Του Μανώλη Εγγλέζου Δεληγιαννάκη
«Οι φόβοι (ότι οι εορτασμοί για το ’21 θα λάβουν το χαρακτήρα μιας πανηγυρτζίδικης εθνοκεντρικής φιέστας) εντείνονται με την αναγγελία της νέας, συντηρητικής υπουργού Παιδείας, ότι στόχος είναι το μάθημα της Ιστορίας «να πάψει να είναι κοινωνικού χαρακτήρα» και «να αναπτύσσει την εθνική συνείδηση».
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από την εισαγωγή του τρίτου βιβλίου της σειράς κόμικς «1800», την οποία υπογράφει ο Γιάννης Αντωνόπουλος (John Antono), σκιτσογράφος/ιστορικός.
Η σειρά «1800», με τέσσερα προς το παρόν τεύχη, μπορούσε να είναι μια προσπάθεια που εμπνέεται από θέματα της ελληνικής ιστορίας. Άρα που αντλεί από την παράδοσή μας, για να δημιουργήσει πνευματικό έργο μέσα από σύγχρονους και δημοφιλείς τρόπους έκφρασης, όπως το κόμικ. Η συγκεκριμένη σειρά μάς μεταφέρει στη Δυτική Ελλάδα του Αλή Πασά, όπου μέσα από τη ζωή του κεντρικού ήρωα, Δήμου Καραμάνου, παρουσιάζονται οι περιπέτειες των Σουλιωτών και τα γεγονότα της Λευκάδας. Τη σειρά υπογράφει ο Θ. Καραμπάλιος, που σε αυτό το χωροχρονικό υπόβαθρο στήνει με δεξιοτεχνία την ιστορία του, ενδιαφέρουσα, δραματική, με παραστατική εικονογράφηση και δυνατή σκιαγράφηση χαρακτήρων.
Ένα κόμικς εμπνευσμένο από αυτή την περίοδο είναι κατ’ αρχήν καλοδεχούμενο. Γιατί, σε έναν τομέα που η δυτική τέχνη κυριαρχεί κι επιβάλλει τη θεματολογία της, το να βλέπεις τους ήρωες του ’21 σε δράση, χρόνια μετά τα Κλασσικά Εικονογραφημένα, συνιστά από μόνο του θετικό πρόσημο. Βάζει την ιστορία μας στο επίκεντρο και εμείς, ως αναγνώστες, ταυτιζόμαστε με αυτά που διαβάζουμε, μας είναι οικεία, προέκταση του εαυτού μας στο παρελθόν. Δεν είμαστε κάποιοι τρίτοι που απλώς διαβάζουν και συναρπάζονται ίσως από μιαν ιστορία, είμαστε οι ίδιοι κομμάτι των τεκταινομένων.
Το «1800» είχε όλες τις προδιαγραφές να συμβάλλει, με μόνη τη θεματολογία του, στο ρεύμα αποκατάστασης της σχέσης με το παρελθόν μας, ταλαιπωρημένο από «νέες» αναγνώσεις, που σαν το λάστιχο το ξεχειλώνουν προς εξυπηρέτηση νεοταξικών σκοπών. Αλλά δεν το καταφέρνει. Διαπερνάται από έναν εθνομηδενισμό που διακριτικά κι εύπεπτα, χωρίς τυμπανοκρουσίες, αναπαράγει το αποδομητικό αφήγημα.
Ένα αποδομητικό αφήγημα
Ο διάχυτος αντικληρικαλισμός του εμπεδώνεται στη σκηνή του πρώτου τεύχους, όπου ο παπάς, σ’ ένα σκίτσο που θυμίζει έντονα το «Κρυφό Σχολειό» του Γύζη, αναφέρεται στους χρησμούς του Αγαθάγγελου και τονίζει στα παιδιά που τον ακούν ότι, εφόσον το ξανθό γένος θα μας σώσει, δεν πρέπει οι Έλληνες να επιδιώξουν την ελευθερία της πατρίδας μόνοι τους. Γι’ αυτό, «χαΐνηδες σαν τον Νικοτσάρα δεν είναι ήρωες αλλά κακούργοι». Το ότι αυτό φαίνεται να το λέει ένας απλός παπάς οδηγεί σε μια συλλήβδην απαξίωση του ρόλου της Εκκλησίας, καθώς δεν αρκείται καν στο σχήμα αντιπαράθεσης κατώτερου (και επαναστατικού) κλήρου και ανώτερου, που είναι συμβιβασμένος και υποτακτικός της Πύλης.
Η αρνητική παρουσίαση της Εκκλησίας συνεχίζεται με την παρουσίαση του Ιγνατίου (μετέπειτα Ουγγροβλαχίας) ως υπεύθυνου για την επιστροφή των Ελλήνων της Πρέβεζας στην πόλη τους, πράξη που οδήγησε στη σφαγή τους: Η πιθανότητα να έπεσε εκείνος θύμα εξαπάτησης δεν λαμβάνεται υπόψη. Οι αρνητικές συμπαραδηλώσεις ως προς την Εκκλησία συνεχίζονται με την έμφαση στον αφορισμό των Κολοκοτρωναίων, μετά τη ληστεία κατά του πρωτοσύγκελου της Τρίπολης, με αντικείμενο τα δοσίματα του Πατριαρχείου.
Άλλη σταθερά του κόμικς είναι τα γρόσια ως κινητήριος δύναμη των δραστηριοτήτων των πρωταγωνιστών: Ο Καραμάνος θα μεσολαβήσει στον Αλή Πασά για τον Νικοτσάρα έναντι χιλίων γροσίων, πετύχει δεν πετύχει την αποστολή του. Οι Κολοκοτρωναίοι θα κλέψουν λεφτά της Εκκλησίας. Οι επιτιθέμενοι κατά των Τούρκων ενδιαφέρονται πολύ για τα λάφυρα κ.ο.κ.
Παραπέρα, οι Ρωμιοί έχουν κοινή δράση με τους Τουρκαλβανούς, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος είναι βασιλικότερος του βασιλέως στην αυλή του Αλή Πασά, όπου κυκλοφορεί και ο Καραϊσκάκης. Τα Γιάννινα του Αλή Πασά είναι χωνευτήρι κι όχι τόπος με υπόδουλους Ρωμιούς, οι οπλαρχηγοί είναι υπηρέτες του Αλή, ή ζητούν την εύνοιά του. Η αρματολική δράση είναι κοινή χριστιανών και μουσουλμάνων ενόπλων, ο Νικοτσάρας παρακαλάει τον Αλή για ένα αρματολίκι.
Το ιδεολογικό πλαίσιο του «1800»
Σύμφωνα με την εισαγωγή του 3ου τεύχους, η ελληνική επανάσταση υπήρξε «πολυετής εκρηκτική κοινωνική, στρατιωτική και διπλωματική διεργασία» (εισαγωγή 3ου τεύχους), αλλά όχι εθνική. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είναι «πολυεθνοτική» (εισαγωγή 3ου τεύχους), κι έχει «πολυπολιτισμικό μωσαϊκό» (εισαγωγή 1ου τεύχους), όχι τουρκική με υπόδουλους καταπιεζόμενους λαούς.
Από όλα αυτά, δε λείπει και η απαραίτητη ταύτιση του εθνικού με τη Χρυσή Αυγή: «Όσο ο εθνικιστικός λόγος κερδίζει έδαφος, οποιαδήποτε αναφορά σε σύμβολα και πρόσωπα που συνδέονται με την επανάσταση του 1821 μπορεί λανθασμένα να θεωρηθεί από πατριωτική -με την απολύτως διαστρεβλωμένη έννοια του όρου- και ελληνοκεντρική, έως και εθνικιστική» (εισαγωγή 1ου τεύχους). Και έρχεται το «1800» να μας δώσει την -μη διαστρεβλωμένη προφανώς- πατριωτική προσέγγιση που επιβάλλει η αποδομητική ιστοριογραφία, δηλαδή με την έννοια της πατρίδας απούσα.
Τελικά, η προσπάθεια είναι αυτό που λέει και η εισαγωγή του 3ου τεύχους, η οποία, σε μια φανταστική και αυθαίρετη ανάγνωση της πραγματικότητας της παγκοσμιοποίησης και της επίθεσης στις τοπικές ταυτότητες, θεωρεί το «1800» ως αντίπραξη σε μιαν ιδεολογική εργαλειοποίηση της ιστορίας, προσάπτοντας στην επιτροπή της Γιάννας και του Χατζή …εθνικιστικά χαρακτηριστικά(!), και θεωρώντας πως «οι εθνικές επέτειοι ολοένα και περισσότερο χρησιμοποιούνται ως αφορμή για επίδειξη μισαλλοδοξίας». Χρειάζεται να απαντήσει κάποιος ότι αυτό που εμπεδώνει το «1800» και οι εισαγωγές του είναι όντως η ιδεολογική εργαλειοποίηση της ιστορίας μας, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση, αυτή της αποδόμησής της με όχημα μια δημοφιλή μορφή τέχνης.
https://ardin-rixi.gr/archives/230509
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου