«Μόνο ο Ιω. Καποδίστριας, λόγω των ουσιαστικών σχέσεών του με την Ορθοδοξία, τήρησε εφεκτική στάση…»
«Oι πολιτικοί Ηγέτες μας έμαθαν να στηρίζουμε «την πάσαν ελπίδα μας», στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα τα σημερινά αποκαλυπτήρια της Ενωμένης Ευρώπης και την απογοήτευση του Έθνους, με εξαίρεση τους συνειδησιακά ταυτισμένους μαζί της, τη «δυτική παράταξη» των ευρωπαϊστών».
Του πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού
Το μελέτημά μας αυτό δεν έχει την πρόθεση να είναι a priori καταδικαστικό και απορριπτικό, αλλά κυρίως ερμηνευτικό και αναθεωρητικό κάποιων παγιωμένων και αμετακίνητων θέσεων, που επιβλήθηκαν στο Έθνος, αναπαραγόμενες μέσω της σχολικής παιδείας. Επιδιώκει να διεισδύσει στο φαινόμενο του φιλελληνισμού-παράγοντα μεγάλης σημασίας στο αγωνιζόμενο για την παλιγγενεσία του Ελληνικό Έθνος κατά τη Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση (1821). Στόχος της είναι να συμβάλει σε μια ρεαλιστικότερη αποτίμηση των όρων Φιλελληνισμός και Φιλέλληνες. Την ευστοχότερη σημασιοδότηση των όρων αυτών προσφέρει η κορυφαία σήμερα -κατά την δική μου εκτίμηση- έκφραση της ελληνικής λεξικογραφίας, το «Λεξικό» της Νέας Ελληνικής Γλώσσας» του καθηγητού Γεωργίου Μπαμπινιώτη: Φιλελληνισμός:
«Ιδεολογική και πολιτική κίνηση, που αναπτύχθηκε σε ευρωπαϊκές χώρες και στην Αμερική, και αποσκοπούσε στην ηθική και υλική ενίσχυση των Ελλήνων πριν και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821». Φιλέλληνας: «Κάθε ξένος, που υποστήριξε την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και ενδεχομένως αγωνίσθηκε ο ίδιος στο πλευρό των επαναστατών»1. Όταν δεν πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις, τα πράγματα οδηγούνται στην άρνηση, που εξέφρασε στο θέμα αυτό ο μακαρίτης Κυριάκος Σιμόπουλος, που συνοψίζεται στον απόλυτο αφορισμό του: «Φιλελληνισμός του 1821: ένας ξενόφερτος μύθος»2. Πρόκειται για ατεκμηρίωτη υπερβολή η, ως κάποιο σημείο, ανταποκρίνεται στην ιστορική αλήθεια; Αυτό θα ανιχνευθεί στη συνέχεια.
«Ιδεολογική και πολιτική κίνηση, που αναπτύχθηκε σε ευρωπαϊκές χώρες και στην Αμερική, και αποσκοπούσε στην ηθική και υλική ενίσχυση των Ελλήνων πριν και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821». Φιλέλληνας: «Κάθε ξένος, που υποστήριξε την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και ενδεχομένως αγωνίσθηκε ο ίδιος στο πλευρό των επαναστατών»1. Όταν δεν πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις, τα πράγματα οδηγούνται στην άρνηση, που εξέφρασε στο θέμα αυτό ο μακαρίτης Κυριάκος Σιμόπουλος, που συνοψίζεται στον απόλυτο αφορισμό του: «Φιλελληνισμός του 1821: ένας ξενόφερτος μύθος»2. Πρόκειται για ατεκμηρίωτη υπερβολή η, ως κάποιο σημείο, ανταποκρίνεται στην ιστορική αλήθεια; Αυτό θα ανιχνευθεί στη συνέχεια.
Ποιά ήσαν τα αίτια του Φιλελληνισμού
Με το θέμα έχουν ασχοληθεί πολλοί ερευνητές, ευσύνοπτα όμως τα απαριθμεί ο αείμνηστος διδάσκαλός μας Νικόλαος Τωμαδάκης3: Ο θαυμασμός προς τον αρχαίο κόσμο, το ομόθρησκο των Ελλήνων (η χριστιανικότητα), η διεθνής φιλανθρωπία, ο φιλελευθερισμός, ο ρομαντισμός, προσωπικές φιλοδοξίες και η ζωτικότητα του Νέου Ελληνισμού. Οι ερευνητές του θέματος συγκλίνουν στην προτεραιότητα του πνεύματος του ρομαντισμού4. Η συμπαράσταση στην Ελληνική Επανάσταση θα εκδηλωθεί όχι μόνο με λόγια, αλλά και με συγκεκριμένες ενέργειες: εράνους η και με αποστολή εθελοντών.
Οι κινήσεις όμως αυτές του ευρωπαϊκού και αμερικανικού κόσμου χρειάζονται ως ένα βαθμό την απομύθευσή τους. Διότι γίνεται και εκ πρώτης όψεως φανερό, ότι ο ρομαντισμός των τρεφομένων από τα μέσα του 18ου αι. με αναφορές στην εύκλεια των κλασικών χρόνων και το κλασικό ιδεώδες, κυρίως στον γερμανικό χώρο, οδηγούσαν σε ένα φιλελληνισμό, παράγωγο του δικού τους οράματος για την ελευθερία, και στην ουσία, «άσχετο τόσο προς την αρχαιότητα, όσο και με την σύγχρονη Ελλάδα»5. «Με τη σημαία του φιλελληνισμού οι Γερμανοί μάχονταν για τη δική τους ελευθερία»6.
Η έξαρση του ρομαντικού συναισθηματισμού όμως είχε και την αρνητική πλευρά της. Οι κατερχόμενοι στην αγωνιζόμενη Ελλάδα, όχι σπάνια, απογοητεύονταν από την άμεση επαφή με τους επαναστατημένους Έλληνες, διότι δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν σ’ αυτούς την εικόνα των αρχαίων, που είχε κατασκευάσει η Δύση7. Άλλωστε την αναμφισβήτητη φιλική τους διάθεση περιόριζε σημαντικά η σχέση του Ελληνισμού με την Ορθοδοξία, που υποστασίωνε μια κοινωνία διαμετρικά διαφορετική προς τις δυτικές κοινωνίες, διαμορφωμένες στο πλαίσιο άλλων χριστιανικών -και στην ουσία αποχριστιανοποιημένων παραδόσεων. Η Ορθοδοξία, ως πίστη και ζωή δεν έπαυσε ποτέ να είναι το πρόβλημα των Δυτικοευρωπαίων8. Κατά τον Γ. Ιακωβάτο, (1813-1882), ρωμηό πολιτευτή της εποχής, «ο ξένος ποτέ δεν ωφέλησε ἡ εναντία γνώμη δείχνει πως και Ρωμαίοι και ξένοι, και ταξειδιώταις και μη ταξειδιώταις, δεν καταλαβαίνανε τι πάει να πη έθνος ένα σώμα, και ξεχωριστά το Ρωμαίικο δια τη θρησκεία του, τον τόπο του, τα ήθη του και τη ζωή του»9. Ακόμη και για τον ιδρυτή της Ιονίου Ακαδημίας (1824) και βαπτισμένο Ορθόδοξο10, λόρδο Φρειδερίκο-Δημήτριο Γκίλφορδ11, θα δηλώσει απερίφραστα: «Ο μιλόρδος αγάπαε τους Έλληνες (=τους αρχαίους) περισσότερο από τους Ρωμαίους (=τους νέους) μάλιστα εκεινών των παλαιών η αγάπη τον έκαμε ν’ αγαπήση εμάς τους νέους. Δια τούτο οι σκοποί του δεν επροερχόντανε από αρχή να δώση μέσα να ελευθερωθή το γένος, δια τούτο δεν του ήρεσε να το ιδή ελεύθερο μόνε ήθελε να αισθάνεται τη λύπη να του χαϊδεύη το ζυγό, δια να παρηγοριέται μοναχός του με ταις ευεργεσίαις, που του έκανε. Ο Μιλόρδος, με όση καλή καρδιά και αν είχε, εγεννήθηκε Ιγγλέζος κ’ ετούτο φθάνει»12. Ο Ευρωπαίος δηλαδή είναι αδύνατο να δει τους Έλληνες διαφορετικά, έστω και αν γίνει Ορθόδοξος!
Η εντύπωση για τον Φιλελληνισμό και τους Φιλέλληνες, που διεμόρφωσε ο ελληνικός κόσμος ακριβώς στο σημείο αυτό χωλαίνει, όταν μάλιστα δεν διαθέτει τις ρωμαίικες, ορθόδοξες δηλαδή, προϋποθέσεις του Ιακωβάτου και των ομοφρόνων του Ορθοδόξων.
Οι κάθε είδους φιλελληνικές εκδηλώσεις εκλαμβάνονται ως κατάφαση και αποδοχή ολόκληρης της ελληνικότητας, συνεπώς όχι μόνο της κλασικής αρχαιότητας, αλλά και της σύγχρονης ορθόδοξης Ελλάδας, με όλο τον ελληνορθόδοξο πολιτισμό της13. Ας αφήσουμε δε, ότι «η φιλελληνική κίνηση, που συγκλόνιζε ακόμη και τις λαϊκές μάζες, δεν είχε καμμιά σχέση με την Ελλάδα, αλλ’ αποτελούσε διαμαρτυρία κατά του δικού τους απολυταρχισμού»14. Εξ άλλου, στην έκφραση φιλελληνικών διαθέσεων δεν έλειπαν και ιδιοτελείς στόχοι, που τις ενσάρκωναν άνεργοι στρατιωτικοί και κάθε είδους τυχοδιώκτες. Δεν είναι, βέβαια, δυνατόν να απολυτοποιηθεί αυτή η θέση, αλλά δεν παύει να τεκμηριώνεται άπό πολλά παρόμοια περιστατικά15.
Είναι όμως πάλι γεγονός, ότι «είτε προφάσει είτε αληθεία» (Φιλιπ.1,18) η μεγάλη πλειοψηφία –και κατ’ αυτόν τον αποδομητή Σιμόπουλο- των ευρωπαϊκών λαϊκών μαζών «στάθηκε ομόφωνα στο πλευρό του μαχόμενου Ελληνισμού. Η Ελληνική Επανάσταση γι’ αυτές δεν ήταν μια πτυχή του Ανατολικού Ζητήματος, που απασχολούσε τα ανακτοβούλια και τους διπλωμάτες. Άγγιξε συναισθηματικά ευρύτερα στρώματα, έγινε σύμβολο και οραματισμός»16. Ο Φιλελληνισμός των Ξένων, πάντως, ιδία των κρατικών παραγόντων η όσων τελούσαν σε άμεση εξάρτηση από τις δυτικές κυβερνήσεις, εξυπηρετούσε, κατά κύριο λόγο, τα ξένα κρατικά συμφέροντα. Ακόμη και στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, όχι σπάνια, το ίδιο ίσχυε, με την έννοια, ότι τα συμβαίνοντα στην Ελλάδα ήταν μια ανυπέρβλητη πρόκληση ανθρωπιάς, αγνοώντας όμως την ελληνορθόδοξη πραγματικότητα, ενεργούσαν με βάση τα δικά τους διαφέροντα, μετακενώνοντας, μαζί με την οποιαδήποτε βοήθεια, τα δικά τους πολιτισμικά δεδομένα στην καθ’ ημάς Ανατολή. Διατυπώθηκε και η αξιοπρόσεκτη θέση, ότι «ο φιλελληνισμός ίσως ήταν παγίδα της αποκοπής των Ελλήνων της Τουρκοκρατίας, από τους νόμιμους δεσμούς τους με την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία»17.
Μια αδυναμία με συνέπειες
Ότι ο Φιλελληνισμός των ξένων, εις την πραγματικότητα, εξυπηρετούσε , κατά κανόνα, τα δικά τους συμφέροντα, δεν είναι εύκολο να αμφισβητηθεί. Ούτε όμως μπορεί και να χαρακτηρισθεί ως κάτι «μεμπτόν». Αυτό επισημαίνει ο Σπ. Μαρκεζίνης στην «Ιστορία» του18, αναφερόμενος σε μια εγγενή αδυναμία του Έθνους μας, που είναι το μόνιμο αδύνατο σημείο της εξωτερικής μας πολιτικής. Πρόκειται για την ευπιστία μας και τη στήριξη των εθνικών μας στόχων και ελπίδων στους κατά φαντασίαν, συνήθως, «Φιλέλληνες», με επίκεντρο τις ξένες Κυβερνήσεις. Μειονέκτημα αυτό της πολιτικής μας ηγεσίας, που αναζητεί φιλέλληνες, διότι δεν μπορούμε να σταθούμε χωρίς αυτούς! Ας μη λησμονούμε την μακρά πίστη του Γένους μας στη μεγάλη Χριστιανική Δύναμη, το «ξανθόν γένος», ποικιλοτρόπως νοούμενο, που θα απελευθέρωνε τους «ραγιάδες»19. Αυτό όμως γέννησε τη νεώτερη ξενομανία μας20. Έτσι όμως, αφ’ ενός μεν ευνοούμε τις πολιτικές επιδιώξεις των ξένων, αφ’ ετέρου δε καθιστάμεθα άμεσα η έμμεσα όργανά τους.
Είναι γεγονός, ότι ο ακαταλληλότερος χώρος για την αντικειμενική εκτίμηση και αναγνώριση φιλελληνισμού και φιλελλήνων είναι η κρατική διπλωματία. Όταν λείπει ο ρεαλισμός, κραταιώνεται η ξενομανία και η επιδίωξη της ξένης «προστασίας». Εξ άλλου, η απόδοση του τίτλου «φιλέλλην» σε ισχυρές συμμαχικές πολιτικές προσωπικότητες, συνήθως εξυπηρετούσε, και όχι μόνο το ’21, σκοπιμότητες κάθε είδους χωρίς αντίκρυσμα στην πραγματικότητα. Τον 19ο και κυρίως τον 20ον αι. θα γίνει καθαρά αντιληπτό πως από την ξενομανία φθάνουμε κατ’ ευθείαν στην μεταβολή μας σε «δορυφόρους» των Μεγάλων21. Αυτή την αναπόφευκτη εκτροπή στην κατανόηση του φιλελληνισμού επισημαίνει και ο δόκιμος και στην Ιστορία, μακαριστός π. Ιω. Ρωμανίδης: Κατά την προπαγάνδα των Νεογραικών, λέγει, «όλος ο κόσμος, και κυρίως η Ευρώπη και η Αμερική, είναι πλήρης από φιλέλληνες, οι οποίοι θαυμάζουν τόσον πολύ τους σημερινούς αρχαίους Έλληνας, ώστε να ζητούν οι ίδιοι την ευκαιρίαν να βοηθήσουν την μικράν, αλλ’ έντιμον και ένδοξον Ελλαδίτσαν να προοδεύση και να γίνη πάλιν ένδοξος». Κατά τον ίδιον όμως «δεν υπάρχουν οι φιλέλληνες της νεογραικικής μυθολογίας και ονειροπολήσεως»22. Και καταλήγει: «Δυστυχώς ο μύθος των ξένων φιλελλήνων είναι μία ψυχολογική ανάγκη του Γραικύλου, ο οποίος φοβείται να είναι κράτος χωρίς μανούλαν και πατερούλην. Ο Γραικύλος θέλει όχι συμμάχους, αλλά γονείς… δια την προστασίαν του νηπίου Έλληνος»23. Δεν είναι άλλωστε ούτε άγνωστη, αλλ’ ούτε και αδύνατη, η μετάπτωση από την συμμαχία στη δουλεία.
Σε κάθε εποχή η ανάθεση των προβλημάτων του Έθνους στους οιουσδήποτε Ξένους είναι δείγμα παρακμής. «Ξενοφοβία» και «ξενομανία» συνιστούν την ιδεολογική πόλωση του ελληνικού 19ου αιώνα. Κάτι ανάλογο διαπιστώνεται στις ημέρες μας με την αποκάλυψη του αληθινού προσώπου της Ενωμένης Ευρώπης, στην οποία οι πολιτικοί Ηγέτες μας έμαθαν να στηρίζουμε «την πάσαν ελπίδα μας», με αποτέλεσμα τα σημερινά αποκαλυπτήρια της Ενωμένης Ευρώπης και την απογοήτευση του Έθνους, με εξαίρεση τους συνειδησιακά ταυτισμένους μαζί της, τη «δυτική παράταξη» των ευρωπαϊστών.
Η ανακήρυξη των φιλελλήνων
Ο χαρακτηρισμός των Ξένων ως φιλελλήνων γίνεται σε δύο επίπεδα, το επίσημο πολιτικό-διπλωματικό και το ευρύτερο λαϊκό. Η κρατική ηγεσία χαρακτηρίζει ξένα ηγετικά πολιτικά πρόσωπα ως φιλέλληνες, ανώτερους υπαλλήλους ενός συμμάχου Κράτους η προσωπικότητες του επιστημονικού η του οικονομικού χώρου, που με τη στάση και τις ενέργειές τους ωφέλησαν με ιδιάζοντα τρόπο το Έθνος. Η πρόκριση αυτή διαχέεται στο ευρύ στρώμα του λαού με τα υπάρχοντα μέσα πληροφόρησης και επικοινωνίας. Το βασικό κριτήριο στις περιπτώσεις αυτές είναι η παροχή ωφελείας στους αγώνες και τις ανάγκες του Έθνους. Σπάνια όμως στις περιπτώσεις αυτές ελέγχονται, η μπορούν να ελεγχθούν, τα αληθινά κίνητρα των τιμωμένων προσώπων. Η κρατική εξουσία, συνήθως, στις αποφάσεις της κινείται διπλωματικά, υπεισέρχονται δε διάφοροι αθέατοι παράγοντες και σκοπιμότητες παντός είδους, που καλύπτονται με το γνωστό επιχείρημα: «δια το συμφέρον του Έθνους». Έτσι δεν είναι περίεργο να «κατασκευάζονται» συχνά φιλέλληνες, ως αποτέλεσμα αποφάσεων αυθαιρέτων και σκοπίμων. Οι οποιοιδήποτε όμως Ξένοι ποτέ δεν παύουν να επιδιώκουν ο,τι ευνοεί πρώτιστα αυτούς τους ιδίους και την πολιτική της Χώρας τους. Σπανιώτατα θυσιάζει κάποιος τα δικά του ατομικά η κρατικά συμφέροντα για τα συμφέροντα των άλλων, και μάλιστα των μικρών, που στηρίζονται στη βοήθειά του. Άρα από την συμμαχική συνεργασία ως τον κατ’ ουσίαν φιλελληνισμό υπάρχει μεγάλη απόσταση. Και είναι γεγονός, ότι στα δύο πρώτα χρόνια του αγώνα υπήρξε γνησιότερος φιλελληνισμός, ως ανθρωπισμός, που από το 1823 και ως το τέλος του Αγώνα δίνει τη θέση του σε πράκτορες, κατασκόπους και τυχοδιώκτες24.
Έτσι οδοί της ελληνικής πρωτεύουσας έχουν αφιερωθεί σε κατασκόπους η Μισέλληνες25. Από τις πιο αινιγματικές μορφές Φιλελλήνων είναι ο Λόρδος Βύρων (1788-1824). Οι γνώμες γι’ αυτόν διχάζονται. Στο λεξικό Μπαμπινιώτη καταξιώνεται: Ο λόρδος Μπάϋρον υπήρξε από τους γνωστότερους (φιλέλληνες), άλλοι, όπως ο Απ. Βακαλόπουλος, τον βλέπουν πολύ θετικά περιγράφοντας το τέλος του με έντονο συναισθηματισμό26. Ο Γ. Ιακωβάτος, αλλά και άλλοι, δεν διστάζουν να παρουσιάσουν τα σκοτεινά του σημεία, που γνώριζαν οι σύγχρονοί του. «Ο Μπάϋρον αγάπαε την Ελλάδα –γράφει ο επτανήσιος Ιακωβάτος- επειδή η σκλαβιά της τον έκαμε ποιητή/στιχουργό (sic). Μπορούμε να καταδεχθούμε υμνητή μας τον υμνητή της Βενετιάς;»27.
Ας μη λησμονούμε, ότι η ελληνική θέση για τον ρόλο του Μπάϋρον είναι εκείνη, που διετύπωσε ο Σπυρίδων Τρικούπης για εκείνον στον επικήδειό του (20.4.1824) και έψαλαν αργότερα ο Δ. Σολωμός και ο Α. Κάλβος29. Πρέπει όμως να ομολογήσουμε, ότι την πληρέστερη αναφορά στον Μπάϋρον (σελίδες 35-199)30 έχει ο Σιμόπουλος, με αξιοποίηση όλων των γνωστών πηγών. Το συμπέρασμά του: «Τον έκλαψαν οι Έλληνες τον Bayron. Ήταν αρκετό που πέθανε στον τόπο τους. Δεν υποψιάζονταν, εκτός από ελαχίστους, μέσα στη φωτιά του πολέμου, το ρόλο του στις εσωτερικές πολιτικές και στρατιωτικές διεργασίες και τους ανταγωνισμούς των Δυνάμεων» (σ.192). Του επιρρίπτεται δε μεγάλο μέρος της ευθύνης του εμφυλίου, που έγινε «με τις ευλογίες και τη δραστήρια συμμετοχή του Byron» (σ.193). Οι γνώμες, συνεπώς, γι’ αυτόν ποικίλλουν. Και είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Δεν μπορούμε όμως να αρνηθούμε, ότι όλοι οι ούτως η άλλως χαρακτηριζόμενοι Φιλέλληνες προκάλεσαν το διεθνές πολιτικό ενδιαφέρον για τον Αγώνα και έτσι στο σύνολό τους ωφέλησαν, στην αρχή τουλάχιστον, την ελληνική υπόθεση.
Η ισχυρότερη επιβεβαίωση του κανόνα
Οι Μισσιονάριοι του Προτεσταντισμού συνιστούν παράδειγμα σαφέστατο αμφιλεγομένου Φιλελληνισμού. Η κίνηση αυτή των Προτεσταντικών Ομολογιών εμφανίστηκε στον ιστορικό ελλαδικό χώρο παράλληλα με την έναρξη της ελληνικής Επαναστάσεως31, αναπτύσσοντας εκπαιδευτική και ιατρική δραστηριότητα, που εξυπηρετούσε φυσικά τους στόχους τους32. Λόγω των ελλείψεων του Ελλαδικού πολιτειακού χώρου γίνονταν πανηγυρικά δεκτοί από την Πολιτεία και τα κρατικά όργανα. Αρκεί να λεχθεί ότι ο L. Kork33 και ο Isaak Lowndes34, αντίστοιχα, στην ελεύθερη Ελλάδα και την Κέρκυρα, ανέλαβαν υπεύθυνες θέσεις στην εκπαίδευση35. Μόνο ο Ιω. Καποδίστριας, λόγω των ουσιαστικών σχέσεών του με την Ορθοδοξία, τήρησε εφεκτική στάση απέναντί τους, που δεν παρέλειπαν να σχολιάζουν επικριτικά οι κορυφαίοι του Μισσιοναρισμού36. Τη στάση της Πολιτείας απέναντί τους συμμεριζόταν και μια όχι μικρή μερίδα του Λαού. Δεν ήταν λίγες δε οι φορές, που ονομάζονται ακόμη και σήμερα «φιλέλληνες»37 για την προσφορά τους στο ελληνικό Έθνος. Εν τούτοις οι Μισσιονάριοι, ως βρετανοί η αμερικανοί πολίτες, παρέμεναν πάντα «υπέρμαχοι του αγγλοσαξωνικού πολιτικού και πολιτιστικού μοντέλου της χώρας τους», παρουσίαζαν δε στην ελληνική κοινωνία την περισσότερο αρνητική όψη του ευρωπαϊκού Προτεσταντισμού»38.
Ο Λαός εν τούτοις και ο Κλήρος, που διαθέτουν αλάνθαστο συλλογικό κριτήριο, όσο περισσότερο ήσαν συνδεδεμένοι με την ελληνορθόδοξη παράδοση, δεν άργησαν να αντιληφθούν τα σχέδιά τους. Γι’ αυτό τους διέστελλε39 από τους αληθινούς φιλέλληνες, που ανταποκρίνονταν στις πραγματικές ανάγκες τους χωρίς στο ελάχιστο αντάλλαγμα κάθε είδους και χωρίς να θεωρούν αναγκαίο να τελούν σε συμφωνία με την πολιτική της χώρας τους για την μικρή και αδύναμη Ελλάδα.
Αγγλοαμερικανούς τους αποκαλούσε ο Λαός, επιβεβαιώνοντας με ρεαλισμό και αποτιμώντας τη δράση και τους στόχους τους. Και αυτό, διότι γρήγορα έγινε αντιληπτό, ότι δεν προσέφεραν κατ οὐσίαν βοήθεια στους εμπερίστατους Έλληνες, αλλά επεδίωκαν τον εκπροτεσταντισμό και εκδυτικισμό της Ελλάδος40 με την επέκταση σ’ αυτήν της θρησκευτικής πίστης τους και του πνεύματος των κοινωνιών τους. Ο στόχος τους δηλώνεται απερίφραστα στην υπηρεσιακή αλληλογραφία τους. Ο αμερικανός μισσιονάριος E. Robertson σε μια σπουδαία Report του εκθέτει τους λόγους, δια τους οποίους οι μισσιονάριοι πρέπει να θέσουν υπό την καθοδήγησή τους όσο το δυνατόν περισσότερα σχολεία στην Ελλάδα για την αύξηση της επιρροής τους στη νέα γενεά. Στη συνείδηση των μαθητών τους θα μείνουν έτσι, πάντα ως φίλοι και ευεργέτες των Ελλήνων και θα μένουν πρόθυμοι (οι μαθηταί) να δέχονται την καθοδήγησή τους και στην υπόλοιπη ζωή τους! Αν αυτό δεν είναι «εσωτερική άλωση», τι άλλο μπορεί να είναι;41
Παραγνωρίζοντας τον ιστορικά επιβεβαιωμένο δυναμισμό της λαϊκής Ορθοδοξίας, έκαναν εκείνο που αυτοί θεωρούσαν ωφέλιμο για τον ελληνικό Λαό, σύμφωνα με το πρόγραμμά τους, επιδιώκοντας να τον προσαρμόσουν στα δικά τους μέτρα. Δεν προσέφεραν, συνεπώς, την ζητουμένη βοήθεια, αλλά τις δικές τους προκατασκευασμένες λύσεις. Γι’ αυτό και ο Λαός, με την πρακτική ψυχολογική του δύναμη, τους αντιμετώπιζε ως όλο, βλέποντάς τους ως κάτι παρέμβλητο και ξένο, χαράσσοντας μια στάση απέναντί τους, που ισχύει για τους Ορθοδόξους ως σήμερα. Γι’ αυτό στα χείλη του Λαού οι χαρακτηρισμοί «αμερικανοί» και «αγγλοαμερικανοί», πέρα του εθνογραφικού περιεχομένου τους προσέλαβαν και ομολογιακό χαρακτήρα. Ο Λαός και ο Κλήρος, ιδίως από το 1830 κ. ε., έβλεπαν τους μισσιοναρίους ως εκπροσώπους του ιδίου κόσμου και ως φορείς του ιδίου πνεύματος, απλώς ως ξένο σώμα42. Γι’ αυτό και οι Μισσιονάριοι, ως όλο, έμειναν στη συνείδηση του Λαού, ως σφήνα στον κορμό του43.
Είναι δε πλέον γνωστό στην έρευνα, ότι οι θρησκευτικές επιδιώξεις των μισσιοναρίων στην Ελλάδα έβαιναν παράλληλα με τις επιδιώξεις της δυτικής πολιτικής στον μεσογειακό χώρο44. Μέχρις ενός σημείου μπορούσαν να διακηρύσσουν, ότι δεν προπαγάνδιζαν μια συγκεκριμένη ομολογία. Άλλωστε στην καλβινίζουσα παράταξη του Προτεσταντισμού ανήκαν σχεδόν όλοι οι Μισσιονάριοι. Δεν θα μπορούσαν όμως να πείσουν, ότι δεν ενεργούσαν και ως εκπρόσωποι του έθνους τους, υποστηρίζοντας την πολιτική του, έστω και αν προφασίζονταν ότι αδιαφορούσαν για τα πολιτικά. Δεν έπαυαν να είναι οι Προτεστάντες Μισσιονάριοι Άγγλοι η Αμερικανοί.
Είναι εκπληκτική η διαπίστωση του ειδικού στο χώρο της Ιεραποστολής P. Kawerau για τους αμερικανούς μισσιοναρίους: «Αληθινή θρησκεία της Βίβλου και αμερικανικός πολιτισμός ήταν κατά βάση το αυτό … Εξάπλωση της Βίβλου, λοιπόν, σήμαινε συγχρόνως εξάπλωση αμερικανικών τάσεων και τρόπου ζωής, των οποίων συνισταμένη ήταν η ελευθερία … Εκείνος, που δεχόταν την υπεροχή της Αμερικής, θάπρεπε να καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήσαν το δημιουργημένο από τον Θεό όργανο, με το οποίο Εκείνος μπορούσε να επιτύχει τους σκοπούς Του. Φορέας δε αυτών των σκοπών ήταν η Ιεραποστολή»45. Ο δυτικός μεσσιανισμός σ’ όλη την μεγαλοπρέπειά του!
Είναι πολύ σωστή, λοιπόν, στο σημείο αυτό η γνώμη του καθηγητού Χρ. Γιανναρά: «Δεν φαίνεται να διερωτηθήκαμε ποτέ, γιατί οι λεγόμενες Μεγάλες Δυνάμεις δεν αρκούνται στην οικονομική και πολεμική τους ισχύ, αλλά προσπαθούν και εξοδεύουν για τον χρησιμοθηρικό διεθνισμό της γλώσσας τους και τη διάδοση της παιδείας τους σε όλες τις χώρες και την ενίσχυση των ιεραποστολών τους»46. Προετοιμάζοντας την σημερινή πορεία προς την νεοεποχίτικη πανθρησκεία, οι κυρίαρχες παγκόσμιες δυνάμεις είχαν κατανοήσει, ότι ο «εκδυτικισμός» του κόσμου και εν προκειμένω της Ορθόδοξης Ανατολής, προσφέρει σταθερά την δυνατότητα για την πολιτική παγκοσμιοποίηση47. Μια ιδιαίτερη, αλλά σημαντική περίπτωση, ιδιοτελούς μισσιοναριστικού «φιλελληνισμού» υπήρξε τον 19ο αιώνα ο αμερικανός μισσιονάριος Jonas King48. Η σύγκρουσή του με την Ελληνική Δικαιοσύνη μετά την κατάδειξη της προσηλυτιστικής του δράσης, απέδειξε περίτρανα την συμπόρευση και συνεργασία μισσιοναρισμού και αμερικανικής δικαιοσύνης και πολιτικής49, με την επέμβαση της τελευταίας υπέρ του Μισσιοναρίου και την ήττα της Ελληνικής Πολιτείας.
Για την υπέρβαση της μυθοπλασίας
Για την υπέρβαση της μυθοπλασίας είναι ανάγκη το Έθνος μας να μην εθίζεται στην αποδοχή των οιωνδήποτε μύθων και στο χώρο του «Φιλελληνισμού». Πόσο μάλλον που, ως ελέχθη, εθιζόμεθα έτσι στην εναπόθεση των εθνικών μας ελπίδων στους οιουσδήποτε ξένους. Η συνειδητοποίηση του εγγενούς αυτού πάθους μας απαιτεί όμως ωριμότητα. Από ένα παρόμοιο, μάλιστα, μύθο για το «ξανθό γένος», που έτρεφε για μακρό χρόνο το Έθνος, μας αποσυνέδεσε από το 1774, μετά την συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός50. Βλέποντας την πορεία της διεθνούς πολιτικής, κατενόησε ότι το Έθνος για την ανεξαρτησία του έπρεπε να στηριχθεί στις δικές του δυνάμεις, ρίχνοντας το βάρος στην ελληνορθόδοξη παιδεία. Αυτό ακριβώς θα ενστερνισθεί αργότερα και ο στρατηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης51. «Ας, μη φθάσουμε, λοιπόν, στην ακραία παραδοχή, ότι «οι φιλέλληνες εζημίωσαν την Ελλάδα»52, η ότι ούτε φίλους, ούτε αδελφούς είχε ποτέ η Ελλάδα. Μόνο εχθρούς και καταφρονητές»53. Εν τούτοις, απέναντι σε μια τέτοια γενίκευση κορυφώνεται ο σπαραγμός του Μακρυγιάννη: «Ότι μας έφαγαν οι ξένοι ως γλάροι»!54. Είναι όμως αναγκαία και μια άλλη εξ ίσου σημαντική υπέρβαση.
Πηγή της περί φιλελλήνων μυθολογίας είναι η ματαιοδοξία μας, ότι ο ελληνικός πολιτισμός και ο δυτικός πολιτισμός ταυτίζονται55, μια πεποίθηση που ριζώνει στον Αδαμάντιο Κοραή. Κατά την εύστοχη όμως παρατήρηση του π. Ιω. Ρωμανίδη56, αναζητώντας και «πλάθοντας» φιλέλληνες ο σύγχρονος «γραικύλος», αντί να αποκτήση όργανον, γίνεται «όργανον» αυτός. «Οι ξένοι, κατά τον ίδιο, καλό γνώστη της δυτικής κοινωνίας, εκλαμβάνουν (το ελληνικό φιλότιμο) ορθώς ως δουλοπρέπειαν αδυνάτου και ως μορφήν φαινομενικής μεγαλοψυχίας». Το αποτέλεσμα; «Το δουλοπρεπές φιλότιμον του Γραικύλου, εν συνδυασμώ με επίδειξιν συμμαχικής αφοσιώσεως, εμποιεί μάλλον ανησυχίαν παρά εμπιστοσύνην»57. Αυτού οδηγεί συνήθως η στερουμένη την ελληνορθόδοξη «λεβεντιά» ελληνική πολιτική και διπλωματία.
Ο Ρωμηός γνωρίζει, ότι «συμμαχία είναι συνεργασία πολιτική, οικονομική και στρατιωτική, μέσω της οποίας κάθε κράτος προστατεύει τα ιδικά του συμφέροντα και τα συμφέροντα των συμμάχων, εφ’ όσον τα συμφέροντα αυτά ταυτίζονται με τα ιδικά του συμφέροντα»58.
Ένα ακροτελεύτιο ερώτημα: Δεν υπάρχουν, λοιπόν, αληθινοί φιλέλληνες; Υπάρχουν οπωσδήποτε, αλλά είναι ανάγκη να αναγνωρίζονται με αντικειμενικότητα, κάτι που προϋποθέτει γνήσια και αυθεντικά κριτήρια. Ο όρος «φιλέλλην» στην τρέχουσα χρήση έχει σχετική σημασία. Φιλέλληνας η φιλοάγγλος η φιλοαμερικανός, είναι σε τελευταία ανάλυση εκείνος, που αποδέχεται ένα Λαό πολιτισμικά ολόκληρο και ανταποκρίνεται στις ανάγκες του και στα αιτήματά του χωρίς να επιβάλει τις δικές του λύσεις. Φιλέλληνες είναι έτσι, οι Ξένοι, που αψηφώντας την πολιτική και τα συμφέροντα της Χώρας τους, αγκάλιασαν την Ελληνική Επανάσταση, προσφέροντας σ’ αυτήν τα πάντα, όσα διέθεταν, ακόμη και τη ζωή τους. Με τον τρόπο αυτό απέδειξαν, ότι ταυτίσθηκαν με την Ελλάδα και το Λαό της, υπερβαίνοντας την ιδιότητά τους ως ξένων. Είναι όλοι εκείνοι, που τελικά έγιναν τόσο φίλοι της Ελλάδος, σ’ όλους τους τομείς της δράσης τους, ώστε να προστρέξουν στην ελληνική περιπέτεια ως Φιλέλληνες, για να ανυψωθούν τελικά σε Έλληνες.
Σημειώσεις:
Γ. Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 1998, σ. 1905. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στην αρχαία χρήση του ο όρος «φιλέλλην» συσχετίζεται και με εκ γενετής Έλληνες, με την έννοια του φιλοπάτριδος. (Πλατ. Πολ. 470ε και Ξενοφ. Αγησ.7,4: «καλόν Έλληνα όντα φιλέλληνα είναι»), Henry Lidel- Robert Scott, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Έκδοση «Ι. Σιδέρης, τ. 4, σ. 539. 2. Κυριάκου Σιμόπουλου, Ξενοκρατία-Μισελληνισμός και ιδιοτέλεια…, Αθήνα 1990, σ. 462 επ. Θετική προσέγγιση στου: Αποστ. Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού…, τ. Ε , Θεσσαλονίκη 1980, σ. 568-578 («Ο φιλελληνισμός μέσα στο πλαίσιο των μεγάλων ευρωπαϊκών ιδεολογικών ρευμάτων»), και σ. 579-609. («Η φιλελληνική κίνηση κατά χώρες). 3. Ν. Β. Τωμαδάκη, Περί των αιτίων του Φιλελληνισμού, Αθηνά , τ. 59 (1955), σ. 4-13. 4. Το «φιλελληνικό κίνημα» ήταν ένα παρακλάδι του ριζοσπαστισμού, η ριζοσπαστική του πλευρά, που απέρριπτε την αστική εκβιομηχάνιση, τον ρασιοναλισμό και τη Γαλλική Επανάσταση και περιλάμβανε στους κόλπους του φιλελεύθερους διανοουμένους, πολιτικούς και κοινωνικούς επαναστάτες, χριστιανούς ανθρωπιστές, σκεπτικιστές και άθεους» (Κυρ. Σιμόπουλος, οπ. π., σ. 466). 5. Σημαντική για την προοδευτική ανάπτυξη του φιλελληνικού ρεύματος είναι η διδακτορική διατριβή του αειμνήσου π. Αντωνίου Γ. Αλεβιζοπούλου, Η φιλελληνική κίνησις και αι πρώται εν Γερμανία Ελληνικαί Κοινότητες, Αθήναι 1979, με πλούσια βιβλιογραφία (σ. 237-255). Πρβλ. Κυριάκου Σιμόπουλου, οπ. π., σ. 465. 6. Κυριάκου Σιμόπουλου, στο ίδιο. 7. Αυτό εδήλωσε λ.χ. ο άγγλος μισσιονάριος Isaac Lowndes το 1820 κατά την διέλευσή του από την Κόρινθο. 8. Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός και Ρωμηοσύνη (Έλεγχος θέσεων της Δυτικής Ιστοριογραφίας) στο: Του ιδίου, Ελληνισμός Μετέωρος, Αθήνα 1992, σ. 74-86. 9. ΑΤΙ, Χ149α, φ. 30α. (Για το Αρχείο των Αδελφών Ιακωβάτων βλ. Κ.Γ. Μπόνη, Αρχείου Σύμμικτα. Τακτοποίησις και μελέτη του Αρχείου των Οίκων (sic) Τυπάλδων -Ιακωβάτων εν Ληξουρίω της Νήσου Κεφαλληνίας. Ανατ. από τον Β Τόμο της Επετηρίδος Επιστημονικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήναι 1970, σ. 553-626. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Αρχείο των Αδελφών Τυπάλδων-Ιακωβάτων και η σημασία του, στο: π. Γ.Δ. Μεταλληνού-Βαρβ. Καλογεροπούλου–Μεταλληνού, Αρχείον της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης …, τ. Α , Αθήνα 2003, σ. 21 επ. 10. Το 1792. Βλ. Kallistos Ware, The fifth Earl of Guilford (1766-1827) and his secret Convertion to the Orthodox Church, στον τόμο: D. Baker (ed.) The orthodox Churches and the West (=Studies in Church History, vol. 13) Oxford 1976, σ. 256 f. 11. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Ο κόμης Φρειδερίκος-Δημήτριος Γκίλφορδ και η ιδεολογική θεμελίωση των θεολογικών σπουδών της Ιονίου Ακαδημίας, Επιστ. Επετ. Θεολ. Σχολής του Πανεπ. Αθηνών, τ. 27 (1986), σ.25-54. 12. Γεωργίου Τυπάλδου-Ιακωβάτου, Ιστορία της Ιόνιας Ακαδημίας (εκδ. Σπ.Ι. Ασδραχάς, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη ΣΠ. 37, Αθήνα 1982), σ. 9. Πρβλ. Πολιτική και Θεολογία, οπ. π., σ. 211. 13. π. Ιω. Σ. Ρωμανίδη, Ρωμαιοσύνη-Ρωμανία-Ρούμελη, Θεσσαλονίκη2002, σ. 80/1. 14. Κυρ. Σιμόπουλος, οπ. π., σ. 468. 15. Στο ίδιο, σ. 470. 16. Στο ίδιο, σ. 483. 17. Μαρία Μαντουβάλου, Ρωμαίος-Ρωμιός και Ρωμιοσύνη, στο περιοδ. Μαντατοφόρος, τευχ. 22(1983),σ. 53. 18. Σπ. Β. Μαρκεζίνη, Πολιτική Ιστορία της συγχρόνου Ελλάδος, τ. 1 (1920-1922), Πάπυρος, Σειρά Β , Αθήνα 1973, σ. 16. 19. Βλ. Αλεξ. Στ. Καριώτογλου, Η περί του Ισλάμ και της πτώσεως αυτού ελληνική χρησμολογική γραμματεία…, Αθήναι 1982, σ.162 επ. Πρβλ, π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Χρησμολογικές απηχήσεις στα Οράματα και Θάματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη, στον τόμο του Γ.Δ. Μεταλληνού, Ορθοδοξία και Ελληνικότητα, Αθήνα 1987, σ. 87-163. 20. Σπ. Μαρκεζίνη, οπ.π., σ. 15,17. 21. Στο ίδιο, σ.15. 22. Οπ. π., σ.216. 23. Στο ίδιο, σ.217. 24. Κυριάκου Σιμόπουλου, οπ.π., σ. 483. 25. Στο ίδιο, σ.485 επ., 501, 505 κ. 26. Για το τέλος του Μπάϋρον βλ. Απ, Βακαλοπούλου, Ιστορία …, τ. ΣΤ , Θεσσαλονίκη 1982, σ. 629 επ. 27. ΑΤΙ, Χφο 149α, σ. 30α. Αναφέρεται στο ποίημα του Byron, The Glaour, A fragment of a Turkish Tale, London 1813, σ.14. Τον κατηγορεί για φιλοτουρκισμό. (Πολιτική και Θεολογία, οπ.π., σ. .209/ 210. 28. Στον «Ύμνο» του. 29. Λυρικά, Ωδή 1η. 30. Κυριάκου Σιμόπουλου, Πως είδαν οι Ξένοι την Ελλάδα το ’21, τομ. Γ , Αθήνα 1981: Ωφέλησε η έβλαψε την Επανάσταση ο Βύρων; 31. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα της Μεταφράσεως της Αγίας Γραφής εις την Νεοελληνικήν τον ιθ αἰ., Αθήνα 2004. Αντώνιος Λ. Σμυρναίος, Στα ίχνη της ουτοπίας. Το «Φιλελληνικόν Παιδαγωγείον» Σύρου και η Προτεσταντική Ομογενοποίηση της Οικουμένης κατά τον 19ον αιώνα, Αθήνα 2006. Πόλλη Θανηλάκη, Αμερική και Προτεσταντισμός. Η «Ευαγγελική Αυτοκρατορία και οι οραματισμοί των Αμερικανών Μισσιοναρίων για την Ελλάδα τον 19ον αιώνα, Αθήνα 2005. Κυρίως για την παρουσία των Προτεσταντών Μισσιοναρίων στα Ιόνια Νησιά, βλ. Δημ. Γ. Μεταλληνός, Βρετανική Διπλωματία και Ορθόδοξη Εκκλησία στο Ιόνιο Κράτος, Κέρκυρα 2013, σ. 55 επ. Στα έργα αυτά βρίσκεται εκτενής βιβλιογραφία. 32. Βλ. στου π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα…, σ. 94 επ. 33. Στο ίδιο, σ. 76. 34. Στο ίδιο, σ. 78. 35. π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα …,σ. 400 επ. 36. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, «Η κατ’ Ανατολήν Δύσις». Ο «μετακενωτικός ρόλος των Δυτικών Μισσιοναρίων στο Ελληνικό Κράτος», στο: Του Ιδίου: «Παράδοση και Αλλοτρίωση», Αθήνα 1986 (με επανεκδόσεις), σ. 279 επ. 37. Βλ. π. Γεωργίου Δ. Δράγα, Ιωνάς Κιγκ (1792-1869), Αμερικανός Ιεραπόστολος, Φιλέλλην, εκπαιδευτικός, Θεολόγος, Αθήναι 1972, Πρβλ. άρθρο στην Θ.Η.Ε. τ. 7(1965) στ. 581 (Ν.Θ. Μπουγάτσος). 38. Δ. Γ. Μεταλληνός, Βρετανική Διπλωματία…, οπ. π., σ. 56. 39. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα …, σ. 362 επ., 367 επ. 40. Την «εκφράγκευσή της βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα …, σ.104. 41. P. E. Shaw, American contacts with the Eastern Churches (1820-1870), Chicago 1937, σ. 171-178. 42. Αυτό ίσχυε, φυσικά, και για το ρωμαιοκαθολικό στοιχείο, που είχε όμως πολύ παλαιότερη παρουσία στην Ελλάδα. 43. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα…, σ. 106 επ.44. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα…, σ. 107 επ. «Η κατά Ανατολήν Δύσις», σ. 271 επ. 45. P. Kaverau, Amerika und die orientalischen Kirchen, Berlin 1958, σ. 203. 46. Χρ. Γιανναρά, Η Νεοελληνική ταυτότητα, Αθήνα 1978, σ.82. 47. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Ορθόδοξη Οικουμενικότητα και Παγκοσμιοποίηση, στο: Του Ιδίου, Στα μονοπάτια της Ρωμηοσύνης, Αθήνα 2008, σ. 407-418. 48. Βλ. παραπάνω, σημ. 37. 49. Βλ. εκτενή αναφορά στην περίπτωση αυτή στου π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Ξένη παρέμβαση στην Ελληνική Δικαιοσύνη τον 19ον αιώνα, στο «Αντιχάρισμα» στον Καθηγητή Ιω. Κ. Παπαζαχαρίου, Αθήνα 1994, σ. 469-496. 50. Βλ. Απ. Ε. Βακαλοπούλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Δ , Θεσσαλονίκη 1973, σ. 431. 51. Πρόκειται για ουσιαστική καμπή στην πορεία προς την εξέγερση. Αλλά και ο Στρατηγός Μακρυγιάννης στα «Οράματα και θάματα» «ξανθό γένος δέχεται ότι δεν είναι η Ρωσία, αλλά ο ίδιος ο Ελληνισμός. Βασ. Σφυρόερα, Σημειώσεις από την ανάγνωση των Οραμάτων του Μακρυγιάννη, στο περιοδικό «Διαβάζω», αρ. 101/5.9.84, σ.77. 52. Κυριάκος Σιμόπουλος, σ. 480. 53. Στο ίδιο, σ.481. 54. Απομνημονεύματα, εκδ. Βαγιανάκη, τομ. Β , σ. 162. 55. π. Ιω. Σ. Ρωμανίδη, Ρωμαιοσύνη, οπ. π., σ. 80. 56. Στο ίδιο, σ. 218. 57. Στο ίδιο, σ. 217. 58. Στο ίδιο, σ. 219.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου