Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

Λαϊκοί που έφτασαν σε μεγάλα μέτρα πνευματικότητας ..


 

Η ΖΩΣΑ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Μας διηγείται από προσωπικές του εμπειρίες ο Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος.

.. Εγώ όπως βλέπετε και όπως ξέρετε είμαι μοναχός, δεν παντρεύτηκα, κι έζησα στο Άγιον Όρος τα πρώτα χρόνια, τα νεανικά μου χρόνια. Όταν ήρθα στην Κύπρο με την εντολή και την πίεση εκεί των Πατέρων και του Γέροντα, είχα μια πάρα πολύ μεγάλη δυσκολία στο να αποδεχτώ ότι είμαι στην Κύπρο, δεν ήθελα να είμαι στην Κύπρο. Δεν ήθελα να έρθω ποτέ μου και μετά που ήρθα δεν ήθελα να μείνω, ήθελα να επιστρέψω πίσω. Ο λόγος που ήθελα να επιστρέψω πίσω ήταν γιατί -κακώς βέβαια αλλά έτσι σκεφτόμουν- ήμουν ακόμα νήπιο, νεαρός, δεν είχα την ωριμότητα που έπρεπε να έχω και είχα πολιτοποιήσει το Άγιον Όρος και έλεγα εγώ θέλω να ζήσω και να πεθάνω εδώ. Από πάσαν άποψη μου άρεσε ο χώρος εκείνος και από φυσική άποψη και από τα πάντα. .. Μου άρεσε και διότι σε αυτόν τον χώρο είχα γεννηθεί πνευματικά, ήταν ο χώρος που γνώρισα τους Πατέρες, τους Γέροντες, τους αδελφούς, εκεί ήταν η ζωή μου ..


Όταν ήλθα στην Κύπρο ένα από τα μεγάλα παράπονα που είχα στην ψυχή μου ήταν ότι έφυγα από το Άγιον Όρος. [Και] καλά έχασα όλα τα άλλα που έχασα, έχασα όμως και την συντροφιά και την δυνατότητα επικοινωνίας με όλους εκείνους τους αγίους ανθρώπους που ήμουν συνδεδεμένος. Με τον Γέροντα Παΐσιο, με τον Γέροντα Ιωσήφ, τον γέροντά μου, με τον παπά Εφραίμ στα Κατουνάκια, με τους υπόλοιπους Γέροντες που υπήρχαν τότε στο Άγιον Όρος και είχαμε έναν μεγάλο σύνδεσμο. Και με πολεμούσε πάρα πολύ αυτός ο λογισμός, κι έλεγα, τι ήρθα να κάνω εγώ τώρα; Και μάλιστα που πήγα; Πήγα στην Πάφο. Όχι πως είχε τίποτε η Πάφος, μια χαρά είναι και πήγα σε ένα πολύ όμορφο τόπο στην Αγία Μονή αλλά για μένα ήταν άγνωστος τόπος. .. Πανέμορφος τόπος, ωραιότατος και από πλευράς κλίματος, αλλά είμαστε και άγνωστοι εν μέσω αγνώστων. Βρήκαμε πάρα πολύ μεγάλη φιλοξενία και βοήθεια από τους ανθρώπους .. απίστευτα μεγάλη, αλλά οι άνθρωποι γύρω μας δεν ήξεραν από μοναχισμό. Μας ρωτούσαν αν ήμασταν παντρεμένοι, αν έχουμε παιδιά, που είναι οι παπαδιές μας .. Εμένα μ’ έπιανε το παράπονο, λέω, ήρθα εδώ μόνος μου. Και ήμουν και νεαρός, ήμουν 34 χρόνων.

Μια ημέρα, εκεί που με πολεμούσαν πάρα πολλοί λογισμοί και ήμουν έτσι σε μεγάλη αθυμία για το ότι έφυγα από το Όρος και σκεφτόμουν με ποιον τρόπο να επιστρέψω πίσω -διότι ο Γέροντας ήταν κάθετος ότι σε στείλαμε εκεί πρέπει να μείνεις εκεί, να αγωνιστείς εκεί, πήγες για έναν σκοπό, πρέπει να κάτσεις εκεί να αγωνιστείς..- ήρθε ένα παιδί το οποίο γυρνούσε στα χωριά της Πάφου και έκαμε απογραφή .. στατιστικές .. κάτι τέτοιο. Και έρχεται και λέει, Συγνώμη εδώ έχετε κάτι μοναχούς από το Άγιον Όρος; Ναι, εδώ. Είμαι υπάλληλος της [τάδε] υπηρεσίας και ήμουν στο χωριό πιο κάτω -ένα πάρα πολύ μικρό χωριό. Εκεί που πήγα να κάνω την στατιστική έχει μια γριούλα που θέλει να εξομολογηθεί και την έφερα. Ποιος εξομολογάει; Μόνο εγώ ήμουν ιερέας. Λέω, εγώ.

Λέω από μέσα μου .. ήμουν στο Άγιον Όρος .. εδώ έχουμε να κάνουμε με τις γριούλες.

Βλέπω μια γριούλα με το μπαστουνάκι της να έρχεται, έχει έτσι μια μεγάλη αυλή εκεί η Αγία Μονή. Ελεεινολογούσα τον εαυτό μου. Λέω, έφυγα, άφηκα το Άγιον Όρος και ήρθα να εξομολογώ τις κοτζιάκαρες [σσ. γριούλες στην Κυπριακή διάλεκτο] της Πάφου. Που κατάντησα; Έτσι έλεγα μέσα μου. Δεν ήταν καλό αυτό που έλεγα. Τι σημαίνει κοτζιάκαρες; Ψυχή Θεού είναι, άνθρωποι είναι. Τέλος πάντων, τόσα μυαλά είχα.

Έρχεται η γιαγιά, εγώ μέσα στους λογισμούς μου μέσα στην αθυμία μου .. Έκατσε εκεί, άρχισε να μου λέει η γιαγιούλα τα δικά της, να μου διηγείται τη ζωή της. Στην αρχή άκουγα και δεν άκουγα. Έλεγε η γιαγιά, εγώ ήμουν στον κόσμο μου. Μετά όμως μου έκανε εντύπωση. Άρχισα να την προσέχω διότι η γιαγιά αυτή είχε πάρα πολύ μεγάλο περιεχόμενο πνευματικό. Ήταν μια γιαγιά η οποία δεν παντρεύτηκε για να γηροκομήσει τους γονείς της, από αγάπη στους γονείς της. Οι γονείς της πέθαναν γρήγορα, της άφησαν το σπίτι τους και η γιαγιά από τότε κλείστηκε μέσα στο σπίτι, έκλεινε το ξωπόρτι όπως έλεγε, και ήταν όλη μέρα κλεισμένη στο σπίτι. Αλλά όλη μέρα κλεισμένη στο σπίτι η γιαγιά αυτή προσευχόταν. Ο κόσμος νόμιζε ότι κοιμόταν, ότι ήταν εκκεντρική, ότι ήταν οτιδήποτε. Η γιαγιά προσευχόταν και ήρθε να μου πει -άκουσε ότι ήμουν από το Άγιον Όρος- τι έκανε, για να της πω αν είναι καλά αυτά που κάνει. Και μου λέει,

– Διαβάζω γιέ μου το Ψαλτήριο, διαβάζω την Καινή Διαθήκη ..

Άκουγα. Λέω, Κύριε ελέησον άκου τώρα τι κάνει ετούτη η κοτζιακαρούδα!

Και το βράδυ, κάθε βράδυ, κοιμόταν έτσι λίγο το απόγευμα, και το βράδυ αγρυπνούσε όλη νύχτα.

– Κάθομαι εκεί, λέει, στο δωμάτιο, αυτό είναι το φως, και βάζω επάνω στο τραπέζι μου τα βιβλία μου και ως τις τρεις τέσσερις το πρωΐ διαβάζω. Διαβάζω από τις προσευχές, διαβάζω την Ακολουθία της Εκκλησίας.

Διάβαζε πολύ η γιαγιά και προσευχόταν πάρα πολύ.

Και μου λέει,

– Να σου πω και την αλήθεια, μερικές φορές που διαβάζω αισθάνομαι τόση γλυκύτητα, τόσην αγαλλίαση και γεμίζει το δωμάτιο με φως. Ένα δυνατό φως. Δεν ξέρω αυτό τι πράγμα είναι αλλά συμβαίνει συχνά και τελευταία ακόμα πιο συχνά.

Λέω, έχουμε να κάνουμε με περίπτωση εδώ. Τέλος πάντων, απλοϊκή γιαγιούλα. Με ρώτησε μάλιστα αν της δίνω την άδεια να αγοράσει μελάφωνα για την εκκλησία του χωριού της. Μεγάφωνα δηλαδή αλλά τα έλεγε μελάφωνα, με λάμδα.

Με εντυπωσίασε η γιαγιά αυτή. Σηκώθηκα να διαβάσω την ευχή. Έσκυψα να διαβάσω την ευχή και μόλις άρχισα να διαβάζω την ευχή παιδιά ευωδίασε όλη η εκκλησία. Ένα πράγμα που το έζησα [με τον] πατέρα Παΐσιο και [με] άλλους σύγχρονους ασκητές στα Κατουνάκια. Αυτήν την ευωδία την οποία είχαν αυτοί οι άνθρωποι. Ευωδίασε όλη η εκκλησία. Μετά ήρθαν οι πατέρες και ρωτούσαν αν εθυμίασα. Δεν εθυμίασα. Τους εξήγησα βέβαια μετά τι έγινε. Λέω, κοίταξε, ένας άνθρωπος, σε ποια μεγάλα μέτρα έφτασε μια γριούλα!

Αυτήν την γριούλα την αξίωσε ο Θεός και έγινε μοναχή. Έγινε μοναχή στον Άγιο Ηρακλείδιο αλλά με το αγγελικό σχήμα, και μετά την αξίωσε ο Θεός και είχε οσιακό θάνατο. Μόλις έλαβε το αγγελικό σχήμα σε λίγες ημέρες εκοιμήθηκε στο χωριό της.

Μετά από τρεις τέσσερες μήνες μια άλλη γιαγιά, όχι μεγάλη γιαγιά αυτή τη φορά, μικρότερης ηλικίας, από την Λεμόνα -πέθανε τώρα και αυτή η γιαγιούλα- ήρθε .. και προσευχόταν αυτή η γιαγιούλα κάθε βράδυ. Και αυτή αγρυπνούσε τη νύχτα και δαπανούσε τη νύχτα της όλη σε προσευχή. Πάρα πολύ προσευχή. Αυτή ήξερε και έλεγε και την ευχή, το Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με, και πολλές φορές η γιαγιά αυτή είδε το άκτιστο φως και πολλά άλλα πράγματα από τη χάρη του Θεού.

Μετά από αυτή ήρθε μια άλλη, η συμπεθέρα της -αυτή ήταν μητέρα της νύφης .. η μητέρα του γαμπρού. Και αυτή τα ίδια.

Λέω, μα τί συμβαίνει; Τι γίνεται εδώ; Που βρεθήκαν τόσες πολλές κοτζιάκαρες; Αλλά ο Θεός φαίνεται τις έστελνε για να με βοηθήσει και εμένα, να με ενισχύσει λίγο διότι πράγματι ταλαιπωρούμουν πάρα πολύ με αυτόν τον λογισμό ότι έφυγα από το Άγιον Όρος.

Στη συνέχεια παιδιά είναι γεγονός ότι συνάντησα πάρα πάρα πολλούς ανθρώπους. Πάρα πολλούς ανθρώπους έγγαμους, που πράγματι τα μέτρα τους τα πνευματικά μπορώ να πω ότι αγγίζουν τα μέτρα των μεγάλων Γερόντων που γνώρισα στο Άγιον Όρος. Είναι άνθρωποι απλοί, λαϊκοί, έγγαμοι μερικοί από αυτούς, άλλοι είναι άγαμοι, άλλοι είναι χήροι .. Όμως αφιερώθηκαν εις τον Θεό, αγάπησαν τον Θεό, με πολύ υπομονή και μεγάλους αγώνες αγωνίστηκαν μέσα στην Εκκλησία και έφτασαν στα μεγάλα αυτά μέτρα. Άρα τα εξωτερικά σχήματα δεν έχουν και τόση μεγάλη σημασία όση σημασία έχει το να είναι ο άνθρωπος κοντά στο Θεό.

..

Πάω στη Μονή Κύκκου, άγνωστος, παρακάλεσα εκεί τους πατέρες, λέω, μπορείτε να με φιλοξενήσετε; Ευχαρίστως πάτερ μου, τους είπα ότι ήμουν από το Άγιον Όρος. Πολύ φιλόξενοι άνθρωποι και πολύ καλοί μοναχοί και πατέρες, με φιλοξένησαν. Επειδή δεν είχα δουλειά να κάνω επήγαινα και καθόμουν μέσα στην εκκλησία. Όπως είναι η εικόνα της Παναγίας απέναντι έχει κάτι στασίδια. Καθόμουν εκεί και έβλεπα και τον κόσμο που περνούσε να προσκυνήσει, προσπαθούσα να κάνω και καμμιά προσευχή, σκεφτόμουν και τα δικά μου. Άγνωστος εν μέσω αγνώστων δεν με ρώταγε κανένας τίποτα.

Όπως καθόμουν εκεί και σκεφτόμουν την επιστροφή μου στο Άγιον Όρος και τον Γέροντα που δεν ήθελε να πάω πίσω, παρακαλούσα την Παναγία να με βοηθήσει να δω τι θα κάνω. Έρχεται ο παππούλης, ο πατήρ Ευγένιος που εκοιμήθηκε τώρα, μου λέει, πάτερ δεν είσαι από το Άγιον Όρος; Του λέω, ναι πάτερ μου. Μου λέει, είσαι ιερέας; Του λέω, ναι. Είσαι και πνευματικός, εξομολογάς; Ναι, είμαι. Μου λέει, έχει δυο τρία παιδιά εδώ που ήρθαν και θέλουν να εξομολογηθούν και εμείς δεν έχουμε τώρα εδώ έναν πνευματικό. Αφού κάθεσαι που κάθεσαι, δεν πας να τους εξομολογήσεις; Λέω, ευχαρίστως πάτερ μου να πάω, που να πάω; Μου έδειξε ένα παρεκκλήσι μικρό που έχουν εκεί. Πήγα, πάλι μέσα στους λογισμούς μου εγώ. Το παιδί ήρθε να εξομολογηθεί, ένα παιδί που σπούδαζε τότε στην Αγγλία.

Μπαίνει μέσα στο εξομολογητάριο .. ή πρώτη ή δεύτερη φορά εξομολογείτο, δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις με την εκκλησία. Μόλις εμπήκε μέσα όμως εγονάτισε το παιδί μπροστά μου και άρχισε να λέει όλα αυτά που το απασχολούσαν. Λέγοντάς τα όμως άρχισε να κλαίει, κι έκλαιγε πάρα πολύ, πάρα πολύ, πάρα πολύ .. Εγώ πρώτη φορά είδα έναν νέο άνθΗ ΖΩΣΑ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ρωπο να κλαίει τόσο πολύ. Καθόμουν εκεί αμίλητος και παρακολουθούσα όλη αυτήν την σκηνή. Μετά εγονάτισε, έσκυψε κάτω και έπιασε τα παπούτσια μου και έκλαιγε και εμούσκεψε τα παπούτσια μου από τα κλάματά του. Λέω, Κύριε ελέησον, τόσα χρόνια στο Άγιον Όρος εγώ τούτο το πράγμα δεν το είδα ποτέ μου. Δεν είδα κανέναν να κλαίει στην εξομολόγηση τόσο πολύ, να προσεύχεται να μετανοεί τόσο πολύ.

..Τέλειωσε το παιδί, μου είπε τι είπε, τα είπε όλα αυτά τα οποία είχε μέσα του. Ξαλάφρωσε, φάνηκε έτσι ξαλαφρωμένος και ανανεωμένος. Μετά πήγα να του διαβάσω την συγχωρητική ευχή και τότε μέσα στην καρδία μου εγεννήθηκε αυτός ο λόγος του Χριστού που λέει ότι, δεν αξίζει ο κόσμος όλος για μια ψυχή ενός ανθρώπου. Και λέω, εάν εγώ με την παρουσία μου στην Κύπρο γίνω η αιτία, ως ιερέας ή ως πνευματικός, να σωθεί ένας άνθρωπος, μια ψυχή, αξίζει να χάσω και το Άγιον Όρος και όλα τα οποία θεωρούσα ότι είχα υπέρ μου για να σωθεί ένας άνθρωπος. Και επληροφορήθηκα ότι τελικά αυτό ήταν το θέλημα του Θεού. Να μείνω εδώ.

Μετά ήρθαν και τα άλλα παιδιά να εξομολογηθούν, και τα άλλα το ίδιο. Ήταν φοιτητές στην Αγγλία. Καλά παιδιά, πολύ καλά παιδιά με αγνές ψυχές, τα οποία δόξα τω Θεώ μέχρι σήμερα μέσα στην εκκλησία είνΗ ΖΩΣΑ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ αι πολύ καλά. Πράγματι αυτό μου έδωσε την αίσθηση -βέβαια το είδα μετά στη συνέχεια αμέτρητες φορές μέχρι σήμερα- ότι η χάρις του Θεού δεν εμποδίζεται ούτε από την ηλικία του ανθρώπου, ούτε από τα εξωτερικά σχήματα, ούτε από το πού βρίσκεται ο άνθρωπος, ούτε από το τι κάνει εξωτερικά ή όχι. Όλα εξαρτώνται από τον βαθμό κατά τον οποίον ο άνθρωπος αγαπά τον Θεό, φυλάττει την καρδιά του καθαρή και αγνή, αγωνίζεται για την αγάπη του Θεού και πάνω απ’ όλα έχει ταπείνωση μέσα στην ψυχή του. Αυτό έχει σημασία. Τέτοιοι άνθρωποι, τέτοιες υπάρξεις που φθάσαν σε μέτρα μεγάλα πράγματι συναντά κανείς παντού. ..

***

Απομαγνητοφώνηση Φαίη/Αβέρωφ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου