Πρέπει νὰ φροντίζουμε γιὰ τὴν διόρθωσι τῶν παθῶν. Γιὰ σκεφθῆτε τί ἄσχημο πράγμα εἶναι νὰ βλέπη κανεὶς τὸ σπίτι του σὲ κακὴ κατάστασι καὶ τοὺς τοίχους ἕτοιμους νὰ πέσουν, καὶ ἀντὶ νὰ τὸ διορθώση, κάθεται καὶ κατασκευάζει αὐλὲς καὶ προαύλια. Ἢ νὰ εἶναι ἄρρωστο τὸ σῶμα καὶ ἀντὶ νὰ φροντίζη γι’ αὐτό, κάθεται καὶ ὑφαίνει χρυσὰ φορέματα.
Ἔτσι γίνεται τώρα. Ἐνῶ ἡ ψυχὴ μας βρίσκεται σὲ κακὴ καὶ ἀθλία κατάστασι, ἐνῶ κυριεύεται ἀπὸ τὸν θυμό, ἀπὸ τὴν κακολογία, ἀπὸ αἰσχρὲς ἐπιθυμίες, ἀπὸ ἐπίδειξι καὶ κενοδοξία, ἀπὸ ἀτίθασες καὶ ἐπαναστατικὲς κινήσεις, ἐνῶ σύρεται στὸ χῶμα καὶ σπαράζεται ἀπὸ τόσα θηρία, ἀντὶ νὰ κοιτάξουμε νὰ τὴν ἀπαλλάξουμε ἀπὸ τὰ πάθη, ἀσχολούμεθα μὲ σωματικὲς ἀνέσεις καὶ καλλωπισμούς.
Ὅταν μία ἀρκούδα ξεφύγη ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ τὴν φυλᾶνε καὶ γυρίζη ἐλεύθερη στοὺς δρόμους, κλείνουμε τὰ σπίτια μας καὶ βαδίζουμε ἀπὸ στενὰ δρομάκια γιὰ νὰ μὴ πέσουμε ἐπάνω σ’ αὐτὸ τὸ θηρίο. Καὶ τώρα ποὺ ὄχι ἕνα θηρίο, ἀλλὰ πολλὰ σπαράζουν τὸν ψυχικό μας κόσμο οὔτε εἴδησι παίρνουμε.
Γιὰ τὴν ἀσφάλεια τῆς πόλεως φροντίζουμε πολὺ καὶ κλείνουμε τὰ θηρία σὲ ἀπόμερα μέρη καὶ σὲ σιδερένια κλουβιά. Καὶ τὰ φυλᾶμε ὄχι κοντὰ στὴν Βουλὴ οὔτε στὰ δικαστήρια οὔτε στὰ ἀνάκτορα, ἀλλὰ πολὺ μακρυά. Ἀπ’ ἐναντίας ὅμως στὴν ψυχή μας ὅπου ὑπάρχουν κάποια ἄλλη βουλὴ καὶ κάποια ἄλλα ἀνάκτορα καὶ δικαστήρια, ἀφίνουμε τὰ θηρία νὰ ἀνεβαίνουν μέχρι τὸν νοῦ, δηλαδὴ τὸν θρόνο τὸν βασιλικό, καὶ νὰ ὠρύωνται καὶ νὰ θορυβοῦν.
Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία ποὺ ὅλα γίνονται ἄνω-κάτω καὶ ὅλα γεμίζουν ἀπὸ ταραχὴ καὶ τὰ ἐσωτερικὰ καὶ τὰ ἐξωτερικά, καὶ καθόλου δὲν διαφέρουμε ἀπὸ πόλι ποὺ τὴν ἀναστήλωσε βαρβαρικὴ ἐπιδρομή. Καὶ ὁμοιάζει ἡ κατάστασις σὰν νὰ ἐπετέθη ἕνας δράκοντας σὲ φωλιὰ μὲ νεοσσούς, καὶ οἱ νεοσσοὶ μὲ φωνὲς τρόμου πετοῦν κατατρομαγμένοι ἐδῶ κι’ ἐκεῖ μὴ ξέροντας πῶς νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν ἀγωνία τους.
Γι’ αὐτὸ σᾶς παρακαλῶ, ἂς φονεύσουμε τὸν δράκοντα, ἂς δεσμεύσουμε τὰ θηρία, ἂς τὰ πνίξουμε, ἂς τὰ σφάξουμε. Κάθε πονηρία ποὺ ὑπάρχει μέσα στὸ νοῦ μας ἂς τὴν ἐξοντώσουμε μὲ τὴν «μάχαιραν τοῦ Πνεύματος».
Ἔχουμε ν’ ἀντιμετωπίσουμε κι’ ἐμεῖς λέοντες ποὺ ἔχουν φοβερὰ δόντια καὶ ὅποιος πέσει σ’ αὐτὰ τὸν κομματιάζουν. Τέτοιοι λέοντες εἶναι ὁ θυμός, ἡ σαρκικὴ ἐπιθυμία… Κοίταξε λοιπὸν νὰ ὁμοιάσης μὲ τὸν προφήτη Δανιὴλ καὶ μὴ ἐπιτρέψης σ’ αὐτὰ τὰ πάθη νὰ ἐμπήξουν τὰ δόντια τους μέσα στὴν ψυχή σου.
Μερικὰ ἄγρια θηρία, ὅταν εἶναι εὔσωμα καὶ καλοθρεμμένα, νικοῦν τοὺς ἀντιπάλους των. Ὅταν ὅμως τὰ ὑποβάλη κανεὶς σὲ πείνα καὶ τὰ ἀδυνατήση, τοὺς ἐκοίμισε τὸ θυμὸ καὶ τοὺς ἀφήρεσε τὴν δύναμι, ὥστε καὶ ἕνας ἀσήμαντος ἀντίπαλος νὰ τὰ βάζη μαζί τους.
Ἔτσι ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς. Ὅποιος τὰ ἀδυνατίζει, τὰ καθιστᾶ ὑποχείρια στὸ λογικό. Ὅποιος τὰ καλοτρέφει, καθιστᾶ τὴν πάλη μαζί τους δυσκολώτερη, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τὰ τρέμη καὶ νὰ καταντήση δοῦλος των γιὰ πάντα.
Κάποιος σοφὸς ἔλεγε: «Ἡ ἁμαρτία ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια». Δηλαδὴ ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ρίζα καὶ πηγὴ καὶ μητέρα τῆς ἁμαρτίας.
Ἐξ αἰτίας αὐτῆς ὁ πρωτόπλαστος ἔχασε τὴν μακαρία ἐκείνη ζωὴ στὸν παράδεισο, καὶ ὁ διάβολος ποὺ τὸν ἐξηπάτησε, ἔχασε τὸ τόσο ὑψηλὸ ἀξίωμά του. Γνωρίζοντας ὁ ἀκάθαρτος διάβολος ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια μπορεῖ καὶ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ γκρεμίζη, τὴν σκέφθηκε ἐνῶ ἐπιχειροῦσε νὰ ρίξη κάτω τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὴν τιμημένη θέσι του. Ἀφοῦ τὸν «ἐφούσκωσε» μὲ τὴν ὑπόσχεσι πὼς θὰ γίνη ἴσος μὲ τὸν Θεόν, τὸν συνέτριψε καὶ τὸν κατέβασε στὰ βάραθρα τοῦ ἅδη.
Τίποτε δὲν ἀποξενώνει ἀπὸ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καὶ τίποτε δὲν παραδίνει στὴν φωτιὰ τῆς κολάσεως, ὅσο τὸ τυραννικὸ πάθος τῆς ὑπερηφάνειας. Ὅταν ὑπάρχη μέσα μας αὐτή, ὅλη ἡ ζωὴ μας εἶναι ἀκάθαρτη, ἔστω καὶ ἂν διαθέτουμε καθαρότητα ἢ παρθενία ἢ νηστεία ἢ εὐχὲς ἢ ἐλεημοσύνη ἢ ὀ,τιδήποτε ἄλλο. Διότι, ὅπως λέγει ἡ Γραφή, «εἶναι ἀκάθαρτος στὰ μάτια τοῦ Κυρίου κάθε ὑψηλοκάρδιος» (Παροιμ. ιστ’, 5).
Ὄχι μόνο ἡ πορνεία ἢ ἡ μοιχεία μολύνει τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ ἡ ὑπερηφάνεια καὶ μάλιστα πολὺ περισσότερο ἀπὸ αὐτές. Γιατί; Διότι ἡ ἀνηθικότης ἂν καὶ εἶναι ἀσυγχώρητο κακό, ἂλλ’ ὅμως ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν αἰτία τῆς ἐπιθυμίας. Στὴν ἀλαζονεία ὅμως δὲν μπορεῖς νὰ βρῆς κάποια αἰτία ἢ κάποια πρόφασι, ὥστε νὰ ἔχης κάποιο ἴχνος δικαιολογίας καὶ συγγνώμης. Τίποτε ἄλλο δὲν εἶναι αὐτή, παρὰ διαστρέβλωσις τῆς ψυχῆς καὶ ἀρρώστεια βαρύτατη ποὺ δὲν γεννᾶται ἀπὸ τίποτε ἄλλο παρὰ ἀπὸ τὴν ἀνοησία. Δὲν ὑπάρχει πιὸ ἀνόητο πράγμα στὸν κόσμο ἀπὸ τὸν ἀλαζονικὸ ἄνθρωπο.
Οἱ δόξες καὶ οἱ λαμπρότητες τοῦ κόσμου εἶναι ἀσταθεῖς. Τίποτε δὲν διαφέρουν τὰ λαμπρὰ πράγματα τοῦ κόσμου ἀπὸ τὶς θεατρικὲς παραστάσεις καὶ ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τῶν ἀνοιξιάτικων λουλουδιῶν. Πρὶν ἀκόμα ἐμφανισθοῦν, ἀναχωροῦν. Ἀλλὰ καὶ ἂν παραμείνουν λίγο καιρό, ἀμέσως ὑποκύπτουν στὴν φθορά.
Ἀλήθεια, ποιὸ πράγμα εἶναι πιὸ μηδαμινό, ἀπὸ τὴν τιμὴ καὶ τὴν δόξα ποὺ προέρχεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους; Ποιὸς εἶναι ὁ καρπός της; Ποιὰ ἡ ὠφέλειά της; Σὲ ποιὸ χρήσιμο ἀποτέλεσμα καταλήγει; Καὶ εἴθε νὰ ἦταν μόνο αὐτὸ τὸ ἄσχημο! Ἀλλὰ τώρα, ἐκτός τοῦ ὅτι δὲν προσφέρει κέρδος, προξενεῖ καὶ ζημίες.
Ὅποιος ὑπακούει σ’ αὐτὴν τὴν τόσο σκληρὴ καὶ ἄσχημη «δέσποινα», εἶναι ὑποχρεούμενος νὰ ὑποφέρη συνεχῶς πολλὰ λυπηρὰ καὶ ἐπιβλαβῆ πράγματα. Εἶναι πράγματι «δέσποινα» σὲ ὅσους τὴν ἔχουν καὶ ὅσο πιὸ πολὺ κολακεύεται ἀπὸ τοὺς δούλους της, τόσο περισσότερο σηκώνει τὸ ἀνάστημά της καὶ τοὺς βασανίζει μὲ σκληρότερες διαταγές. Ἀντιθέτως, αὐτοὺς ποὺ τὴν περιφρονοῦν καὶ τὴν ἀπορρίπτουν, δὲν μπορεῖ καθόλου νὰ τοὺς ἀντισταθῆ.
Εἶναι δηλαδὴ χειρότερη καὶ ἀπὸ κάθε τύραννο καὶ ἀπὸ κάθε θηρίο. Διότι ὁ τύραννος καὶ τὰ θηρία, ἂν τοὺς καλοπιάση καὶ τοὺς θωπεύση κανείς, πολλὲς φορὲς ἡμερεύουν, ἐνῶ αὐτὴ ὅσο περισσότερο πᾶμε μὲ τὰ νερά της, τόσο πιὸ πολὺ ἀγριεύει. Καὶ ὅταν βρῆ κάποιον ποὺ ὑποτάσσεται σὲ ὅλα, τίποτε δὲν διστάζει νὰ τὸν διατάξη.
Ἔχει καὶ κάποια σύμμαχο, ποὺ δὲν σφάλλουμε ἂν τὴν ὀνομάσουμε θυγατέρα της. Δηλαδή, ὅταν τραφῆ καὶ αὐξηθῆ καὶ ριζώση καλὰ μέσα μας, γεννᾶ τὴν «ἀπόνοιαν», ποὺ ὄχι λιγώτερο ἀπὸ τὴν ἴδια καταστρέφει καὶ κατακρημνίζει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου.
Πῶς λοιπὸν θὰ μπορέσουμε νὰ νικήσουμε τὸ πάθος τῆς κενοδοξίας; Ἂν στὴν μία δόξα ἀντιτάξουμε ἄλλη δόξα. Πολλὲς φορὲς καταφρονοῦμε τὸν ὑλικὸ πλοῦτο, ὅταν ἀτενίσουμε πρὸς κάποιον ἄλλο πλοῦτο. Ἐπίσης περιφρονοῦμε καὶ τὴν ἴδια μας τὴν ζωή, ὅταν ἀντιληφθοῦμε πὼς ὑπάρχει κάποια ἄλλη πολὺ ἀνώτερη. Ἔτσι ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τὴν δόξα. Μποροῦμε νὰ περιφρονήσουμε ἐντελῶς τὴν δόξα τούτου τοῦ κόσμου, ὅταν ἀντιληφθοῦμε πὼς ὑπάρχει κάποια ἄλλη πολὺ πιὸ σπουδαία, ἡ πραγματικὴ δόξα.
Ἡ δόξα τούτου τοῦ κόσμου εἶναι ἄδεια καὶ ἄχρηστη καὶ διατηρεῖ τὸ ὄνομα χωρὶς περιεχόμενο. Ἡ ἄλλη ὅμως δόξα εἶναι ἡ ἀληθινή. Προέρχεται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ἔχει ὡς ἐγκωμιαστὰς ὄχι ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους καὶ τὸν Δεσπότη τῶν ἀρχαγγέλων.
Ἐὰν λοιπὸν στραφῆς πρὸς ἐκείνη τὴν ὁμήγυρι, ἐὰν καταλάβης τί στεφάνια ὑπάρχουν ἐκεῖ, ἐὰν κοιτάξης πρὸς τὰ χειροκροτήματα ποὺ ὑπάρχουν ἐκεῖ, ποτὲ δὲν θὰ μπορέσουν νὰ σὲ κυριεύσουν τὰ ἐδῶ ἔνδοξα πράγματα· καὶ οὔτε ὅταν τὰ ἀπολαμβάνης θὰ τὰ θεωρῆς σπουδαῖα οὔτε ὅταν σοῦ λείπουν θὰ τὰ ἀναζητῆς.
Ἄλλωστε καὶ στὰ ἀνάκτορα κανεὶς ἀπὸ τοὺς δορυφόρους τοῦ βασιλέως δὲν ἐγκαταλείπει τὴν προσπάθεια νὰ εἶναι ἀρεστὸς σ’ αὐτὸν ποὺ φορεῖ τὸ στέμμα καὶ κάθεται ἐπάνω στὸν θρόνο,καὶ ἀντ’ αὐτοῦ νὰ περιεργάζεται τὶς φωνὲς ἀπὸ τὰ σαλιγγάρια ἢ τὸν βόμβο ἀπὸ τὶς μυΐγες καὶ τὰ κουνούπια ποὺ πετοῦν γύρω. Πράγματι οἱ ἔπαινοι τῶν ἀνθρώπων δὲν εἶναι πολὺ σπουδαιότεροι ἀπὸ αὐτά. Ἂς καταλάβουμε λοιπὸν πόσο φτηνὰ εἶναι τὰ ἀνθρώπινα καὶ ἂς συγκεντρώνουμε ὅ,τι καλὸ ἔχουμε στὰ ἀσύλητα ταμεῖα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἂς ἐπιζητοῦμε τὴν δόξα ποὺ εἶναι μόνιμη καὶ ἀμετακίνητη.
Πές μου γιατί δὲν μπορεῖς νὰ νικήσης τὸν πειρασμὸ τῆς δόξας, τὴν στιγμὴ ποὺ ἄλλοι ἄνθρωποι τὸν νικοῦν. Μήπως αὐτοὶ δὲν ἔχουν τὴν ἴδια ψυχή, τὸ ἴδιο σῶμα, τὴν ἴδια μορφή, τὴν ἴδια ζωή;
Σκέψου τὸν Θεόν. Σκέψου τὴν δόξα τοῦ οὐρανοῦ. Σύγκρινέ την μὲ τὰ παρόντα, καὶ γρήγορα θὰ διώξης μακρυὰ τὴν ἐπίγεια δόξα.
Ἐὰν ποθῆς δόξα, νὰ ποθῆς τὴν πραγματική. Τί δόξα εἶναι αὐτὴ ποὺ προξενεῖ ἀτιμίες; Τί δόξα εἶναι αὐτὴ ποὺ σὲ ἀναγκάζει νὰ ἐπιθυμῆς ἀσήμαντες τιμὲς καὶ νὰ τὶς θεωρῆς ἀπαραίτητες; Τιμὴ πραγματικὴ εἶναι τὸ νὰ δοξάζεσαι ἀπὸ σπουδαῖα πρόσωπα, ὄχι ἀπὸ ἀσήμαντα. Ἐὰν λοιπὸν ἀγαπᾶς μὲ πάθος τὴν δόξα, νὰ ποθῆς τὴν δόξα ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἐὰν συμβῆ αὐτό, θὰ καταφρόνησης τὴν ἐπίγεια δόξα, καὶ θὰ τὴν ἰδῆς ἄτιμη.
Ἐὰν ὅμως δὲν ἀντικρύσης τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, οὔτε θὰ κατανόησης ὅτι ἡ ἐδῶ δόξα εἶναι αἰσχρὴ καὶ καταγέλαστη. Ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μὲ τὴν φιλία μιᾶς κακῆς καὶ ἄσχημης γυναίκας. Ὅσο κανεὶς συνδέεται μαζί της μὲ πάθος, δὲν μπορεῖ νὰ ἰδῆ τὴν δυσμορφία της, διότι τὸ πάθος σκοτίζει τὴν ὀρθὴ κρίσι.
Τί εἶναι ἡ δόξα; Δῶσε μου ἕναν ὁρισμό της. Εἶναι, θὰ εἰπῆ κάποιος, τὸ νὰ θαυμάζεσαι ἀπὸ ὅλους. Πῶς νὰ θαυμάζεσαι δίκαια ἢ ἄδικα; Ἐὰν ἄδικα, τότε δὲν πρόκειται γιὰ θαυμασμό, ἀλλὰ γιὰ κατηγορία καὶ κολακεία καὶ κατηγορία. Ἐὰν δίκαια, τοῦτο εἶναι κάτι ἀδύνατο. Διότι οἱ ἄνθρωποι δὲν κρίνουν ὀρθά, ἀλλὰ θαυμάζουν ὅσους τοὺς ἐξυπηρετοῦν στὶς ἐπιθυμίες τους. Καὶ ἂν ἀμφιβάλλετε, κοιτάξτε αὐτοὺς ποὺ ἀφιερώνουν τὰ πράγματά τους καὶ τὰ χρήματά τους στὶς ἀνήθικες γυναῖκες, στοὺς ἡνιόχους, στοὺς χορευτές.
Ἐὰν κάποιος πεθαίνη γιὰ ἐπαίνους, ἐνεργεῖ ὄχι ὅπως θέλει ὁ ἴδιος, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὴν ὄρεξι τῶν ἄλλων. Ἔτσι γρήγορα ξεφεύγει ἀπὸ τὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς.
Τί θὰ εἴχαμε νὰ συμβουλεύαμε σ’ αὐτὸ τὸ ζήτημα; Τί ἄλλο παρὰ νὰ κοιτᾶμε πρὸς τὸν Θεόν, νὰ πράττουμε ὅλα ὅσα Ἐκεῖνος υἱοθετεῖ, νὰ ἐφαρμόζουμε τὸ καλὸ καὶ νὰ μὴ χάσκουμε πρὸς τὰ ἀνθρώπινα πράγματα καὶ τὸν ἀνθρώπινο ἔπαινο. Ὁ ὑπολογισμὸς στὸν ἀνθρώπινο ἔπαινο φθείρει καὶ τὴν νηστεία καὶ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἐλεημοσύνη• καὶ ὅλο μας τὸν πνευματικὸ πλοῦτο τὸν ἀδειάζει. Γιὰ νὰ γλυτώσουμε ἀπὸ ὅλα αὐτά, ἂς φύγουμε μακρυὰ ἀπὸ τὸ πάθος τῆς φιλοδοξίας. Καὶ πάντοτε νὰ κοιτᾶμε ἕνα πράγμα, τὸν ἔπαινο τοῦ Θεοῦ, τὴν ἰδικὴ Του γνώμη, τὴν ἐπευφημία αὐτοῦ ποὺ εἶναι Δεσπότης ὅλων μας. Ἔτσι θὰ διανύσουμε ἐνάρετα τὴν ἐπίγεια ζωή μας καὶ θὰ ἀξιωθοῦμε μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς φίλους τοῦ Θεοῦ τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν.
Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει μάθει νὰ μὴ πέφτη σὲ πορνεία, οὔτε σὲ μοιχεία θὰ πέση, ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει παραδοθῆ στὸ πρῶτο, γρήγορα θὰ καταλήξη καὶ στὸ δεύτερο.
Τί ἔχω νὰ σᾶς συμβουλεύσω; Θὰ σᾶς συμβουλεύσω κάτι γιὰ νὰ κόψουμε τὶς ρίζες τοῦ κακοῦ.
Ὅσοι ἔχετε νέα παιδιὰ καὶ πρόκειται νὰ τὰ ὁδηγήσετε στὸν κοσμικὸ βίο, νὰ τὰ παρακινῆτε γρήγορα γιὰ τὸν γάμο. Στοὺς νέους εἶναι ἐξημμένες καὶ ἐνοχλητικὲς οἱ σαρκικὲς ἐπιθυμίες. Γι’ αὐτὸ στὸν πρὸ τοῦ γάμου καιρὸ νὰ τοὺς συγκρατῆτε μὲ συμβουλές, μὲ ἀπειλές, μὲ φόβους, μὲ ὑποσχέσεις, μὲ ἀναρίθμητα ἄλλα. Ὅταν ὅμως εἶναι καιρὸς γάμου, νὰ μὴ ἀναβάλλετε νὰ τοὺς στεφανώνετε.
Μόλις τὸ παιδὶ μεγαλώση, πρὶν πάη στρατιώτης, πρὶν ἀπὸ τὶς ἄλλες βιωτικὲς ὑποθέσεις, φρόντιζε γιὰ τὸν γάμο του. Καὶ ὅταν ἐκεῖνο ἰδῆ ὅτι γρήγορα τοῦ φέρνεις τὴν νύμφη καὶ ὅτι εἶναι σύντομος ὁ χρόνος, θὰ μπόρεση νὰ δαμάση τὴν φλόγα. Ἂν ὅμως ἰδῆ ὅτι ἀμελεῖς καὶ ἀργεῖς καὶ περιμένεις πότε θὰ αὐξηθῆ ἡ περιουσία, θὰ ἀπελπισθῆ ἀπὸ τὸ μακρὸ χρονικὸ διαστημα καὶ θὰ γλυστρήση στὴν ἀνηθικότητα. Ἀλλὰ ἀλλοίμονο! Καὶ ἐδῶ ρίζα τοῦ κακοῦ ἡ φιλαργυρία!
Κανένας δὲν ἐνδιαφέρεται πῶς τὸ παιδὶ θὰ ἀποκτήση σεμνότητα, σωφροσύνη, ἐπιείκεια, ἀλλὰ κοιτοῦν μὲ μανία πῶς νὰ συγκεντρώσουν χρήματα. Χάριν τοῦ χρυσοῦ παραγκωνίζονται ὅλα τὰ ἄλλα.
Σᾶς παρακαλῶ λοιπὸν νὰ φροντίζετε πρῶτα γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν παιδιῶν σας.
Ἂν τὸ παιδὶ σας πλησίαση ἁγνὸ τὴ νύφη, τότε ἡ χαρὰ θὰ εἶναι πιὸ εὐλογημένη, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ μεγαλύτερος καὶ ὁ γάμος πραγματικὰ τίμιος, ἀφοῦ θὰ ὑποδέχεται σώματα καθαρὰ καὶ ἀμόλυντα, καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ θὰ γεννηθοῦν θὰ εἶναι γεμάτα ἀπὸ πολλὴ εὐλογία, καὶ μεταξύ τους οἱ σύζυγοι θὰ ὁμονοοῦν.
Ὅταν ὅμως ὁ νέος ἀρχίζη νὰ διαπράττη ἀσέλγειες καὶ συνηθίση στὴν ζωὴ τῆς ἀνηθικότητος, τότε καὶ ὅταν παντρευθῆ τὰ ἴδια θὰ κάνη. Ἡ γυναίκα του τὴν πρώτη καὶ τὴν δεύτερη ἡμέρα θὰ τοῦ φανῆ καλὴ καὶ ἐπαινετή. Ἀμέσως θὰ ἐπανέλθη στὴν προηγούμενη ἀσέλγεια, στὰ ἀσύδοτα καὶ ἄσεμνα γέλια, στὰ αἰσχρὰ λόγια, στὰ σχήματα καὶ στὶς κινήσεις τῆς μαλθακότητος καὶ σ’ ὅλη τὴν ἄλλη ἀπρέπεια, ποὺ δὲν μᾶς ἐπιτρέπεται νὰ τὴν περιγράψουμε.
Ἡ σοβαρὴ καὶ ἀξιοπρεπὴς γυναίκα του δὲν ἐκθέτει τὸν ἑαυτό της σὲ τέτοιες ἀπρέπειες. Διότι ἐδόθηκε στὸν ἄνδρα γιὰ νὰ ζήσουν μαζί, νὰ ἀποκτήσουν παιδιά, ὄχι γιὰ ἀσχημίες καὶ γέλια· γιὰ νὰ παραμένη στὸ σπίτι καὶ νὰ τὸ τακτοποιῆ, γιὰ νὰ τὸν διδάσκη νὰ εἶναι σεμνὸς καὶ ἐγκρατής.
Ἀλλά σοῦ φαίνονται γλυκὰ τὰ κινήματα τῆς ἁμαρτωλῆς γυναίκας; Τὸ ξέρω κι’ ἐγώ. Τὸ διακηρύσσει καὶ ἡ Γραφή: «Ἀπὸ τὰ χείλη τῆς ἀνήθικης γυναίκας στάζει μέλι» (Παροιμ. ε’, 3). Γιὰ αὐτό σοῦ ὁμιλῶ ἔτσι, γιὰ νὰ μὴ γευθῆς ἐκεῖνο τὸ μέλι, διότι ἀμέσως μετατρέπεται σὲ χολή. Καὶ αὐτὸ τὸ τονίζει ἡ Γραφή: «Αὐτὴ ἡ γλυκύτητα γιὰ λίγο εὐχαριστεῖ τὸν φάρυγγά σου, καὶ ἔπειτα τὸ μέλι γίνεται πικρότερο ἀπὸ τὴν χολὴ καὶ σφάζει περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι τὸ ἀκονισμένο δίκοπο μαχαίρι» (Παροιμ. ε’, 4).
Εἶπα πρὸς τοὺς πατέρες σας ὅτι πρέπει γρήγορα νὰ σᾶς ὁδηγοῦν στὸν γάμο, ἀλλὰ ὅμως καὶ ἐσεῖς οἱ νέοι δὲν εἶσθε ἀνεύθυνοι. Δὲν φταίει τὸ νεαρό τῆς ἡλικίας, διότι θὰ ἔπρεπε τότε ὅλοι οἱ νέοι νὰ εἶναι ἀνήθικοι, ἀλλὰ ἐσεῖς οἱ ἴδιοι σπρώχνετε τὸν ἑαυτό σας στὴν φωτιά.
Ὅταν πᾶς στὸ θέατρο καὶ ἀφήσης τὰ μάτια σου νὰ χορταίνουν μὲ τὰ ἄσεμνα καὶ τὰ γυμνά, γιὰ λίγο αἰσθάνθηκες ἡδονή, ἀλλὰ κατόπιν ἀπεκόμισες ἀπὸ ἐκεῖ πολλὴ ἔξαψι καὶ φλόγα. Ὅταν παρακολουθῆς θεάματα καὶ τραγούδια ποὺ δὲν ἔχουν κανένα ἄλλο θέμα παρὰ τὸν παράνομο ἔρωτα… πῶς θὰ μπόρεσης νὰ δείξης σωφροσύνη καὶ ἐγκράτεια; Αὐτὰ τὰ διηγήματα, αὐτὰ τὰ θεάματα, αὐτὰ τὰ τραγούδια σοῦ κυρίευσαν τὴν ψυχή. Καὶ τὸ βράδυ ποὺ θὰ κοιμηθῆς θὰ τὰ ἰδῆς καὶ στὰ ὄνειρά σου, διότι συνήθως ἡ ψυχὴ φαντάζεται στὰ ὄνειρα ὅ,τι σκέπτεται καὶ ἐπιθυμεῖ κατὰ τὴν ἡμέρα.
Ὅταν λοιπὸν πηγαίνης σ’ αὐτὰ τὰ θεάματα, καὶ βλέπης αἰσχρὰ πράγματα καὶ ἀκοῦς λόγια αἰσχρότερα, καὶ τραυματίζεσαι, χωρὶς ἔπειτα νὰ χρησιμοποιῆς φάρμακα, πῶς δὲν θὰ αὐξηθῆ ἡ σῆψις; Πῶς δὲν θὰ χειροτέρευση ἡ ἀρρώστεια; Ὅταν λοιπὸν ἐπισωρεύουμε ἐπάνω μας αὐτὰ ποὺ βλάπτουν, καὶ καθόλου δὲν φροντίζουμε γι’ αὐτὰ ποὺ ὠφελοῦν, πῶς μπορεῖ νὰ ἔχουμε κάποια ὑγεία;
Εὔκολο εἶναι νὰ ἀποκτήση κανεὶς ἐγκράτεια καὶ σωφροσύνη, ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήση, ἀρκεῖ νὰ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὶς ἐπιβλαβεῖς αἰτίες.
Δὲν ὑπάρχει πιὸ εὔκολο πράγμα ἀπὸ τὸ νὰ περιπατῆ ὁ ἄνθρωπος. Καὶ ὅμως καὶ αὐτὸ γίνεται κουραστικὸ καὶ δύσκολο σὲ μερικὲς γυναῖκες, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄνδρες, ἀπὸ τὴν ζωὴ τῆς χλιδῆς, τῆς ἀνέσεως καὶ τῆς μαλθακότητος.
Ὅταν θελήσουμε κάτι, δὲν ὑπάρχει καμμιὰ δυσκολία. Καὶ ὅταν δὲν τὸ θελήσουμε, δὲν ὑπάρχει καμμιὰ εὐκολία. Ὅλα ἑξαρτῶνται ἀπὸ ἐμᾶς. Ἀπὸ τὸ ἐὰν θέλουμε ἢ ἐὰν δὲν θέλουμε.
Ὁ Παῦλος γράφοντας πρὸς τοὺς Ἑβραίους ὁμιλεῖ καὶ συμβουλεύει ὡς ἑξῆς: «Νὰ ἐπιδιώκετε τὴν εἰρήνη μὲ ὅλους, καὶ τὸν ἁγιασμό, διότι χωρὶς αὐτὸν κανεὶς δὲν θὰ ἰδῆ τὸ πρόσωπον τοῦ Κυρίου» (Ἑβρ. ιβ’, 14). Ἐδῶ λέγοντας ἁγιασμὸ ἐννοεῖ τὴν σωφροσύνη, νὰ ἀρκῆται δηλαδὴ ὁ καθένας στὴν ἰδικὴ του γυναίκα καὶ νὰ μὴ πηγαίνη σὲ ἄλλη.
Ὅποιος δὲν ἀρκεῖται στὴν ἰδική του, δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ σωθῆ, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε θὰ ἀπολεσθῆ, ἔστω κι’ ἂν ἔχη ἀναρίθμητα καλὰ ἔργα. Ἐξ αἰτίας τῆς πορνείας δὲν πρόκειται νὰ εἰσέλθη στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἀλλὰ δὲν πρέπει αὐτὸ νὰ τὸ ὀνομάσουμε πορνεία, θὰ τὸ ὀνομάσουμε μοιχεία. Ὅπως ἡ συζευγμένη γυναίκα, ἂν πάη μὲ ἄλλον ἄνδρα, γίνεται μοιχαλίδα, ἔτσι καὶ ὁ συζευγμένος μὲ γυναίκα, ἂν πλησιάζη σὲ ἄλλη, γίνεται μοιχός.
Ὁ μοιχὸς δὲν θὰ κληρονομήση τὴν βασιλεία, ἀλλὰ θὰ πέση στὴν κόλασι. Ἄκου τί λέγει γι’ αὐτοὺς ὁ Χριστός: «Τὸ σκουλήκι ποὺ θὰ τοὺς τρώγη δὲν θὰ πεθαίνη, καὶ ἡ φωτιὰ ποὺ θὰ τοὺς καίη, δὲν θὰ σβήση» (Μάρκ. θ’, 45). Καμμιὰ συγχώρησι δὲν ἔχει αὐτὸς ποὺ ἔχοντας τόση ἀνάπαυση στὴν γυναίκα του παρανομεῖ μὲ ἄλλη. Αὐτὸ εἶναι ἀκράτεια. Ἐὰν τόσοι ἄνδρες ἀπέχουν καὶ ἀπὸ τὴν ἰδικὴ τους γυναίκα, ὅταν εἶναι καιρὸς νηστείας, ὅταν εἶναι καιρὸς προσευχῆς, τί νὰ εἰποῦμε γι’ αὐτὸν ποὺ οὔτε στὴν ἰδικὴ του ἀρκεῖται, ἀλλὰ καὶ ἄλλη πλησιάζει; Πόση φωτιὰ ἐπισωρεύει ἐπάνω του;
Ὁ ἄνδρας ποὺ θὰ ἀπομακρύνη καὶ θὰ διώξη τὴν ἰδικὴ του γυναίκα, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ πλησίαση ἄλλη, γιατί αὐτὸ ἀποτελεῖ μοιχεία. Γιὰ σκεφθῆτε τώρα τί ἁμάρτημα εἶναι, νὰ ἔχη κανεὶς τὴν ἰδική του καὶ νὰ εἰσάγη καὶ ἄλλη. Κανεὶς ἂς μὴ ἀφήση αὐτὸ τὸ νόσημα στὴν ψυχή του, ἀλλὰ ἂς τὸ ξερριζώση ἀμέσως. Γιατί δὲν ζημιώνει τόσο τὴν γυναίκα του, ὅσο τὸν ἑαυτό του. Πρόκειται γιὰ πολὺ βαρὺ καὶ ἀσυγχώρητο ἁμάρτημα. Γι’ αὐτό, ἂν μία γυναίκα ἔχη εἰδωλολάτρη σύζυγο καὶ τὸν χωρίση παρὰ τὴν θέλησή του, τιμωρεῖται ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἐὰν ὅμως χωρίση αὐτὸν ποὺ τὴν ἐξαπατᾶ, δὲν τιμωρεῖται.
«Ἐὰν μία γυναίκα Χριστιανὴ ἔχη ἄνδρα ἄπιστο (εἰδωλολάτρη), καὶ αὐτὸς συγκατανεύει νὰ συγκατοικῆ μαζί της, ἂς μὴ τὸν ἀφίνη» (Α’ Κορ. ζ’, 15). Ὅταν ὅμως ἔχουμε στὴν μέση πορνεία, ἡ Γραφὴ ὁμιλεῖ διαφορετικά: «Ἐὰν κάποιος διώξη τὴν γυναίκα του, χωρὶς νὰ ὑπάρχη λόγος πορνείας, τὴν κάνει νὰ γίνη μοιχαλίδα» (Ματθ. ε’, 32).
Ἐκεῖνος ποὺ θὰ συνέλθη μὲ πόρνη, θὰ γίνη κατ’ ἀνάγκη ἕνα σῶμα μαζί της. Πῶς λοιπὸν ἡ σεμνὴ σύζυγος ποὺ εἶναι μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, θὰ τὸν δεχθῆ; Πῶς θὰ ἑνωθῆ μὲ αὐτὸν που ἔγινε μέλος τοῦ σώματος τῆς πόρνης;
Καὶ πρόσεξε τί ἄλλο ἀναφέρει ἡ Γραφή: Αὐτὴ ποὺ ἔχει σύζυγο εἰδωλολάτρη δὲν εἶναι ἀκάθαρτη, «διότι ἔχει ἁγιασθῆ ὁ σύζυγος διὰ τῆς γυναικὸς» (Α’ Κορ. ζ’,14). Ἐνῶ γιὰ τὴν πόρνη ὁμιλεῖ διαφορετικά: «Νὰ πάρω λοιπὸν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τὰ κάνω μέλη πόρνης»; (Α’ Κορ. στ’,15). Στὴν πρώτη περίπτωσι, παρὰ τὴν συνοίκησι μὲ εἰδωλολάτρη, ὁ ἁγιασμὸς παραμένει καὶ δὲν ἀπομακρύνεται, ἐνῶ στὴν δεύτερη περίπτωσι φεύγει.
Φοβερὸ λοιπὸν ἁμάρτημα ἡ πορνεία. Φοβερὸ καὶ πρόξενο ἀθανάτου κολάσεως. Ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτὴν τὴν ζωὴ ἐπιφέρει ἀναρίθμητα κακά, διότι αὐτὸς ποὺ πορνεύει, ἀναγκάζεται νὰ κάνη ζωὴ κουραστική, ἀγωνιώδη καὶ ταλαίπωρη. Μπαίνοντας στὸ ξένο σπίτι, κατέχεται ἀπὸ ὑποψία, ὑποψιάζεται τοὺς ὑπηρέτες, ὑποψιάζεται τοὺς ὑπολοίπους, ζεῖ μία ζωὴ ποὺ δὲν εἶναι καλύτερη ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν κολασμένων.
Γι’ αὐτὸ σᾶς παρακαλῶ, φροντίστε νὰ ἁπαλλαγῆτε ἀπὸ τὸ νόσημα αὐτό. Διαφορετικὰ μὴ εἰσέρχεσθε στὸν ἱερὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ γεμάτα ψώρα πρόβατα δὲν πρέπει νὰ εἶναι μαζὶ μὲ τὰ ὑγιῆ, ἀλλὰ μακρυά, μέχρις ὅτου θεραπευθοῦν. Ἔχουμε γίνει μέλη τοῦ Χριστοῦ. Ἂς μὴ γίνουμε μέλη τῆς πόρνης. Ἐδῶ δὲν εἶναι οἴκημα ἁμαρτίας, ἀλλὰ Ἐκκλησία. Ἐὰν ἐσὺ ἔχης καταστήση τὸν ἑαυτό σου μέλος τῆς πόρνης, μὴ στέκεσαι στὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ μὴ μολύνης τὸν τόπο.
Καὶ ἂν ἀκόμη δὲν ὑπῆρχε κόλασις, ἐσὺ ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἱερὴ συμφωνία, ἀπὸ τὶς λαμπάδες τοῦ γάμου, ἀπὸ τὸν νόμιμο δεσμό, ἀπὸ τὴν παιδοποιία, ἀπὸ τὸν σύνδεσμο, πῶς θὰ τὸ ἀνεχθῆς νὰ προσκολλᾶσαι σὲ ἄλλη γυναίκα; Καὶ πῶς δὲν ντρέπεσαι; Πῶς δὲν κοκκινίζεις; Ἀγνοεῖς ὅτι πολλοὶ ἄνθρωποι καταδικάζουν καὶ αὐτοὺς ποὺ μετὰ τὸν θάνατο τῆς συζύγου των παίρνουν ἄλλη, παρ’ ὅλο ποὺ τὸ πράγμα δὲν εἶναι κολάσιμο. Ἐσὺ ὅμως, εἰσάγεις ἄλλη γυναίκα, ἐνῶ ἀκόμη ζεῖ ἡ ἰδική σου! Αὐτὰ ὅλα πόση ἀκράτεια καὶ σαρκικότητα δείχνουν!
Μάθε πὼς γιὰ ὅλα αὐτὰ ἔχει λεχθῆ: «Τὸ σκουλήκι τους δὲν πεθαίνει καὶ ἡ φωτιὰ δὲν σβήνει» (Μάρκ. θ’, 45). Ἂς φρίξης τὴν ἀπειλή, ἂς φοβηθῆς τὴν κόλασι. Ἡ ἐδῶ ἡδονὴ δὲν συγκρίνεται μὲ τὴν ἐκεῖ κόλασι.
Πιὸ βλαβερὴ ἀπὸ ὅλες τὶς δαιμονικὲς ἐνέργειες εἶναι ἡ ὑπερβολικὴ ἀθυμία καὶ μελαγχολία. Ὅποιους ὁ δαίμονας ἔχει δεμένους μὲ αὐτές, κυριαρχεῖ πλήρως ἐπάνω τους. Ἂν ὅμως ἀπαγκιστρωθοῦν, δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς κάνη κανένα κακό.
Τὴν ἀθυμία καὶ μελαγχολία τὶς τοποθέτησε ὁ Θεὸς μέσα στὴν ἀνθρώπινη φύσι ὄχι γιὰ νὰ τὶς χρησιμοποιοῦμε ἀντικανονικὰ καὶ ἀπάνθρωπα καὶ νὰ καταστρέφουμε τοὺς ἑαυτούς μας, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὠφελούμεθα. Καὶ πῶς μπορεῖ νὰ ὠφελούμεθα; Ὅταν τὶς χρησιμοποιοῦμε τότε ποὺ πρέπει. Ὄχι τότε ποὺ μᾶς βλάπτουν οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ τότε ποὺ βλάπτουμε ἐμεῖς τοὺς ἄλλους. Ἐμεῖς ὅμως ἀντιστρέψαμε τοὺς ὅρους καὶ ἐνῶ διαπράττουμε τόσες κακίες δὲν στενοχωρούμεθα καθόλου. Ἂν τύχη ὅμως καὶ μᾶς βλάψη κανεὶς στὸ παραμικρό, τὰ παραδίνουμε ὅλα, ἀπογοητευόμαστε, μᾶς πιάνει ἴλιγγος, εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ αὐτοκτονήσουμε, νὰ πεθάνουμε.
Ὁ θυμὸς εἶναι φοβερὴ φωτιὰ ποὺ κατατρώγει τὰ πάντα. Καταστρέφει τὸ σῶμα. Διαφθείρει καὶ κάνει κακομορφὴ καὶ ἀηδιαστικὴ τὴν ψυχή. Δὲν ὑπάρχει τίποτε πιὸ αἰσχρό, πιὸ ἄτιμο, πιὸ φοβερό, πιὸ ἀποκρουστικό, πιὸ βλαβερὸ ἀπὸ τὸν θυμό. Ἂν μποροῦσε ὁ ὀργίλος νὰ παρατηροῦσε τὸν ἑαυτὸ του τὴν ὥρα τῆς ὀργῆς, δὲν θὰ χρειαζόταν ἄλλη νουθεσία. Δὲν ὑπάρχει τίποτε πιὸ ἄσχημο ἀπὸ τὸ ὠργισμένο πρόσωπο.
Ἡ ὀργὴ εἶναι μία μέθη ἢ καλύτερα κάτι χειρότερο ἀπὸ τὴν μέθη καὶ ἀθλιώτερο ἀπὸ τὸν διάβολο. Ἐκεῖνος ποὺ καταλαμβάνεται ἀπὸ τὸ πάθος τῆς ὀργῆς εἶναι σὰν μεθυσμένος. Τὸ πρόσωπό του φουσκώνει, ἡ φωνή του τραχύνεται, τὰ μάτια του κοκκινίζουν, τὸ μυαλὸ του σκοτεινιάζει, ὁ νοῦς του καταποντίζεται, ἡ γλώσσα του τρέμει, τὰ μάτια του ἀναταράζονται, τὰ αὐτιὰ του ἀκοῦνε ἄλλα ἀντ’ ἄλλων, τὰ μηνίγγια του κτυπῶνται ἀπὸ τὴν ὀργὴ πολὺ περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι ἂν τὰ κτυποῦσε τὸ πιὸ δυνατὸ κρασί. Καὶ ἐπικρατεῖ ἐπάνω του τέτοια ζάλη καὶ ἀναταραχὴ καὶ τρικυμία ποὺ χειρότερες δὲν γίνονται.
Ἂν ὅμως συγκρατοῦμε τὸν ἑαυτό μας νὰ μὴ ξεσπᾶ σὲ κραυγές, θὰ βροῦμε μία σπουδαία καὶ φιλοσοφημένη ἀντιμετώπισι. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος μαζὶ μὲ τὴν ὀργὴ ἀπαγορεύει καὶ τὴν κραυγή: «Κάθε ὀργὴ καὶ κραυγὴ ἂς φύγη μακρυὰ σας» (Ἐφεσ. δ’, 31).
Πρέπει νὰ φεύγουμε μακρυὰ ἀπὸ τὴν ὀργή, καὶ στὶς συζητήσεις μας νὰ δείχνουμε τὴν εἰλικρίνειά μας ὄχι μόνο μὲ τὴν ἀποφυγὴ τῆς ὀργῆς ἀλλὰ καὶ τῆς κραυγῆς. Ἡ κραυγὴ εἶναι τὸ ὑλικό τῆς ὀργῆς. Ἂς δέσουμε τὸ ἄλογο, γιὰ νὰ ἐξοντώσουμε καὶ τὸν καβαλάρη. Ἂς κόψουμε τὰ φτερὰ τοῦ θυμοῦ, καὶ δὲν πρόκειται νὰ ἀνεβῆ πρὸς τὰ ὕψη τὸ κακό. Ἡ ὀργὴ ἀνήκει στὰ πάθη ποὺ χαρακτηρίζονται γιὰ ταχύτητα καὶ ὀξύτητα, καὶ μπορεῖ μὲ πολλὴ εὐκολία νὰ ληστέψη τὶς ψυχές μας. Γι’ αὐτὸ πρέπει ἀπὸ παντοῦ νὰ τῆς κλείνουμε τὴν πόρτα. Γιατί ὁπωσδήποτε δὲν στέκει, τὰ μὲν ἄγρια θηρία νὰ κατορθώνουμε νὰ τὰ ἐξημερώνουμε, ἐνῶ τὴν ψυχή μας νὰ τὴν ἀφίνουμε σὲ κατάστασι ἀγριότητος.
Μερικὲς φορὲς ὁ θυμὸς εἶναι χρήσιμος. Πότε; Ὅταν ἐπιτίθεται ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν μας. Ἂν μπόρεσες καὶ κυριάρχησες ἐπάνω του, τότε συντήρησέ τον, γιατί θὰ εἶναι χρήσιμος σὰν ἄλλος σκύλος ποὺ δὲν θὰ γαυγίζη τὰ πρόβατα ἢ τοὺς ἰδικούς μας, ἀλλὰ τοὺς λύκους, τοὺς πειρατές, τὸν λήσταρχο (διάβολο).
Σ’ ἐκεῖνον ποὺ ἀρχίζει νὰ λέγη γιὰ τοὺς ἄλλους, πές του: «Ἔχεις νὰ ἐπαινέσης καὶ νὰ ἐγκωμιάσης κάποιον; Τότε, ἀνοίγω τὰ αὐτιά μου, γιὰ νὰ δεχθῶ τὰ ἀρώματα. Ἐὰν ὅμως πρόκειται νὰ τὸν κακολογήσης, κλείνω τὴν εἴσοδο. Δὲν δέχομαι κόπρο καὶ βόρβορο. Τί ὠφέλεια θὰ ἔχω ἐγώ, ἂν μάθω ὅτι ὁ τάδε εἶναι κακός; Ἀντιθέτως θὰ βλαβῶ καὶ θὰ ζημιωθῶ ὑπερβολικά».
Πές του: «Ἂς κοιτάξουμε τὰ ἰδικά μας, ἂς ἐνδιαφερθοῦμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ τὴν ἐνοχή μας. Ἂς δείξουμε περιέργεια καὶ φροντίδα γιὰ τὴν ἰδικὴ μας ζωή. Τί ἀπολογία θὰ ἔχουμε, τί συγχώρησι θὰ βροῦμε, τὴν στιγμὴ ποὺ τὰ ἰδικά μας οὔτε κἄν τὰ σκεπτόμαστε καὶ ἀσχολούμεθα μὲ πάθος γιὰ τὰ ξένα; Ὅπως εἶναι αὐθάδεια περνώντας νὰ σκύψουμε σ’ ἕνα ξένο σπίτι καὶ νὰ κοιτᾶμε μέσα, ἔτσι ἀκριβῶς εἶναι κατωτερότης νὰ περιεργαζώμεθα τὴν ζωὴ τοῦ ἄλλου».
Ἄν, βαδίζοντας στὸν δρόμο, ἀνακατέψη κάποιος βόρβορο, δὲν τὸν παρατηρεῖς καὶ δὲν τὸν ἐλέγχεις γιὰ τὴν πράξι του; Αὐτὸ χρειάζεται νὰ κάνουμε καὶ σὲ ὅσους κουτσομπολεύουν καὶ κατηγοροῦν τοὺς ἄλλους.
Ὁ βόρβορος ποὺ θὰ ἀνακατευθῆ δὲν χτυπάει στὸ κεφάλι μὲ τὴν δυσωδία του τόσο πολύ, ὅσο λυποῦν καὶ βλάπτουν τὴν ψυχὴ τῶν ἀκροατῶν ἀκάθαρτες διηγήσεις γιὰ τὴν ζωὴ τῶν ἄλλων.
Προσοχὴ στὰ λόγια σου. Μὴ κακολογῆς, γιὰ νὰ μὴ μολύνης τὸν ἑαυτό σου. Νὰ μὴ ἀναμειγνύης τὸν βόρβορο μὲ τὴν λάσπη καὶ τοὺς πλίνθους, ἀλλὰ νὰ πλέκης στεφάνια ἀπὸ τριαντάφυλλα καὶ μενεξέδες καὶ ἄλλα ἄνθη.
Νὰ μὴ βάζης κόπρο στὸ στόμα σου, ὅπως οἱ κάνθαροι. (Κάνθαροι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ὁμιλοῦν ἄπρεπα. Καὶ γεύονται πρῶτοι τὴν δυσωδία αὐτοὶ οἱ ἴδιοι). Ἀλλὰ νὰ πλησιάζης τὸ στόμα σου στὰ ἄνθη σὰν τὶς μέλισσες καὶ νὰ κατασκευάζης κηρύθρες ὅπως ἐκεῖνες, καὶ σὲ ὅλους νὰ εἶσαι εὐγενὴς καὶ γλυκομίλητος.
Τὸν ἄνθρωπο ποὺ κακολογεῖ ὅλοι τὸν ἀποστρέφονται σὰν κάτι σάπιο ποὺ ἀναδίδει δυσοσμία, σὰν τὴν βδέλλα ποὺ πίνει αἷμα καὶ σὰν τὸν κάνθαρο ποὺ τρέφεται μὲ κόπρο, μὲ ὅ,τι δηλαδὴ ἀκάθαρτο ὑπάρχει στοὺς ἄλλους.
Καὶ δὲν πρέπει νὰ ξεχνοῦμε ὅτι στὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως θὰ δώσουμε λόγο γιὰ κάθε μας «ἀργὸν λόγον» (Ματθ. ιβ’, 36), πολὺ δὲ περισσότερο γιὰ κάθε μας ὕβρι καὶ κακολογία.
Μὴ μοῦ εἰπῆς ὅτι δὲν κάνεις ἀνήθικες πράξεις. Τί τὸ ὄφελος ἂν δὲν εἶσαι ἀνήθικος, ἀλλὰ εἶσαι φιλάργυρος; Τὸ πουλὶ καὶ ἂν δὲν πιασθῆ ὁλόκληρο στὴν παγίδα, ἀλλὰ μόνο ἀπὸ τὸ ἕνα του πόδι, ὅλο εἶναι πιασμένο καὶ καταδικασμένο. Καὶ τίποτε δὲν τὸ ὠφελοῦν τὰ φτερά, ἀφοῦ εἶναι πιασμένο ἀπὸ τὸ πόδι.
Στὸν ψυχικό μας κόσμο, ὁ θυμός, ἡ ἐπιθυμία καὶ τὰ ἄλλα, ἐὰν ξεπεράσουν τὸ ὅριό τους ἐπιφέρουν φθορά.Ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὸ φαγητό. Ἐὰν ὑπερβῆ τὸ κανονικὸ ὅριο, προξενεῖ στὸ σῶμα ἀρρώστεια. Ἀπὸ ποῦ προέρχονται οἱ πόνοι στὰ πόδια, οἱ παραλυσίες, οἱ τρομώδεις κινήσεις;
Ἐὰν ὁ ὀφθαλμὸς θελήση νὰ καταλάβη περισσότερο χῶρο στὸ σῶμα ἢ νὰ ἰδῆ περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι μπορεῖ ἢ νὰ ἀποκτήση περισσότερο φῶς, ὁπωσδήποτε ἀντὶ γιὰ καλὸ ζημιώθηκε. Σκέψου μάλιστα νὰ θελήση νὰ ἀντικρύση δυνατώτερο φῶς!
Τὸ αὐτί, ἐὰν δεχθῆ ἰσχυρὸ ἦχο, μᾶς δημιουργεῖ ἀναστάτωσι.
Τὸ μυαλό, ἐὰν σκεφθῆ ὅσα ὑπερβαίνουν τὴν δύναμί του, σαστίζει καὶ δὲν κερδίζει τίποτε.
Ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ πλεονεξία.
Ὅταν θελήσουμε νὰ ἀποκτήσουμε πολλὰ χρήματα, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε, τρέφουμε μέσα μας ἕνα θηρίο. Τότε ἔχουμε πολλά, μᾶς λείπουν πολλά, βάζουμε τὸν ἑαυτό μας σὲ ἀναρίθμητες φροντίδες, προσφέρουμε στὸν διάβολο πολλὲς λαβές. Γι’ αὐτὸ ὁ διάβολος δὲν κουράζεται πολὺ μὲ τοὺς πλουσίους. Ἐξ αἰτίας τοῦ πλούτου μπορεῖ εὔκολα καὶ τοὺς καταβάλλη, ὅπως ἀντίθετα δυσκολεύεται πολὺ μὲ τοὺς πτωχούς. Γι’ αὐτό, σᾶς παρακαλῶ, φεύγετε μακρυὰ ἀπὸ τὴν φιλοχρηματία.
Δὲν ὑπάρχει τίποτε χειρότερο ἀπὸ τὸν φιλάργυρο. Καὶ τὸν ἑαυτὸ του βλάπτει καὶ μὲ ὅλο τὸν κόσμο καὶ τὴν κτίσι καταντᾶ ἐχθρός. Ὑποφέρει ποὺ δὲν βγάζουν χρυσάφι ἀντὶ γιὰ στάχυα ἡ γῆ καὶ ἀντὶ γιὰ νερὸ οἱ βρύσες καὶ ἀντὶ γιὰ πέτρες τὰ βουνά.
Σὲ κάθε καλὴ κατάστασι, σὲ κάθε κοινωφελῆ προσπάθεια παρουσιάζεται διστακτικὸς καὶ ἀντίθετος καὶ διώχνει κάθε τί ποὺ δὲν πρόκειται νὰ τοῦ ἀποφέρη χρήματα. Ἀντίθετα ὑπομένει τὰ πάντα, προκειμένου νὰ ἀποκτήση ἔστω καὶ δύο δεκάρες.
Ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τοὺς μισεῖ, καὶ τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς πλουσίους. Τοὺς φτωχοὺς μὴ τυχὸν καὶ τοῦ ζητήσουν χρήματα. Τοὺς πλουσίους γιατί δὲν ἔχει τὰ χρήματά τους. Κατὰ τὴν γνώμη του ὅσα ἔχουν οἱ ἄλλοι εἶναι ἰδικά του. Γι’ αὐτὸ καὶ μὲ ὅλους διάκειται δυσμενῶς, σὰν νὰ τὸν ἔχουν ἀδικήσει.
Χορτασμὸ δὲν γνωρίζει, ἱκανοποίησι δὲν ξέρει, ἀπ’ ὅλους εἶναι ἀθλιώτερος. Καθὼς πάλι ὁ ἀπηλλαγμένος ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος εἶναι πιὸ ἀξιοζήλευτος ἀπὸ ὅλους τοὺς φιλοσόφους.
Ἂς μὴ σκεπτώμαστε ὅτι εἶναι τυραννικὸ πάθος ἡ φιλοχρηματία, ἀλλὰ ὅτι ἐκεῖνο ποὺ μᾶς τυραννεῖ εἶναι ἡ ἀμέλεια καὶ ἡ ραθυμία μας. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ οὔτε κἄν γνωρίζουν τὰ χρήματα. Δὲν πρόκειται γιὰ μία φυσικὴ ἐπιθυμία. Οἱ φυσικὲς ἐπιθυμίες τοποθετήθηκαν στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν δημιουργία του. Ἐξ ἀρχῆς. Τὸ χρυσάφι ὅμως καὶ τὸ ἀσήμι, μέχρι πολλοῦ χρόνου ἦταν ἐντελῶς ἄγνωστα.
Πῶς λοιπὸν ἐμφανίσθηκε ἔντονη ἡ φιλοχρηματία; Ἀπὸ ὑπερβολικὴ κενοδοξία καὶ ἀμέλεια καὶ ραθυμία.
Ὑπάρχουν ἐπιθυμίες ἀναγκαῖες, φυσικές, οὐδέτερες. Ἀναγκαῖες εἶναι ὅσες ἐπιφέρουν τὸν θάνατο, ἐὰν δὲν ἰκανοποιηθοῦν. Αὐτὲς εἶναι φυσικὲς καὶ ἀναγκαῖες, ὅπως λ. χ. τὸ φαγητό, τὸ ποτό, ὁ ὕπνος. Ἡ σαρκικὴ ἐπιθυμία εἶναι φυσική, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀναγκαία, διότι πολλοὶ τὴν ἐνίκησαν, χωρὶς νὰ πάθουν τίποτε. Ἐνῶ ὁ πόθος τῆς φιλοχρηματίας οὔτε φυσικὸς εἶναι οὔτε ἀναγκαῖος, ἀλλὰ περιττός. Γι’ αὐτὸ ἀπὸ τὴν θέλησί μας ἐξαρτᾶται ἂν θὰ ὑποκύψουμε σ’ αὐτήν.
Ὁ Χριστὸς ὁμιλώντας γιὰ τὴν παρθενία λέγει: «Ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω» (Ματθ. ιθ’,12). Δηλαδὴ «ὅποιος μπορεῖ νὰ νιώση καὶ νὰ ἐφαρμόση τὸν λόγο περὶ παρθενίας, ἂς τὸν νιώση καὶ ἂς τὸν ἐφαρμόση». Ἐνῶ γιὰ τὰ χρήματα δὲν ὡμίλησε ἔτσι, ἀλλὰ διαφορετικά: «Ὅποιος δὲν ἀπαρνηθῆ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του, δὲν μοῦ εἶναι ἄξιος» (Λουκ. ιδ’, 33).
Ἐκεῖνο δηλαδὴ ποὺ ἦταν εὔκολο, τὸ ἐπρότεινε, ἐνῶ ἐκεῖνο ποὺ ἦταν γιὰ λίγους, τὸ ἄφινε στὴν ἐκλογὴ τοῦ καθενός.
Ἂς προσέξουμε λοιπὸν καὶ ἂς μὴ καταστήσουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας ἀναπολόγητους. Γιατί ἐκεῖνος ποὺ θὰ νικηθῆ ἀπὸ τὸ σκληρότερο πάθος, δὲν θὰ τιμωρηθῆ πολύ, ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ νικηθῆ ἀπὸ τὸ μικρό, θὰ εἶναι ἀναπολόγητος.
Τί θὰ Τοῦ ἀπαντήσουμε τότε, ὅταν μᾶς εἰπῆ: «Μὲ εἴδατε πεινασμένο καὶ δὲν μὲ ἐθρέψατε»; (Ματθ. κε’,35). Τί θὰ Τοῦ ἀπολογηθοῦμε; Θὰ Τοῦ προβάλουμε τὴν φτώχειά μας; Ἀλλὰ δὲν πρόκειται νὰ εἴμαστε πιὸ φτωχοὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴν χήρα ποὺ ἔδωσε τοὺς δύο ὀβολοὺς καὶ τοὺς ξεπέρασε ὅλους (Μαρκ. ιβ’, 42).
Ἄκου τί λέγει ὁ Παῦλος: «Ὅσοι ἐπιθυμοῦν νὰ πλουτήσουν, πέφτουν μέσα σὲ πειρασμοὺς» (Α’ Τιμοθ. στ’, 9). Ἂς πεισθοῦμε λοιπὸν σ’ αὐτόν, διότι καὶ ἐκεῖνοι (οἱ συνταξιδιῶτες του ἀπὸ τὴν Κρήτη ὥς τὴν Μάλτα — Πράξ., κεφ. κζ’) ποὺ δὲν ἐπείσθηκαν, εἴδατε τί κακὸ ἔπαθαν… Ἂς νομίζουμε ὅτι ἡ οἰκουμένη εἶναι ἕνα πλοῖο, ὅπου ὑπάρχουν οἱ κακοῦργοι καὶ ἐλεεινοί, οἱ ἄρχοντες, οἱ φύλακες, οἱ δίκαιοι, ὅπως ὁ Παῦλος, οἱ δέσμιοι, οἱ δεσμευμένοι ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες. Ἐὰν ὑπακούσουμε στὸν Παῦλο, δὲν θὰ χαθοῦμε δέσμιοι, ἀλλὰ καὶ θὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ δεσμά. Πρὸς χάριν του ὁ Θεὸς θὰ μᾶς σώση κι’ ἐμᾶς (Πράξ. κζ’, 24).
Μήπως νομίζεις ὅτι οἱ ἁμαρτίες καὶ τὰ πάθη δὲν εἶναι δεσμὸς βαρὺς καὶ ἄσχημος; Γιατί σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωσι δὲν εἶναι μόνο τὰ χέρια δεμένα, ἀλλὰ ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος.
Πές μου, ὅταν κάποιος ἔχη στὴν κατοχὴ του πολλὰ χρήματα καὶ δὲν τὰ ἐξοδεύη, ἀλλὰ τὰ φυλάη, αὐτὸς δὲν δεσμεύεται μὲ ἀδιάσπαστα δεσμὰ καὶ δὲν καταντᾶ χειρότερος ἀπὸ κάθε δέσμιο;
Ἐὰν κάποιος ἄλλος πιστεύη στὴν μοίρα, δὲν παραδίνει τὸν ἑαυτό του σὲ δεσμά;
Ἐὰν πάλι παραδίνη τὸν ἑαυτό του σὲ σαρκικὲς ἐπιθυμίες καὶ ἔρωτες;
Καὶ ποιὸς θὰ μπόρεση νὰ μᾶς σπάση αὐτὰ τὰ δεσμά;
Ὁπωσδήποτε χρειαζόμαστε τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ τὰ σπάσουμε.
Μερικὰ πράγματα ποὺ φαίνονται ἀδιάφορα, πλὴν ὅμως γεννοῦν ἁμαρτίες, ἂς τὰ διώξωμε ἀπὸ τὴ διάνοιά μας. Ὑπάρχουν πράγματα ποὺ εἶναι ἁμαρτήματα, καὶ ὑπάρχουν ἄλλα ποὺ δὲν εἶναι, ἀλλὰ προκαλοῦν. Π. χ. τὰ γέλια δὲν εἶναι κατ’ οὐσίαν ἁμαρτία, ἀλλὰ ὅταν προχωρήσουν πολύ, καταλήγουν. Δηλαδὴ ἀπὸ τὰ γέλια προέρχονται τὰ εὐτράπελα, ἀπὸ τὰ εὐτράπελα τὰ αἰσχρόλογα, ἀπὸ τὰ αἰσχρόλογα οἱ αἰσχρὲς πράξεις, καὶ ἀπὸ τὶς αἰσχρὲς πράξεις ἡ κόλασις καὶ ἡ τιμωρία. Ἐξουδετέρωσε λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴ ρίζα, καὶ ἔτσι ἐξοντώνεις ὅλη τὴν ἀρρώστεια.
Ἐὰν προφυλασσώμεθα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀδιάφορα, δὲν πρόκειται νὰ φθάσουμε ποτὲ σ’ αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀπηγορευμένα. Τὸ νὰ κοιτάξη κανεὶς γυναῖκες φαίνεται στοὺς πολλοὺς ἀδιάφορο. Ἀλλὰ ἀπὸ τὸ κοίταγμα δημιουργοῦνται ἀνήθικες ἐπιθυμίες, ἀπὸ τὶς ἐπιθυμίες ἀνήθικες πράξεις καὶ ἀπὸ αὐτὲς κόλασις καὶ τιμωρία.
Δὲν βλέπετε τοὺς ἡνιόχους μὲ πόση ἀκρίβεια καὶ ἑξάσκηση, καὶ κούρασι ἀγωνίζονται, καὶ πῶς ἐγκρατεύονται ἀπὸ φαγητὰ καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα, ὥστε νὰ μὴ καταβληθοῦν καὶ πέσουν κάτω ἀπὸ τὰ ἅρματα. Βλέπεις πόση τέχνη χρειάζεται. Καὶ ὑπάρχουν ἀνδρεῖοι ἡνίοχοι ποὺ ἀντὶ γιὰ ἕναν, ἀναλαμβάνουν δύο ἵππους καὶ τοὺς ἠνιοχοῦν μὲ εὐκολία.
Ἀναφέρεται ὅτι στὴν Ἰνδία τὸ μεγάλο καὶ φοβερὸ θηρίο ποὺ λέγεται ἐλέφαντας εἶναι δυνατὸν νὰ πειθαρχῆ φρόνιμα ἀκόμη καὶ σὲ παιδὶ δεκαπέντε ἐτῶν. Καὶ γιατί τὰ εἶπα ὅλα αὐτά; Γιὰ νὰ μάθουμε νὰ φροντίζουμε ὄχι πῶς νὰ δαμάζουμε τοὺς ἐλέφαντες καὶ τοὺς ἴππους, ἀλλὰ τὰ πάθη ποὺ ἔχουμε μέσα μας.
Ὅταν κάποιος σὲ ταράζη καὶ σὲ ἐνοχλῆ, μὴ κοιτάζης αὐτόν, ἀλλὰ τὸν δαίμονα ὁ ὁποῖος τὸν σπρώχνει, καὶ ὅλη σου τὴν ὀργὴ ἂς τὴν στρέψης ἐναντίον του. Τὸν ἄνθρωπο ποὺ γίνεται ὄργανο τοῦ δαίμονος λυπήσου τον καὶ δεῖξε του εὐσπλαγχνία. Ὁ Χριστὸς λέγει ὅτι τὸ ψεῦδος προέρχεται ἀπὸ τὸν διάβολο (Ἰωάν. η’, 44). Πολὺ περισσότερο ἡ ἀναίτιος ὀργή.
Ὅταν κάποιος σὲ περιγελᾶ, σκέψου ὅτι ὁ διάβολος τὸν σπρώχνει. Αὐτὸ δὲν προέρχεται ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς. Διότι ὁ Χριστιανὸς ἔχει ἐντολὴ νὰ πενθῆ, καὶ ἀκούει τὸν Χριστὸν νὰ τοῦ λέγη: «Ἀλλοίμονο σ’ αὐτοὺς ποὺ γελοῦν» (Λουκ. στ’, 25). Ἐὰν παρ’ ὅλα αὐτὰ ὀνειδίζη καὶ περιγελᾶ καὶ ἐξάπτεται, ἐμεῖς δὲν πρέπει νὰ τὸν περιγελοῦμε, ἀλλὰ νὰ τὸν θρηνοῦμε.
Ὁ Ἀπόστολος συνιστᾶ: «Νεκρώσατε τὰ μέλη σας τὰ ἐπὶ τῆς γῆς» (Κολ. γ’, 5). Ἂς σβήσουμε λοιπὸν τὴν κακὴ ἐπιθυμία, ἂς φονεύσουμε τὸν θυμό, ἂς θανατώσουμε τὸν φθόνο. Αὐτὸ σημαίνει «θυσία ζωντανὴ» (Ρωμ. ιβ’, 1). Αὐτὴ ἡ θυσία δὲν καταλήγει σὲ στάχτη, δὲν σκορπίζεται σὲ καπνό, δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ξύλα καὶ φωτιὰ καὶ μαχαίρι. Γιὰ φωτιὰ καὶ μαχαίρι ἔχει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
Χρησιμοποίησε καὶ σὺ αὐτὸ τὸ μαχαίρι καὶ κᾶνε περιτομὴ τῆς καρδιᾶς σου. Κόψε ἀπὸ τὴν καρδιά σου ὅ,τι περιττὸ καὶ ξένο. Ἄνοιξε καὶ ὅ,τι κλειστὸ ὑπάρχει στὴν ἀκοή σου. Διότι τὰ πάθη καὶ οἱ ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες φράζουν τὴν εἴσοδο τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἐμφανισθῆ ἐπιθυμία γιὰ χρήματα, δὲν μᾶς ἀφίνει νὰ ἀκούσουμε τὸν λόγο γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη. Ὅταν ἐμφανισθῆ φθόνος, ἐμποδίζει νὰ ἀκούσουμε διδασκαλίες περὶ ἀγάπης. Καὶ ὅταν παρουσιασθῆ κάποιο ἄλλο πάθος, φέρνει νωθρότητα στὴν ἀκοὴ γιὰ κάθε καλὴ διδασκαλία. Ἂς φονεύσουμε λοιπὸν τὶς πονηρὲς ἐπιθυμίες. Ἂς τὸ θελήσουμε. Ἂν τὸ θελήσουμε, αὐτὸ εἶναι ἀρκετό· ὅλα τὰ πάθη θὰ σβήσουν.
Ἐκεῖνος μόνο εἶναι ἐλεύθερος καὶ ἐκεῖνος μόνο εἶναι ἄρχοντας καὶ πιὸ βασιλικὸς ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς, ὁ ἀπηλλαγμένος ἀπὸ τὰ πάθη.
Ἀφοῦ τὸ γνωρίζουμε αὐτό, ἂς ἐπιζητήσουμε τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία καὶ ἂς ἀπαλλάξουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ τὴν κακὴ δουλεία. Καὶ ἂς μὴ νομίσουμε τίποτε πιὸ ἀξιομακάριστο, οὔτε τὰ μεγάλα ἀξιώματα οὔτε τὰ τυραννικὰ πλούτη, ἀλλὰ μόνο τὴν ἀρετή.
Τόσο πολὺ ἀπέχει ἀπὸ τὴν ὑποδούλωσι σ’ ἕνα πάθος αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Χριστόν, ὅσο ἀπέχει ἀπὸ τὸ νὰ δεχθῆ κηλίδες τὸ καθαρὸ χρυσάφι ποὺ πυρακτώνεται στὴν φωτιά. Ὅπως ἀκριβῶς οἱ μυΐγες δὲν τολμοῦν νὰ πέσουν μέσα στὶς φλόγες, ἀλλὰ φεύγουν μακρυά, ἔτσι καὶ τὰ πάθη δὲν τολμοῦν οὔτε κἄν νὰ πλησιάσουν σ’ ἕναν τέτοιο ἄνθρωπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου