Δημήτρης Αγγελής
πηγή: Αντίφωνο, πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Ευθύνη, τχ. 5/2011.
Τον
τελευταίο καιρό συζητιέται αρκετά το θέμα της μετάφρασης των
λειτουργικών μας κειμένων, έτσι ώστε η θεία λειτουργία αλλά και ευρύτερα
οι ιερές ακολουθίες να γίνονται καλύτερα κατανοητές από τους πιστούς.
Ασφαλώς, η ύπαρξη ενός τέτοιου διαλόγου αποτελεί από μόνη της ένα
ιδιαίτερα θετικό γεγονός για την Ορθόδοξη Εκκλησία μας που παραμένει
απολύτως ποιμενοκεντρική, μ’ έναν σχεδόν κάθετο διαχωρισμό μεταξύ
διοικούσας Εκκλησίας και πιστού λαού. Την ίδια στιγμή, τα όποια
προβλήματα (όπως το παραπάνω) έρχονται στην επικαιρότητα αποκαλύπτουν
συνήθως την ύπαρξη δύο σφόδρα αντιτιθέμενων τάσεων στους κόλπους της:
Από τη μία πλευρά υπάρχει μια προοδευτική ομάδα υψηλού επιπέδου
θεολόγων, με προσβάσεις στα ΜΜΕ, των οποίων όμως οι θεωρητικές
αναζητήσεις ορισμένες φορές παραείναι θεωρητικές ή ακόμα και αποκομμένες
από την εκκλησιαστική εμπειρία και γι’ αυτό συχνά οι παρεμβάσεις τους
εμφανίζονται άκαιρες. Από την άλλη πλευρά υπάρχει μια συντηρητική, θα
έλεγα καλύτερα φονταμενταλιστική, ομάδα παλαιοημερολογίτικου ήθους, της
οποίας τα ευάριθμα μέλη συνιστούν στην πραγματικότητα απομονωμένες
προνεωτερικές νησίδες για τα δεδομένα της εποχής μας. Περιττεύει να
πούμε ότι η σιωπηλή πλειοψηφία του σώματος των πιστών, αν και διαφωνεί
με το οξύ, αντιδραστικό ύφος των δεύτερων, κατά κανόνα φαίνεται να
συμπλέει με την ουσία των απόψεών τους.
Είναι
βέβαιο ότι η σχετική συζήτηση, η οποία έχει απασχολήσει και την Ιερά
Σύνοδο, δεν θα διατηρούνταν στην επικαιρότητα αν δεν αποτύπωνε ένα
πρόβλημα υπαρκτό
κι αν δεν θεμελιωνόταν σε μια θεολογικώς ορθή επιχειρηματολογία. Εάν μιλάμε για «λογική λατρεία» και επιζητούμε τη συμμετοχή και του λαού στα εκκλησιαστικά μυστήρια, τότε η αρχαία γλώσσα πράγματι αποτελεί ένα εμπόδιο: δεν είναι όλα τα κείμενα εύκολα για τον απλό αναγνώστη ούτε τόσο αυτονόητη, όσο ίσως πιστεύουμε, η αρχαιογνωσία του. Πώς να καταλάβει για παράδειγμα κάποιος ότι στην φαινομενικά απλή φράση «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον…», η πρώτη λέξη δεν αποτελεί αυθαίρετη προσθήκη του ψάλτη, αλλά είναι η ευκτική ενεστώτα του ειμί και σημαίνει «Ας είναι»; Να μην ξεχνάμε επίσης ότι οι υμνογράφοι έγραφαν συνήθως στην καθημερινή γλώσσα της εποχής τους –ή τέλος πάντων σ’ ένα είδος «καθαρεύουσας», όταν χρησιμοποιούσαν τους παλιότερους τύπους της αττικής διαλέκτου– επρόκειτο όμως για μια γλώσσα βατή στον μέσο άνθρωπο του καιρού τους. Και βατή-κατανοητή γλώσσα είναι εκείνη η γλώσσα που μπορεί ν’ αποτελεί έκφραση αληθινής κοινωνίας, αντανακλώντας την τέλεια κοινωνία των προσώπων της Αγίας Τριάδας.
κι αν δεν θεμελιωνόταν σε μια θεολογικώς ορθή επιχειρηματολογία. Εάν μιλάμε για «λογική λατρεία» και επιζητούμε τη συμμετοχή και του λαού στα εκκλησιαστικά μυστήρια, τότε η αρχαία γλώσσα πράγματι αποτελεί ένα εμπόδιο: δεν είναι όλα τα κείμενα εύκολα για τον απλό αναγνώστη ούτε τόσο αυτονόητη, όσο ίσως πιστεύουμε, η αρχαιογνωσία του. Πώς να καταλάβει για παράδειγμα κάποιος ότι στην φαινομενικά απλή φράση «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον…», η πρώτη λέξη δεν αποτελεί αυθαίρετη προσθήκη του ψάλτη, αλλά είναι η ευκτική ενεστώτα του ειμί και σημαίνει «Ας είναι»; Να μην ξεχνάμε επίσης ότι οι υμνογράφοι έγραφαν συνήθως στην καθημερινή γλώσσα της εποχής τους –ή τέλος πάντων σ’ ένα είδος «καθαρεύουσας», όταν χρησιμοποιούσαν τους παλιότερους τύπους της αττικής διαλέκτου– επρόκειτο όμως για μια γλώσσα βατή στον μέσο άνθρωπο του καιρού τους. Και βατή-κατανοητή γλώσσα είναι εκείνη η γλώσσα που μπορεί ν’ αποτελεί έκφραση αληθινής κοινωνίας, αντανακλώντας την τέλεια κοινωνία των προσώπων της Αγίας Τριάδας.
Οι
ακολουθίες, τελικά, και ειδικά το μυστήριο της θείας ευχαριστίας που
αποτελεί το κέντρο της εκκλησιαστικής κοινότητας, θα πρέπει να είναι
προσιτές στον καθένα, ακόμα και σ’ εκείνον που εισέρχεται τυχαία ή για
πρώτη φορά στο ναό –αλλιώς δεν παραβλέπουμε μόνο την εντολή της
ιεραποστολής, αλλά παίρνουμε και τη θέση του φρόνιμου γιου στην παραβολή
του ασώτου, που να μην ξεχνάμε τον έψεξε ο Πατέρας της παραβολής για
την απρεπή του συμπεριφορά έναντι του αδελφού του. Θεολογική βάση,
λοιπόν, γι’ αυτό το θέμα υπάρχει και δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε την
πληθώρα των σχετικών επιχειρημάτων που έχουν φιλότιμα προσκομίσει
αρκετοί θεολόγοι και μη σε αυτή τη συζήτηση. Και δεν θα είχα καμία
αντίρρηση στο να συμφωνήσω μαζί τους αν μία πρόσφατη εμπειρία μου δεν με
καθιστούσε ιδιαίτερα επιφυλακτικό ως προς την απάντηση που μπορούμε να
δώσουμε στο «γλωσσικό» μας πρόβλημα. Άλλωστε το παράδειγμα της εμπειρίας
πάντα επικρατεί και μάλιστα σαρωτικά στην όποια θεωρητική αντιμετώπιση
ενός προβλήματος, ιδιαίτερα μάλιστα εάν βασίζεται ουσιαστικά σε μια
ανάλογη περίπτωση –αναφέρομαι στο παράδειγμα της Ρωμαιοκαθολικής
Εκκλησίας.
Είναι
γνωστό ότι μετά τη Β’ Βατικανή Σύνοδο (1962-65), η Καθολική Εκκλησία
εγκατέλειψε τη λατινική –μια γλώσσα νεκρή σε σχέση με τη βυζαντινή
ελληνική που σε μεγάλο βαθμό παραμένει και σήμερα κατανοητή– για χάρη
των εθνικών γλωσσών. Τι συνέβη στο χρονικό διάστημα που πέρασε; Πρώτα
απ’ όλα, χωρίς να γεμίσουν οι ναοί κόσμο (προσδωκώμενο αποτέλεσμα),
χάθηκε εντελώς ο ποιητικός πλούτος των λατινικών με τη νέα, καθημερινή
γλώσσα που υιοθετήθηκε –κι αυτό αναμφίβολα υπήρξε μεγάλο πλήγμα για τη
λειτουργική τους παράδοση. Ανατριχιάζει κανείς στη σκέψη και μόνο τού
πώς θα μπορούσε αντίστοιχα να μεταγραφεί σε σύγχρονη γλώσσα ο
υμνογραφικός πλούτος της Μ. Εβδομάδας, πόσο η εξάλειψη της γλωσσικής
απόστασης –και δεν υποννοούμε εδώ κανένα «μαγικό» περιεχόμενο– θα
υποβιβάσει, για να μην πούμε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις θα
γελοιοποιήσει κιόλας τα νοήματα (πρόχειρο παράδειγμα: το «Τις Θεός μέγας
ως ο Θεός ημών» δεν θα μεταβληθεί μεταφρασμένο σε γηπεδικού τύπου
ιαχή;). Κι ακόμα, η αδυναμία των μεταφραστών να διατηρήσουν τα μουσικά
μέτρα, δεν θα είχε επιπτώσεις και στο μέλος, στη βυζαντινή μουσική; Αυτά
σκεφτόμουν πρόσφατα όταν, ευρισκόμενος στην πάλαι ποτέ ρωμαιοκαθολική
Ισπανία, άκουσα στην εκκλησία, ανάμεσα στους σπάνιους ύμνους (κυριαρχούν
πλέον τα αναγνώσματα), να τραγουδιέται με πάνδημο ενθουσιασμό και το
«Every breath you take» των Police με στίχους γλυκερά χριστιανικούς!
Μήπως τελικά η σταδιακή προτεσταντοποίηση είναι η μοίρα εκείνων που δεν
ξέρουν να διαχειριστούν την παράδοσή τους;
Το
γλωσσικό πρόβλημα, ωστόσο, παραμένει υπαρκτό, ορθά έχει τεθεί και δεν
μπορούμε να εθελοτυφλούμε προς χάριν μιας παράδοσης που οι ίδιοι οι
υπερασπιστές της δεν κατανοούν τη σημασία της. Η όποια λύση όμως θα
πρέπει να δοθεί όχι με όρους εκσυγχρονισμού, αλλά με κριτήρια καθαρά
εκκλησιαστικά. Και η Ιερά Σύνοδος έχει, πιστεύω, τη δυνατότητα να πάρει
τα μέτρα που χρειάζονται, εφόσον το επιθυμεί. Κατ’ αρχάς, υπάρχει το
φυλλάδιο της Φωνής του Κυρίου που τυπώνεται σε χιλιάδες αντίτυπα και
διανέμεται κάθε Κυριακή δωρεάν στους ναούς όλης της χώρας. Αντί να
περιλαμβάνει το ανούσιο και τετριμμένο συνήθως κήρυγμα, θα μπορούσε να
παραθέτει τα δύο αναγνώσματα
(Απόστολο και Ευαγγέλιο) σε αρχαίο κείμενο
και μετάφραση, μαζί με τα τροπάρια κάθε Κυριακής, επίσης μεταφρασμένα.
Ακόμα καλύτερα, θα μπορούσε η Σύνοδος να ανακηρύξει μια ολόκληρη χρονιά
σε «Έτος λειτουργικής κατανόησης» και να επιβάλει όλα τα έντυπα των
Μητροπόλεων να δημοσιεύουν κάθε μήνα, αντί άλλων κειμένων και των
γνωστών φωτογραφιών από την κοσμική ζωή των κατά τόπους επισκόπων,
αναλύσεις της Θείας Λειτουργίας και των άλλων ακολουθιών. Θα ήταν
εύκολο, επίσης, να διανέμει από τα παγκάρια των ναών εύχρηστα
βιβλιαράκια με το κείμενο της Θείας Λειτουργίας και αντικρυστά τη
μετάφραση, να επιβάλει στα κατηχητικά και στις ενοριακές συγκεντρώσεις
μια σχετική θεματολογία κι από τους ραδιοφωνικούς της σταθμούς να
προωθήσει ανάλογου περιεχομένου συζητήσεις. Με αυτό τον τρόπο και ο
σκοπός θα επιτυγχάνονταν (κατανόηση και μέθεξη) και ο πλούτος μιας
ιεροπρεπούς παραδόσεως δεν θα χανόταν, αλλά και ο κίνδυνος μιας μεγάλης
ενδοεκκλησιαστικής κρίσης θα αποφεύγονταν.
πηγή: Αντίφωνο, πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Ευθύνη, τχ. 5/2011.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου