Του Ιωάννη Αντ. Παναγιωτόπουλου
Εάν η ζωή των ανθρώπων είναι ένα ταξίδι, τότε αυτό περνά μέσα από δρόμους και αλήθειες που δύσκολα μπορούν να αλλάξουν, κι όταν αλλάζουν είναι για να φύγουν για πάντα από εμάς. Και είναι τα μάτια των ανθρώπων, όλες οι ματιές, που καθορίζουν το πέρασμα αυτού του αιώνιου ταξιδιού, είναι το λίκνισμα των ψυχών που σε χαιρετούν και σου μιλούν ακουμπώντας σου το χέρι.
Και είναι τα χέρια των ανθρώπων που απόμαχοι από τη ζωή σε χαιρετούν, είναι τα χέρια τα ζαρωμένα, μα τα δυνατά, που σε ακουμπούν, για να σου θυμίσουν ότι η ζωή εδώ έχει μια αρχή, που ακόμη κι αν οδεύει προς το τέλος, αυτό δεν είναι τέλος, είναι αρχή για αυτούς που έρχονται, και αρχή γι᾽ αυτούς που φεύγουν.
Εικόνες και σκέψεις που με φέρνουν στο ρωμαίικο γηροκομείο της Κωνσταντινούπολης. Οι απόμαχοι της ζωής με τα ζαρωμένα χέρια, η δύναμη που παίρνεις εκεί, είναι για πολλούς ότι απέμεινε και για άλλους το θεμέλιο αυτού που έρχεται … και εκεί απέξω ένα τσούρμο παιδιά, ένα σχολείο, σε ένα παλιό ρωμαίικο συγκρότημα. Χαρούμενες φωνές μικρών παιδιών, χρώματα ντυμένα στην ελπίδα, νέοι άνθρωποι που διψούν για ζωή. Είναι το «Γερμανικό Σχολείο» της Πόλης, από τα πιο φημισμένα, με παιδιά από όλα τα γένη και τα θρησκεύματα. Είναι μαζί, και ξέρουν πως μαζί θα ζήσουν, γιατί εάν ζήσουν μαζί μπορούν να προσφέρουν στον τόπο που ζουν, λίγα ή πολλά, αλλά μπορούν. Είναι ένα Σχολείο που οι μαθητές μαθαίνουν να συνυπάρχουν, να είναι μαζί, να κατανοεί ο ένας τον άλλο. Αυτό το σχολείο είναι ένα πρότυπο για πολλές κοινωνίες, για άλλες ένας χαμένος παράδεισος.
Και σε αυτό κάνουν αυτό που κάνουμε σήμερα, μαζί, εδώ όλοι, γνωρίζουν τη δική τους τη γιορτή και τη γιορτή του άλλου, και έτσι μπορούν να κατανοήσουν τον άλλο, τον δίπλα, μπορούν να καταλάβουν τη χαρά του. Κάθε γιορτή είναι χαρά, και η χαρά πρέπει να μοιράζεται στους ανθρώπους, δεν μπορεί να καταστρέφεται, να μειώνεται, να εξαφανίζεται. Γιατί όταν γίνεται αυτό, οι κοινωνίες, οι άνθρωποι οδηγούνται στη θλίψη και την καταστροφή, γιατί ο πόλεμος με τον εαυτό μας, γεννά τον πόλεμο με τον άλλο, αφού η θλίψη καταστρέφει την εσωτερική γαλήνη. Πόση άραγε θλίψη μπορεί να σηκώσει ο κόσμος μας;
Η απαγόρευση από την Τουρκική κυβέρνηση του καθιερωμένου εορτασμού των Χριστουγέννων στο Γερμανικό Σχολείο της Πόλης, ήταν μια δυσάρεστη έκπληξη, ειδικά αυτήν την εποχή. Ήρθε σε μια στιγμή, που όλοι, εμείς εδώ, αυτοί εκεί, πρέπει να συμβάλουμε στην αλληλοκατανόηση, στην αποδέσμευση του διαφορετικού από σύνδρομα και προκαταλήψεις που εμποδίζουν την κοινή πορεία, και αναβιώνουν με το χειρότερο τρόπο όσα θέλουμε να σταματήσουν στον κόσμο μας. Η ειρήνη δεν θα έλθει, θα μείνει μακριά μας, γιατί δεν παλεύουμε να την δώσουμε στις γενιές που θα μας διαδεχθούν. Αλλά αυτή η απόφαση, ξένη και ακατανόητη, δείχνει ότι μια κοινωνία προτιμά την θλίψη από την χαρά, μια ηγεσία προτιμά να χάσει τα λίγα πια ερείσματα της στην πραγματικότητα. Αυτή η απόφαση είναι μήνυμα αδυναμίας και είναι πολλά τα βήματα που μας πάει πίσω. Βήματα οπισθοδρόμησης, που είμαι σίγουρος, πως κανείς μας δεν θέλει να ζήσει.
Ο άνθρωπος που θρησκεύει, ο άνθρωπος που αγαπά τον Θεό, δεν μπορεί να μην αγαπά τον συνάνθρωπό του. Ο άνθρωπος που θέλει να ζει ως άνθρωπος δεν μπορεί να μην βαδίζει τον δρόμο αυτών των προτύπων, που η ίδια η θρησκεία του, του παραδίδει. Και στη συνείδησή του, που δεν χωρίζεται από τη θρησκευτική του πίστη, γνωρίζει καλά τη διαφορά ανάμεσα στο κακό και το καλό. Δύναμη ξένη και δύναμη κοινή, τον ενώνει με την αφετηρία της ίδιας του της ζωής, τον Θεό του. Και δεν είναι λίγα αυτά τα παραδείγματα.
«Πλανάστε εσείς που πιστεύετε τους δαίμονες σαν θεούς· γιατί κι εγώ κάποτε τους πίστευα ζώντας μέσα στην πλάνη. Τώρα, όμως, πιστεύω και προσκυνώ τον παντοκράτορα Θεό, αυτόν που δημιούργησε τον ουρανό και τη γη, και όλα όσα βρίσκονται πάνω της. Και γνωρίζω με ακρίβεια ότι η πίστη σας είναι απώλεια και πλάνη δαιμόνων». Αυτά φώναξε μέσα στην ίδια του την πατρίδα, μέσα στην αυλή του «βασιλιά» του, δίνοντας το μήνυμα για τον ένα και μοναδικό Θεό, ο μάρτυρας της πίστης, που έμεινε στην ιστορία ως Αναστάσιος ο Πέρσης.
Ο Αναστάσιος έφυγε από τον τόπο του ως ο γιος του μάγου του χωριού του, που είχε μάθει κι εκείνος να προφέρει τις μαγικές κουβέντες του πατέρα του, για να υπηρετήσει ως πιστός στρατιώτης ενός βασιλιά που λάτρευε την φωτιά. Και γύρισε στον τόπο του ως μοναχός, ως πιστός στον ένα και μοναδικό Θεό, και δεν τον απαρνήθηκε και θυσίασε τη ζωή του, μαρτύρησε για την πίστη του! Είναι αυτό το παράδειγμα που ενώνει τον άνθρωπο με τον Θεό του, σε αυτήν τη σχέση που έχει αφετηρία και τέλος, που είναι αρχή της αιώνιας ζωής.
Το παράδειγμα του Αναστάσιου μοιάζει περίεργο, γιατί είναι διαφορετικό. Είναι η εποχή που η πίστη στον μοναδικό Θεό περνά μέσα από τους δρόμους της Περσίας, λίγο πριν διαλυθεί και εισέλθει σε μια νέα θρησκευτική πραγματικότητα. Ο ίδιος ο Αναστάσιος στην αρχή του βίου του ήταν ένας τυπικός Πέρσης. Γεννημένος από έναν πατέρα μάγο, τον Βαυ, είχε το όνομα Μαγουνδάτ και είχε διδαχθεί τη μαγική τέχνη από τον πατέρα του. Έζησε, όμως, στην εποχή που οι Πέρσες καταλαμβάνοντας την Παλαιστίνη πήραν τον Τίμιο Σταυρό του Χριστού και τον μετέφεραν από τα Ιεροσόλυμα στην Περσία. Ήταν τόσα τα θαύματα του Τιμίου Σταυρού στο πέρασμά του, ώστε ήταν χιλιάδες οι Πέρσες που ενδιαφέρθηκαν να μάθουν ποια ήταν η δύναμή του. Αντί οι Πέρσες να καταλάβουν την Παλαιστίνη, τους κατέκτησε αυτή, και φούντωσε ένα κίνημα προς την χριστιανική πίστη.
Ο ίδιος ο Αναστάσιος, αναζήτησε να μάθει την αλήθεια και εν τέλει βαπτίστηκε χριστιανός στα Ιεροσόλυμα. Μόνασε στη φημισμένη μονή του Αγίου Αναστασίου, όπου εκάρη μοναχός, γεγονός που δείχνει το σθένος της απόφασης με την οποία προσήλθε στη νέα πίστη. Μετά, όμως, από επτά χρόνια εσωτερικού αγώνα και υπακοής, αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα του. Ακόμη, και ο βιογράφος του αφήνει ανεξήγητη την απόφασή του, αλλά είναι προφανές ότι συνδέεται με την κατάσταση που επικρατούσε στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Χοσρόη Β´, λίγο πριν αυτή καταλυθεί από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο. Ένα κλίμα μισαλλοδοξίας είχε απλωθεί σε ολόκληρο το Περσικό κράτος, και όσοι είχαν μια διαφορετική πίστη βρίσκονταν σε διωγμό.
Η μισαλλοδοξία δεν είχε όρια, απόδειξη η εικόνα του μαρτυρίου των εβδομήκοντα χριστιανών ανδρών που στραγγαλίσθηκαν στις όχθες του ποταμού πριν από τον Αναστάσιο! Πριν την εκτέλεση κάθε ενός άνδρα ξεχωριστά, ζητούν από τον Αναστάσιο να εγκαταλείψει την χριστιανική του πίστη για να σταματήσουν το μαρτύριο των υπολοίπων. Και αυτός απαντά: «εγώ προσδοκούσα με ψαλμούς να υποστώ το μαρτύριο υπέρ της αγάπης του Χριστού, εάν όμως έτσι είναι ο θάνατος, με τον οποίο με απειλείτε, ευχαριστώ τον Θεό μου, ότι με μικρό κόπο θα με κάνει μέλος των μαρτύρων του». Είναι τα λόγια αγάπης προς τον Θεό, και της αγάπης για την ελευθερία των ανθρώπων. Για την θρησκεία που απελευθερώνει και οδηγεί τον άνθρωπο να προσφέρει προς τους γύρω του.
Το παράδειγμα του Αναστασίου, την εποχή που γεννιούνται πολλά από όσα ζούμε σήμερα, είναι ενδεικτικό, και είμαι βέβαιος ότι και εσείς έχετε πολλά αντίστοιχα να προσφέρεται, αλλά έρχομαι και πάλι στο σήμερα και στο Σχολείο στην Κωνσταντινούπολη. Δεν είναι το μόνο σχολείο στον κόσμο που συναντάμε τέτοια προβλήματα, αλλά εκεί τώρα γεννιέται ένας διάλογος, ένας πραγματικός διάλογος με την ιστορία, με την ίδια τη ζωή.
Απόδειξη τα όσα ζούμε γύρω μας, αφού το προσφυγικό πρόβλημα μοιάζει να είναι τελικά ο καταλύτης των εξελίξεων. Η συνάντηση των διαφορετικών θρησκειών, των διαφορετικών παραδόσεων, των διαφορετικών ανθρώπων γίνεται βίαια. Η ανέχεια και οι εμφύλιοι, οι πόλεμοι στην Ασία και την Αφρική στέλνουν εκατομμύρια μετανάστες στην Ευρώπη. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αδιαφόρησαν, επειδή έτσι πίστευαν ότι επέλυαν τα όποια εσωτερικά τους προβλήματα (π.χ. τη γήρανση του πληθυσμού). Και είναι αλήθεια ότι οι επιχειρήσεις ευνόησαν τη μετανάστευση, καθώς πέτυχαν να ελέγξουν την αύξηση των ημερομισθίων. Πολλές παραγωγικές τάξεις αντιμετώπισαν τους ξενόφερτους με εχθρότητα, και αυτό είναι λογικό αφού αυτοί γίνονταν η αιτία για την αύξηση της ανεργίας και για την μείωση των αποδοχών τουσ. Η σύγκρουση γίνεται πολλές φορές σύγκρουση θρησκειών, και μεταβάλλεται, ή καλύτερα απομακρύνεται από τα πραγματικά της αίτια.
Αλήθεια, δυσκολεύομαι να κατανοήσω πως ένα νέο παλικάρι, που υπηρετεί σε μια κρατική υπηρεσία όπως η αστυνομία, σηκώνει το όπλο του για να σκοτώσει έναν πρέσβη, ή πως ένας πρόσφυγας οδηγεί ένα λεωφορείο πάνω σε ανυποψίαστους ανθρώπους, που γιορτάζουν τη χαρά της γέννησης της ζωής!
Ο ρατσισμός γεννιέται και από τις δυο μεριές, και όσους η ιστορία είχε αποβάλλει βρίσκουν τώρα τρόπο να πάρουν ξανά θέση. Στην Ευρώπη ζούμε μια πολύπλευρη επίθεση στη δημοκρατία, ζούμε σε έναν παροξυσμό του ριζοσπαστισμού. Ο κατεψυγμένος τηλεοπτικός ανθρωπισμός των ημερών, τα προβλήματα που δεν λύνονται με συνθήματα αλλά με δουλειά, με μέθοδο και με ρεαλιστικά προγράμματα είναι η καθημερινότητα. Ο ανθρωπισμός έχει γίνει απλά ένα σύνθημα. Λίγοι είναι αυτοί που θα πάρουν έναν πρόσφυγα στο σπίτι τους, και είναι γεγονός ότι μερικοί τους βάζουν και στα ξένα σπίτια. Είναι περισσότεροι, όμως, αυτοί που κάνουν ΜΚΟ για να οικονομήσουν από το δράμα και τον πόνο των άλλων. Και είναι τώρα εδώ η στιγμή οι θρησκείες να πάρουν θέση, ή καλύτερα να πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους και να μην αφήσουν να χαθεί ότι με κόπο κατακτήθηκε κάτω από το βάρος ενός νέου κύματος φανατισμού και μισαλλοδοξίας.
Η παγκοσμιοποίηση όπως επαναπροσδιορίστηκε μέσα από την τεχνολογική εξέλιξη της ανθρωπότητας, επιτρέπει στις μεγάλες δυνάμεις και στα παράγωγά τους να εξαρτήσουν ή να συντρίψουν τα μικρά ή μεσαία κράτη. Η μόνη λύση είναι η ένωσή τους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, γιατί μπορεί να μιλά σαν ίσος προς ίσο με τις μεγάλες δυνάμεις και να βάζει φραγμούς στις πολυεθνικές και τα καρτέλ. Και πρέπει να διαφυλαχθεί η επιθυμία των λαών της Ευρώπης να διατηρήσουν την εθνική τους ταυτότητα, δηλαδή να παραμείνουν ταυτόχρονα Ευρωπαίοι. Και αυτό σημαίνει ανοχή στο διαφορετικό και σεβασμός στον πολιτισμό του άλλου, αλλά και απαίτηση για σεβασμό από τον άλλο.
Επιστρέφω λοιπόν, σε εκείνο το σχολείο, για να θυμίσω ότι έχει μεγάλη σημασία να οικοδομήσουμε μια βαθιά σχέση σεβασμού της ελευθερίας της συνειδήσεως του ανθρώπου σε όλες τις γενιές των νέων ανθρώπων, σε όλον τον κόσμο, για να πετύχουμε τα παραδείγματα που εμείς έχουμε για την ανθρωπότητα να είναι ενεργά.
Πριν από λίγα χρόνια μια Τουρκάλα παρουσιάστρια ειδήσεων στην τηλεόραση, με ρώτησε σε ιδιωτική συζήτηση: λένε ότι εσείς οι Έλληνες λέτε ότι η Πόλη είναι δικιά σας, αληθεύει αυτό; Και της απάντησα, ότι αυτό που ξέρω είναι ότι η Πόλη είναι δικιά μου, γιατί είναι οι σπουδές μου, είναι το διδακτορικό μου, είναι αυτό που διδάσκω στους μαθητές μου. Είναι ο κόσμος μου που δεν αλλάζει και που οι επόμενες γενιές δεν θα αλλάξουν. Ας προφυλάξουμε τον κόσμο μας και να τον παραδώσουμε ατόφιο στις επόμενες γενιές χωρίς μίσος και πάθη, με αλήθεια και δικαιοσύνη.
*O Ιωάννης Αντ. Παναγιωτόπουλος είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Θεολογίας ΕΚΠΑ
**[Η παρούσα ομιλία πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της διαθρησκειακής εκδήλωσης «Μιλάντ», που οργάνωσε η «Κοινότητα Σιιτών Μουσουλμάνων στην Ελλάδα», 20.12.2016]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου