Δευτέρα 10 Απριλίου 2023

Ο μύθος του Σταμάτη Σπανουδάκη …

Του Μανώλη Κοττάκη

Η ΙΣΤΟΡΙΑ «παίρνει» καμμιά φορά τήν ἐκδίκησή της με… ἕναν τρόπο τόσο περίεργο καί τόσο γλυκό, ὥστε ἐν τέλει καταλήγεις νά πιστεύεις ὅτι ὅλα σέ αὐτήν τήν ζωή εἶναι «νομοτέλεια» –ὅπως ἔλεγε καί ὁ φίλος μου ὁ Γιάννης, ἀδερφός κορυφαίου ἐπιχειρηματία τῆς χώρας. Δεῖτε: Τό ἔτος 2000 ὁ συνθέτης Σταμάτης Σπανουδάκης ἦταν «ἐπικηρυγμένος» ἀπό τήν διαπλοκή. Ἀποσυνάγωγος. Τό ἔργο του ἀπαγορευμένο ἀπό τούς μεγάλους τηλεοπτικούς σταθμούς ὅπως τό Μega Channel τῆς ἐποχῆς. Στόν ἴδιο δέν ἐπιτρεπόταν νά ἐμφανίζεται κἄν στό Ἡρώδειο. Ὁ Χρῆστος Λαμπράκης ἀρνεῖτο νά τοῦ παραχωρήσει τό Μέγαρο Μουσικῆς γιατί δέν ἦταν τοῦ μουσικοῦ γούστου του.
Ὅλα αὐτά βεβαίως δέν εἶχαν συμβεῖ ἔτσι ξαφνικά, χωρίς αἰτία καί ἀφορμή. Ὁ Σταμάτης εἶχε παραβιάσει ἕναν θεμελιώδη κανόνα τῆς μεταπολιτευτικῆς Ἑλλάδος. Δέν ἀνῆκε στήν προοδευτική παράταξη καί τό δήλωνε. Καί ἀκόμη χειρότερα: Στίς ἐκλογές τοῦ 2000 ἡ ὀρχήστρα του παιάνιζε τίς συνθέσεις του στίς πλατεῖες ἀνά τήν Ἑλλάδα, λίγο πρίν, λίγο μετά τίς προεκλογικές ὁμιλίες τοῦ Κώστα Καραμανλῆ. Σέ ὧρες πού ἐκεῖνος διεκήρυσσε «Ἐμεῖς νά παράγουμε Παιδεία, ἐμεῖς νά παράγουμε πολιτισμό.» Ἐθεωρήθη τούτη του ἡ ἐπιλογή (τοῦ Σταμάτη) ἔγκλημα καθοσιώσεως. Μόνον οἱ ἀριστεροί ἠδύναντο νά ἔχουν τέτοια μεταχείριση, καί ὁ Σταῦρος Ξαρχάκος κατ’ ἐξαίρεσιν. Ἀκόμη διατηρῶ στό ἀρχεῖο μου τήν συνέντευξη πού μοῦ ἔδωσε ὁ Σπανουδάκης τό 2003 γιά τήν «Ἀπογευματινή τῆς Κυριακῆς» στήν ὁποία ἐπιτέθηκε μέ δριμύτητα στόν Χρῆστο Λαμπράκη καί τόν Γεώργιο Μπόμπολα γιά τόν ἀποκλεισμό του ἀπό τό Μega Channel, τό Μέγαρο Μουσικῆς καί τό Ἡρώδειο. Εἶχε προηγηθεῖ ἡ γνωριμία μας τά Θεοφάνεια τῆς ἴδιας χρονιᾶς στήν Κωνσταντινούπολη, εἰδικώτερα στόν Βόσπορο, στό καράβι τῆς γραμμῆς πρός τήν Χάλκη –μοῦ τόν εἶχε συστήσει ὁ τότε ἀρχηγός τῆς ἀξιωματικῆς Ἀντιπολίτευσης.
Ἀπό τότε πέρασαν εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια περίπου. Ὁ Σπανουδάκης μείωσε σταδιακῶς τήν δημόσια ἔκθεσή του ὑπέρ τῆς ἑλληνικῆς συντήρησης ἀλλά ταυτόχρονα ἄρχισε νά ἀναπτύσσει μέ τίς νότες του δράση στά εὐρύτερα πνευματικά ὅρια αὐτῆς. Ὑπερασπιζόμενος τήν ἑλληνική ταυτότητα καί τήν ὀρθόδοξη πίστη μας. Τά ραντάρ τῶν τηλεοράσεων ἐξακολούθησαν νά μήν τόν συλλαμβάνουν, ἀλλά ὁ ἴδιος μέσα ἀπό τήν μεγάλη διαδικτυακή κοινότητα τοῦ Facebook στήν ὁποία ἔχει σήμερα 127.000 ἀκολούθους ἀλλά καί διά τῶν ἐτήσιων συναυλιῶν του στό Ἡρώδειο καί τό Μέγαρο –στά ὁποῖα ἐπί τέλους ἐπέτυχε τήν πρόσβαση– διεύρυνε τά ὅρια τῆς ἀπήχησής του.Ἔγινε μεγαλύτερος. Ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς του φέτος ἡ σύζυγός του Ντόρυς μέ ἐνημέρωσε γιά ἕνα χαρμόσυνο πλήν ἀπροσδόκητο νέο: ὁ τηλεοπτικός σταθμός Μega, ὁ σταθμός τοῦ ὁποίου οἱ πόρτες ἦταν ἑρμητικῶς κλειστές ἐπί Λαμπράκη, τοῦ ἄνοιγε τώρα τίς πόρτες καί τοῦ προσέφερε σχεδόν τρεῖς ὧρες τηλεοπτικοῦ χρόνου γιά νά παρουσιάσει τό ἔργο του καί τόν ἑαυτό του. Τόν εἴδαμε μέχρι τίς 3 τά χαράματα τό Σαββατόβραδο. Ἡ ἔκπληξη στούς χιλιάδες ἀμύητους στήν ὀρχηστρική μουσική Σπανουδάκη ἦταν τεραστία, ἄν κρίνω ἀπό τά σχόλια. Ἐπί τρεῖς ὧρες οἱ δέκτες τῶν Ἑλλήνων πλημμύρισαν μέ νότες πού ἀνύψωναν τήν Ἑλληνικότητα, τήν Οἰκουμενικότητα, τήν Ὀρθοδοξία, τίς χαμένες πατρίδες. Τήν Σμύρνη, τήν Κωνσταντινούπολη, τήν Ἀλεξάνδρεια. Ἡ νομοτέλεια, πού λέγαμε.
Γιά πρώτη φορά ὁ Σπανουδάκης εἶχε τήν προσοχή ὅλων. Θά τολμοῦσα δέ νά πῶ καί τό ἑξῆς: Προφανῶς καί οἱ συνθέσεις του δέν μποροῦν νά συγκριθοῦν μέ τίς συνθέσεις τοῦ Μίκη, οὔτε καί ὁ ἴδιος θά τό ἤθελε ἄλλως τε, ἐκπέμπει σέ διαφορετικό μῆκος κύματος. Ἀλλά ἐλλείψει τῆς βαριᾶς σκιᾶς τοῦ Θεοδωράκη ὁ ἦχος του, οἱ νότες του, οἱ μελωδίες του, ἡ προσέγγισή του γιά τήν ἑλληνική μουσική μποροῦν πλέον νά ἀξιολογηθοῦν καλύτερα καί νά τύχουν πολύ καλύτερης ὑποδοχῆς σέ σύγκριση μέ τήν ἐποχή πού ζοῦσε ὁ Μίκης. Καί τά «σκίαζε» ὅλα. Εἰδικῶς τό τόλμημά του νά «παντρέψει» τήν βυζαντική μουσική μέ τήν σύγχρονη μουσική, ἀκόμη καί μέ τήν ἠλεκτρική κιθάρα. Τά ὅσα «εἶπαν» οἱ μεγάλοι Μᾶνος Χατζιδάκις, Ντέμης Ροῦσσος, Βαγγέλης Παπαθανασίου γιά τόν Σπανουδάκη πιστοποιοῦν ὅτι ἐτύγχανε εὐρείας ἀναγνώρισης ἀπό διακεκριμένους συναδέλφους του –τώρα ἔφθασε ἡ ὥρα γιά τήν ἀναγνώριση τήν καθολική.
Ἐάν βάλεις κάτω καί ἀκούσεις μέ προσοχή τίς συνθέσεις τοῦ Μίκη, τοῦ Μάνου, τοῦ Σταύρου Ξαρχάκου, τοῦ Γιάννη Μαρκόπουλου, τοῦ Διονύση Σαββόπουλου καί τοῦ Σταμάτη Σπανουδάκη θά διαπιστώσεις ὅτι ἔχεις νά κάνεις μέ ἕνα σύνολον Ἑλληνικότητος βασισμένης στίς ρίζες, τήν παράδοση, τήν βυζαντινή μουσική. Καθένας ὅμως ἀκολούθησε διαφορετική προσέγγιση γιά νά φθάσει στό ἀποτέλεσμα. Τόν καιρό πού ὁ Θούριος τῶν τραγουδιῶν τῆς μεταπολιτεύσεως σαγήνευε καί ξεσήκωνε τά πλήθη καί τά πάθη, συνθέτες ὅπως ὁ Σαββόπουλος καί ὁ Σπανουδάκης (πού ἐπέλεγαν ἕναν ρομαντικό ἐθνοκεντρισμό) ἀπορρίπτοντο ὡς πρώτη ἐπιλογή λόγῳ τῆς ζημιᾶς πού εἶχε κάνει ἡ δικτατορία σέ σύμβολα, ἔννοιες, ἰδέες. Ὁ Νιόνιος ἐπένδυε στῶν «Ἑλλήνων τῆς Κοινότητες πού πότε μέ Ὀρθοδοξία…» ὁδηγοῦσαν τήν πατρίδα σέ ἄλλο γαλαξία. Ὁ Σπανουδάκης ἐπηρεασμένος ἀπό προσωπικά βιώματα ἔκανε θρησκευτική μουσική τόσο κεκαλυμμένη, ὥστε οὔτε καί ἡ Βιτάλη καταλάβαινε στήν ἀρχή ὅτι ἀπευθύνεται στόν Χριστό καί στήν Παναγία καί ὄχι σέ γήινα πρόσωπα ὅταν ἑρμήνευε τόν «Ξαφνικό ἔρωτα», τήν συνάντηση τοῦ συνθέτη μέ τόν Θεό (ἔλα μόνο γιά λίγο / μέσα μου σιωπή/ μίλα μου ἐσύ/ ζῶ καί ξαναζῶ /σέ χῶρο μυστικό/ σέ ἀνταμώνω).
Στήν πραγματικότητα σήμερα φαίνεται ξεκάθαρα πώς τό μουσικό κεφάλαιο Σπανουδάκη –οἱ ὠδές στούς Βυζαντινούς Αὐτοκράτορες, στήν Πόλη Γλυκιά, στήν Σμύρνη, οἱ Ἐκκλησιαστικοί ὕμνοι, εἶναι μία νέα πρόταση προσέγγισης τοῦ γένους. Πρόταση ὑψηλῆς ποιότητας. Πρόταση ἀνύψωσης τῶν συναισθημάτων. Πρόταση στήν ὁποία ποτέ δέν δόθηκε ἐπαρκής χῶρος γιά νά ἀκουστεῖ ἑνιαία. Καί ποτέ, πλήν τῶν ἐκλογῶν τοῦ 2000, δέν υἱοθετήθηκε ὡς mainstream. Προχθές αὐτό συνέβη κατά τύχη μέσα ἀπό τούς διαύλους τοῦ σταθμοῦ στόν ὁποῖο ἐθεωρεῖτο κάποτε persona non grata. Γράφω κατά τύχη, γιατί ἡ παρουσία του δέν ἦταν ἐντεταγμένη σέ κάποια συνολική ὀπτική τοῦ σταθμοῦ γιά τήν Ἑλλάδα καί τόν πολιτισμό –τήν ἑβδομάδα πρίν ἀπό τόν Σταμάτη Σπανουδάκη φιλοξενήθηκε ἐκεῖ ὁ Γιῶργος Ἀλκαῖος, καμμία σχέση.
Ἔστω καί ἔτσι ὅμως –κατά λάθος– ἀποδόθηκε δικαιοσύνη. Σκέφτομαι μάλιστα τό ἑξῆς: Ἔχουν δίκαιο ὅσοι λένε ὅτι ὅλα γιά κάποιο λόγο γίνονται. Κάθε μουσική πρόταση, κάθε βιβλίο, κάθε πίνακας πρέπει νά συναντηθεῖ μέ τήν ἐποχή του γιά τήν δικαίωση. Ἡ ἐποχή μας εἶναι ἰδεώδης γιά τίς νότες τοῦ Σταμάτη, τυχερός πού δικαιώνεται ἐν ζωῇ. Οἱ Ἕλληνες ψάχνουν ἡσυχία καί καταλλαγή μές στήν βοή. Τήν βρίσκουν στον «Δρόμο τησ Άνοιξης». Ψάχνουν αὐτοπεποίθηση μέσα στήν ἀμφισβήτηση. Τήν βρίσκουν στά «Πέτρινα Χρόνια», στό «Ἑλλάδα τήν γῆ κουβαλᾶς». Ψάχνουν γαλήνη στόν Ἰησοῦ καί στήν Παναγία. Τήν ἀνακαλύπτουν στό «Κύριε τῶν Δυνάμεων». Ψάχνουν νόημα στήν ἐθνική ταυτότητα καί στήν ἱστορία. Τήν ἀνακαλύπτουν στόν «Μαρμαρωμένο Βασιλιά» και στο “Σμύρνη”. Ἡ μπαγκέττα τοῦ Σπανουδάκη καί τά σαγηνευτικά βιολιά τῶν ἄξιων μουσικῶν του συντονίζονται πλέον μέ τίς ψυχές τῆς πλειονότητος τῶν Ἑλλήνων. Ἦλθε πιά ἡ ἐποχή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου