Κυριακή 23 Απριλίου 2017

Ο βασιλιάς και τ’ αηδόνι, μια ιστορία με νόημα.



ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΝΟΗΜΑ
Ο βασιλιάς και τ’ αηδόνι



Κάποτε ένα βασίλειο δοξασμένο, που η φήμη του έφτανε στις πιο απόμακρες μεριές, το κυβερνούσε ρήγας τρανός και ισχυρός, που όλοι τον σέβονταν και προσκυνούσαν. Οι καταχτήσεις του έφταναν μέχρις εκεί που τέλειωνε η ξηρά – γενναίος στρατηλάτης που μάχη δεν είχε χάσει στη ζωή του. Το μυαλό του κοφτερό κι η κρίση του ορθή, λέγαν πως οι δάσκαλοι του ήτανε οι πιο σοφοί του κόσμου, φιλόσοφοι και μαθηματικοί που τ’ έργο τους είχε αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στην ιστορία του ανθρώπου. Έτσι κι ο βασιλιάς, είχε βάνει σκοπό ν’ αφήσει το όνομά του άφθαρτο απ’ τον ηθμό του χρόνου – αυτόν π’ αφήνει απέξω όσους δεν έκαναν κάτι μνημειώδες στη ζωή τους.

Κανείς δεν τόλμαγε ν’ αμφισβητήσει τα βουλεύματά του, μήτε να παρακούσει τις επιθυμίες του. Κάθε λέξη που άφηνε, έσπευδαν οι γραφιάδες του να τη μαζέψουν για να γίνει προσταγή, και κάθε απόφαση άρρηκτη ταξίδευε μέχρι το πιο ακριτικό χωριό της επικράτειάς του. Δεν ήτανε δυνάστης, ουτ’ άδικος με τους υπηκόους του, οι πιο πολλοί τον αγαπούσαν γιατί τον πρυτάνευε η λογική και η παιδεία που έλαβε απ’ τους μεγάλους διδασκάλους. Όμως οι επιθυμίες του εκπληρώνονταν, κι ό,τι ζητούσε απ’ τους υπηρέτες το είχε την επόμενη στιγμή. Τα όρια των θελημάτων του έφταναν μέχρις εκεί που του επέτρεπαν οι νόμοι της φύσης στον κόσμο όπως τόνε ξέρουμε.
Το πάθος του βασιλέα ήτανε τα πτηνά. Λέγανε πως η συλλογή του ήταν τόσο μεγάλη, που χρειάστηκε να κτίσει ένα πτηνοτροφείο ίσα με το μέγεθος του παλατιού του, όπου κανείς δεν τόλμαγε να πατήσει πόδι δίχως την άδεια του. Είχε προσλάβει τους πιο γνωστούς ειδικούς για να του φέρνουν εξωτικά πουλιά από την άκρη της γης, κι άλλους για να φροντίζουν την τροφή και το καθάρισμα. Έμποροι πολυταξιδεμένοι, σαν ήθελαν να κερδίσουνε την εύνοια του, τού ‘φερναν δώρο πλουμιστά πουλιά, από χώρες όπου οι άνθρωποι είχαν χρώμα αλλιώτικο απ’ το λαό του βασιλιά.
Είχε γεράκια εκπαιδευμένα κι αϊτούς, μεγάλους γκρίζους παπαγάλους που μάθαιναν λέξεις και τον διασκέδαζαν, άλλους πράσινους, κόκκινους και μπλάβους φερμένους από ήπειρο απέναντι απ’ τη μεγάλη θάλασσα, και καναρίνια όλων των χρωμάτων και μεγεθών. Άλλα πουλιά είχαν μεγάλο ράμφος και περίεργα φτερά, άλλα έκραζαν ατάλαντα στο τραγούδι, κι άλλα είχαν συνήθειες πρωτάκουστες κι αξιοπερίεργες. Κι όλο μεγάλωνε τη συλλογή του κι ευχαριστιόταν να τα βλέπει έτσι όπως τα ‘χε μαζεμένα.
Μια μέρα ο βασιλιάς καθόταν πλάι στο παράθυρο της καμάρας του κι απολάμβανε το σούρουπο όπως έπεφτε γλυκά στον ουρανό – τα χρώματα στους κήπους του τερπνά για τη ματιά του – κι αισθάνθηκε χορτάτος απ’ αυτά που εξουσίαζε η ύπαρξή του. Την προσοχή του κέντρισε ένα τιτίβισμα που άκουγε απ’ τους θάμνους των μαγικών βασιλικών του κήπων. Γύρισε κι είδε ένα πουλί μικρό και γκριζωπό που πετάριζε ανάλαφρα τριγύρω. Όσο αδιάφορη κι αν ήτανε η εμφάνισή του, τόσο γλυκιά και παραδείσια η λαλιά του. Τέτοιο τραγούδι όμορφο δεν είχε ξανακούσει στη ζωή του, παρέδωσε δίχως αντίσταση την ακοή του να σαγηνευτεί στη μελωδία κι άφησε την γοητευμένη του ψυχή ν’ απογειωθεί ανταποκρινόμενη στο κάλεσμα της.
Φώναξε τους συμβούλους του αμέσως και ρώτησε τι είδος ήτανε αυτό.
«Αηδόνι βασιλέα μου, απ’ τα πουλιά με το πιο όμορφο κελάηδημα στον κόσμο» απάντησε ένας που το ‘χε μελετήσει.
«Κι εγώ γιατί δεν το ‘χω ξανακούσει μέσα σ’ αυτά που έχω;» ρώτησε παραξενεμένος ο βασιλιάς.
«Γιατί τούτο το πουλί άρχοντά μου, δεν μένει σε κλουβί. Ζει ελεύθερο στα δάση και ταξιδεύει το χειμώνα για πιο ζεστά μέρη».
Βαριά ματαίωση για τον βασιλέα η κουβέντα του συμβούλου. Το θέλγητρό της μελωδίας έγινε πολύ πιο ισχυρό, κι η επιθυμία του έγινε απαρέγκλιτη εντολή στ’ αυτιά όσων των άκουγαν.
«Θέλω να μου πιάσετε και να μου φέρετε εκείνο το πουλί. Δεν υπάρχει πλάσμα ζωντανό μες στο βασίλειό μου που δε θα μπορέσω να γραπώσω, ούτε πετράδι ουτ’ άλλο αγαθό που δεν μπορώ ν’ αποκτήσω» είπε με ύφος προστακτικό κι οι υπηρέτες του εξαφανίστηκαν για να πραγματώσουν τη διαταγή.
Λίγο αργότερα ένα από αυτούς κατέφτασε λαχανιασμένος μ’ ένα χαμόγελο πλατύ, και αφού υποκλίθηκε του ανακοίνωσε πως είχε καταφέρει να πιάσει το πτηνό μ’ ένα δίχτυ. Γεμάτος ικανοποίηση ο βασιλιάς, διέταξε ν’ αμείψουν το κατόρθωμα του υποτελή καθώς και να φέρουν μπροστά του το πλάσμα που είχε μαγέψει τη καρδιά, μα και θολώσει την ορθή του κρίση…
Την ερχόμενη μέρα ανάμενε ν’ ακούσει πάλι το κελάηδημα του αηδονιού για να λάβει την ευχαρίστηση του. Όμως αυτό καθότανε μουγκό, στεκόταν στο κλαρί κι άχνα δεν έβγαζε. Θύμωσε ο βασιλιάς, όμως περίμενε κάποια στιγμή πως θ’ αρχινούσε. Δυο μέρες πέρασαν και τρεις, κι εκείνο ούτε λαλιά – ο άρχοντας εξαγριώθηκε που δεν μπορούσε να ‘χει αυτό που θα ‘σβηνε τη φουντωμένη φλόγα της επιθυμίας του. Φώναξε τους ειδικούς, και ρώταγε επίμονα γιατί δεν τραγουδά, μα λάμβανε από παντού την ίδια απάντηση.
«Βασιλιά μου, τ’ αηδόνι δεν στέκει πίσω από κάγκελα. Δεν θ’ ακούσεις την ωδή του ποτέ ξανά, μονάχα θα το βλέπεις να μαραζώνει στη γωνιά του».
Σηκώθηκε εξαγριωμένος κι η φωνή του ακούστηκε απ’ άκρη σ’ άκρη στο παλάτι.
«Το σιχαμένο πλάσμα είναι τόσο άσχημο, που εύχομαι να ψοφήσει! Αφού δεν μπορεί να μου δώσει τη φωνή του, μου είναι άχρηστο πια. Έχω τόσα άλλα όμορφα πτηνά στην κατοχή μου, με πιο μεγάλα και γυαλιστερά φτερά, με τα τερτίπια του αηδονιού θα ασχολιέμαι;». Βρόντηξε το σκήπτρο του κάτω κι έφυγε φουριόζος για το δωμάτιό του.
Το αηδόνι έμεινε στο κλουβί, κάθε μέρα έτρωγε και πιο λίγο μέχρις ότου σταμάτησε εντελώς. Πούπουλα έπεφταν απ’ τα φτερά του που η γυαλάδα τους ξεθώριαζε όπως κι ελευθερία που του ‘χανε στερήσει. Κι ο βασιλιάς κάθε μέρα το καταριόταν έτσι κατσουφιασμένο που είχε γίνει. Ένα πρωί λοιπόν σηκώθηκε κι είδε το άψυχο κορμάκι του να κείτεται στον πάτο του κλουβιού. Το θώρησε περιφρονητικά κι έφυγε φωνάζοντας ν’ απορρίψουν το άχρηστο ζώο στα σκουπίδια.
Το πρόσωπό του σκοτείνιασε, για πάντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου