Ὁ ἀρκετὰ ἀσυνήθιστος νεαρός, ποὺ πλησιάζει τὸν Χριστὸ στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, εἶναι κατ’ ἀρχὴν προφανὲς ὅτι δὲν εἶχε πονηρὴ διάθεση. Δὲν πῆγε «πειράζων», ὅπως ἐκεῖνος ὁ νομικὸς καὶ κάποιοι Φαρισαῖοι. Ἦταν εἰλικρινής. Αὐτὸ τεκμαίρεται καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ἀκούγοντας τὴν τελικὴ προτροπὴ τοῦ Χριστοῦ «ἀπῆλθεν λυπoύμεvoς». Ἀναζητοῦσε πραγματικὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος, «συμπληρώνει» τὸν Ματθαῖο λέγοντας ὅτι «ἐμβλέψας αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς ἠγάπησεν αὐτόν».
Νέoς καὶ πλούσιος, καὶ νὰ ἀγωνιᾶ γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ μᾶλλον εἶναι σπάνιο φαινόμενο. Οἱ νέοι ἀνέκαθεν δὲν τὰ πᾶνε τόσο καλὰ μὲ τοὺς ἱεροκήρυκες. Οἱ σημερινοὶ μάλιστα νέοι, καὶ ὄχι μόνο, ὅταν ἀκούσουν κάποιον νὰ τοὺς μιλάει γιὰ αἰώνια ζωή, ἀπαντοῦν συνήθως μὲ τὴν παροιμία «κάλλιο πέντε καὶ στὸ χέρι, παρὰ δέκα καὶ καρτέρει».
Ὅμως ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται, ὁ νέος ποὺ πῆγε στὸν Χριστὸ δὲν συμβιβαζόταν οὔτε μὲ τὰ «δέκα», ἀλλὰ ἤθελε πολὺ περισσότερα, καὶ μάλιστα ἐδῶ καὶ τώρα. Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ κρατοῦσε τὴ συνείδησή του καθαρὴ τηρώντας κατὰ δύναμη τὸ θεῖο θέλημα, τὸ ὁποῖο γνώριζε καλά. Σίγουρα δὲν εἶναι λίγο, ἕνας νέος ἄνθρωπος νὰ κάνει συνειδητὸ ἀγώνα γιὰ νὰ ἐφαρμόζει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμα ὅμως πιὸ ἐντυπωσιακὸ εἶναι ὅτι, παρὰ τοὺς ὄχι ἀσήμαντους κόπους του, δὲν εἶχε βουλιάξει οὔτε στὴν αὐτάρκεια οὔτε στὴν κενοδοξία. Ἔτσι, συνειδητοποιώντας ὅτι μᾶλλον εἶχε κατορθώσει ἀρκετὰ γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, δὲν εἶπε «μπράβο μου», ἀλλὰ ρώτησε «τί ἔτι ὑστερῶ;». Αὐτὴ ἡ ἐρώτηση εἶναι δεῖγμα ὡριμότητας καὶ σύνεσης, ἀρετῶν δυσεύρετων σὲ νέους.
Τί ἔτι ὑστερῶ;
Μὲ τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο ἐγωιστικὸ φρόνημα κάποιος ἄλλος νέος, στὴν προτροπὴ ἑνὸς μεγάλου χριστιανοῦ λογοτέχνη νὰ γνωρίσει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ τὸν κάνει ὁδηγὸ τῆς ζωῆς του, ἀπάντησε: «Φοβᾶμαι ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ τὶς ἐντολές του θὰ εὐνουχίσει τὶς ἱκανότητές μου καὶ θὰ μοῦ κόψει τὰ φτερὰ νὰ πραγματώσω τὰ ὄνειρά μου». Τότε ὁ πιστὸς νομπελίστας τοῦ εἶπε: «Ἂν γνωρίσει σωστὰ τὸν Χριστὸ καὶ μπεῖς στὸ στάδιο ἀσκήσεως τῆς Ἐκκλησίας του, δὲν θὰ σὲ ἀφήσει σὲ ἡσυχία μέχρι νὰ ἀξιοποιήσεις στὸ ἔπακρο τὰ χαρίσματά σου».
Ἐρωτώντας ὁ ἄνθρωπος τὸν Χριστὸ «τί ἔτι ὑστερῶ;», βάζει τὸ πιὸ γερὸ θεμέλιο γνήσιας πνευματικῆς προκοπῆς. Ὁ ἅγιος Σισώης, κάνοντας αὐτὴ τὴν ἐρώτηση καθημερινὸ ἐφαλτήριο γιὰ νέους ἀγῶνες, ἔφτασε στὴν κορυφὴ τῆς ὑψοποιοῦ ταπεινώσεως: Ἔβλεπε τὸν Χριστὸ νὰ ἔρχεται «ἐν δόξῃ» γιὰ νὰ παραλάβει τὴν ψυχή του, καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὸν ἀφήσει νὰ ζήσει λίγο ἀκόμα γιὰ νὰ βάλει ἀρχὴ μετανοίας. Ἀντίθετα, ὅποιος ἐπαναπαύεται στὶς ὑποτιθέμενες ἀρετές του καὶ αὐτοθαυμάζεται γιὰ τὰ ἠθικά του κατορθώματα, στὴν καλύτερη περίπτωση βαλτώνει σὲ μία ἐπικίνδυνη στασιμότητα, γιὰ νὰ ξυπνήσει κάποια νύχτα καὶ νὰ ἀκούσει μαζὶ μὲ τὸν ἄφρονα πλούσιο: «ἃ δὲ ἡτοίμασας, τίνι ἔσται;».
Ὁ οὐράνιος θησαυρός σου
Ὁ κατὰ τὰ ἄλλα ἀξιοθαύμαστος νεαρὸς ποὺ πῆγε στὸν Χριστό, ἐνῶ δὲν εἶχε κολλήσει στὸν βάλτο τῆς αὐτάρκειας, εἶχε πιαστεῖ στὴν παγίδα ἑνὸς πάθους, τῆς φιλοκτημοσύνης. Καὶ ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται, εἶχε γερὰ γαντζωθεῖ στὴν ἀγάπη τῶν κτημάτων του. Ἐκπλήσσεται ἀκόμη καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, βλέποντας αὐτὸν ποὺ μὲ τόση χαρὰ καὶ προθυμία προσῆλθε στὸν Χριστό, ὅταν τοῦ ζήτησε νὰ τὰ ἀφήσει ὅλα καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσει, νὰ μὴ βρίσκει τὸ κουράγιο «μηδὲ ἀποκρίνασθαι, ἀλλὰ σιγήσαντα καὶ κατηφῆ γενόμενον ἀπελθεῖν». Καὶ νὰ σκεφθεῖ κανεὶς ὅτι ἡ πρόταση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἄκρως δελεαστική. «Εἶδες πόσα βραβεῖα, πόσους στεφάvους τίθησι τῷ σταδίῳ τούτῳ;», ρωτάει ὁ Χρυσορρήμων. Δὲν εἶναι λίγο νὰ σοῦ λέει ὅτι ἀπέχεις ἕνα βῆμα ἀπὸ τὴν τελειότητα. Δὲν εἶναι ἀμελητέο νὰ σοῦ ὑπόσχεται «θησαυρὸν ἐν οὐραvοῖς».
Ἂν ὁ νεαρὸς τὸ σκεφτόταν καλύτερα, θὰ συνειδητοποιοῦσε ὅτι τελικά, ὄχι μόνο δὲν θὰ ἔχανε τίποτε, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς θὰ τοῦ πρόσθετε «ὄχι ἁπλῶς περισσότερα ἀλλὰ καὶ τόσο μεγαλύτερα, ὅσο μεγαλύτερος εἶναι ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τὴ γῆ». Ἂν εἶχε ἀκολουθήσει τὸν Χριστό, ἴσως νὰ εἶχε φτάσει κι αὐτὸς στὰ μέτρα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων ἢ τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου καὶ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἀφοῦ καὶ γιὰ τοὺς δύο αὐτοὺς κολοσσοὺς ἁγιότητας (ὅπως καὶ γιὰ πολλοὺς ἄλλους) αὐτὸ τὸ εὐαγγέλιο ἔγινε ἡ ἀφετηρία τῆς θαυμαστῆς ἀφιέρωσής τους στὸν Χριστό.
Σὲ ἐποχὲς πενίας λόγω τῆς οἰκονομικῆς κρίσης ἴσως πολλοὶ ἰσχυριστοῦν ὅτι ἡ εὐαγγελικὴ αὐτὴ περικοπὴ δὲν ἔχει καὶ πολλὰ νὰ μᾶς πεῖ. Ὅμως δὲν εἶναι μόνο τὰ πολλὰ κτήματα ποὺ μᾶς κρατᾶνε δεμένους καὶ δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ ἀκολουθήσουμε τὸν Χριστό. Ὁ ἀββὰς Δωρόθεος δὲν κινδυνολογεῖ, ὅταν συμβουλεύει: «Πιστέψτε με, ἀδελφοὶ μου· ἂν ἔχει παραδοθεῖ κάποιος καὶ μόνο σὲ ἕνα πάθος, κινδυνεύει νὰ χάσει τὴν ψυχή του. Μπορεῖ νὰ κάνεις δέκα καλὰ ἔργα καὶ νὰ τὰ νικάει τὸ ἕνα κακὸ στὸ ὁποῖο ἔχεις ὑποδουλωθεῖ. Ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἀετός, ἂν ξεφύγει ὁλόκληρος ἀπὸ τὴν παγίδα καὶ πιαστεῖ μόνο τὸ νύχι του, δὲν γλιτώνει, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή. Ἂν ἔχει καὶ μὲ ἕνα μόνο πάθος δεθεῖ, ὅποία ὥρα θέλει ὁ ἐχθρὸς τὴ νικάει». Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἀποτελεῖ ὁ ἱερέας Σαπρίκιος, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ ἄντεξε βασανιστήρια γιὰ τὴν πίστη του στὸν Χριστό, ἔχασε ὄχι μόνο τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχή του, λόγῳ τῆς ἐπίμονης μνησικακίας του πρὸς τὸν φίλο του καὶ μετέπειτα ἅγιο μάρτυρα Νικηφόρο, ὁ ὁποῖος τὸν ἐκλιπαροῦσε γιὰ συγχώρηση.
Μετὰ ἀπὸ αὐτά, ἂν κι ἐμεῖς «ἐκπληττόμενοι σφόδρα» ρωτήσουμε μαζὶ μὲ τοὺς μαθητὲς τὸν Κύριο «τὶς ἄρα δύναται σωθῆναι;», ἂς παρηγορηθοῦμε μὲ τὴν ἀπάντησή του – πρόσκληση σὲ θερμοτερη πίστη: «Παρὰ τῷ Θεῷ πάντα δυνατὰ ἐστίν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου