Τό 1929 ἦρθε οἰκογενειακῶς στήν Ἑλλάδα φέρνοντας μαζί του καί τόν ἅγιο Γεώργιο Καρσλίδη μέ τόν ὁποῖο εἶχαν πνευματική σχέση καί ἀγάπη μεταξύ τους. Τό 1940 χειροτονήθηκε Ἱερέας ἀπό τόν μακαριστό Μητροπολίτης Δράμας κ. Βασίλειο γιά τό χωριό Μικροκλεισούρα, κάτω Νευροκοπίου. Ἐπειδή ἐπρόκειτο ἡ Γερμανία νά κηρύξη πόλεμο, τό κράτος τούς μετέφερε στά ἐσωτερικά καί ἔτσι τό 1941 πῆγε στό Ἐλαιοχώρι ὡς ἱερέας καί δάσκαλος ἕως τό 1945. Τόν Αὔγουστο τοῦ 1945 συμφώνησε ὡς ἱερέας στά Ἀμισιανά Καβάλας.
Στά Ἀμισιανά τόν περίμενε μεγάλος ἀγώνας. Δέν εἶχαν Ἐκκλησία. Μέσα σέ μεγάλη αἴθουσα (ἀχυρώνα) γινόταν ἡ θ. Λειτουργία. Δύσκολα χρόνια, μικρό χωριό, ἦταν ἡ ἐποχή πού μόλις ἔφυγαν οἱ Βούλγαροι. Οἱ γυναῖκες τόν ἀγαποῦσαν καί ὑπάκουαν σέ ὅσα τούς ἔλεγε. Αὐτές τόν βοηθοῦσαν στό κτίσιμο τοῦ Ναοῦ. Ὁ π. Εὐστάθιος ἔκανε ἐράνους στήν Καβάλα καί στά χωριά καί οἱ γυναῖκες μάζευαν αὐγά καί τά χρήματα πού ἔπαιρναν ἀπό τήν πώληση τῶν αὐγῶν τά διέθεταν γιά τόν Ναό. Ἔτσι ἀποπερατώθηκε ὁ Ναός καί ἕνα διώροφο κτίριο καί αἴθουσα γιά τά κατηχητικά.
Εἶχε καλή συνεργασία μέ τούς δασκάλους καί τόν πρόεδρο τοῦ χωριοῦ. Ἔκανε προέκταση τοῦ Σχολείου καί βοήθησε νά κτισθῆ Νηπιαγωγεῖο. Φρόντισε νά ἀνοίξουν ἀρτεσιανό κοντά στό σχολεῖο καί βρῆκαν νερό καί κάθε σπίτι εἶχε τήν βρύση του.
Εἶχε κάνει βιβλιάρια σέ φτωχά κορίτσια, πού ἡ βασίλισσα Φρειδερίκη ἔβαλε ἕνα χιλίαρικο στό κάθε ἕνα. Ἀγαποῦσε πολύ τόν Προφήτη Ἠλία καί ἔκτισε ἕνα μικρό Ἐκκλησάκι στό βουνό. Ὅταν ἤθελαν βροχή στό χωριό, πήγαιναν καί μέ πίστη θερμή ἔκαναν Παράκληση καί ἡ βροχή ἐρχόταν πλούσια. Τώρα τό Ἐκκλησάκι τό μεγάλωσαν. Στό χωριό εἶχαν ἀκόμη τό μικρό Ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Στό βουνό ὑπάρχει ἡ Ἁγία Παρασκευή μέ Ἁγίασμα. Ἔξω ἀπό τό χωριό ἦταν ἡ Ἁγία Μαρκέλλα, ὅπου πήγαινε καί λειτουργοῦσε.
Ἐκεῖνα τά χρόνια δέν ὑπῆρχαν γιατροί ὅπως σήμερα. Γι’ αὐτό οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμη καί τά ζῶα τους ἄν πάθαιναν κάτι ἔτρεχαν στόν παπα-Στάθη καί ὅ,τι τούς ἔλεγε τό ἐκτελοῦσαν. Ἦταν ταπεινός. Εἶχε πίστη. Ὅταν διάβαζε Εὐχή μέ τήν καρδιά του ἔπιανε.
Δέν τόν εἶδε ποτέ κανείς νά γελάση κοσμικά ἤ νά πῆ κάποιο ἀστεῖο. Φοροῦσε πάντοτε ζωστικό καί στόν κῆπο καί μέσα στό σπίτι. Στό τραπέζι δέν μιλοῦσαν. Ἀφοῦ εὐλογοῦσε, ἔτρωγαν σιωπηλοί καί μετά πήγαιναν στό δωμάτιό του καί συζητοῦσε μέ τά παιδιά του καί τήν πρεσβυτέρα του. Τό σπίτι του ἦταν γιά ὅλους ἀνοικτό, φιλόξενο. Ἡ πρεσβυτέρα του ἦταν ἡρωΐδα. Πολύ ταπεινή καί ἀκούραστη. Ζύμωνε καί μαγείρευε κάθε ἡμέρα στήν μεγάλη χύτρα τους γιά ὅλα τά παιδιά της καί γιά τούς φιλοξενομένους. Ἦταν αὐστηρός μέ τίς νηστεῖς καί ἔμαθε νά τίς τηροῦν καί τά παιδιά του. Ἦταν πολύ φιλακόλουθος.
Θυμᾶται ἡ κόρη του πού εἶναι μοναχή: «Ἀπό μικρή ἀκολούθησα τόν πατέρα μου στήν Ἐκκλησία. Αὐτός μέ ἔμαθε νά ψάλλω τό Μ. Ἀπόδειπνο, τόν Ἑσπερινό καί ἄλλα τροπάρια καί ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας. Εἶχε πολλή ἀγάπη στόν Θεό καί στούς ἀνθρώπους.
» Τήν Κυριακή τό πρωΐ ὅλοι πηγαίναμε στήν Ἐκκλησία. Μᾶς ἔλεγε: ΄΄Ἄν οἱ τέσσερις γωνίες τοῦ σπιτιοῦ πιάσουν φωτιά καί δέν μπορῆτε νά σηκωθῆτε τότε μόνον σᾶς συγχωρεῖ ὁ Θεός. Ὅποιος τίς 3-4 Κυριακές μία φορά δέν πάει στήν Ἐκκλησία, δέν εἶναι Ὀρθόδοξος χριστιανός΄΄. Εἶχε ἀγάπη στούς Ἁγίους. Στόν ἅγιο Νεκτάριο πού τόσα ὑπέφερε καί ἦταν τῆς ἐποχῆς μας.
» Ὅταν ἤμουν στήν Γ΄ τάξη τοῦ Δημοτικοῦ, πήγαινα στό Κατηχητικό πού ἔκανε ὁ πατέρας μου. Μᾶς εἶπε: ΄΄Θά ἐξομολογηθῆτε τήν ἄλλη φορά΄΄. Εἶπα σέ μία μεγαλύτερη τῆς Δ΄ τάξεως νά πᾶμε μαζί. Ὅταν ὅμως πήγαμε μέσα στήν Ἐκκλησία, κοντά στήν Ὡραία Πύλη, μοῦ εἶπε: ΄΄Ἐσύ, πήγαινε ἔξω. Θά ἔρθης μετά΄΄. Ὅταν ἤρθε ἡ σειρά μου, μέ ἔβαλε νά προσκυνήσω τήν Παναγία καί τόν Χριστό. Μοῦ εἰπε: ΄΄Αὐτά πού σοῦ λέγει ὁ Πνευματικός, δέν τά λές σέ ἄλλους, οὔτε αὐτά πού ἐσύ τοῦ εἶπες΄΄. Ἐκεῖνο πού μοῦ ἔκανε ἐντύπωση εἶναι τό ἐξῆς: Μέ ρώτησε ἄν ἀκούω τους γονείς μου. Ξαφνιάστηκα σάν παιδί πού ἤμουν. Σκέφθηκα: ΄΄Μά καλά, δέν εἶναι ὁ πατέρας μου; δέν μέ ξέρει; δέν εἴμαστε συνέχεια μαζί;΄΄. δέν μέ ἀντιμετώπισε ὡς παιδί του σαρκικό, ἀλλά πνευματικό.
» Ἦταν ἕνας ἀληθινός ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Μᾶς ἔλεγε ΄΄νά μήν λέτε ψέματα. Πάντοτε τήν ἀλήθεια΄΄. ΄΄Νά μήν κρυφακοῦτε, διότι εἶναι ἁμαρτία΄΄.
» Ὅταν ἔκανα γενική καθαριότητα στό σπίτι, μοῦ ἔλεγε: ΄΄Τήν ψυχή σου νά καθαρίζης΄΄.
» Ὅταν ἔδινα τά παλιά μου ροῦχα, μοῦ ἔλεγε: ΄΄Ὄχι, τά καινούργια νά δίνης΄΄.
» Εἶχα πάει στό σπίτι ὡς μοναχή. Ἤθελα νά τόν ρωτήσω κάτι. Μοῦ εἶπε: ΄΄Ὄχι ἐμένα. Τώρα ἔχεις Πνευματικό΄΄. Ἀγαποῦσε καί ἐκτιμοῦσε τόν Γέροντά μας. Τόν εἶχαν οἱ γονεῖς μου μέχρι τέλους Πνευματικό.
» Σέ μία κάρτα πού μᾶς ἔστειλε, ἔγραφε: ΄΄Σᾶς εὔχομαι καλό Πάσχα, εἰρήνην, ἀγάπην, ταπείνωσιν, προσευχήν, ἐργασίαν, ἀγρυπνία καί ὑπακοή εἰς τήν Ἡγουμένη. Μετ’ εὐχῶν΄΄.
» Τά τελευταῖα του λόγια σέ μένα λίγες ἡμέρες πρίν κοιμηθῆ ἦταν. ΄΄Εὐχαριστῶ πού ἦρθες. Τήν εὐχή μου νἄχης».
Διήγηση Ἀλεξάνδρου Μανταδάκη ἀπό τίς Σέρρες: «Γνώρισα τόν π. Εὐστάθιο τό ἔτος 1987 στό μνημόσυνο τῶν 40 ἡμερῶν τῆς πρεσβυτέρας του, στό ὁποῖο πῆγα μέ ἄλλους ἀπό τίς Σέρρες.
» Τά παιδιά του εἶχαν ἑτοιμάσει κόλλυβα καί ἄλλα κεράσματα. Ὁ παππούλης, ὅταν ἀντιλήφθηκε ὅτι δέν εἶχαν ἑτοιμάσει φαγητό γιά ὅλους, ἔβαλε τίς φωνές: ΄΄Στούς γάμους σας ταΐσαμε τόσο κόσμο, τώρα πού εἶναι ἡ τελευταία γιορτή τῆς μητέρας σας δέν θά φιλέψουμε κόσμο;΄΄. Καί τά παιδιά του ξύπνησαν κρεοπώληδες νά βροῦν κρέας νά μαγειρέψουν.
» Κάποια φορά εἶπε ὁ π. Εὐστάθιος: ΄΄Ζήτησα 10 χρόνια ἀπό τόν Θεό καί μοῦ τά ἔδωσε. Τώρα πού πέθανε ἡ πρεσβυτέρα δέν ζητάω ἄλλα χρόνια΄΄.
» Ἡ πρεσβυτέρα ἦταν ἁπλῆ καί ἀγράμματη γυναῖκα καί πολύ εὐλαβής. Θύμιαζε συχνά, ἔκανε πολλές μετάνοιες καί προσευχές. Ἐπειδή δέν ἤξερε νά διαβάζη, εἶχε μάθει κάποια κομμάτια ἀπό τήν παράκληση τῆς Παναγίας καί τά ἔψελνε. Ἤθελε ὅμως πολύ νά μάθη νά διαβάζη γιά νά μπορῆ νά διαβάζη ὅλη τήν Παράκληση. Πολλές φορές παρακαλοῦσε γι’ αὐτό τήν Παναγία. Ἕνα βράδυ πού θύμιαζε, βλέπει ἔξω στόν οὐρανό τά γράμματα τῆς ἀλφαβήτου χρυσά. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα ἤξερε νά διαβάζη.
» Ἡ πρεσβυτέρα εἶχε ἕξι παιδιά ἐν ζωῇ καί τρία στόν οὐρανό. Πάντα εἶχε τήν ἐπιθυμία νά δῆ τά τρία κεκοιμημένα παιδιά της καί παρακαλοῦσε γι’ αὐτό τόν Θεό. Κάποια ἡμέρα ἕνας Ἄγγελος τήν ὁδήγησε στόν οὐρανό στά παιδιά της πού ἦταν ντυμένα σάν παπαδάκια. Ἡ πρεσβυτέρα εἶπε στόν ἄγγελο: ΄΄Θέλω νά μείνω ἐδῶ΄΄. Ὁ ἄγγελος τῆς ἀπάντησε, ὅτι δέν ἦρθε ἀκόμη ἡ ὥρα της καί τήν ὁδήγησε πίσω στη γῆ.
» Κάποτε ἡ πρεσβυτέρα ἦταν ἄρρωστη καί ἔπρεπε νά ἐγχειριστῆ. Ἦταν μέσα στό δωμάτιο ξαπλωμένη καί ἡ κόρη της πῆγε γιά νά μπῆ. Τῆς λέει ὁ π. Εὐστάθιος: ΄΄Μή μπαίνης τώρα. Εἶναι μέσα ἡ Παναγία καί ὁ ἅγιος Παντελεήμων καί τήν χειρουργοῦν΄΄. Πράγματι ἡ ἐγχείρηση πραγματοποιήθηκε καί ἡ πρεσβυτέρα εἶχε στό σημεῖο τῆς ἐπέμβασης μία οὐλή!
» Ἐπίσης ἡ κόρη της Συμέλα μᾶς διηγήθηκε ὅτι μία ἡμέρα μαζί μέ τήν μητέρα της ἄκουσαν δυνατά φτερουγίσματα. Βγῆκαν ἔξω καί εἶδαν ἕνα τάγμα Ἀγγέλων νά κατεβαίνη φτερουγίζοντας ἀπό τό βουνό στό κοιμητήριο, πού ἦταν δίπλα στό σπίτι τους στά Ἀμισιανά καί ὕστερα ἐξαφανίστηκαν, δέν τούς ἔβλεπαν.
» Ἔκτοτε πῆγα ἀρκετές φορές νά τόν ἐπισκεφθῶ καί πήγαινα καί γνωστούς μου πού εἶχαν κάποιο πρόβλημα καί βοηθιοῦνταν. Ὅταν ἐκδηλωνόταν ἡ Χάρις, τό πρόσωπό του ἀλλοιωνόταν, ὁ κόσμος ἐντυπωσιαζόταν καί αὐτός φώναζε: ΄΄Τί κοιτᾶτε; Τί κοιτᾶτε;΄΄. Πολλές φορές εὐωδίαζε ὁ τόπος γύρω του. Ἔκρυβε τήν ἁγιότητά του κάνοντας σαλότητες. Ὅταν ἔρχονταν πλανόδιοι τούς φιλοξενοῦσε στό σπίτι του, τούς τάϊζε καί κοιμόταν στό ἴδιο δωμάτιο γιά νά τούς προσέχει νά μήν κλέψουν.
» Ὅταν πηγαίναμε, μᾶς διάβαζε εὐχές καί μᾶς ἔδινε ἁγιασμό. Ἔλεγε νά πίνωμε ἁγιασμό καί νά βάζωμε στό κεφάλι καί στήν καρδιά πρωΐ, βράδυ. Μᾶς ἔλεγε νά κάνωμε 15 μετάνοιες γιά κάθε θέμα πού μᾶς ἀπασχολοῦσε. Πολλές φορές μᾶς μάλωνε καί ἔκανε σαλότητες, ἀλλά ἡ κόρη του ἡ Συμέλα μᾶς ἔλεγε ὅτι μετά θά προσευχόταν. Μέ προτροπή του πετάξαμε τήν τηλεόραση ἀπό τό σπίτι μας καί μεγαλώσαμε τά παιδιά μας χωρίς τηλεόραση.
» Ἐμφανίστησε ὁ Χριστός περίπου τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1987 καί τοῦ λέει ὁ π. Εὐστάθιος: ΄΄Ἤ νά μοῦ δώσης δύναμη ὅση εἶχα ὅταν ἤμουν 50 ἐτῶν, ἤ νά μέ πάρης κοντά Σου, γιατί ὅπως εἶμαι δέν μπορῶ νά ἐξυπηρετήσω τόν κόσμο πού ἔρχεται΄΄ καί ὁ Χριστός ἀπάντησε: ΄΄Θά σέ κάμω καλά γιά νά βόσκης τά πρόβατά σου΄΄. Κατόπιν ἡ ὑγεία του βελτιώθηκε ἀρκετά (περπάτημα, ὅραση, ἀκοή), ἐνῶ ἔκοψε σχεδόν τά φάρμακά του.
» Τήν ἑπόμενη φορά πού πῆγα, μοῦ λέει ξαφνικά: ΄΄Καί μέ τούς ἐργολάβους νά εἶσαι συγκαταβατικός. Καί αὐτοί ἔχουν μεγάλα προβλήματα΄΄. Πράγματι ἐκεῖνο τό διάστημα ὄντας μηχανικός στό Δημόσιο προβληματιζόμουν, ἄν ἔπρεπε νά διευκολύνω τήν πληρωμή ἑνός λογαριασμοῦ καί μέ αὐτό πού μοῦ εἶπε ὁ παππούλης ἀποφάσισα ἀνάλογα.
» Μία ἡμέρα πῆγα μέ ἕναν γνωστό μου. Τόν ρώτησα τό ὄνομά του καί τό ἔγραψε σέ ἕνα χαρτί καί δίπλα ἀπό μόνος του συμπλήρωσε καί τό ἐπίθετό του χωρίς νά τοῦ τό πῆ κανείς. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος κατηγοροῦνταν ἀδίκως καί μέ αὐτό τό περιστατικό πῆρε θάρρος.
»Κάποτε πῆγε μία γυναῖκα, τῆς ὁποίας εἶχαν σφίζει τά νεῦρα καί δέν μποροῦσε νά κλάψη γιά νά ξαλαφρώση. Μόλις μπαίνει μέσα, τῆς λέει ὁ παππούλης: ΄΄Ἐσύ δέν μπορεῖς νά κλάψης;΄΄. Καί ἀμέσως ἦρθαν δάκρυα στά μάτια τῆς γυναίκας.
» Μία γυναῖκα πῆγε καί ἐξομολογήθηκε στόν π. Εὐστάθιο, ὁ ὁποῖος ἐπέμενε ὅτι εἶχε κάνει ἔκτρωση. Ἐκείνη τοῦ ἔλεγε ὅτι δέν εἶχε κάνει. Μετά ὅμως θυμήθηκε ὅτι πρίν ἀπό 20 χρόνια εἶχε σκεφθῆ νά τό κάνη. Καί ὁ παππούλης τῆς εἶπε: ΄΄Ἀκόμη καί ἡ σκέψη εἶναι ἁμαρτία΄΄.
» Κάποια φορά πῆγα στόν παππούλη μέ μία συμπεθέρα μου. Μόλις τήν εἶδε, τῆς εἶπε: ΄΄Νά πᾶς στόν γιατρό νά δῆ τήν μήτρα σου΄΄. Ἐκείνη αἰφνιδιάστηκε καί μάλωσε μαζί του. Ὅμως πῆγε στό γιατρό καί διαπιστώθηκε ὅτι εἶχε ἐπεῖγον πρόβλημα πού ἔπρεπε νά ἀντιμετωπιστῆ.
» Ἄλλη φορά πῆγα μέ ἕναν κουμπάρο μου. Γυρνάει καί τοῦ λέει ὁ π. Εὐστάθιος: ΄΄Μία ἡμέρα ἦρθε ἕνα συγγενής μου καί ἐγώ τόν ἔστειλα νά κοιμηθῆ στό ξενοδοχεῖο΄΄. Ὅταν φύγαμε τόν ρώτησα ΄΄γιατί ἄραγε μᾶς τό εἶπε αὐτό ὁ παππούλης;΄΄. Μοῦ ἀπάντησε ὅτι αυτό εἶχε συμβῆ στόν ἴδιο. Ὅταν παντρεύτηκε, ἦρθε ὁ ἀδελφός του καί τόν ἔστειλε νά κοιμηθῆ στό ξενοδοχεῖο.
» Πήγαινα στόν παππούλη συχνά μέ ἕνα φίλο μου τόν Γιῶργο. Ὁ Γιῶργος εἶχε ψυχολογικά προβλήματα καί πήγαινε σέ πολλούς γιατρούς. Ὁ π. Εὐστάθιος ἔλεγε στόν Γιῶργο: ΄΄Θά γίνης καλά μόνο ἅμα εἶσαι στό δρόμο τοῦ Θεοῦ΄΄. Μία ἡμέρα μοῦ λέει: ΄΄Ἀλέκο, ἔτσι ὅπως πάει ὁ Γιῶργος θά καταλήξη μπαίνοντας τήν Θεσσαλονίκη δεξιά΄΄. Ἐγώ δέν κατάλαβα τί ἐννοοῦσε ὁ παππούλης. Μετά ἀπό πολλά χρόνια ἡ κατάσταση τοῦ Γιώργου χειροτέρεψε τόσο πολύ, πού κατέληξε σέ ἕνα ψυχιατρεῖο, πού βρίσκεται καθώς μπαίνει στήν Θεσσαλονίκη δεξιά ἐρχόμενος ἀπό τίς Σέρρες».
Διηγήθηκε ἕνας Πνευματικός ἀπό τήν Θεσσαλονίκη: «Μία φοιτήτρια εἶχε κάποιο πρόβλημα στόν λαιμό καί δέν μποροῦσε νά καταπιῆ ἤ κατάπινε δύσκολα. Ἀφοῦ πῆγε στούς γιατρούς καί ἡ κατάστασή της δέν βελτιώθηκε, πῆγε στόν Πνευματικό καί ἐκεῖνος τῆς πρότεινε νά ἐπισκεφθῆ τόν π. Εὐστάθιο.
» Πράγματι πῆγε στήν Καβάλα καί τοῦ εἶπε τό πρόβλημά της. Τῆς εἶπε νά πάη στούς γιατρούς. Ξαναπάει στούς γιατρούς, ἀλλά καμμία βελτίωση. Κατόπιν πάει γιά δεύτερη φορά στόν π. Εὐστάθιο καί τοῦ λέει ὅτι πῆγα στούς γιατρούς, ἀλλά δέν ἔγινε τίποτα. Τότε τῆς λέει: ΄΄Αὐτα τά παθαίνεις ἐπειδή εἶσαι ἀβάπτιστη΄΄ . Ξαφνιάστηκε ἡ κοπέλλα, πάει στό σπίτι της καί ρωτάει τήν μητέρα της:
-Μητέρα, μήπως δέν μέ ἔχετε βαφτίσει;
-Παιδί μου, ὅταν ἤσουν μωρό σέ κάναμε ἀεροβάπτισμα καί δέν σέ βαπτίσαμε στήν Ἐκκλησία.
» Μετά ἀπ’ αὐτά ἡ κοπέλλα βαπτίστηκε στά 19 της χρόνια».
Ὁ κ. Μανώλης Κυπαρισσίδης μαρτυρεῖ: «Ὁ π. Εὐστάθιος ἦταν πνευματικός μου γιά χρόνια. Κάθε φορά μετά τήν ἐξομολόγηση μέ κρατοῦσε καί τρώγαμε. Θυμᾶμαι ὅταν μέ ἐξομολογοῦσε μέσα στό δωμάτιό του, ἡ πρεσβυτέρα καθόταν στήν αὐλή καί ἔκανε προσευχή καί κομποσχοίνι καί ἔβλεπε ἀφηρημένα, χτύπησε τό παράθυρο μέ τό μπαστούνι καί τῆς ἔκανε νόημα νά συνεχίση τήν προσευχή.
» Εἶχα ἀκούσει ὅτι ἔχει χάρισμα νά διαβάζη εὐχή στά ἄτεκνα ζευγάρια καί νά τεκνοποιοῦν καί τόν ρώτησα σχετικά. Μοῦ ἀνέφερε τήν περίπτωση ἑνός ζευγαριοῦ πού πῆγε δύο φορές καί τούς διάβασε εὐχή, ἀλλά παιδί δέν ἀπέκτησαν. Τήν τρίτη φορά πού πῆγαν εἶπε μέσα του: ΄΄Θεέ μου, ἤ ἐγώ ἔχω ἀλλάξει ἤ τά γράμματα (οἱ εὐχές) πού διαβάζω ἔχουν ἀλλάξει, Τούς εὐλόγησε καί ἀπέκτησαν παιδί».
Ἕνα μόνο σύγγραμμα ἄφησε ὁ π. Εὐστάθιο σάν παρακαταθήκη, τό ὁποῖο πῆρε ἕνας ἱερέας νά τό διαβάση, μέ σκοπό νά τό ἐκδώση σέ βιβλίο. Ἀλλά αὐτό τό βιβλίο δέν ἐκδόθηκε ποτέ, γιατί δέν ἦταν τίποτε ἄλλο παρά ἕνα συνεχές κατηγορητήριο τοῦ ἑαυτοῦ του.
Συμβουλές π. Εὐσταθίου:
* Ἐδῶ (στήν Ἐκκλησία), εἶναι τό ἰατρεῖο τοῦ Χριστοῦ. Εἶδες καμμία ἀρρώστια πού νά μήν γίνεται καλά;
* Συγχρόνως μέ τήν βοήθεια ἀπό τούς ἰατρούς, θά παρακαλέσωμε μέ πίστη τόν Θεό γιά τήν ἴασή μας.
* Ὁ Θεός μᾶς δίνει ἕνα χαστούκι, ὄχι γιατί δέν μᾶς ἀγαπάει, ἀλλά γιά νά συνερχώμαστε.
* Ἄς μου πῆ κάποιος ὅτι σ’ αὐτή τη ζωή δέν ἔχει κλάψει.
* Ὅλα τά προβλήματα λύνονται, ἀρκεῖ νά τό ζητήσωμε ἀπό τόν Χριστό, γιατί μπαίνει Ἐκεῖνος μπροστά.
* Νά μήν τρέφης τίς σάρκες, ἀλλά τήν ψυχή, διότι, ὅταν ἡ σάρκα εἶναι ἐξασθενημένη, ἡ ψυχή στρέφεται πρός τόν Θεό.
* Κάποτε κάποιος ἔπεσε μέ τό αὐτοκίνητο σέ μία χαράδρα καί παρακαλοῦσε τόν ἅη-Γιώργη νά σηκώση τό αὐτοκίνητο. ΄΄Βάλε καί σύ τόν ὧμο σου καί ὁ ἅη- Γιώργης θά βοηθήση νά γυρίση τό αὐτοκίνητο΄΄.
* Ὁ ἱερέας πού βλέπει τηλεόραση δέν μπορεῖ νά διώξη τά ταγκαλάκια. Ἡ εὐχή του δέν πιάνει.
* Αὐτά πού σᾶς λέω δέν εἶναι μυθιστορήματα, ἀλλά γι’ αὐτά θά μᾶς ζητήση λόγο ὁ Χριστος (ἄν δέν τά τηροῦμε).
* Ὅποιος φυλάγεται καί δέν κάνει παιδιά, σκοτώνει τόν Χριστό.
* Ἡ κατάρα τῶν γονιῶν πολύ δύσκολα λύνεται, ἰδίως τῆς μάνας.
* Ἡ ἐργασία πρέπει νά γίνεται μέ ἱδρῶτα γιά νά εἶναι τά χρήματα εὐλογημένα.
* Τούς λέω γιά 10 ἡμέρες νά κάνουν μετάνοιες (γιά κάποιο θέμα ὑγείας) . Ἄν κάνουν 9,5 δέν ἔρχεταί ἡ ἴαση.
* Καλά νά μήν περιμένετε. Χειρότερα θα ’θροῦν.
* Τά ἔργα σου νά φοβᾶσαι ὄχι τόν θάνατο. Μήπως ἄν φοβᾶσαι, δέν θά πεθάνης;
* Ὅ,τι ζητήσωμε ἀπό τόν Θεό μέ πίστη, ὁ Θεός θά μᾶς τό δώση. Ὅπως ἡ αἱμορροῦσα πῆγε μέ πίστη καί ἔγινε καλά.
* Τά γόνατα σώζουν. (Δηλαδή οἱ μετάνοιες, προσευχές γονυκλιτές).
* Ἡ πολλή προσευχή δέν πειράζει.
* Ἡ ἐξομολόγηση πρέπει νά γίνεται τακτικά ἀκόμα καί ἄν δέν ἔχωμε νά ποῦμε τίποτα (πάντα θά ὑπάρχη), γιατί μέ τήν εὐχή πού διαβάζεται ξαλαφρώνει ὁ ἄνθρωπος. Τοῦ φεύγει τό βάρος πού ἔχει στά στήθη.
* Τά παιδιά πρέπει νά τά περιορίζωμε, ὄχι γιατί δέν τ’ ἀγαπᾶμε, ἀλλά γιά τό καλό τους. Ὅπως π.χ. τόν γάϊδαρο τόν δένομε μέ ἕνα σχοινί σέ πάσαλο γιά νά βοσκήση σέ ἕνα μέρος καί ὄχι σέ ὅλο τό χωράφι, γιατί θά τό τσαλαπατήση χωρίς νά φάει περισσότερο.
* Τά νεῦρα διώχνουν τίς καλές σκέψεις.
* Πειρασμοί θά ὑπάρχουν, ἐμεῖς ὅμως δέν πρέπει νά τρέχωμε πίσω ἀπό τά κακά.
* Εἶπε αὐστηρά σέ κάποιον πού ἔπεφτε στήν ἴδια ἁμαρτία: ΄΄Παιδί μου, μπορῶ νά σοῦ δείξω τόν δρόμο γιά τόν Παράδεισο, μπορῶ νά σέ φθάσω ἔξω ἀπό τήν πόρτα τοῦ Παραδείσου, μπορῶ νά σοῦ ἀνοίξω τήν πόρτα τοῦ Παραδείσου, ἀλλά νά σέ βάλω μέσα στον Παράδεισο δέν μπορῶ΄΄, ἐννοώντας ὅτι ἄν δέν σταματήση νά ἁμαρτάνη, δέν σώζεται.
* Πρόσεχε, Πνευματικέ, μή δώσης συγχωρητική εὐχή σέ ἐκεῖνον πού ἔχει θυμώσει καί δέν συγχωρεῖ τούς ἄλλους, διότι αὐτός ὁμοιάζει μέ τόν διάβολο πού εἶναι ἀμετανόητος καί δέν μπορεῖ οὔτε τό «Πάτερ ἡμῶν» νά πῆ, ἀφοῦ δέν συγχωρεῖ τούς ἄλλους.
* Τό ξεμάτιασμα ἀπό τούς λαϊκούς πρέπει νά γίνεται μέ προσευχή, δηλαδή μέ τό «Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός….» καί τό «Πάτερ ἡμῶν». Οἱ Ἱερεῖς μόνο πρέπει νά χρησιμοποιοῦν Σταυρό.
* Ὁ Θεός μᾶς κρατάει στήν ζωή γιά νά συγχωρᾶμε τούς ἐχθρούς μας καί αὐτούς πού μᾶς κυνηγᾶνε νά τούς κάνωμε καλό. Τότε θά πῆ: «Αὐτός τούς συγχώρεσε, ἄς τοῦ συγχωρέσω καί ἐγώ τίς δικές του ἁμαρτίες».
Ἡ κυρία Φλώρα ἦταν τήν Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 1988 ἐκεῖ καί τό ἀπόγευμα ἀφοῦ εἶδε τόν π. Εὐστάθιο, θέλησε νά γυρίση στίς Σέρρες. Ὅμως δέν τῆς ἔδινε ὁ παππούλης τήν εὐχή του, ὅπως συνήθιζε, ἐνῶ τήν ζητοῦσε ἐπίμονα ἡ κυρία Φλώρα γιά νά φύγη. Κατόπιν μέ τήν παρέμβαση τῆς κόρης του τῆς ἔδωσε τήν εὐχή καί ἔφυγε. Τήν ἄλλη ἡμέρα ἡ κυρία Φλώρα ξαναπῆγε στήν Καβάλα γιά τήν κηδεία του.
Στά Ἀμισιανά ἐφημέρευσε ὁ π. Εὐστάθιος μέχρι στίς 31 Δεκεμβρίου, ὅπου ἤθελε ἤ ἦταν ἀνάγκη, περιμένοντας τό μεγάλο ταξίδι. Τόν τελευταῖο χρόνο μοίρασε τά χωράφια του, ἐνῶ ἕνα μέρος ἀπό τήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ του τό ἔδωσε στό νεκροταφεῖο μέ τό ὁποῖο συνόρευε τό σπίτι του.
Τόν τελευταῖο καιρό ἦταν ἄρρωστος στό κρεββάτι. Κάποια φορά (11-11-’88) μοῦ εἶπε ΄΄θα ’ρθῆς Τρίτη, ὥρα 03.00΄΄. Ἐγώ πῆγα τήν ἄλλη Τρίτη, ἀλλά ὁ παππούλης δέν μοῦ μίλησε, μόνο μᾶς εὐλόγησε. Ὅταν κοιμήθηκε πῆγα στήν κηδεία του, τότε θυμήθηκα τόν λόγο του· γιατί ἡ κηδεία του ἔγινε Τρίτη, ὥρα 03:00΄.
Ἐξεδήμησε πρός Κύριον τήν 29-11-1988 καί ἐνταφιάστηκε στό Κοιμητήριο τῶν Ἀμαρσιανῶν. Ἐπιθυμία του ἦταν νά μήν γίνη ἀνακομιδή. Ἔλεγε «δέν θά μέ βγάλετε ἀπό τόν τάφο. Ὁ Θεός ὅποτε θέλει θά μᾶς ἀναστήση».
Ὅταν ἐνταφιάστηκε ὁ π. Εὐστάθιος, μετά ἀπό λίγο καιρό φύτρωσε πάνω ἀπό τόν τάφο του ἕνας μεγάλος βασιλικός, καί στό μέρος ὅπου ἦταν τό κεφάλι του, φύτρωσε ἕνας κρίνος. Σήμερα ἐκεῖ πού ἦταν ἡ αὐλή τοῦ σπιτιοῦ του εἶναι τά μνήματα τοῦ π. Εὐσταθίου καί τῆς πρεσβυτέρας Ὄλγας. Δέν ἔχει γίνει ἡ ἐκταφή τους ἀκόμα, γιατί εἶχε πῆ νά μήν τούς ξεθάψουν.
Μετά τήν κοίμησή του, ἡ κόρη του Συμέλα ἔκλαιγε μία ἡμέρα καί μουρμούριζε: ΄΄Ἄχ, πατέρα, τώρα πού πέθανες τί θά κάνω;΄΄ καί ἐμφανίστηκε ὁ π. Εὐστάθιος καί τῆς λέει: ΄΄Ποιός εἶπε ὅτι πέθανα;΄΄
Τήν εὐχή του νά ἔχωμε. Ἀμήν
[Ἀπόσπασμα ἀπὸ τό βιβλίο: «Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο», Γ’ τόμος, Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος) Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής]
(Πηγή ψηφ. κειμένου: orp.gr, Η/Υ επιμέλεια Αικατερίνας Κατσούρη)
https://alopsis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου