Τρίτη 5 Μαρτίου 2019

«Μοναχὰ Μακεντὸν Ὀρτοντὸξ» τοῦ Μυριβήλη



Σὲ μιὰν ἀνάρτησή του ὁ Ν. Σαραντάκος ἀσχολεῖται μὲ τὸ «Μακεντὸν Ὀρτοντὸξ» τοῦ Μυριβήλη, μὲ ἀφορμὴ ἕνα ἄρθρο κάποιου ἄλλου Ἀριστεροῦ ἀπὸ τὸ μακρινὸ 1992.

Ὅσα γράφονται παρακάτω προέρχονται κυρίως ἀπὸ πολὺ ἐνδιαφέροντα σχόλια διάφορων σχολιαστῶν τῆς ἀνάρτησης τοῦ Ν.Σ., τὰ ὁποῖα ἐδῶ ὁδηγῶ στὰ λογικά τους συμπεράσματα. Δὲν ξέρω τί ἤθελε νὰ δείξει μὲ τὴν ἀνάρτηση ὁ Ν.Σ.· πάντως, οἱ πρῶτοι Ἕλληνες κομμουνιστές, τοῦ 1924 (Γιάννης Πετσόπουλος, Γ. Κορδάτος, ἡ Κ.Ε. ποὺ ἐπέπληξε τὸν Ν. Σαργολόγο ὅταν αὐτὸς χωρὶς τὴν ἔγκρισή της ὑπερψήφισε τὴν αὐτονόμηση τῆς Μακεδονίας στὸ 4ο Συνέδριο τῆς Διεθνοῦς, Θωμᾶς Ἀποστολίδης, Σεραφεὶμ Μάξιμος) ἀντέδρασαν στὰ περὶ μακεδονικοῦ ἔθνους, καὶ γι’ αὐτὸ ἐκδιώχθηκαν ἢ περιθωριοποιήθηκαν πραξικοπηματικῶς ἀπὸ τὴ μητέρα ΕΣΣΔ. Ἄρα, ἡ πλειονοτικὴ ἀντιπατριωτικὴ Ἀριστερὰ βρίσκεται ἐδῶ κι ἕναν αἰώνα ἐκτὸς τῆς χωρὶς σοβιετικὲς παρεμβάσεις, ἀρχικῆς ἑλληνικῆς κομμουνιστικῆς γραμμῆς.

Πόσο ἀναληθὲς εἶναι τὸ λογοτεχνικὸ «Μακεντὸν Ὀρτοντόξ» διαφαίνεται ἀπὸ τέσσερις ἐνδείξεις. Πρῶτον, στὰ σλαβικὰ / δυτικοβουλγαρικὰ τῆς Μακεδονίας (δὲν τὰ ἀποκαλῶ «σλαβομακεδονικὰ» γιατὶ ἔχω ὑπόψη τοὺς σλαβόφωνους –κι ὄχι «γλωσσικὰ σλαβομακεδόνες»(!)– ἑλληνόφρονες Γραικομάνους τῆς Μακεδονίας) ὑπάρχει τὸ Μακεντόνσκι, καὶ ὄχι τὸ «Μακεντὸν» ἢ «Μακεντὼν» τοῦ Μυριβήλη. Δεύτερον,οἱ Σλάβοι ἀποκαλοῦν τὴν Ὀρθοδοξία «Πραβοσλάβιε», καὶ ὄχι τὸ «Ὀρτοντὸξ» ἢ κάτι παρόμοιο. Ἡ κατὰ τοὺς Ἕλληνες ὑποστηρικτὲς τῆς ὕπαρξης ἐθνικὰ Μακεδόνων «ἐθνικὰ Μακεδόνισα τοῦ Μυριβίλη», ὡς σλαβόφωνη κι ὄχι τουρκόφωνη, κανονικὰ θὰ τοῦ εἶχε πεῖ ὅτι ὁ λαός της εἶναι «Μακεντόνσκι πραβόσλαβνι» κι ὄχι «Μακεντὸν Ὀρτοντόξ»· ἢ «Πραβόσλαβνι Μακεντόντσι» (Ὀρθόδοξοι Μακεδόνες). Τρίτον, ὅταν ἐρωτᾶται κάποιος ἐὰν εἶναι Ἕλληνας ἢ Σέρβος ἢ Βούλγαρος, ἕνα ἀπὸ αὐτά, δὲν θὰ ἀπαντήσει π.χ. μὲ τὸ «Βούλγαρος Ὀρθόδοξος», γιατὶ ἁπλούστατα Ὀρθόδοξοι εἶναι καὶ οἱ τρεῖς αὐτοὶ λαοί· προσοχή, δὲν ἐννοῶ ὅτι ἀποκλείεται κάποιος νὰ δηλώνει σὲ ἄλλες περιπτώσεις περήφανος «Ἑλληνορθόδοξος» ἢ «Ἕλλην Ὀρθόδοξος». Ἐννοῶ τὴν περίπτωση ὅπου τὸ ἐρώτημα γιὰ τὴν ἐθνικότητα ἀποκλείει τὴν αὐτονόητη, καὶ ἴδια σὲ κάθε περίπτωση, Ὀρθοδοξία· ὅταν πρέπει νὰ διαλέξεις μεταξὺ ἐξίσου Ὀρθόδοξων ἐθνοτήτων. Τότε, ἡ φυσιολογικὴ ἀπάντηση δὲν θὰ εἶναι ἡ «[Ἐθνικότητα] Ὀρθόδοξος». Στὸ κάτω-κάτω, οἱ Μουσουλμάνοι τῆς Μακεδονίας ἦταν Τοῦρκοι, Ὀθωμανοί, Μουσουλμάνοι, ταυτισμένοι μὲ τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία καὶ χωρὶς ἀποσχιστικὲς τάσεις· «ἐθνικὰ Μακεδόνες», ἀκόμη καὶ νὰ ὑπῆρχαν, δὲν ὑπῆρχε περίπτωση νὰ εἶναι οἱ Μουσουλμάνοι τῆς Μακεδονίας. Συνεπῶς, ὁ πλεονασμὸς «Ὀρτοντόξ» εἶναι περιττός, καὶ φιλολογικὰ – ἐθνογραφικὰ ὕποπτος ἐὰν τὸ «Μακεντὸν» γίνει ἀντιληπτὸ ὡς ἐθνικὸς προσδιορισμός. Τέταρτον, στὸ γνωστὸ ἀπόσπασμα τῆς Ζωῆς ἐν Τάφῳ, διαβάζουμε γιὰ τοὺς Σλαβόφωνους:


Κοιτᾶνε μὲ ἀρκετὰ συμπαθητικὴ περιέργεια ἐμᾶς τοὺς περαστικοὺς Ρωμιπὺς ἐπειδὴ εἴμαστε οἱ γνήσιοι πνευματικοὶ ὑπήκοοι τοῦ Πατρίκ, δηλαδὴ τοῦ «Ὀρθοδόξου Πατριάρχη τῆς Πόλης». Γιατὶ ἡ ἰδέα του ἁπλώνεται ἀκόμα, τυλιγμένη μέσα σὲ μιὰ θαμπὴ μυστικοπάθεια πολὺ παράξενη.

Θὰ ἦταν ἀδιανόητο κάποιος Ἐξαρχικὸς τῆς Μακεδονίας νὰ ἐκφραστεῖ θετικὰ γιὰ τοὺς Πατριαρχικοὺς καὶ εἰδικὰ τοὺς ἕλληνες Πατριαρχικούς, καὶ μάλιστα, νὰ τοὺς συμπαθεῖ ἐπειδὴ «εἶναι οἱ γνήσιοι πνευματικοὶ ὑπήκοοι τοῦ Πατριάρχη»· γνήσιοι ὑπήκοοι, δηλαδή, τοῦ κατὰ τοὺς Ἐξαρχικοὺς μισητοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης, ὁ ὁποῖος τοὺς καθόταν στὸ σβέρκο (τῶν Σλάβων) –ὑποτίθεται. Μόνο ἕνας Πατριαρχικὸς λοιπόν, θὰ ἐκφραζόταν ἔτσι θετικά. Ἢ κάποιος ποὺ παρίστανε τὸν φιλοπατριαρχικὸ μπροστὰ σὲ ἕναν ὁπλισμένο Πατριαρχικὸ στρατιώτη, γιὰ νὰ τὸν ἡρεμήσει. Ὡς γνωστόν, οἱ σύγχρονοι ψευτομακεδόνες ἀνάγουν τὴν ἄμεση καταγωγή τους στοὺς ἐξαρχικοὺς σλαβόφωνους τῆς Μακεδονίας (τοὺς ὁποίους, φυσικά, θεωροῦν ἐθνικὰ Μακεδόνες κι ὄχι Βουλγάρους), καὶ γιὰ κανένα λόγο στοὺς μισητοὺς σλαβόφωνους «Γραικομάνους» Πατριαρχικοὺς τῆς Μακεδονίας. Μήπως ἡ ὑποτιθέμενη «ἐθνικὰ Μακεδόνισσα» δὲν εἶχε ἐθνικὴ συνείδηση; Μήπως ἦταν «πατριαρχική» (κι ὄχι Ἐξαρχική); «Ὀρθόδοξη ἀπὸ τὴ Μακεδονία»; Φυσικά, ἔχω ὑπόψη μου ὅτι οἱ Πατριαρχικοὶ τῆς σημερινῆς ἑλληνικῆς Μακεδονίας ἦταν ἑλληνικῆς συνείδησης· ἐνδέχεται ὅμως βορειότερα νὰ ὑπῆρχαν καὶ Πατριαρχικοὶ χωρὶς ἐθνικὴ συνείδηση. Ἄλλωστε, δὲν ὑπῆρξε ποτὲ Ροὺμ Ὀρτοντόξ μιλέτ. Μόνο Ροὺμ μιλέτ. Κανεὶς δὲν ἔλεγε Ροὺμ Ὀρτοντὸξ γιατὶ ἁπλούστατα Ροὺμ σήμαινε καὶ Ὀρτοντόξ. Θὰ ἀκουγόταν τόσο κωμικό, τὸ Ροὺμ Ὀρτοντόξ, ὅσο τὸ «Μακεντὸν Ὀρτοντὸξ» τοῦ Μυριβήλη, ἐκτὸς κι ἂν τὸ Μακεντὸν σημαίνει γεωγραφικὸ χῶρο. Διαφορετικά, ὁ Μυριβήλης εἶχε μεγάλη ἐθνογραφικὴ φαντασία.

Μιὰ πιθανὴ ἔνσταση θὰ ἦταν ὅτι ὁ Μυριβήλης ξέχασε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1917-1923 πῶς αὐτοαποκαλοῦνταν στὰ σλαβοβουλγαρικά οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, καὶ γι’ αὐτὸ χρησιμοποίησε τὸ ἀντίστοιχο τούρκικο ὄνομα «Μακεντὸν Ὀρτοντόξ», ὄντας ὁ ἴδιος Μυτιληνιός. Ὡστόσο, στὰ χρόνια ποὺ μεσολάβησαν ὁ Μυριβήλης ἐξακολουθοῦσε νὰ θυμᾶται πολὺ καλὰ καὶ νὰ χρησιμοποιεῖ τὸ σλαβικὸ «Γκρρτς» γιὰ τοὺς Ἕλληνες. Ἐξακολουθοῦσε νὰ θυμᾶται ἐπίσης τὸ «Σρρπ» γιὰ τοὺς Σέρβους, καὶ θυμόταν τὸ «Μπουλγκάρ». Τὸ ἐπιχείρημα τῆς λήθης δὲν εὐσταθεῖ, λοιπόν. Δὲν εἶναι ἄραγε περίεργο ὅτι, ὁ Μυριβίλης, ποὺ θυμᾶται καὶ χρησιμοποιεῖ στὸ κείμενο τὴ σλαβικὴ λέξη «Γκρρτς» ἀντὶ π.χ. γιὰ τὶς τουρκικὲς «Γιουνὰν» ἢ «Ρούμ», δὲν θυμόταν τὴ λέξη «Μακεντόνσκι»; Ἢ ἔστω τὴ λέξη «Πραβόσλαβνα»; Τόση ἀμνησία;

Ἐναλλακτικά, ἴσως ὁ Μυριβήλης δὲν κατάλαβε ὅτι ἡ οἰκοδέσποινά του δὲν γινόταν νὰ παραδεχτεῖ σὲ ἕναν ἕλληνα στρατιώτη, ποὺ πολεμοῦσε τοῦς Βουλγάρους, ὅτι ἦταν Βουλγάρα, δηλαδὴ ἐχθρός του (οὔτε Σερβίδα μποροῦσε νὰ πείσει ὅτι αὐτοχαρακτηρίζεται κάποια τὴς ὁποίας τὰ παιδιὰ πολεμοῦσαν στὸ πλευρὸ τῶν Βουλγάρων), καὶ κατέφυγε σὲ ἕνα τέχνασμα: Εἶναι γενικὰ κι ἀόριστα Ὀρθόδοξοι, φιλοπατριαρχικοί (βέβαια!…) κάτοικοι τῆς Μακεδονίας. Νὰ δηλώσεις κατάμουτρα σ’ ἕνα ἐχθρικὸ στρατιώτη σὲ καιρὸ πολέμου ὅτι εἶσαι ἐχθρός σου, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ σκοτώνουν τοὺς συστρατιῶτες του εἶναι ὅ,τι χειρότερο γιὰ τὴ ζωή σου. Τὸ ὅτι οἱ φιλοξενοῦντες τὸν Μυριβήλη μισοῦσαν τοὺς Βουλγάρους ποὺ πῆραν τὰ παιδιά τους γιὰ φαντάρους εἶναι ἀστεῖο ὡς ἐπιχείρημα περὶ ἐθνικὰ μακεδονικοῦ ἀντιβουλγαρισμοῦ: κανεὶς δὲν ἤθελε νὰ στρατεύεται ἐγκαταλείποντας τὶς ἀγροτικὲς ἐργασίες του καὶ τὴν οἰκογένειά του.

Μὲ ἄλλα λόγια, τὸ «Μακεντὸν Ὀρτοντὸξ» δὲν σημαίνει τίποτε, δὲν ἀποδεικνύει τίποτε. Μπορεῖ, ἰσοπίθανα μὲ ὅσα λένε οἱ ἀντιεθνικιστὲς ὁπαδοὶ τῆς ὕπαρξης ἐθνικὰ Μακεδόνων, κι ἀκόμη πιὸ πιθανά, νὰ ἐκφράζει τὸν «ἀντιμιλιταρισμὸ» τοῦ συγγραφέα, ποὺ πολεμοῦσε ἕως τὸ 1922· μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖ τέχνασμα μιᾶς Βουλγάρας ποὺ μολαταῦτα (ὅπως οἱ Λαϊκοὶ τοῦ 1920, ἄτομα μὲ ἀδιαμφισβήτητη ἑλληνικὴ συνείδηση) σιχαινόταν τὴν στράτευση τῶν γιῶν της· μπορεῖ νὰ σημαίνει τὸν φιλοπατριαρχικὸ Ὀρθόδοξο τῆς Μακεδονίας χωρὶς διαμορφωμένη ἐθνικὴ συνείδηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου