«ΤΑ ΣΥΜΠΑΝΤΑ ΣΗΜΕΡΟΝ ΧΑΡΑΣ ΠΛΗΡΟΥΝΤΑΙ … »
Τριαντάφυλλος
Σιούλης, Δρ. Αρχαιολογίας – Θεολόγος, Σχολικός
Σύμβουλος Δ.Ε.
Αναφέρει
ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Πολλοί γάρ τάς μέν ἑορτάς ἄγουσι,
καί τά ὀνόματα αὐτῶν ἴσασι, τάς δέ ὑποθέσεις, ὅθεν ἐτέχθησαν, ἀγνοοῦσιν. ῞Οτι
μέν οὖν ἐπιφάνεια ἡ παροῦσα λέγεται ἑορτή, δῆλόν ἐστι πᾶσι· τίς δέ ἐστιν ἡ
ἐπιφάνεια αὕτη... τοῦτο οὐκ ἔτι ἴσασιν· ὅπερ ἐσχάτης αἰσχύνης ἄν εἴη καί πολλοῦ
τοῦ καταγέλωτος, καθ᾿ ἕκαστον ἐνιαυτόν τήν ἑορτήν ταύτην ἄγοντας, τήν ὑπόθεσιν
αὐτῆς ἀγνοεῖν» (Ι. Χρυσοστόμου, Προς τους απολιμπανομένους των θείων συνάξεων PG 49, 365).
Δηλαδή με απλά λόγια, γιορτάζουμε οι χριστιανοί Χριστούγεννα, αλλά γνωρίζουμε
την «υπόθεσιν» αυτής της γιορτής;
Οι βυζαντινοί
ύμνοι, σκοπό έχουν να μας εισάγουν στο πνεύμα των Χριστουγέννων, στο να
κατανοήσουμε την «υπόθεσιν» της εορτής, να μετάσχουμε στη χαρά που μας καλεί η
Εκκλησία.
Από την αρχή της δημιουργίας οι άνθρωποι «Τῷ πταίσματι τοῦ
πρωτοπλάστου …, δεινῶς ἐτραυματίσθημεν …», αφού οι πρωτόπλαστοι, με την θέλησή
τους, αυτονομημένοι και αποκομμένοι από την πηγή της ζωής, θέλησαν να χαράξουν
δική τους πορεία στη ζωή, να γίνουν θεοί, «…ως θεοί έσεσθε». Του τραύματος
αυτού ακολουθεί μια πορεία, η οποία χαρακτηρίζεται από τραγικές συνέπειες.
Αδελφοκτονία, Κατακλυσμός, Σόδομα και Γόμορρα, πόλεμοι κ.λπ., γεγονότα που
φανερώνουν πως οι σχέσεις μεταξύ Θεού – ανθρώπων (δηλαδή Πλάστου και πλάσματος,
Κτίστου και κτίσματος), των ανθρώπων μεταξύ τους αλλά και των ανθρώπων με την
φύση έχουν διαταραχθεί. Αναφέρομαι και στην κτίση αφού και αυτή, ένεκα της
αμαρτίας του ανθρώπου, «συστενάζει και συνωδίνει» (Ρωμ. 8,22).
Ο Θεός Πατέρας
όμως δεν εγκαταλείπει το πλάσμα Του. «Πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως
πάλαι … λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς προφήταις …» (Εβρ, 1,1), φιλανθρώπως
επεμβαίνει στην ιστορία, με σκοπό να την κατευθύνει στη σωστή πορεία, δίνοντας
ελπίδα στους ανθρώπους. Παρά ταύτα η πορεία προς
την καταστροφή συνεχίζονταν σε τέτοιο βαθμό, που λίγο πριν την έλευση του
Χριστού δεν πήγαινε άλλο. Περιγράφουν ιστορικοί την εποχή εκείνη, διεκτραγωδώντας,
για παράδειγμα, τη θέση της γυναίκας, των παιδιών, των δούλων κ.λπ. και
καταλήγοντας αναφέρουν πως αν ερχόταν ο Χριστός λίγο αργότερα, θα εύρισκε το
πτώμα της κοινωνίας. Η άγνοια, ο φόβος, ο εγωισμός και γενικά τα ανθρώπινα πάθη
κυριαρχούν.
Αξιοσημείωτο όμως είναι, πως την ίδια εκείνη περίοδο, λίγο πριν την
Γέννηση του Χριστού, ήταν διάχυτη στα έθνη μια προσδοκία, ελπίδα. Οι άνθρωποι
περίμεναν κάποια αλλαγή στις συνθήκες της ζωής τους, προσδοκούσαν λύσεις στα
ανθρώπινα αδιέξοδα από «έξω», από κάπου αλλού, ακόμη και μέσω του «από μηχανής
θεού».
Από την πολλή αγάπη, λοιπόν, για το πλάσμα Του, «ότε ήλθε το
πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού …» (Γαλ. 4,4). Δηλαδή σε
συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, όπως οι Προφήτες είχαν προαναγγείλει, επί «Αὐγούστου
μοναρχήσαντος ἐπὶ τῆς γῆς» και «ἡ
πολυαρχία τῶν ἀνθρώπων ἐπαύσατο … ἡ πολυθεΐα τῶν εἰδώλων κατήργηται. Ὑπὸ μίαν
βασιλείαν ἐγκόσμιον, αἱ πόλεις γεγένηνται, καὶ εἰς μίαν Δεσποτείαν Θεότητος, τὰ
Ἔθνη ἐπίστευσαν» (Δοξαστικό Εσπερινού Χριστουγέννων, Κασίας). Ο Χριστός
ενανθρωπήσας, «… καθαρισμὸν
ποιησάμενος τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν» (Εβρ. 1,4), «…Ἐκ νυκτὸς ἔργων, ἐσκοτισμένης πλάνης …», όντων ημών «…ἐν σκότει καὶ σκιᾷ
...». Και ταπεινώνεται και θυσιάζεται για μας. Έτσι, «…Πᾶσα παράβασις καὶ
παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν…» (Εβρ. 2,2), «Ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ…»,
«Ὁ σαρκωθεὶς ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, καὶ ἐκ τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας ἐνανθρωπήσας …»,
αφού όπως έχει γραφεί « … ὅπου Θεὸς δὲ
βούλεται, νικᾶται φύσεως τάξις…».
Φοβερά τα
γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στην Βηθλεέμ, τα περιγράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς.
«Καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ ἄγγελος΄ Μὴ φοβεῖσθε, ἰδοὺ γάρ, εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν
μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ. Ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ, ὃς ἐστι
Χριστὸς Κύριος» (Λουκ. 2, 11-12), «Θεὸς ὢν εἰρήνης,
Πατὴρ οἰκτιρμῶν, … εἰρήνην παρεχόμενον …».
Ο νους του ανθρώπου σταματά. «Μυστήριον ξένον,
ορώ και παράδοξον». Ο ορθός λόγος αδυνατεί να αντιληφθεί και να ερμηνεύσει τα
γεγονότα. «Απορεί πάσα γλώσσα ευφημείν προς αξίαν, ιλιγγιά δε νους …», αφού « …οὐ φέρει τὸ μυστήριον ἔρευναν,
πίστει μόνῃ τοῦτο πάντες δοξάζομεν». Χρειάζεται πίστη. Μόνο με την
πίστη μπορούμε να προσεγγίσουμε τα γεγονότα.
Πόσο όμορφα ο υμνογράφος
παρουσιάζει το συγκλονιστικό γεγονός, καλώντας όλους μας να συμμετάσχουμε στη
χαρά, κάνοντας αναδρομή στα θαυμαστά και κοσμοσωτήρια γεγονότα: «Δεύτε
άπαντες, πιστώς πανηγυρίσωμεν …των προ νόμου Πατέρων … την ετήσιον μνήμην … των
Προφητών τας προρρήσεις … ιδού η Παρθένος, εν γαστρί λήψεται, και τέξεται Υιόν
τον Εμμανουήλ, ο εστι μεθ’ ημών ο Θεός».
Δηλαδή, οι Προφήτες που είχαν προαναγγείλει τα γεγονότα της ενανθρωπήσεως και
της Θείας Οικονομίας, οι Απόστολοι και
οι Πατέρες της Εκκλησίας που απέκτησαν εμπειρική γνώση των γεγονότων και δεν
θεολογούν στοχαστικά, τι μας λένε: πως η Παρθένος, η συγκεκριμένη, η Παναγία
Θεοτόκος και όχι μια οποιαδήποτε παρθένος, συλλαμβάνει «εν γαστρί» εκ Πνεύματος
Αγίου και τίκτει Υιόν, τον Εμμανουήλ, που σημαίνει ο Θεός «μεθ ημών», ανάμεσά
μας. «…Η αλήθεια ήλθεν, η σκιά παρέδραμε και Θεός ανθρώποις εκ Παρθένου πεφανέρωται,
μορφωθείς το καθ ημάς και θεώσας το πρόσλημμα…. Επί γης ευδοκία επεφάνη, σώσαι
το γένος ημών» αφού «Ιδών ο Κτίστης ολλύμενον, τον άνθρωπον χερσίν, ον εποίησε,
κλίνας ουρανούς κατέρχεται» με σκοπό, «ενανθρωπήσας», να ανακτήσει ημάς, «γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμον εξαγοράση, ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν» (Γαλ. 4, 4-5).
Δηλαδή μας καλεί πάλι κοντά Του σαν στοργικός Πατέρας, γίνεται άνθρωπος, ταπεινώνεται και μας δέχεται ξανά σαν παιδιά
Του.
Συμπερίληψη όλης της θεολογίας του
μυστηρίου της ενανθρωπήσεως σε ένα τροπάριο, στο Ιδιόμελο του Εσπερινού των
Χριστουγέννων (ποίημα Γερμανού): «Δεῦτε ἀγαλλιασώμεθα
τῷ Κυρίῳ (πάλι χαρά, αγαλλίασις), τὸ παρὸν μυστήριον ἐκδιηγούμενοι, τὸ μεσότοιχον
τοῦ φραγμοῦ διαλέλυται, ἡ φλογίνη ῥομφαία τὰ νῶτα δίδωσι, καὶ τὰ Χερουβίμ
παραχωρεῖ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, κἀγὼ τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς μεταλαμβάνω, οὗ
προεξεβλήθην διὰ τῆς παρακοῆς. Ἡ γὰρ ἀπαράλλακτος εἰκὼν τοῦ Πατρός, ὁ χαρακτήρ
τῆς ἀϊδιότητος αὐτοῦ, μορφὴν δούλου λαμβάνει, ἐξ ἀπειρογάμου Μητρὸς προελθών, οὐ
τροπὴν ὑπομείνας΄ ὃ γὰρ ἦν διέμεινε, Θεὸς ὢν ἀληθινός΄ καὶ ὃ οὐκ ἦν προσέλαβεν,
ἄνθρωπος γενόμενος διὰ φιλανθρωπίαν, αὐτῷ βοήσωμεν΄ ὁ τεχθεὶς ἐκ Παρθένου Θεός,
ἐλέησον ἡμᾶς».
Οριστικά
έχει πια εισβάλλει το «θείον» στο «ανθρώπινον» και έχει χαραχτεί ο δρόμος της
σωτηρίας, όπως ο Ευαγγελιστής αναφέρει: «Ιδού γαρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν
μεγάλην ήτις έσται παντί των λαώ, ότι ετέχθη υμίν σήμερον Σωτήρ ...» (Λουκ. Β΄,
10-11).
Αυτή είναι η
«υπόθεσις» της εορτής, με αυτό το πνεύμα μας καλεί η Εκκλησία τους πιστούς, να
γιορτάζουμε τα σωτηριώδη αυτά γεγονότα παραδοσιακά, με τις πτώσεις μας και τις
αναστάσεις μας και μας δείχνει τον τρόπο και τον δρόμο.
Περιγράφει
καταπληκτικά την συμμετοχή και τελικά την μετοχή στο πνεύμα της εορτής των
απλών και αγαθών ανθρώπων, ο «άγιος» των γραμμάτων μας, ο Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης στα Χριστουγεννιάτικα διηγήματά του, όπως στον Αμερικάνο, στο
Χριστόψωμο, στα Χριστούγεννα του Τεμπέλη, Στο Χριστό στο Κάστρο. Διαβάζουμε για
παράδειγμα στο διήγημά του, Στο Χριστό στο Κάστρο: « «Όταν έφθασαν εις το Κάστρον και εισήλθον εις τον ναόν του
Χριστού, τόσον θάλπος εθώπευσε την ψυχήν των, ώστε, αν και ήσαν
κατάκοποι, και αν και ενύσταζόν τινες αυτών, ησθάνθησαν τόσον την χαράν
του να ζώσι και του να έχωσι φθάσει αισίως εις το τέρμα της πορείας των,
εις τον ναόν του Κυρίου…».
Γνωρίζει ο
μεγάλος διηγηματογράφος την τρεπτότητα και το ευμετάβλητο των ανθρωπίνων και προτείνει
και την λύση από το «τραύμα των πρωτοπλάστων». Είναι αυτή η «πορεία εις τον
ναόν του Κυρίου ...», η συμμετοχή στην μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Η
απλότητα, το μέτρο και η ασκητικότητα ως στάση ζωής, η αγάπη και η θυσία για
τον οποιοδήποτε άλλον, η αδιαφορία για ότι απομακρύνει από την γνησιότητα του
τρόπου του βίου των ορθοδόξων, αυτή είναι η απάντηση. Ο ίδιος, «ταπεινός ασκητής της ελληνικής λογοτεχνίας
που ζούσε με την λιτότητα του Αγίου Αντωνίου στην έρημο, με μόνη φορεσιά ένα
φθαρμένο κανελί παλτό ... έσπευδε μετά την εξουθενωτική δουλειά στις εφημερίδες
για ένα κομμάτι ψωμί, να πάει στην εκκλησιά και να ψάλλει ξεκουράζοντας την
ψυχή του, από την πνιγηρή ατμόσφαιρα της πιθηκίζουσας προς τον
φραγκολεβαντίνικο πολιτισμό της Αθήνας».
Πηγή της ανθρώπινης
δυστυχίας και κάθε μορφής αδικίας είναι γι
αυτόν η πλεονεξία, η πλουτοκρατία. Γράφει: «Η πλουτοκρατία ήτο
είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής αντίχριστος. Αυτή
γεννά την αδικίαν, αυτή τρέφει την κακουργίαν, αυτή φθείρει σώματα και ψυχάς.
Αυτή παράγει την κοινωνικήν σηπεδόνα. Αυτή καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγείς» (Οι
Χαλασοχώρηδες). «Οι ήρωές του ήταν οι ταπεινοί και
καταφρονεμένοι της ζωής ‘‘πάσα πτωχή οικογένεια, πάσα μήτηρ χήρα, ταλαιπωρημένη
ξενοδουλεύουσα, …. Συλλέγουσα φύλλα, παράγουσαν ολίγην μετάξαν, ή τρέφουσα δυο
ή τρείς αίγας ή αμνάδας … φορολογουμένη ασπλάχνως, τρώγουσα κρίθινον άρτον,
ποτισμένον με ίδρωτα αλμυρόν’’ (Η Φόνισσα).
Παρατηρούσε πως υπήρχαν
ποικιλόμορφες πλουτοκρατίες. «Κάποιοι θησαυρίζουν με χρυσάφι, κάποιοι άλλοι με
στείρα μάθηση για να παριστάνουν τους σοφούς, ορισμένοι εισέπρατταν τιμές και
δόξες και διακρίσεις, ενώ άλλοι είχαν την αφροσύνη της εξουσίας». Και
αλλού αναφέρει: «Προ των σήμερον υλιστών, δαρβινιστών και θετικιστών υπήρξαν οι
απαισιόδοξοι, οι ορθολογισταί και οι κριτικισταί' αλλά παρήλθον' προ αυτών ήσαν
οι πανθεϊσταί, αλλ' εξέλιπον. Παρέρχονται, κρύπτονται εν τη σκιά, αφανίζονται,
αφού επί βραχύ τέρψωσι τους φιλοκαίνους και τους φιλαναγνώστας δια περιέργου
συναυλίας λέξεων και γνωμών. Ο δε Χριστός έμεινε και θα μένη… Ο πόθος της μωράς
επιδείξεως, η μανία του καινά εκάστοτε λέγειν, η δοκησισοφία, ο τύφος και η
οίησις άγουσιν εις τας συγχρόνους αθεϊστικάς θεωρίας, από των οποίων τουναντίον
απάγει η ειλικρινής και ακραιφνής φιλοσοφική συζήτησις της προ των οφθαλμών
ημών κειμένης αληθείας» (Τα μετά θάνατον, Η έννοια του θεού και ο Υλισμός).
Αλλά και
σύγχρονος λόγιος, επισημαίνοντας την παθογένεια των νεοελλήνων, «την παγερά πνοή της φιλαυτίας και
αδιαφορίας», όπως γράφει ο Παπαδιαμάντης στο διήγημα Στο Χριστό στο Κάστρο,
αναφέρει για την πατρίδα μας: «H ‘‘αλήθεια’’ ταυτίζεται μόνο με
ιδεολογήματα, η ‘‘ελληνικότητα’’ μόνο με μια ανυπόφορη, ντροπιαστική
υπηκοότητα. O ελληνικός ‘‘τρόπος’’ ολότελα χαμένος και οι ελληνώνυμοι μόνο
μεταπράτες του βαρβαρικού ατομοκεντρισμού, της χρησιμοθηρικής νοησιαρχίας, του
νομικισμού. Aντί για το άθλημα της κοινωνίας έχουμε τη χρηστικότητα της
σύμβασης, αντί για πολιτική τα ‘‘μνημόνια’’ υποταγής στη διεθνοποιημένη
βαρβαρική δουλεμπορία. Mε χαμένη τη γλώσσα, υπονομευμένη την ιστορική
αυτογνωσία, αχρηστευμένο το σχολειό, καταργημένη την κοινότητα, αλλοτριωμένη
την εκκλησία σε ατομοκεντρική θρησκεία, αποχαυνωμένοι από το αφιόνι του
καταναλωτισμού, ‘‘ανεπαισθήτως’’ βρεθήκαμε από την Iστορίαν έξω» (Γιανναράς).
Όμως, το
«ξένον Μυστήριον» απεργάζεται την
σωτηρίαν εις το διηνεκές. «Σήμερον ο Χριστός, εν Βηθλεέμ γεννάται εκ Παρθένου.
Σήμερον ο άναρχος άρχεται, και ο Λόγος σαρκούται …».
Στην Εκκλησία, που για τους πιστούς είναι ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνες, βιώνουμε τα πάντα σαν ένα διαρκές παρόν, «Σήμερον». Πόσο όμορφα έχει περάσει αυτό το «σήμερον», ανεπαισθήτως, στη ζωή των πιστών, φαίνεται για παράδειγμα στα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα, όπου ακούμε: ««Χριστός γεννάται σήμερον, εν Βηθλεέμ τη πόλει, οι ουρανοί αγάλλονται χαίρει η φύσις όλη ...». Πώς να μην αναφωνήσει κανείς: Ευλογημένη Παράδοση!
Και
συνεχίζει να τελεσιουργείται το «ξένον Μυστήριον» στους καθαρούς τη καρδία
ανθρώπους, στους ταπεινούς, στους κεκαθαρμένους από τα πάθη, στους αγωνιστές
της ζωής, που πιστώς μετέχουν σ’ αυτό, μέσα στην Εκκλησία των Προφητών, των
Αποστόλων και των Αγίων, όπου η πορεία προς την σωτηρία είναι προδιαγεγραμμένη.
Για τον λόγο
αυτό «Τα
σύμπαντα σήμερον χαράς πληρούνται, Χριστός ετέχθη εκ Παρθένου». Λοιπόν, «Ευφραίνεσθε
Δίκαιοι, ουρανοί αγαλλιάσθε, σκιρτήσατε τα όρη, Χριστού γεννηθέντος, Παρθένος
καθέζεται, τα Χερουβίμ μιμουμένη, βαστάζουσα εν κόλποις, Θεόν Λόγον
σαρκωθέντα».
«Δόξα εν
υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία …».
(Ομιλία που εκφωνήθηκε στα πλαίσια εκδήλωσης του Συλλόγου Φίλων Βυζαντινής Μουσικής ¨ΤΟ ΕΝΔΟΦΩΝΟΝ" στα Ιωάννινα 9 Δεκεμβρίου 2013)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου