Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

Δόγμα καὶ Ἠθική. H ἐμπειρία τῆς ἀποκαλύψεως. Οἱ φορεῖς τῆς ἀποκαλύψεως κατὰ τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη



Εἰσήγηση στὴν Α΄ συνάντηση (23.11.2016) τοῦ Ἐπιμορφωτικοῦ Σεμιναρίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου Ε΄ Ἀκαδημαϊκοῦ Ἔτους (2016-2017) 
Εἰσηγητής: Πρεσβύτερος Νεκτάριος Χατζημιχαὴλ

Ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἰεροθέου Βλάχου, «Ἐμπειρικὴ Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὶς προφορικὲς παραδόσεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη» (τόμος Α/, 2η ἔκδοση: σελ. 102-269)

Πανιερώτατε,
Σᾶς εὐχαριστῶ πού μοῦ ἐμπιστευτήκατε τὴν παρουσίαση τῶν θεμάτων ‘‘Δόγμα καὶ Ἠθική. Ἡ ἐμπειρία τῆς ἀποκαλύψεως. Οἱ φορεῖς τῆς ἀποκαλύψεως’’. Σᾶς εὐχαριστῶ ἰδιαιτέρως, γιατί μοῦ δώσατε τὸ ἔναυσμα νὰ μελετήσω τὸ βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἰεροθέου Βλάχου, Ἐμπειρικὴ Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὶς Προφορικὲς παραδόσεις τοῦ Π. Ἰωάννου Ρωμανίδη καὶ νὰ ἔλθω σὲ μία πρώτη ἐπαφὴ καὶ γνωριμία μὲ τὴν Θεολογία τοῦ...π. Ἰωάννου Ρωμανίδη.


Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ πατέρες καὶ ἀδελφοί,
Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, εὐτυχῶς, ἀρνεῖται πεισματικὰ νὰ διαχωρίσει τὴν Θεολογία ἀπὸ τὸν ποιμαντικὸ ρόλο ποὺ ἔχει στὴν Ἐκκλησία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν πλειοψηφία τῶν ἀκαδημαϊκῶν διδασκάλων τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν.

Οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅταν διδάσκουν τοὺς πιστοὺς περὶ Ἁγίας Τριάδος χρησιμοποιοῦν τὶς Θεοφάνειες, δηλαδὴ τὶς ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ στὴν Ἁγία Γραφή, Παλαιὰ καὶ Καινὴ διαθήκη. Ἡ δογματικὴ ὁρολογία ‘τρεῖς ὑποστάσεις’, ‘μία οὐσία’, ‘ὁμοούσιος’ κ.λπ. χρησιμοποιοῦνται ὅταν ἐμφανίζονται οἱ αἱρέσεις καὶ μὲ τὴ διδασκαλία τους ἀλλοιώνουν τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια. Τότε συνέρχονται οἱ ἅγιοι Πατέρες σὲ Συνόδους καὶ ὁριοθετοῦν τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη, διατυπώνουν δηλαδὴ τὴν ἀποκαλυμμένη ἀλήθεια. Μάλιστα, δὲν ἔκαναν ἀφηρημένες φιλοσοφικὲς συζητήσεις περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλὰ κεντρικὸ Πρόσωπο γιὰ τὸ ὁποῖο συζητοῦσαν ἦταν ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος ἐμφανίζεται στοὺς Προφῆτες καὶ ἀποκαλύπτει μέσα στὸν ἑαυτὸ Του τὸν Πατέρα ἐν Ἁγίω Πνεύματι. Τὰ δόγματα δείχνουν τὸν ἀποκαλυπτόμενο ἐν δόξη Χριστό. Τὰ δόγματα δὲν εἶναι μόνιμη κατάσταση: ὁ θεούμενος τὰ ὑπερβαίνει, ἀφοῦ βλέπει τὸν Χριστὸ ἐν δόξη.


Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ γίνει διάκριση μεταξὺ δόγματος καὶ μυστηρίου, ἀφοῦ ἄλλο εἶναι τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποὺ βιώνεται ὅσο εἶναι δυνατὸν ἀπὸ τὸν θεούμενο ἄνθρωπο, ἀλλὰ εἶναι ἀδύνατο νὰ διατυπωθεῖ ἢ νὰ κατανοηθεῖ, καὶ ἄλλο εἶναι τὸ δόγμα, δηλαδὴ ἡ διατύπωση περὶ τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδας. Ἀκόμα καὶ ὅταν ἀποκαλύπτεται ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο παραμένει μυστήριο. Τὸ δόγμα εἶναι ἡ ἔκφραση τοῦ μυστηρίου, ἀλλὰ σίγουρα δὲν εἶναι κατανόηση τοῦ μυστηρίου. Γιατί, ὅπως διδάσκει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, «Θεὸν φρᾶσαι ἀδύνατον, νοῆσαι ἀδυνατότερον». 


Τὸ δόγμα, ἀφενὸς ἀποτελεῖ διατύπωση τῆς ἐμπειρίας τῆς Θεώσεως ποὺ εἶχαν οἱ Θεοπτες Πατέρες -καὶ ἐπειδὴ εἶχαν τὴν ἴδια ἀποκάλυψη γι΄ αὐτὸ κι ὅταν συναντήθηκαν σὲ Οἰκουμενικὲς Συνόδους συμφώνησαν καὶ στὴ διατύπωση τοῦ δόγματος-, ἀφετέρου δὲ ὁδηγεῖ στὴ Θέωση - Ἁγιασμὸ αὐτοὺς ποὺ τὸ ἀποδέχονται καὶ γίνεται βίωμά τους. Διότι δὲν ἀρκεῖ νὰ ἀποδεχθοῦμε τὸ δόγμα ἐξωτερικά, ἀλλὰ ἀφοῦ τὸ ἀποδεχθοῦμε νὰ γίνει βίωμά μας, δηλαδὴ δι’ αὐτοῦ νὰ φτάσουμε στὴ Θέωση - Ἁγιασμὸ καὶ νὰ ἔχουμε τὴν ἴδια ἐμπειρία - ἀποκάλυψη ποὺ εἶχαν οἱ ἅγιοι.


Τὴν ἐμπειρία στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελοῦν τὰ στάδια τῆς κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θεώσεως - ἁγιασμοῦ. Ὅ,τι συμφωνεῖ μὲ αὐτὴ τὴν ἐμπειρία εἶναι Ὀρθοδοξία. Αὐτὴ τὴν ἐμπειρία εἶναι ποὺ τελικὰ ἀμφισβήτησαν οἱ αἱρέσεις καὶ χρειάστηκε ἡ διατύπωση τῶν δογμάτων ὡς θεραπεία. Γιὰ νὰ ξέρουν οἱ πιστοὶ ποιοὶ εἶναι οἱ σωστοὶ δάσκαλοι ποὺ μποροῦν νὰ τοὺς βοηθήσουν νὰ φτάσουν στὸν ἁγιασμό. 


Ὁ σκοπὸς τῶν δογμάτων καὶ τῆς Θεολογίας εἶναι νὰ χρησιμοποιοῦνται ὡς φάρμακα ποὺ θεραπεύουν τὶς αἱρέσεις καὶ τὶς πνευματικὲς ἀρρώστιες. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄρρωστος γιατί δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ βλέπει τὸν Θεὸ καὶ χρησιμοποιεῖ τὰ δόγματα - φάρμακα γιὰ νὰ φτάσει στὸν ἁγιασμό. Τὸ κριτήριο τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας εἶναι, ὅπως εἴπαμε, ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμὸς καὶ ὁ ἁγιασμός. Τί θὰ ὠφελοῦσε τὸ Ὀρθόδοξο δόγμα, ἂν δὲν ὁδηγοῦσε κανένα στὸν ἁγιασμό; Ἑπομένως τὸ δόγμα δὲν ὑπάρχει ἁπλῶς γιὰ νὰ πιστευτεῖ, ἀλλὰ γιὰ νὰ βιωθεῖ. Γιατί δόγμα χωρὶς βίωμα εἶναι αἵρεση.


Τὰ δόγματα συνδέονται στενὰ μὲ τὴ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλη ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη εἶναι μία ἔκφραση τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας καὶ Δογματικῆς. Δόγματα δὲν εἶναι μόνο οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Εἶναι καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσική, ἡ εἰκονογραφία, ἡ ἀρχιτεκτονική. Τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση πρέπει νὰ τὴ βλέπουμε ὁλοκληρωμένα κι ὄχι ἀπομονωμένα Μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση εἶναι ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ συνιστοῦν τὴ σύνθεση τῆς ὅλης Ἐκκλησίας. Μέσα σ΄ αὐτὴ τὴν προοπτικὴ πρέπει νὰ δοῦμε καὶ τὴν ἀξία τῶν λειψάνων. Ὅταν φτάνει κανεὶς στὸν ἁγιασμό, ἁγιάζεται καὶ τὸ σῶμα, τὸ ὁποῖο γίνεται ἱερὸ λείψανο. Δηλαδὴ τὰ λείψανα ἔχουν δογματικὸ χαρακτήρα, εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐμπειρίας τῶν δογμάτων.


Ἱστορικά, στὴ διατύπωση τοῦ δόγματος συμβαίνει νὰ προστίθενται νέες ὁρολογίες καὶ μερικὲς φορὲς ἡ ἀρχικὴ σημασία μίας ὁρολογίας νὰ ἀλλάζει, ἀνάλογα μὲ τὴν πολεμικὴ τῶν αἱρέσεων, μὲ σκοπὸ νὰ ἀντιμετωπιστοῦν οἱ αἱρέσεις. Ὑπάρχουν δογματικοὶ ὄροι, ποὺ χρησιμοποιοῦνται τὸν 4ο αἰώνα, οἱ ὁποῖοι τὸν 1ο αἰώνα δὲν εἶχαν τὴν ἴδια θεολογικὴ σημασία. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁδήγησε τοὺς Δυτικοὺς θεολόγους νὰ μιλοῦν γιὰ ἐξέλιξη τῆς Θεολογίας καὶ βαθύτερη κατανόηση τῶν δογμάτων μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου. Αὐτὸ βέβαια εἶναι ἀπαράδεκτο γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία, ἀφοῦ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κατανοήσουμε ποτὲ τὸ δόγμα. Οὔτε ὑπάρχει ἐξέλιξη στὴν Πίστη, ἡ ὁποία ἀποκαλύφθηκε ἐφάπαξ, ἀλλὰ πρόκειται γιὰ ἐξέλιξη στὴ χρήση τῆς ὁρολογίας.


Στὴν Ὀρθόδοξη Πίστη τὸ δόγμα δὲν εἶναι ποτὲ προϊὸν στοχασμοῦ τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀλλὰ ἔκφραση τῆς ἐμπειρίας καὶ τῆς ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ στοὺς ἁγίους. Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἦταν Θεολόγοι - Θεόπτες κι ὄχι φιλόσοφοι, οὔτε καὶ χρησιμοποιοῦσαν τὴ φιλοσοφία γιὰ νὰ κατανοήσουν μὲ τὴ λογικὴ τὸ δόγμα. Αὐτὸ τὸ ἔκαναν οἱ αἱρετικοί.


Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν δέχονται τὴ μεταφυσική, διότι ἡ μεταφυσικὴ εἶναι ἡ ἀνθρώπινη σκέψη περὶ τοῦ ἀμετάβλητου. Ἐνῶ στὴν Πατερικὴ Θεολογία τὰ δόγματα εἶναι ἁπλῶς μέρος τῶν ἀσκητικῶν μέσων, διὰ τῶν ὁποίων ὁ ἄνθρωπος φθάνει, ἂν φθάσει ποτέ, στὴν ἐμπειρία τοῦ ἁγιασμοῦ. Ἡ Δυτικὴ Θεολογία συνδέθηκε στενὰ μὲ τὴ μεταφυσικὴ καὶ ἀμφισβητήθηκε ἔντονα ἀπὸ τὸν Διαφωτισμό, ὁ ὁποῖος δὲν δέχεται τίποτα ποὺ δὲν βασίζεται στὴν ἐμπειρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπίσης στὴν Δύση ταυτίστηκε τὸ δόγμα μὲ τὸ μυστήριο.


Ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος εἶναι ὁ μόνος Ὀρθόδοξος θεολόγος τῆς ἀρχαιότητος ποὺ σύγχυσε τὸ δόγμα μὲ τὸ μυστήριο καὶ νόμισε ὅτι μέσω τοῦ δόγματος μπορεῖ νὰ καταλάβει κανεὶς τὸ μυστήριο. Στὴ Θεολογία τοῦ Αὐγουστίνου βρίσκονται καὶ οἱ βάσεις γιὰ τὴν υἱοθέτηση στὴ Δύση τῆς Σχολαστικῆς Θεολογίας.
Βεβαίως οἱ δογματικὲς διαφορὲς μὲ τὴ Δύση ὀφείλονται σὲ κάποιο βαθμὸ καὶ σὲ ἱστορικοὺς λόγους. Σήμερα γίνεται διάλογος μὲ τοὺς παπικούς, ὅσο καὶ μὲ τοὺς προτεστάντες, ἀλλὰ γίνεται σὲ λάθος βάση. Ὁ διάλογος αὐτὸς ἴσως εἶχε κάποια ἐλπίδα ἐπιτυχίας ἂν τονιζόταν ὁ θεραπευτικὸς χαρακτήρας τοῦ δόγματος.


Σὲ ὅλα τὰ φιλοσοφικὰ καὶ θρησκευτικὰ συστήματα, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς θεωρίες ὑπάρχει καὶ ἡ πρακτικὴ ἐφαρμογή τους. Αὐτὸ λέγεται Ἠθική. Αὐτὴ ἡ κοσμικὴ Ἠθικὴ μπορεῖ νὰ διαπλάσει καλοὺς καὶ ἠθικοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο. Ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ ἔχει τὴ δική της πρακτικὴ ἐφαρμογή, ἡ ὁποία διασώζεται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ συνίσταται στὴν ἀσκητική. Στὶς ἄλλες ὁμολογίες ἡ Ἠθικὴ ἔγινε ἐπιφανειακὴ καὶ ἐξέπεσε σὲ ἠθικολογία. Κατὰ τὴν παπικὴ Ἠθικὴ τὸ ἔργο τῆς Θείας Χάριτος εἶναι νὰ βοηθᾶ τὸν ἄνθρωπο νὰ γίνει ἐνάρετος, ὅπως δίδασκαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες. Αὐτὴ ἡ Ἠθικὴ ἐπηρεάζει ἐν συνεχεία πολλὲς προτεσταντικὲς παραδόσεις. Ἡ ἠθικολογία αὐτὴ ἐπηρέασε καὶ τὸν μοναχισμὸ καὶ ὅλη τὴ χριστιανικὴ ζωὴ στὴν Δύση. Καὶ στὴ σημερινὴ ἐποχὴ εἶναι ὑπὸ κατάρρευση.


Στὴν Ὀρθόδοξη ἀσκητικὴ δὲν μπορεῖ νὰ διαχωριστεῖ ἡ Θεολογία ἀπὸ τὴν Ἠθική. Ἡ ἀσκητικὴ ἔχει καθαρὰ δογματικὸ χαρακτήρα. Ἂν τὸ δόγμα χωριστεῖ ἀπὸ τὴν Ἠθική, τότε ἐπικρατεῖ ἀφ’ ἑνὸς ὁ στοχασμός, ἀφ’ ἑτέρου ἡ ἠθικολογία. Ἐκεῖνο ποὺ χρειάζεται δὲν εἶναι μία ἐξωτερικὴ ἠθικὴ ζωή, ποὺ καταντᾶ ἠθικολογία, ἀλλὰ ἡ μετάνοια ὡς θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν κάθαρση καὶ τὸν φωτισμό.
Οἱ Πνευματικοὶ Πατέρες εἶναι γιατροί, δὲν εἶναι ἠθικοπατέρες. Οὐσιαστικὰ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει Ἠθική, ποὺ νὰ σκοπεύει στὴ διάπλαση καλῶν καὶ ἐνάρετων ἀνθρώπων. Ὑπάρχει μόνο ἡ ἀσκητική, ποὺ θεραπεύει τὴν ἀσθένεια τῆς ἁμαρτίας. Ἀπαλλάσσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν φιλαυτία καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὴν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη.


Οἱ Πατέρες ἔδιναν μεγάλη σημασία στὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ διαφοροποιεῖται ἀπὸ τὴ λογική, καὶ εἶναι ὁ ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς. Ἔτσι γιὰ τοὺς Πατέρες ὑπάρχουν δύο εἰδῶν ἄνθρωποι: Αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ἐσκοτισμένο τὸν νοῦ, καὶ αὐτοὶ ποὺ ἔχουν φωτισμένο τὸν νοῦ. Ἑπομένως τὸ κέντρο τῆς ἀσκητικῆς εἶναι ὁ φωτισμένος ἢ ἐσκοτισμένος νοῦς καὶ ὄχι μία ἁπλὴ ἐξωτερικὴ συμπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπου. Σκοπὸς λοιπὸν τῆς ἀσκητικῆς εἶναι ἡ κάθαρση καὶ ὁ φωτισμὸς τοῦ νοός. Ὁ Χριστιανισμὸς ὑπάρχει μὲ μοναδικὸ σκοπὸ νὰ περνάει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν κάθαρση καὶ νὰ τοὺς ὁδηγεῖ στὸν φωτισμὸ τοῦ νοός. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ σκοπὸς τοῦ Βαπτίσματος, ποὺ λέγεται καὶ Φώτισμα.


Ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἠθικὴ ἀλλὰ πραγματική· συντέλεσε στὴ διαφθορὰ τοῦ ἀνθρώπου, ἐπηρέασε ἀκόμα καὶ τὴν κτίση. Ἡ πτώση ἐκφράζεται ὡς σκοτασμὸς τοῦ νοῦ, ὡς στέρηση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀσκητικὴ δὲν μπορεῖ νὰ μετατραπεῖ σὲ Ἠθική, ἀφοῦ στὴ βάση τῆς εἶναι θεραπευτική τῆς ὅλης προσωπικότητας τοῦ ἀνθρώπου. Ὑπάρχουν δηλαδὴ σ΄ αὐτὴν τρόποι θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου. Βεβαίως δὲν πρόκειται γιὰ ἐξωτερικοὺς τρόπους, ἀλλὰ γιὰ συνεργία Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, ἀφοῦ ἡ Χάρη ἐνεργεῖ καὶ ὁ ἄνθρωπος συνεργεῖ.


Ὁ Θεός, σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, δὲν ἀνακαλύπτεται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἀποκαλύπτεται ὁ ἴδιος στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Δηλαδὴ ἡ ἀλήθεια περὶ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀποκάλυψη τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ στοὺς ἁγίους διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Οὐσιαστικὰ ἡ ἀποκάλυψη εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς Θεώσεως. Ὁ θεούμενος βρίσκεται σὲ κατάσταση ἐπισκέψεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔχει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ προσεύχεται μέσα του. Αὐτὴ εἶναι ἐμπειρία τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ποὺ γίνεται μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅμως εἶναι δυνατὸν ὁ ἄνθρωπος, ἔχοντας τὴν νοερὰ προσευχή, νὰ φθάσει καὶ στὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, στὴν ὁποία μετέχει ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος, ὁπότε καθίσταται πραγματικὸς θεόπτης καὶ θεολόγος μέσα στὴν Ἐκκλησία.


Ὅλη ἡ πνευματικὴ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ ἔχει σχέση μὲ τὴν ἐμπειρία. Στὴν ἀρχὴ ὁ ἄνθρωπος δέχεται τὴν ἐμπειρία τῶν πεπειραμένων καὶ ἔπειτα μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει κι ὁ ἴδιος πνευματικὴ ἐμπειρία, καθοδηγούμενος ἀπὸ αὐτούς. Φυσικά, ὅταν γίνεται λόγος γιὰ προσωπικὴ ἐμπειρία, δὲν σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀποξενώνεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ζεῖ ἀτομικὴ ζωή, ἀλλὰ ἡ ἐμπειρία ἀποκτᾶται μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ ὑπάρχει συνδυασμὸς Μυστηρίων καὶ ἀσκήσεως.


Ἡ ἐμπειρία εἶναι ἡ βάση τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Θεολογία δὲν εἶναι θεωρητικὴ ἐπιστήμη ἀλλὰ θετική. Ὅλες οἱ θετικὲς ἐπιστῆμες στηρίζονται στὴν παρατήρηση. Ὁ ἀστρονόμος ξέρει νὰ χρησιμοποιεῖ τὸ τηλεσκόπιο, ξέρει νὰ διαβάζει τὸν χάρτη τῶν ἄστρων, παρατηρεῖ τὰ ἄστρα καὶ τὰ περιγράφει, ὥστε νὰ γνωρίσουν καὶ ἄλλοι γιὰ τὰ ἄστρα καὶ κάποιοι διδάσκονται καὶ οἱ ἴδιοι νὰ τὰ παρατηροῦν.


Ἔτσι καὶ στὴν Πατερικὴ παράδοση: Ἐκεῖνος ποὺ βλέπει ὡς φωτισμένος καὶ ἔχει τὴν ἐμπειρία τοῦ φωτισμοῦ, αὐτὸς εἶναι ὁ θεολόγος ποὺ περιγράφει ὅσα βλέπει, ὥστε καὶ ἄλλοι νὰ ἔχουν τὴν ἴδια ἐμπειρία τοῦ φωτισμοῦ. Ἡ μόνη διαφορὰ εἶναι ὅτι ἡ ἐπιστήμη παρατηρεῖ κτιστὰ πράγματα, ποὺ μποροῦν νὰ περιγραφοῦν, ἐνῶ ἡ Θεολογία ἄκτιστα καὶ ἀπερίγραπτα. Γι’ αὐτὸ ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία εἶναι ἀποφατική. Γιὰ λόγους πνευματικῆς καθοδηγήσεως, μιλώντας γιὰ τὸν Θεό, χρησιμοποιεῖ τὴν κατάφαση, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν ταυτιστεῖ ὁ Θεὸς μὲ κτιστὲς περιγραφές, διορθώνονται οἱ καταφάσεις μὲ ἀποφάσεις (δηλ. τοῦ τί δὲν εἶναι ὁ Θεός).


Τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως εἶναι Θεόπνευστα καὶ ἀλάθητα, ὁπότε οἱ ἔχοντες Θεία ἐμπειρία εἶναι Θεόπνευστοι. Ἡ σωστὴ Θεολογία εἶναι ἔκφραση τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως· αὐτὸ ἔκαναν οἱ Πατέρες. Δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ θεολογεῖ μὲ τὴ σκέψη του. Πρέπει νὰ ἀποκτήσει τὴν ἐμπειρία, νὰ περάσει ἀπὸ τὴν κάθαρση, νὰ φθάσει στὸν φωτισμὸ καὶ τότε εἶναι θεολόγος, ἀφοῦ θὰ ἔχει τὸν φωτισμό. Τότε, ἀφοῦ ἔχει τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ μέσα του, βλέπει τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ εἶναι σὲ θέση νὰ ὁδηγήσει καὶ ἄλλους σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση. Ἐκεῖ στηρίζεται καὶ ἡ πνευματικὴ πατρότητα.


Ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως σημαίνει ἀποκάλυψη τῆς Ἁγίας Τριάδος· βλέπει ὁ ἄνθρωπος τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, μετέχει τοῦ ἀκτίστου φωτὸς καὶ γνωρίζει ἀπὸ τὴν πείρα του ὅτι οὐδεμία ὁμοιότητα ὑπάρχει μεταξὺ ἀκτίστου καὶ κτιστοῦ. Ὁ Θεὸς ὑπερβαίνει ὅλες τὶς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτὸ καὶ στὴν ἴδια τὴν ἀποκάλυψη ὁ Θεὸς παραμένει μυστήριο.
Οἱ ἅγιοι εἶχαν ταυτότητα ἐμπειριῶν καὶ ἑπομένως ἔχουν τὴν ἴδια γνώση· αὐτοὶ εἶναι ἡ αὐθεντία μέσα στὴν Ἐκκλησία. Καὶ γίνονται γέφυρα μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Φθάνουν βέβαια σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο γιατί ὑπάρχει ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, στὸν ὁποῖο ἑνώθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύσις ὑποστατικῶς. Ἐμεῖς ἀποκτοῦμε γνώση τοῦ Θεοῦ μέσω τῶν ἐμπειριῶν τῶν θεουμένων.


Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας γνωρίζουν ἐκ πείρας ὅτι ἡ σχέση μὲ τὸν Θεὸ εἶναι ἐμπειρική. Διδάσκουν ὅτι ὅλοι θὰ δοῦν τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ ἢ ὡς φῶς θέλγον ἢ ὡς πῦρ καταφλέγον.
Ὅταν κανεὶς φθάσει στὴν ἐμπειρία τῶν θεουμένων, γνωρίζει πλέον ἀκριβῶς τί εἶναι καὶ τί δὲν εἶναι ἡ ἐμπειρία. Ἔτσι λοιπὸν γνωρίζει τί γνωρίζει καὶ τί ὄχι κατὰ τρόπο σαφέστατο.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐμπνέεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔχει πολλὲς καὶ γνήσιες ἐμπειρίες. Ὅλη ἡ χριστιανικὴ ζωὴ μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὰ Μυστήρια καὶ τὴν ἄσκηση εἶναι ἐμπειρική.
Γενικά, ἡ ἐμπειρία τῶν Πατέρων διακρίνεται σὲ ἐμπειρία φωτισμοῦ καὶ ἐμπειρία θεώσεως. Τὸ στάδιο τῆς θεώσεως δὲν εἶναι μόνιμη κατάσταση στὴ ζωὴ αὐτή, ἀλλὰ διαρκεῖ ἕνα ὁρισμένο διάστημα ποὺ ποικίλλει σὲ κάθε περίπτωση. Πάντοτε ὅμως ὁ θεούμενος ἐπανέρχεται στὴν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ. Ἡ σταθερὴ πνευματικὴ κατάσταση, εἶναι ἡ κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ.


Ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως ἔχει διάφορους βαθμούς. Εἶναι ἡ ἔλλαμψις, ἡ θέα, ἡ διαρκὴς θέα, καὶ ὁ φωτισμὸς (περιγράφεται καὶ ὡς θεωρία, ἡ ὁποία θεωρία εἶναι καὶ ὁ φωτισμός, εἶναι καὶ ἡ θέωση).
Ἕνα εἶδος ἐμπειρίας εἶναι καὶ ἡ ἔκσταση, ἡ ὁποία εἶναι μικρότερη ἐμπειρία τῆς ἁρπαγῆς. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος χάνει τὸν προσανατολισμό του, αὐτὴ εἶναι ἡ ἔκσταση. Ἀλλὰ εἶναι μία προσωρινὴ κατάσταση, ὅταν συνεχίζεται ἡ ἁρπαγή, δὲν εἶναι πλέον ἔκσταση καὶ συμμετέχει ὅλος ὁ ἄνθρωπος.


Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται στὴν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ τοῦ νοῦ, τὸ ἴδιο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα προσεύχεται μέσα στὸν ἄνθρωπο. Ὅταν ὁ προσευχόμενος ἀξιώνεται τῆς θέας τοῦ ἀκτίστου Φωτός, τότε βιώνει τὸν ἁγιασμό. Ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως λέγεται δοξασμός, γιατί ὁ θεούμενος μετέχει στὴ δόξα - φῶς τοῦ Θεοῦ. Δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ποὺ ὀρᾶται ὡς φῶς. Ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως - δοξασμοῦ λέγεται καὶ ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς, τῆς ὁποίας μετεῖχαν καὶ οἱ ἀπόστολοι καὶ εἶναι ὁ μεγαλύτερος βαθμὸς ἀποκαλύψεως.


Οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ μετέχουν τῆς ἀκτίστου θεοποιοῦ ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, γνωρίζουν ἐκ πείρας ἂν κάποια ἐμπειρία εἶναι ἀληθινὴ ἤ ψευδής. Αὐτὸ λέγεται στὴν πατερικὴ γλώσσα διάκριση.
Εἶναι ἄλλο νὰ ἀκοῦμε ἀπὸ τοὺς προφῆτες, τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς ἁγίους νὰ μᾶς διδάσκουν μὲ λέξεις τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, καὶ ἄλλο νὰ ἔχει κάποιος προσωπικὴ θεοπτικὴ ἐμπειρία. Ἐπίσης ὑπάρχει διάκριση μεταξὺ καθάρσεως, φωτισμοῦ καὶ θεώσεως.
Σημαντικὸ εἶναι ὅτι οἱ ἅγιοι διακρίνουν σαφῶς τὴν Ὀρθόδοξη ἐμπειρία τῆς θεώσεως - ἁγιασμοῦ ἀπὸ τοὺς μυστικισμοὺς τῶν διάφορων θρησκειῶν καὶ φιλοσοφιῶν. Δὲν ἔχει καμία σχέση ἡ θέωση μὲ τὸν ὑπνωτισμὸ ἢ ὁποιαδήποτε δαιμονικὴ ἐμπειρία. Ἄλλωστε μόνο ἡ Ὀρθόδοξη ἐμπειρία τῆς θεώσεως ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὰ ἱερὰ λείψανα, ἀφοῦ μόνο αὐτὴ ἁγιάζει τὸν ὅλον ἄνθρωπο


Μέσα στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει πλούσια ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ φωτίζει καὶ ἁγιάζει τὸν ἄνθρωπο. Οἱ Πνευματικοὶ Πατέρες, ποὺ ἔχουν τὴν ἐμπειρία τῆς πνευματικῆς ζωῆς, βοηθοῦν τὰ πνευματικά τους παιδιὰ νὰ ἀποκτήσουν κι ἐκεῖνα πνευματικὴ ἐμπειρία. Προκειμένου νὰ φθάσει κανεὶς στὴν θεοπτία, πρέπει νὰ καθαρισθεῖ τελείως ὁ νοῦς του ἀπὸ ὅλους τούς λογισμούς. Ἀκόμα καὶ οἱ καλοὶ λογισμοὶ πρέπει νὰ φύγουν καὶ νὰ ἀναπτυχθεῖ ἡ νοερὰ προσευχή.


Οἱ ἅγιοι Πατέρες καταρχὴν ἀπενεργοποιοῦσαν τὴ λογικὴ ἐνέργεια μὲ τὴν ὑπακοὴ στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ στὸν Πνευματικό τους Πατέρα. Συγχρόνως ἀνέπτυσσαν τὴ νοερὰ ἐνέργεια μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἄσκηση, ὁπότε ἡ νοερὰ ἐνέργεια ἀποκτοῦσε ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Γιατί στὴν καρδιὰ πρέπει νὰ ὑπάρχει ἕνας λόγος, ἡ εὐχὴ μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ προηγεῖται ἡ κάθαρση καὶ ἀκολουθεῖ ὁ φωτισμὸς καὶ ἡ θέωση. Τὸν ἄνθρωπο ποὺ φθάνει στὸν ἁγιασμὸ δὲν τὸν κυριεύει πλέον ὁ θάνατος καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως συνεχίζει καὶ μετὰ τὸν θάνατο.


Ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει τὸν Ἑαυτό του στοὺς θεούμενους, καὶ αὐτοὶ μεταφέρουν τὴν ἐμπειρία τους, προφορικῶς ἢ γραπτῶς, στὰ πνευματικά τους παιδιά, γιὰ νὰ τὰ ὁδηγήσουν στὴ βίωση τῆς ἴδιας ἐμπειρίας. Αὐτὸς εἶναι ὁ πυρήνας τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Ἡ οὐσία τῆς Παραδόσεως εἶναι ἡ μετάδοση αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας.
Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ δίνεται σὲ συγκεκριμένους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἔφθασαν σὲ ἕνα βαθμὸ πνευματικῆς ζωῆς καὶ εἶδαν τὸν Θεὸ καὶ ἔτσι γνώρισαν τὴν ἀποκάλυψη. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι λέγονται φορεῖς τῆς Θείας ἀποκαλύψεως. Ἔτσι ὁ Θεὸς δὲν φανερώνεται ἁπλῶς στὴν ἱστορία, ἀλλὰ στοὺς ἁγίους ποὺ ζοῦν στὴν ἱστορία. 


Οἱ θεούμενοι, Προφῆτες, Ἀπόστολοι καὶ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουν ἄμεση ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ ἑνώνονται μὲ τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος ἑνώνει στὴν ὑπόστασή του τὸ κτιστὸ μὲ τὸ ἄκτιστο. Ἔτσι διὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ θεούμενοι ἀποκτοῦν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου.
Ὁ κατεξοχὴν ἄνθρωπος εἶναι ὁ Χριστός. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς εἶναι Θεάνθρωπος. Ἔτσι ὁ πιὸ φυσικὸς ἄνθρωπος εἶναι ὁ θεούμενος, διότι ὁ νοῦς του λειτουργεῖ κατὰ φύση, φθάνει στὸν ἁγιασμὸ καὶ ἐπιτυγχάνει τὸν ἀρχικὸ σκοπὸ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι ἡ κοινωνία μὲ τὸν Θεό.


Οἱ θεοπτες γνωρίζουν τὸν Θεὸ καὶ στὴ συνέχεια ἀναδεικνύονται ἀληθινοὶ θεολόγοι μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι πραγματική, διότι εἶναι μέθεξη τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, καὶ σὲ κάθε ἐμπειρία μετέχεται ὁλόκληρος ὁ Θεός, ὄχι ὡς πρὸς τὴν οὐσία Του βέβαια, ἀλλὰ ὡς πρὸς τὶς ἐνέργειές Του. Ὅταν ὁ θεούμενος δεῖ τὴν Ἁγία Τριάδα, ξέρει ὅτι εἶναι ἄκτιστη καὶ ἡ δόξα, ἀλλὰ διακρίνει μεταξὺ ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καὶ κτιστῶν ἐνεργειῶν τῆς κτίσεως. Γιὰ νὰ περιγράψει τὴν ἐμπειρία του χρησιμοποιεῖ καθημερινὲς εἰκόνες τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὸν Θεό. Βέβαια ἔχει ἐμπειρία ἑνὸς ἀκτίστου Θεοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει ὁμοιότητα μὲ τὰ κτίσματα. Ὁπόταν, ὅποια γλώσσα κι ἂν χρησιμοποιήσει ὁ θεοπτης, ὁ Θεὸς παραμένει ἀπερίγραπτος. Ὁ Θεὸς δὲν ἀποκαλύπτει τὶς λέξεις, οἱ λέξεις εἶναι τοῦ θεουμένου στὴ δική του γλώσσα. Ἡ ἀποκάλυψη εἶναι τοῦ Ἀκτίστου. Γι΄ αὐτὸ κι ὁ καθένας στὴν Πεντηκοστὴ ἀκούει στὴ δική του γλώσσα.


Ὅλοι οἱ θεούμενοι ἔχουν τὴν ἴδια ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ἔχουν καὶ τὴν ἴδια διδασκαλία, ἀκόμα κι ἂν διαφέρει ἡ ὁρολογία. Κι ἐμεῖς παραδεχόμαστε τὴ διδασκαλία αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτὸ οἱ θεούμενοι εἶναι ἡ βάση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.


Θεούμενοι, ποὺ εἶχαν μέθεξη τῆς ἀκτίστου ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, ὑπάρχουν τόσο στὴν Παλαιὰ ὅσο καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη. Βέβαια ὑπάρχουν καὶ σημαντικὲς διαφορὲς μεταξύ τους. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ Λόγος δὲν ἔχει προσλάβει ἀκόμα τὸ σῶμα καὶ οἱ Προφῆτες δέχονταν προσωρινὴ θέωση καὶ δὲν ἀπαλλάσσονταν ἀπὸ τὸ κράτος τοῦ θανάτου. Μετὰ τὴν ἐνσάρκωση, τὸ κέντρο τῆς ἐμπειρίας εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Οἱ θεούμενοι βλέπουν τὸν Χριστό. Διότι εἶναι ἀδύνατον κανεὶς νὰ βλέπει τὸν Πατέρα, ἐὰν δὲν βλέπει τὸν Πατέρα ἐν Χριστῷ. Καὶ αὐτὴ ἡ θεοπτία συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ.


Οἱ θεούμενοι χαρακτηρίζονται ὡς ἅγιοι, διότι ἑνώνονται ἐν Ἁγίω Πνεύματι μὲ τὸν Χριστὸ καὶ δι’ Αὐτοῦ γνωρίζουν τὸν Πατέρα διὰ τῆς θεοποιοῦ ἀκτίστου ἐνεργείας του. Οἱ ἅγιοι εἶναι δέκτες, φύλακες καὶ μεταδότες τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως. Καὶ χωρίζονται σὲ γνωστικοὺς καὶ πιστούς. Γνωστικοὶ εἶναι οἱ αὐτόπτες μάρτυρες τῆς Θεότητος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτοὶ εἶναι οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ ἅγιοι. Καὶ πιστοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀποδέχονται ἐν Ἁγίω Πνεύματι, μὲ παιδικὴ ἁπλότητα, τὴ μαρτυρία καὶ τὴ διδασκαλία τῶν θεοπτῶν ἁγίων.


Ὁ μόνος Θεὸς ποὺ ὑπάρχει εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ ἀποκαλύφθηκε στοὺς Προφῆτες, τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς ἁγίους της Ἐκκλησίας. Βεβαίως γιὰ νὰ φθάσουν οἱ ἅγιοι στὴ θεοπτία περνοῦν πρῶτα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς καθάρσεως καὶ τοῦ φωτισμοῦ.
Ἡ μέθεξη τῆς καθαρτικῆς καὶ φωτιστικῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ποὺ καταλήγει στὴ Θεοποιὸ χάρη, εἶναι καρπὸς τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Γι’ αὐτὸ ὅλοι οἱ Προφῆτες, Ἀπόστολοι καὶ ἅγιοι ἦταν ἡσυχαστές. Ὁπότε ὁ ἡσυχασμὸς δὲν ἐμφανίζεται τὸν 13ο αἰώνα, ἀλλὰ εἶναι στοιχεῖο ποὺ διακρίνει τοὺς ἁγίους ὅλων τῶν ἐποχῶν. Καί, ὅλοι οἱ ἅγιοι διαχρονικὰ κατάλαβαν τὴ διάκριση Οὐσίας καὶ Ἐνέργειας στὸν Θεό, γιατί γνώριζαν ὅτι μετεῖχαν καὶ κοινωνοῦσαν τῆς ἐνέργειας, καὶ ὄχι τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ.
Προφήτης χαρακτηρίζεται ὁ ἅγιος ποὺ ἔχει κοινωνία μὲ τὸν Θεό, γνωρίζει δι΄ ἀποκαλύψεως τὸ θέλημά του, ἔχει φτάσει στὴ θέωση - ἁγιασμὸ καὶ γίνεται ὁ αὐθεντικὸς διδάσκαλος τοῦ λαοῦ. Προλέγει τὰ μέλλοντα καὶ διδάσκει τὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.


Οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ἄνθρωποι μὲ πνευματικὴ ἐμπειρία. Ἀρχὴ τῆς πνευματικῆς τους ἐμπειρίας ἦταν ἡ ἐνέργεια τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς στὴν καρδιά. Ἄλλωστε ὁ Ν΄ Ψαλμὸς στὴν πατερικὴ παράδοση εἶναι περὶ νοερᾶς εὐχῆς, ὁπότε ὁ προφητάναξ Δαυὶδ εἶχε νοερὰ προσευχή. Ἔτσι οἱ Προφῆτες διὰ τῆς νοερᾶς εὐχῆς πέρασαν ἀπὸ τὴν κάθαρση καὶ ἔφθασαν στὸν δοξασμό, δηλαδὴ στὴ θέωση. Εἶχαν θέα τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ ἀσάρκου Λόγου, δηλαδὴ εἶχαν τὴ θέωση χωρὶς τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ ἡ θέωση ἦταν προσωρινή, δὲν συνοδευόταν ἀπὸ τὴ σωτηρία, ἔτσι οἱ Προφῆτες πεθαίνουν ὅπως καὶ οἱ ὑπόλοιποι. Μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀνίστανται καὶ οἱ Προφῆτες, ὅπως αὐτὸ ἀποτυπώνεται θεολογικὰ καὶ στὴν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως.


Μὲ τὴν Θέωση οἱ Προφῆτες ἔγιναν φίλοι τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ λαὸς τοὺς ἐμπιστεύεται, τοὺς δέχεται ὡς αὐθεντία καὶ τοὺς ἀκολουθεῖ γιὰ νὰ φτάσει κι αὐτὸς στὴ θεοπτία. Γι΄ αὐτὸ ἔχουν καὶ μαθητὲς οἱ Προφῆτες, πνευματικὰ τέκνα δηλαδή, γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγοῦν στὸν φωτισμὸ καὶ τὴ θέωση. Ὁπότε ὑπάρχει πνευματικὴ πατρότητα καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη.


Προφῆτες δὲν ὑπάρχουν μόνο στὴν Παλαιά, ἀλλὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη. Ὁ Πρόδρομος ἦταν ὁ τελευταῖος προφήτης τῆς Παλαιᾶς καὶ ὁ πρῶτος τῆς Καινῆς διαθήκης. Ἔτσι ἔχουμε τὸν συνδετικὸ κρίκο, ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη στὴν Καινή, ὄχι μὲ κείμενα ἀλλὰ μὲ τὴ ζωντανὴ μαρτυρία τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως. Ὅπως στὴν Παλαιὰ ἔτσι καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη ὅποιος δεῖ τὸν Θεὸ ἐν δόξη γίνεται προφήτης. Αὐτὸς στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία λέγεται Θεόκλητος, γιατί σ’ αὐτὸν ἐμφανίσθηκε ὁ Θεὸς καὶ ἔχει κληθεῖ κατευθείαν ἀπὸ τὸν Θεό. Οἱ Προφῆτες ἦταν ὅ,τι καὶ οἱ Ἀπόστολοι. Ἡ διαφορὰ τους εἶναι ὅτι οἱ Προφῆτες ἦταν ἐπίσκοποι μίας τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ οἱ Ἀπόστολοι δὲν εἶχαν ἐπισκοπή. Ἱδρύανε ἐπισκοπὲς καὶ ἦταν γιὰ ὅλη τὴν Ἐκκλησία.


Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀναφερόμενος στὴν προφητεία, τὴ συνδέει μὲ τὴν ἑρμηνεία καὶ τὴ διδασκαλία. Λέει· «θέλω δὲ πάντας ὑμᾶς λαλεῖν γλώσσαις, μᾶλλον δὲ ἴνα προφητεύητε», δηλαδὴ νὰ ἀποκτήσετε τὴ νοερὰ προσευχὴ γιὰ νὰ μπορεῖτε νὰ ἑρμηνεύετε. Ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει πρόσωπο μὲ πρόσωπο τὸν Θεὸ καὶ ἔχει τὴν ἀδιάλειπτη εὐχὴ μέσα του, αὐτὸς διαβάζει τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ βλέπει τὸν Χριστὸ σὲ κοινωνία μὲ τοὺς Προφῆτες.


Ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἔναρξη τοῦ ἔργου του ἐξέλεξε δώδεκα μαθητές, οἱ ὁποῖοι καλοῦνται Ἀπόστολοι, γιατί τοὺς ἀπέστειλε νὰ κηρύξουν. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ Λόγος ἐπικοινωνεῖ μέσω τῶν Προφητῶν. Μετὰ τὴν ἐνανθρώπησή του ἐπικοινωνεῖ μέσω τῆς ἀνθρώπινης φύσης του. Μαζεύονται οἱ Ἀπόστολοι γύρω ἀπὸ τὸν σαρκωθέντα Λόγο, ὅπως μαζεύτηκαν οἱ δώδεκα φυλὲς γύρω ἀπὸ τὸν Θεὸ μέσω τοῦ Μωυσέως. Καὶ ἀντὶ τοῦ κτιστοῦ νόμου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος ἔδωσε τὸν ἄκτιστο νόμο καὶ εἶναι παιδαγωγὸς τοῦ ἀκτίστου νόμου. Ὁ Χριστὸς καθίσταται Πνευματικὸς Πατέρας τῶν Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι διὰ τοῦ Χριστοῦ πέρασαν ἀπὸ τὴν κάθαρση στὸν φωτισμὸ καὶ ἀνυψώθηκαν στὴ θέωση. Γνώρισαν τὸν Χριστὸ κατὰ σάρκα πρὸ τῆς Ἀναλήψεως καὶ κατὰ πνεῦμα τὴν Πεντηκοστή. Δηλαδὴ οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ πρὶν τὴν Πεντηκοστὴ ἔβλεπαν τὸν Χριστὸ κατὰ σάρκα, καὶ μερικὲς φορὲς μέσα ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη σάρκα ἔβλεπαν ἀκτίνες τῆς Θείας Δόξης. Μετὰ ἀπὸ τὴν Πεντηκοστὴ βλέπουν τὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ ἐν Πνεύματι μέσα στὸ φῶς.


Ὁ Χριστὸς ἀποκαλύπτει στοὺς Ἀποστόλους τὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ διδασκαλία. Στὴ Μεταμόρφωση οἱ Ἀπόστολοι εἶδαν τὴ Βασιλεία - Δόξα τοῦ Θεοῦ. Στὴν ἔλλαμψη τοῦ Χριστοῦ στὴ Μεταμόρφωση οἱ μαθητὲς βρίσκονταν μέσα στὸ φῶς ποὺ προχεόταν ἀπὸ τὴ σάρκα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ὅμως ἦταν ἔξω ἀπὸ τοὺς μαθητές. Ἀπὸ τὴν Πεντηκοστὴ καὶ ἔπειτα οἱ μαθητὲς ἔγιναν μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε τὸ σῶμα ἐνεργοῦσε ἔσωθεν. Ἔτσι μπορεῖ νὰ ἑρμηνευτεῖ καὶ ἡ Θεοπνευστία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Οἱ Ἀπόστολοι ἦταν Θεόπνευστοι ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καὶ ὅ,τι ἔκαναν ἦταν καρπὸς καὶ ἀποτέλεσμα τῆς θεώσεως.


Ἡ ἀποστολικὴ ζωή, παράδοση καὶ διαδοχὴ εἶναι ἡ μέθεξη τῶν δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅποιος βρίσκεται στὴν προοπτική τοῦ ἁγιασμοῦ, βιώνει τὴν ἀποκαλυπτικὴ παράδοση, ἐνῶ ὅποιος βρίσκεται ἔξω ἀπὸ αὐτήν, περιπίπτει σὲ θεολογικὰ λάθη. Ἡ ἀλήθεια βρίσκεται στὴ θεοπτία. Οἱ ἐπίσκοποι εἶναι διάδοχοι τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ὄχι μόνο ἀπὸ μία σειρὰ χειροτονιῶν, ἀλλὰ ἐπειδὴ μετέχουν τῆς ἴδιας ἀποστολικῆς ζωῆς καὶ εἶδαν τὸν Χριστὸ ἐν τὴ δόξη Αὐτοῦ.


Ἡ ἀποστολικὴ διαδοχὴ δὲν εἶναι μόνον ἡ Χάρη νὰ τελεῖ κάποιος μυστήρια, ἀλλὰ καὶ νὰ εἶναι Πνευματικὸς Πατέρας καὶ νὰ θεραπεύει. Γιατί ἡ οὐσία τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς καὶ παραδόσεως εἶναι ὅτι Πνευματικὸς Πατέρας μπορεῖ νὰ γίνει κανεὶς μόνο ἀπὸ Πνευματικὸ Πατέρα καί, κατ΄ ἐπέκταση, ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ὁ κατεξοχὴν Πνευματικὸς Πατέρας καὶ φορέας τῆς διαγνωστικῆς καὶ θεραπευτικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ ρόλος τῶν κληρικῶν, νὰ κάνουν δηλ. σωστὴ διάγνωση καὶ σωστὴ θεραπεία, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία λειτουργεῖ ὡς πνευματικὸ νοσοκομεῖο.


Ἡ ἀποστολικὴ ζωὴ διασώζεται στὸν μοναχισμό. Ἐκεῖ καλλιεργεῖται ἡ ζωὴ τῆς κοινοκτημοσύνης καὶ τοῦ ἡσυχαστικοῦ ἀγώνα γιὰ κάθαρση, φωτισμὸ καὶ θέωση.


Οἱ διάδοχοι τῶν ἁγίων Ἀποστόλων εἶναι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Οὐσιαστικὰ οἱ Πατέρες εἶναι ἡ γέφυρα ποὺ ἑνώνει τὴν ἀποστολικὴ ἐποχὴ μὲ κάθε ἐκκλησιαστικὴ ἐποχή. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀποστολική, ἐπειδὴ εἶναι πατερική. Οἱ Πατέρες δὲν εἶναι σοφοὶ ἐπιστήμονες ποὺ ἀπέκτησαν τὴν ἀνθρώπινη γνώση, ἀλλὰ ἐκεῖνοι ποὺ ἔλαβαν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, εἶχαν μέθεξη τῆς Θεοποιοῦ ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ. Ἀπέκτησαν τὴν ὑπαρξιακὴ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ διατύπωσαν μὲ τὰ ἰδιαίτερα χαρίσματα καὶ τὴν παιδεία ποὺ εἶχαν. Οἱ Πατέρες, ὡς θεούμενοι, γέννησαν ἐν Χριστῷ πνευματικὰ παιδιὰ γιὰ νὰ τὰ ὁδηγήσουν πρὸς τὸν ἁγιασμό. Ἔτσι οἱ Πατέρες γνώρισαν τὴ διδασκαλία περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλὰ γνώρισαν καὶ τὸν δρόμο γιὰ νὰ ὁδηγήσουν τὰ πνευματικά τους παιδιὰ στὴν ἐμπειρία καὶ τὴ γνώση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.


Οἱ Πατέρες παρέλαβαν τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Ἀποστόλων καὶ διὰ τῆς καθάρσεως ἔφτασαν στὸν φωτισμὸ καὶ τὴ θέωση. Καὶ ἀφοῦ θεραπεύτηκαν οἱ ἴδιοι, γνώρισαν τὸν Θεὸ καὶ στὴ συνέχεια θεράπευαν τὴν πνευματικὴ ἀσθένεια τῶν ἀνθρώπων. Ἡ Πατερικὴ Θεολογία εἶναι ἡ πνευματικὴ ἰατρική.


Τὰ συγγράμματα τῶν Πατέρων εἶναι θεόπνευστα γιατί καὶ οἱ ἴδιοι ἦταν θεόπνευστοι καὶ εἶχαν ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς. Γιὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θεόπνευστος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος, εὐρισκόμενος σὲ κατάσταση φωτισμοῦ ἢ θεώσεως, ἀφοῦ ἔχει τὴν ἐμπειρία αὐτή, γράφει θεοπνεύστως. Ἀλλὰ δὲν γράφει θέματα ποὺ δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὴ θεοπνευστία. Σὲ αὐτὴ τὴ συνάφεια καὶ ἡ Θεοπνευστία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων βασίζεται στὸ γεγονὸς ὅτι ἔλαβαν μέρος σὲ αὐτὲς θεόπνευστοι ἅγιοι Πατέρες. Καὶ οἱ ἀποφάσεις τους ἦταν ἔκφραση τῆς ἐμπειρίας θεώσεως ποὺ εἶχαν οἱ Πατέρες.


Ἕνα θέμα ποὺ χρήζει διευκρίνισης εἶναι καὶ ἡ περίοδος τῆς Πατερικῆς παραδόσεως, πότε ἀρχίζει καὶ πότε τελειώνει. Σύμφωνα μὲ τοὺς ἁγίους Πατέρες, ἡ πατερικὴ παράδοση ἀρχίζει ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, καὶ οἱ τότε ἅγιοι λέγονται Πατέρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ διαχωρίζονται σὲ Πατέρες πρὸ Νόμου, ἐν Νόμω καὶ μετὰ Νόμον. Μετὰ ἔχουμε τοὺς Ἀποστόλους, ἔχουμε τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου, τὴν περίοδο μεταξὺ ἐνσάρκωσης καὶ Πεντηκοστῆς, μετὰ ἔχουμε τὰ μετὰ τὴν Πεντηκοστή. Ἔτσι, ἡ Πατερικὴ παράδοση εἶναι συνεχὴς στὴν Ἐκκλησία, χωρὶς νὰ διακόπτεται.


Ἅγιοι λέγονται ὅσοι κατὰ διαφόρους βαθμοὺς μετέχουν τῆς ἁγιοποιοῦ - θεοποιοῦ ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ. Ἅγιοι δὲν εἶναι οἱ καλοὶ ἄνθρωποι, ἀλλὰ ὅσοι συνδέονται μὲ τὸν ἄσαρκο καὶ σεσαρκωμένο Λόγο, τὸν Χριστό. Ἡ ἁγιότητα εἶναι τὸ κοινὸ γνώρισμα ὅλων τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων, Μαρτύρων, Ἀσκητῶν. Ὅλοι εἶναι ἅγιοι, διότι ἔχουν τὴν ἁγιοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, καὶ εἶναι Πατέρες, διότι γεννοῦν πνευματικὰ παιδιά.


Ὁ σκοπὸς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ ἁγιάσει τὰ μέλη της, ἀλλὰ καὶ ταυτόχρονα νὰ χρησιμοποιήσει τὸν κατάλληλο τρόπο γιὰ νὰ ἐπιτύχει αὐτὸ τὸν στόχο. Ἡ ἁγιότητα βιώνεται μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ καὶ ὁ ἄνθρωπος συνεργεῖ. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου