Πέμπτη 26 Ιουλίου 2012

Το διδακτικό ωράριο των εκπαιδευτικών, της Εβίτας Καραγεωργίου

 Τι μπορεί να σημαίνει για την ελληνική κοινωνία, τον εκπαιδευτικό και την εκπαίδευση η αύξηση του διδακτικού ωραρίου των εκπαιδευτικών;

   Σε επίπεδο λογιστικό μπορεί  να εξοικονομεί κάποιους πόρους περιορίζοντας κυρίως τους διορισμούς νέων εκπαιδευτικών σε θέση μόνιμου προσωπικού, μολονότι και το στοιχείο αυτό χρειάζεται ενδελεχή μελέτη για να  είναι ασφαλείς οι οικονομικοί  υπολογισμοί και κυρίως να λαμβάνονται υπόψη όλες οι παράμετροι, ιδίως στην περιφέρεια, όπου οι διορισμοί  είναι σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητοι από το ωράριο διδασκαλίας, καλύπτοντας ανάγκες καθαρά λειτουργικές των εκεί σχολείων.

   Επί πλέον καθίσταται και συζητήσιμο κατά πόσο μπορεί να αποτελεί ευγενή στόχο της πολιτείας ο περιορισμός των προσλήψεων στον ιδιόμορφο χώρο της εκπαίδευσης που ευθέως συνεπάγεται τη γήρανση του εκπαιδευτικού κόσμου, όταν βασικό  στοιχείο στη γόνιμη παιδαγωγική σχέση  μεταξύ δασκάλου και μαθητή είναι αυτό της κοινής εμπειρίας, βάσει και της ηλικιακής εγγύτητας άρα και της ανετότερης κατανόησης και εννόησης των αναγκών;

   Αλλά και εντός των συλλόγων των διδασκόντων, η δυσμενής αναλογία σε ηλικιακά νέους καθηγητές και δασκάλους συνεπάγεται συχνά δυσχερέστερη λειτουργία και δυσκαμψία στην αντιμετώπιση της καθημερινότητας των νέων παιδιών, των οποίων η μόρφωση, αγωγή και κοινωνικοποίηση γίνεται ολοένα και πιο πολύπλοκη..

   Τι μπορεί να σημαίνει όμως σε επίπεδο ποιοτικής απόδοσης της διδασκαλίας η έστω και κατά μια ώρα επέκταση του ωραρίου του εκπαιδευτικού; 


  Αρχικά πρέπει  να διευκρινίσουμε ότι στην εκπαίδευση η κάθε επί πλέον διδακτική ώρα  δεν είναι απλά ποσοτικό μέγεθος  ούτε προσμετράται ωρολογιακά.

Σε πολλές των περιπτώσεων μπορεί να συνεπάγεται ανακατανομή μαθημάτων, νέο  διδακτικό αντικείμενο, ενδεχομένως και νέο τμήμα διδασκαλίας, πράγμα που σημαίνει πρόσθετη εργασία στην προετοιμασία του εκπαιδευτικού, στην επικοινωνία του  με τους μαθητές, στην επαφή του με τους γονείς.

Δηλαδή,  μία διδακτική ώρα πολλαπλασιάζεται επί το βάρος της διδακτικής και παιδαγωγικής ευθύνης που φέρει ο εκπαιδευτικός και δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την ήδη βεβαρημένη θέση του. 



  Και είναι ήδη βεβαρημένη η θέση του εκπαιδευτικού διότι στη συγκυρία ακριβώς της οικονομικής του  εξαθλίωσης προκαλείται εντονότατα η ανάγκη αναπροσαρμογών από τις παραδοσιακές δασκαλοκεντρικές σε σύγχρονες συνεργατικές μορφές και  μεθόδους διδασκαλίας  που όμως απαιτούν από τον διδάσκοντα πολύ περισσότερο χρόνο και προσπάθεια στην προετοιμασία, τον προγραμματισμό και την παρακολούθηση της δουλειάς του, στην επικοινωνία του με τους μαθητές, τη σχολική κοινότητα και την τοπική κοινωνία, στην επιμέλεια, το συντονισμό και την καθοδήγηση των μαθητικών εργασιών.

   Πολύ περισσότερο επιτακτική προκύπτει στη συγκυρία της οικονομικής δυσπραγίας η ανάγκη για την άμεση και διαρκή επιμόρφωση του εκπαιδευτικού, την κατάρτισή του στη χρήση  και αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών στη διδακτική πρακτική, την ανανέωση και συστηματική ανατροφοδότηση των γνώσεων του, υποχρεώσεις και καθήκοντα που δεν έχουν μόνον χρηματικό κόστος αλλά απαιτούν και την επένδυση σε πολύ προσωπικό χρόνο και άοκνη  προσπάθεια εκ μέρους των ίδιων των εκπαιδευτικών.

  Με αυτά τα δεδομένα, όταν εγείρονται μόνον απαιτήσεις και αιωρούνται απειλές  μοιάζει σαν  εκδίκηση προς τον εκπαιδευτικό, μοιάζει σαν να μην υπάρχει ο ενδεδειγμένος σεβασμός στην έννοια και την πράξη της διδασκαλίας.

Και ένας πληγωμένος και αποκαρδιωμένος εκπαιδευτικός δε γίνεται απλώς ένας λιγότερο παραγωγικός εκπαιδευτικός, Αισθάνεται να μετατρέπεται η ήδη υποβαθμισμένη και κακοπληρωμένη εργασία του σε αγγαρεία και ο αποδέκτης αυτής της πραγματικότητας είναι ο μαθητής και τελικά η ίδια η κοινωνία!

    Η αρνητική ψυχολογία εκ μέρους του διδάσκοντα καθιστά ακόμη δυσχερέστερη την ήδη διαπιστωμένη δυσκολία να οργανωθούν και να συγκροτηθούν οι σημερινές μαθητικές τάξεις -έστω και αριθμητικά μικρότερες σε σχέση με το παρελθόν- σε κυψέλες  μάθησης και εργασίας, ομαλής και δημιουργικής συνύπαρξης μεταξύ μαθητών με πολλαπλές πολιτισμικές, κοινωνικές και οικονομικές διαφορές και με μεγάλες εντάσεις, κλιμακούμενες από την διάχυση της κρίσης σε ολόκληρη την κοινωνία.

   Υπό το πρίσμα αυτό η πολιτεία έχει την υποχρέωση να αναγνωρίσει έμπρακτα το δύσκολο και υπεύθυνο έργο που επιτελούν οι εκπαιδευτικοί και να τους προστατέψει ενώπιον μιας επιχείρησης συκοφάντησης του δημόσιου σχολείου και των λειτουργών του που διαχέεται στην κοινωνία και συχνά εκπορεύεται  περιφρονητικά ακόμη και από στόματος υπευθύνων, ειδικών και διαμορφωτών της κοινής γνώμης.

Τυχόν μεμονωμένες προβληματικές εκδηλώσεις  εκπαιδευτικών που αφίστανται της επιστημονικής και παιδαγωγικής ανταπόκρισης στο ρόλο τους και που αντιμετωπίζονται ούτως ή άλλως με τους αναγκαίους χειρισμούς, δεν επιτρέπουν καμία γενίκευση ούτε παραγνώριση και υποτίμηση του εκπαιδευτικού κόσμου που εργάζεται έντιμα και με αυτοθυσία σε πολλές περιπτώσεις και που τελικά κρατά τη νεολαία και την κοινωνία σε χαλεπούς καιρούς, όρθια και αισιόδοξη.

   Οικονομία  και εξοικονόμηση πόρων στην εκπαίδευση μπορεί και είναι επιβεβλημένο να γίνει.

Οι επί μέρους διαχειριστικές ρυθμίσεις που είναι απαραίτητες και σχετικά απλές, καθώς συνδέονται με την εκπόνηση ενός λειτουργικού οργανογράμματος του συστήματος στη διάταξη και την αξιοποίηση του προσωπικού, μπορούν να γίνουν άμεσα  και να αποκαταστήσουν υπαρκτές δυσλειτουργίες και υπεραριθμίες, ως προϊόν αστάθμητων και ρουσφετολογικών διορισμών.

  Η μεγάλη οικονομία όμως στην εκπαίδευση συνδέεται ευθέως με την ποιοτική  αναβάθμισή της.

   Η εξοικονόμηση πόρων στην εκπαίδευση λογίζεται με την αποτίμηση του παραγόμενου μορφωτικού αγαθού, με την κοινωνική πρόσκτηση της παιδείας.

Και τα μεγέθη αυτά δε σταθμίζονται μόνον με αριθμούς και αναλογιστικές μελέτες αλλά με τη στάθμη του πολιτισμού και το δείκτη των αξιών που κατακτά και ενστερνίζεται η κοινωνία στην πορεία και τις μεταβολές του χρόνου.

   Η οικονομία στην εκπαίδευση σήμερα με την πανθομολογούμενη αποτυχία του εκπαιδευτικού μας συστήματος ως προς όλους τους στόχους του, συνδέεται  με τη ριζική αλλαγή του.

Το εκπαιδευτικό σύστημα χρειάζεται να χρηματοδοτηθεί σθεναρά, να θέσει προτεραιότητες, να αναπροσαρμόσει τα προγράμματα σπουδών βάσει των επίκαιρων αναγκών και των νέων επιστημονικών δεδομένων, να αναδιατάξει τις δομές του και να αποκαταστήσει νέου τύπου σηματοδότηση στην έννοια του μαθητή και του εκπαιδευτικού.

Είναι σπατάλη εθνικού και ιδιωτικού κεφαλαίου η διαρροή εκατομμυρίων ευρώ σε φυλλοροούσες γνώσεις φροντιστηριακής αποστήθισης, με ημερομηνία λήξεως τη χρήση τους στις εισαγωγικές εξετάσεις  ενός γερασμένου και ατελέσφορου συστήματος αξιολόγησης.

Είναι χρεωκοπία η διαρροή και ο εξαναγκασμός στη μετανάστευση των νέων επιστημόνων από τη χώρα που τους εκπαίδευσε και  επένδυσε στην κατάκτηση των γνώσεων και των δεξιοτήτων τους.

Είναι δαπάνη οι ανώφελες διδακτικές ώρες σε ξεπερασμένα διδακτικά αντικείμενα, η κλιμακούμενη απώλεια χρόνου και δυνάμεων λόγω της έλλειψης ή  πλημμελούς αξιοποίησης των υποδομών σε  εγκαταστάσεις και σύγχρονα διδακτικά μέσα.

   Ο διαφεύγων πλούτος της παραπαιδείας θα μπορούσε να διοχετευτεί εποικοδομητικά στην εκπαίδευση , να επενδυθεί  στην αναγέννηση του εκπαιδευτικού συστήματος και την ηθική και υλική ανύψωση του εκπαιδευτικού κόσμου, με υψηλές απαιτήσεις και προσδοκίες από την άσκηση του λειτουργήματός των.

 Στην εκπαίδευση χρειάζεται όραμα, έμπνευση και κινητοποίηση του ανθρώπινου παράγοντα για να υπάρξει  ποιοτικό αποτέλεσμα. Μέτρα που μοιάζουν να έχουν τιμωρητικό χαρακτήρα, όχι μόνον δεν πετυχαίνουν το  στόχο τους, αλλά οδηγούν συχνά στον ακριβώς αντίθετο δρόμο. 

             Εβίτα Καραγεώργου
Δρ Φιλόλογος, Σχολική Σύμβουλος Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Σάμου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου