Γιατί στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ ἡ ὁλότητα τῆς Μαριολογικῆς της ἐμπειρίας καὶ εὐσέβειας ἔχει διαπεράσει τὴ λατρεία, ἀλλὰ δὲν ἔχει προκαλέσει καμιὰ σοβαρὴ θεολογικὴ ἀντανάκλαση; Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν ἔχουμε τίποτε, ποὺ νὰ ἀντιστοιχεῖ μὲ τὶς εἰδικὲς Μαριολογικὲς διατριβὲς τῶν Δυτικῶν. Καὶ στὰ ἐγχειρίδια τῆς δογματικῆς, δὲν ὑπάρχουν ξεχωριστὰ κεφάλαια, ποὺ νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὴ θέση τῆς Μαρίας στὴν οἰκονομία τῆς σωτηρίας. Ἔτσι, ὁ σεβασμὸς πρὸς τὴ Μαρία – τόσο φανερὸς καὶ τόσο κεντρικὸς στὴ λατρεία – δὲν ἔχει ἐκφραστεῖ, ἀναλυθεῖ ἢ ἀξιοποιηθεῖ συστηματικά.
Ἀρχικῶς, αὐτὴ ἡ σπανιότητα τῆς θεολογικῆς ἀντανάκλασης μπορεῖ νὰ φανεῖ σὰν μιὰ ἔλλειψη στὴν Ὀρθόδοξη θεολογία. Πῶς ἦταν δυνατὸ ἡ Ἐκκλησία, ποὺ ποτὲ δὲν προσεύχεται στὸ Θεὸ χωρὶς συγχρόνως νὰ προσδίδει τιμὴ στὴ Μαρία, καλῶντας την «τιμιωτέραν τῶν χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν σεραφεὶμ» δὲν κατεύθυνε τὴ θεολογική της σκέψη πρὸς αὐτὸ τὸ ἐξαιρετικὰ σοβαρὸ πρόσωπο, στὴ ζωὴ καὶ τὴ λατρεία της;
Μετὰ ἀπὸ βαθύτερη ἔρευνα, ἕνας ἔρχεται νὰ ρωτήσει, ἂν «αὐτὴ ἡ ἀπουσία θεολογικῆς διατριβῆς δὲν εἶναι αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴ ἕνα ἀκέραιο μέρος τοῦ «μυστηρίου τῆς Μαρίας» στὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἡ θεολογία, ὡς τέτοια, ἡ λογικὴ ἔρευνα τοῦ depositum fidei, πλήρως ἐπαρκὴς νὰ μεταφέρει στοὺς ἀκριβεῖς ὅρους της τὸ ἀληθινὸ περιεχόμενο ἐκείνου τοῦ μυστηρίου; Μὲ λίγα λόγια, δὲν εἶναι ἡ κανονικὴ θέση τῆς Μαριολογίας ἀρχικῶς, ἂν ὄχι ἀποκλειστικῶς, στὴ λειτουργία καὶ προσευχή;
Σὲ πολλοὺς Ὀρθοδόξους φαίνεται, ὅτι μιὰ θεολογικὴ «περιέργεια» σχετικὰ μὲ τὴ Μαρία μπορεῖ πράγματι νὰ ἀποτελέσει μιὰ ἀπὸ τὶς πηγὲς μιᾶς κάποιας μονόπλευρης ἀντίληψης τῆς Δυτικῆς Μαριολογίας. Προτοῦ, ὅμως, φθάσουμε σὲ ὁποιοδήποτε συμπέρασμα, ὀσοδήποτε πρόχειρο, θὰ δώσουμε πρῶτα (α) μιὰ σύντομη περιγραφὴ τῆς θέσεως τῆς Μαρίας στὴν ὀρθόδοξη λειτουργικὴ παράδοση, μετὰ (β) θὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς προσκυνήσεως πρὸς τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ (γ) θὰ προσπαθήσουμε νὰ σχηματίσουμε μιὰ λίγο-πολὺ συνθετικὴ ἄποψη τῆς θεολογικῆς της σημασίας.
Ἡ Μαρία στὴν Ὀρθόδοξη Λειτουργικὴ Παράδοση
Ὑπάρχουν τέσσερις κύριες ἐκφράσεις τῆς Μαριολογίας στὴ βυζαντινὴ λειτουργία:
(1) Μαριολογικές προσευχές
Ὡς γενικὸ κανόνα, κάθε κύκλος λειτουργικῶν προσευχῶν ἔχει πάντοτε στὸ τέλος του μιὰ εἰδικὴ προσευχή, ποὺ ἀπευθύνεται στὴ Μαρία. Ἔτσι π.χ. ἡ ὁμάδα τῶν ὕμνων (στιχηρά), ποὺ βρίσκουμε στὴ σταθερὴ δομὴ τῶν καθημερινῶν ἀκολουθιῶν, τελειώνουν πάντα μὲ τὸ λεγόμενο Θεοτοκίον. Ἀκολουθεῖ τὴν δοξολογία. «Δόξα τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Αὐτὸ τὸ σχῆμα ἐφαρμόζεται σὲ ὅλες τὶς λειτουργικὲς περιόδους, καθημερινούς, ἑβδομαδιαίους καὶ ἐτήσιους κύκλους, ὅπως καὶ κατὰ τὴ Σαρακοστή. Ὅποιο κι ἂν εἶναι τὸ θέμα κάποιου εἰδικοῦ ἑορτασμοῦ, ἡ τελευταία του λέξη, ἡ σφραγῖδα του, πάντοτε θὰ εἶναι ἡ Θεοτόκος Μαρία, ἡ Παρθένος Μητέρα τοῦ Θεοῦ.
(2) Μαριολογικές ἑορτές
Μέσα στὴ λειτουργία, ὑπάρχει ἕνας πολὺ ἀνεπτυγμένος κύκλος Μαριολογικῶν ἀναμνήσεων. Τέσσερις ἀπ’ αὐτές, ἡ Γέννησις τῆς Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου), τὰ Εἰσόδια (21 Νοεμβρίου), ὁ Εὐαγγελισμὸς (25 Μαρτίου) καὶ ἡ Κοίμησις (15 Αὐγούστου), ἀνήκουν στὴν κατηγορία τῶν δώδεκα μεγάλων ἑορτῶν (Δωδεκάορτο). Ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς (2 Φεβρουαρίου) εἶναι ἐπίσης βαθιὰ Μαριολογική. Ἐπιπρόσθετα, σ’ αὐτὲς τὶς μεγαλύτερες ἑορτὲς ἔχουμε ἕναν ἀριθμὸ μικρότερων Μαριολογικῶν ἑορτῶν· ἡ Ἁγία Σκέπη (1 Ὀκτωβρίου), ἡ Σύναξις τῆς Θεοτόκου (26 Δεκεμβρίου) καὶ ἡ Σύλληψις τῆς Θεοτόκου (9 Δεκεμβρίου) κτλ.
(3) Μαριολογική Εἰκονογραφία
Οἱ εἰκόνες τῆς Θεοτόκου εἶναι ἀναπόσπαστο μέρος σὲ μιὰ Ὀρθόδοξη ἐκκλησία, ἐνῶ ἡ ἀκριβὴς τους θέση, στὴν ἁψῖδα καὶ στὸ εἰκονοστάσιο, ἔχει συγκεκριμένο θεολογικὸ νόημα. Προσθέσατε σ’ αὐτὸ ἕνα ἐκπληκτικὰ ἀνεπτυγμένο σεβασμὸ τῶν θεωρούμενων ὡς θαυματουργικῶν εἰκόνων τῆς Θεοτόκου. Μόνο ἡ Ρωσσία εἶχε πάνω ἀπὸ 300 τέτοιες «ἐξ ἀποκαλύψεως» εἰκόνες, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ κάθε μιὰ ἔχει τὴν ἡμέρα ἑορτασμοῦ της καὶ λειτουργικὴ ἀκολουθία. Μερικὲς ἀπ’ αὐτὲς τὶς ἑορτὲς εἰκόνων, π.χ. ἐκείνη τῆς εἰκόνας τῆς «Κυρίας τοῦ Καζὰν» στὴ Ρωσσία καὶ τῆς «Ζωοδόχου Πηγῆς» στὴν Ἑλλάδα, ἔχουν ἀναπτυχθεῖ σὲ μεγάλες καὶ ἐξαιρετικὰ λαοφιλεῖς ἑορτές.
(4) Παραλειτουργική Μαριολογικὴ εὐσέβεια
Μαζὶ μὲ αὐτὸ τὸ «ἐπίσημο» Μαριολογικὸ ὑλικὸ, στὴ λειτουργία πρέπει νὰ ἀναφερθεῖ καὶ ἡ τεράστια ποσότητα δευτερευουσῶν ἢ παραλειτουργικῶν Μαριολογικῶν ἑορτῶν καὶ ἀκολουθιῶν. Ἡ συλλογὴ τῶν διαφόρων «ἀκαθίστων» πρὸς τὴ Μαρία, γραμμένοι στὸν τύπο τοῦ περίφημου Βυζαντινοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου, θὰ γέμιζε πολλοὺς τόμους. Αὐτὰ εἶναι ἀντιπροσωπευτικὰ τῆς συνεχῶς ἀνανεωμένης ροῆς θερμῆς εὐσέβειας, ἀγάπης καὶ ὑμνωδίας, ποὺ ἀναφέρεται πρὸς τὴ Μαρία.
Αὐτὰ ὅλα, ὁπωσδήποτε, δὲν ἔχουν τὴν ἴδια ἀξία ἢ ποιότητα. Ὅμως, οἱ καλύτεροι Βυζαντινοὶ ὑμνογράφοι – Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης, Ἅγιος Κοσμάς Μαϊουμά – ἔγραψαν μερικὲς ἀπὸ τὶς μεγαλύτερές τους συνθέσεις πάνω σὲ Μαριολογικὰ θέματα. Εἶναι μέσα στὰ ἔργα τους, ποὺ κάποιος ἀνακαλύπτει τὴν ἀληθινὴ ἔκφραση, τὴν ἀληθινὴ θεωρία καὶ ἀντίληψη τῆς Μαρίας στὴν Ὀρθόδοξη παράδοση.
Τέλος, κι ὄχι λιγότερο σημαντικά, εἶναι ἡ ἀνάπτυξη αὐτῶν τῶν θεμάτων στὶς ὁμιλίες, ποὺ συνέθεσαν γιὰ τὶς Μαριολογικὲς ἑορτὲς οἱ Βυζαντινοὶ Πατέρες.
Σύντομη ἱστορία τῆς τιμητικῆς προσκύνησης τῆς Μαρίας
Δὲν ὑπάρχει περιεκτικὴ καὶ πλήρης ἀπορία τῆς προσκύνησης πρὸς τὴ Μαρία στὴν Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἔτσι, μόνο μερικὲς προκαταρκτικὲς παρατηρήσεις μποροῦν νὰ γίνουν.
Φαίνεται, ὅτι ἡ πρώτη λειτουργικὴ ἔκφραση αὐτοῦ τοῦ σεβασμοῦ πρέπει νὰ ἦταν οἱ λεγόμενες συνακόλουθες πανηγύρεις, ἑορτές, ποὺ συνάπτονται μὲ τὶς πιὸ μεγάλες ἑορτὲς τοῦ Χριστοῦ. Ἡ πρώτη Μαριολογικὴ ἑορτὴ μπορεῖ νὰ ἦταν ἡ Σύναξις στὶς 26 Δεκεμβρίου, ποὺ συνδέεται ἄμεσα μὲ τὸν ἑορτασμὸ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. «Εὐαγγελισμὸς» ἀρχικῶς ἦταν ὄνομα , ποὺ ἔφερε ἡ Κυριακὴ πρὸ τῶν Χριστουγέννων. Αὐτὸ δείχνει τὴ Χριστολογικὴ διάσταση τῆς προσκύνησης πρὸς τὴ Μαρία καὶ τὴν ἀντιμετώπιση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς θέσεώς της στὸ μυστήριο τῆς Ἐνσαρκώσεως. Ἀκόμη καὶ σήμερα, ἡ κύρια βυζαντινὴ εἰκόνα τῆς Μαρίας εἶναι ἐκείνη τῆς Μητέρας μὲ τὸ Παιδί, ἡ ὁποία γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι βασικὰ μιὰ εἰκόνα τῆς Ἐνσαρκώσεως.
Ἡ βιβλικὴ ἔκφραση τῶν Μαριολογικῶν θεμάτων περιέχει εἰδικὸ ἐνδιαφέρον μὲ τὴν ἐφαρμογὴ στὴ Μαρία ὁλόκληρης τῆς ὁρολογίας τοῦ Ναοῦ καὶ τοῦ συμβολισμοῦ της στὴ λατρεία. Ὁ Ναὸς καὶ ὅλα τὰ ἱερὰ του σκεύη πάντα ἦσαν κατανοητὰ στοὺς Βυζαντινοὺς ὑμνογράφους καὶ σὰν κήρυκες, ἀναγγέλλοντας καὶ προλέγοντας τὶς διάφορες «διαστάσεις» τοῦ μυστηρίου τῆς Μαρίας. Αὐτὴ εἶναι ὁ Ναός, ἡ Πύλη, τὸ Κηροπήγιον, ὁ Θυμιατός, τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων. Ἀκόμη καὶ σὲ μὴ βιβλικὲς ἑορτές, ὅπως ἡ Γέννησις τῆς Παρθένου ἢ τὰ Εἰσόδια στὸ Ναό, εἶναι βασικὰ ὁ καρπὸς κάποιας μελέτης καὶ ἀντίληψης τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Μετὰ, πρέπει νὰ ὑπογραμμίσουμε τὴν ἀρχὴ μερικῶν Μαριολογικῶν ἑορτῶν, σὰν νὰ πηγάζουν ἀπὸ τὴν κατασκευὴ καὶ ἀφιέρωση ναῶν σὲ διάφορα μέρη, ὅπου ὑποτίθεται, ὅτι ἔγιναν γεγονότα τῆς ἱερῆς ἱστορίας.
Ἔτσι, ὅταν ἐξετάζουμε τὴν ἀπορία τῆς Μαριολογικῆς τιμητικῆς προσκύνησης, ἀνακαλύπτουμε ὅτι πηγάζει, ὄχι ἀπὸ κάποια ξεχωριστὴ ἀποκάλυψη ἀλλὰ, πρωταρχικὰ, ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς λειτουργικῆς λατρείας. Μὲ ἄλλα λόγια, δὲν εἶναι μιὰ θεολογικὴ ἀντανάκλαση τῆς Μαρίας, ποὺ ἔδωσε γέννηση στὴν τιμητικὴ προσκύνησή της. Εἶναι ἡ λειτουργία, ὡς ἡ ἐμπειρία τοῦ «οὐρανοῦ ἐπὶ γῆς», ὡς κοινωνία μὲ τὴ γνώση τῶν οὐρανίων πραγματικοτήτων, ὡς μιὰ πράξη ἀγάπης καὶ ἀφιέρωσης, ποὺ ἀποκάλυψαν λίγο-λίγο τὴ μοναδικὴ θέση τῆς Μητέρας τοῦ Χριστοῦ, τόσο στὴν οἰκονομία τῆς σωτηρίας ὅσο καὶ στὸ μυστήριο τοῦ «μέλλοντος αἰῶνος».
Ἡ Μαρία δὲν ἀποτελεῖ μέρος τῶν κηρυγμάτων τῆς Ἐκκλησίας, τὸ μόνο περιεχόμενο τῶν ὁποίων εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ Μαρία εἶναι τὸ ἐσώτερο μυστικὸ τῆς Ἐκκλησίας, ὡς κοινωνίας μὲ τὸν Χριστό. Ἡ Ἐκκλησία κηρύττει Χριστὸ, ὄχι Μαρία. Ἡ κοινωνία, ὅμως, μὲ τὸ Χριστὸ ἀποκαλύπτει τὴ Μαρία, ὡς τὴ μυστικὴ χαρὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία. «Ἐπὶ σοὶ χαίρει, κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις», λέει ἕνας ὕμνος.
Ἡ Θεολογικὴ σημασία τῆς Μαρίας
Αὐτὴ ἡ λειτουργικὴ ἀρχὴ τῆς Μαριολογίας εἶναι ξεχωριστῆς σημασίας γιὰ τὴν κατανόηση τῶν θεολογικῶν της περίπλοκων. Διότι, κατὰ μία ἔννοια, ἡ Μαρία δὲν εἶναι τὸ ἀντικείμενο ἰδιαιτέρου συστήματος ἐπιπρόσθετης λατρείας ἀπ’ ἐκείνης τοῦ Χριστοῦ. Μᾶλλον εἶναι μία οὐσιαστικὴ «διάσταση» τῆς λατρείας, ποὺ προσφέρεται στὸ Χριστό, μιὰ ποιότητα ἢ τονισμὸς τῆς λατρείας Ἐκείνου. Γιὰ νὰ γίνει ἀντιληπτὸ αὐτό, κάποιος πρέπει νὰ ἀπαριθμήσει σύντομα τὰ πιὸ σημαντικὰ Μαριολογικὰ θέματα τῆς βυζαντινῆς λειτουργίας.
Ἡ Νέα Εὔα
Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ νέος Ἀδάμ, ἡ Μαρία πολὺ συχνὰ ἀναφέρεται σὰν ἡ νέα Εὔα. Αὐτὸ ἀποκαλύπτει τὴ σωτηριολογικὴ διάσταση τῆς τιμητικῆς προσκύνησής της ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει συγκεντρώσει στὴ Μαρία ὅλη τὴ βιβλικὴ διορατικότητα καὶ ἐμπειρία τῆς σχέσης μεταξὺ Θεοῦ καὶ δημιουργίας, τοῦ Σωτήρα καὶ τοῦ κόσμου, ὡς μυστηρίου ἀγάπης, τοῦ ὁποίου ἡ πιὸ κοντινὴ ἔκφραση σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο εἶναι ἡ σχέση ἄνδρα-γυναίκας. Ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τὴν Ἐκκλησία, ὅπως ὁ ἄνδρας ἀγαπᾶ τὴ γυναῖκα του. Ἤ, γιὰ νὰ εἴμαστε πιὸ ἀκριβεῖς, τὸ μυστήριο τῆς ἀνθρώπινης ἀγάπης ἀντανακλᾶ τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ δημιουργία Του.
Ἔτσι, ἡ Μαρία ἀντιπροσωπεύει τὴ «θηλυκότητα» τῆς ἴδιας τῆς δημιουργίας, κάτι ποὺ σημαίνει ἀνταποκρινόμενη ἀγάπη, ὑπακοή, δόσιμο τοῦ ἑαυτοῦ, τὴν ἑτοιμότητα νὰ ζεῖς ἀποκλειστικὰ μέσα καὶ γιὰ τὸν ἄλλο. Ἡ γυναῖκα «ἀνταποκρίνεται» στὴν πρωτοβουλία τοῦ ἄνδρα καὶ τὸν ἀκολουθεῖ, καὶ μέσα ἀπ’ αὐτὸ τὸ ὁλικὸ δόσιμο βρίσκει τὴν πληρότητά της. Ἡ Εὔα, στὴν πραγματικότητα, ἀπέτυχε στὸ νὰ εἶναι γυναῖκα, διότι πῆρε τὴν πρωτοβουλία καὶ ἔτσι διασάλευσε τὴν ὀντολογικὴ τάξη τῆς δημιουργίας καὶ ἔγινε ἡ αἰτία τῆς ἁμαρτίας. Ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ ἀπέτυχε, στὸ νὰ εἶναι δοῦλος τοῦ Κυρίου στὴν ἀγάπη καὶ τὴν ὑπακοή.
Γι’ αὐτὸ εἶναι ἡ Μαρία, ἡ ὁποία μὲ τὴν ὁλοκληρωτική της ὑπακοὴ ἀντικατέστησε κάτι τὸ ἀπόλυτα οὐσιῶδες στὴν τάξη τῆς δημιουργίας. Τὸ φῶς τῆς αἰωνίου ἄνοιξης ἔρχεται σ’ ἐμᾶς, ὅταν κατὰ τὴ μέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἀκούαμε τὸ ἀποφασιστικῆς σημασίας «ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου» (Λούκ. α΄38). Αὐτὴ εἶναι ὅλη ἡ δημιουργία, ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα καὶ καθένας ἀπὸ μᾶς ἀναγνωρίζει τὶς λέξεις, ποὺ ἐκφράζουν τὴν τελική μας φύση καὶ ὑπόσταση, τὴν ἀποδοχή μας στὸ νὰ εἴμαστε «ἡ νύμφη τοῦ Θεοῦ», τὴν ἀφοσίωσή μας στὸν Ἕνα, ποὺ μᾶς ἀγάπησε πρὸ καταβολῆς κόσμου.
Ἡ Μαρία δὲν εἶναι ἡ ἀντιπρόσωπος τῆς γυναίκας ἢ τῶν γυναικῶν μπροστὰ στὸ Θεό. Εἶναι ἡ εἰκόνα ὁλόκληρης τῆς δημιουργίας, ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας, ὡς ἀνταπόκριση στὸ Χριστὸ καὶ Θεό. Αὐτὸ ἐκφράζεται ὡραῖα στὴν παραδοσιακὴ εἰκόνα τῆς Μαρίας «Πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν», ἡ ὁποία βρίσκεται πολὺ συχνὰ στὴν ἁψῖδα τῶν βυζαντινῶν ἐκκλησιῶν.
Εἰκόνα
Ἀποτελῶντας τὴν καρδιὰ τῆς νέας δημιουργίας, ἡ Μαρία εἶναι εἰκόνα Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι εἰκόνα καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ζωή. Ἡ ἐκκλησιολογία, ὅπως ἀναπτύχθηκε ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς Μεταρρύθμισης καὶ τῆς Ἀντιμεταρρύθμισης, ἀσχολήθηκε σχεδὸν ἀποκλειστικὰ μὲ τὴ θεσμικὴ πτυχὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὴν «ἀρρενωπὸ» πτυχή, τὶς κανονικὲς δομὲς καὶ τὶς δομὲς δικαιοδοσίας, τὴν ἱεραρχία καὶ τὶς τάξεις. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀναγκαῖα καὶ οὐσιώδη γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Ὅμως, ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι νέα ζωὴ ἐν Χριστῷ, εἶναι νέα χαρά, κοινωνία, ἀγάπη, ἄνοδος, θέωσις, εἰρήνη. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι αἰωνία «διάβαση» ἀπὸ τὸ παλιὸ στὸ νέο, ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δύσκολο νὰ προσδιορισθεῖ αὐτὴ ἡ ζωή, ἀλλὰ ἐκεῖνοι ποὺ τὴ ζοῦν, ἂν καὶ ὄχι βέβαια στὴν τελειότητα, γνωρίζουν ὅτι ἡ τέλειά της ἔκφραση, ἡ τέλειά της «κίνηση» εἶναι ἡ Μαρία. Ὡς ζωή, ἡ Ἐκκλησία εἶναι «νύμφη», ἡ Νύμφη τοῦ Χρίστου. Εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία κλήθηκε ἀπ’ αἰώνων νὰ εἶναι «παρθένος ἁγνὴ παραστῆναι τῷ Χριστῷ» (Β΄ Κορινθίους ιβ’, 2), στὴν ὁποία ὁ Νυμφίος της ἔχει πεῖ πρὸ αἰώνων «ὅλη καλὴ εἶ …καὶ μῶμος οὐκ ἔστιν ἐν σοὶ» (Ἆσμα Σολομῶντος δ΄, 7, Ἐφεσίους ε΄ 27).
Καμιὰ σύνοδος, καμιὰ ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ δὲν τὸ ἐπικύρωσε αὐτό. Εἶναι ἡ ἄμεση καὶ ζῶσα ἐμπειρία τῆς ἰδίας τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἔχει ἀνακαλύψει αὐτὴ τὴν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴ Μαρία. Ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζεται μὲ ἀναφορὰ στὴ Μαρία. Ἡ τιμητικὴ προσκύνηση πρὸς τὴ Μαρία ἐκφράζεται μὲ ἀναφορὰ στὴν Ἐκκλησία. Ἡ εὐσέβεια τῆς Ἐκκλησίας εἶναι Μαριολογική, ἐπειδὴ ἡ Μαρία εἶναι ἡ ἐνσωμάτωση αὐτῆς τῆς εὐσέβειας – τῆς ὁποίας ἡ Μαρία εἶναι ἡ εἰκόνα, ἡ κατεύθυνση καὶ ἡ κίνησή της. Εἶναι ἡ Μία αἰώνια ζῶσα στὴ λατρεία καὶ στὸ πνεῦμα τῆς αὐτοπροσφορᾶς.
Πρόγευση τῆς Βασιλείας
Σὰν εἰκόνα τῆς δημιουργίας, εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Μαρία εἶναι ἐπίσης «ἡ αὐγὴ τῆς μυστηριώδους ἡμέρας» –ἡ πρόγευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ παρουσία ἀνάμεσά μας ἐκείνης τῆς «κατανοητῆς ἐσχατολογίας», ἡ ὁποία ἀναφέρεται τόσο συχνὰ ἀπὸ Θεολόγους. Ἀπὸ ποιά μυστικὴ πηγὴ ἔμαθε ἡ Ἐκκλησία, ὅτι ἐκείνη ποὺ εἶναι «παρθένος μετὰ τόκον» – εἶναι ἐπίσης «μετὰ θάνατον ζῶσα» (Κοντάκιον τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως).
Ἡ Χριστιανικὴ Ἀνατολὴ ποτὲ δὲ λογικοποίησε αὐτὸ τὸ μυστήριο οὔτε τὸ ἔχει ἐκφράσει σὲ κατηγορίες, ὅπως π.χ. προπατορικὸ ἁμάρτημα, ἄσπιλη σύλληψη καὶ donum superadditum. Διαφορετικὰ σ’ αὐτὸ ἀπὸ τὴ Δυτικὴ Μαριολογία, ἡ Ὀρθοδοξία παραδέχεται, ὅτι ἡ Μαρία μοιράστηκε μαζὶ μὲ τὴν ἀνθρωπότητα τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα καὶ ὅτι πέρασε ἀπὸ τὸν φυσικὸ θάνατο. Τὸ θαυμαστὸ γι’ Αὐτὴν δὲν εἶναι (αὐτό ποὺ πιστεύουν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί) το ὅτι, μὴ ἔχοντας προπατορικὸ ἁμάρτημα, δὲν ἦταν ἀνάγκη νὰ πεθάνει. Ἀντὶ γι’ αὐτό, εἶναι τὸ ὅτι ὁ θάνατός της γέμισε ἐντελῶς μὲ ζωὴ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ἔτσι ἄλλαξε σὲ «εὐλογημένη μετάσταση». Εἶναι ἡ ὁλοκληρωτική της ἑνότητα μὲ τὸ Χριστό, ποὺ κατέστρεψε τὸ θάνατό της καὶ τὴν ἔκαμε τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ ἐγκαίνιο τῆς κοινῆς ἀνάστασης. Σ’ Αὐτὴν, ἕνα μέρος αὐτοῦ τοῦ κόσμου δοξάζεται ὁλοκληρωτικὰ καὶ θεώνεται, κι ἔτσι εἶναι ἡ «αὐγὴ τῆς μυστηριώδους ἡμέρας» τῆς Βασιλείας.
Μητέρα μας
Στάθηκε κοντὰ στὸ Σταυρό. Ρομφαία διαπέρασε τὴν ψυχή της, «ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοὶ» (Λούκ. β΄, 35). Ὑποδείχθηκε Μητέρα μας ἀπὸ τὸν σταυρωμένο της Υἱό. Κάθε Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ, ἡ Ἐκκλησία θυμᾶται τὸ μυστήριο τοῦ πόνου καὶ τῆς εὐσπλαχνίας τῆς Μαρίας καὶ τὸ ἐκφράζει στὰ ὑπέροχα σταυροθεοτοκία (τὰ βυζαντινὰ ἀντίστοιχα τῶν «Stabat Mater Dolorosa»). Αὐτὴ εἶναι ἡ πηγὴ μιᾶς ἄλλης διάστασης τῆς Μαριολογίας, τῆς ἐμπειρίας τῆς Μαρίας ὡς προστάτιδας καὶ μεσίτου. Ταυτίζεται μὲ ὅλο τὸν πόνο, μὲ τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, σὰν τραγωδία καὶ πόνος. Ἔτσι εἶναι εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς Μητέρας. Αὐτὸ τὸ θέμα ἐκφράζεται καλύτερα ἐδῶ, ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῆς Σκέπης τῆς Θεοτόκου καί ἀπὸ τὴν ἀσυγκράτητη ροὴ τῶν Μαριολογικῶν προσευχῶν, ποὺ ἀναφέρθηκαν πρωτύτερα στὶς παραλειτουργικὲς ἀκολουθίες καὶ συνθέσεις.
Συνοψίζοντας, μποροῦμε νὰ ποῦμε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ, ὅτι ἡ τιμητικὴ προσκύνηση τῆς Μαρίας εἶναι μιὰ οὐσιώδης διάσταση τῆς Χριστιανικῆς κοσμολογίας, ἀνθρωπολογίας, ἐκκλησιολογίας καὶ ἐσχατολογίας. Δὲν εἶναι ἀντικείμενο πίστης ἀλλὰ ἡ αὐτοαποκάλυψη τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκόμα, δὲν εἶναι οὔτε δόγμα ἀλλὰ ἡ ζωὴ καὶ ἡ εὐωδία τοῦ Χριστιανικοῦ δόγματος μέσα μας.
Μετάφραση: Μοναχὸς Θεοδόσιος Σταυροβουνιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου