Ντόρος μέγας ξεκίνησε με την απόφαση του διοικητικού εφετείου Χανίων για το μάθημα των «θρησκευτικών». Επινίκια ευσεβών, υβρεολόγια αντικληρικαλιστών, και το γνωστό χάος στην δημόσια σφαίρα που προκύπτει κάθε φορά που κάποιο «ζήτημα αξιών» τίθεται επί τάπητος με αποτέλεσμα έναν «μικρό εμφύλιο»…
Η ιστορία ξεκίνησε από το γεγονός ότι πολλοί μαθητές δήλωναν κώλυμα συνείδησης με το μάθημα των «θρησκευτικών», με αποτέλεσμα να τους χορηγείται απαλλαγή και αντί να αντικαθίσταται γι’ αυτούς το μάθημα με μιαν άλλη διδακτική ώρα διαφορετικού μαθήματος, όπως έχει προβλεφθεί, τους δίδεται νόμιμη κοπάνα. Εννέα θεολόγοι καθηγητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στα Χανιά είχαν καταθέσει αίτηση στον διευθυντή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με την οποία ζητούσαν παρέμβασή του για το ζήτημα της κατά βούληση απαλλαγής των ορθοδόξων, ο οποίος όμως εποίησε την νήσσαν, απορρίπτοντας σιωπηρά. Οι εκπαιδευτικοί κατέφυγαν στο διοικητικό εφετείο Χανίων, το οποίο αποφάσισε πως οι ορθόδοξοι, μη ετερόδοξοι ή αλλόθρησκοι μαθητές, δεν δικαιούνται απαλλαγή με το «έτσι θέλω», δηλώνοντας απλώς «αντιρρησίες συνείδησης».
Χαμός στο διαδίκτυο, με τα επινίκια όσων ικανοποιήθηκαν με την απόφαση και με το μπλοκ του φανατισμένου, σκοταδιστικού και μισαλλόδοξου αντικληρικαλισμού να αντεπιτίθεται σθεναρώς: «Θρησκοφασίστες» υλακίζει η πράβδα του εγχωρίου trendy και «ελαφρού» σοσιαλφιλελευθερισμού protagon, με αφορμή άλλο παλαιότερο ζήτημα αλλά εμπράκτως συντονισμένη με την… επικαιρότητα, μιλώντας για το «σκοτάδι που απλώνει η Εκκλησία με τις απόψεις της», οι οποίες «αφήνουν το σημάδι τους πάνω στις αρμοδιότητες του κράτους σαν αποτύπωμα λάσπης από παπούτσι σε μοκέτα». Από αλλού οι γνωστές ιαχές, «Ιράν γίναμε» και τα λοιπά.
Κάθε φορά, τα ίδια. Το θέμα του μαθήματος των «θρησκευτικών» είναι ιδιαιτέρως εύφλεκτο, όχι επειδή είναι αντιστοίχως σημαντικό, αλλά ακριβώς επειδή αποτελεί «ζήτημα αξιών», κάτι που κάνει τους Έλληνες να ξεχνούν αυτοστιγμεί όλα τα άλλα προβλήματά τους και να χωρίζονται πάραυτα σε δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις με όσο μένος διαθέτουν. Ας προσπαθήσουμε όμως να εξετάσουμε το ζήτημα κάπως πιο ψύχραιμα.
Πώς θά’πρεπε να είναι σχεδιασμένο το μάθημα των «θρησκευτικών»;
Η αλήθεια είναι ότι το μάθημα των θρησκευτικών διατηρεί έναν ομολογιακό, κατηχητικό χαρακτήρα: απευθύνεται στους μαθητές θεωρώντας δεδομένο το ότι ασπάζονται την ορθόδοξη χριστιανική πίστη, και τους απευθύνεται αξιώνοντας να αυξήσει τις γνώσεις ή τους προβληματισμούς γύρω από αυτήν την ήδη υπάρχουσα πίστη. Αυτό είναι πρωτίστως ένα μέγα σκάνδαλο για την Εκκλησία, όχι τόσο για την Πολιτεία, διότι έχει δωρίσει ένα ζωτικό κομμάτι της ζωής της ενορίας, της εκκλησιαστικής κοινότητας, στο… κράτος: αυτό που θα έπρεπε να δίδεται από τον πατέρα-πρεσβύτερο μιας εκκλησιαστικής οικογένειας στα τέκνα αυτής και κατά προτίμηση μέσα στον λειτουργικό χώρο, η κατήχηση, έχει αναληφθεί προς μεγάλη ικανοποίηση της διοικούσης Εκκλησίας από το κράτος και δίδεται στις άσχετες με την ενορία κρατικές αίθουσες διδασκαλίας από έναν απόφοιτο κρατικής ανώτατης σχολής… Προσπαθήστε να φανταστείτετους υπαλλήλους της κοντινώτερης ΔΟΥ σας να είναι επιφορτισμένοι με την ακρόαση των εξομολογήσεων των αμαρτιών σας ή να έρχονται στο σπίτι σας για να τελέσουν αγιασμό ή να σας μεταλάβουν: κάπως έτσι είναι η εκχώρηση της κατήχησης από την Εκκλησία στην κρατική εκπαιδευτική διαδικασία, την ριζικά αποκομμένη από την συγκεκριμένη ενορία-εκκλησιαστική κοινότητα. Εκκλησιαστικά απαράδεκτο.
Βέβαια, η προβαλλόμενη από κάποιους εναλλακτική, το «μάθημα θρησκειολογίας», είναι αφελής μέχρι δακρύων γέλωτος: να εκτεθεί το παιδί επί μακρόν σε κάθε πιθανή και απίθανη θρησκευτική δοξασία στα πλαίσια του δημοσίου σχολείου, σε όλες κατά τον ίδιο βαθμό λες και η πατρίδα του δεν έχει κάποια ιδιαίτερη σχέση με συγκεκριμένη πίστη και ελπίδα, με σκοπό κάποια στιγμή να… διαλέξει ποιά θέλει, όπως διαλέγουμε καραμέλες, γραββάτες ή χρώμα στυλό.
Νομίζω ότι το μάθημα θα έπρεπε να έχει τον εξής χαρακτήρα:
Η Πολιτεία αξιώνει από τον μαθητή να γνωρίζει κάποια συγκεκριμένα πράγματα για συγκεκριμένες επιστήμες αλλά και για την χώρα στην οποία, την Ελλάδα, στα πλαίσια της εγκυκλίου παιδείας. Αξιώνει στοιχειώδη πατριδογνωσία ανεξάρτητα από την υπηκοότητα, την φυλή ή την θρησκεία του μαθητή: ο κενυάτης μαθητής στην Ελλάδα δεν απαλλάσσεται από το μάθημα της γεωγραφίας, για να διδαχθεί την γεωγραφία της Κένυας, ούτε από το μάθημα της ελληνικής ιστορίας για να διδαχθεί την ιστορία της Κένυας (και αφού το μάθημα της ιστορίας έχει αναπόφευκτα και «ιδεολογικές» πτυχές, ή πτυχές ερμηνειών, είναι συγγενέστερο στον εδώ προβληματισμό μας). Έτσι λοιπόν, στα πλαίσια μαθήματος σχεδιασμένου ακριβώς γι’ αυτόν τον σκοπό, η ελληνική Πολιτεία θα μπορούσε να αξιώνει από τον μαθητή να διαθέτει μετά την αποφοίτησή του από την δημόσια εγκύκλιο παιδεία βασικές γνώσεις σχετικά με την πίστη και ελπίδα που έχει δεθεί με την μοίρα αυτού του τόπου, με τον πολιτισμό του και με την ιδρυτική Απελευθέρωση («υπέρ πίστεως και πατρίδος») που οδήγησε στο τρέχον έθνος-κράτος όπου ζει. Γνώσεις για το περιεχόμενο της πίστης αυτής, την ιστορία της, την τέχνη και τον πολιτισμό τον οποίο γέννησε, τα κείμενά της, την σημερινή της μορφή. Γνώσεις που η Πολιτεία θα μπορούσε να απαιτεί από τον απόφοιτο της εγκυκλίου παιδείας απολύτως ανεξάρτητα από τις ατομικές του «πεποιθήσεις», με τον ίδιο τρόπο που απαιτεί γνώσεις ιστορίας, αρχών πολιτεύματος, κοινωνιολογίας(τα τρία τελευταία δεν στερούνται ιδεολογικών αποχρώσεων με τις οποίες ο μαθητής θα μπορούσε να έχει «πρόβλημα συνείδησης»), βιολογίας, χωρίς να μπορεί ο μαθητής να απαλλάσσεται από το μάθημα επειδή «διαφωνεί με το περιεχόμενό του». Τόσο απλά. Προϋπόθεση βέβαια είναι να μην έχει το μάθημα «ομολογιακό», «κατηχητικό» χαρακτήρα.
Θα συνιστούσε ένα τέτοιο μάθημα περισσότερα ή λιγώτερα «θρησκευτικά» σε σχέση με σήμερα; Κρίνετε εκ του αποτελέσματος. Μπορώ να βεβαιώσω ότι ο σημερινός απόφοιτος της δημόσιας εγκυκλίου παιδείας, παρά την ύπαρξη ενός βασικά ομολογιακού μαθήματος θρησκευτικών, δεν διαθέτει αυτές τις γνώσεις. Ο ενήλικας απόφοιτος λυκείου, ακόμα και μετά από πολλά πολλά χρόνια μαθήματος «θρησκευτικών», αδυνατεί να απαντήσει σε θεμελιώδεις ερωτήσεις εγκυκλοπαιδικής φύσεως: τί σημαίνει ότι η ορθόδοξη Εκκλησία είναι «καθολική», ποιό ακριβώς νοηματικό περιεχόμενο έχει η φράση «μία ουσία – τρεις υποστάσεις» κλπ.
Τί status πρέπει να έχει στο σχολείο ένα τέτοιο μάθημα;
Η Πολιτεία παίζει εδώ και πολλά πολλά χρόνια «κρυφτό» με το μάθημα των «θρησκευτικών», επιχειρώντας να ικανοποιήσει τους πάντες δια της υποκρισίας. Το μάθημα θεωρητικά υφίσταται, και δη με βασικά ομολογιακό χαρακτήρα, όμως στην πράξη δεν είναι… τόσο μάθημα όσο τα υπόλοιπα. Εξευτελιστικά υποβαθμισμένο στην εκπαιδευτική πράξη και όχι στον αριθμό των ωρών διδασκαλίας, θεωρούμενο ευρέως ως ένα «μη-μάθημα» που λαμβάνει αυτομάτως έναν διεκπεραιωτικό βαθμό, λειτουργούσε για χρόνια ως παιδί ενός κατώτερου θεού. Φυσική συνέπεια ήταν η εθελούσια, νόμιμη απαλλαγή από το μάθημα δι’ απλής δηλώσεως, για να «πάμε να παίξουμε μπάλα»: τίποτα το περίεργο ή αναπάντεχο.
Όμως, αφ’ ης στιγμής η Πολιτεία θεσπίζει ένα οποιοδήποτε μάθημα με συγκεκριμένο περιεχόμενο, οφείλει να το διεκπεραιώνει αποτελεσματικά και όχι να «δίνει σύρμα» ότι είναι «ασήμαντο». Το περιεχόμενο του εκάστοτε μαθήματος μπορεί να αποτελεί ζήτημα συζήτησης στην πολιτική, αλλά το ανά πάσα στιγμή θεσπισμένο περιεχόμενο οφείλει να διδάσκεται κανονικά και αξιοπρεπώς, όπως όλα τα άλλα μαθήματα, χωρίς να «προδίδεται» στην πράξη από την ίδια την Πολιτεία. Ας αποφασίσουν στο κράτος αν το θέλουν ή όχι, αλλά αν το διατηρήσουν, ας το εφαρμόσουν όπως όλα τα άλλα μαθήματα: μην παίζουμε τις κουμπάρες. Σε κάθε περίπτωση, το θεσπισμένο μάθημα είναι μάθημα.
Πώς είναι τα βιβλία των «θρησκευτικών» σήμερα;
Ακούγοντας κανείς τον δημόσιο λόγο, και κυρίως τον διαδικτυακό δημόσιο λόγο, σχηματίζει την εντύπωση πως τα βιβλία των «θρησκευτικών» αποτελούν ένα πανηγύρι φανατισμού, σκοταδισμού και μισαλλοδοξίας, όπου τα παιδιά μαθαίνουν να μην σκέφτονται και να παπαγαλίζουν κάποιο αλάθητο δόγμα. Η πραγματικότητα των βιβλίων όμως είναι τελείως διαφορετική: δεν γνωρίζω πώς ήταν αυτά άλλοτε, όμως σήμερα αποτελούν ωραιότατα εγχειρίδια, ενίοτε γραμμένα από σπάνιους θεολόγους με έκτακτο παιδαγωγικό χάρισμα και ιδιαίτερη ματιά στην σύγχρονη πραγματικότητα (όπως ο Θανάσης Παπαθανασίου του βιβλίου της Γ΄ Λυκείου) και διακοσμημένα με τέρπουσα καλαισθησία (όπως με κορυφαία αριστουργήματα της «βυζαντινής» τέχνης ή πρωτοποριακά για την τέχνη της αγιογραφίας έργα του π. Σταμάτη Σκλήρη και του Γιώργου Κόρδη, χάρματα οφθαλμών). Η δε παρουσίαση των άλλων θρησκευμάτων στο βιβλίο της Β΄ Λυκείου είναι εκτενής και θα έλεγα ικανοποιητική, αντικειμενική. Ο σκοταδισμός, ο φανατισμός και η μισαλλοδοξία μάλλον δεν υπάρχει σ’ αυτά τα βιβλία, αλλά στο μίσος όσων βλέπουν σ’ αυτά πράγματα που δεν υπάρχουν. Τα βιβλία αυτά, βέβαια, δεν μπορούν να κάνουν θαύματα, διότι υπηρετούν την τρέχουσα κρατική αντίληψη περί του μαθήματος των θρησκευτικών – για την οποία προτείναμε συγκεκριμένη εναλλακτική.
Σωτήρης Μητραλέξης
(παρατήρηση ιστολογίου: έχει ενδιαφέρον η συζήτηση μέσω των σχολίων που ακολούθησε το άρθρο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου