Η ανάγκη ενός ιδεολογικού άλματος προς τα εμπρός
Tου Γιώργου Καραμπελιά από την Ρήξη φ. 146
Στη
ΔΕΘ για άλλη μια χρονιά μικροί πολιτικοί, κάποιοι απ’ αυτούς στα όρια
σαλτιμπάγκων, όπως ο πρωθυπουργός των πυρκαγιών και των Σκοπίων,
διαγκωνίζονται αυτές τις ημέρες για τον εκμαυλισμό των Ελλήνων,
προτείνοντας επιδόματα, ελαφρύνσεις, διορισμούς, σε μια χώρα
κατεστραμμένη, που βουλιάζει στη δημογραφική συρρίκνωση και την
οικονομική στασιμότητα. Ούτε μια σπίθα πρωτότυπης σκέψης, ούτε ένα
στοιχείο οραματικό για να βοηθήσει τους Έλληνες να βγουν από την
κατάθλιψη και την παρακμή. Και αυτό ακόμα και αν κάποιες σκέψεις ή
κάποιες προτάσεις μπορεί να φαντάζουν περισσότερο ρεαλιστικές ή
εφαρμόσιμες από άλλες. Όμως από όλες λείπει εκείνο το στοιχείο που θα
τις έκανε να εντάσσονται σε ένα συνολικό πρόγραμμα, σε ένα οραματικό
σχέδιο ικανό να συνεγείρει τους Έλληνες.
Και, δυστυχώς, αυτή η πνευματική και οραματική αφλογιστία δεν περιορίζεται στους πολιτικούς αρχηγούς και τους παρατρεχάμενούς τους, αλλά χαρακτηρίζει το σύνολο των ελίτ και του «πνευματικού κόσμου» της χώρας. Γι’ αυτό και η γενικευμένη αίσθηση πνιγμού και αδιεξόδου.
Στην πραγματικότητα οι Έλληνες δεν έχουν ακόμα χωνέψει με τρόπο δημιουργικό το ιστορικό τέλος του οικουμενικού ελληνισμού, που ολοκληρώθηκε τελεσίδικα σχεδόν πριν εκατό χρόνια, το 1922, και ταλανίζονται έκτοτε μέσα σε έναν διαρκή, κηρυγμένο και ακήρυκτο εμφύλιο, χωρίς όραμα, χωρίς καμιά Μεγάλη Ιδέα ικανή να επανενώσει δημιουργικά τον λαό και το έθνος. Και πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο, με ηγεσίες –πολιτικές και πνευματικές– όλο και κατώτερες, όλο και πιο υποβαθμισμένες, με αποκορύφωμα τον σημερινό αγράμματο, σπιθαμιαίο και αμοραλιστή πρωθυπουργό.
Και είναι πασιφανές πως, αν συνεχίσουμε με αυτό τον τρόπο, το ιστορικό μας τέλος είναι αναπόφευκτο. Αλληλοσπαρασσόμενοι, δειλοί και μοιραίοι, θα συνεχίσουμε προς την ιστορική μας έκλειψη.
Μέχρι το 1922, το ιστορικό όραμα του ελληνισμού, η Μεγάλη Ιδέα, είχε εκτατικό χαρακτήρα: Να επεκταθεί το ελληνικό κράτος-έθνος, να απελευθερωθούν οι σκλαβωμένοι Έλληνές του για να μπορέσουν να συγκεντρωθούν σε ένα ενιαίο κράτος, που θα αποκαθιστούσε τα όρια του ελληνισμού στα ιστορικά μεγέθη του ύστερου Βυζαντίου – αυτό που επιζητούσε ο Ρήγας Βελεστινλής, η Φιλική Εταιρεία, ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Αυτό το όραμα, από ευθύνες δικές μας, κατ’ εξοχήν, αλλά και των ξένων, που ποτέ δεν επιθυμούσαν έναν κραταιό ελληνισμό, βούλιαξε στο λιμάνι της Σμύρνης, για να μπορούν σήμερα τα τουρκικά αεροπλάνα να εξευτελίζουν εκεί τον Έλληνα υπουργό.
Και άλλα ιστορικά έθνη της περιοχής μας είχαν ανάλογα οικουμενικά εθνικά χαρακτηριστικά, και μάλιστα με πολύ μικρότερες ή και εντελώς ανύπαρκτες εθνικές εστίες, οι Αρμένιοι, οι Εβραίοι, οι λεβαντίνοι. Και όλοι, ιδιαίτερα οι δύο πρώτοι, αντιμετώπισαν γενοκτονίες και εξανδραποδισμούς μεγάλης κλίμακας.
Το τίμημα λοιπόν της επιβίωσής μας στον αιώνα αυτό είναι επί τέλους να ξεπεράσουμε το τραύμα του 1922, το τραύμα ενός εκτατικά οικουμενικού ελληνισμού.
Σήμερα, μόνο μία τύχη μπορούμε να έχουμε, και μάλιστα in extremis, στην κόψη του ξυραφιού. Να ξεπεράσουμε, για πρώτη ίσως φορά στην ιστορία μας, τον εκτατικό εθνικό μας χαρακτήρα, προς ένα όραμα «εντατικό», που να μπορεί να συγκεντρώσει σε ένα μικρό έδαφος και σε έναν μικρό, πλέον, πληθυσμό, μια οικουμενική πολιτιστική ισχύ χιλιετιών!
Κάτι τέτοιο σημαίνει πως το σημερινό, μικρό αριθμητικά ελληνικό έθνος, θα πρέπει, «βάζοντας στη μηχανή του» μια τεράστια παράδοση, να μεταβληθεί σε έναν πυκνωτή ισχύος, που θα το μεταβάλει και πάλι σε ένα «μεγάλο» έθνος, ικανό να αντέξει τις τεράστιες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε, γεωπολιτικές, οικονομικές, πολιτισμικές. Διαφορετικά δεν έχουμε καμία τύχη.
Κατά συνέπεια, πρέπει να ανατραπεί άρδην το σημερινό κυρίαρχο μοντέλο. Η δημογραφική ανάταξη, η παιδεία, η έρευνα, η τεχνολογική αναβάθμιση, ο πολιτισμός, η εθνική και κοινωνική συνοχή, πρέπει να περάσουν στην πρωτοκαθεδρία και τα εμφυλιοπολεμικά σύνδρομα να χτυπηθούν ανελέητα. Η παραγωγή υψηλής τεχνολογίας, ιδιαίτερα στους τομείς της ναυτιλίας, της άμυνας, της γεωργίας, αλλά και προπαντός η άυλη και πολιτισμική ισχύς.
Πράγματι, την εποχή που ο πολιτισμός είναι το ισχυρότερο όπλο της αμερικανικής υπερδύναμης και το Χόλυγουντ έχει μάλλον μεγαλύτερη δύναμη από τον Λευκό Οίκο, η μεταβολή της ιστορικής μας κληρονομιάς σε όπλο πολιτιστικής και γεωπολιτικής ισχύος, η προβολή μιας ιστορικής ταυτότητας που αρχίζει από τον μινωικό πολιτισμό και την πρώτη ελληνική γλώσσα, περνάει από την Αθήνα και τη Μακεδονία, συγκροτεί με το Βυζάντιο τη χριστιανική παράδοση και φθάνει μέχρι τον Θεόφιλο και τον Σεφέρη, μπορούν και πρέπει να αποτελέσουν το μεγάλο έδαφος στο οποίο οφείλουμε να επενδύσουμε.
Και η αποφασιστική προϋπόθεση, για να υιοθετήσουμε και να αρχίσουμε να θέτουμε σε εφαρμογή μια Μεγάλη Ιδέα για τον ελληνισμό της εποχής μας, είναι η ανατροπή του κυρίαρχου από το 1915 μέχρι σήμερα εμφυλιοπολεμικού μοντέλου, πάνω στο οποίο στηρίχτηκαν όλες οι μεγάλες σύγχρονες καταστροφές τις χώρας. Αυτό δεν επέτρεψε την πραγματοποίηση του οράματος του Ρήγα και της Φιλικής, και αποτέλεσε πάντα το όχημα για την ξένη διείσδυση και τη μεταβολή των ελίτ, ιδιαιτέρα τα τελευταία χρόνια, σε εξαρτήματα, και κάποτε και σε πράκτορες, των ξένων δυνάμεων.
Είμαστε σήμερα μικροί, ένα υπόλειμμα του γένους μας, γιατί ηττηθήκαμε, ωστόσο αυτό το μέγεθος μπορεί να γίνει αρετή αν βαδίσουμε προς το μέλλον, αναλαμβάνοντάς το ως μια πρόκληση για να οικοδομήσουμε τον κόσμο εντός μας, μια γέφυρα, μια σύνθεση πολιτισμών, μια «μαύρη τρύπα» δημιουργικότητας. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος που διαθέτουμε, διαφορετικά θα πάψουμε να υπάρχουμε ως αυθεντικό ιστορικό συλλογικό υποκείμενο.
Και, γι’ αυτό, είναι ανάγκη να επιχειρήσουμε μια σύνθεση διαφορετικών ρευμάτων και ευαισθησιών, μια υπέρβαση του ιδεολογικού κατακερματισμού και της μονοθεματικότητας που χαρακτηρίζει τα ελληνικά ιδεολογικά ρεύματα. Η σύγκραση της εθνικής, κοινωνικής και οικολογικής διάστασης των προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος κόσμος αποτελεί αίτημα ζωής ή θανάτου για την Ελλάδα. Δεν είναι δυνατή σε βάθος μεταβολή, σε οποιονδήποτε τομέα της κοινωνικής και πολιτιστικής μας ζωής, χωρίς καθολικές, επαναστατικού χαρακτήρα, μετατροπές της ελληνικής κοινωνίας.
Δεν είναι δυνατό να υπερασπίσεις την εθνική ανεξαρτησία χωρίς μια οικονομία μη παρασιτική και παραγωγική. Όμως μια τέτοια οικονομία προϋποθέτει ένα μοντέλο ανάπτυξης σε απ’ ευθείας αντίθεση με το παγκοσμιοποιημένο καταναλωτικό πρότυπο. Η ελληνική οικονομία κατά συνέπεια μπορεί να είναι αυτόνομη, έστω σχετικά, μόνο σε συνθήκες ανατροπής της αχαλίνωτης παγκοσμιοποίησης. Το ίδιο ισχύει με την ανάπτυξη της ιδιοπροσωπίας μας: Χρειαζόμαστε το αγκίστρωμα στην παράδοση για να το μεταβάλλουμε σε πρόταση για το μέλλον. Η παράδοση πρέπει να γίνει λίπασμα για την ενεργοποίηση ρηξικέλευθων και πρωτοπόρων προτάσεων. Διαφορετικά, μεταβάλλεται σε ανίσχυρο φολκλόρ.
Σήμερα είναι ανάγκη να κάνουμε ένα ιδεολογικό άλμα προς τα εμπρός. Να μετασχηματίσουμε τη συνείδηση της ταυτότητας σε πρόγραμμα που θα υπερβαίνει τη σχιζοφρενική αντίφαση εθνομηδενιστικού κοσμοπολιτισμού και αφόρητου επαρχιωτισμού, στην οποία μας έχουν οδηγήσει ελίτ χωρίς συνείδηση και γνώση του ίδιου του ιστορικού σώματος της χώρας, ως την αναγκαία βάση για την οποιαδήποτε απόπειρα ανόρθωσης. Γι’ αυτό και μπορούν τόσο άνετα να ξεπουλάνε τα πάντα, από τη Μακεδονία, την Κύπρο, τη Θράκη… μέχρι την ελληνική γλώσσα και την… Αμφίπολη, γιατί ακριβώς δεν έχουν συνείδηση πως μόνο πάνω σε αυτά μπορεί να στηριχθεί η τελευταία μεγάλη απόπειρα του ελληνισμού για έναν εκσυγχρονισμό στηριγμένο στην παράδοσή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου