Του Βασίλη Φασούλα*
Πολύς λόγος για αυτό το άρθρο. Το ΣτΕ λοιπόν απλώς εφήρμοσε το Σύνταγμα και τους νόμους στις ιδεοληπτικές μεταρρυθμίσεις Γαβρόγλου, και όχι μόνον αυτό, ανέφερε για πρώτη φορά ότι η Πολιτεία οφείλει, δεν είναι κάν στην διακριτική της ευχέρεια, «εφόσον συγκεντρώνεται ικανός αριθμός μαθητών που απαλλάσσονται, να προβλέψει την διδασκαλία ισότιμου μαθήματος προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος ελεύθερης ώρας». Το ΣτΕ λοιπόν δεν είναι το «πρόβλημα».
Το πρόβλημα είναι η εφαρμογή του Συντάγματος σε κάποια άρθρα του, το πρόβλημα είναι ότι υπάρχει δυσανεξία κοινωνικοπολιτικών ομάδων σε αυτά. Ιδίως σε θέματα τα οποία είναι σύμφυτα με την ελληνική ιδιαιτερότητα όπως η «θρησκευτικότητα» εντός Πολιτεύματος.
Το ιστορικό «γιατί» η ορθόδοξη θρησκεία κατά πρώτον μνημονεύεται προνομιακά και κατά δεύτερον κατοχυρώνεται πολιτειακά είναι γενικώς γνωστό. Δυστυχώς στους περισσοτέρους δεν είναι τόσο γνωστό όσο θα έπρεπε, ώστε δεν είναι και τόσο εκτιμητέο όσο θα του προσήκε. Ελάχιστοι γνωρίζουν ή έχουν μελετήσει τα φρικτά βασανιστήρια του Γένους επί Τουρκοκρατίας και ελάχιστοι έχουν την γνώση για να θαυμάζουν τους όχι μακρινούς προγόνους μας που πεισμωδώς και με ποταμούς αίματος και πόνου δεν εξισλαμίσθηκαν, δεν «τούρκεψαν», ελαχιστότατοι δε γνωρίζουν ότι λέξεις όπως η «φεγγαρόλουστη» αποτελούν στην πραγματικότητα όρους επί οθωμανικής περιόδου, πχ η συγκεκριμένη αναφέρετο στις όμορφες ελληνοπούλες που λούζονταν υπό το φως του φεγγαριού για να μην τις αρπάξει ο κατακτητής. Ίσως λοιπόν αν είχαν καλλίτερη ιστορική γνώση πέραν άλλων, να ήσαν πιο «μεγάθυμα διαλλακτικοί» στην συνταγματική μας παράδοση ως στοιχείο της ταυτοπροσωπίας μας και όχι ως εχθρό της «προόδου» μας, όπως αυτή νοείται σήμερα.
Εν πάση περιπτώσει το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί να συνεχίσει να υφίσταται αυτός ο συνταγματικά κατοχυρωμένος δεσμός.
Ας αρχίσουμε με μία παραδοχή: ένα έθνος πρέπει να τιμά την ιστορική πορεία του, όταν δε, αποφασίσει να την αλλάξει θα πρέπει να ξέρει το πώς και θα πρέπει προηγουμένως και προεχόντως να έχει κατανοήσει το γιατί, με αυτονόητη προϋπόθεση όλων αυτών την πρόοδό του και την διασφάλιση της συνέχειας του.
Μία τέτοια οπτική φρονώ ότι δείχνει το μέγεθος του διαλεκτικού προβλήματος πολλών σεβαστών αναθεωρητών αυτού του άρθρου. Η αποθρησκευτικοποίηση της παιδείας αλλά και ευρύτερα του κοινωνικού ψυχισμού, γιατί αυτό είναι το θέμα για πολλούς, είναι μία πράξη δράσεως, είναι μία ενέργεια και δη επιθετική.
Σε κάθε λοιπόν ενέργεια δημιουργείται ένα αποτέλεσμα, μία καινούργια πραγματικότητα που πρέπει να έχεις εργασθεί κοπιωδώς ώστε να έχεις ένα σχέδιο αντιμετωπίσεώς της. Σε αυτήν την εξεταζόμενη ενέργεια, την σταδιακή απεμπλοκή της εγχώριας θρησκείας από το πολιτειακό άρα κεντρικό κοινωνικό γίγνεσθαι με πρώτο βήμα την αποσωμάτωσή της από την ελληνική διδασκαλία, θα πρέπει να παρέχεις κάτι εφάμιλλο τόσο συνειδησιακά όσο και ως συλλογική ενσυναίσθηση προκειμένου να καλύψεις ένα διαμορφούμενο βίαια κοινωνικό ψυχικό κενό. Μία δυναμική ενέργεια δεν πρέπει μόνον να δυναμιτίζει αλλά και να δημιουργεί. Και δη όταν έχει να αντιμετωπίσει μία υπερσύνθετη πραγματικότητα όπως η ταυτόχρονη συσσωμάτωση πληθυσμιακών ομάδων θρησκευτικά ετερόδοξων και πολλών εξ αυτών φανατικών στον παλαιό ελληνικό πάλαι ποτέ σεβαστικά ορθόδοξο κόσμο.
Μέχρι στιγμής οι αναθεωρητικές αναφορές είναι ιδεολογικού χαρακτήρος μιμούμενες την δυτικοευρωπαϊκή παράδοση. Είναι αυτό αρκετό; Νομίζω ιστορικά, κοινωνικά, πολιτισμικά και συνεπώς πολιτικά όχι. Θεσμούς μπορείς να εισαγάγεις, ψυχισμούς όχι. Και δη όχι σε βραχύ ιστορικό χρόνο.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο διάλογος για την σχέση θρησκείας – πολιτείας δεν πρέπει να είναι συνεχής. Πρέπει ως κάθε δυναμική σχέση να εξετάζεται συνετά, όχι όμως «κατ΄ ανάγκην¨να αναθεωρείται. Για την ακρίβεια πρέπει να αναθεωρείται όταν υπάρχει ανάγκη προς τούτον. Άλλωστε η «γραμμική πρόοδος» είναι μία έννοια που έλκει συγκεκριμένα ακροατήρια, όχι μία έννοια πάγκοινη και σίγουρα όχι παραδοσιακά φιλελεύθερη.
Από την άλλη οι μεγάλοι πολιτικοί παράγουν Ιστορία, δεν την ακολουθούν. Η ποιότητα όμως της Ιστορίας που παράγουν δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα μόνον ιδεολογίας αλλά και ακριβούς αποτιμήσεως της πραγματικότητος, αλλιώς δεν παράγεται τίποτε ει μη μόνον καταστρέφεται και αυτό που υπάρχει. Ο σφαιρικός μας κόσμος λειτουργεί με κύκλους, κάτι που δεν σημαίνει κατ` ανάγκην φαύλους κύκλους.
Αν και ουδέποτε ήμουν θρήσκος, τουναντίον, το άρθρο 16παρ2 του Συντάγματος κατ΄ εμέ δεν είναι μόνον μία σκιά παραδόσεως που εξέλειψε, είναι ένα άρθρο που εξακολουθεί να είναι προϊόν ανάγκης. Για να καταργηθεί θα πρέπει να δημιουργηθεί ή να έχει μετασχηματισθεί αρκούντως η ανάγκη αυτή. Μέχρι τότε ας το αφήσουμε στην ησυχία του συζητούντες για αυτό . Καλό κάνει κακό δεν κάνει.
*Ο κ. Βασίλης Φασούλας είναι δικηγόρος, υπεύθυνος οργανωτικού της Δημοκρατικής Ευθύνης
https://www.liberal.gr
Πολύς λόγος για αυτό το άρθρο. Το ΣτΕ λοιπόν απλώς εφήρμοσε το Σύνταγμα και τους νόμους στις ιδεοληπτικές μεταρρυθμίσεις Γαβρόγλου, και όχι μόνον αυτό, ανέφερε για πρώτη φορά ότι η Πολιτεία οφείλει, δεν είναι κάν στην διακριτική της ευχέρεια, «εφόσον συγκεντρώνεται ικανός αριθμός μαθητών που απαλλάσσονται, να προβλέψει την διδασκαλία ισότιμου μαθήματος προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος ελεύθερης ώρας». Το ΣτΕ λοιπόν δεν είναι το «πρόβλημα».
Το πρόβλημα είναι η εφαρμογή του Συντάγματος σε κάποια άρθρα του, το πρόβλημα είναι ότι υπάρχει δυσανεξία κοινωνικοπολιτικών ομάδων σε αυτά. Ιδίως σε θέματα τα οποία είναι σύμφυτα με την ελληνική ιδιαιτερότητα όπως η «θρησκευτικότητα» εντός Πολιτεύματος.
Το ιστορικό «γιατί» η ορθόδοξη θρησκεία κατά πρώτον μνημονεύεται προνομιακά και κατά δεύτερον κατοχυρώνεται πολιτειακά είναι γενικώς γνωστό. Δυστυχώς στους περισσοτέρους δεν είναι τόσο γνωστό όσο θα έπρεπε, ώστε δεν είναι και τόσο εκτιμητέο όσο θα του προσήκε. Ελάχιστοι γνωρίζουν ή έχουν μελετήσει τα φρικτά βασανιστήρια του Γένους επί Τουρκοκρατίας και ελάχιστοι έχουν την γνώση για να θαυμάζουν τους όχι μακρινούς προγόνους μας που πεισμωδώς και με ποταμούς αίματος και πόνου δεν εξισλαμίσθηκαν, δεν «τούρκεψαν», ελαχιστότατοι δε γνωρίζουν ότι λέξεις όπως η «φεγγαρόλουστη» αποτελούν στην πραγματικότητα όρους επί οθωμανικής περιόδου, πχ η συγκεκριμένη αναφέρετο στις όμορφες ελληνοπούλες που λούζονταν υπό το φως του φεγγαριού για να μην τις αρπάξει ο κατακτητής. Ίσως λοιπόν αν είχαν καλλίτερη ιστορική γνώση πέραν άλλων, να ήσαν πιο «μεγάθυμα διαλλακτικοί» στην συνταγματική μας παράδοση ως στοιχείο της ταυτοπροσωπίας μας και όχι ως εχθρό της «προόδου» μας, όπως αυτή νοείται σήμερα.
Εν πάση περιπτώσει το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί να συνεχίσει να υφίσταται αυτός ο συνταγματικά κατοχυρωμένος δεσμός.
Ας αρχίσουμε με μία παραδοχή: ένα έθνος πρέπει να τιμά την ιστορική πορεία του, όταν δε, αποφασίσει να την αλλάξει θα πρέπει να ξέρει το πώς και θα πρέπει προηγουμένως και προεχόντως να έχει κατανοήσει το γιατί, με αυτονόητη προϋπόθεση όλων αυτών την πρόοδό του και την διασφάλιση της συνέχειας του.
Μία τέτοια οπτική φρονώ ότι δείχνει το μέγεθος του διαλεκτικού προβλήματος πολλών σεβαστών αναθεωρητών αυτού του άρθρου. Η αποθρησκευτικοποίηση της παιδείας αλλά και ευρύτερα του κοινωνικού ψυχισμού, γιατί αυτό είναι το θέμα για πολλούς, είναι μία πράξη δράσεως, είναι μία ενέργεια και δη επιθετική.
Σε κάθε λοιπόν ενέργεια δημιουργείται ένα αποτέλεσμα, μία καινούργια πραγματικότητα που πρέπει να έχεις εργασθεί κοπιωδώς ώστε να έχεις ένα σχέδιο αντιμετωπίσεώς της. Σε αυτήν την εξεταζόμενη ενέργεια, την σταδιακή απεμπλοκή της εγχώριας θρησκείας από το πολιτειακό άρα κεντρικό κοινωνικό γίγνεσθαι με πρώτο βήμα την αποσωμάτωσή της από την ελληνική διδασκαλία, θα πρέπει να παρέχεις κάτι εφάμιλλο τόσο συνειδησιακά όσο και ως συλλογική ενσυναίσθηση προκειμένου να καλύψεις ένα διαμορφούμενο βίαια κοινωνικό ψυχικό κενό. Μία δυναμική ενέργεια δεν πρέπει μόνον να δυναμιτίζει αλλά και να δημιουργεί. Και δη όταν έχει να αντιμετωπίσει μία υπερσύνθετη πραγματικότητα όπως η ταυτόχρονη συσσωμάτωση πληθυσμιακών ομάδων θρησκευτικά ετερόδοξων και πολλών εξ αυτών φανατικών στον παλαιό ελληνικό πάλαι ποτέ σεβαστικά ορθόδοξο κόσμο.
Μέχρι στιγμής οι αναθεωρητικές αναφορές είναι ιδεολογικού χαρακτήρος μιμούμενες την δυτικοευρωπαϊκή παράδοση. Είναι αυτό αρκετό; Νομίζω ιστορικά, κοινωνικά, πολιτισμικά και συνεπώς πολιτικά όχι. Θεσμούς μπορείς να εισαγάγεις, ψυχισμούς όχι. Και δη όχι σε βραχύ ιστορικό χρόνο.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο διάλογος για την σχέση θρησκείας – πολιτείας δεν πρέπει να είναι συνεχής. Πρέπει ως κάθε δυναμική σχέση να εξετάζεται συνετά, όχι όμως «κατ΄ ανάγκην¨να αναθεωρείται. Για την ακρίβεια πρέπει να αναθεωρείται όταν υπάρχει ανάγκη προς τούτον. Άλλωστε η «γραμμική πρόοδος» είναι μία έννοια που έλκει συγκεκριμένα ακροατήρια, όχι μία έννοια πάγκοινη και σίγουρα όχι παραδοσιακά φιλελεύθερη.
Από την άλλη οι μεγάλοι πολιτικοί παράγουν Ιστορία, δεν την ακολουθούν. Η ποιότητα όμως της Ιστορίας που παράγουν δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα μόνον ιδεολογίας αλλά και ακριβούς αποτιμήσεως της πραγματικότητος, αλλιώς δεν παράγεται τίποτε ει μη μόνον καταστρέφεται και αυτό που υπάρχει. Ο σφαιρικός μας κόσμος λειτουργεί με κύκλους, κάτι που δεν σημαίνει κατ` ανάγκην φαύλους κύκλους.
Αν και ουδέποτε ήμουν θρήσκος, τουναντίον, το άρθρο 16παρ2 του Συντάγματος κατ΄ εμέ δεν είναι μόνον μία σκιά παραδόσεως που εξέλειψε, είναι ένα άρθρο που εξακολουθεί να είναι προϊόν ανάγκης. Για να καταργηθεί θα πρέπει να δημιουργηθεί ή να έχει μετασχηματισθεί αρκούντως η ανάγκη αυτή. Μέχρι τότε ας το αφήσουμε στην ησυχία του συζητούντες για αυτό . Καλό κάνει κακό δεν κάνει.
*Ο κ. Βασίλης Φασούλας είναι δικηγόρος, υπεύθυνος οργανωτικού της Δημοκρατικής Ευθύνης
https://www.liberal.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου