Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης (†)
Όταν πηγαίναμε να μεταλάβουμε – αναφέρει μία πνευματική θυγατέρα του οσίου Γεωργίου – πηγαίναμε από την πλαϊνή πύλη του ιερού στα γόνατα. Ο Γέροντας μας διάβαζε, μετά μας έχριε και ύστερα πηγαίναμε να μεταλάβουμε. Όλοι πηγαίναμε με συστολή και φόβο μέσα μας. Λέγαμε· άραγε θα με κοινωνήσει ή όχι. Μη έρθεις, έλεγε, όπου δεν έπρεπε. Με βαμμένα χείλη ή χωρίς μαντήλα δεν σε κοινωνούσε. «Εσύ εκεί χώρια, εκεί σταμάτησε, δεν έκανες τον κανόνα σου». Εύκολα δεν μεταλάμβανε, όχι. «Εσύ μην έρθεις, πήγαινε πρώτα να μιλήσεις μ’ εκείνον που είσαι μαλωμένος. Εσύ, γιατί δεν έκανες εκείνο που έπρεπε, τώρα πού ήρθες;» Έτσι μπροστά σε όλους μπορεί να σε έθιγε, για να διορθωθείς. Ανεξομολόγητος μεγάλος δεν μπορούσε να πλησιάσει να κοινωνήσει. Και εμάς μικρά που ήμασταν, μας έλεγε: «Δεν θα φάτε λάδι, για να ‘ρθείτε να σας κοινωνήσω». Ήταν τα πράγματα αυστηρά. Από μικρά παιδιά μας έβαζε σε μία σειρά, γιατί ήξερε πως ό,τι από παιδιά μάθουμε, ποτέ δεν θα το ξεχάσουμε. Σαν μία άσκηση και ένα μικρό κανόνα σ’ εμάς τα παιδιά προτού να κοινωνήσουμε, μας έστελνε να φέρουμε λίγα ξύλα στην πλάτη ή λίγο νερό κάτω από το ρέμα, για να κοπιάσουμε λίγο για τον Χριστό κι εμείς. Αν και ήμασταν παιδιά, όμως με κάποιο φόβο μέσα μας πλησιάζαμε να κοινωνήσουμε. Ακούγαμε από τους μεγάλους που τους μάλωνε ή τους μιλούσε αυστηρά ή δεν τους κοινωνούσε και μέσα στην παιδική μας ψυχή γεννιόταν ένας σεβασμός και μία ευλάβεια για τη θεία κοινωνία.
Μέσα στο ιερό – καταθέτει άλλο πνευματικό του τέκνο – είχε δύο μικρά σταμνάκια. Μου τα έδινε και έλεγε: «Βαγγελιώ, θα πας να φέρεις νερό, αλλά θα ‘ρθείς γρήγορα, μέχρι να στεγνώσει το φτύμα μου θα είσαι εδώ». Κι εγώ χωρίς παπούτσια τρέχοντας, κατέβαινα στο ρέμα κι εκεί ήταν μία πηγή. Έβαζα ένα φύλλο από τα πλατάνια στην πηγή, για να είναι σαν βρύση, γέμιζα τα σταμνάκια και χωρίς να πάρω μια αναπνοή έτρεχα, γιατί ο παππούλης περίμενε. Κι εκείνος γελούσε, μόλις με έβλεπε να τρέχω και με πείραζε: «Δες, στέγνωσε, άργησες να ‘ρθεις».
Στο Ιερό Βήμα τον βοηθούσε ο πατέρας μου. Έρχονταν γυναίκες στο μοναστήρι από τα χωριά του Παγγαίου και όλη τη νύχτα αγρυπνούσαν κι έκαναν Παρακλήσεις. Μία γυναίκα σαν μοιρολόι έλεγε ένα τραγούδι για τον άγιο Γεώργιο, αλλά ήταν πολύ ωραίο. Και στον Γέροντα άρεσε πολύ αυτό το τραγούδι. Ο κόσμος πήγαινε κι ερχόταν εδώ. Ήταν πολύ ωραία.
Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 95.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου