Ετυμολογία και γλωσσική διδασκαλία (Αρχιμ. Χρυσόστομος Τροχαλάκης, Θεολόγος – Γενικός Ιατρός, Ι.Μ. Λαγκαδά)
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι ποτέ άλλοτε δεν γίνεται η διδασκαλία της γλώσσης, και για τα παιδιά και για τους μεγάλους, τόσο ελκυστική και συναρπαστική, όσο όταν η γλώσσα αναλύεται και κατανοείται με βάση το ετυμολογικό υπόβαθρο των λέξεων. Ας προσέξουμε την ετυμολογία τής λέξεως φως. Στην ασυναίρετη μορφή του είναι «φάος». Αφαιρουμένης της καταλήξεως «-ος», αναδεικνύεται το θέμα «φα», που φαίνεται και στα δυο ρήματα: «φαίνω» (φωτίζω) και «φημί» (λέγω). Το «η» του «φημί» είναι το «α» του «φαίνω», που έχει τραπεί σε «η». «Φαίνω» και «φημί» είναι μεν δύο ρήματα, αλλά έχουν μία ρίζα, και αποτελούν, θα λέγαμε, δύο όψεις τού ιδίου νομίσματος, με την έννοια ότι έχουν και οι δύο το ίδιο εννοιολογικό υπόβαθρο. Ο λόγος εξέρχεται ως φως, όπως και η φωνή από το στόμα. Ο λόγος είναι, θα έλεγε κανείς, το φως τού νου, και διά της φωνής, που εξέρχεται του στόματος, φανερώνεται στους άλλους ό,τι έχει ο νους μας και έτσι έχουμε μεταξύ μας κοινωνία. Διά του φωτός γνωρίζουμε τον κόσμο, διότι έτσι βλέπουμε ό,τι υπάρχει. Όλα όσα υπάρχουν γύρω μας, θα ήσαν για μας άγνωστα, σαν να μην υπήρχαν, αν δεν υπήρχε πρώτον μεν το φως και δεύτερον η δυνατότητα να βλέπουμε διά του φωτός. Αντίστοιχα και ο λόγος φωτίζει την ζωή μας, ώστε να ανακαλύπτεται η αιτία, ο λόγος για τον οποίο υπάρχει το κάθε τι.
Ο άνθρωπος είναι πλασμένος για το φως. Αυτό φαίνεται ιδιαιτέρως στο μικρό παιδί, που, μόλις βρεθεί στο σκοτάδι, καταλαμβάνεται από φόβο και κλαίει. Το φως τής ημέρας προσφέρει ημερότητα. Μερικοί λένε, «στο σκοτάδι αγριεύομαι». Οι Χριστιανοί, ως υιοί Θεού, αποκαλούνται επίσης «υιοί φωτός» (Ιωάν. 12, 36) και «υιοί ημέρας» (Α’ Θεσ. 5, 5). Τα έργα τής αμαρτίας ονομάζονται έργα τού σκότους’ «αποθώμεθα ουν τα έργα τού σκότους και ενδυσώμεθα τα όπλα τού φωτός» (Ρωμ. 13, 12). «Ο Θεός φώς εστι, και σκοτία εν αυτώ ουκ έστι ουδεμία» (Α’ Ιωάν. 3, 5).
Άνθρωποι που έχουν πρόβλημα δυσλεξίας διαπιστώνουν ότι έχουν ανάγκη συναισθηματικής τονώσεως, για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα αυτό μέσα στην ζωή. Η ψυχή τού ανθρώπου έχει ανάγκη από ειρήνη. Και η ειρήνη προϋποθέτει την ενότητα. Όπως λέγει και ένα τροπάριο της Μεγάλης Εβδομάδος «τω συνδέσμω της ειρήνης συνδεόμενοι οι απόστολοι». Αυτήν την ειρήνη πρωτίστως έχει ανάγκη η ψυχή τού παιδιού, για να ισορροπήσει, για να νοιώσει ευτυχισμένο, για να νοιώσει πληρότητα. Πάνω στο πνεύμα τής ειρήνης οικοδομείται η υγιής παιδεία, η μόρφωση εκείνη που ενδύει την ψυχή τού ανθρώπου με την αρετή. Όταν τώρα με αυτό το κριτήριο αξιολογήσει κανείς την αγωγή την οποία προσφέρει στο παιδί σήμερα η οικογένεια στην οποία ανατρέφεται, το σχολείο το οποίο παρακολουθεί, τα ηλεκτρονικά παιγνίδια στα οποία δίδει την καρδιά του και τον νου του, αβίαστα θα οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι αν θεωρήσουμε την ειρήνη άρτον της ψυχής, τότε το παιδί πνευματικώς υποσιτίζεται, ακριβώς επειδή η ειρήνη αποτελεί το βάθρο πάνω στο οποίο στηρίζεται η ψυχική ισορροπία τού παιδιού. Διότι «άρτος καρδίαν ανθρώπου στηρίζει» (Ψαλμ. 103, 15) και αν επομένως της φυσικής καρδίας στήριγμα είναι ο άρτος ο φυσικός, η ειρήνη είναι της πνευματικής καρδίας το στήριγμα. Όταν το παιδί δεν νοιώθει μέσα του το στήριγμα αυτό, είναι ανασφαλές. Και ως αποτέλεσμα αυτής της ανασφάλειάς του, αναζητεί την αποδοχή και δεν αντέχει την απόρριψη, δεν έχει υπομονή, άγχεται, ανησυχεί, καταλαμβάνεται από πανικό, γίνεται υποχείριο κάθε φοβικής απειλής, η ψυχική του ισορροπία διαταράσσεται, η προσωπικότητά του σχίζεται.
Πώς θα δώσουμε στο παιδί και πώς θα αποκτήσει ο καθένας αυτό για το οποίο πλάσθηκε; Μα είναι απλό’ πρέπει να επιλάμψει ο της δικαιοσύνης ήλιος. «Η γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός, ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως». Πρέπει να έρθει μέσα μας το φως της γνώσεως. Πρέπει επομένως να τροποποιηθεί η διδασκαλία τής ελληνικής γλώσσης, ώστε να προσφέρει συναισθηματική αναζωογόνηση, αφού κατ’ εξοχήν έχει την δυνατότητα αυτήν.
Η Ορθόδοξος Λατρεία είναι λογική λατρεία (Ρωμ. 12, 1). Και θέλησε ο Θεός να έχει γραφεί πρωτοτύπως στην ελληνική γλώσσα, όπου η λογική δομή τού λόγου καθιστά την γλώσσα αυτή κατ’ εξοχήν ικανή εις το να φανερώνει την ταυτότητα του λόγου ως εικόνος τού φωτός. Είναι η γλώσσα στην οποία κατ’ εξοχήν μπορεί κανείς να ερευνά για όλες τις λέξεις της την ετυμολογία τους. Είναι, γι’ αυτό, η γλώσσα της ερεύνης, η γλώσσα τού λόγου, καθώς δίνει στον νου μας την δυνατότητα να διερευνούμε παράλληλα τους λόγους τής γλώσσης και τους λόγους των όντων. Όπως προηγουμένως πήραμε αφορμή από την ετυμολογία των δύο αυτών συζυγιών λέξεων, «φως» και «φωνή», «φαίνω και «φημί», για να εμβαθύνουμε στις έννοιες των όντων που δηλούνται με τα ονόματα αυτά, έτσι μπορούμε και με τις υπόλοιπες λέξεις να κάνουμε, μάλιστα με αυτές που ανάγονται στην ταυτότητα τής ανθρωπίνης υπάρξεως και της όλης δημιουργίας, όπως η λέξη «πνεύμα».
(Πηγή: Περιοδικό “Εφημέριος” Σεπ. – Οκτ. 2020)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου