Του Τάσος Χατζηαναστασίου * από την Ρήξη φ. 156
Στο βιβλίο της Φυτώρια ευφυΐας, ένα ταξίδι στα καλύτερα εκπαιδευτικά συστήματα του κόσμου, η Λούσι Κρέχαν εκθέτει τις εμπειρίες και τις παρατηρήσεις της από την έρευνα που διεξήγαγε επισκεπτόμενη τις χώρες που πετυχαίνουν τα καλύτερα αποτελέσματα στον διεθνή διαγωνισμό PISA του ΟΟΣΑ. (Φινλανδία, Κίνα, Ιαπωνία, Σιγκαπούρη, Καναδάς). Φιλοξενήθηκε σε εκπαιδευτικούς, παρακολούθησε μαθήματα, συζήτησε με στελέχη της εκπαίδευσης και μαθητές ενώ μελέτησε και τη σχετική βιβλιογραφία. Στην έρευνα, χωρίς να δίνεται κάποια εξήγηση γι’ αυτό, δεν περιλαμβάνεται η Εσθονία, που τα τελευταία χρόνια πετυχαίνει άριστα αποτελέσματα στον διαγωνισμό, αυξάνοντας κάθε χρόνο τις επιδόσεις της.
Στον διαγωνισμό PISA οι μαθητές εξετάζονται στις Φυσικές Επιστήμες, τα Μαθηματικά και την κατανόηση κειμένου. Πρόσφατα δημοσιεύτηκαν τα αποτελέσματα του τελευταίου διαγωνισμού, σύμφωνα με τα οποία ήταν για άλλη μία φορά απογοητευτικά για την Ελλάδα, καθώς σε κανένα από τα τρία αντικείμενα δεν πλησίασε τον μέσο όρο των 78 χωρών του ΟΟΣΑ που συμμετείχαν. Ειδικά στην κατανόηση κειμένου, η Ελλάδα κατέλαβε την 42η θέση πετυχαίνοντας βαθμολογία 457 ενώ ο μέσος όρος είναι 487. Σημειώνουμε ότι η επίδοσή της στον προηγούμενο διαγωνισμό ήταν 467 με μέσο όρο 493. Παρά τις συνεχείς «μεταρρυθμίσεις» (ή μήπως εξαιτίας αυτών;) οι επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών πέφτουν.
Ο διαγωνισμός PISA βέβαια δέχεται ουκ ολίγες επικρίσεις και αμφισβητήσεις. Παρ’ όλο που οι επικρίσεις αυτές είναι σε μεγάλο βαθμό βάσιμες, τα αποτελέσματα αποτελούν έναν δείκτη. Εξάλλου, πόσο «άδικη», «ακατάλληλη» ή «παιδαγωγικά εσφαλμένη» να είναι μία εξέταση στην κατανόηση κειμένου; Δεν νομίζω ότι δικαιολογείται η τόσο μεγάλη αποτυχία σε αυτό το αντικείμενο.
Τι κάνουν λοιπόν καλύτερα από μας οι χώρες με τα πιο επιτυχημένα εκπαιδευτικά συστήματα, έστω με βάση τις επιδόσεις τους σ’ έναν αμφισβητούμενο αλλά, μέχρι στιγμής, τον μοναδικό διεθνή διαγωνισμό για μαθητές 15 χρονών σε βασικά γνωστικά αντικείμενα και δεξιότητες;
Μία πρώτη διαπίστωση είναι ότι οι χώρες αυτές θέτουν εθνικούς στόχους και επιμένουν στην κάλυψή τους παρέχοντας στα σχολεία και στους εκπαιδευτικούς όλα τα μέσα. Για τον σκοπό αυτό τα μαθήματα είναι πολύ προσεχτικά δομημένα με σαφείς στόχους, την επίτευξη των οποίων ελέγχουν και προβαίνουν στις αναγκαίες παρεμβάσεις προκειμένου να καλυφθούν απ’ όλους τους μαθητές. Είναι συχνός ο έλεγχος της εμπέδωσης της γνώσης, ενώ η εφαρμόζεται επίσης η ανατροφοδότηση προς τον μαθητή με τρόπο σαφή και ξεκάθαρο.
Η στήριξη των μαθητών που υστερούν μαθησιακά είναι δεδομένη προκειμένου να μπορέσουν να συμβαδίσουν, ενώ αντίστοιχα μέτρα λαμβάνονται για τους ξένους μαθητές που έρχονται στη χώρα. Δεν εντάσσονται δηλαδή απευθείας στην τάξη που αντιστοιχεί στην ηλικία τους, και απλώς… προάγονται, όπως συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Αντίστοιχα, είναι δεδομένη η έμφαση στην αριστεία και στην ενθάρρυνση όσων πετυχαίνουν καλύτερες επιδόσεις να προχωρήσουν σε ανώτερο επίπεδο.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της διαδικασίας μάθησης είναι οι τακτικές επαναλήψεις και η απομνημόνευση την οποία δεν έχουν δαιμονοποιήσει, όπως στην Ελλάδα, που τη συγχέουμε με τη στείρα αποστήθιση, τη γνωστή παπαγαλία. Επίσης στηρίζονται στη χρήση τυποποιημένων παραδειγμάτων και τις διερευνητικές ερωτήσεις προκειμένου η γνώση να συνδεθεί με την πραγματική ζωή και άλλες γνώσεις από άλλα πεδία ή από την ύλη προηγούμενων τάξεων. Ακόμη, επιδιώκεται συνειδητά η καλλιέργεια κλίματος εκπαιδευτικής κοινότητας όπου ο μαθητής αισθάνεται ότι ανήκει σε αυτήν και είναι αποδεκτός.
Πολύ χαρακτηριστικό επίσης, ίσως με την εξαίρεση του Καναδά, που εξάλλου αποτελεί μία χώρα μεταναστών χωρίς ιστορικό βάθος και βέβαια δεν αντιμετώπιζε ποτέ εθνικά προβλήματα, ότι σ’ αυτές τις χώρες η επένδυση στην Παιδεία συνδέεται άρρηκτα με την εθνική τους ταυτότητα. Παρ’ όλο που την Κρέχαν δεν την απασχολεί ειδικά αυτό το ζήτημα και παρ’ όλο που δεν τίθεται θέμα «εθνικής διαπαιδαγώγησης», όπως ίσως να θεωρήσει κανείς με βάση την εμπειρία από αυταρχικά σοβινιστικά καθεστώτα, επισημαίνεται ωστόσο, για παράδειγμα, ότι «το εκπαιδευτικό σύστημα αποτέλεσε το θεμέλιο του φινλανδικού έθνους» (σελ. 74). Το ίδιο ισχύει και για τους Ασιάτες της Κίνας, της Ιαπωνίας και της Σιγκαπούρης και βέβαια για τους Εσθονούς για προφανείς ιστορικούς λόγους.
Μετά την παρουσίαση των εκπαιδευτικών συστημάτων ανά χώρα, η Κρέχαν καταλήγει σε «πέντε αρχές για δίκαια εκπαιδευτικά συστήματα με υψηλές επιδόσεις»:
«Επαρκής ενίσχυση των κοινωνικών και προακαδημαϊκών δεξιοτήτων των παιδιών μέσα από πλούσια ερεθίσματα και παιγνιώδη μάθηση προτού απαιτήσουμε απ’ αυτά συγκεκριμένα ακαδημαϊκά αποτελέσματα». Αυτό αφορά την εφαρμογή υψηλής ποιότητας προγράμματος προσχολικής αγωγής προσβάσιμου σε όλα τα παιδιά στηριγμένου στο παιχνίδι και το τραγούδι. Να αφιερώνεται χρόνος για την εκμάθηση απλών καθημερινών διαδικασιών. Να υπάρχει δυνατότητα πρόσβασης σε εξειδικευμένο προσωπικό για την αντιμετώπιση των ιδιαιτεροτήτων κάθε παιδιού. (Αυτό ισχύει και για τις υπόλοιπες βαθμίδες)
Κατά την Κρέχαν, ένα καλό αναλυτικό πρόγραμμα θα πρέπει να είναι: «α) Μινιμαλιστικό: να επικεντρώνεται σε λιγότερα θέματα αλλά να τα εξετάζει σε μεγαλύτερο βάθος. β) Υψηλού επιπέδου: σαφές ως προς το ποιες έννοιες και δεξιότητες απαιτούνται, χωρίς να υπαγορεύει αυστηρά το πλαίσιο και τις παιδαγωγικές μεθόδους. γ) Καλά διαρθρωμένο: να οργανώνει τις έννοιες σε λογική σειρά βάσει μελετών για το πώς μαθαίνουν τα παιδιά.» Επιμένει στο εθνικό αναλυτικό πρόγραμμα, καθώς θεωρεί ότι εξασφαλίζει τη δικαιοσύνη του εκπαιδευτικού συστήματος.
Να στηρίζουμε τα παιδιά να ανταποκρίνονται σε προκλήσεις αντί να κάνουμε παραχωρήσεις (κάτι που στην Ελλάδα έχουμε αναγάγει στο Α και το Ω της εκπαίδευσης, με τη χαριστική προαγωγή και απόλυση και μάλιστα με βαθμούς που δεν αντιπροσωπεύουν γνώσεις ή προσπάθεια). Η στήριξη να δίνεται σε όσα παιδιά υστερούν, σε μικρές ομάδες από εξειδικευμένο προσωπικό.
Αντιμετώπιση των εκπαιδευτικών ως επαγγελματιών. Αυτό σημαίνει αυστηρή επιλογή, διαρκής ουσιαστική επιμόρφωση, μειωμένο ωράριο στους νεοδιόριστους, που θα στηρίζονται από τους εμπειρότερους.
Η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας συνδέεται με τη στήριξη και όχι με την τιμωρία της. Σε κάποιες χώρες, όταν διαπιστωθεί ότι οι επιδόσεις των μαθητών ενός σχολείου είναι χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ίδιας γεωγραφικής περιοχής, λαμβάνονται μέτρα στήριξης, μετά από συζητήσεις με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, ακόμη και με τη μετακίνηση εκπαιδευτικών από άλλες όμορες μονάδες που έχουν πετύχει καλύτερα αποτελέσματα.
Κλείνω την παρουσίαση του βιβλίου: «Φυτώρια ευφυΐας» με την ευχή να αποτελέσει αυτό, μαζί με άλλες μελέτες που αφορούν τα πετυχημένα εκπαιδευτικά συστήματα, οδηγό και για το δικό μας πολύπαθο εκπαιδευτικό σύστημα έως ότου διαμορφωθεί επιτέλους μια επιτυχής ελληνική πρόταση Παιδείας.
* Δρ Ιστορίας, Εκπαιδευτικός, Οργανωτικός Γραμματέας Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου