π. Δημητρίου Μπόκου
Ὁ Χριστὸς μᾶς καλεῖ νὰ ἀκολουθήσουμε «ὀπίσω του», ἀπαρνούμενοι τὸν ἑαυτό μας καὶ αἴροντας τὸν σταυρό μας (Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωσιν). Συνήθως ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ζητάει ποτὲ νὰ κάνουμε κάτι ποὺ δὲν τὸ ἔκανε πρῶτα Ἐκεῖνος. «Ὑπόδειγμα γὰρ δέδωκα ὑμῖν, ἵνα καθὼς ἐγὼ ἐποίησα ὑμῖν, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε», λέγει στοὺς μαθητές του (Ἰω. 13, 15). Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Πέτρος τονίζει μὲ ἔμφαση ὅτι ὁ Χριστὸς χάραξε τὴν ὅλη σταυρική του πορεία «ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμὸν ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» (Α΄ Πέτρ. 2, 21).
Πρότυπο καὶ ὑπόδειγμα λοιπὸν στὴν πορεία μας αὐτὴ βάζει τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Αὐτὸς εἶναι ποὺ πρῶτα ἀπὸ μᾶς ἀπαρνεῖται τὸν ἑαυτό του καὶ σηκώνει τὸν Σταυρό του. Καὶ αὐτό, ἐπειδὴ διακατέχεται ἀπὸ μανικὸ ἔρωτα γιὰ μᾶς, μᾶς ἀγαπάει μὲ μιὰ ἀγάπη ἀκατανόητη. Λέγεται, ὅτι καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἀκόμα ἂν ἐρωτηθεῖ γιατί ἀγαπάει τὸν ἄνθρωπο τόσο πολύ, δὲν θὰ ἔχει καμμιὰ ἀπάντηση νὰ δώσει γι’ αὐτό. Καὶ ὁ πολὺς Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ὑπογραμμίζει, ὅτι αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ὁρίσει τὸν Θεὸ ὡς ἀγάπη, μοιάζει μὲ τυφλὸ ποὺ μέσα στὴν (ἀπέραντη) ἄβυσσο προσπαθεῖ (μάταια) νὰ μετρήσει τοὺς (ἀμέτρητους) κόκκους τῆς ἄμμου (Λόγος Λ΄).
Ἡ σταυρικὴ ὀδύνη τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀρχίζει τὴν ὥρα ποὺ τὸν ὑψώνουν πάνω στὸν Σταυρό, ἀλλὰ πολὺ νωρίτερα. Ἀπὸ τὴν ἕκτη ὥρα (τὸ μεσημέρι) τῆς ἡμέρας ποὺ τολμήθηκε ἡ ἁμαρτία ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο. Ἀπὸ τότε ὀδυνᾶται ὁ Θεὸς καὶ θρηνεῖ γιὰ τὸ πλάσμα του. Καὶ δὲν ἀρκεῖται στὸ νὰ χύνει ἁπλῶς δάκρυα, ἀλλὰ κατεβαίνει στὴ γῆ, δέχεται νὰ κενώσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸ ἀπερίγραπτο μεγαλεῖο του, νὰ γίνει ἑκούσια μικρός, φτωχός, δοῦλος, νὰ διωχτεῖ, νὰ πονέσει, νὰ σταυρωθεῖ, νὰ ταυτισθεῖ ἀπόλυτα μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ἀπὸ τότε σταυρώνεται διαρκῶς.
Λέει ὁ ἅγιος Σωφρόνιος: «Ὁ νοῦς ἡμῶν σιγᾷ ἐν θαυμασμῷ πρὸ τοῦ μυστηρίου τούτου: Ὁ Κτίστης ἐνεδύθη τὸ κτιστόν. Ὁ Αἰώνιος καὶ Ὑπερκόσμιος προσέλαβε τὴν πρόσκαιρον καὶ εὐμετάβλητον μορφὴν τοῦ εἶναι. Τὸ Πνεῦμα, τὸ ὑπερέχον πᾶσαν ἔννοιαν, ἐγένετο σὰρξ ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Λόγου καὶ ἔδωκεν εἰς ἡμᾶς τὴν δυνατότητα νὰ ψηλαφήσωμεν Αὐτὸν διὰ τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν. Ὁ Ἀπαθὴς ὑπεβλήθη εἰς παθήματα. Ἡ Ἄναρχος Ζωὴ συνεδέθη μετὰ τοῦ θανάτου» (Περὶ προσευχῆς, σ. 136).
Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἡ μακραίωνη αὐτὴ σταυρική του πορεία, εἶναι ἐπιπλέον ἀκατανόητη, γιατὶ γίνεται γιὰ ἕνα πλάσμα ποὺ δὲν ἐκτιμᾶ τὴν κίνηση τοῦ Θεοῦ. Ἕνα πλάσμα ἀχάριστο. Ἀκόμα καὶ λίγο πρὸ τοῦ πάθους του ὁ Χριστός, πλησιάζοντας στὴν Ἰερουσαλήμ, μὲ τὸ ποὺ τὴν ἀντικρύζει ξεσπάει σὲ λυγμούς. «Ἰδὼν τὴν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ’ αὐτήν» (Λουκ. 19, 41). Ἀκόμα καὶ αὐτὴ τὴν ὕστατη στιγμή, λέει, ἂν ἤθελες, θὰ διορθώνονταν ὅλα. Θὰ σωζόσουν. Ὅλο σου τὸ ἁμαρτωλὸ παρελθὸν θὰ ἔσβηνε ἀμέσως. Ἀκόμα καὶ πρὶν ἀφήσει ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ τὴν τελευταία του πνοὴ ὁ Χριστός, «ὑπὲρ τῶν σταυρούντων παρεκάλει τὸν ἴδιον Πατέρα λέγων· Ἄφες αὐτοῖς…»
Ἔτσι, κατὰ τὸν Μητροπολίτη Ἀντώνιο τοῦ Σουρόζ, ὁ Χριστὸς ἔδειξε μὲ ποιὸν τρόπο «ἀντιμετωπίζει τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς. Μᾶς ἀποδέχεται ὅπως εἴμαστε. Ἀποδέχεται τὸν καλὸ καὶ τὸν κακό, χαίρεται γιὰ τὸν καλὸ καὶ πεθαίνει ἐξ αἰτίας καὶ γιὰ χάρη τοῦ κακοῦ…
Μᾶς δίδαξε μιὰ ἀγάπη ποὺ δέχτηκε νὰ γίνει τρωτή, ἀβοήθητη, δοτική, θυσιαστική. Μιὰ ἀγάπη ποὺ δίνει χωρὶς νὰ μετρᾶ, μιὰ ἀγάπη ποὺ δίνει ὄχι μόνον ὅ,τι κατέχει, ἀλλὰ καὶ τὸν ἑαυτό της τὸν ἴδιο» (Ὁ εὐάλωτος Θεός, σ. 66-67).
Καλὴ εὐλογημένη ἑβδομάδα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου