλών.
Η απόπειρα του Φαναρίου να δημιουργήσει «πρεσβεία» στην Αθήνα, σε απ’ ευθείας συνεννόηση με την ελληνική κυβέρνηση και χωρίς να ενημερώσει την Εκκλησία της Ελλάδος δεν είναι μόνο ανεπίτρεπτη εκκλησιολογική απρέπεια. Είναι και δεοντολογικά ανέντιμη. Φέρει στη μνήμη τη συμπεριφορά του Βατικανού έναντι της Εκκλησίας της Ελλάδος. Γνωρίζοντας την άρνησή της για την εγκατάσταση νουντσίου, την παρέκαμψε και τη συμφώνησε με την κοσμική εξουσία. Οι Λατίνοι είναι ετερόδοξοι και κοιτάζουν τα συμφέροντά τους, το Φανάρι όμως είναι Ορθόδοξο και έχει ανάγκη τη συμπαράσταση της Εκκλησίας της Ελλάδος, την οποία έχει πάντοτε και παντού αμέριστη, παρά τα πλήγματα που συνεχώς Της επιφέρει.
Η Εκκλησία της Ελλάδος δεν άφησε αναπάντητη την ενέργεια του Φαναρίου. Η Ιερά Σύνοδος απέστειλε επιστολή στον Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, με την οποία του εκφράζει την πικρία και έντονη δυσαρέσκεια της για αυτήν και του σημειώνει ότι δια να εξελιχθούν ομαλά οι σχέσεις των δύο ομαίμων και αδελφών Εκκλησιών θα πρέπει να αποφεύγονται τέτοιες ενέργειες. Λόγω της προκληθείσης κατάστασης επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο η σχέση του διευθυντού του Γραφείου των Αθηνών του Πατριαρχείου με την Αρχιεπισκοπή Αθηνών και την Εκκλησία της Ελλάδος.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου