Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν; Εξαρτάται από το ζητούμενο και το χρόνο παρατήρησης του φαινομένου

 

Νέα κυβέρνηση, …ίδια πολιτική (φαίνεται βέβαιη για άλλη μια φορά). Ο λόγος;
Οι εκλογές τελείωσαν. 400.000 λιγότερες ψήφους πήραν αθροιστικά τα δυο κόμματα της κυβέρνησης σε σχέση με τον Ιανουάριο. Παρά το ότι το λευκό, το άκυρο και η αποχή δεν εκπροσωπούνται με κενές έδρες στη Βουλή, προφανώς αυτό έπαιξε κάποιο ρόλο. Με λιγότερη έπαρση απ’ ό,τι συνήθως, αλλά με τα ίδια πάντα λόγια ανέλαβαν οι υπουργοί της νέας κυβέρνησης. Όλοι τόνισαν από πού έλαβαν την «καθαρή εντολή»: από τον λαό. Το θέμα μας αρχικά δεν είναι κατά πόσον το πολίτευμα είναι ή όχι «του λαού», αλλά κατά πόσον αλλάζει η πολιτική κατεύθυνση της χώρας από το 1974 (για να μην το πιάσουμε παλιότερα), όταν αλλάζουν οι κυβερνήσεις. Ας δούμε τον τομέα της παιδείας, κάνοντας και κάποιες συγκρίσεις με την γενικότερη πολιτική των διαφορετικών κυβερνήσεων.
Νίκος Φίλης, Σία Αναγνωστοπούλου και Θεοδόσης Πελεγρίνης είναι τα νέα ονόματα στον κυβερνητικό χώρο της παιδείας. Και οι τρεις τους σηματοδοτούν «λαϊκές» θέσεις. Ο πρώτος, ως βουλευτής, μίλησε εμφατικά για ανθρωποκεντρική πολιτική, εννοώντας ότι οι ανθρώπινες δράσεις πηγάζουν αποκλειστικά από την ανθρώπινη (δηλαδή τη λαϊκή) βούληση, η δεύτερη, ως ιστορικός, είναι γνωστή για τις διεθνιστικές της αντιλήψεις και την άποψη ότι ο εθνισμός των Ελλήνων απειλεί -ρατσιστικά- την πολυεθνική ελλαδική κοινωνία, ο τρίτος είναι ευρέως γνωστός από την λαϊκή του πολιτική ως πρύτανης. Αποτελεί -όπως και η Αναγνωστοπούλου- έναν θερμό υποστηρικτή του δυτικού διαφωτισμού, δηλαδή των λαϊκών κατακτήσεων στις οποίες αυτός οδήγησε. Κοινό στοιχείο όλων η «αριστερή» ταυτότητα η οποία, αντίθετα με την «δεξιά», όπως λέγεται, θέλει να αλλάξει τα πράγματα προς την κατεύθυνση της «προόδου» και να μην «συντηρήσει» την παρακμή και την κοινωνική αδικία της παραδοσιακής κοινωνίας.

Κατά σύμπτωση, την μέρα της κυβερνητικής ορκωμοσίας ανακοινώθηκε η υποψηφιότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη για την ηγεσία του «συντηρητικού» χώρου. Προφανώς δεν θα είναι ο μόνος, προφανώς το στίγμα του δεν ανήκει στην «λαϊκή» δεξιά, όμως τι διαφορά έχει στην πράξη η πολιτική άποψη του καραμανλικού (ας πούμε) χώρου με την δεξιά του Κ. Μητσοτάκη; Τι διαφορά έχει στην παιδεία; Κατά σύμπτωση -και πάλι- ήταν ο σημερινός ΠτΔ που το 2007 στην συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος μίλησε λίγο πριν τον Κ. Μητσοτάκη. Οι δυο τους εξέφρασαν διαμετρικά αντίθετες απόψεις και το ερώτημα είναι ποιος ήταν ο στόχος της καραμανλικής προσπάθειας αναθεώρησης του Συντάγματος και ποια θα ήταν η στάση του Παυλόπουλου στην τυχόν εφαρμογή των απόψεων Μητσοτάκη. Αυτό ίσως θα έχουμε την δυνατότητα να το δούμε επί υπουργίας Ν. Φίλη, επί του παρόντος, να θυμηθούμε ότι τον δεξιό Π. Παυλόπουλο πρότεινε για πρόεδρο ο αριστερός Α. Τσίπρας.


Μικρή αναδρομή σε πρόσωπα, αριστερά και δεξιά

Να θυμηθούμε ότι αμφότερα τα κόμματα (άλλοτε ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, σήμερα ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ) υπερασπίζονται την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, λέγονται «λαϊκά» και επικαλούνται -όπως και τα υπόλοιπα- τον λαό, δηλαδή ένα πολιτικό σύστημα-κατάκτηση του δυτικού διαφωτισμού. Να θυμηθούμε επίσης ότι ο Α. Παπανδρέου κέρδισε την εξουσία με την υπόσχεση να βγάλει την Ελλάδα από την ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ, αντίστοιχα ο Α. Τσίπρας για να καταργήσει τα μνημόνια και την φορολόγηση των (άψυχων) ακινήτων. Όταν ο σοσιαλιστής Ανδρέας περνούσε σταδιακά από το «οι βάσεις μένουν», «η ΕΟΚ παραμένει και επιδοτεί», στο «άρθρο 4», ο Αλέξης «ανακάλυπτε» ότι είχε κάνει λάθος. Ότι ο ευρωπαϊκός δρόμος είναι μονόδρομος. Πριν το κάνει, νομιμοποίησε το σύνολο του χρέους, δίνοντας στην «τρόικα» «θεσμική» διάσταση και ονομασία, επαινώντας τον EFSF-ESM και επαναλαμβάνοντας με περισσή προκλητικότητα τα λόγια της Μέρκελ: «τα δάνεια μεταξύ των χωρών-μελών της Ε.Ε. είναι μια μορφή αλληλεγγύης». Μάλιστα, ο «μονόδρομος» αυτός ετύγχανε της εσωτερικής «λαϊκής» νομιμοποίησης είτε με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου είτε με κατεπείγουσες κοινοβουλευτικές διαδικασίες με ένα νόμο και ένα άρθρο. Φαίνεται ότι ο Καρτέσιος δεν είχε πει «σκέφτομαι, άρα υπάρχω», αλλά «δανείζομαι, άρα υπάρχω».
Όπως λοιπόν η εκάστοτε «αριστερή» κυβερνητική πολιτική καταλήγει απολογητικά να αυτομετονομάζεται «κεντροαριστερή», έτσι και η «δεξιά» προσπαθεί να κινηθεί ως «κεντροδεξιά» και οι όποιες διαφοροποιήσεις εξαντλούνται προεκλογικά και στα λόγια. Η ίδια -επί της ουσίας- πολιτική, αλλάζει αργά, αλλά σταθερά τα πράγματα προς την ίδια κατεύθυνση. Η παιδεία κινείται σταθερά επί δεκαετίες στον άξονα που επιβάλλει η «ένταξη της Ελλάδας στην Ευρώπη» και η «ευρωπαϊκή πορεία της χώρας». Ο Ν. Φίλης κατά την τελετή ανάληψης του υπουργείου Παιδείας (μετονομάστηκε για πέμπτη φορά τα τελευταία χρόνια) κατονόμασε ως αίτιο της κακοδαιμονίας τον «νεοφιλελευθερισμό», σπεύδοντας να διευκρινίσει ότι θα αξιοποιήσει τις «βέλτιστες διεθνείς πρακτικές», ώστε να προωθηθούν τάχιστα οι μεγάλες «μεταρρυθμίσεις» που έχουν καθυστερήσει πολύ. Τι σημαίνει αυτό; Ό,τι θέλει ο καθένας (και οι Ευρωπαίοι «μεταρρυθμίσεις» απαιτούν), αλλά προφανώς και ότι ο Ν. Φίλης γνωρίζει «αριστερές διεθνείς πρακτικές» παιδείας που διέφυγαν των προηγούμενων σοσιαλιστικών κυβερνήσεων (το «πρώτη φορά αριστερά» -μετά το 1974- είναι και παπανδρεϊκώς ανιστόρητο). Σημαίνει ότι θα δούμε ό,τι βλέπαμε επί των κυβερνήσεων Σαμαρά και Καραμανλή, αρκεί να βαφτίσουμε την δράση «αριστερή», αρκεί να υπάρχει κάποια επί μέρους, πρόσκαιρη ή δευτερεύουσας σημασίας διαφοροποίηση.

paideia-logo_2015 

Ο Γ. Ράλλης και ο Ι. Βαρβιτσιώτης μπορεί να είχαν διαφορές ύφους -ίσως και αντιλήψεων- από τους Α. Κακλαμάνη και Α. Τρίτση, όμως η πορεία της παιδείας γενικά ήταν αντίστοιχη των γενικότερων πολιτικών διαφοροποιήσεων μεταξύ Ν.Δ. και ΠΑ.ΣΟ.Κ.: καμία ουσιαστική, αν τις δούμε σε ευρύτερο χρονικό ορίζοντα. Αντίστοιχα και ο Π. Ευθυμίου με την Μ. Γιαννάκου. Αρκεί να θυμηθούμε πώς υπερασπίστηκε η δεύτερη το βιβλίο ιστορίας της Στ Δημοτικού, του οποίου η ανάθεση έγινε επί υπουργίας του πρώτου (η απόσυρση έγινε για να μην χάσει ψήφους η Ν.Δ. από τον ΛΑ.Ο.Σ. στις εκλογές του 2007). Αμφότεροι υπηρέτησαν τις ευρωπαϊκές πολιτικές γραμμές κι ας μην ξεχνάμε ότι τα τελευταία 3 χρόνια το ΠΑΣΟΚ κατηγόρησε πολλές φορές την ΝΔ για ελλιπή ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Έχει κάποια αξία επίσης να θυμηθούμε ότι το 2007, ο Ε. Μεϊμαράκης και ο Π. Παυλόπουλος στήριξαν προεκλογικά την απόφαση του Καραμανλή για απόσυρση του περιβόητου βιβλίου Ιστορίας της Στ Δημοτικού, εμφανίζοντας την πολιτική απόφαση ως επιστημονική, πράγμα που επιβεβαίωνε ότι επί του περιεχομένου του βιβλίου δεν είχαν καμία ένσταση.


Το πελατειακού τύπου κατρακύλισμα της τριτοβάθμιας παιδείας που συντελέστηκε κυρίως επί Α. Παπανδρέου, «επιβραβεύτηκε» δια της αδράνειας από κάθε μελλοντική δεξιά κυβέρνηση. Όπως στις πρώτες δυο βαθμίδες κάθε νεωτερική αλλαγή είχε ως άλλοθι το «δημοκρατικό σχολείο», έτσι και στην τριτοβάθμια, το «δημοκρατικό Πανεπιστήμιο» ήταν η αμυντική γραμμή οποιασδήποτε ένστασης για κάθε υποβάθμιση, επιστημονική ή μη.
Οι πομπώδεις διακηρύξεις για επαναφορά του ολιστικού μοντέλου γνώσης ήταν κοινές για όλες τις κυβερνήσεις. Όμως οι διακηρύξεις αυτές αντιφατικά συμβάδιζαν με άλλες, πανηγυρικές, για το υψηλό επίπεδο της παρεχόμενης παιδείας, ενώ, -το σπουδαιότερο- αδυνατούσαν να εντοπίσουν ποιος, πότε και γιατί επέβαλε τον κατακερματισμό της γνώσης -αν μπορεί να ονομαστεί «γνώση» η «πληροφορία» που κυρίως παρέχεται στα σχολεία. «Διεπιστημονικότητα» και «διαθεματικότητα» ακουγόταν σταθερά από όλους τους υπουργούς, όμως πέρα από την ισχνότατη εφαρμογή τους υπήρχε απόλυτη σιωπή στο γιατί το ελληνικό έθνος-κράτος που υποτίθεται ότι φτιάχτηκε στα πρότυπα του αρχαιοελληνικού μοντέλου (μέσω του δυτικού διαφωτισμού) είχε υιοθετήσει ένα εκπαιδευτικό μοντέλο πρόωρης εξειδίκευσης και λειτουργικού αναλφαβητισμού.
Κάθε (μα κάθε) σύνδεση του σχολείου με την επιχειρηματικότητα ασκήθηκε από κάθε (μα κάθε) κυβέρνηση και κάθε υπουργό. Τόσο από τον Ε. Στυλιανίδη και τον Α. Σπηλιωτόπουλο, όσο και από την Α. Διαμαντοπούλου.
Το να βραβεύει μια Τράπεζα την μαθητική αριστεία με άνοιγμα καταθετικού λογαριασμού θεωρήθηκε απόλυτα συμβατό με τους στόχους της δευτεροβάθμιας παιδείας και προωθήθηκε από κάθε υπουργό τα τελευταία χρόνια.
Ο Γ. Παπανδρέου έγινε δυο φορές υπουργός παιδείας. Ως πρωθυπουργός αφαίρεσε τον προσδιορισμό «Εθνική» από το Υπουργείο Παιδείας. Ο Α. Σαμαράς που ήρθε στη συνέχεια -μέσω Ζαππείων- για να ανατρέψει πλήρως την μνημονιακή πολιτική, «ξέχασε» μαζί με την ανατροπή να επανασυνδέσει (τυπικά) την παιδεία με το Σύνταγμα (αρ. 16 παρ. 2), αλλά και ουδείς «δεξιός» υπουργός διαμαρτυρήθηκε γι αυτό.
Υπήρξε και περίπτωση που ένας υπουργός παιδείας άλλαζε «ιδεολογία» μεταπηδώντας από το ένα κομματικό στρατόπεδο στο άλλο: ο Β. Κοντογιαννόπουλος. Μήπως αυτό σήμαινε ότι μετάνιωσε για την πολιτική παιδείας που άσκησε; Οι αλλαγές προσώπων και κομμάτων στην κυβέρνηση και στο χώρο της παιδείας και οι εντάσεις που κάθε φορά προέκυπταν μεταξύ κυβέρνησης-αντιπολίτευσης, φαίνονταν αναντίστοιχες με τις πραγματικές αλλαγές. Κι αυτό είναι αληθές, παρά το ότι η φαινομενική στασιμότητα κάλυπτε την σταθερή διολίσθηση με το «προοδευτικό πρόσημο» (όπως θα έλεγε και ο Φ. Κουβέλης).
Η κρατική παιδεία παρέμεινε παραπαιδεία της κύριας «παιδείας», δηλαδή του ιδιωτικού φροντιστηρίου. Μοναδικός στόχος της δημόσιας παιδείας παρέμενε ο υλιστικός-ποσοτικά μετρήσιμος στόχος της εισαγωγής στο Πανεπιστήμιο. Γι’ αυτό και σχεδόν δεν υπήρξε υπουργός που να μην έχει επιχειρήσει μια «μεταρρύθμιση» του εξεταστικού συστήματος από το Λύκειο προς την τριτοβάθμια.
Κυρίως όμως, η παιδεία παρέμεινε προσηλωμένη στην όλο και μεγαλύτερη ενοχοποίηση του έθνους-κράτους· και η ενοχοποίηση αυτή των τελευταίων δεκαετιών αποτελούσε το κερασάκι στην διαχρονική τούρτα της παραποίησης και της αποσιώπησης των συνθηκών υπό τις οποίες αυτό το έθνος-κράτος δημιουργήθηκε (1821-1833).

  

Ξαναγυρίζοντας στο σήμερα

Είπε κι άλλα περίεργα και αντιφατικά ο Ν. Φίλης αναλαμβάνοντας το υπουργείο Παιδείας. Επικαλέστηκε τέσσερις φορές τον «εθνικό» χαρακτήρα του τομέα του, όταν το υπουργείο που ανέλαβε δεν ονομάζεται πλέον «εθνικό».  Είπε ότι «η εκπαίδευση θα αποτελέσει τον προπομπό για να βγει η χώρα στο ξέφωτο της ανάπτυξης». Όπως και ο νυν πρωθυπουργός, όπως και οι προηγούμενοι, έτσι και ο Ν. Φίλης δεν «κατάλαβε» ότι αν πράγματι οι δανειστές είχαν στόχο να πάρουν πίσω τα χρήματα που δανείζουν, τότε αυτοί θα επέβαλαν μια αναπτυξιακή πολιτική στην Ελλάδα. Δεν θα επέβαλαν μέτρα υφεσιακά και μέτρα εξοντωτικής συρρίκνωσης της οικονομίας. Στην ίδια φράση ο νέος υπουργός Παιδείας είπε ότι μετά την «ανάπτυξη» θα επέλθει «νέα-ισότιμη θέση στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα». Είναι άραγε αυτή η ίδια, διαρκώς ζητούμενη «ευρωπαϊκή ισοτιμία» την οποία εμφάνισε ο παλαιός Καραμανλής ως τετελεσμένη το 1978, όταν με απόλυτη ικανοποίηση ανακοίνωσε την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ.; Ή μήπως πρόκειται για το πολιτικό δόγμα της επιβολής μιζέριας και εσωστρέφειας στον Έλληνα, κάτι που αποδίδεται στον Κίσινγκερ, ενώ έχει ήδη καταγραφεί στην βρετανική πολιτική του 1821;
Λίγοι μήνες πέρασαν από τότε που διακριτικά αναρωτηθήκαμε αν ο πρωθυπουργός ξέρει άριστη ιστορία και απλώς υποκρίνεται στο εξωτερικό για να εξυπηρετήσει το δημόσιο (το εθνικό, ας πούμε) συμφέρον ή αν η ιδεολογικής αγκύλωσης αγνωσία του αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της επικίνδυνης για τους Έλληνες πορείας. Στο συλλογικό έργο από το οποίο είναι παρμένα τα περισσότερα στοιχεία του λόγου που εκφώνησε στο Πανεπιστήμιο ο Α. Τσίπρας την 25.3.2015, συνεισφορά έχει και η Σία Αναγνωστοπούλου. Η δική της επιστημονική έρευνα και η ψύχραιμη-λογική ανάλυση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Πατριαρχείο είχε «προνόμια» κατά την Οθωμανική περίοδο και ότι ήταν η «αυτοκρατορική του λογική» που το ώθησε να «πολεμήσει ως αμαρτία την νεωτερική, εθνική Επανάσταση». Τρία είναι τα θέματα: 1) ήταν όντως νεωτερική η Επανάσταση; 2) στόχευε όντως στην δημιουργία εθνικού κράτους; 3) γιατί ο Πατριάρχης εκτελέστηκε από τους Οθωμανούς ως «μυστικός συμμέτοχος της Επανάστασης»; Τα δυο πρώτα θέματα παραμένουν άλυτα, καθώς είναι ελλιπέστατα και αντιφατικά τα τεκμήρια επί των οποίων στηρίζονται όσοι τα υιοθετούν. Στο τρίτο θέμα η Σία Αναγνωστοπούλου δεν παίρνει θέση (αν και το αναφέρει, αν και υπάρχουν περισσότερα τεκμήρια, αν και ειδικευμένη σε θέματα οθωμανικής περιόδου), επιμένοντας στα δικά της συμπεράσματα. Τα τρία αυτά θέματα είναι θέματα ιστορίας. Υπάρχει όμως και ένα τέταρτο που είναι περισσότερο θέμα πολιτικής πρακτικής. Αν η πολιτική του Πατριαρχείου κατακρίνεται ως «υπερεθνική», τότε σε ποια βάση κρίνεται ως θετική η σημερινή «υπερεθνική» (αυτοκρατορική) πολιτική της Ε.Ε. που σταδιακά καταργεί τα έθνη-κράτη; Προφανέστατα, επειδή η πρώτη κρίνεται αρνητικά (ως δεσποτική) και η δεύτερη θετικά (ως πλειοψηφικά νομιμοποιημένη). Όμως αυτή είναι μια προσωπική αξιολόγηση, δεν αποτελεί ένα επιστημονικό πόρισμα. Μάλιστα, η λογική λέει ότι η αλήθεια μιας πρότασης είναι ανεξάρτητη από τον αριθμό των προσώπων που την υποστηρίζουν. Συνεπώς, οι πλειοψηφίες αποτελούν απόψεις, όχι τεκμήρια αλήθειας ή αξιοκρατικά κριτήρια. Πίσω από τα πολλά λόγια της Δύσης περί ανθρωπισμού, δικαιωμάτων και κράτους δικαίου κρύβεται αποκλειστικά η εχθρότητα προς τον χριστιανισμό. Ως τέτοια, σπάνια ομολογείται και κάθε συζήτηση περί αυτού μπλέκει και στο θέμα «τι είναι χριστιανισμός;». Όμως η φράση «φωνή λαού, οργή Θεού» ανήκει στον δυτικό διαφωτισμό, ο οποίος σπάνια ομολογεί τον αποκλειστικό του στόχο. Προσπαθεί να αποσπάσει τον άνθρωπο από τον Θεό και στην φάση που ξεκίνησε εδώ και δυο αιώνες, αυτό γίνεται κυρίως με την προσπάθεια ισοδύναμης παρουσίασης αρχικά και υποκατάστασης -τελικά- του Θεού από τον λαό.

Τι συμβαίνει;

Στο σημείο αυτό φτάνουμε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε. Ο «λαός», η «λαϊκή βούληση», η «λαϊκή κυριαρχία» και τα «λαϊκά κόμματα» της δυτικής δημοκρατίας δείχνουν με σταθερή τάση ότι αποτελούν το αντίδοτο, το άλλοθι και το προπέτασμα καπνού στην προσπάθεια αποχριστιανοποίησης της κοινωνίας. Ο αστός που κολακεύεται ότι μέσω της ψήφου του ασκεί εξουσία, νομιμοποιεί προκαθορισμένα αποτελέσματα, αφού άγεται και φέρεται από ένα δαιδαλώδες και υλιστικά ανταποδοτικό πολιτικό σύστημα τεχνητών και ψευδεπίγραφων διαιρέσεων. Ένας «σοσιαλισμός» φαίνεται ως αντιμέτωπος του «καπιταλισμού», ενώ ο πρώτος σταθερά χρηματοδοτείται από τον δεύτερο, ενώ το ιδιωτικό νομισματικό σύστημα και το διεθνές (ιδιωτικό κι αυτό) χρηματοπιστωτικό σύστημα καθορίζουν αφανώς την πολιτική μέσω του επηρεασμού της κοινής γνώμης, της ανταποδοτικότητας, των εκβιασμών σε «πολίτες» και πολιτικούς. Μια «αριστερά» φαίνεται να διεκδικεί το αποκλειστικό δικαίωμα στην δικαιοσύνη, ενώ η ίδια είναι πλήρως ανίκανη να εξηγήσει από πού πηγάζει η έννοια της ανθρώπινης δικαιοσύνης, πολύ δε περισσότερο να εξηγήσει πώς κάποιοι «φωτισμένοι» εφηύραν μόλις πριν τρεις αιώνες τον τρόπο εφαρμογής της δικαιοσύνης στο κοινωνικό σύνολο. Η αλήθεια είναι μάλλον αδύνατον να αποδειχθεί, όμως το ψεύδος αποδεικνύεται. Και ψεύδεται καταφανώς η Ευρώπη όταν ο Ντράγκι ανερυθρίαστα μας λέει ότι «ξέχασε» η ανθρωπιστική Ε.Ε. να αποτυπώσει πρόσωπα στα χαρτονομίσματά της, ενώ, όταν το «θυμήθηκε» έβαλε ως υδατογράφημα την προσωποποιημένη Ευρώπη. Αυτή η «απόδοση τιμής» στον ευρωπαϊκό πολιτισμό και στον ευρωπαϊκό διαφωτισμό δεν είναι σημερινή, άρα χρειάζεται αναθεώρηση η άποψη «έχασε η Ευρώπη τον προσανατολισμό της τα τελευταία χρόνια». Κι ας συνυπολογίσουμε ότι αν τα χαρτονομίσματα έδιναν την δυνατότητα στον ιδιώτη-εκδότη τους να δημιουργήσει ένα πλαστό μέσο (το μέταλλο δεν αντιγράφεται), τότε το άυλο χρήμα που προωθείται με πρόσχημα την εύκολη συναλλαγή και την αδυναμία πάταξης της φοροδιαφυγής, τι περιθώριο εξουσίας αφήνει στον ψηφοφόρο; Κι αν τα περίφημα «capital controls» εξυπηρετούν πέρα από την επιχειρηματική δυσπραγία και την πορεία προς το άυλο χρήμα, τότε χαλάλι η αντίφαση «καπιταλιστικό σύστημα με έλεγχο στην κίνηση κεφαλαίων», χαλάλι και η φθορά του «ΟΧΙ» στο δημοψήφισμα που ο πρωθυπουργός το αντιλαμβάνεται ως «ΝΑΙ» σε κάτι χειρότερο από αυτό στο οποίο ο ψηφοφόρος είπε «ΟΧΙ». Υπό αυτό το πρίσμα, η οικονομία (δηλ. η «οικονομική κρίση») δεν φαίνεται να είναι ο στόχος, αλλά ο τρόπος. Ποιος είναι ο στόχος; Εμφανώς ο πολιτισμός, δηλαδή τα κύρια στοιχεία του με πρώτο απ’ όλα την κοσμολογική-οντολογική στάση του ανθρώπου.
Η παιδεία είναι από τους τομείς που προσφέρεται για συμπεράσματα. Τα πράγματα στην Ελλάδα φαίνονται να αλλάζουν, παραμένοντας διαρκώς ίδια ως προς τα «προβλήματα». Η πραγματικότητα είναι ότι τα πράγματα αλλάζουν διαρκώς προς την ίδια κατεύθυνση, άλλοτε ταχύτερα και άλλοτε βραδύτερα, μέσα από τις φαινομενικές συγκρούσεις των φαινομενικά διαφορετικών ιδεολογιών. Μόνο που αυτή η αλλαγή είναι ορατή στον μακρύ χρόνο και στην μεγάλη εικόνα· όχι στους λίγους μήνες και στα δυο χρόνια. Ας το θέσουμε και αντίθετα: θα ήταν δυνατή μια τέτοια αλλαγή χωρίς τις φαινομενικές (διαλεκτικές) συγκρούσεις; Η ιστορία που διδάσκεται στα σχολεία, είναι διαφωτιστική για τις προθέσεις της πολιτικής που ασκείται. Ο καθένας μπορεί να βγάλει συμπεράσματα, αν θέσει τα κατάλληλα ερωτήματα. Ιδιαίτερα για το «εθνικό» και το «υπερεθνικό» ζήτημα: Δεν ήταν ο δυτικός διαφωτισμός υπεύθυνος για το επίτευγμα του έθνους-κράτους; Δεν ήταν αυτό το πολιτικό μοντέλο που εξασφάλισε δικαιώματα στον πολίτη και κράτος δικαίου για το σύνολο του πληθυσμού; Δεν ήταν η ελληνική ιστορία που πανηγύρισε την δημιουργία του ελληνικού έθνους-κράτους ως απόσχιση από το αυτοκρατορικό οθωμανικό της παρελθόν; Γιατί λοιπόν οι σημερινοί υποστηρικτές του δυτικού διαφωτισμού υποστηρίζουν την κατεδάφιση του πολιτικού του πλαισίου και την μετατροπή της Ελλάδας σε επαρχία της Ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας; Μήπως επειδή η δημιουργία του ελληνικού έθνους-κράτους ήταν προσωρινή, αφού επετεύχθη ενάντια στην προσπάθεια δημιουργίας ενός πολυεθνικού χριστιανικού κράτους; Μήπως πρέπει να ξαναδούμε από την αρχή το 1821 και το 1789;
Στέργιος Ζυγούρας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου