Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2023

Μετά την Παγκοσμιοποίηση Β’ (ο πολιτισμικός μεγαλομάρτυρας)

Νίκος Τουλαντάς

Ὁ γευσάμενος τῶν ἄνω, εὐχερῶς καταφρονεῖ τῶν κάτω· 
ὁ δὲ ἐκείνων ἄγευστος, ἐπὶ κτήμασιν ἀγάλλεται. 
Άγιος Ιωάννης Σιναΐτης 
Κλίμαξ 16.17 

«Ο χρόνος είναι χρήμα1»; Η φράση-ευαγγέλιο, απ’ τον πυρήνα του προτεσταντικού πουριτανισμού, τα θεμέλια του πνεύματος της παγκοσμιοποιήσεως, είναι από τα πιο ποταπά πράγματα που έχουν ειπωθεί, που όμως ακολουθήθηκαν με θρησκευτική ευλάβεια. Αν βρισκόμασταν πριν την γεωργική επανάσταση, το ανάλογο ίσως θα απηχούσε σαν «ο χρόνος είναι ορτύκια και κουνέλια», ενώ μετά «ο χρόνος είναι σακιά πατάτες», και θα ήταν εξίσου χαμερπείς αντιλήψεις ως υπαρκτικοί ορίζοντες.

Αντιλαμβάνομαι την κουλτούρα του καπιταλισμού ως εξής: είναι η μεταμόρφωση των μέσων σε σκοπούς, της συνύπαρξης σε συνεταιρισμό, της ζωής σε επαγγελματική σταδιοδρομία.

Ο Max Weber αναφέρει ότι και κατά τα αρχαία χρόνια υπήρχε καπιταλισμός (από την άποψη της «ευέλικτης» συναλλαγής και της προς πλουτισμό προσπάθειας παραγωγών κι εμπόρων), όμως «έλειπε αυτό το ιδιαίτερο ήθος». Διαπιστώνει το τελευταίο ως αφύσικο, εφόσον «ο άνθρωπος δε θέλει, από τη φύση του, να κερδίζει όλο και περισσότερο χρήμα, αλλά απλώς να ζει όπως συνηθίζει να ζει και να κερδίζει τόσα, όσα χρειάζονται για το σκοπό αυτό»2. Η ψυχαναγκαστική αλλαγή της φύσης και η εξαναγκαστική αλλαγή της συνείδησής της ως έχει, είναι επίσης χαρακτηριστικό της εποχής της εν καπιταλισμώ εκπαίδευσης. Κι η φύση κλοτσάει πίσω, βέβαια.

Ο B. Franklin, συνεχίζοντας να δομεί το παραλήρημα, έχει τη στόφα του φιλάργυρου φρικιού, εξηγώντας τί μεγάλη απώλεια επιφέρει η αργία του ανθρώπου, ή η διασκέδαση του, αφού αυτές οι χρονοβόρες τάσεις είναι «ξόδεμα» και «πέταμα» του χρήματός του, που έχει «φύση καρποφόρα»3.

Σ’ ένα άλλο σύμπαν, αιώνες πριν και «έτη φωτός μπροστά», ο Μέγας Βασίλειος στιγματίζει την αυτάρκεια του αυτοπλουτισμού, όχι για λόγους κοινωνικής συνοχής ή ανάπτυξης, αλλά πνευματικής αύξησης του προσώπου, που, φύσει, έχει ίδιον γνώρισμα να βασίζεται στο και να στέργει το «ομόφυλον»4. Ποιμαίνει προς την εν Θεώ αύξηση, που δε μπορεί να υποστασιοποιηθεί ερήμην των αγαπητικών σχέσεων με τον συνάνθρωπο, και δείχνει το ανάλογο με του Φρανκλίνου «ξόδεμα» και «πέταμα», κατά τον όντως (θείο) γνώμονα: τοσούτους ἀδικεῖς, ὅσοις παρέχειν ἠδύνατο5. Ο πουριτανός κλαίει τα λεφτά που χάνονται, ο ορθόδοξος τα παιδιά του Θεού.

Γενικότερα, τα ορθόδοξα κείμενα βρίθουν από α-καπιταλιστικά (όχι «αντί») νοήματα και φρονήματα. Από το ευαγγελιόθεν πολυεπίπεδο θεμέλιο «ὁ μὴ συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει»6 και την παραβολή του άφρωνα που ένιωσε ότι πλούτισε αρκετά κι αποφάσισε να ξεκουραστεί τη μέρα της τελευτής του, υπάρχει πλήθος διατυπώσεων για το πώς «να μην κλέβεις τον εαυτό σου», ζώντας μόνο για τον εαυτό σου και τις οικονομικές – ή όποιες άλλες – φιλοδοξίες του. Θα έλεγες, το ειλητάριο της εν Αγίω Πνεύματι οικονομολογίας κηρύσσει: ο χρόνος είναι συναθρωποποίηση, ο χρόνος είναι μετάνοια, ο χρόνος είναι χάρις. Και βλέπουμε πού οδήγησε, εντέλει, ο εκκλησιασμός της ζωής και των δραστηριοτήτων της, τί πολιτισμό δόμησε αυτή η έμπρακτη αφοσίωση στον θείο παράγοντα που παραγγέλνει την αγάπη, και τί η μετατροπή του τελευταίου, δια θεωρητικής πονηρίας, ώστε να συνδυαστεί η ατομική και συλλογική αδηφαγία και ανασφάλειά μας (εφόσον ο πλούτος οδηγεί στην πολιτική επιρροή ατομικά και γεωπολιτική κυριαρχία συλλογικά) με μια δήθεν πνευματική ζωή. Και κωμικοτραγικό γεγονός είναι, ο άθεος κι αντίθεος κόσμος της σύγχρονης (μένω στην ελληνική) κοινωνίας, να κατηγορεί τον χριστιανισμό για «πουριτανισμό». Ρεαλιστικά, και όχι χρησιμοποιώντας λέξεις από συνήθεια εν αγνωσία, ο μέσος άθεος κι αντίθεος είναι εμποτισμένοι με την κουλτούρα του πουριτανισμού, καθώς η επαγγελματική τους σταδιοδρομία και η οικονομική τους αύξηση είναι ο μόνος άξονας γύρω απ’ τον οποίο γυρίζει ο υπαρκτικός τους πλανήτης, ο μόνος ορίζοντας νοηματοδότησης της ζωής τους. Σαφώς και οι κατά καριέρα επιδόσεις αναχαιτίζουν τις οικοδομητικές διεργασίες διασχεσιακώς, και, όσον αφορά στη «σεξουαλική παιδεία» των πουριτανών, που θέλει την ερωτική συνεύρεση μόνο για τον σκοπό της αναπαραγωγής (λες και πρόκειται για γάτες, που τους βγαίνει να το κάνουν μόνο κάθε άνοιξη και βέβαια ανέρωτες), ο μέσος σύγχρονος άνθρωπος έχει, αντιθέτως, ως κύριο μέλημα, στην πλειοψηφία των συνευρέσεών του, την αποφυγή της ενδεχόμενης τεκνοποίησης. Και οι δύο προσεγγίσεις είναι ομού απάνθρωπες, πιστεύω. Τα αποτελέσματα της καριεροκεντρικής ζωής εσωτερικώς;

Παίρνουμε ένα στατιστικό δεδομένο από την πιο πετυχημένη μερίδα αυτού του παραχριστιανικού ή αντιχριστιανικού ή απλά χλιαρού χριστιανικά πνεύματος: Έρευνα στις Ηνωμένες Πολιτείες, πάνω σε 4.126 διευθυντές και ανώτερους διοικητικούς υπαλλήλους, έδειξε ότι «το 78% ήταν σκλάβοι της ηγετικής θέσεώς τους», ότι «χάνουν την ταυτότητά τους όταν τους αφαιρεθεί η εργασία», και ότι «τα Σαββατοκύριακα» και «προπαντός στην περίοδο των διακοπών, πολλοί είχαν την αίσθηση ότι είναι άδειοι, άχρηστοι και χαμένοι […]κάτω από μία επίφαση επιτυχίας και δυνάμεως, οι ψυχολόγοι διαπίστωσαν αβεβαιότητα, απουσία σκοπού στην προσωπική ζωή και λανθάνουσα μελαγχολία»7. Ας εμβαθύνουμε λίγο παραπάνω στον κόσμο αυτού του σύγχρονου πολιτισμικού μεγαλομάρτυρα.

*

Ο κόσμος της κατά δόκησιν προόδου τέλειωσε (όπως είχε τελειώσει και ο Χίτλερ και δε το ‘παιρνε απόφαση)· απλά δε του το είπαν ακόμα στις ειδήσεις. Βέβαια, αν τυχόν το παίρνανε χαμπάρι, οι δημοσιογράφοι, σιγά μη κάθονταν να μεταδώσουνε την είδηση – θα είχαν πάρει τα βουνά, σαν τον Ηράκλειτο ή τους «εξαίφνης» θεοπυρπόλητους της πίστης. Κοίτα να δεις πώς πάει για τον κόσμο τούτο, που θα κλαφτεί κατόπιν εορτής: όπως πάει και για το άτομο που δε πρόλαβε να γίνει πρόσωπο. Ο πυρήνας είναι μία αρνητική δυϊκότητα, μίας παθητικότητας και μίας ενεργητικότητας: ενώ δε ξέρεις ποιος είσαι, ενώ σε παραμέλησαν όταν ρώταγες «γιατί ζω, πονάω και πεθαίνω;» (π.), σε φόρτωσαν θεάματα και ευκαιρίες, που βέβαια θα καταναλώσεις «ζώντας τη ζωή σου» ως το βέλτιστο πιθανό

καριερο-καταναλωτικό ανταλλακτικό (ε.). Θα φορτίζεις σε μέρη που ποιος ξέρει γιατί και τα πουλάκια δεν έχουν ακόμα εγκαταλείψει, δηλαδή στις μεγαλουπόλεις, των οποίων «η δομή (κατά βάσιν) προσδιορίζεται από τις ανάγκες κατανομής και τις μετακινήσεις μιας κοινότητας εξ ολοκλήρου αφιερωμένης στη βιομηχανική λειτουργία»8 (βλ. T. Garnier, αρχές 20ου αι./Cité Industrielle). Και θα αποφορτίζεις με χίλια δυο «εξημερωτικά», όπου θα κρατούν κοιμισμένη, και θα επιχωματώνουν έτι περαιτέρω, τη συνείδησή σου, στην οποία δεν απαντήθηκαν τα «πρώτα και κύρια» περί ζωής, αλλά μπορεί να πάει ένα ταξιδάκι ακόμα, μπορεί να περιμένει κάτι μες το άμεσο μέλλον, που, ούσα πεπεισμένη ότι αξίζει την αναμονή του, απομακρύνεται «επαρκώς» από την διερώτηση του νοήματος: τί περιμένω, μετά απ’ όλα όσα περιμένω; Είμαι άνθρωπος ή μήπως είμαι Mac-άτομο; Φτιάχτηκα για να αδικήσω, να αδικηθώ, να ψοφήσω και να τρέξουν όλοι να με θάψουν μη τυχόν και τους μολύνω; Η ζωή τελειώνει σε μια τρύπα μες στο χώμα;

Και θα περάσει η ζωή, αποδεχόμενος ως νορμάλ αυτόν τον ανεμοστρόβιλο των κενοπαράδοξων της σύγχρονης κουλτούρας (;): θα σκορπίζεις τον εαυτό σου παντού και δε θα ανήκεις πουθενά, θα αλλάζεις διαρκώς ρόλους και δε θα αισθάνεσαι κανέναν εντελώς δικό σου9, θα ζεις με λησμονημένη την καρδιά σου, εκτιμώμενος ως μονάδα παραγωγής και κατανάλωσης και ταυτιζόμενος με τις βιολογικές και ψυχολογικές σου λειτουργίες (συρτάρι, όχι αστεία!), με μοναδικό μέτρο, για όλα τα πράγματα, να απομένει ο αυτόνομος άνθρωπος, με την πολλαπλότητα των επιθυμιών, διαβιών εν ασυναρτησία γνώμης και διαθέσεως, με τη ζωή σου να συμπιέζεται στο επίπεδο της αμεσότητας και να παραδίδεται στην ανία και την αδιαφορία, με το να μην καταναλώνεις αυτά που χρειάζεσαι, αλλά να ζεις τη διαδικασία της καταναλώσεως10, με το να αποσπάς και να αυτονομείς την κτίση από τον δημιουργό, όσο τα ερωτήματά σου συμπιέζονται στη γλώσσα των μαθηματικών, με το να αυξάνεις τις δυνάμεις σου και να νιώθεις ασθενέστερος, να πληροφορείσαι περισσότερα και να μένεις απροσανατόλιστος, να εξουσιάζεις τη φύση και να αποδεικνύεσαι δέσμιος, να παγκοσμιοποιείσαι και να παραμένεις μόνος και ανέστιος11, με το να πιστεύεις πως βρήκες την αγάπη στο πλαίσιο κάποιου αδέσμευτου πειραματισμού […]μιας καθαρής συναλλαγής (αντί στο κλίμα της καθολικής αυτοπροσφοράς των προσώπων)12, να αναζητάς την αυτοβεβαίωση κι αυτοκαταξίωση, καταλήγωντας στην αυτοδιάψευση και την απαξίωση της υπάρξεώς σου13, να εργάζεσαι λιγότερο και να υποφέρεις περισσότερο, να ζεις πλουσιότερα και να αισθάνεσαι φτωχότερος, να πολλαπλασιάζεις τις ευκολίες σου και να αυξάνεις το άγχος σου, να πληθαίνεις τις απολαύσεις σου και να μεγαλώνεις τη δυστυχία σου, να ταυτίζεις την ύπαρξή σου με τα μέσα και τις ανέσεις σου, κι όταν βλέπεις να χάνονται αυτά, να νομίζεις ότι χάνεται η ίδια σου η ύπαρξη14; Είναι μία αποσυμπιεστική ερώτηση…

Οπότε «ἴδε ὁ ἄνθρωπος», που «αναγεννήθηκε» και «διαφωτίστηκε» δήθεν: ένας πολιτισμικός μεγαλομάρτυρας, που ο κόσμος του αρνιέται τις εξηγήσεις περί αρχής και τέλους, αλλά τον πλουτίζει με ενδιάμεσες εντυπώσεις, καθώς «η αποσιώπηση του μυστηρίου του θανάτου αντιρροπήθηκε με τη δημοσιοποίηση του μυστηρίου της ζωής»15 (βλ. social media).

*

Μαζί με την αποφυγή – και κατάργηση – των κρίσιμων υπαρξιακών ερωτημάτων, αποφεύγονται και καταργούνται και οι ορίζοντες των δυνητικών απαντήσεων κι επιπτώσεων. Ας δούμε τί γνωρίζουμε, από επιστημονική άποψη. Εν ολίγοις, πρόβλημα έχουμε όταν δεν έχουμε ένα αρκετά μεγάλο πρόβλημα, κατ’ επιλογήν, συνειδητοποιημένα. Χαρά προκύπτει, κατά τον δρ. Jordan Peterson, που μελέτησε (και) τη φυσιολογία της χαράς στον άνθρωπο, όταν κινούμαστε προς τον υψηλότερο δυνατό στόχο, όταν λαμβάνουμε επιβεβαίωση ότι η πορεία μας είναι ορθολογική προς αυτόν. Αυτού του είδους η χαρά, που αποτελείται από πολλές – μικρές και μεγάλες, έως την υπέρτατη – βρίσκεται σε τελείως διαφορετικό πλαίσιο από αυτό της απόλαυσης ενός στόχου που δεν υπάγεται σε ένα σύνολο τέτοιων, που αφορούν ακριβώς στο νόημα της φιλόπονης απόλαυσης αυτής της φρυκτωρίας αγώνων και αγωνιών. Ας τολμήσουμε το απόλυτο – τζάμπα είναι και κατά φύσιν είναι: θέλω τον Θεό, να πάρει η ευχή!

Βάσει της σύγχρονης – μετά βιομηχανικής επανάστασης – νοοτροπίας της πλειοψηφίας της ανθρωπότητας (σίγουρα της δυτικής τουλάχιστον), μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ζούμε μια υπέρτατη πολιτισμική και πνευματική τραγωδία, αντίστροφη κι αντίπαλη της χαράς του «άξιου» στόχου που θα την προκαλούσε. Όντας το υπέρτατο που κατεβάζει ο νους μας, η κατανάλωση και η εν πολυτέλεια διαβίωση, σε συνδυασμό με την αποφυγή κάθε σωματικής και ψυχολογικής πιέσεως που προκύπτει από κάθε ανυπόβαθρο «δεν μου αρέσει» (κουλτούρα του αυτάρκους γούστου), συνθέτουν μία δαιμονιώδη ομαιχμία, που σφάζει, με κρύο αίμα, οποιαδήποτε ελπίδα-προοπτική νοήματος, δηλαδή δικαιολογημένα αξιομίμητης κι αξιοτίμητης χαράς. Πρόσφατα, ένας ιερέας επεσήμανε πως ξεχάσαμε το ότι «κάποτε» (αρχαιότητα) η χαρά ήταν κύημα της αναζήτησης της αλήθειας. Ο Ιερός Χρυσόστομος, μετά Χριστόν, θα την χαρακτηρίσει «κατόρθωμα πνευματικόν»16, ως επέκταση της Παύλειας διδασκαλίας (Γαλ. 5,22), που αυτονοήτως προϋποθέτει την όντως ύπαρξη του Θεού και την εν αυτώ αλήθευση.

Η αποφυγή του να θέτουμε τις ορέξεις μας υπό κρίση και (αυτο-) κριτική, απαιτεί και προϋποθέτει, αναγκαστικά, τη θυσία των όποιων αξιών και γνωμόνων σύνεσης. Δηλαδή, για να χαρείς εσύ στα ψεύτικα, έχεις απόλυτη ανάγκη να καταρρίψεις, γελοιοποιώντας κατά δύναμιν, την αληθινή χαρά κάποιου άλλου, κάποιου που αρνείται να ζήσει, και διαλέξει, και αγωνιστεί, ανυπόβαθρος κι ανέραστος νοήματος. Αλλιώς και μεταφορικώς: για να μην παραδεχτείς ότι δε βλέπεις την τύφλα σου, βγάζεις άχρηστα τα γυαλιά, τους οπτικούς και υποστηρίζεις πως η πάθησή σου δεν υπάρχει καν, αν δεν είναι κι αρετή, για σένα και τους ομόμυαλους-ομότυφλούς σου.

Ουδέν κακόν αμιγές καλού, παρ’ όλα αυτά. Ότι όπου υπάρχει πείνα, υπάρχει κι αναζήτηση τροφής. Έμμεσα σ’ αυτό, και άμεσα στο προηγούμενο ομότιτλο άρθρο, δίνω μερικές πληροφορίες για το πού υπάρχει, κατ’ εμέ, τροφή. Ίσως, περιμένουμε, δυστυχώς, να κλιμακωθεί η πείνα, να πεθάνει αρκετός κόσμος από την πολιτισμική ασιτία που προσφέρει η σύγχρονη εποχή, για να εκκινήσει η αναζήτηση σε ευρεία κλίμακα. Και πού αλλού ψάχνει ένας συλλογικός ή μεμονωμένος-ενπρόσωπος οργανισμός, από τις παραμελημένες πτυχές του, από το παρελθόν του (που τόσο επιμελώς πασχίζει να αλλάξει την αφήγησή του, έως να το σβήσει), από την παράδοση, όπου, την ώρα που του «παραδιδόταν» κάποια τσαπατσουλιά συνέβη; Και δεν δίνω ούτε μία πιθανότητα στο δισεκατομμύριο, η καταληκτική φράση της Βυζαντινής Φιλοσοφίας του Βασιλείου Τατάκη να μην αποτελεί την πιο ελπιδοφόρα προφητεύουσα απάντηση περί του προς τα πού θα κατευθυνθεί το πεινασμένο πλήθος: η φιλοσοφία ή μάλλον η πνευματικότητα του Βυζαντίου δεν έχει πει ακόμη τον τελευταίο λόγο της¹⁷. Πάει να πει πως, σε κάποια φάση, θα τον πει, πως, στην ίδια φάση, κάποιος θα ‘ναι έτοιμος να τον ακούσει. Ο χρόνος είναι ρήμα.

 

Σημειώσεις

  1. Benjamin Franklin, Ο Δρόμος προς τον Πλούτο
  2. Max Weber, Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού/Μέρος Πρώτο/Κεφάλαιο Δεύτερο: Το «Πνεύμα» του Καπιταλισμού (Gutenberg, 2006)
  3. via ό.π.
  4. Κεφάλαια των κατά πλάτους όρων, Γ’: Οὐδέν γάρ οὕτως ἴδιον τῆς φύσεως ἡμῶν ὡς τό κοινωνεῖν ἀλλήλοις καί χρήζειν ἀλλήλων καί ἀγαπᾶν τό ὁμόφυλον.
  5. Εἰς τό ρητόν τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου «Καθελῶ μου τάς ἀποθήκας, καί μείζονας οἰκοδομήσω» καί περί πλεονεξίας
  6. Ματθ. 12,30
  7. Περιοδικό Der Spiegel, άρ. 33/44, της 15.8.1993 via Γ. Ι. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική II/Τρίτο Μέρος: Υπαρξιακές και Βιοηθικές Θέσεις και Προοπτικές/5. Ευημερία και Άσκηση/Υποσημείωση 1. (Πουρναρά, 2010)
  8. Giulio Carlo Argan, Η Μοντέρνα Τέχνη, 1770-1970/4.1 Μοντερνιστική Πολεοδομία και Αρχιτεκτονική (Π.Ε.Κ. 2021)

9-15. Γ. Ι. Μαντζαρίδη, ό.π. (Πουρναρά 2009, 2010): I/Β. Γενικές Αρχές/1. Εγωκεντρικότητα και κοινωνικότητα, Ι/Γ. Σύγχρονη Προβληματική/1. Ο ηθικός προβληματισμός μπροστά στον κόσμο που έρχεται, I/Γ. ό.π./3. Το παράδειγμα της οικολογικής κρίσεως, ΙΙ/Δεύτερο Μέρος: Άνθρωπος και Συνάνθρωπος/4. Γάμος και οικογενειακή ζωή, ΙΙ/Τρίτο Μέρος: Υπαρξιακές και Βιοηθικές Θέσεις και Προοπτικές/1. Το νόημα της ζωής, ΙΙ/Τρίτο Μέρος, ό.π./5. Ευημερία και άσκηση, ΙΙ/Τρίτο Μέρος, ό.π./12. Το μυστήριο του θανάτου

  1. Ομιλία εις την Προς Ρωμαίους
  2. Κεφ. 6./Το Βυζάντιο Ύστερα από το Βυζάντιο

 

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Tables for Ladies”, 1930) είναι έργο του, αμερικανού, Edward Hopper.

https://antifono.gr/meta-tin-pagkosmiopoiisi-b/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου