Ανήμερα του Πάσχα, την 10η Απριλίου 1821 (με το παλιό ημερολόγιο) ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ εκτελείται από τον Σουλτάνο ως προδότης του Οθωμανικού κράτους. Ο αφορισμός των κορυφαίων της Επανάστασης από τον Πατριάρχη και η λύση του όρκου των Φιλικών για όλους όσους τον είχαν δώσει, έγινε για να αποφευχθεί ο φετφάς της γενικής σφαγής των χριστιανών. Ωστόσο, δεν ήταν αρκετός για να συγκρατήσει το μένος του Σουλτάνου που καθυστερημένα έμαθε το μερικό σχέδιο της Επανάστασης που αφορούσε στον εμπρησμό του στόλου, στην δολοφονία του και στην εξέγερση των Ελλήνων μέσα στην ίδια την πρωτεύουσα του Οθωμανικού κράτους. Ο Πατριάρχης απαγχονίζεται αμέσως μετά το «Χριστός Ανέστη» στην κεντρική πόρτα του Πατριαρχείου και ο γιαφτάς που κρεμιέται στο στήθος του περιγράφει την ενοχή του. Ο αφορισμός αυτός είχε προβλεφθεί από τον αρχηγό της Επανάστασης, τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Είχε ειδοποιηθεί ο Κολοκοτρώνης. Η εξέγερση του Μωρηά δεν κινδύνευε από τον αφορισμό, αφού υπήρχε το προηγούμενο του 1804 που είχε ζήσει ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης κι αφού η συμμετοχή του Πατριάρχη στην Επανάσταση ήταν γνωστή σε όλους από το 1819.
Στάθηκε όμως μοιραία για την εξέλιξη στην Μολδοβλαχία. Μαζί με την αποκήρυξη του τσάρου, ο αφορισμός της Επανάστασης αποτέλεσε για ορισμένα κεντρικά πρόσωπα όπως ο Βλαδιμιρέσκου, την πρόφαση για αποστασιοποίηση από την Επανάσταση των Ορθοδόξων. Δυστυχώς, αποτελεί ακόμη την πρόφαση για αρκετούς σημερινούς ιστορικούς που προσποιούνται ότι δεν είδαν και δεν κατάλαβαν ή ότι είδαν αλλά κατάλαβαν διαφορετικά. Είναι κρίμα, αλλά έτσι συμβαίνει, ιδιαίτερα επειδή το θέμα κρίνεται μέσα στην διάρκεια της εξέλιξής του. Και εφόσον το θέμα του 1821 δεν έχει λήξει, πολλοί από όσους γνωρίζουν, προτιμούν να περιγράφουν την έναρξή του με κριτήριο την επιθυμητή λήξη του.
Από δω και πέρα μιλούν τα έγγραφα. Ο Γρηγόριος Ε΄ δεν μετέχει απλώς στην Επανάσταση. Έχει αρχηγικό ρόλο (πώς θα μπορούσε να μην έχει ο αρχηγός του έθνους;) και συνειδητά θυσιάζεται για την επιτυχία της. Το 1819 και το 1820 στο πλαίσιο της «νέας» Φιλικής Εταιρείας που προέκυψε μετά τον θάνατο του Σκουφά, αποστέλλονται από την Αρχή και από τον Γενικό Έφορο Υψηλάντη απόστολοι όπως ο Περραιβός, ο Παππάς, ο Θέμελης με συστατικά γράμματα του Πατριάρχη. Ιδιαίτερος ζήλος απαιτείται για την προσχώρηση των Μανιάτικων οικογενειών στην Εταιρεία, αφού αυτές είχαν προϊστορία ουσιαστικής συμμετοχής στον γαλλικό τεκτονισμό. Το γράμμα του Πατριάρχη θα χρησιμοποιήσει ο Χριστόφορος Περραιβός για να υπογράψουν τελικά οι οικογένειες Μαυρομιχάλη, Γρηγοράκη και Τρουπάκη όρκο φιλίας και κοινής δράσης υπέρ του Γένους στο όνομα «της αγιωτάτης και ορθοδόξου ημών πίστεως» .
Μια εβδομάδα πριν την εκτέλεσή του, την Κυριακή των Βαΐων, ο Πατριάρχης, γνωρίζοντας το τέλος του, απαντούσε προς όσους τον προέτρεπαν να φύγει για να σωθεί:
Σήμερον των Βαΐων ας φάγωμεν εις το τραπέζι τα ψάρια του γιαλού, και παρεμπρός, εντός ίσως της εβδομάδος, ας φάγουν και αυτά από ημάς
Λίγους μήνες πριν και ενώ ο Υψηλάντης αναδείχθηκε αρχηγός της Επανάστασης, ο Πατριάρχης έστειλε μέσω του Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου επιστολές στον Ζωσιμά και στον Υψηλάντη. Στον πρώτο τόνιζε την λέξη «βοήθεια» και στον δεύτερο την λέξη «φρόνηση». Ο Ζωσιμάς έστειλε 20.000 ρούβλια στον Πατριάρχη και ο Υψηλάντης διέταξε τους Παναγιώτη Σέκερη και Κυριακό Κουμπάρη να έχουν στην διάθεση του Πατριάρχη πλοίο έτοιμο να αποπλεύσει. Ο Πατριάρχης αρνήθηκε τα χρήματα και εξήγησε στους Σέκερη και Κουμπάρη:
Περί μεν της συντηρήσεώς μου ουδέποτε έλαβα ή θα λάβω ανάγκην χρημάτων. Περί δε της ζωής μου ουδέποτε εφοβήθην. Βοήθειαν δεν απήτησα και την φρόνησιν συνεβούλευσα μόνον υπέρ του έθνους
Τρεις μήνες μετά τον απαγχονισμό του Γρηγορίου Ε΄, ο Σουλτάνος απαντούσε προς την Ρωσία, η οποία είχε θέσει τελεσίγραφο στην Πύλη να σταματήσουν οι σφαγές των αμάχων, οι καταστροφές των ναών και να αποσυρθούν τα στρατεύματα από την Μολδοβλαχία. Στην απάντηση ο Σουλτάνος δικαιολογείται στον τσάρο ότι η δράση του ήταν αναγκαία, επειδή ο Πατριάρχης ήταν «κορυφαίος της αποστασίας».
Την 10η Απριλίου 1826 (με το παλιό ημερολόγιο) πραγματοποιείται από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους η έξοδος του Μεσολογγίου. Το απόρθητο Μεσολόγγι λύγισε, όχι από την τεράστια στρατιωτική ισχύ που το πολιόρκησε για δεύτερη φορά επί ένα έτος, αλλά από έλλειψη τροφής. Η ιστορία ρίχνει τα φώτα στον ηρωισμό της απόφασης για την έξοδο και στην τραγική κατάσταση που ζούσαν οι πολιορκημένοι από τις αρχές του 1826. Σωστά όλα αυτά και αναμφισβήτητα. Εκεί όμως που αποφεύγει να θέσει ερωτήματα είναι στο πώς συνέβη να μείνει το Μεσολόγγι ανεφοδίαστο, ενώ προηγουμένως η προσωρινή κυβέρνηση του Κουντουριώτη κατάφερνε με επιτυχία να διασπά τον ναυτικό αποκλεισμό, στέλνοντας τον ικανότατο Ανδρέα Μιαούλη. Η απάντηση: ο αποκλεισμός του Κιουταχή έγινε πολύ πιο σφιχτός με την συνδρομή του Ιμπραήμ. Κι αυτό σωστό, όμως αυτό δεν εξηγεί τα πολλά και περίεργα που συμβαίνουν στο πολιτικό παρασκήνιο. Μετά τον β’ εμφύλιο ο Καραϊσκάκης εγκαταλείπει επιδεικτικά τον Κουντουριώτη που, έχοντας φυλακίσει τον Κολοκοτρώνη, παριστάνει τον αρχιστράτηγο εναντίον του Ιμπραήμ. Γυρίζει στη Ρούμελη για να βοηθήσει το Μεσολόγγι από την πλευρά της ξηράς. Είναι η μόνη ελπίδα σ’ αυτό τον τομέα, αφού η κυβέρνηση Κουντουριώτη (δηλ. η πολιτική του Μαυροκορδάτου) επιμένει επί τρία χρόνια να κρατά περιθωριοποιημένο τον Βαρνακιώτη στην πλευρά των Τούρκων. Στην κοινή ιστορία το Μεσολόγγι παραμένει ασύνδετο με την άτυπη διακυβέρνηση που από τις αρχές του 1825 παίρνει τα ηνία. Η διακυβέρνηση αυτή λέγεται «Επιτροπή Ζακύνθου» και αποτελείται από τρία πρόσωπα παραγνωρισμένα από την δημόσια ιστορία: Διονύσιος δε Ρώμα, Κωνσταντίνος Δραγώνας και Παναγιώτης Στεφάνου.
Η Επιτροπή αυτή υποκαθιστά σε μεγάλο βαθμό την κυβέρνηση που ανέδειξε το πρώτο δάνειο του Λονδίνου υπό τον Γεώργιο Κουντουριώτη. Το γιατί είναι μεγάλη ιστορία, αν το πούμε σύντομα, έχει δυο σκέλη. Το ένα είναι πρακτικό: ο Κουντουριώτης έχει ξεμείνει από χρήματα του δανείου (ελάχιστα απομένουν να παραληφθούν) και δεν θέλει να διαθέσει τα προσωπικά του χρήματα στον αγώνα. Αντίθετα, οργανώνει υπέρ του Μεσολογγίου μια εκποίηση εθνικών κτημάτων η οποία αποτελούσε αιτία πολέμου στην Εθνοσυνέλευση του Άστρους, αλλά και καταλήγει στο απόλυτο φιάσκο (και χρήματα δεν εισπράττονται και χάνεται προσωρινά η ιδιοκτησία της δημόσιας γης). Το δεύτερο μέρος του «γιατί» είναι ουσιαστικό: μέσα στο ρευστό περιβάλλον, οι περισσότεροι αναγνωρίζουν ρόλο διοίκησης στην Επιτροπή της Ζακύνθου. Η Επιτροπή συντάσσει την αίτηση προστασίας προς την Μ. Βρετανία. Ο άμεσος στόχος της αίτησης είναι να σταματήσει ο υπόγειος πόλεμος εναντίον της Επανάστασης από την Μ. Βρετανία, που, τυπικά, το 1823 πέρασε από την «ουδετερότητα» στην «ημιαναγνώριση». Ο μεσοπρόθεσμος στόχος είναι να κινητοποιηθεί η Ρωσία, ν’ ανατραπεί η διακυβέρνηση Κουντουριώτη-Μαυροκορδάτου-Κωλέττη, να αλλάξει το μοντέλο διακυβέρνησης (ισοδυναμεί με ακύρωση του Συντάγματος) και να κληθεί ο Καποδίστριας ως κυβερνήτης. Ο στόχος αυτός κάθε άλλο παρά εύκολος είναι, γιατί η αναζωπύρωση του εμφυλίου είναι ένας κίνδυνος που καραδοκεί. Το μέσο για την επίτευξη του στόχου είναι η ανάδειξη ενός άτυπου διδύμου εξουσίας που αποτελείται από τους ηττημένους του εμφυλίου Ζαΐμη και Κολοκοτρώνη. Εννοείται πως η Επιτροπή αναλαμβάνει σχεδόν εξ ολοκλήρου να κατασκοπεύει τον Ιμπραήμ, να συντονίζει τους αγωνιστές, να δίνει συμβουλές, να εξαγοράζει αιχμαλώτους, να τρέφει τους λιμοκτονούντες και να καλύπτει τα έξοδα του πολέμου. Από πού; από εράνους ευρωπαϊκών επιτροπών, από πίστωση του Ελβετού Eynard, πιθανώς από συνδρομές του Βαρβάκη και σίγουρα από χρήματα των προσωπικών περιουσιών Ρώμα, Στεφάνου και Δραγώνα.
Μέσω των Adam, Μουστοξύδη, Γεροστάθη, Β. Καποδίστρια κ.α. ο Διονύσιος δε Ρώμα και η παρέα του συντονίζουν τον ελληνικό αγώνα με το διεθνές περιβάλλον, φανερό και κρυφό. Η ερμηνεία των ποικίλων δράσεών του δεν είναι εύκολη. Διευκολύνεται από την ανάδειξη της τεράστιας πορείας του στην δημιουργία ελληνικού κράτους από την εποχή του Ρήγα ως την εποχή του Όθωνα. Η Ζάκυνθος υπήρξε από το 1815 το κέντρο δράσης της Εταιρείας του Φοίνικα. Το 1820, ενόψει της Επανάστασης, οι Άγγλοι αναγκάζουν τον Διονύσιο δε Ρώμα να εγκαταλείψει την αγγλοκρατούμενη Ζάκυνθο. Θα επιστρέψει το 1824, άγνωστο υπό ποιες συνθήκες, αλλά, προφανώς μέσα στο πλαίσιο μιας συμφωνίας με την Βρετανία. Όλα αυτά σκιαγραφούν το γιατί οι περισσότεροι από το 1825 και μετά στέφονται προς τον Ρώμα και εγκαταλείπουν τον Κουντουριώτη. Για το περαιτέρω ξεκαθάρισμα πρέπει να γνωρίζουμε και τα εξής: 1) Την περίοδο της πτώσης του Μεσολογγίου συμβαίνουν άλλα δυο σημαντικά γεγονότα. Η Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, η οποία θα προλάβει, πριν διακοπεί (λόγω του Μεσολογγίου), να επικυρώσει την αίτηση προστασίας προς την Μ. Βρετανία και να επιβάλλει ενδεκαμελή διοικητική Επιτροπή με επικεφαλής τον Ανδρέα Ζαΐμη. Η Κυβέρνηση του Κουντουριώτη και η Βουλή καταργούνται. Η Επανάσταση βαδίζει πολιτικά προς την «λύση Καποδίστρια». 2) Λίγο πριν, την 4-4-1826 (με το νέο ημερολόγιο) υπογράφεται στην Αγ. Πετρούπολη το Πρωτόκολλο μεταξύ Ρωσίας και Μ. Βρετανίας. Σ’ αυτό αναγνωρίζεται άμεσα για πρώτη φορά η αυτονομία των επαναστατημένων Ελλήνων στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το συνηθισμένο λάθος στην διαπραγμάτευση του 21 είναι η οργανωμένη από την βάση Επανάσταση, η «εμφάνιση των ξένων δυνάμεων» μετά το 1823 και η διπλωματική επίλυση μετά το 1826. Το 1821 οργανώθηκε στην κορυφή, όχι στην κοινωνική βάση. Ξεκινά ως διεθνές θέμα και μάλιστα στο διπλωματικό πεδίο: στην Βιέννη, το 1814. Εξελίσσεται στην πρώτη φάση ως πολεμικό γεγονός, το πλαίσιο του οποίου έχει συζητηθεί πολιτικά στο Λάυμπαχ. Οι «ξένοι» που εμφανίζονται μετά το 1823 δεν είναι ξένοι με το γεγονός, ούτε πρωτοεμφανιζόμενοι. Περνούν από το παρασκήνιο στο προσκήνιο επειδή το πολεμικό μέρος Επανάστασης-Πύλης έχει λήξει. Το διάστημα 1824-1831 είναι αυτό στο οποίο οι δυο παρατάξεις της Επανάστασης συγκρούονται φανερά, με άξονα το είδος του κράτους που πρόκειται να δημιουργηθεί. Όταν το 1826-27 η Βρετανία σύρεται από την Ρωσία σε μια πολιτική αναγνώριση της Επανάστασης και μια στρατιωτική σύγκρουση με τον Ιμπραήμ, το κάνει με βαριά καρδιά (βλ. το ημιτελές αποτέλεσμα του Ναυαρίνου, την δίωξη του Κόδριγκτον και την μετέπειτα αδράνειά της ως προς την μη αναγνώριση της Ιουλιανής Συνθήκης από τον Σουλτάνο).
Η πτώση του Μεσολογγίου οφείλεται (όπως και η παράδοση της Ακρόπολης) κυρίως στον βρετανικό παράγοντα που επιθυμούσε να διαπραγματευτεί με την Ρωσία ως γραικικό κράτος την Πελοπόννησο. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή του Λονδίνου δεν πλήρωνε από τα χρήματα των δανείων τις συναλλαγματικές εφοδιασμού του Μεσολογγίου. Για τον λόγο αυτό ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος το εγκατέλειψε στα τέλη του 1824 και δεν έμεινε να το υπερασπιστεί και πάλι. Η υπερπροσπάθεια για να σωθεί το Μεσολόγγι έχει σβηστεί από την επίσημη ιστορία. Όμως, η πλευρά του Φοίνικα στην Ζάκυνθο έχει αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια αυτής της προσπάθειας, της οποίας η κορυφή είναι μόνον η νηστεία του Διονυσίου Σολωμού και το ποίημά του «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι». Δεν είναι τυχαίο ότι ο Καποδίστριας φρόντισε άμεσα για την ανέγερση ταφικού μνημείου στην προδομένη πόλη του Μεσολογγίου. Όσο πολύ κι αν σπιλωθούν ως «Τουρκοδυσσέας» ο Ανδρούτσος, «εξωμότης» ο Βαρνακιώτης και «προδότης» ο Καραϊσκάκης, η ιστορία κάποτε θα αναδείξει την πραγματική αιτία για την οποία η Επανάσταση του Φοίνικα δεν ήταν αρεστή στην Δύση. Ταυτόχρονα θα αναδείξει και την κυβέρνηση Κουντουριώτη να περιμένει τα χρυσοπληρωμένα ατμόπλοια και τον Κόχραν για να μπει σε μια βδομάδα στα Δαρδανέλια και να υψώσει τον Σταυρό στην Αγια Σοφιά.
Λίγο πριν πέσει το Μεσολόγγι ο κόντε Διονύσιος δε Ρώμα προσπαθεί να εξοικονομήσει κι άλλα χρήματα για να το σώσει. Ρωτάει τον γιό του αν συμφωνεί να πουληθεί το καλύτερο κτήμα τους σε τιμή μικρότερη από την μισή του αξία. Ο γιος απαντά: «ας πουληθούν και των προγόνων μας οι τάφοι».
Στέργιος Ζυγούρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου