Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου 2023

Αποφθέγματα των Πατέρων. ΙΗ΄. Περί διορατικών. § 59-60. § 61. Ιερωνύμου μοναχού, περί αποκαλύψεων.

59. Έλεγαν για κάποιον αδελφό ότι μια Κυριακή, όταν ήταν να γίνει η Λειτουργία, σηκώθηκε όπως συνήθως να πάει στην εκκλησία. Ο διάβολος όμως τον περιέπαιξε λέγοντάς του: «Τι πηγαίνεις στην εκκλησία; Για να μεταλάβεις ψωμί και κρασί, και οι άνθρωποι να πουν ότι είναι σώμα και αίμα του Κυρίου; Μη ξεγελιέσαι».

Ο αδελφός πείσθηκε στον λογισμό και δεν πήγε στην εκκλησία όπως συνήθιζε.

Ενώ οι άλλοι αδελφοί περίμεναν τους αδελφούς -έτσι συνήθιζαν την επίσημη μέρα της Κυριακής δεν άρχιζαν την Λειτουργία, μέχρις ότου έρθουν όλοι- καθώς λοιπόν αυτοί περίμεναν αρκετά κι εκείνος δεν ερχόταν, σηκώθηκαν και πήγαν σ’ αυτόν με τη σκέψη, μήπως είναι άρρωστος ή πέθανε.

Όταν έφτασαν στο κελί του αδελφού, τον ρώτησαν: «Γιατί, αδελφέ, δεν ήρθες στην εκκλησία;».

Ο αδελφός ντρεπόταν να τους πει τα σχετικά. Κατάλαβαν όμως ότι αυτό ήταν μοχθηρία και τέχνασμα του διαβόλου και του έβαλαν μετάνοια, για να τους ομολογήσει την πανουργία του διαβόλου.

Τους είπε τότε: «Να με συγχωρήσετε, Πατέρες. Σηκώθηκα να έρθω στην εκκλησία, όπως συνηθίζουμε, κι ο λογισμός μου είπε ότι δεν είναι σώμα και αίμα αυτό που πας να μεταλάβεις, αλλά ψωμί και κρασί. Αν λοιπόν θέλετε να ΄ρθώ μαζί σας στην εκκλησία, θεραπεύστε μου τον λογισμό για την αγία προσφορά».

Του λένε εκείνοι: «Σήκω, έλα μαζί μας στην εκκλησία, κι εμείς θα παρακαλέσουμε τον Θεό να σου δείξει να κατεβαίνει η θεία δύναμη».

Σηκώθηκε κι ήρθε μαζί τους στην εκκλησία. Έγινε πρώτα μεγάλη ικεσία στον Θεό για τον αδελφό, κι έτσι άρχισαν την ακολουθία της Θείας Λειτουργίας, αφού έβαλαν τον αδελφό στη μέση της εκκλησίας. Ώσπου να απολύσει η εκκλησία, ο αδελφός δεν έπαψε να λούζει το πρόσωπο του με δάκρυα.

Μετά τη Θεία Λειτουργία τον κάλεσαν και τον ρωτούσαν: «Αν ο Θεός σου έδειξε κάτι, φανέρωσε το μας, για να ωφεληθούμε κι εμείς».

Εκείνος με πολλά δάκρυα, γεμάτος χαρά και συγχρόνως τρέμοντας, άρχισε: «Όταν διαβάστηκε η περικοπή από τον Απόστολο κι ανέβηκε ο διάκονος να διαβάσει το Άγιο Ευαγγέλιο, είδα ανοιχτή τη στέγη της εκκλησίας και φεγγοβολούσε ο ουρανός. Και την ώρα που άρχισε να εκφωνεί το άγιο Ευαγγέλιο στον άμβωνα ο διάκονος έγινε σαν φωτιά. Είδα μετά ότι ανοίχτηκε ή στέγη στο άγιο θυσιαστήριο και οι ιερείς που κρατούσαν τα τίμια δώρα των αγίων μυστηρίων στέκονταν με φόβο. Είδα κατόπιν (στον καθαγιασμό) τους ουρανούς ανοιχτούς και φωτιά να κατεβαίνει και μετά τη φωτιά πλήθη αγγέλων.

Ανάμεσα στους αγγέλους ήταν δύο άλλα πρόσωπα ενάρετα, που δεν είναι δυνατό να περιγράψει κανείς την ομορφιά τους. Η λάμψη τους ήταν όπως η αστραπή που έχουμε στη βροντή. Μεταξύ των δύο προσώπων βλέπω ένα μικρό παιδί. Οι άγγελοι στάθηκαν γύρω από την αγία Τράπεζα: τα δύο πρόσωπα επάνω από αυτήν και το παιδί ανάμεσα τους. Μόλις πλησίασαν οι ιερείς να τεμαχίσουν τους άρτους της προθέσεως, εγώ είδα τα δυο πρόσωπα που βρίσκονταν πάνω στην αγία Τράπεζα πως κράτησαν τα χέρια και τα πόδια του παιδιού, κι έχοντας μαχαίρι έσφαξαν το παιδί και έχυσαν το αίμα του στο ποτήρι που ήταν πάνω στην αγία Τράπεζα. Έπειτα έκοψαν το σώμα του, το έβαλαν πάνω στα κομμάτια από τον άρτο και αυτά έγιναν σώμα.

Και θυμήθηκα τότε τον Απόστολο που λέει: Στο δικό μας Πάσχα σφαγιάστηκε για χάρη μας ο Χριστός! (Α΄ Κορ. 5, 7)

Όταν πλησίασαν οι αδελφοί να κοινωνήσουν, τους δινόταν το σώμα. Μόλις έλεγαν “αμήν’’, το σώμα γινόταν πάλι άρτος στα χέρια τους.

Όταν πλησίασα εγώ να μεταλάβω, μου δόθηκε σώμα, και δεν μπορούσα να το μεταλάβω.

Άκουσα φωνή να μου λέει στα αυτιά: “Άνθρωπε, γιατί δεν μεταλαβαίνεις; Δεν είναι αυτό εκείνο που ζητάς;”.

Εγώ το είδα και είπα: «Σπλαχνίσου με, Κύριε, δεν μπορώ να μεταλάβω σώμα».

Μου είπε τότε: «Αν μπορούσε ο άνθρωπος να μεταλάβει σώμα, σώμα Θεού θα είχε μπροστά του, καθώς και συ έχεις. Όμως δεν μπορεί να φάει σώμα, γι’ αυτό ο Κύριος και Θεός μας όρισε τους άρτους της προθέσεως. Όπως ακριβώς από την αρχή ο Αδάμ πλάστηκε από τα χέρια του Θεού σάρκα, και ο Θεός του ενεφύσησε πνοή ζωής, και η μεν σάρκα με τον θάνατο χωρίσθηκε και επέστρεψε στη γη, το πνεύμα όμως παρέμεινε, έτσι και ο Χριστός δίνει τη σάρκα του μαζί με το Άγιο Πνεύμα Και η μεν σάρκα του διαχέεται στον άνθρωπο, ενώ το Πνεύμα παραμένει στις καρδιές σας.

Αν λοιπόν πίστεψες, μετάλαβε».

Εγώ είπα: «Πιστεύω, Κύριε».

Με τα λόγια μου αυτά το σώμα που είχα στα χέρια μου έγινε άρτος. Ευχαρίστησα τον Θεό και κοινώνησα την αγία προσφορά. Όταν η Θεία Λειτουργία έφτασε στο τέλος της και οι ιερείς βρέθηκαν μαζί, είδα πάλι ανοιχτή τη στέγη της εκκλησίας και τις θείες δυνάμεις να υψώνονται στους ουρανούς.

Οι αδελφοί που τ’ άκουσαν αυτά και ένιωσαν μεγάλη κατάνυξη για τη δωρεά των αγίων μυστηρίων, αναχώρησε καθένας για το κελί του, δοξάζοντας τον Θεό,

60. Ένας Γέροντας διηγήθηκε ότι υπήρχε μία μοναχή πολύ ηλικιωμένη που είχε προκόψει πολύ στον φόβο του Θεού. Και όταν την ρώτησε ποιος ήταν ο τρόπος της αναχώρησης της, στέναξε και άρχισε να λέει τα παρακάτω: «Όταν ήμουν παιδί, ευλογημένε άνθρωπε, συνέβη να έχω πατέρα καλοσυνάτο και ήπιο στη συμπεριφορά, αλλά άρρωστο και ασθενικό στο σώμα, έτσι όλα τα χρόνια τα πέρασε στο κρεβάτι με ειδική δίαιτα και φροντίδα αρρώστου.

Ο πατέρας ήταν τόσο πολύ απορροφημένος από τις δικές του υποθέσεις, ώστε με τους συγχωριανούς του σπάνια να συναντάται. Καταγινόταν, αν ποτέ ήταν υγιής, με την καλλιέργεια της γης κι έφερνε στο σπίτι τους καρπούς.

Ήταν τόσο σιωπηλός, που όσοι δεν τον γνώριζαν νόμιζαν ότι ήταν άφωνος.

Η μητέρα μου ήταν εντελώς αντίθετη. Ενδιαφερόταν ακόμη και για κείνα που συνέβαιναν έξω από την πατρίδα. Τόσα πολλά έλεγε σ’ όλους, ώστε να φαίνεται ότι όλο το σώμα της ήταν γλώσσα. Φιλονικούσε συνεχώς με όλους. Μεθούσε και περνούσε ώρες με άνδρες ακόλαστους. Τα οικονομικά του σπιτιού -σ’ αυτήν ο πατέρας είχε αναθέσει τη διαχείριση- τα διαχειριζόταν κακώς σαν πόρνη, ώστε αν και υπήρχαν πολλά, να μη μας φτάνουν. Χρησιμοποιούσε το σώμα στην αισχρότητα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε λίγοι από το χωριό μπόρεσαν να ξεφύγουν από την ασέλγεια της. Δεν την βρήκε ποτέ καμιά σωματική αρρώστια ούτε αισθάνθηκε έστω απλό πόνο. Από τη γέννηση μέχρι το θάνατο είχε υγεία σ’ όλο το σώμα.

Ο πατέρας, ύστερα από πάλη με πολυχρόνιες αρρώστιες, συνέβη να πεθάνει. Αμέσως με τον θάνατο του άρχισε να φυσάει δυνατά. Βροντές και αστραπές και βροχές συνόδευαν τον αέρα. Η βροχή δεν σταματούσε ούτε νύχτα ούτε μέρα, και έκανε να μένει ο νεκρός τρεις μέρες πάνω στο κρεββάτι άταφος. Οι άνθρωποι του χωριού κουνούσαν το κεφάλι και απορούσαν τι λογής κακό ήταν και κανείς δεν το ήξερε. ‘‘Αυτός έλεγαν είναι ο εχθρός του Θεού, αφού ούτε η γη δεν τον δέχεται για ταφή’’. Όμως για να μην αποσυντεθεί το σώμα μέσα στο σπίτι και μας το κάνει άβατο, αν και επέμενε ο αέρας και οι βροχές ήταν ορμητικές, όπως κι αν ήταν, τον θάψαμε.

Μετά απ’ αυτά η μητέρα, σαν να πήρε μεγαλύτερη άδεια, με περισσότερη αναίδεια ασώτευε. Το σπίτι το έκανε σχεδόν πορνείο. Έζησε με τόση ασωτία και ακολασία, ώστε να μου αφήσει ελάχιστα για κληρονομιά, όσο ακόμη ζούσα στον κόσμο. Ο θάνατος ήρθε σ’ αυτήν, όπως μου φαίνεται, μόλις και μετά βίας και με φόβο. Και είχε μια τέτοια κηδεία και φροντίδα, ώστε να νομίζει κανείς ότι και ο καιρός να προσαρμόζεται στην κηδεία.

Μετά τον θάνατο της, καθώς είχα βγει πια από την παιδική ηλικία, οι επιθυμίες του σώματος άρχισαν να κινούνται και να με ερεθίζουν. Ένα βράδυ, όπως είναι φυσικό, άρχισα να το σκέφτομαι και εξέταζα ποιον δρόμο ζωής να διαλέξω. Ποιά από τις δύο, τη ζωή του πατέρα μου, με την καλοσύνη και πραότητα και ωραία σύνεση; Άλλα να -λέει κανείς- πάλι εκείνο σκεφτόμουν, ότι κανένα καλό δεν είχε στη ζωή του. Όλη του τη ζωή την ξόδεψε σε αρρώστια και θλίψεις και έφυγε από τη ζωή, έτσι που ούτε η γη δεχόταν την ταφή του. Λοιπόν, αν ένας τέτοιος τρόπος ζωής ήταν αρεστός στον Θεό, για ποιο λόγο ο πατέρας δοκίμασε τόσα κακά, ενώ αυτόν τον τρόπο ζωής είχε διαλέξει;

Αλλά μήπως όπως η μητέρα -θα ΄λεγε κανείς- είναι καλό να ζήσει, και πρέπει να εκδίδει το σώμα του στην ακολασία, στην ασέλγεια και στην ηδονή; Εκείνη βέβαια, μολονότι δεν άφησε κανένα αισχρό έργο που δεν το έκανε και μεθοκοπούσε πάντοτε, παρόλ’ αυτά διάνυσε τη ζωή όλη με υγεία και καλοπέραση. Τι λοιπόν, θα ‘λεγε κανείς έτσι πρέπει να ζήσω, όπως η μητέρα; Άλλωστε είναι καλύτερο να έχω εμπιστοσύνη στα μάτια μου και καθόλου να μην προσπερνώ αυτά που καλά έχω γνωρίσει. Κι εγώ η άθλια πήρα την απόφαση να ακολουθήσω μια τέτοια ζωή.

Ήρθε η νύχτα. Με πήρε αμέσως ο ύπνος ύστερα απ’ αυτούς τους λογισμούς.

Μπροστά μου παρουσιάζεται ένας μεγαλόσωμος και φοβερός στην όψη. Έπειτα τρομάζοντας με, μέ τη μορφή του, με ρωτούσε, έχοντας οργισμένο πρόσωπο και σκληρή τη φωνή: “Πες μου -λέει- εσύ η δείνα, ποιοι είναι οι λογισμοί της καρδιάς σου;”.

Εγώ κατατρομαγμένη από την όψη και την εμφάνισή του δεν τολμούσα ούτε ένα βλέμμα να ρίξω επάνω του.

Με πιο δυνατή φωνή πάλι με πρόσταξε να του ανακοινώσω τις αποφάσεις μου.

Εγώ παραλυμένη από τον φόβο κι έχοντας ξεχάσει τους λογισμούς, έλεγα ότι τίποτε δεν ξέρω.

Εκείνος, ενώ αρνιόμουν, μου θύμιζε όλα όσα είχα μελετήσει στο μυαλό μου.

Εγώ ελέγχθηκα και στράφηκα σε παρακάλια. Ικέτευα να πετύχω συγχώρηση και εξιστορούσα την αιτία της απόφασης αυτής κι εκείνος είπε: ‘‘Έλα λοιπόν να δεις και τους δυο, και τον πατέρα και τη μητέρα. Και όποια ζωή θέλεις, αυτήν διάλεξε στο εξής για τον εαυτό σου’’.

Με έπιασε από το χέρι και με τραβούσε. Με έφερε σε μια πολύ μεγάλη πεδιάδα, με πολλούς κήπους και κάθε λογής καρπούς και ποικίλα δένδρα την ομορφιά τους δεν μπορεί να περιγράψει κανείς. Με έβαλε μέσα. Εκεί με συνάντησε ο πατέρας. Με αγκάλιασε, με φιλούσε και με ονόμαζε παιδί του. Εγώ τον έσφιξα στην αγκαλιά μου και τον παρακαλούσα να μείνω μαζί του.

‘‘Αυτό, τώρα -λέει- δεν είναι δυνατό. Αν όμως θελήσεις να ακολουθήσεις τα δικά μου αχνάρια, θα ‘ρθείς εδώ, όχι ύστερα από πολύ’’.

Εγώ επέμενα να ζητώ να μείνω μαζί του, όμως με τράβηξε πάλι από το χέρι εκείνος που με έφερε εκεί. «Έλα, είπε. να δεις και τη μητέρα σου να φλέγεται σε φωτιά, για να κρίνεις σε ποιον από τους δύο τρόπους ζωής είναι καλό και σε συμφέρει να στραφείς”.

Με σταμάτησε σε ένα σπίτι σκοτεινό και τελείως ζοφερό, γεμάτο από τρίξιμο δοντιών και ταραχή. Μου δείχνει ένα καμίνι με φωτιά που καίγονταν, και πίσσα να αναβράζει και μερικούς φοβερούς στη όψη να στέκονται στο καμίνι. Εγώ κοίταξα κάτω. Βλέπω τη μητέρα μου βυθισμένη μέχρι τον λαιμό στο καμίνι. Να τρίζει και να χτυπάει τα δόντια και να καίγεται με τη φωτιά. Συγχρόνως να βγαίνει άσχημη μυρωδιά από σκουλήκια.

Εκείνη όταν με είδε, άρχισε θρηνώντας δυνατά να με αποκαλεί παιδί της και να λέει: “Αλίμονο, παιδί μου, στα έργα μου, αλίμονο στις πράξεις μου. Όλα τα συνετά έργα μου φαινόταν φλυαρία, και δεν πίστευα στις τιμωρίες για πορνεία και μοιχεία. Δεν νόμιζα ότι υπάρχουν βασανισμοί για τη μέθη και την ασέλγεια. Να, για λίγη ηδονή πόση κόλαση δοκιμάζω και τι τιμωρία υποφέρω. Να, για ελάχιστη παράνομη απόλαυση πόσο τιμωρούμαι. Να, για την καταφρόνηση του Θεού τι μισθούς παίρνω. Με έχουν βρει όλα τα ανεπανόρθωτα κακά’’.

Τώρα είναι καιρός για βοήθεια, παιδί μου. Τώρα να θυμηθείς τα έξοδα που έκανα για να σε μεγαλώσω. Τώρα να ανταποδώσεις την ευεργεσία, αν πήρες ποτέ κάτι καλό από μένα.

‘‘Σπλαχνίσου -έλεγε- αυτήν που φλέγεται και λιώνει στη φωτιά. Δείξε συμπόνια σε μένα που δοκιμάζομαι με τέτοια βάσανα. Λυπήσου με, παιδί μου, δώσε μου το χέρι και ανέβασε με απ’ εδώ’’.

Εγώ απέφευγα να το κάνω αυτό εξαιτίας αυτών που στέκονταν σαν επόπτες, αλλά εκείνη πάλι με δάκρυα φώναζε: “Παιδί μου, βοήθα με, παιδί μου, βοήθησε με και μην αδιαφορήσεις για τους θρήνους της μητέρας σου. Θυμήσου τους πόνους που τράβηξα στη γέννα σου και μην παραβλέψεις αυτήν που χάνεται στην κόλαση της φωτιάς”.

Εγώ από τα δάκρυα και τη φωνή συγκλονίστηκα. Άπλωσα το χέρι να την τραβήξω, αλλά η φωτιά μου έκαψε το χέρι κι άρχισα να στενάζω με δάκρυα.

Οι του σπιτιού σηκώθηκαν, άναψαν φωτιά για φωτισμό και ζητούσαν να μάθουν την αιτία του θρήνου. Εγώ τους περιέγραψα που βρέθηκα και όσα είδα. Είπα ότι προτιμώ να ακολουθήσω στο μέλλον τη ζωή του πατέρα, αφού με τη φιλανθρωπία που μου έδειξε ο Θεός πληροφορήθηκα ποιες τιμωρίες περιμένουν αυτούς που θέλουν να ζουν αμαρτωλά».

Η μακάρια εκείνη μοναχή αυτά αφηγήθηκε για το όραμα, ότι μεγάλη είναι η ανταπόδοση στις ενάρετες ψυχές, ενώ μεγάλες οι τιμωρίες για κακές πράξεις και αισχρή ζωή. Γι’ αυτό με τη συμβουλή της ας γινόμαστε καλύτεροι, για να βρεθούμε μακάριοι.

Ιερωνύμου μοναχού, περί αποκαλύψεων

61. Αξίζει, αγαπητοί, να σας κάνουμε γνωστή τη ζωή των αγίων Πατέρων, τη γεμάτη καλά έργα και συμβουλές, για να στερεωθεί το φρόνημα σας. Γνωρίζουμε πολλές και ποικίλες διηγήσεις για την προκοπή όσων κάνουν αγγελική ζωή, όμως θα προσπαθήσουμε να σας διηγηθούμε λίγα, αυτά που συντελούν κυρίως στην ωφέλειά σας.

Πριν λίγο καιρό ήρθε ένας άνδρας περασμένης ηλικίας, με άσπρα μαλλιά. Με το γνωστό σχήμα μαρτυρούσε τον αγγελικό τρόπο ζωής, με την ηρεμία και καλοσύνη του προσώπου του φανέρωνε την καθαρότητα και φιλανθρωπία της ψυχής του. Τον συνόδευε ένας άλλος, νέος στην ηλικία, αλλά γέρος στη φρόνηση και προχωρημένος στο νου. Τους ρώτησα από που είναι και για ποιο λόγο ήρθαν εδώ. Με ηρεμία και πραότητα απάντησε ο ηλικιωμένος:

«Εμείς, χριστιανέ, είμαστε μοναχοί από τα μοναστήρια της Θηβαΐδος. Στον μοναχικό βίο οδηγηθήκαμε από έναν άγιο άνδρα, που η αρετή του υπήρξε μεγάλη και απαράμιλλη, ώστε από παντού να τιμούν τον πνευματικό και θεάρεστο λόγο, για τη σωτηρία των ψυχών, του αγίου και θεοφόρου αυτού άνδρα. Αυτός έζησε με ευσέβεια και έφυγε από τη ζωή με την κατά Θεόν καλή φήμη. Η διοίκηση του μοναστηριού πέρασε σε άλλον, με παρόμοια ζωή.

Αυτός έστειλε στην Αίγυπτο για ανάγκη του μοναστηριού έναν αδελφό, που πολύ καιρό είχε δοκιμαστεί στην άσκηση. Όμως ο αδελφός αυτός καθυστέρησε έξω από τη μονή και έπαθε ότι παθαίνουν τα ψάρια, που, όταν βγουν από το νερό, γρήγορα καταλήγουν στον θάνατο. Το ίδιο έγινε και μ’ αυτόν. Από τη μακρά παραμονή του έξω, έπεσε στο αμάρτημα της πορνείας.

Η συνείδηση του τον κατηγορούσε για την σοβαρή αμαρτία κι ούτε είχε ελπίδα να διαφύγει την προσοχή των άλλων. Δεν σήκωνε τη ντροπή γι’ αυτή την πράξη και ντρεπόταν να γυρίσει στο μοναστήρι του. Αυτή είναι η πληρωμή της αμαρτίας. Όχι μόνο στερεί τον άνθρωπο από την αρετή και τον κάνει ξένο στον Θεό, αλλά και ντροπή και ατιμία περιχύνει σ’ αυτούς που πείθονται και την ακολουθούν.

Ο ποιμένας ο καλός του δικού μας [μοναχικού] τάγματος, όταν έμαθε την παρεκτροπή του αδελφού, άρχισε να στενάζει, να θρηνεί και να χύνει δάκρυα για το ολίσθημα και την κατάπτωση του αδελφού. Και όχι τόσο για την αμαρτία του όσο για την αποθάρρυνση του.

Έλεγε συχνά: “Πρέπει με κάθε τρόπο να προφυλαγόμαστε από την αμαρτίασαν από φίδι με πολλά κεφάλια, γιατί με ποικίλες και διάφορες αφορμές προσπαθεί να μπει μέσα στην ψυχή μας. Αν όμως η αμαρτία γίνει, είτε από αδυναμία, είτε με τη δική μας θέληση, είτε από δαιμονική επήρεια, να μην επιτρέπουμε στον εαυτό μας να μένει άλλο σ’ αυτήν, αλλά σαν να πέσαμε σε αρρώστια, πάλι να ανατρέξουμε στη θεραπεία, και όχι να παραδώσουμε τους εαυτούς μας στον διάβολο, απελπισμένοι για την σωτηρία. Αυτό σημαίνει απιστία στην φιλανθρωπία του Θεού και ότι δεν δέχεται κανείς τα φάρμακα της μετανοίας”

Ο ποιμένας λοιπόν αυτός έκανε σύναξη των μαθητών του και σκεφτόταν μαζί τους, τι πρέπει να κάνουν για την σωτηρία του αδελφού, αν και ο ίδιος γνώριζε τι έπρεπε να γίνει, γιατί δεν θα ήταν δίκαιο να κυβερνάει και να ποιμαίνει, αν δεν ήξερε το συμφέρον των προβάτων (πρβλ. Ματθ. 18, 12-13 και Ιω. 10, 11-15). Αλλά το έκανε γυμνάζοντας τους άλλους και προσπαθώντας να δει ποια καλή διάθεση διατηρούν ο ένας για τον άλλο.

Οι αδελφοί όλοι με μια ψυχή τον παρακαλούσαν να στείλει για την αναζήτηση και επιστροφή του όσους τυχόν θέλει διότι ήταν έτοιμοι να αναλάβουν υπηρεσία. Πράγμα που έκανε ο καλός και αγαθός εκείνος άνδρας και πραγματικός μαθητής του αληθινού Ποιμένα, που θυσίασε τη ζωή για τα πρόβατα του. Έτσι, έστειλε εμάς εδώ, άλλους σ’ άλλα μέρη, μήπως οι πολλοί που βγήκαν για κυνήγι μπορέσουν να πιάσουν αυτό που ζητούν».

Εγώ θαύμασα πολύ την τόση αγάπη και φροντίδα γι’ αυτόν που αμάρτησε και τον ρώτησα: «Άραγε, μακάριε, υπάρχει στο μέλλον κάποια ανταπόδοση για τα καλά και τα κακά;».

«Ναι, χριστιανέ, απάντησε, υπάρχει, για όσα έργα πονηρά και αγαθά μέρα-νύχτα σκεφτόμαστε και κάνουμε».

,Την ίδια στιγμή σήκωσε τα χέρια στον ουρανό και μας ορκιζόταν, για να τα βεβαιώσει αυτά που είπε, και μου διηγούνταν αποκαλύψεις που έγιναν ορατές από κάποιους. Συγκεκριμένα, χύνοντας πολλά δάκρυα, άρχισε να μας λέει τα ακόλουθα:

«Ένας ιερέας από τα μέρη μας -άνδρας αξιοθαύμαστος, με πολλά χρόνια στην άσκηση και πολύ καταρτισμένος στις θείες Γραφές- μου φανέρωσε το εξής:

Είχα -λέει- αδελφή παρθένα, νέα στην ηλικία αλλά με φρόνηση γεροντική. Όλη της τη ζωή την πέρασε με νηστεία και εγκράτεια. Κάποτε καθώς καθόταν δίπλα μου, ξαφνικά ξάπλωσε κι έμεινε άφωνη και χωρίς να αναπνέει όλη τη μέρα και τη νύχτα. Την άλλη μέρα την ίδια ώρα σαν από ύπνο σηκώθηκε φοβισμένη και έτρεμε. Την ρώτησα τι της είχε συμβεί. Με παρακαλούσε να της επιτρέψω εκείνη την ώρα να σιωπά για λίγο, έως ότου υποχωρήσει ο φόβος της, ώστε να μπορέσει άνετα κι εύκολα να περιγράψει αυτά που της φανερώθηκαν. Έλεγε ότι αυτά που είδε, καλά και κακά, ξεπερνούν και την όραση και την ακοή. Για μέρες θρηνούσε και δεν δεχόταν ούτε η ίδια να ακούσει κάποια λόγια από άλλον ούτε να μιλήσει σε άλλους. Πολλές φορές θυμόταν μερικούς με το όνομα τους και τους ταλάνιζε με θρήνους και κραυγές. Εγώ μεγαλύτερη προθυμία είχα να μάθω αυτά που είχε δει. Με δυσκολία κάποια στιγμή υποχώρησε στην παράκληση μου και άρχισε να λέει τα εξής:

Εκείνη την ώρα που έτυχε να κάθομαι δίπλα σου, δυο άνδρες ηλικιωμένοι, ένδοξοι στην εμφάνιση και ντυμένοι στα λευκά, ήρθαν, με κράτησαν απ’ το δεξί χέρι και με παρότρυναν να τους ακολουθήσω.

Εγώ -είπε- τ’ άφησα όλα και τους ακολουθούσα.

Ο ένας απ’ τους δυο κρατούσε στο χέρι ραβδί. Αυτός άπλωσε το ραβδί στον ουρανό, τον άνοιξε και μας ετοίμασε να μπούμε μέσα.

Με παίρνουν λοιπόν και μ’ οδηγούν σ’ έναν τόπο, όπου γύρω-γύρω στεκόταν πλήθος από αγγέλους. Υπήρχαν και προπύλαια και παραπετάσματα που ξεπερνούν κάθε περιγραφή. Μπήκα μέσα και βλέπω έναν θρόνο στημένο σε ύψος κι εκεί έστεκαν ολόγυρα πολλοί που υπερτερούσαν στην ομορφιά και στο μέγεθος τους έξω. Πάνω στον θρόνο καθόταν κάποιος που όλους τους έκανε να λάμπουν με το φως που είχε γύρω του κι αυτοί όλοι έπεφταν και τον προσκυνούσαν. Αυτοί που με κρατούσαν, μού έδωσαν εντολή να τον προσκυνήσω. Τον άκουσα να τους προστάζει ‘‘να με οδηγήσουν και να μου τα δείχνουν όλα, για να τα διηγηθώ σ’ αυτούς που υπάρχουν ακόμη στη ζωή’’. Εκείνοι μ’ έπιασαν πάλι από το χέρι, κι εκτελούσαν το παράγγελμα του.

Όταν ήρθα σε μια περιοχή, βλέπω κάποια έξοχα κτίσματα, απερίγραπτα σε ομορφιά, χτισμένα με διάφορα σχήματα, και λαμποκοπούσαν από χρυσάφι και πολύτιμους λίθους. Είδα επίσης και καλύμματα ποικίλα και διάφορα. Εκεί ζούσαν άνδρες και γυναίκες, πλήθος πολύ, με δόξα και τιμή.

Καθέναν μου τον έδειχναν κι έλεγαν: ‘‘Αυτοί ήταν επίσκοποι που διοίκησαν τα πλήθη των ανθρώπων δίκαια και σύμφωνα με τον θείο νόμο. Άλλοι ήταν κληρικοί και λαϊκοί. Οι πρώτοι διακρίθηκαν στον βαθμό του και καθένας, οι δεύτεροι έζησαν με σωφροσύνη και αρετή’’.

Εκεί, αδελφέ, είδα και τον πρεσβύτερο και τους κληρικούς αυτού του χωριού, που κι εγώ κι εσύ τους γνωρίζουμε, και πλήθος από παρθένες και χήρες και τις έγγαμες που έζησαν με σεμνότητα. Έβλεπα και πολλές από τις γνωστές, άλλες από το χωριό μας, άλλες από άλλα χωριά, που μαζί τους είχα συναντηθεί στις γιορτές των αγίων μαρτύρων. Μερικές ούτε τις ήξερα. Γι’ αυτές ιδιαίτερα παρακάλεσα αυτούς που με οδηγούσαν, να μου δίνουν εξηγήσεις κατά περίπτωση.

Έλεγαν ότι προέρχονται από διάφορες πόλεις και χώρες, άλλες ότι είχαν ανατραφεί σε ασκητήρια, άλλες ότι είχαν ζήσει μόνες, άλλες ήταν χήρες τον περισσότερο καιρό και είχαν βασανιστεί με πολλές ταλαιπωρίες και θλίψεις.

Ανάμεσα σ’ αυτές υπήρχαν μερικές που σαν παρθένες και χήρες έπεσαν σε αμαρτίες πιο μπροστά, αλλά με μετάνοια και πολλά δάκρυα πάλι ήρθαν στην πρώτη τους τάξη.

Από κει πάλι με πήραν και με οδήγησαν σε τόπους που σου προκαλούν φόβο να τους βλέπεις, φρικτό το θέαμα και άκουγες παντού θρήνους και κραυγές.

Την αδελφή μου -καθώς ήταν αυτά ν’ αρχίσει να αναπαρασταίνει -τόσος φόβος την κατέλαβε, ώστε να βρέχεται όλη της η ενδυμασία από τα δάκρυα, κι από τον τρόμο της γι’ αυτά που της έδειξαν, να διακόπτεται η φωνή, καθώς η γλώσσα της, χωρίς να το θέλει, συμπλεκόταν με τα δόντια, για πολλή ώρα μιλούσε χωρίς να καταλαβαίνω τι έλεγε. Όμως ύστερα από δική μου πίεση άρχισε να λέει τα ακόλουθα:

Είδα τόπους τόσο φρικιαστικούς και τρομακτικούς, ώστε ούτε στο βλέμμα ούτε στην ακοή να παρέχουν κάποια άνεση: Οι παρευρισκόμενοι [άγγελοι] μού έλεγαν, ότι ετοιμάστηκαν οι τόποι αυτοί για τους ασεβείς και παράνομους και για μερικούς που ζουν στον κόσμο και λέγονται χριστιανοί, όμως περιπλέχτηκαν σε πολλά κακά. Από κει -λέει- βλέπω ένα καμίνι αναμμένο και έβγαζε φοβερό αφρό. Το είδα και κατατρόμαξα.

Ρωτούσα, για ποιους άραγε δυστυχισμένους έχουν ετοιμαστεί αυτά.

Εκείνοι είπαν: ‘‘Για τους κληρικούς που προσβάλλουν την Εκκλησία του Θεού με την φιλαργυρία και την αδιαφορία τους και ζουν χωρίς μετάνοια μια ζωή αισχρή”.

Μερικών και τα ονόματα τους ανέφερε φανερά ή αδελφή μου, μερικών που ήταν κι από την πόλη. Γι’ αυτούς κι εγώ ο ίδιος άκουγα ότι έζησαν με αισχρό τρόπο, μάλιστα μερικοί ήταν από την εκκλησία μου.

Εγώ τρέμοντας -συνέχισε η αδελφή μου- μουρμούριζα μέσα στα δόντια μου πως και για τον κλήρο και για την παρθενία έχουν ετοιμαστεί τόσο μεγάλες τιμωρίες.

Ο δε συνοδός μου, αν και ήταν μακριά, μου αποκρίθηκε: “Όπως ταιριάζει, παρθένα, θα τους βρουν τα κακά, για την παρανομία τους στον Θεό και για την αδικία τους στον πλησίον. Όταν έρθουν εδώ, με δίκαιο τρόπο όλα θα ξεπληρωθούν. Δηλαδή ο Θεός δεν θα παραβλέψει όσους υπέφεραν εκεί από αυτούς, ούτε θ’ αφήσει ατιμώρητους αυτούς που έκαναν ότι δεν ήταν σ’ Αυτόν αρεστό. Ο παντοδύναμος Θεός σε όλους θα ανταποκριθεί για τα καλά και για τα άσχημα’’.

Ξανά με πήραν από κει και με σταματούν σ’ ένα μέρος με βαθύ σκοτάδι. Όλα τα εκεί ήταν αναμειγμένα με κραυγή και ταραχή και τρίξιμο των δοντιών και ελεεινό ήχο και φοβερό κρότο. Εκεί λοιπόν, αδελφέ -λέει- είδα πολλές και διάφορες, τάχα παρθένες και χήρες μαζί με μερικές άλλες. Αυτές, έλεγαν οι συνοδοί μου, ποτέ δεν έκαναν κάτι αντάξιο στην ιδιότητά τους, αλλά γύριζαν από τόπο σε τόπο και από σπίτι σε σπίτι, περιγελώντας τη ζωή των άλλων κι έχοντας το νου στη μέθη και στην απόλαυση (πρβλ. Α΄ Τιμ. 5, 13) δεν φρόντιζαν διόλου για ψαλμωδία και προσευχή και νηστεία, μολονότι τέτοιες υποσχέσεις είχαν δώσει στον Χριστό. Κάποιες απ’ αυτές, έλεγαν, ήταν από κείνες που δεν διοίκησαν με σωφροσύνη και αρετή τη συνοδεία τους, αλλά είχαν γίνει αιτία για διαφθορά και απώλεια μερικών από τη συνοδεία.

Εγώ καθώς άκουγα τις θλιβερές κραυγές και τον θρήνο τους, με κατέλαβε ο ίδιος φόβος μ’ εκείνες. Παρατηρώντας με προσοχή, βλέπω και τις δυο πολύ αγαπημένες μου παρθένες ριγμένες μέσα σ’ εκείνη τη φωτιά και την κόλαση. Αυτές, εσύ αδελφέ, συχνά τις νουθετούσες με συμβουλές και παρακάλια, δείχνοντας τους στοργή κυρίως για τη φιλία τους μαζί μου. Τις πρόσεξα στέναξα βαθιά και φώναξα τη μια απ’ αυτές με το όνομα της.

Εκείνες μόλις έστρεψαν τα μάτια τους σε μένα, και στο πρόσωπο τους ζωγραφίστηκε η ντροπή πιο έντονα από τα βάσανα της τιμωρίας που δοκίμαζαν, πόνεσαν περισσότερο από την ντροπή τους και έριξαν κάτω το βλέμμα.

Εγώ κλαίγοντας τις ρωτούσα, τι είχαν κάνει στα κρυφά, που ξέφυγε την προσοχή των πολλών, και σε ποιες κακές πράξεις είχαν περιπέσει και έχουν συμμετοχή στις εδώ τιμωρίες.

Εκείνες είπαν: ‘‘Αφού οι τιμωρίες μαρτυρούν και δείχνουν τις πράξεις μας, τι χρειάζεται να μας ρωτάς; Και ποιος λόγος στο εξής να τα κρύβουμε; Την παρθενία την χάσαμε με την ανηθικότητα. Για δε τις συλλήψεις τολμήσαμε φόνους. Εγκράτεια και νηστεία προσποιούμασταν για τα μάτια των άλλων, ενώ στα κρυφά κάναμε τα αντίθετα. Γιατί επιθυμούσαμε μόνο τη δόξα των ανθρώπων και καμιά σημασία δεν δίναμε σ’ αυτά που μας απειλούνταν να πάθουμε εδώ. Αλλά να, όλα όσα είχαμε κάνει εκεί κρυφά από τους άλλους τα αποδεικνύουν τα εδώ κακά.

Να, απολαμβάνουμε αντάξια τις τιμωρίες για την εκεί εξαπάτηση. Να, για την εκεί αγάπη της δόξας εδώ έχουμε την ανάλογη ντροπή και για όλες τις πράξεις μας δίκαια πληρώνουμε. Δεν θεωρούμε τον εαυτό μας άξιο για καμιά βοήθεια από κανένα των εκεί φίλων αλλά εσύ, φίλη μας, αν τώρα έχεις κάποια δύναμη και θάρρος σ’ αυτούς, για την ενάρετη ζωή σου, βοήθησε μας στα φοβερά βάσανα μας δείξε τη στοργή και την αγάπη που μας είχες και ζήτησε για μας, έστω μικρή, συμπόνια από τους τιμωρούς.

Εγώ τις έλεγα: ‘‘Και που πήγαν οι τόσες προτροπές και συμβουλές του αδελφού μου; Πού οι παρακλήσεις, που η τόση του φροντίδα, που οι συνεχείς ευχές; Τίποτε από αυτά, αδελφές, δεν στάθηκε ικανό να σας κάνει να μην πάρετε θέση εδώ; Τώρα έχουμε αληθινά την απόδειξη ότι, κάθε συμβουλή και η φροντίδα και οι προσευχές που γίνονται από κάποιον, σβήνουν κι είναι χωρίς αποτέλεσμα, εάν ο ίδιος δεν υποχρεώσει τον εαυτό του να τα εφαρμόσει’’.

Εκείνες σιωπούσαν στην αρχή από ντροπή. Αλλά έπειτα έλεγαν πάλι, ότι ‘‘δεν είναι καιρός για κατηγορίες κι ελέγχους, αλλά για παρηγοριά και βοήθεια. Τα κακά που μας πιέζουν -έλεγαν- επιζητούν ευσπλαχνία και συμπάθεια. Λοιπόν, αν μπορείς, βοήθησε μας δείχνοντας μας φιλανθρωπία.

Εγώ -αλήθεια- αν θα μπορούσα να κάνω κάτι καλό, θα το ήθελα.

Εκείνες έλεγαν, ‘‘να παρακαλέσω γι’ αυτές τους επόπτες στις τιμωρίες, κι αν ήταν δυνατό να τις ελευθερώσουν τελείως από αυτή την κόλαση, ειδάλλως να βρουν τουλάχιστον λίγη άνεση για παρηγοριά στα τόσα κακά’’.

Εγώ τότε έπεσα στα πόδια τους και με δάκρυα και θρήνους τους παρακαλούσα, λέγοντας: ‘‘Μιμηθείτε τον Κύρια σας, που είναι φιλάνθρωπος και αγαθός, και στο εξής απαλλάξτε τις απ’ αυτή την κόλαση’’.

Εκείνοι όμως με φοβερό το βλέμμα με ξαπόστειλαν άπρακτη λέγοντας: ‘‘Δεν είναι γι’ αυτές τώρα καιρός μετανοίας και εξομολογήσεως. Αφού τον χρόνο που τις καθορίστηκε από τον Θεό για μετάνοια τον δαπάνησαν σε πορνείες και φόνους και απόλαυση και κάθε παρανομία, δεν μπορούν να βρουν εδώ ανάπαυση. Τότε θεωρούσαν μύθο τα εδώ αγαθά. Πως τώρα ζητούν να τα έχουν; Είναι δίκαιο γι’ αυτές όποιες ακριβώς πράξεις έσπειραν εκεί, τέτοιους καρπούς να θερίσουν. Επιβάλλεται τα αγαθά που περιφρόνησαν εκεί, να μην τα απολαύσουν εδώ, και σε όποιες τιμωρίες δεν έδωσαν σημασία, απ’ αυτές να δοκιμαστούν αιώνια, για τα κακά που έκαναν μέχρι τον θάνατο τους.

Πήγαινε, παρθένα, να αναγγείλεις εκεί κάτω στους ανθρώπους και τα άσχημα και τα καλά που υπάρχουν εδώ, αν βέβαια δεν τους φανείς εσύ ότι φλυαρείς περισσότερο από όλους’’.

Εκείνες όταν είδαν ότι η παράκληση μου δεν έφερε αποτέλεσμα, θρηνώντας και τρίζοντας τα δόντια έλεγαν: Τίποτε δεν παθαίνουμε που να μην το αξίζουμε για όσα κάναμε. Εμείς εκείνους που στον κόσμο μας συμβούλευαν να ζούμε αντάξια με την παρθενία, δεν τους ακούσαμε. Εδώ πολύ σωστά οι παρακλήσεις μας αποδεικνύονται ανώφελες.

Όμως επειδή μας εγκαταλείπεις και επιστρέφεις στον κόσμο, σε παρακαλούμε να παρουσιάσεις όλα αυτά στη συγκάτοικο μας. Κι αυτή τα ίδια με μας έκανε, περιγελούσε τα εδώ και θεωρούσε φανταστικές διηγήσεις όσα λέγονταν, όπως ακριβώς κι εμείς. Μίλησε της για τους βασανισμούς μας, για να μη δοκιμάσει κι αυτή όμοια κακά, κάνοντας μέχρι τέλους παραπλήσιες με τις δικές μας πράξεις. Να την πείσεις ότι όλα τα εδώ είναι αληθινά, και παρακάλεσε την να μετανοήσει ίσως θα υπάρχει κάποια σωτηρία για την ψυχή της».

Ο Κύριος ο Θεός είθε να μας αξιώσει να γλυτώσουμε από τις τιμωρίες που ακούσαμε και να έχουμε τα αιώνια αγαθά του, με την κοινωνία μας με τον ίδιο τον Χριστό, τον Κύριο μας, στον οποίο ανήκει ή δόξα και η δύναμη τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


Απόσπασμα από το βιβλίο: Το Μέγα Γεροντικόν, Τόμος Δ΄. εκδ. Ιερό Ησυχαστήριο «Το Γενέσιον της Θεοτόκου».

Μπορείτε να διαβάσετε και τα υπόλοιπα αποφθέγματα των Πατέρων εδώ: Το Μέγα Γεροντικόν.

https://greekdownloads.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου