Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

Ὁ φόβος τοῦ θανάτου



Ὁ φόβος τοῦ θανάτου

Ἡ Κική Δημουλᾶ εἶναι κορυφαία ποιήτρια καί τακτικό μέλος τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν. Ὡς ποιήτρια εἶναι εὐαίσθητη ἀπέναντι στήν ζωή καί στόν θάνατο.

Σέ μιά συνέντευξή της ἀναφέρθηκε καί στόν θάνατο, ὁ ὁποῖος βασανίζει ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἰδιαίτερα τούς εὐαίσθητους. Σέ ἐρώτηση ὅτι ἡ ζωή χωρίζεται σέ δύο κομμάτια, στό πρῶτο κυριαρχεῖ ἡ ἐπιθυμία γιά εὐτυχία καί στό δεύτερο κυριαρχεῖ ὁ φόβος, εἶπε αὐτό συμβαίνει:

«Γιατί ἔχουμε ἀρχίσει νά ἔχουμε ἐπαφή μέ τό ἀπώτατο μέλλον πού εἶναι ὁ θάνατος. Γιά μένα δέν ὑπάρχει ἄλλος φόβος ἐκτός ἀπό αὐτόν. Ὁ ὁποῖος ταυτόχρονα εἶναι καί μιά κινητήρια δύναμη. Σέ κάνει νά παραλύεις ἀλλά καί τήν ἴδια στιγμή λές "ἄθλιε θά σέ καταπολεμήσω". Ὅσο γιά τήν ψυχή, ἄμα πεθάνη τό σῶμα, τά τίναξε ἀπό τήν ἀπελπισία της».

Σέ ἄλλη σχετική ἐρώτηση, ἀπάντησε:

«Δέν μπορῶ νά καταλάβω γιατί ποθοῦμε νά ζοῦμε. Ποῦ σκόνταψε ἡ φύση καί δέν προέβλεψε οἱ ἄνθρωποι νά ζοῦν γιά πάντα. Ἤ ὅσο ζοῦν γιατί δέν εἶναι νέοι; Γιατί νά γίνεται αὐτή ἡ ἀπογοητευτική ἀλλοίωση πού στέλνει οἰκειοθελῶς τόν ἄνθρωπο στόν θάνατο; Ἐκεῖ εἶμαι μέχρι ἀφελείας ἔκπληκτη. Ὑπολόγισε ἡ φύση ὅτι ἡ Γῆ δέν θά μπορέσει νά σηκώσει τό βάρος μιᾶς ἀθανασίας;».

Ὅταν ἐρωτήθηκε ἄν θά ἔστρεφε τό βλέμμα της «σέ μιά μετέπειτα ζωή», ἀπάντησε:
«Δέν μπορῶ νά ἀπιστήσω στήν ἀβεβαιότητα. Δέν ξέρω τίποτε γιά τήν μετέπειτα ζωή. Ὄφειλαν τά πράγματα νά ἔχουν ἀποδείξει ὅτι ὑπάρχει, διότι ἔτσι ὁ ἄνθρωπος θά λυτρωνόταν ἀπό τόν φρικτό φόβο τοῦ "μετά". Αὐτόν τόν φόβο τοῦ θανάτου πού σημαίνει τό "τίποτα"».

Βέβαια, αὐτός ὁ φόβος τοῦ θανάτου εἶναι ὤθηση γιά δημιουργία, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νά τόν ξεπεράση μέ ἄλλα ἔργα. Εἶπε: «Γι’ αὐτό γράφουμε ποιήματα, μουσική. Τό κίνητρο εἶναι ὅτι ἡ ζωή τελειώνει» (Τό Βῆμα 27-9-2015).

Ὁ θάνατος φοβίζει αὐτούς πού δέν συνδέονται μέ τόν Χριστό, τόν νικητή τοῦ θανάτου, τόν ἀρχηγό τῆς ζωῆς, αὐτούς πού ἔχουν ἀπολυτοποιήσει τήν βιολογική ζωή, αὐτούς πού δέν ἔχουν ἀποκτήσει μιά ἐμπειρική αἴσθηση τῆς ζωῆς μετά τόν θάνατο. Ἑκατομμύρια ἅγιοι μάρτυρες, ὅσιοι, ἀσκητές ἔζησαν μέ τήν χαρά τῆς συναντήσεώς τους μέ τόν Χριστό καί ἔφυγαν ἀπό τόν κόσμο αὐτόν μέ τήν βεβαιότητα τῆς αἰώνιας ζωῆς καί τῆς ἀναστάσεως τῶν σωμάτων, μέ τήν πίστη: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».

Αὐτή εἶναι ἡ διαφορά μεταξύ τῶν ἀνθρώπων πού ζοῦν ἐν Χριστῷ καί τῶν ἀνθρώπων πού ταυτίζονται μέ τήν παροῦσα ζωή. Ἡ ἴδια ἡ ποιήτρια κάνει λόγο γιά τήν μεγάλη ἐξαπάτηση πού τῆς ἔκανε τό σῶμα. «Μέ ἐξαπάτησε ὅτι θά εἶναι πάντα νέο καί σφριγηλό».

Γνώρισα ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν μέ τήν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς, πού τούς ἔδινε μεγάλη δύναμη, καί ὅταν πλησίαζε τό τέλος τῆς βιολογικῆς ζωῆς ἦταν γεμάτοι χαρά γιατί θά συναντοῦσαν τόν Χριστό, τήν Παναγία καί τούς Ἁγίους. Αὐτό δέν εἶναι οὔτε ἐξαπάτηση οὔτε ψευδαίσθηση, ἀλλά πληρότητα ζωῆς. Στήν Ἐκκλησία μαθαίνουμε πῶς νά ζοῦμε μέ τήν προοπτική τοῦ ἔσχατου, καί πῶς νά πεθαίνουμε μέ τήν ἐλπίδα τῆς ζωῆς.

Ν.Ι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου