Κατά την εποχήν ημών, εποχήν μαζικής αποστασίας από του Χριστιανισμού, η ιερατική διακονία γίνεται συνεχώς δυσκολωτέρα. Ο πνευματικός κατά τον αγώνα αυτού, όπως αναγάγη τους ανθρώπους εκ του άδου, τον οποίον εδημιούργησαν δια των ιδίων αυτών αντιφατικών παθών, αδιαλείπτως συναντάται μετά του θανάτου, όστις έπληξεν αυτούς. Αυτή αύτη η αίσθησις του χρόνου λαμβάνει παράδοξον χαρακτήρα: Ενίοτε είναι οχληρά και μονότονος, άλλοτε δε εξαφανίζεται ως μη υπάρχουσα, διότι δεν υπάρχουν σοβαραί αναζητήσεις.
Είναι αδύνατον να εννοήση τις τους ανθρώπους. Ούτοι είτε είναι τυφλοί και «ουκ οίδασι τι ποιούσι», είτε πάσχουν υπό πνευματικού και νοερού δαλτωνισμού (πάθησις οφθαλμών μη επιτρέπουσα την διάκρισιν των χρωμάτων). Συχνάκις βλέπουν τα πράγματα εις διαμετρικώς αντίθετον φωτισμόν, ομοίως προς το αρνητικόν φωτογραφίας … Να γνωρίση τις τότε την πραγματικήν αλήθειαν της ζωής αποβαίνει πλέον αδύνατον. Εν τοιαύτη καταστάσει δεν απομένει χώρος δι’ ουδένα λόγον. Ούτοι διάκεινται εχθρικώς προς τας κινήσεις της αγίας αγάπης.
Η υπομονητική ταπείνωσις εκλαμβάνεται ως υποκρισία. Η διάθεσις να διακονήση τις αυτούς θεωρείται ως συνέπεια ψιλού και ιδιοτελούς ενδιαφέροντος. Χαρακτηριστικόν εις τας περιπτώσεις αυτάς είναι ότι αυτό τούτο το χριστιανικόν πνεύμα του «μη αντιστήναι τω πονηρώ» καθιστά αυτούς αμέτρως τολμηρούς· θλίβουν τους ιερείς κατά τρόπον αδίκως οδυνηρόν· αποδίδουν εις αυτούς τοιαύτας διαθέσεις, τας οποίας οι ίδιοι ουδέποτε διενοήθησαν· αφειδώς εξουθενούντες αυτούς κατηγορούν αυτούς ως υπερηφάνους· δια του όλου κλίματος όπερ δημιουργούν δια της στάσεως αυτών, δυσχεραίνουν την παρουσίαν του ιερέως και εν ταυτώ κατακρίνουν αυτόν ότι αποφεύγει την επικοινωνίαν μετ’ αυτών υπό παρομοίας συνθήκας, και των τοιούτων ουκ έστι τέλος.
Ευλογώ τον Θεόν, Όστις απεκάλυψεν εις ημάς το μυστήριον του παραδόξου τούτου φαινομένου. Περί τούτου ο Κύριος προειδοποίησεν ημάς δια του λόγου Αυτού, εδίδαξεν ημάς δια του υποδείγματος Αυτού. Και εάν δεν εγίνετο ούτω, θα ήτο δυνατόν να αποβώμεν θύματα της τελείας απογνώσεως. Είς επίσκοπος όστις μετά θέρμης παρέδωκεν εαυτόν εις την υπηρεσίαν των πασχόντων και έσωσε πολλούς εξ εσωτερικών και εξωτερικών καταστροφών, έγραψεν εις εμέ:«Ήρχισα να φοβούμαι την αγάπην». Βραδύτερον κατενόησα τους λόγους αυτού ως εξής: Εκείνοι, οίτινες ωφελήθησαν υπ’ αυτού, προσεκολλώντο εις αυτόν, και κατ’ αρχάς εβοήθουν αυτόν εν τη αγία αυτού διακονία· εν συνεχεία όμως κερδήσαντες την εμπιστοσύνην αυτού και γενόμενοι απαραίτητοι δι’ αυτόν, επεβουλεύοντο την ελευθερίαν αυτού παρεμβάλλοντες πανταχού δυσκολίας, ότε ούτος παρέδιδεν εαυτόν εις τους εσχάτως προσερχομένους. Κατ’ εκείνον τον καιρόν, ότε παρέλαβον την επιστολήν, δεν κατενόουν εισέτι το φοβερόν νόημα των λόγων αυτού. Διηνοίχθη εις εμέ τούτο κατά τους χρόνους της διακονίας μου εν Ευρώπη. Ουχί άπαξ ενεθυμήθην, και συνεχίζω να ενθυμούμαι μέχρι της στιγμής ταύτης τους παράδοξους λόγους: «Ήρχισα να φοβούμαι την αγάπην».
Παραλλήλως όμως καθίσταται εμφανής και μία άλλη πτυχή της διακονίας ημών. Προς τον ιερέα συμπεριφέρονται οι άνθρωποι, ως και προς τον Θεόν: Απορρίπτουν αυτόν μετά φοβεράς ευκολίας ως τι το άχρηστον, μετά της βεβαιότητος ότι ευθύς ως θα έχουν την ανάγκην αυτού, θα καλέσουν αυτόν και ούτος δεν θα αρνηθή να έλθη. «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τί ποιούσιν».
Πηγή: "Περί Προσευχής" Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ). Μετάφρασις εκ του Ρωσικού Ιερομονάχου Ζαχαρίου. Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου. Έσσεξ Αγγλίας 1993.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου