Ο Πατριάρχης Γερμανός Α΄ σε ρωσική εικόνα του 18ου αιώνα |
αρχιμ.
Παντελεήμων – Γ. Τσορμπατζόγλου, ΔρΘ
Βυζαντινολόγος
23.5.2015
Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΠΟΛΗ
ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ
ΚΑΙ Η «ΕΛΛΗΝΟΦΙΛΗ» ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
(εισήγηση στο 36ο Πανελλήνιο ιστορικό Συνέδριο, θεσσαλονίκη 22-24.5.2015)
Η εκτίμηση ότι παρατηρείται μία υποτονική παρουσία πολλών παραδοσιακών λογοτεχνικών ειδών προσδίδει, κατά την άποψη αρκετών ιστορικών, στον 7ο και 8ο αι. τον χαρακτηρισμό τους ως Σκοτεινών Αιώνων (650-850), δηλ. αιώνων διανοητικού σκότους και απαιδευσίας την οποία ο Βυζαντινός κόσμος υποτίθεται ότι υπέστη όπως συνέβη με τον Δυτικό Μεσαίωνα1. Ακόμη περισσότερο, κατὰ την κρίση του Κ. Demoen μάλιστα, δεν παρατηρείται μόνον έλλειψη ιστορικών πηγών κατά την εν λόγω περίοδο, αλλὰ είναι προφανές ότι υπέστη οπισθοδρόμηση και ο εν γένει πολιτισμός, ιδιαιτέρως σε ότι αφορά την λογοτεχνικὴ και καλλιτεχνικὴ μόρφωση2. Πιστεύεται δηλ. ότι κατά την περίοδο αυτή δεν καλλιεργήθηκαν τα γράμματα και σχεδόν έσβησε κάθε ίχνος πνευματικής κινήσεως, καθώς επίσης και το ενδιαφέρον για την παραγωγὴ της κοσμικής γραμματείας εξαφανίσθηκε παντελώς3 και οποιαδήποτε αξιόπιστη είδηση για παιδεία και διδασκαλία στο Βυζαντινὸ κράτος απουσιάζει4.
Η αρχή της αντιλήψεως αυτής μπορεί να ανιχνευθεί στο πασίγνωστο έργο του Άγγλου ιστορικοῦ E. Gibbon5, αλλὰ στην διάδοσή της συνετέλεσε περισσότερο η ανάλογη διατύπωση στον πρόλογο της Ιστορίας της Βυζαντινης Λογοτεχνίας του Karl Krumbacher6. Παρομοίες απόψεις είχε και ο Ρώσος ιστορικὸς A. Vasiliev στην Ιστορία του, με την διαφορά ότι εμφανιζεται περισσότερο συντηρητικός και περιορίζει την χρονική περίοδο στο διάστημα ενός αιώνος, δηλ. μεταξύ των ετών 610-7177. Ο A. Kazhdan διαιρεί το διάστημα 650-850 σε ένα μεγαλύτερο σε διάρκεια, 650-775, αλλὰ με πτωχότερη συγγραφικὴ παραγωγὴ σε σχέσει με το επόμενο, το οποίο είναι συντομώτερο χρονικώς, 775- 850, αλλὰ με πλουσιώτερη συγγραφικὴ δραστηριότητα8.
Στην ίδια τροχιά κινείται στο έργο του και ο J. F. Haldon, ο οποίος αναφέρει ότι σημειώθηκε, μετὰ το 620 και ως τις αρχές του 9ο αι., σχεδὸν πλήρης εξαφάνιση των κοσμικών λογοτεχνικών μορφών στην Βυζαντινή αυτοκρατορία, όπως επίσης ότι αυτή η περίοδος δεν παρουσιάζει κανένα δείγμα γεωγραφικής, ούτε φιλοσοφικής, ούτε φιλολογικής λογοτεχνίας9.
Από τα παραπάνω φαίνεται ότι η θεωρία, διότι περί θεωρίας πρόκειται όπως θα φανεί παρακάτω, για την Μεγάλη Σιγή απέσπασε την παραδοχὴ πολλών ερευνητών στο πρόσφατο παρελθόν, αλλὰ σήμερα οι απόψεις αυτές δεν γίνονται πλέον αποδεκτές με τόσο ενθουσιασμό τόσο από την Ελληνικὴ αλλά και την ξενόγλωσση βιβλιογραφία. Απὸ περίπου πεντηκονταετίας έχει ανατραπεί το κλίμα και έχει αρχίσει υπό το φως νεωτέρων μελετών και διαπιστώσεων μία τάση επανεκτιμήσεως και διαφορετικής αντιμετωπίσεως του θέματος10.
Ενώ, όμως, οι ερευνητές αναφέρονται με γενικότητες για μία περιόδο, η οποία όπως είδαμε κυμαίνεται για άλλους από έναν και για άλλους μέχρι δύο αιώνες, ελάχιστα προβληματίζονται πώς να δικαιολογήσουν την ανάκαμψη μετά από τόσα πολλά χρόνια σιωπής. Μήπως τελικά δεν πρόκειται για μία αιφνίδια έκρηξη τον 9ο αι., αλλά για την αναζωπύρωση μίας φωτιάς που σιγόκαιε όλα αυτά τα χρόνια κι όταν προέκυψαν οι καταλλήλες συνθηκες και οι άνθρωποι εκδηλώθηκε με όλα τα λαμπρά επακόλουθα. Μετά από τόσο σκοτάδι πώς προέκυψε τόσο φως; Πάντως, όταν τα ζώπυρα υπάρχουν, ζήτημα χρόνου είναι η αναζωπύρωσή τους 11.
Στην παρούσα ανακοίνωση δεν θα ασχοληθούμε με σύνολη την περίοδο την αποκαλούμενη της Μεγάλης Σιγής ή των Σκοτεινών Αιώνων, αλλά θα περιορισθούμε στις τελευταίες δεκαετίες του 7ου και τις πρώτες του 8ου, δηλ. στην αμέσως πριν την Εικονομαχία εποχή. Πολιτικά, η εποχή αυτή καλύπτεται από τις βασιλείες του τελευταίου διαδόχου του Ηρακλείου, του Ιουστινιανού Β´ του Ρινότμητου (685-695, 705-711) και των ενδιαμέσων σφετεριστών Λεοντίου (685-698) και Τιβερίου Β´ Αψιμάρου (698-705) για να περάσουμε στην συνέχεια για λίγο στις βασιλείες του Βαρδάνη-Φιλιππικού (711-713), του Αρτέμιου-Αναστασίου Β´ (713-715) και τέλος του Θεοδοσίου Γ´ (715-717), με τον οποίο κλείνει μία εποχή και ανοίγει μία άλλη με τον ιδρυτή της Ισαυρικής, ή Συρικής, δυναστείας, Λέοντα Γ´ (717-741). Tα χρόνια αυτά αποδεικνύονται πολύ ταραγμένα και ασταθή για την βυζαντινή αυτοκρατορία και χαρακτηρίζονται από έντονη πολιτική αβαβαιότητα, στρατιωτικά πραξικοπήματα, συνωμοσίες και πολύ βία. Τον απόηχο της γενικώτερης ακαταστασίας σε όλα τα επίπεδα της ζωής της αυτοκρατορίας αποδίδει η παρατήρηση του πατριάρχη Νικηφόρου, μισό αιώνα περίπου μετά την εποχή που μελετάμε (~780): «ἐπεὶ οὖν πυκναὶ τῶν βασιλέων ἐπαναστάσεις ἐγένοντο καί ἡ τυραννὶς ἐκράτει τά τε τῆς βασιλείας καὶ τῆς πόλεως κατημελεῖτο καί διέπιπτε πράγματα, ἔτι μὴν καὶ ἡ τῶν λόγων ἠφανίζετο παίδευσις καὶ τὰ τακτικὰ διελύετο»12, η οποία περισσότερο σκοπό έχει να πλήξει τους τελευταίους Εικονομάχους αυτοκράτορες παρά να αποτυπώσει την πραγματικότητα της προγενέστερης εποχής13.
Πέρα, όμως, από τα προβλήματα αυτά και τις όποιες αλλοιώσεις και αλλαγές μπορούσαν να επιφέρουν στον βίο των ανθρώπων κατά το μάλλον ή ήττον κάποιες σταθερές στην ζωή τους συνέχισαν να επιβιώνουν. Η μικροϊστορία των κοινωνιών δεν έπαυσε να πορεύεται έστω και με εμπόδια. Ο πολιτισμός ποσοτικώς μπορεί να υποχωρεί, αλλά αυτό δεν συνδέεται αναγκαστικά και με την ποιοτική υποχώρηση. Νέα έργα μπορεί να μη γράφτηκαν σε μεγάλο αριθμό, αλλά το αναγνωστικό κοινό παρέμεινε το ίδιο δίχως να υποστεί σημαντική μείωση.
Την περίοδο αυτή το βασικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν γνωρίζει αλλαγές και συνεχίζει να παρέχει στοιχειώδη εκπαίδευση σε ένα σοβαρό αριθμό μαθητών και ανώτερη μόρφωση σε όσους φιλοδοξούν να σταδιοδρομήσουν στην αυτοκρατορική υπηρεσία14.
Ας δούμε μερικά παραδείγματα. Ειδικά για την ιστοριογραφική δραστηριότητα επισημαίνεται ότι τόσο ο Θεοφάνης ο Ομολογητής όσο και ο πατριάρχης Νικηφόρος κατά την συγγραφή του έργου τους δεν στηρίχθηκαν σε προφορικές μαρτυρίες, αλλά σε γραπτές που δεν μας έχουν παραδοθεί, όπως ο Τραϊανός Πατρίκιος15 και ο Μέγας Χρονογράφος16. Συνεπώς, στον τομέα της ιστοριογραφίας δεν σημειώθηκε κανένα χάσμα, αλλά αντίθετα υπήρξε αδίακοπη συνέχεια δεδομένου μάλιστα ότι ένας μεγάλος αριθμός έργων δεν έχει παραδοθεί17. Στην λογοτεχνία έχουμε τον Γεώργιο Χοιροβοσκό, διάκονο και χαρτοφύλακα της Εκκλησίας της Κπόλεως (δεύτερο μισό 8ου αι.) από τον οποίο μας έχει διασωθεί ένα «Ὑπόμνημα εις τους Ψαλμούς»18. Παρά τον τίτλο δεν πρόκειται για μία σε βάθος ερμηνεία των Ψαλμών, αλλά για γλωσσική επεξεργασία του κειμένου τους. Πρόκειται για «επιμερισμό» της γλώσσας των Ψαλμών, δηλ. ένταξη της κάθε λέξης στο μέρος του λόγου όπου ανήκε, αναζήτηση της σημασίας της, της ετυμολογίας της, της ορθογραφίας της και τέλος της προσωδίας της. Πρόκειται για καταγραφή των σχετικών παραδόσεών του από μαθητή ή μαθητές του. Επίσης μαρτυρούνται, και σε κάποιο ποσοστό τους σώζονται, μαθήματά του με την μορφή «σχολίων από φωνής» δηλαδή από την προφορική διδασκαλία. Πρόκειται για τα: «Περί προσωδίας», «Περί τέχνης Διονυσίου του Θρακός», «Περί ονοματικών και ρηματικών κανόνων Θεοδοσίου του Αλεξανδρέως», «Περί ορθογραφίας», «Περί μετρικής Ηφαιστίωνος», «Περί τρόπων ποιητικών», «Περί ονοματικού του Ηρωδιανού», «Περί ρηματικού του Απολλωνίου». Τα εγχειρίδια της γραμματικής του ήταν τα πιο διαδεδομένα στο βυζαντινό σχολείο19. Στα χειρόγραφα αναφέρεται και ως «γραμματικός και οικουμενικός διδάσκαλος»· έτσι, λοιπόν, ο τελευταίος τίτλος του οικουμενικού διδασκάλου, τον συνδέει με καθηγητική θέση στην Σχολή του ανωτάτου εκπαιδευτικού ιδρύματος της Κπόλεως, προφανώς αυτοκρατορικού, αφού ακόμη δεν είχε συσταθεί η σχετική του Πατριαρχείου20.
Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι τόσο η παραγωγή νέων έργων όσο η ύπαρξη νέων αναγνωστών, κάτι που δεν φαίνεται να αλλάζει από τις παλαιότερες, καλές εποχές21.
Πέρα, όμως, από τις παραπάνω διαθέσιμες πληροφορίες, όλως απρόσμενα διαπιστώνουμε ότι μπορούμε να συμπληρώσουμε τις όποιες ελλείψεις ειδήσεων για την πνευματική κατάσταση της εποχής αυτής εμμέσως από τις μαρτυρίες των διαφόρων ξένων που βρέθηκαν για σπουδές στην Βασιλεύουσα, κυρίως Αρμενίων, και συνδέθηκαν με την λεγόμενη «ελληνόφιλη» μεταφραστική σχολή. Χρησιμότατες πληροφορίες αντλούμαι από εκεί όπου φαίνεται, κατά τήν άποψη πολλών, ότι επικρατούσε «μεγάλη σιγή» των γραμμάτων.
Η «ελληνόφιλη» μεταφραστική σχολή
Η λεγόμενη «ελληνόφιλη» μεταφραστική σχολή αποτελεί ένα πολύ μεγάλο και σοβαρό κεφάλαιο της πρώιμης, 6ος-8ος αι., πνευματικής κινήσεως της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η οποία ελάχιστα έχει μελετηθεί συνδυαστικά από τους ιστορικούς της παιδείας και των γραμμάτων22. Η αφετηρία της, αν μπορούσαμε να πούμε κάτι τέτοιο, μάλλον ο πυρήνας της εντοπίζεται πρωτίστως στην Αλεξάνδρεια και εν συνεχεία στην Κπολη, διότι συνδέεται κυρίως με τον μεγάλο φιλόσοφο και πολυεπιστήμονα της εποχής τον διάσημο Στέφανο τον Αθηναίο ή Αλεξανδρέα και τον κύκλο του. Ο Στέφανος ο Αθηναίος ή Αλεξανδρέας κατόπιν προσκλήσεως του αυτοκράτορος Ηρακλείου, με την υπόδειξη του πατριάρχου Σεγίου, μετακινήθηκε από την Αλεξάνδρεια στην Κπολη προκειμένου να αναλάβει την διεύθυνση του Πανδιδακτηρίου σε κάποιο χρόνο μεταξύ 620 και 630 και έτσι μετέφερε όλη την «σχολή» του στην Βασιλεύουσα23.
Το κύριο χαρακτηριστικό της σχολής, με την ευρύτερη έννοια, είναι ότι μηχανικά αποδίδει κατά λέξη το ελληνικό κείμενο που μεταφράζει24. Διακρίνεται σε τέσσερις διαδοχικές περιόδους, ή ομάδες. Στην πρώτη φάση, διαπιστώνονται μεταφράσεις θεμάτων που αφορούν κυρίως έργα γραμματικής, ρητορικής, έργα του Φίλωνος του Αλεξανδρέως και αποδιδόμενα στον Φίλωνα, καθώς επίσης αντιαιρετικά θεολογικά έργα και λογοτεχνικά. Στην δεύτερη, ανήκουν μεταφράσεις που περιλαμβάνουν πολεμικά κείμενα, μονοφυσιτικά, που αντιστρατεύονται την σύνοδο της Χαλκηδόνος, κυρίως την εποχή του Νεοχαλκηδονισμού, και υπομνήματα στο έργο του Αριστοτέλη από τον πορφύριο και τον Ιάμβλιχο. Στην τρίτη ομάδα ανήκουν οι μεταφράσεις των έργων του νεοπλατωνικού Δαυίδ του Ανικήτου25, κάποιων ΨευδοΑριστοτελικών και μερικών Πλατωνικών έργων, μία συλλογή ιστοριών που αποδίδονται στον Νόννο τον Πανοπολίτη, ένα έργο του Ευτυχούς σχετικά με την αναίρεση της Νεστοριανικής διδασκαλίας και τέλος μερικά φιλοσοφικά έργα περί Φύσεως κάποιου αγνώστου Ζήνωνος, και μερικά άλλα ανώνυμα φιλοσοφικά έργα στωικής υφής.
Στην τέταρτη ομάδα ανήκουν οι μεταφράσεις της Εξαημέρου του Γεωργίου Πισίδη, τα Φαινόμενα του Αράτου, η Εκκλησιαστική Ιστορία του Σωκράτη Σχολαστικού, τα έργα του Διονυσίου Αρεοπαγίτου, κείμενα του Μ. Αθανασίου, του Νεμεσίου και του Γρηγορίου Νύσσης.
Ας σημειωθεί ότι πολλά από τα παραπάνω έργα σώζονται μόνον στην αρμενική μετάφραση μίας και έχουν χαθεί τα πρωτότυπα. Επείδη, λοιπόν, η μεταφραστική πρακτική που ακολουθείται στην «ελληνόφιλη σχολή» είναι η κατά γράμμα μετάφραση και όχι η νοηματική απόδοση μπορούμε έτσι με αρκετή ευκολία να εικάσουμε το απωλεσθέν ελληνικό πρωτότυπο.
Στον κύκλο του Στεφάνου, στην Αλεξάνδρεια, θα πρέπει να ενταχθεί ο συγγραφέας και μεταφραστής Δαυίδ Ανίκητος26. Μία αινιγματική προσωπικότητα, για την οποία ελάχιστα είναι γνωστά, με συνέπεια να τοποθετείται η δράση του ανάμεσα στον 5ο μέχρι τον 7ο αι., παρόλα αυτά με αξιοσημείωτη επίδραση στα γράμματα και την σκέψη της Αρμενίας27. Σώζονται φιλοσοφικά έργα, ερμηνευτικά σε έργα του Αριστοτέλη28.
Μεταξύ τών άλλων, προβεβλημένα μέλη αυτού του κύκλου είναι ο Ανανίας του Σιράκ και ο Στέφανος του Σιουνίκ ή Συνής για τους οποίους αξίζει τον κόπο να κάνουμε ιδιαίτερη μνεία.
Ανανίας του Σιράκ
Από την αυτοβιογραφία του Ανανία του Σιράκ (610–685) μαθαίνουμε ότι όταν έφθασε από την Αρμενία στην Θεοδοσιούπολη και αναζητούσε κατάλληλο διδάσκαλο για να διδαχθεί τις θετικές επιστήμες, βρέθηκε ένας μορφωμένος άνθρωπος και τον παρέπεμψε σε κάποιον Θεόδοτο στην Τετάρτη Αρμενία. Όταν εξαντλήθηκε ο κύκλος των μαθημάτων εκεί και σκεφτόταν για περαιτέρω σπουδές να μεταβεί την Κπολη τότε ο διδάσκαλός του υπέδειξε τον Τυχικό στην Τραπεζούντα29, εφάμιλλο των μεγάλων διδασκάλων της Κπόλεως και μάλιστα γνώστη και της Αρμενικής. Ο Τυχικός είχε σπουδάσει στην Αλεξάνδρεια, στην Ρώμη και στην Κπολη. Επίσης, είχε σπουδάσει, με μεγάλη επιτυχία, φιλοσοφία για αρκετά χρόνια στην Αθήνα κοντά σε ένα διάσημο φιλόσοφο, δεν αναφέρεται όνομα, και τελικά επέστρεψε στην Τραπεζούντα όπου και ανέλαβε την διδασκαλία σε δική του σχολή. Μετά από μερικά χρόνια, όταν πέθανε ο διδάσκαλος του Τυχικού στην Αθήνα, όλοι οι εναπομείναντες μαθητές προσέβλεψαν σε αυτόν ως τον καταλλήλοτερο διάδοχο· ο ίδιος ο αυτοκράτορας, μάλιστα, του έστειλε επίσημη πρόσκληση για την ανάληψη της έδρας, αλλά ο Τυχικός αρνήθηκε λέγοντας ότι έχει κάνει όρκο στον Θεό να μην εγκαταλείψει ποτέ την πόλη του, την Τραπεζούντα.
Εδώ γίνεται ξεκάθαρο ότι ο Τυχικός σπούδασε στην Κπολη, αφού ο αυτοκράτορας τον κάλεσε πίσω στην Κπολη, όπου προηγουμένως και ο διδάσκαλος του Τυχικού δίδασκε30. Πιθανολογείται βάσιμα ότι ο διδάσκαλος του Τυχικού στην Αθήνα κοντά στον οποίο μαθήτευσε, ίσως και στην Αλεξάνδρεια, ήταν ο Στέφανος ο Αθηναίος ή Αλεξανδρέας, μαθητής του Ιωάννου Φιλοπόνου31.
Ο Ανανίας, αν και δεν έζησε στην Κπολη, μεταφύτευσε στην Αρμενία το εκπαιδευτικό σύστημα του Βυζαντίου όπως το έζησε από τον διδάσκαλό του, ο οποίος πάλι εφάρμοζε ό, τι έζησε στην Αλεξάνδρεια και στην Κπολη32. Το έργο του Ανανία είναι πολύπλευρο33, αλλά είναι περισσότερο γνωστός για τις επιστημονικές διατριβές του34.
Στέφανος μητροπολίτης Σουνίκ, ή Συνής
Ένας άλλος διάσημος λόγιος της Αρμενικής Εκκλησίας ο Στέφανος, αργότερα μητροπολίτης Σουνίκ, ή Συνής, βρέθηκε για σπουδές στην Κπολη, όπου και διέπρεψε.
Ο Στέφανος, γιος ανώτερου κληρικού, γεννήθηκε περί το 680 ή 685 στην πολή Δβιν και έλαβε την πρώτη μόρφωση στην εκεί πατριαρχική σχολή35. Στην συνέχεια ταξίδεψε στην Δύση για ευρύτερες σπουδές. Σε κάποιο μέρος της Βυζαντινής επικράτειας, κατά την μετάβασή του από την Αρμενία, κάπου στην Χαλδία36, μαθήτευσε δίπλα σε έναν μοναχό όπου διδάχθηκε Ελληνικά, Λατινικά και Ρητορική. Κατά μίαν αναφορά του Mxit‛ar Ayrivanec᾽i (13ος αι.), με την συνοδεία ενός άλλου μοναχού, του Γρηγορίου Oρτζίκ, περί το 710 επισκέφθηκαν την Αθήνα για θεολογικές και φιλοσοφικές σπουδές37. Επίσης, υπάρχει και η μεταγενέστερη μαρτυρία του Step‘anos Orbelean (αρχές 14ος αι.) ότι επισκέφθηκε και την Ρώμη προς αναζήτηση ελληνικών χειρογράφων, κάτι που ελέγχεται ως υπερβολή και σύγχιση μεταξύ της Νέας και Παλαιάς Ρώμης38. Γεγονός, πάντως, είναι ότι μεταξύ 712 και 718 βρέθηκε στην Κπολη, όπου σε συνεργασία με κάποιο Δαυίδ, μέλους της αυτοκρατορικής αυλής, ο οποίος αναφέρεται ως ύπατος και κηνάριος39, δηλ. επί της βασιλικής τραπέζης, μετέφρασε το σώμα των Αρεοπαγιτικών έργων. Κατά μία καταγραφή στον κολοφώνα του χφ. φαίνεται ότι η μετάφραση ολοκληρώθηκε κατά το έτος 6620 από κτίσεως κόσμου, δηλ. στο δεύτερο έτος της βασιλείας του Βαρδάνη-Φιλιππικού40. Επίσης, μετέφρασε στο βραχύ διάστημα της βασιλείας του Αρτεμίου- Αναστασίου (Ιούνιος 713- Φεβρουάριος 715), τα «Σχόλια περί τῆς Ἐναθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς» και μερικές Επιστολές του Κυρίλλου Αλεξανδρείας41 και κατά το πρώτο έτος της βασιλείας του Λέοντος Γ´, το έργο του Γρηγορίου Νύσσης «Περὶ κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου» και του Νεμέσιου Εμέσης «Περί τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου»42.
Ο Δαυίδ προφανώς ήταν Χαλκηδόνιος στην πίστη43. Η συνεργασία του Στεφάνου με τον Δαυίδ αποδεικνύει ότι ο δεύτερος εισήγαγε τον Στέφανο στον κύκλο της λεγόμενης «ελληνόφιλης» σχολής των Αρμενίων και γρήγορα καρποφόρησε πλουσίως44. Ένα επιπλέον στοιχείο που αναδεικνύει το εύρος των δραστηριοτήτων της παραπάνω «σχολής» είναι η σύνδεση που είχε με το περιβάλλον αυτό ο πατριάρχης Γερμανός Κπολέως και για αυτό πιστεύω ότι ο τελευταίος ήταν το πλέον κατάλληλο πρόσωπο το οποίο θα σύνδεσε τον άγνωστο Αρμένιο νεαρό με τον κύκλο των λογίων της «ελληνόφιλης σχολής» της Κπολέως και μάλιστα με τον προεξάρχοντα αυτής τον ύπατο Δαυίδ.
Η αρχή των σχέσεων του Στεφάνου με τον Γερμανό δεν μπορεί να εντοπισθεί χρονικά. Δύσκολα, πάντως, θα δεχόμουν ότι η γνωριμία των δύο ανδρών συνέβη μόνον μετά την εκλογή του δευτέρου στον πατριαρχικό θρόνο, δηλ. κατά το δεύτερο έτος της βασιλείας του Αναστασίου- Αρτεμίου, στις 11 Αυγούστου του 715, όπως υποστηρίζεται από μερικούς ερευνητές45. Κατά την γνώμη μου, η γνωριμία τους πρέπει να συνέβη νωρίτερα, ίσως ευθύς με την εγκατάστασή του στην Κπολη, όταν δηλ. συνδέθηκε με την αρμενική παροικία της πόλεως και τον φιλολογικό κύκλο της «ελληνόφιλης» σχολής και άρχισε η συνεργασία του με τον αυτοκρατορικό αξιωματούχο, κηνάριο Δαυίδ.
Αν η πρώτη βεβαιωμένη μετάφραση ολοκληρώθηκε κατά το δεύτερο έτος της βασιλείας του Βαρδάνη-Φιλιππικού (712)46, τότε μου φαίνεται απίθανο να μην αντιλήφθηκε το παραμικρό για την δογματική αλλαγή που επέβαλε ο παραπάνω αυτοκράτορας και την μονοθελητική σύνοδο, σιλέντιο, που συγκάλεσε το 712, αλλά και τα πρόσωπα που συμμετείχαν στα δρώμενα της εποχής, Γερμανό Κυζίκου, Ανδρέα Κρήτης κ.α. Επειδή, λοιπόν, θεωρώ πολύ πιθανή την παραπάνω εκδοχή, πιστεύω ότι με τον πατριάρχη Γερμανό θα συνδέθηκε πολύ νωρίς και θα πρέπει να αναπτύχθηκαν αμέσως αμοιβαία αισθήματα εκτιμήσεως και να εγκαθιδρύθηκε μία στενή σχέση φιλίας και συνεργασίας μεταξύ των δύο λογίων ανδρών, αν κρίνουμε από τις μαρτυρίες που είναι διάσπαρτες στους βιογράφους. Εκτός των άλλων, αναφέρουν εμφαντικά ότι παρακολουθούσε τις λειτουργίες που τελούσε ο Γερμανός στην Αγία Σοφία47, με την υπογράμμιση μάλιστα ότι δεν συμμετείχε στο Κοινό Ποτήριο, διότι, όπως σημειώνουν, είχε δηλώσει ότι δεν μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο δίχως την άδεια του Καθολικού του, μιας και οι δύο Εκκλησίες δεν ευρίσκονταν σε εκκλησιαστική κοινωνία48. Προφανώς, ο Στέφανος θα ήταν παρών σε πολλές από τις ομιλίες που εκφώνησε ο πατριάρχης Γερμανός στον ναό της Αγίας Σοφίας, παρόμοιες με αυτές διασώθηκαν49. Ακόμη, θεωρώ μάλλον βεβαίο ότι θα γνωρίσθηκε και θα συνδέθηκε με τον Ανδρέα Κρήτης και τον κύκλο της Παναγίας των Βλαχερνών50.
Εκείνο, όμως, το οποίο τεκμηριώνει, κατά την άποψή μας, αναμφίβολα τις σχέσεις, την πνευματική συγγένεια και την ψυχική περιχώρηση των δύο ανδρών, είναι το συγγραφικό τους έργο. Ο Γερμανός φαίνεται ότι επέδρασε καταλυτικά στην εν γένει θεολογική και συγγραφική παραγωγή του Στεφάνου, αφού ο τελευταίος παρακολουθεί και μιμείται πιστά το έργο του Γερμανού.
Με έκπληξη, λοιπόν, παρατηρεί κανείς μία αντιστοιχία μεταξύ των έργων του Γερμανού και του Στεφάνου· του πρώτου ως πρώτοτυπες συγγραφές και του δευτέρου ως νέες μεταφράσεις. Ο Γερμανός έγραψε σχόλια στο Αρεοπαγιτικό έργο51, ερμηνεία στη Θ. Λειτουργία52 και το έργο «Περί ὅρων ζωῆς»53. Ο Στέφανος μετέφρασε όλο το Αρεοπαγιτικό έργο54, στο οποίο έγραψε και σχόλια55, επίσης έγραψε υπόμνημα στο Ωρολόγιο56 και τέλος, μετέφρασε το έργο του Γρηγορίου Νύσσης, «Περί κατασκευής τοῦ ἀνθρώπου»57, καθώς και του Νεμεσίου Εμέσης, «Περί τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου»58, τα οποία απηχούνται στο παραπάνω έργο «Περί ὅρων ζωῆς» του Γερμανού.
Εργογραφία Στεφάνου επισκόπου Συνής και η μετάφραση των Αρεοπαγιτικών έργων
Με βάση τις διάσπαρτες μαρτυρίες πρσπάθησα να οργανώσω έναν κατάλογο των έργων του Στεφάνου επισκόπου Συνής ή Σιουνίκ: αρμενική μετάφραση του Αρεοπαγιτικού έργου· αρμενική μετάφραση των σχολίων, Ιωάννου Σκυθοπολίτου, στο Αρεοπαγιτικό έργο· αρμενική μετάφραση του έργου του Γρηγορίου Νύσσης, «Περί κατασκευής τοῦ ἀνθρώπου»· αρμενική μετάφραση του έργου του Νεμεσίου Εμέσης, «Περί της φύσεως τοῦ ἀνθρώπου»· αρμενική μετάφραση πέντε Ομιλιών του Μ. Αθανασίου πατριάρχου Αλεξανδρείας· αρμενική μετάφραση Επιφανίου Κύπρου59· αρμενική μετάφραση του έργου του Κυρίλλου Αλεξανδρείας «Περί Τριάδος»· Υπόμνημα στο Ωρολόγιο· Υπόμνημα στα Τέσσερα Ευαγγέλια· Υπόμνημα στο Ιώβ· Υπόμνημα στον Εζεκιήλ· Υπόμνημα στην Έξοδο· Υπόμνημα στο Λευιτικό60.
Από την εργογραφία του Στεφάνου θα μείνω στην μετάφραση των Αρεοπαγιτικών έργων. Το Αρεοπαγιτικό έργο61 στην Αρμενική γραμματεία εμφανίζεται για πρώτη φορά με μερικά περιορισμένα μεταφρασμένα αποσπάσματα, προερχόμενα μάλλον από κάποιο ανθολόγιο, στο έργο Σφραγίδα της Πίστεως, στις αρχές του 7ου αι62.
Η μετάφραση του Στεφάνου που είναι και η πρώτη, στις αρχές 8ου αι. αποκτά ιδιαίτερη αξία, διότι συμπληρώνει τα κενά για την ιστορία της διαδόσεως και της μεταβιβάσεως του Αρεοπαγιτικού έργου, είτε αυτούσιου, είτε με τα σχόλια, είτε άνευ, του Ιωάννου Σκυθοπολίτου ή του Μαξίμου Ομολογητού63. Η αρμενική μετάφραση, λοιπόν, έχει από μόνη της την δική της αξία για την ιστορία του κειμένου των αρεοπαγιτικών έργων, και τούτο διότι στην μέχρι τούδε έρευνα δεν έχει ληφθεί υπόψη προκειμένου να διευρενηθεί το αρχικό, άνευ σχολίων, κείμενο του Διονυσίου Αρεοπαγίτη64.
Καταρχήν, η έρευνα έχει αποδείξει ότι η μετάφραση του αρεοπαγιτικού έργου, η οποία έγινε στην Κπολη από τον Στέφανο, από κοινού με τον Δαυίδ τον κηνάριο65, έλαβε υπόψη της ένα χφ, ίσως και περισσότερα, παραγωγής κάποιου εργαστηρίου της Κπόλεως66 και προσομοιάζει με αυτό που δωρήθηκε από τον Μιχαήλ Γ´ στον Λουδοβίκο Ευσεβή το 827 (Parisinus 437)67 δηλ. άνευ σχολίων του Ιωάννη Σκυθοπολίτου ή Μαξίμου Ομολογητού68· επιβεβαιώνεται έτσι, λοιπόν, το γεγονός ότι κυκλοφορούσαν στην Κπολη εκ παραλλήλου τα δύο κείμενα, δηλ. το άνευ και το μετά σχολίων69.
Ο Στέφανος μετέφρασε επίσης και σχόλια στο Αρεοπαγιτικό έργο, προφανώς από το σώμα των σχολίων του Ιωάννη Σκυθοπολίτη με την μορφή κατένας ή σημειώσεων στο περιθώριο, στην ώα, και όχι ως συνεχές κείμενο70. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι επιλεκτικά έχουν μεταφρασθεί τα σχόλια που συνάδουν με την Αντιχαλκηδόνια διδασκαλία της Αρμενικής Εκκλησίας και έχουν παραληφθεί όλα εκείνα που αναφέρονται στις δύο φύσεις του Χριστού, όπως διατυπώνεται στην Ορθόδοξη διδασκαλία μετά τον όρο την Δ´ Οικουμενικής συνόδου (451). Η επιλογή αυτή δεν πρέπει να αποτελούσε πρωτοβουλία του Στεφάνου, αλλά μάλλον χρησιμοποίησε κάποιο σώμα σχολίων που κυκλοφορούσε στα περιβάλλοντα των Αντιχαλκηδονίων της Κπόλεως. Το ίδιο συμβαίνει και με την Συριακή μετάφραση του Φωκά, γεγονός που οδηγεί στην σκέψη ότι θα πρέπει να υπήρχε σχετικό «μονοφυσιτικό» ή καλύτερα Αντιχαλκηδονικό αντιγραφικό εργαστήριο στην Κπολη71. Η Αρμενική μετάφραση δεν έχει τον πρόλογο του Ιωάννη Σκυθοπολίτου ή του Γεωργίου Σκυθοπολίτου ούτε τα τρία ανώνυμα σχόλια τα οποία αποδίδονται στον Ιωάννη Φιλόπονο72·
Η τεχνική της μεταφράσεως, την οποία χρησιμοποιεί ο Στέφανος δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από αυτή της «ελληνόφιλης» σχολής, της οποίας αναδεικνύεται μάλιστα κορυφαίος εκπρόσωπος73.
Επιλογικά
Η μελέτη της παραγωγής της «ελληνόφιλης» σχολής των Αρμενιών έχει τεράστια σημασία για την ιστορία της λογοτεχνίας και της παιδείας στο Βυζάντιο, διότι συμβαίνει εν πολλοίς στο κλίμα της Κπόλεως και χρησιμοποιεί χειρόγραφα από τα αντιγραφικά εργαστήριά της, πράγμα που αποδεικνύει την έντονη πνευματική δραστηριότητα σε μία εποχή που κατά τα άλλα θεωρείται «σκοτεινή». Δεν είναι δυνατόν μόνον να μεταφράζονται στην αρμενική γλώσσα τόσα πολλά και ποικίλα έργα αν δεν υπήρχαν ταυτόχρονα και οι ανάλογοι λογοτεχνικοί ή φιλολογικοί κύκλοι που θα ενέπνεαν και θα υποστήριζαν το όλο εγχείρημα. Η παράδοση του Στεφάνου Αθηναίου ή Αλεξανδρέα αδιάκοπα συνέχιζε να αρδεύει την πνευματική παραγωγή και να παράγει προϊόντα υψηλής πολιτιστικής αξίας, τα οποία διαχέονταν εντός και εκτός συνόρων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, όσο φυσικά η κοινωνία ήταν απερίσπαστη και μπορούσε να «φιλοκαλεί».
Το τελευταίο, μάλιστα, παράδειγμα του Στεφάνου Σουνίκ ή Συνής είναι αποφασιστικό για να ανατρέψει την όποια φιλολογία περί «σκοτεινών αιώνων», ή περί «μεγάλης σιγής των γραμμάτων» κατά την προεικονομαχική περίοδο, διότι συμπλέκονται ο νέηλυς εξ Αρμενίας Στέφανος, ο Κωνσταντινουπολίτης Αρμένιος Δαυίδ, ύπατος και κηνάριος, ο πατριάρχης Γερμανός Κπόλεως, ο Ανδρέας Κρήτης και πολλοί άλλοι περισσότερο ή λιγώτερο, σε έναν λογοτεχνικό κύκλο με τεράστιες πνευματικές φιλοδοξίες.
Στην διατύπωση, πάντως, τελεσίδικης απόφανσης σχετικά με την σκοτεινότητα ή μη των προεικονομαχικών αιώνων, εκτός των παραπάνω, θα πρέπει εν πολλοίς να συνυπολογισθεί και η μεγάλη πολιτικο-κοινωνική αναστάτωση που επήλθε στην Ανατολή με τις Αραβικές κατακτήσεις και στην Βαλκανική με τις Σλαβικές επιδρομές· θα χρειασθούν πολλά χρόνια και αρκετοί δραστήριοι αυτοκράτορες για να επανέλθει η κοινωνία σε μία σχετική μακροχρόνια ηρεμία, απαραίτητη προϋπόθεση για να επιστρέψουν οι άνθρωποι απερίσπαστοι στα ειρηνικά τους έργα και να αρχίσουν να «φιλολογούν».
Για τους Αρμενίους, όμως, η μοίρα επεφύλασσε άλλες εξελίξεις· θα ζήσουν για πολλούς αιώνες με τα πνευματικά αποθέματα που κατόρθωσαν να συνάξουν τα «καλά» χρόνια της εποχής των δύο Στεφάνων, αφού η Αραβική επιρροή αμέσως ή εμμέσως επέβαλε την απομάκρυνση από τον Βυζαντινό κόσμο και ό, τι σχετιζόταν με αυτό74· θα ζήσουν με τις αναμνήσεις και τις μεταφράσεις της «ελληνόφιλης» σχολής.
1. Βλ. B. Hemmerdinger, «La culture grecque classique du VIIe au IXe siècle», Byzantion 34 (1964) 125-133.
2. K. Demoen, «Culture et rhétorique dans la controverse iconoclaste», Byzantion 68 (1998) 311-346.
3. Βλ. D. Gutas, Greek Thought and Arabic Culture: The Graeco-Arabic Translation Movement in Baghdad and Early Abbasid Society (2nd-4th/8th-10th), London 1998, σ. 177.
4. Η. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, Α΄, Αθήνα 2001, σ. 59.
5. E. Gibbon, A History of the Decline and Fall of the Roman Empire, V, London 1788-1789, σ. 511.
6. K. Krumbacher, Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, A΄, Aθήνα 1897, σ. 20.
7. A. Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (324-1453), A΄, Aθήνα 1995, σ. 293.
8. A. Kazhdan, A History of Byzantine Literature (650-850), Aθήνα 1999, σ. viii, ix.
9. J. F. Haldon, Byzantium in the Seventh Century: The Transformation of a Culture, κεφ. 11, “Forms of Representation: Language, Literature and the Icon”, Cambridge, 1990, σ. 425, 427.
10. Περισσότερα για την θεωρία της Μεγάλης Σιγής των γραμμάτων στο Βυζάντιο· βλ. Ν. Τωμαδάκης, «Η δήθεν Μεγάλη Σιγὴ των γραμμάτων εν Βυζαντίῳ (650-850)» (Αρχαιογνωσία και πνευματικαὶ εκδηλώσεις), ΕΕΒΣ 38 (1974) 5-26· ο ίδιος, «Απὸ της Μεγάλης Σιγής εις τον Φώτιον και τους εστεμμένους ποιητάς», μέρ. δ΄, στο Συλλάβος Βυζαντινών Μελετών και Κειμένων, Αθήναι 1961, σ. 301-336. Για τις θέσεις του Τωμαδάκη βλ. τις παρατήρησεις του Α. Καρπόζηλου, Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι, Α´, Αθήνα 1997, σ. 611 σημ. 2, ότι δεν δίδει συγκεκριμένες απαντήσεις στα καίρια ερωτήματα σχετικά με την συνέχεια ή την διακοπή των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών της ύστερης αρχαιότητας στο Μέσο βυζαντινό κράτος· περισσότερα για το θέμα μας στις σ. 610-616· Ε. Κουντούρα-Γαλάκη, Ο Βυζαντινὸς κλήρος και η κοινωνία των Σκοτεινων Αιώνων, [ΕΙΕ], Αθήνα 1996, σ. 30. Ακόμη, βλ. D. A. Zakythinos, «La grande brèche dans la tradition historique de l’ Hellénisme du septième au neuvième siècle», Χαριστήριον εις Αναστάσιον Κ. Ορλάνδον, Γ΄, Αθήναι 1966, σ. 300-327· P. Lemerle, Ο πρώτος Βυζαντινὸς Ουμανισμός, Αθήνα 32001, σ. 71-101· M. A. Hoffman, «The History of Anthropology Revisited, A Byzantine Viewpoint», American Anthropologist 75 (1973) 1347-1357· R. Browning, Medieval and Modern Greek, Cambridge 1983, σ. 55· W. Treadgold, «The Break in Byzantium and the Gap in Byzantine Studies», Byzantinische Forschungen 15 (1990) 289-316· ο ίδιος «The Revival of Byzantine Learning and the Revival of the Byzantine State», The American Historical Review 84 (1979) 1245-1266· A. Cameron, «Byzantium and the Past in the Seventh Century: The Search for Redefinition», στο The Seventh Century: Change and Continuity, J. Fontaine, J. Hillgarth (εκδ.), London 1992, σ. 250-276· D. J. Sahas, «Cultural Interaction during the Umayyad Period. The ‘Circle’ of John of Damascus», ARAM 6 (1994) 35-66· E. Chrysos, «Illuminating Darkness by Candlelight: Literature in the Dark Ages», στο Actes du Colloque International Philologique Nicosie- Chypre 2000, Paris 2002, σ. 13-24.
11. Πρόχειρα, βλ. P. Lemerle, Ο πρώτος Βυζαντινὸς Ουμανισμός, Αθήνα 32001.
12. C. Mango, (εκδ.), Nikephoros Patriarch of Constantinople, Short History, (CFHB 13), Washington 1990 σ. 52.
13. Για την κοινωνική και πολιτική κατάσταση στην Βαλκανική και στην Μ. Ασία· βλ. Π.-Γ. Τσορμπατζόγλου, Εικονομαχία και κοινωνία στα χρόνια του Λέοντος Γ´ Ισαύρου. Συμβολή στην διερεύνηση των αιτίων, Κατερίνη 2002, σ. 149-206.
14. Βλ. Για μία συνολική θεώρηση· βλ. N. M. Kalogeras, Byzantine Childhood Education and its Social Role from the Sixth Century until the End of Iconoclasm (αδημ.διδ.διατρ.), Chicago 2000· H. Magoulias, «Education and Learning in the sixth and seventh Centuries as viewed in the Lives of Saints», Greek Orthodox Theological Review 21 (1976) 11-124· A. Tihon, «Enseignement Scientifique à Byzance», Organon 24 (1989) 89–108· A. Markopoulos, «Teachers and Textbooks in Byzantium Ninth to Eleventh Centuries», στο Networks of Learning. Perspectives on Scholars in Byzantine East and Latin West, c. 1000–1200, S. Steckel, N. Gaul, M. Grünbart (εκδ.), Berlin–Münster 2014, σ. 3-13, ιδιαιτέρως σημ. 2· R. Thomson, «Constantinople and Early Armenian Literature», στο Armenian Constantinople, R. G. Hovannisian, S. Payaslian (εκδ.), Costa Mesa, CA 2010, σ. 32. Πρβλ. Α. Μαρκόπουλος, «Από τη δομή του βυζαντινού σχολείου. Ο δάσκαλος, τα βιβλία και η εκπαιδευτική διαδικασία», Neograeca Bohemica 10 (2010) 5–13.
15. Σύμφωνα με την Σούδα, ο Τραϊανός, ήταν πατρίκιος και ήκμασε στα χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού Β΄ (685-695, 705-711). Έγραψε ένα χρονικό, που ήταν «πολύ αξιοθαύμαστο» (Σούδα, T 901). Η Σούδα τον περιγράφει ως «πολύ πιστό Χριστιανό, και πολύ ορθόδοξο». Το χρονικό πιστεύεται ότι κάλυπτε την περίοδο από τα τέλη του 7ου αι. (ίσως το 668), μέχρι περίπου το 713 ή το 720, και πιθανόν να χρησιμοποιήθηκε από τον Θεοφάνη τον Ομολογητή και τον πατριάρχη Νικηφόρο Α΄ ως πηγή για το έργο τους· βλ. C. Mango, R. Scott (εκδ.), The Chronicle of Theophanes Confessor. Byzantine and Near Eastern history AD 284-813, Oxford 1997, σ. liv, lvvvviii-xc.
16. Βλ. L. M. Whitby, «The Great Chronographer and Theophanes», BMGS 8 (1982) 1-20· Mango, R. Scott, The Chronicle of Theophanes Confessor, όπ.π.
17. Βλ. W. Treadcold, «The Break in Byzantium and the Gap in Byzantine Studies», BF 14 (1990) 308-309· Καρπόζηλος, Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι, όπ.π., σ. 613.
18. Βλ. «Georgios Choiroboskos (#2200)», στο Prosopographie der mittelbyzantinischen, Zeit: I. Abteilung (641–867), 2. Band: Georgios (#2183)- Leon (#4270), F. Winkelmann, R.-J. Lilie, Cl. Ludwig, Th. Pratsch, Il. Rochow (εκδ.), Berlin- N. York 2000, σ. 7-8.
19. Βλ. Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Ε´, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 521-522· H. Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, Β´, [ΜΙΕΤ], Αθήνα 1992, σ. 377, 381, 393, 409.
20. Βλ. Lemerle, Ο πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, όπ.π., σ.81-83.
21. Πολύ κατατοπιστική μελέτη για την κατάσταση της αναγνώσεως και του βιβλίου στο Βυζαντίο είναι του G. Cavallo, Η ανάγνωση στο Βυζαντίο, (= Lire a Byzance, Paris 2006), Αθήνα 2008.
22. Βλ. Α. Terian, «The Hellenizing School: Its Time, Place, and Scope of Activites Reconsidered», στο East of Byzantium: Syria and Armenia in the Formatine Period. Dumbarton Oaks Symposium 1980, Washington, D.C. 1982, σ. 183, σημ. 78.
23. Για τον Στέφανο Αθηναίο ή Αλεξανδρέα· βλ. H. Usener, De Stephano Alexandrino, Bonn 1880· A. Lumpe, «Stephanos von Alexandria und Kaiser Herakleios», Classica Mediaevalis. Dissertationes 9 (1973) 150-59· ο ίδιος, «Stephanos von Alexandria (Stephanus Philosophus)», Biographisch-Bibliographisches Kirchenlexikon, τ. 10, Herzberg 1995, στηλ. 1406-1409· W. Wolska- Conus, «Stephanus d’ Athènes et Stephanus d’ Alexandrie. Essai d’ identification et de biographie», REB 47 (1989) 5-89· Lemerle, Ο πρώτος Βυζαντινὸς Ουμανισμός, όπ.π., σ. 77-80, ιδιαιτέρως σημ. 29. Η παραγωγή του Στεφάνου είναι τεράστια και πολυμερής· έχει ασχοληθεί με θέματα λογοτεχνίας, φιλοσοφίας, ιατρικής, χημείας, αστρονομίας και έτσι εξηγείται η πολυθεματική παραγωγή των μαθητών του και όσων εμπνεύσθηκαν από την «σχολή» του· βλ. E. Chauvon, Étude sur le Commentaire astronomique de Stephanos d’ Alexandrie, Louvain 1979–1980. Ακόμη, βλ. M. Papathanassiou, «Stephanus of Alexandria: Pharmaceutical Notions and Cosmology in his Alchemical Work», Ambix 37 (1990) 121-133, 38 (1991) 112 (addenda)· η ίδια, «Stephanus of Alexandria: On the Structure and Date of His Alchemical Work», Medicina nei secoli 8 (1996) 247-266· η ίδια, «Στεφάνου: Aποτελεσματική πραγματεία ή το Ωροσκόπιο του Ισλάμ», στο Οι Επιστήμες στον Ελληνικό κόσμο, [ΚΝΕ/ΕΙΕ], Αθήνα 1997, σ. 107–117· η ίδια, «L’ oeuvre alchimique de Stéphanos d’ Alexandrie: Structure et transformations de la matière, unité et pluralité, l’ énigme des philosophes», στο L’ alchimie et ses racines philosophiques. La tradition grecque et latradition arabe, Cr. Viano (εκδ.), Paris 2005, σ. 113–133· η ίδια, «Stephanos of Alexandria: A Famous Byzantine Scholar, Alchemist and Astrologer», στο The Occult Sciences in Byzantium, P. Magdalino, M. Mavroudi (εκδ.), Geneva 2006, σ. 163-203· M. Roueché, «The Definitions of Philosophy and a New Fragment of Stephanus the Philosopher», JÖB 40 (1990) 107-128· ο ίδιος, «Stephanus the alexandrian philosopher, the kanon and a seventh-century millennium», Journal of the Warburg and Courtauld Institutes 74 (2011) 1-30· ο ίδιος, «Stephanus the Philosopher and Ps. Elias: a Case of Mistaken Identity», BMGS 36 (2012) 120-138. Για τις σχέσεις Ιωάννου Φιλοπόνου και Στεφάνου· βλ. R. Vancourt, Les Derniers Commentateurs alexandrins d' Aristote. L' école d' Olympiodore. Étienne d' Alexandrie, Facultés Catholiques, Lille, 1941· H. Blumenthal, «John Philoponus and Stephanus of Alexandria: Two Neoplatonic Christian Commentators on Aristotle?», στο Neoplatonism and Christian Thought, D. J. O’ Meara (εκδ.), Albany NY 1982, σ. 54- 66, υποσημ. σ. 244-246· πρβλ. F. de Haas, John Philoponus' new definition of prime matter: aspects of its background in neoplatonism and the ancient commentary tradition, Leiden 1997. Στην Κπολη ο Στέφανος συνδέθηκε με τον διάσημο γιατρό Θεόφιλο (603 ή 610-641) γνωστό με τον τίτλο του Πρωτοσπαθάριου, από το τιμητικό αξίωμα που απέκτησε υπηρετώντας ως αρχίατρος στην αυλή του αυτοκράτορα Ηράκλειου. Φαίνεται ότι οι δυο τους συνεργάστηκαν και στην συγγραφή. Από το περιβάλλον αυτό αναδείχθηκαν πολλοί μαθητές και συνεργάτες, οι οποίοι συνέχισαν την παράδοση της «σχολής»· βλ. W. Conus-Wolska, «Les commentaires de Stephanos d'Athènes au Prognostikon et aux Aphorismes d' Hippocrate: de Galien à la pratique scolaire alexandrine», REB 50 (1992) 5-86· η ίδια, «Stephanos d' Athènes (d'Alexandrie) et Théophile le Prôtospathaire, commentateurs des Aphorismes d'Hippocrate, sont-ils indépendants l'un de l'autre?,» REB 52 (1994) 5-68.
24. Για την μεταφραστική τεχνική της εποχής· γενικά, βλ. A. Rigolio, «Translation of Greek Texts in Late Antiquity», στο Encyclopedia of Ancient Greek Language and Linguistics, G. K. Giannakis, (εκδ.), 3, Leiden 2014, σ. 436-41· A.-M. Lewis, «Latin translations of Greek literature- the testimony of Latin authors», L' antiquité classique 55 (1986) 163-174· S. Brock, «Aspects of Translation Technique in Antiquity», GRBS 20 (1979) 69-87. Για την «ελληνόφιλη σχολή» και την παραγωγή της· βλ. Thomson, The Armenian Version of the Works attributed to Dionysius the Areopagite, (μετφρ.), σ. VIII σημ. 3· S. La Porta, The Armenian Scholia on Dionysius the Areopagite. Studies on their literary and philological tradition, (CSCO 625), Louvain 2008 σ. 1, 88-123 και σημ. 3. Πρβλ. Ch. Mercier, «L' École hellénistique dans la littérature arménienne», Revue des Études Αrméniennes 13 (1978-1979) 59-74· A. Terian, «The Hellenizing School. Its Time, Place and Scope of Activities Reconsidered», στο N. Garsoian, T. Mathews, R.W. Thomson (εκδ.), East of Byzantium: Syria and Armenia in the Formative Period, (Dumbarton Oaks, Center for Byzantine Studies), Washington, DC 1982, σ. 175-186· V. Calzolari, M. Nichanian, «L’ École hellénisante», στο Âges et usages de la langue arménienne, M. Nichanian (εκδ.), Paris 1989, σ. 110- 130· G. Muradyan, «Notes on Some Linguistic Characteristics of the Hellenizing Translations», Le Muséon 112 (1999) 65-71· η ίδια, Grecisms in Ancient Armenian, Leuven 2012· η ίδια, «The Hellenizing School», στο Armenian Philology in the Modern Era: From Manuscript to Digital Text, V. Calzolari, M. Stone (εκδ.), [Brill], Leiden- Boston 2014, σ. 321-348. Ακόμη, βλ. στον τόμο Studies on the ancient Armenian version of Philo's works, S. Mancini Lombardi, P. Pontani (εκδ.), Leiden- Boston 2011, τις μελέτες: G. Muradyan, «The Armenian Version of Philo Alexandrinus. Translation Technique, Biblical Citations», σ. 51-85· P. Pontani, «Saying (almost) the Same Thing. On Some Relevant Differences between Greek-Language Originals and their Armenian Translations», σ. 125-154· M. E. Shirinian, «Philo and the Book of Causes by Grigor Abasean», σ. 155-189. Για την επίδραση των έργων αυτών στην ευρύτερη Αρμενική γραμματεία, βλ. P. Cowe, «Generic and Methodological Developments in Theology in Caucasia From the Fourth to Eleventh Centuries Within an East Christian Context», στο Il Caucaso: Cerniera fra Culture dal Mediterraneo alla Persia (secoli IV –XI), Spoleto 1996, σ. 669- 673· ο ίδιος, «Armenian Christology», όπ.π., σ. 32, σημ. 15. Ακόμη, βλ. την παρατήρηση της V. Calzolari: «Over the centuries Armenians maintained close and direct contacts with the Greek culture, by which they were deeply influenced. During the so-called ‘Dark Ages’ of Byzantium’s intellectual life, Armenia played an important role in the preservation of Greek cultural heritage, as much as the neighbouring Syriac speaking world, in particular for the transmission of Greek philosophical scholarship. The old centers of translations of Late Antique Armenia as well as the scriptoria and the libraries attached to the monastic schools of medieval Armenia contributed considerably to the reception and dissemination of the Greek scientific texts. These texts were first read and studied directly in Greek at the schools in which they were used as textbooks, and later translated into Armenian, consequently contributing to the formation of a distinctive Armenian cursus studiorum. This lecture deals with the Armenian ancient translations of Greek philosophical texts and pays particular attention to: 1) the relationships between the syllabus of the Neoplatonic schools of Athens and Alexandria in Late Antiquity (5th-6th c.), and the Armenian philosophical corpus; 2) the works (Greek and Armenian) of David, the “Invincible” philosopher and the tradition of the “continuous commentaries” on Aristotelian logic in Armenia: Definitions and Divisions of Philosophy (Prolegomena Philosophiae), Commentary on Porphyry's Isagoge, Commentary on Aristotle's Categories, Commentary on Aristotle's First Analytics. More generally, the lecture focuses on the ways in which Greek thought was transmitted into the Armenian tradition, as well as on the circulation of ideas and cultural exchanges between East and West in the late Antiquity», στο http://cems.ceu.edu/events/2013-01-31/david-the-invincible-and-the-transmission-of-greek-philosophy-in-armenia-in-late-a.
25. Βλ. παρακάτω σημ. 26, 27.
26. Βλ. B. Contin, «Il Corpus Davidicum armeno nella tradizione neoplatonica e nello sviluppo del pensiero armeno», Mediaeval Sophia, e-review 1 (2007) 31-35, στο www.mediaeval sophia. it.
27. Βλ. J.-P. Mahé, «David l'Invincible dans la tradition arménienne», στο Simplicius commentaire sur les categories, I. Hadot (εκδ.), Leiden 1990, σ. 189-207· V. Calzolari, J. Barnes (εκδ.), L’œuvre de David l’invincible et la transmission de la pensée Gecque dans la tradition Arménienne et Syriaque, Leiden- Boston 2009, ιδιαιτέρως τα κεφ. J. Barnes, «David and the Greek Tradition», σ. 3-14· V. Calzolari, «David et la tradition arménienne», σ. 15-36· S. Arevshatyan, «David the Invincible in Armenia and other Countries: the Fate of his Legacy», σ. 175-180.
28. Carlozari: «Τhe works (Greek and Armenian) of David, the “Invincible” philosopher and the tradition of the “continuous commentaries” on Aristotelian logic in Armenia: Definitions and Divisions of Philosophy (Prolegomena Philosophiae), Commentary on Porphyry's Isagoge, Commentary on Aristotle's Categories, Commentary on Aristotle's First Analytics», όπ.π., σημ. 24. Ακόμη, M. Papazian: «Ιt suggests that the Armenian commentator was familiar with the Stephanus commentary and made extensive use of it in composing his own commentary. And this should not surprise us, since Stephanus appears to have had an Armenian connection. According to Wolska-Conus, in her article ‘Stephanus d’Athènes et Stephanus d’ Alexandrie. Essai d’identification et de biographie’ (REB 47(1989), the Alexandrian Stephanus who wrote the commentaries on Aristotle is identical to the medical commentator Stephanus of Athens. If this is the case, then Stephanus was born in Athens in the mid-500s, studied at Alexandria, was for a time a student of John Philoponus and an adherent of monophysitism, and subsequently was appointed to a chair at Constantinople where he was the teacher of Tychikos, himself the teacher of Anania Shirakatsi. It is tempting to suggest that perhaps the Armenian De Interpretatione commentary is the product of a philosophical school or milieu in Armenia that is later than and distinct from that associated directly with Alexandria, David, and the school of Olympiodorus, and dependent instead on Stephanus and his students at Constantinople. This would account for the many similarities with the Stephanus commentaries and the absence of any borrowings from the remnants of the Olympiodorus commentary. It may also account for the linguistic features of the Armenian commentary that set it apart from the standard David corpus. It is my hope that further work on this commentary and its relation to the other ancient commentaries will allow us to assess the plausibility of the very tentative thesis that I present today», στο «A Medieval Armenian Commentary on the De Interpretatione», στο https://www.academia.edu/11510745/A_Medieval_Armenian_Commentary_on_the_De_Interpretatione.
29. Η μαρτυρία αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον διότι αναδεικνύει την Τραπεζούντα ως ένα μορφωτικό κέντρο ανταγωνιστικό της Κπόλεως.
30. Βλ. F. Conybeare, (μετάφρ.), «Ananias of Shirak (A.D. 600-650). Autobiography», BZ 6 (1897) 572-574· H. Berberian, «Autobiographic d'Anania Sirakac'i», Revue des Études Arméniennes 1 (1964) 189-194· R. H. Hewsen, «Science in Seventh-Century Armenia: Ananias of Sirak», Isis 59 (1968) 32-35· Lemerle, Ο πρώτος Βυζαντινὸς Ουμανισμός, όπ.π., σ. 77-80, ιδιαιτέρως σημ. 31, 32· J.-P. Mahé, «Quadrivium et cursus d’études au VIIe siècle en Arménie et dans le monde byzantin d’après le "K’nnikon" d’ Anania Sirakac’i», TM 10 (1987) 159-206· J. Greppin, «Comments on Early Armenian Knowledge of Botany as Revealed in the Geography of Ananias of Shirak», Journal of the American Oriental Society 115 (1995) 679- 684. Ακόμη, βλ. Χ. Μπαρτικιάν, Το Βυζάντιον εις τας Αρμενικάς πηγάς, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 60-64· M. Roueché, «Byzantine Philosophical Texts of the Seventh Century», JÖB 23 (1974) 61-76· ο ίδιος, «A Middle Byzantine Handbook of Logic Terminology», JÖB 29 (1980) 71-98. Πρβλ. Wolska- Conus, «Stephanus d’ Athènes et Stephanus d’ Alexandrie», όπ.π., σ. 20-24.
31. Για τον Στέφανο Αθηναίο ή Αλεξανδρέα, βλ. παραπάνω σημ. 23.
32. Βλ. P. Lemerle, “Note sur les données historiques de l' Autobiographie d' Anania de Shirak», Revue des Études Arméniennes 1 (1964) 105-202· Hewsen, «Science in Seventh-Century Armenia: Ananias of Sirak», όπ.π., 32-35· Wolska- Conus, «Stephanus d’Athènes et Stephanus d’ Alexandrie», όπ.π., σ. 20- 33· G. Cavallo, «Theodore of Tarsus and the Greek culture of his time», στο Archbishop Theodore: Commemorative Studies on His Life and Influence, M. Lapidge (εκδ.), Cambridge 1995, επανέκδ. 2006, σ. 54-63· Papathanasiou, «Stephanos of Alexandria: A Famous Byzantine Scholar, Alchemist and Astrologer», όπ.π., σ. 164, σημ. 2· R. Thomson, «Constantinople and Early Armenian Literature», στο Armenian Constantinople, R. G. Hovannisian, S. Payaslian (εκδ.), Costa Mesa, CA 2010, σ. 33· T. Greenwood, «A Reassessment of the Life and Mathematical Problems of Anani Širakac'i», Revue des Études Arméniennes 33 (2011) 131-186.
33. Στην αρχή της βιογραφίας του, ο Ανανίας, αναφέρει ότι ασχολήθηκε με την συλλογή έργων της αρμενικής λογοτεχνίας και προφανώς εννοεί ότι έγραψε, ή εξέδωσε κείμενα. Ένα μεγάλο μέρος αυτών στην πορεία κυκλοφόρησαν με ονομάτα άλλων, ή ανώνυμα, με συνέπεια, τελικά, να είναι υποπολλαπλάσιος ο αριθμός των έργων που αποδίδονται στον Ανανία· βλ. Hewsen, «Science in Seventh-Century Armenia: Ananias of Sirak», όπ.π., σ. 45· Mahé, «Quadrivium et cursus d’études au VIIe siècle en Arménie et dans le monde byzantin d’après le "K’nnikon" d’ Anania Sirakac’i», όπ.π., σ. 164-166· Wolska- Conus, «Stephanus d’ Athènes et Stephanus d’ Alexandrie», όπ.π., σ. 24· M. Stone, R. Ervine (εκδ.), The Armenian Text of Epiphanius of Salamis' On Weights and Measures, (CSCO), Louvain 2000, σ. 29-33. Το ύφος του Ανανία είναι αρκετά συνοπτικό, με εμφανή σημάδια της ελληνικής επιρροής όπως άλλωστε σε όλους τους Αρμενίους συγγραφείς της εποχής του, αν και δεν είναι τόσο αισθητή σε αυτόν, όσο στους άλλους της εποχής του, ή δύο αιώνες νωρίτερα· βλ. H. Thorossian, Histoire de la litterature Armenienne des origines jusqu'a nos jours, Paris 1951, σ. 107. Για τις επιρροές, βλ. την παρατήρηση του Hewsen: «Xrlopean has addressed himself to the problem of the sources with some attention and has found that Ananias was heavily influenced by Elise's An Interpretation of Creation by an Interpretation of the Categories of Aristotle by an unknown author, and by the works of David Anhaxt, who, beginning with Aristotle's views, criticized Plato, Pyrrho, and Porphyry and thereby firmly established neo-Platonism in Armenian thought», στο, «Science in Seventh-Century Armenia: Ananias of Sirak», όπ.π., σ. 40.
34. Αστρονομικά, μαθηματικά, γεωγραφικά· βλ. Hewsen, «Science in Seventh-Century Armenia: Ananias of Sirak», όπ.π., σ. 40-45· Wolska- Conus, «Stephanus d’ Athènes et Stephanus d’ Alexandrie», όπ.π., σ. 24-33.
35. Ο Στέφανος είναι γνωστός στην Βυζαντινή ιστορία και λογοτεχνία από μία επιστολή την οποία του είχε απευθύνει ο Γερμανός Κπόλεως και η οποία διασώζεται στην Ελληνική Πατρολογία σε λατινική μετάφραση. Πέρα από την επιστολή αυτή υπάρχει εκτενής αλληλογραφία μεταξύ των δύο ανδρών, η οποία σώζεται στην Αρμενική Βίβλο των Επιστολών, (Girk' T'ght'ots'], Tiflis 1901, σ. 358-395. Για τον Στέφανο, την αλληλογραφία και το έργο του· βλ. Π.-Γ. Τσορμπατζόγλου, «Γερμανός πατριάρχης Κπόλεως (±650-730) και Στέφανος μητροπολίτης Συνής ή Σιουνίκ (±685-735)», Βυζαντιακά, προσεχώς, όπως οι πηγές και τα σχετικά προβλήματα. Για την ζωή και την δράση και Στεφάνου μητροπολίτου Σουνίκ διαθέτουμε, πέρα από τις παραπάνω επιστολές, το βασικό έργο (14ος) αι. του Step‛annos Ōrbēlean, ο οποίος έγραψε για την ιστορία της επισκοπής του Σουνίκ ή Συνής και εκεί αναφέρεται για τον βίο και την δράση του ενδόξου προκατόχου του· κριτ. έκδ. από K. Shahnazarean, Paris 1859· γαλλ. μετάφρ. από Μ. Brosset, Histoire de la Siounie, St. Petersburg 1864· αγγλ. μετάφρ. από R. Bedrosian, History of the State of Sisakan, Ι, ΙΙ, Long Branch, N. Jersey 2012 την οποία και χρησιμοποιούμε στο παρόν. Άλλες πηγές, το τρίτο βιβλίο του Movsēs Dasxuranc'i, αγγ. μεταφρ. C. F. J. Dowsett, The History of the Caucasian Albanians, London 1961· το έργο του Kirakos Gandzakets'i, (κριτική έκδ. από K.A. Melik'-Ohanjanyan, Erevan 1961), γαλλ. μετάφρ. από M. Brosset, «Histoire de l’Arménie par le vartabed Kiracos de Gantzac», στο Deux historiens arméniens, St. Petersburg 1870, σ. 1-194· αγγλ. μετάφρ. από R. Bedrosian, History of the Armenians, N. York 1986· το έργο του Mxit‛ar of Ayrivank‛, «Record of the History of the Most Blessed, Holy and Glorious Patriarch Stephen the Bishop of Siwnik»’, στο Garegin Tēr-Yovsēp‛eanc‛, Mxit‛a Ayrivanec‛i: Noragiwt arjanagrut‛iwn ew erker [Mxit‛ar of Ayrivank‛: Newly Discovered Inscription and Works], Jerusalem 1931. Για μία σύνοψη και αξιολόγηση των πηγών, βλ. S. Gero, Iconoclasm of Leo III, Louvain 1973, appendix C, «Stephen of Siwnik in Byzantium», σ. 143-149· M. D. Findikyan, (έκδ.-μετάφρ.), The commentary on the Armenian daily office by bishop Step'anos Siwnec'i (d. 735): critical edition and translation with textual and liturgical analysis, (OCA), Roma 2004, σ. 40-57· Ι. Dorfmann- Lazarev, «Travels and Studies of Stephen of Siwnik (c.685–735): Redefining Armenian Orthodoxy Under Islamic Rule», στο Heresy and the Making of European Culture. Medieval and Modern Perspectives, Α. Roach, J. Simpson (εκδ.), [Ashgate], Farnham 2013, σ. 357-368· S. La Porta, «Purging John of Scythopolis. A Miaphysite Redaction of the Scholia on the Corpus Dionysiacum and its Armenian Version», Le Muséon 126 (2013) 55 σημ. 61, 56 σημ. 65· M. Papazian, Stepanos Siwnetsi: Commentary on the Four Evangelists, [SIS Publications], N. York 2014, σ. 9-17.
36. Ο βασικός οδικός άξονας επικοινωνίας Αρμενίας-Κπόλεως διερχόταν απο την εσωτερική πλευρά των ορεινών όγκων του Πόντου, δηλ. της Χαλδίας, της Παφλαγονίας της Βιθυνίας για να καταλήξει στην Νίκαια, και μέσω Νικομήδειας στην Κπολη. Πιθανότατα ο μακρύς αυτός δρόμος είχε αφετηρία το Δούβιο των Βυζαντινών, το αρμενικό Dwin. Με συνολικό μήκος, σύμφωνα με τις αποστάσεις που παραθέτει ένα αρμενικό Οδοιπορικό του 10ου αι. ήταν 875 αρμενικά μίλια, και ο δρόμος αυτός διερχόταν από την Θεοδοσιούπολη, την μυστηριώδη «συνοριακή τάφρο», η οποία είναι δύσκολο να εντοπιστεί, την Κολώνεια, την Νεοκαισάρεια, την Αμάσεια, τη Γάγγρα και την Άγκυρα και κατέληγε στην Κωνσταντινούπολη· βλ. H. A. Manandian, The Trade and Cities of Armenia in Relation to Ancient World Trade, αγγλ. μτφρ. N. G. Garsoian, Lisbon 1965, σ. 163. Μία σειρά συνδέσεων στον άξονα Βορρά-Νότου έφερναν σε επαφή τους παράλιους οικισμούς του Πόντου με τις αρτηρίες της ενδοχώρας και στην συνέχεια με τις μεγάλες πόλεις του εσωτερικού, ακολουθώντας συνήθως τις κοιλάδες των ποταμών. Οι συνδέσεις αυτές ήταν οι εξής: από την Σινώπη προς την κοιλάδα της Άμνιας, από τις Παύρες κατά μήκος του ποταμού Άλυ, από την Αμισό κατά μήκος του ποταμού Ίριδος προς τη Μαγνόπολη και την Αμάσεια, από το Οιναίον προς τη Νεοκαισάρεια και περαιτέρω την Σεβάστεια· από την Κερασούντα προς την Κολώνεια και περαιτέρω στην Νικόπολη και τον ποταμό Ευφράτη ή την Σεβάστεια, από την Τρίπολη και την Τραπεζούντα προς τα Σάταλα (Κάμαχο) και περαιτέρω τη Θεοδοσιούπολη, από το Ριζαίον προς τη Θεοδοσιούπολη, από τις Αθήνες προς την Συσπιρίτιδα και το Φαράγγιον. Σημαντικότερες από τις προαναφερόμενες συνδέσεις ήταν αυτές που κατέληγαν στην Αμισό και την Τραπεζούντα· βλ. A. Bryer, D. Winfield, The Byzantine Monuments and Topography of Pontos, Ι, Washington D. C. 1985, σ. 39 κε. Για το οδικό δίκτυο, βλ. Δ. Δρακούλης, Η περιφερειακή οργάνωση των οικισμών της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο (4ος-6ος αι), Β´, Ποντική-Ανατολική-Αιγυπτιακή, [ΚΒΕ], Θεσσαλονίκη 2010, σ. 5-7, χάρτες Δ. 4.α, β· 4 Δ. 4.1.8-10· ο ίδιος, «Συμβολή στη μελέτη της Επαρχίας Βιθυνίας κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο», στο Φιλοτιμία. Τιμητικός τόμος για την Ομότιμη Καθηγήτρια Αλκμήνη Ζαφράκα, Θεσσαλονίκη 2011, σ. 147- 172· J. Koder, Το Βυζάντιο ως χώρος. Εισαγωγή στην Ιστορική Γεωγραφία της Α. Μεσογείου στη Βυζαντινή Εποχή, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 99, 101, εικ. 7· Οδικό Δίκτυο στη Μ. Ασία (Βυζάντιο): http://asiaminor.ehw.gr/.
37. Η σύνδεση του Στεφάνου με την Αθήνα, πιστεύω ότι σχετίζεται περισσότερο με την ιδιαίτερη εκτίμησή του για το Αρεοπαγιτικό έργο, ως μεταφραστής και σχολιαστής, παρά ως αυτοπρόσωπη επίσκεψη στην πάλαι ποτέ πόλη της σοφίας. Η ακτινοβολία της Αθήνας, πάντως, παραμένει αμείωτη στο διεθνές στερέωμα ακόμη την εποχή αυτή· όσοι δεν γνωρίζουν την κατάσταση στην οποία έχει περιπέσει η Αθήνα στους μετά τον Ιουστινιανό αιώνες αναπαράγουν την φήμη του παρελθόντος. Όπως οι Αρμένιοι έτσι και οι Λατίνοι της Ρώμης θεωρούν θετικό στοιχείο ότι κάποιος από την Ανατολή έχει σπουδάσει στην Αθήνα όπως ο Θεόδωρος ο Ταρσέας μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Αγγλίας· βλ. Π.- Γ. Τσορμπατζόγλου, «Θεόδωρος αρχιεπίσκοπος Καντέρμπουρυ (Canterbury). Ένας Έλληνας από την Ταρσό της Κιλικίας στην Αγγλία, (668-690). Παρατηρήσεις και επισημάνσεις στον βίο και την δράση του», ΕΕΘΣΑΠΘ/Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας 14 (2009) 231-235· Α. Kaldellis, The Christian Parthenon. Classicism and Piligrimage in Byzantine Athens, Cambridge 2009, σ. 67-67.
38. Βλ. Gero, Iconoclasm of Leo III, όπ.π., σ. 146–147. Ο βιογράφος του Στεφάνου προφανώς έχει υπόψη του την αυτοβιογραφία του Ανανία του Σιράκ (600-650) την οποία και μιμείται. Για τον Ανανία, βλ. παραπάνω οικείο τόπο.
39. Κηνάριος, ή ἐπί τῆς τραπέζης· βλ. Kenarios, ODB, 2, σ. 1120· W. Seibt, «Kinarios- ein “neuer” Würdenträger an Hof des Byzantinischen Kaisers», Handēs Amsōreay 88 (1974) 369- 380. Πρβλ. Μ. Γερολυμάτου, «Βασιλικά κτήματα, βασιλικά εργοδόσια. Σχετικά με την τροφοδοσία και τον ανεφοδιασμό του Ι. Παλατίου, (9ος- 11ος αι.», Βυζαντινά Σύμμεικτα 17 (2005) 87-110, ιδιαιτέρως σ. 88. Υπάρχει και σχετική σφραγίδα, βλ. Zacos-Vegleri, I, αρ. 600. Ακόμη, βλ. R. Thomson, «Les Voyageurs arméniens à Byzance et leur connaissance du grec», στο Voyages et voyageurs à Byzance et en Occident du VIe au XIe siècle, A. Dierkens, J.-M. Sansterre (εκδ.), Genève 2000, σ. 108-110· La Porta, «Purging John of Scythopolis», σ. 48, 59 και σημ. 17, 81. Δύσκολα μπορεί να ταυτισθεί ο αναφερόμενος Δαυίδ με άλλα συνώνυμα πρόσωπα της εποχής· βλ. V. Inglisian, Die armenische Literature, Leiden-Koln 1963, σ. 170-173· W. Thomson, A Bibliography of Classical Armenian Literature to 1500 A.D., (Corpus Christianorum), Turnhout 1995, σ. 107-111· Findikyan, The commentary on the Armenian daily office by bishop Step'anos Siwnec'i, όπ.π., σ. 34. Ο Step‘anos Orbelean, αναφέρει ότι συνεργάσθηκαν επίσης οι δύο τους στην εκπόνηση ενός υπομνήματος στην Γένεση· βλ. παραπάνω σημ. 35· M. Papazian, «Origen's Commentaries as Sources for Step'anos Siwnec'i's Commentary on the Gospels», Le Museon 117 (2004) 511.
40. Ολοκλήρωσε την μετάφραση του Διονυσίου το δεύτερο έτος της βασιλείας του Βαρδάνη-Φιλιππικού, σύμφωνα με την καταγραφή στον κολοφώνα του χφ. αρ. 73 της Bodleian Library, βλ. S. Baronian, F. C. Conybeare, Catalogue of the Armenian Manuscripts in the Bodleian Library, Oxford 1918, αρ. 73, στ. 169-170. Των χφφ. Jerusalem MSS 451, 1120, 1328, 1386 και Jerusalem MS 270 B σ. 3· βλ. Terian, «The Hellenizing School: Its Time, Place, and Scope of Activites Reconsidered», όπ.π., σ. 182, σημ. 68· Dorfmann-Lazarev, «Travels and Studies of Stephen of Siwnik», όπ.π., σ. 362 σημ. 35, 363 σημ. 41. Για μία συνολική θεώρηση, βλ. R. W. Thomson, Armenian Version of the Works Attributed to Dionysius the Areopagite, (CSCO 488), Louvain 1987 και η μεταφρ. (CSCO 489), Louvain 1987, εισαγωγή σ. VII-XV και παρακάτω στο παράρτημα.
41. Στον κολοφώνα των χφφ. αρ. 69 και 70 της Bodleian Library υπάρχει σχετική σημείωση· βλ. Gero, Iconoclasm of Leo III, όπ.π., σ. 148.
42. Στον κολοφώνα των χφφ. αρ. Jerusalem MSS 1862 (Νεμέσιος), και 390 (Γρηγόριος) υπάρχει σχετική μαρτυρία· βλ. Terian, «The Hellenizing School», όπ.π., σ. 182, σημ. 69.
43. Βλ. V. Artujunova- Fidanian, «The Etho-Confessional Self-Awareness of Armenian Chalcedonians», Revue des Études Arméniennes 21 (1988-1989) 345-363, ιδιαιτέρως σ. 348-355.
44. Βλ. Papazian, Stepanos Siwnetsi: Commentary on the Four Evangelists, όπ.π., σ. 9- 10 και ο ίδιος, σημειώνει, «While more research must be done to support a stronger case, one may surmise that the Armenian Hellenizing School was essentially an offshoot of what may be called the “School of Stephanus of Athens” in Constantinople, remnants of which Stepanos of Siwnik may have come into contact with during his sojourn in Constantinople in the early eighth century», The sources of Stepanos of Siwnik's Commentary on the Gospels, σ. 7, στο
https://www.academia.edu/850264/The_sources_of_Stepanos_of_Siwniks_Commentary_on_the_Gospels. Περισσότερα για την «ελληνόφιλη σχολή» και την παραγωγή της, βλ. παραπάνω οικείο τόπο.
45. Βλ. παραπάνω σημ. 4-6.
46. Βλ. παραπάνω σημ. 40.
47. Μία εικόνα της λαμπρότητος των ακολουθιών της Μεγάλης Εκκλησίας διασώζεται στον Βίο Στεφάνου του Νέου· βλ. M.-F. Auzépy, (έκδ.- γαλλ. μετάφρ.), La Vie d' Étienne le Jeune par Étienne le Diacre, (Birmingham Byzantine and Ottoman Monographs 3), Aldershot 1997, σ. 94-96.
48. Βλ. Book of Letters, σ. 418· Bedrosian, S. Orbelean, History of the State of Sisakan, όπ.π., σ. 70· Le Synaxaire, σ. 768. Πρλ. Dorfmann-Lazarev, «Travels and Studies of Stephen of Siwnik», όπ.π., σ. 366 σημ. 62 και σ. 367 σημ. 69. Η παρατήρηση αυτή, μάλλον, υπηρετεί τις μεταγενέστερες εκκλησιαστικές σκοπιμότητες και λιγώτερο την πράξη στα χρόνια του Στεφάνου, αφού ο Δαυίδ ύπατος και κηνάριος ήταν Χαλκηδόνιος, όπως πολλοί, αν όχι όλοι, οι Αρμένιοι του κύκλου της «ελληνόφιλης» σχολής και δεν υπήρχε σαφής διαχωρισμός· βλ. παρακάτω σημ. 74.
49. Για το ομιλητικό έργο του Γερμανού Κπόλεως· βλ. Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Ε´, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 349- 350, 381· Κ. Σταυριανός, Ο άγιος Γερμανός Α´ ο Ομολογητής πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Συμβολή στην περίοδο της Εικονομαχίας, Αθήνα 2003, σ. 88-105· Α. Kazdan, The History of Byzantine Litterature, Ι, [ΕΙΕ/ΙΒΕ], Αθήνα 1999, σ. 59-64. Πρβλ. Π.- Γ. Τσορμπατζόγλου, «Ο Ανδρέας Κρήτης (660-740) και ο πιθανός χρόνος συγγραφής του Μεγάλου Κανόνος (CPG 8219)», Βυζαντινά 24 (2004) σ. 16-17, σημ. 40· M.-F. Auzépy, «Les patriarches: Germain et Constantin», στο L’ Hagiographie et l’ Iconoclasme Byzantin. Le cas de la Vie d’Étienne le Jeune, [Ashgate], Aldershot 1999, σ. 289- 300.
50. Βλ. Τσορμπατζόγλου, «Ο Ανδρέας Κρήτης (660-740)», όπ.π., σ. 7-42· ο ίδιος, «Η Εκκλησιαστική πολιτική του Βαρδάνη- Φιλιππικού», όπ.π., σ. 278-286· M.-F. Auzépy, «Les homélies d’André de Crète», στο L’ Hagiographie et l’ Iconoclasme Byzantin, όπ.π., σ. 131-144.
51. Σε κώδικες της Βατικανής Βιβλιοθήκης (371, 372, 374, 376) αναφέρονται σχόλια του Γερμανού στον Διονύσιο Αρεοπαγίτη. Ο αντιγραφέας, όμως, επειδή γνωρίζει την ύπαρξη των και σχολίων του Μαξίμου του Ομολογητού κάνει εξαρχής την διευκρίνηση: «ὅσα μέν ἔχουσι τόν ἀριθμόν σχόλια εἰσί Γερμανοῦ πατριάρχου· ὅσα ἄνευ ἀριθμοῦ, Μαξίμου μοναχοῦ», παρά ταύτα στην ώα σημειώνει: «συγχώρησον, ἀδελφέ, ὅτι ἐγώ τῶν δύο ἕνα ἀριθμό τέταχα τοῦ βιβλίου», PG 87-88. Η παρατήρηση αυτή δηλώνει ότι σε κάποια αρχική μορφή ο Γερμανός είχε χρησιμοποιήσει ως βάση των σχολίων του ένα χφ του Διονυσίου Αρεοπαγίτη, στο οποίο είχε ενσωματωμένο τα σχόλια τα αποδιδόμενα στον Μάξιμο (Group II, 2)· παρομοίως συμβαίνει και με τον σχολιασμό του Ανδρέα Κρήτης (Group II, 1). Bλ. B. Suchla, (εκδ.), Corpus Dionysiacum, IV, 1, Ioannis Scythopolitani prologus et scholia in Dionysii Areopagitae librum «De divinis nominibus» cum additamentis interpretum aliorum, Berlin- N. York 2011, σ. 43-44, 50-51· La Porta, «Purging John of Scythopolis», σ. 46- 47.
52. «Ἱστορία Ἐκκλησιαστική καί μυστική θεωρία», PG 98, 384-453. Βλ. Χρήστου, Πατρολογία, όπ.π., σ. 348-349, 381· Σταυριανός, Άγιος Γερμανός Α´, όπ.π., σ.109-110· St. Parsons, «The Historia Ecclesiastica of Germanus I of Constantinople», Εκκλησία και Θεολογία 3 (1982) 5- 66· Kazhdan, The History of Byzantine Litterature, όπ.π., σ. 67-70. Πρβλ. Dorfmann-Lazarev, «Travels and Studies of Stephen of Siwnik», όπ.π., σ. 365 σημ. 55.
53. PG 98, 89A-132D. Βλ. Χρήστου, Πατρολογία, όπ.π., σ. 348· Σταυριανός, Άγιος Γερμανός Α´, όπ.π., σ.107-108· C. Garton, L. Westerink, On Predestined Terms of Life, Buffalo, NY 1979. Ακόμη, βλ. P. Mayendorff, St. Germanus of Constantinople on the Divine Liturgy. The Greek text with tranlation, introduction and commentary, Crestwood, NY 1984. Πρβλ. Bishop Auxentios, J. Thornton, «Three Byzantine Commentaries on the Divine Liturgy: A Comparative Treatment», GOThR 32 (1987) 35-57.
54. Βλ. R. W. Thomson, «The Armenian version of Ps. Dionysius Areopagita», Acta Jutlandica 27 (1982) 115- 124 (=Studies in Armenian Literature and Christianity, XIII, [Variorum], Aldershot 1994)· ο ίδιος, Armenian Version of the Works Attributed to Dionysius the Areopagite, (CSCO 488), Louvain 1987 και η μεταφρ. (CSCO 489), Louvain 1987. Ακόμη, βλ. Udo R. Jeck, «Philosophophische grundbegriffe des Ps.-Dionysius Areopagita in altarmenischer version», στο Denys l' Aréopagite et sa postérité en Orient et en Occident. Actes du Colloque International Paris 21-24 Septembre 1994, Ysabel De Andia (εκδ.), Paris 1997, σ. 200-223· S. La Porta, «The Reception and Influence of the Corpus of Works Attributed to Dionysius the Areopagite in the Medieval Armenian Spiritual Tradition», The Journal of the Faculty of Religious Studies, MacGill University 35 (2007) 211-226· ο ίδιος, «Two Visions of Mysticism: The Corpus Dionysiacum and the Book of Lamentation», Revue Théologique de Kaslik 3-4 (2009-2010) 243-257· ο ίδιος, «Purging John of Scythopolis», όπ.π., 48, και παραπάνω σημ. 22. Πρβλ. S. Arevsatyan, «David l’ Arménien et Denys l’ Aréopagite», στο L' Arménie et Byzance: histoire et culture, N. Garsoïan (εκδ.), Paris 1996, σ. 1-5.
55. Βλ. S. La Porta, The Armenian Scholia on Dionysius the Areopagite. Studies on their Literary and Philological Tradition, (CSCO 625), Louvain 2008, ιδιαιτέρως σ. 130, σημ. 50.
56. Βλ. M. D. Findikyan, The Commentary on the Armenian Daily Office by Bishop Step`anos Siwnec`i (735): Critical Edition and Translation with Textual and Liturgical Analysis, (OCA 270), Rome 2004, εισαγωγικά περί του συγγραφέως, σ. 40-57. Ακόμη, βλ. M. Findikyan, «Bishop Stepanos Siwneci: A Source for the Study of Medieval Armenian Liturgy», Ostkirchliche Studien 44 (1995) 171-196.
57. ΡG 44, 124-256. Βλ. Thomson, A Bibliography of Classical Armenian Literature, όπ.π., σ. 201· M. Grigorean, Step‘anos Siwnec‘i, Beirut 1958, στο http://rbedrosian.com/awriters_bios08.htm. Για τον Γρηγόριος Νύσσης και έργο του «Περί κατασκευής τοῦ ἀνθρώπου»· βλ. Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Δ´, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 166-167, 186-192.
58. ΡG 40, 483-818. Βλ. Thomson, Bibliography of Classical Armenian, όπ.π.· Grigorean, όπ.π. Για τον Νεμέσιο και το έργο του, βλ. Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Γ´, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 294-298· Χ. Κοντάκης (πρόλογος), Γ. Πλεξίδας (εισαγ.-μετφρ.-σχόλ.), Νεμέσιος Εμέσης, Περί φύσεως ανθρώπου, Θεσσαλονίκη 2006.
59. Βλ. M. Stone, R. Ervine, The Armenian Text of Epiphanius of Salamis' On Weights and Measures, (CSCO 583), Louvain 2000.
60. Σε πολλά μεταγενέστερα ερμηνευτικά υπομνήματα της Αγίας Γραφής υπάρχουν αναφορές από τους συντάκτες ότι λαμβάνουν υπόψη τους τα έργα του Στεφάνου, δίχως όμως ακριβείς παραπομπές· βλ. V. Nersessian, The Bible in the Armenian Tradition, London 2001, σ. 41-44· Papazian, The sources of Stepanos of Siwnik's Commentary on the Gospels, όπ.π., σ. 2. Στα ερμηνευτικά έργα του ο Στέφανος χρησιμοποιεί εξαντλητικά, πολλές φορές κατά λέξη, τον Ωριγένη, καθόλου παράξενο αν ενθυμηθούμε ότι η αρχή της «ελληνόφιλης» σχολής εντοπίζεται στην Αλεξάνδρεια και στον Στέφανο τον Αθηναίο ή Αλεξανδρέα όπου κυριαρχεί ο Ωριγένης· βλ. M. Papazian, «Origen's Commentaries as Sources for Step'anos Siwnec'i's Commentary on the Gospels», Le Museon 117 (2004) 507-525.
61. Πρώτη εμφάνιση του αρεοπαγιτικού έργου παρατηρείται στις αρχές του 6ου αι.· πρόχειρα βλ. Π.-Γ. Τσορμπατζόγλου, «Η χρήση των Αρεοπαγιτικώνς έργων στη σύνοδο του Λατερανού (649) και στην Στ´ Οικουμενική σύνοδο», Θεολογία 79 (2008) 383-399· P. Rorem, J. Lamoreux, John of Scytholopis and the Dionysian Corpus, Oxford 1998, σ. 18-22.
62. Βλ. Χ. Μπαρτικιάν, Το Βυζάντιον εις τας Αρμενικάς πηγάς, [ΚΒΕ], Θεσσαλονίκη 1981, σ. 192-201, όπου και τα περιεχόμενα του βιβλίου· J. Lebon, «Les citations patristiques grecques du "Sceau de la Foi"», Revue d’ Histoire Ecclesiastique 25 (1929) 5-32· Thomson, Bibliography of Classical Armenian, όπ.π., σ. 196. Για περισσότερα, βλ. R. Thomson, «The Armenian version of Ps. Dionysius Areopagita», Acta Jutlandica 27 (1982) 115 (=Studies in Armenian Literature and Christianity, XIV, [Variorum], Aldershot 1994)· La Porta, The Armenian Scholia on Dionysius the Areopagite, όπ.π., σ. 1· ο ίδιος, «Purging John of Scythopolis», όπ.π., 61 σημ. 86. Εδώ θα πρέπει να κάνω μία αναγκαία επισήμανση· έχει παρατηρηθεί ότι τα ελληνικά κείμενα που μεταφράζονται και έχουν αντιαρειανική στόχευση, από τους μεταφραστές λαμβάνουν αντιχαλκηδόνια πολεμική διάσταση· βλ. R. Thomson, «The Transformation of Athanasius in Armenian Theology», Le Muséon 78 (1965) 47-68 (=Studies in Armenian Literature and Christianity, XIII, [Variorum], Aldershot 1994)· Porta, «Purging John of Scythopolis», όπ.π., σ. 61-62, σημ. 86, 88· Cowe, «Armenian Christology», όπ.π., σ. 32, σημ. 15. Άλλα έργα, τα οποία ήταν ανεπίδεκτα παρερμηνείας δεν μεταφράσθηκαν ποτέ, ή σε μεταγενέστερη εποχή όταν δεν υπήρχαν ορατές θεολογικές σκοπιμότητες· παράδειγμα για το πρώτο αποτελεί ο Λεόντιος ο Βυζάντιος και για το δεύτερο η παντελής απουσία από τους αρμενικούς κώδικες του κατά Λουκάν Ευαγγελίου πριν τον 12ο αι. της περικοπής που περιλαμβάνει την προσευχή του Xριστού στην Γεσθημανή, όπου αναφέρεται ότι, «καί ἐγένετο ὁ ἱδρώς αὐτοῦ ὡσεί θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες ἐπὶ τὴν γῆν» (22, 44), και η οποία κατ ᾽ εξοχήν είχε χρησιμοποιηθεί από το Mάξιμο Ομολογητή στην αντιμονοθελητικό του αγώνα προς επίρρωση του επιχειρήματος της υπάρξεως και ανθρωπίνου θελήματος στον Χριστό· βλ. Cowe, «Armenian Christology», όπ.π., σ. 34 σημ. 25, 48, σημ. 103. Για την ερμηνεία, βλ. PG 91, 65-70· Maximus the Confessor, “Opusculum 6: On the Two Wills of Christ in the Agony of Gethsemane,” στο On the Cosmic Mystery of Jesus Christ, P. Blowers, R. Wilken (μεταφρ.), Crestwood, N.Y 2003, σ. 173-176.
63. PG 4, 16-433, 527-576. Στις αρχές της δεκαετίας του 530 θα εμφανισθούν και τα πρώτα Σχόλια. Τα Σχόλια του Ιωάννου Σκυθοπολίτη έχουν αναμιχθεί από παλαιά με τα αντίστοιχα του Μαξίμου Ομολογητού, ώστε να φαίνεται αδύνατη η διάκρισή τους, αλλά με την βοήθεια των μεταφράσεων που προϋπάρχουν των σχολίων στα συριακά θεωρείται πλέον δυνατός ο διαχωρισμός· βλ. τις ενστάσεις του Perczel, «Once again on Dionysius the Areopagite and Leontius of Byzantium», όπ.π., σ. 67. Δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς την ταυτότητα του Ιωάννου συγγραφέως των Σχολίων, δεδομένου ότι μαρτυρούνται δύο ομώνυμα πρόσωπα με διάφορα, όμως, προσωνύμια, ο ένας ως επίσκοπος και ο άλλος ως σχολαστικός, δικηγόρος· έτσι, λοιπόν, δέχονται τον Ιωάννη ως επίσκοπο Σκυθοπόλεως, οι P. Rorem, J. Lamoreux, John of Scytholopis and the Dionysian Corpus, Oxford 1998, σ. 25-26· απεναντίας ο Χρήστου αναγνωρίζει αυτόν ως σχολαστικό (δικηγόρο) Σκυθοπολίτη· βλ. όπ.π., σ. 183-185. Πρβλ. Γ. Φλωρόφσκυ, Οι Βυζαντινοί πατέρες του έκτου, εβδόμου και ογδόου αιώνα, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 342. Για τον χρόνο συντάξεως των Σχολίων γενικά υπάρχει σύμπτωση, οι πρώτοι δέχονται το διάστημα 537-542 (σ. 36-39) και ο Χρήστου τα έτη μετά το 532 (σ. 186). Τα Σχόλια στο Αρεοπαγιτικό έργο από τον Ιωάννη συνετέλεσαν τα μέγιστα στην ακώλυτη αποδοχή του Διονυσίου από τους ορθόδοξους κύκλους, καθότι ο Σκυθοπολίτης, όχι μόνον διασαφήνισε κι ερμήνευσε πολλά από τα αμφιβαλόμενα και δυνατόν να παρεξηγηθούν στοιχεία. Η θεολογία του Διονυσίου σε πολλά σημεία δεν είναι σαφής, ή μάλλον αρκετά αμφιλεγόμενη· έτσι, λοιπόν, ο σχολιασμός του Ιωάννου ουσιαστικά ήταν η ορθόδοξη ερμηνεία των διφορούμενων σημείων και η εναρμόνιση με την θεολογία των συνόδων της Νίκαιας και της Χαλκηδόνας. Εκείνος πάντως που επέβαλε πάντως αμετάκλητα την ορθοδοξία του Διονυσίου αναμφιβόλως ήταν ο Μάξιμος ο Ομολογητής· βλ. J. Pelican, The Christian Tradition: A History of the Development of Doctrine, Β΄, Chicago 1974, σ. 65-66· ο ίδιος, «The place of Maximus Confessor in the history on Christian thought», στο Actes de Symposium sur Maxime le Confesseur, F. Heinzer, Ch. Schönborn (εκδ.), Fribourg 1982, σ. 396 κε· ο ίδιος, «Introduction», στο Maximus Confessor. Selected Writings, N. York 1985, σ. 6-7· ο ίδιος, «The Odyssey of Dionysian Spirituality», σ. 16-2· R. Wallis, (Neoplatonism, London 21995), =ελλην. μτφρ., Νεοπλατωνισμός, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 253- 254· P. Rorem, «The Doctrinal Concerns the First Dionysian Scholiast, John of Scythopolis», στο Denys l' Aréopagite et sa postérité en Orient et en Occident. Actes du Colloque International Paris 21-24 Septembre 1994, Y. De Andia (εκδ.), Paris 1997, σ. 188-200· Rorem, Lamoreaux, John of Scythopolis, όπ.π., σ. 77- 83· P. Allen, B. Neil, Scripta saeculi VII. Vitam Maximi Confessoris illustrantia una cum Latina interpretatione Anastasii Bibliothecarii, [Corpus Christianorum 39], Turnout-Louvain 1999, σ. ΧΙ-ΧΙΙ· πρβλ. Χρήστου, όπ. π., σ. 77· I. Perczel, «The Christology of Pseudo-Dionysius the Areopagite: The Fourth Letter in its Indirect and Direct Text Traditions», Le Muséon 117 (2004) 409- 446· V. Vranic, «The Christology of the Fourth Letter of Pseudo-Dionysius Areopagite- Chalcedonian or Monophysite», στο https://www. academia. edu/1044267.
64. Βλ. La Porta, «Purging John of Scythopolis», όπ.π., σ. 48 σημ. 18. Η πρώτη μετάφραση έγινε στα συριακά από τον Σεργίο, επίσκοπο Θεοδοσιουπόλεως (+536), ή Ρεσαΐνα και μάλιστα πριν την έκδοση των Σχολίων του Ιωάννη Σκυθοπολίτη· έτσι, λοιπόν, διασώζει την πρώτη μορφή του κειμένου πριν την μεταγενέστερη σύμμιξη με τα σχόλια των Ιωάννη Σκυθοπολίπη και Μαξίμου Ομολογητού· βλ. P. Serwood, «Sergius of Reshaina and the Syriac Versions of the Pseudo-Denis», Sacris Erudiri 4 (1952) 180,183· P. Rorem, «The Doctrinal Concerns the First Dionysian Scholiast, John of Scythopolis», στο Denys l' Aréopagite et sa postérité en Orient et en Occident. Actes du Colloque International Paris 21-24 Septembre 1994, Y. De Andia (εκδ.), Paris 1997, σ. 188-200· Rorem, Lamoraux, John of Schythopolis, όπ.π., σ. 37-39· πρβλ. H. Hugonnard-Roche, «Aux origines de l’ exégèce orientale de la logique d’ Aristote: Sergius de Res‘aina (+536), médecin et philosophe», Journal Asiatique 277 (1989) 5-6· ο ίδιος, «Note sur Sergius de Res‘aina, traducteur du grec en syriaque et commentateur d’ Aristote», στο The Ancient Tradition in Christian and Islamic Hellenism. Studies on the Transmission of Greek Philosophy and Sciences, dedicated to H. J. Drossaart Lulofs on his 90th birthday, G. Endress, R. Kruk (εκδ.), Leiden 1997, σ. 121-125· Χρήστου, Πατρολογία, Ε´, όπ.π., σ. 236-237· D. Goutas, (Greek Thought, Arabic Culture, London 1998), Η αρχαία Ελληνική σκέψη στον Αραβικό κόσμο, Αθήνα 2001, σ. 29-30. Για το έργο του Σεργίου· βλ. P. Sherwood, (εκδ.-μτφρ.), «Mimro de Serge de Rešayna sur la vie spirituelle», L’ Orient Syrien 5 (1960) 433-457· 6 (1961) 95-115, 121-156· I. Perczel, «Sergius of Reshaina’s Syriac Translation of the Dionysian Corpus: Some Preliminary Remarks», C. Baffioni (εκδ.), στο La diffusione dell’eredità classica nell’età tardo-antica e medievale. Filologia, storia, dottrina. Atti del Seminario nazionale di studio (Napoli-Sorrento, 29-31 Οttobre 1998), Alessandria 2000, σ. 79-94· ο ίδιος, «The Earliest Syriac Reception of Dionysius», στο Re-thinking Dionysius, S. Coakley, Ch. Stang, (εκδ.), Oxford, 2009, σ. 27-42. Σχεδόν δύο αιώνες μετά την μετάφραση του Σεργίου, ο Φωκάς βαρ Σέργιος περί το 708 –για τον χρόνο της μεταφράσεως, βλ. S. Brοck, «Jacob of Edessa’s discourse on the Μyron», Oriens Christianus 63 (1979) 21– επειδή θεωρούσε ελλιπή την μετάφραση του πρώτου φιλοπόνησε μια νέα στα συριακά από το σχολιασμένο, όπως υφίσταται σήμερα, κείμενο του Διονυσίου· βλ. Serwood, όπ.π., σ. 181-182· J. M. Hornus, «Le corpus dionysien en syriaque», Parole de l’ Orient 1 (1970) 69-93· G. Wiessner, «Zur Handschriftenuberliefürung der syrischen Fassung des Corpus Dionysiacum», Nachrichten der Akademie der Wissenschaften in Göttingen: I. Philologisch-historische Klasse 3 (1970) 165-216· M. van Esbroeck, «La triple préface syriaque de Phocas», στο Denys l' Aréopagite et sa postérité en Orient et en Occident. Actes du Colloque International Paris 21-24 Septembre 1994, Y. De Andia (εκδ.), Paris 1997, σ. 167-186. Οι παραπάνω μεταφράσεις στα συριακά διευκολύνουν τα μέγιστα στον διαχωρισμό του αρχικού κειμένου των αρεοπαγιτικών συγγραμμάτων από τα μεταγενέστερα σχόλια, όπως έδειξε η B. R. Suchla, «Die sogenannten Maximus-Scholien des Corpus Dionysiacum Areopagiticum», Nachrichten der Akademie der Wissenschaften in Göttingen: I. Philologisch-historische Klasse 3 (1980) 31-66· η ίδια, «Die Überlieferung des Prolog und Scholien des Johannes von Skythopolis zum griechischen Corpus Dionysiacum Areopagiticum», Studia Patristica 18,2 (1989) 79-83· G. Heil, A.M. Ritter, Corpus Dionysiacum, I, Berlin 1991, σ. 38-54. Με βάση τις παραπάνω έρευνες μια πιθανή όψη του πρώτου κειμένου του αρεοπαγιτικού σώματος προτείνουν οι Rorem, Lamoreaux, John of Scythopolis, όπ.π., σ. 264-277. Οι δύο μεταφράσεις, συριακή και αρμενική έχουν ανεξάρτητες πορείες, δίχως καμμία σχέση όπως έδειξαν οι J. M. Hornus, «Le corpus dionysien en syriaque», Parole de l’ Orient 1 (1970) 69-93· G. Wiessner, «Zur Handschriftenuberliefürung der syrischen Fassung des Corpus Dionysiacum», Nachrichten der Akademie der Wissenschaften in Göttingen: I. Philologisch- historische Klasse 3 (1970) 165-216· Thomson, «The Armenian version of Ps. Dionysius Areopagita», όπ.π., σ. 117, σημ. 16.
65. Βλ. παραπάνω σημ. 39.
66. Βλ. S. La Porta, «The Reception and Influence of the Corpus Areopagite in Medieval Armenia», The Journal of the Faculty of Religious Studies, McGill University 35 (2007), 212 σημ. 4· ο ίδιος, «Purging John of Scythopolis», Le Muséon 126 (2013) 49, 54, 55- 62, 63.
67. Το χφ. αυτό, Parisinus 437, απετέλεσε την βάση της μεταφράσεως του Ιωάννη Σκώτου Εριγένη, μέσα 9ου αι., για χάρη του Φράγκου μονάρχη Καρόλου του Φαλακρού (843-877). Η μετάφραση του Εριγένη απετέλεσε την πρώτη συνολική επαφή της Δύσεως με το αρεοπαγιτικό έργο· βλ. W. Berschin, (Griechisch- Lateinisches Mittelalter: Von Hieronymus zu Nikolaus of Kues, Bern- München 1980)= Ελληνικά γράμματα και λατινικός μεσαίωνας. Από τον Ιερώνυμο ως τον Νικόλαο Κουσανό, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 185-190· P. Rorem, Eriugena’s Commentary on the Dionysian Celestial Hierarchy, Toronto 2005· T. Budde, The Versio Dionysii of John Scottus Eriugena. A Study of the Manuscript Tradition and Influence of Eriugena’s Translation of the Corpus Areopagiticum From the 9th through the 12th century, (ανεκ. διδ. διατρ.), University of Toronto 2011. Στην συνέχεια, ο Αναστάσιος Βιβλιοθηκάριος θα φιλοπονήσει μία νέα μετάφραση από χφ. που εμπεριείχε και τα σχόλια του Ιωάννη Σκυθοπολίτη και Μαξίμου Ομολογητού· βλ. B. R. Suchla, «Anastasius Bibliothecarius und der Dionysius Areopagita Latinus», Archiv für mittelalterliche Philosophie und Kultur 6 (2000) 23-31· R. Forrai, The Interpreter of the Popes. The Translation Project of Anastasius Bibliothecarius, (ανεκ.διδ.διατρ.), Budapest 2008, σ. 84, 85-88· η ίδια, «The Notes of Anastasius on Eriugena's Translation of the Corpus Dionysiacum», The Journal of Medieval Latin 1 (2008) 74-100.
68. Βλ. Thomson, «The Armenian version of Ps. Dionysius Areopagita», όπ.π., 115-124, σημ. 15· ο ίδιος, The Armenian Version of the Works attributed to Dionysius the Areopagite, όπ.π., σ. VIII, σημ. 3· La Porta, The Armenian Scholia of Dionysius the Areoapite, όπ.π., σ. 1. Η αρμενική μετάφραση του Αρεοπαγιτικού έργου από τον Στέφανο έχει εκδοθεί μαζί με αγγλική μεταφρ. από τον R.W. Thomson, The Armenian Version of the Works attributed to Dionysius the Areopagite, [CSCO 488/αρμεν. κείμ., 489/αγγλ. μτφρ.], Louvain 1987· πρβλ. Udo R. Jeck, «Philosophophische grundbegriffe des Ps.-Dionysius Areopagita in altarmenischer version», στο Denys l' Aréopagite et sa postérité en Orient et en Occident. Actes du Colloque International Paris 21-24 Septembre 1994, Y. De Andia (εκδ.), Paris 1997, σ. 200-223· La Porta, «Purging John of Scythopolis», όπ.π., 48.
69. Βλ. Suchla, Eine Redaction, όπ.π., σ. 182· Rorem- Lamoreaeux, John of Schythopolis, όπ.π., σ. 2· La Porta, «Purging John of Scythopolis», σ. 48- 49· Forrai, The Interpreter of the Popes, όπ.π., σ. 85 σημ. 265.
70. Βλ. Thomson, «The Armenian version of Ps. Dionysius Areopagita», όπ.π., σ. 115· La Porta, «Purging John of Scythopolis», όπ.π., σ. 49 σημ. 21,61 σημ. 86. Ενδιαφέρουσα είναι η ιστορία και η διάδοση των σχολίων· βλ. Thomson, «The Armenian version of Ps. Dionysius Areopagita», όπ.π., σ 119- 121· La Porta, The Armenian Scholia on Dionysius the Areopagite, όπ.π., σ. 2-3, 25. Δεν έχει ακόμη μελετηθεί η χρονολογική ενσωμάτωση των Σχολιών του Στεφάνου από τους διαφόρους μεταφραστές· βλ. La Porta, The Armenian Scholia on Dionysius the Areopagite, όπ.π., σ. 21-30, ιδιαιτέρως σημ. 50.
71. Βλ. La Porta, «The Reception and Influence of the Corpus Areopagite», όπ.π., σ. 212 σημ. 4· ο ίδιος, «Purging John of Scythopolis», όπ.π., σ. 49, 54, 55- 62, 63.
72. Βλ. La Porta, The Armenian Scholia on Dionysius of Areopagite, όπ.π., σ. 130-145· ο ίδιος, «Purging John Schthopolis», όπ.π., σ. 49-52.
73. Βλ. παραπάνω οικείο τόπο.
74. Βλ. W. E. Kaegi, Byzantium and the Early Islamic Conquests, ανατύπ. ανατυπ. Cambridge 1995· ο ίδιος, «Confronting Islam: emperors versus caliphs, (641-c.850», στο The Cambridge of the Byzantine Empire c. 500-1492, J. Shepard (εκδ.), Cambridge 2008, σ. 365- 395· M. Gil, A History of Palestine, 634-1099, Cambridge 1991· H. Kennedy, The Armies of the Caliphs Military and Society in the Early Islamic State, London 2001· ο ίδιος, The Prophet and the Age of the Caliphates: The Islamic Near East from the 6th to the 11th Century, Harlow 22004. Η Αντιχαλκηδόνια στάση της Αρμενικής Εκκλησίας καθίσταται αμετάκλητη με την πατριαρχεία του Ιωάννη του Οτζούν (717-728) και την σύνοδο του Ματζικέρτ (726) κατά την οποία τέθηκαν οι βάσεις της ενώσεως τους Ιακωβίτες Δυτικούς Σύρους, την οποία υπέγραψαν οι Αρμένιοι υπό την πίεση του χαλίφη Ομάρ. Η ένωση αυτή υπηρετούσε σαφώς πολιτικούς στόχους, τους οποίους επέβαλε ο νέος επικυριάρχος, οι Άραβες, με σκοπό να υπάρχει σαφής διαχωρισμός των Χριστιανών του χαλιφάτου από τους υπολοίπους της Βυζαντινής αυτοκρατορίας· βλ. N. Garsoïan, «St. John of Ojun», στο Dictionary of the Middle Ages, 7, σ. 125, N. York 1986· J.-P. Mahé, «L’Église arménienne de 611 à 1066», στο Histoire du Christianisme, G. Dagron κ.α. (εκδ.), 4, Paris 1993, σ σ. 478- 480· R. Thomson, Bibliography of Classical Armenian Literature to 1500 AD, Turnhout 1995, σ. 218-219· A. Mardirossian, Le Livre des canons arméniens (Kanonagirk’ hayoc’) de Yovhannēs Awjnec’i. Église, droit et société en Arménie du IVe au VIIIe siècle, (CSCO 606), Leuven 2004· Findikyan, The commentary on the Armenian daily office by bishop Step'anos Siwnec'i, όπ.π., σ. 34, 119-246. Για την σύνοδο του Μαντζικέρτ, βλ. N. Adontz, Armenia in the period of Justinian, translated and annotated by N.G. Garsoian, Louvain, 1970, σ. 262-263· W. Hage, Die syrisch-jakobitische Kirche in frühislamischer Zeit, Wiesbaden 1966, σ. 79-80· Mahé, «L’ Église arménienne de 611 à 1066», όπ.π., σ. 481-486.
Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΠΟΛΗ
ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ
ΚΑΙ Η «ΕΛΛΗΝΟΦΙΛΗ» ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
(εισήγηση στο 36ο Πανελλήνιο ιστορικό Συνέδριο, θεσσαλονίκη 22-24.5.2015)
Η εκτίμηση ότι παρατηρείται μία υποτονική παρουσία πολλών παραδοσιακών λογοτεχνικών ειδών προσδίδει, κατά την άποψη αρκετών ιστορικών, στον 7ο και 8ο αι. τον χαρακτηρισμό τους ως Σκοτεινών Αιώνων (650-850), δηλ. αιώνων διανοητικού σκότους και απαιδευσίας την οποία ο Βυζαντινός κόσμος υποτίθεται ότι υπέστη όπως συνέβη με τον Δυτικό Μεσαίωνα1. Ακόμη περισσότερο, κατὰ την κρίση του Κ. Demoen μάλιστα, δεν παρατηρείται μόνον έλλειψη ιστορικών πηγών κατά την εν λόγω περίοδο, αλλὰ είναι προφανές ότι υπέστη οπισθοδρόμηση και ο εν γένει πολιτισμός, ιδιαιτέρως σε ότι αφορά την λογοτεχνικὴ και καλλιτεχνικὴ μόρφωση2. Πιστεύεται δηλ. ότι κατά την περίοδο αυτή δεν καλλιεργήθηκαν τα γράμματα και σχεδόν έσβησε κάθε ίχνος πνευματικής κινήσεως, καθώς επίσης και το ενδιαφέρον για την παραγωγὴ της κοσμικής γραμματείας εξαφανίσθηκε παντελώς3 και οποιαδήποτε αξιόπιστη είδηση για παιδεία και διδασκαλία στο Βυζαντινὸ κράτος απουσιάζει4.
Η αρχή της αντιλήψεως αυτής μπορεί να ανιχνευθεί στο πασίγνωστο έργο του Άγγλου ιστορικοῦ E. Gibbon5, αλλὰ στην διάδοσή της συνετέλεσε περισσότερο η ανάλογη διατύπωση στον πρόλογο της Ιστορίας της Βυζαντινης Λογοτεχνίας του Karl Krumbacher6. Παρομοίες απόψεις είχε και ο Ρώσος ιστορικὸς A. Vasiliev στην Ιστορία του, με την διαφορά ότι εμφανιζεται περισσότερο συντηρητικός και περιορίζει την χρονική περίοδο στο διάστημα ενός αιώνος, δηλ. μεταξύ των ετών 610-7177. Ο A. Kazhdan διαιρεί το διάστημα 650-850 σε ένα μεγαλύτερο σε διάρκεια, 650-775, αλλὰ με πτωχότερη συγγραφικὴ παραγωγὴ σε σχέσει με το επόμενο, το οποίο είναι συντομώτερο χρονικώς, 775- 850, αλλὰ με πλουσιώτερη συγγραφικὴ δραστηριότητα8.
Στην ίδια τροχιά κινείται στο έργο του και ο J. F. Haldon, ο οποίος αναφέρει ότι σημειώθηκε, μετὰ το 620 και ως τις αρχές του 9ο αι., σχεδὸν πλήρης εξαφάνιση των κοσμικών λογοτεχνικών μορφών στην Βυζαντινή αυτοκρατορία, όπως επίσης ότι αυτή η περίοδος δεν παρουσιάζει κανένα δείγμα γεωγραφικής, ούτε φιλοσοφικής, ούτε φιλολογικής λογοτεχνίας9.
Από τα παραπάνω φαίνεται ότι η θεωρία, διότι περί θεωρίας πρόκειται όπως θα φανεί παρακάτω, για την Μεγάλη Σιγή απέσπασε την παραδοχὴ πολλών ερευνητών στο πρόσφατο παρελθόν, αλλὰ σήμερα οι απόψεις αυτές δεν γίνονται πλέον αποδεκτές με τόσο ενθουσιασμό τόσο από την Ελληνικὴ αλλά και την ξενόγλωσση βιβλιογραφία. Απὸ περίπου πεντηκονταετίας έχει ανατραπεί το κλίμα και έχει αρχίσει υπό το φως νεωτέρων μελετών και διαπιστώσεων μία τάση επανεκτιμήσεως και διαφορετικής αντιμετωπίσεως του θέματος10.
Ενώ, όμως, οι ερευνητές αναφέρονται με γενικότητες για μία περιόδο, η οποία όπως είδαμε κυμαίνεται για άλλους από έναν και για άλλους μέχρι δύο αιώνες, ελάχιστα προβληματίζονται πώς να δικαιολογήσουν την ανάκαμψη μετά από τόσα πολλά χρόνια σιωπής. Μήπως τελικά δεν πρόκειται για μία αιφνίδια έκρηξη τον 9ο αι., αλλά για την αναζωπύρωση μίας φωτιάς που σιγόκαιε όλα αυτά τα χρόνια κι όταν προέκυψαν οι καταλλήλες συνθηκες και οι άνθρωποι εκδηλώθηκε με όλα τα λαμπρά επακόλουθα. Μετά από τόσο σκοτάδι πώς προέκυψε τόσο φως; Πάντως, όταν τα ζώπυρα υπάρχουν, ζήτημα χρόνου είναι η αναζωπύρωσή τους 11.
Στην παρούσα ανακοίνωση δεν θα ασχοληθούμε με σύνολη την περίοδο την αποκαλούμενη της Μεγάλης Σιγής ή των Σκοτεινών Αιώνων, αλλά θα περιορισθούμε στις τελευταίες δεκαετίες του 7ου και τις πρώτες του 8ου, δηλ. στην αμέσως πριν την Εικονομαχία εποχή. Πολιτικά, η εποχή αυτή καλύπτεται από τις βασιλείες του τελευταίου διαδόχου του Ηρακλείου, του Ιουστινιανού Β´ του Ρινότμητου (685-695, 705-711) και των ενδιαμέσων σφετεριστών Λεοντίου (685-698) και Τιβερίου Β´ Αψιμάρου (698-705) για να περάσουμε στην συνέχεια για λίγο στις βασιλείες του Βαρδάνη-Φιλιππικού (711-713), του Αρτέμιου-Αναστασίου Β´ (713-715) και τέλος του Θεοδοσίου Γ´ (715-717), με τον οποίο κλείνει μία εποχή και ανοίγει μία άλλη με τον ιδρυτή της Ισαυρικής, ή Συρικής, δυναστείας, Λέοντα Γ´ (717-741). Tα χρόνια αυτά αποδεικνύονται πολύ ταραγμένα και ασταθή για την βυζαντινή αυτοκρατορία και χαρακτηρίζονται από έντονη πολιτική αβαβαιότητα, στρατιωτικά πραξικοπήματα, συνωμοσίες και πολύ βία. Τον απόηχο της γενικώτερης ακαταστασίας σε όλα τα επίπεδα της ζωής της αυτοκρατορίας αποδίδει η παρατήρηση του πατριάρχη Νικηφόρου, μισό αιώνα περίπου μετά την εποχή που μελετάμε (~780): «ἐπεὶ οὖν πυκναὶ τῶν βασιλέων ἐπαναστάσεις ἐγένοντο καί ἡ τυραννὶς ἐκράτει τά τε τῆς βασιλείας καὶ τῆς πόλεως κατημελεῖτο καί διέπιπτε πράγματα, ἔτι μὴν καὶ ἡ τῶν λόγων ἠφανίζετο παίδευσις καὶ τὰ τακτικὰ διελύετο»12, η οποία περισσότερο σκοπό έχει να πλήξει τους τελευταίους Εικονομάχους αυτοκράτορες παρά να αποτυπώσει την πραγματικότητα της προγενέστερης εποχής13.
Πέρα, όμως, από τα προβλήματα αυτά και τις όποιες αλλοιώσεις και αλλαγές μπορούσαν να επιφέρουν στον βίο των ανθρώπων κατά το μάλλον ή ήττον κάποιες σταθερές στην ζωή τους συνέχισαν να επιβιώνουν. Η μικροϊστορία των κοινωνιών δεν έπαυσε να πορεύεται έστω και με εμπόδια. Ο πολιτισμός ποσοτικώς μπορεί να υποχωρεί, αλλά αυτό δεν συνδέεται αναγκαστικά και με την ποιοτική υποχώρηση. Νέα έργα μπορεί να μη γράφτηκαν σε μεγάλο αριθμό, αλλά το αναγνωστικό κοινό παρέμεινε το ίδιο δίχως να υποστεί σημαντική μείωση.
Την περίοδο αυτή το βασικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν γνωρίζει αλλαγές και συνεχίζει να παρέχει στοιχειώδη εκπαίδευση σε ένα σοβαρό αριθμό μαθητών και ανώτερη μόρφωση σε όσους φιλοδοξούν να σταδιοδρομήσουν στην αυτοκρατορική υπηρεσία14.
Ας δούμε μερικά παραδείγματα. Ειδικά για την ιστοριογραφική δραστηριότητα επισημαίνεται ότι τόσο ο Θεοφάνης ο Ομολογητής όσο και ο πατριάρχης Νικηφόρος κατά την συγγραφή του έργου τους δεν στηρίχθηκαν σε προφορικές μαρτυρίες, αλλά σε γραπτές που δεν μας έχουν παραδοθεί, όπως ο Τραϊανός Πατρίκιος15 και ο Μέγας Χρονογράφος16. Συνεπώς, στον τομέα της ιστοριογραφίας δεν σημειώθηκε κανένα χάσμα, αλλά αντίθετα υπήρξε αδίακοπη συνέχεια δεδομένου μάλιστα ότι ένας μεγάλος αριθμός έργων δεν έχει παραδοθεί17. Στην λογοτεχνία έχουμε τον Γεώργιο Χοιροβοσκό, διάκονο και χαρτοφύλακα της Εκκλησίας της Κπόλεως (δεύτερο μισό 8ου αι.) από τον οποίο μας έχει διασωθεί ένα «Ὑπόμνημα εις τους Ψαλμούς»18. Παρά τον τίτλο δεν πρόκειται για μία σε βάθος ερμηνεία των Ψαλμών, αλλά για γλωσσική επεξεργασία του κειμένου τους. Πρόκειται για «επιμερισμό» της γλώσσας των Ψαλμών, δηλ. ένταξη της κάθε λέξης στο μέρος του λόγου όπου ανήκε, αναζήτηση της σημασίας της, της ετυμολογίας της, της ορθογραφίας της και τέλος της προσωδίας της. Πρόκειται για καταγραφή των σχετικών παραδόσεών του από μαθητή ή μαθητές του. Επίσης μαρτυρούνται, και σε κάποιο ποσοστό τους σώζονται, μαθήματά του με την μορφή «σχολίων από φωνής» δηλαδή από την προφορική διδασκαλία. Πρόκειται για τα: «Περί προσωδίας», «Περί τέχνης Διονυσίου του Θρακός», «Περί ονοματικών και ρηματικών κανόνων Θεοδοσίου του Αλεξανδρέως», «Περί ορθογραφίας», «Περί μετρικής Ηφαιστίωνος», «Περί τρόπων ποιητικών», «Περί ονοματικού του Ηρωδιανού», «Περί ρηματικού του Απολλωνίου». Τα εγχειρίδια της γραμματικής του ήταν τα πιο διαδεδομένα στο βυζαντινό σχολείο19. Στα χειρόγραφα αναφέρεται και ως «γραμματικός και οικουμενικός διδάσκαλος»· έτσι, λοιπόν, ο τελευταίος τίτλος του οικουμενικού διδασκάλου, τον συνδέει με καθηγητική θέση στην Σχολή του ανωτάτου εκπαιδευτικού ιδρύματος της Κπόλεως, προφανώς αυτοκρατορικού, αφού ακόμη δεν είχε συσταθεί η σχετική του Πατριαρχείου20.
Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι τόσο η παραγωγή νέων έργων όσο η ύπαρξη νέων αναγνωστών, κάτι που δεν φαίνεται να αλλάζει από τις παλαιότερες, καλές εποχές21.
Πέρα, όμως, από τις παραπάνω διαθέσιμες πληροφορίες, όλως απρόσμενα διαπιστώνουμε ότι μπορούμε να συμπληρώσουμε τις όποιες ελλείψεις ειδήσεων για την πνευματική κατάσταση της εποχής αυτής εμμέσως από τις μαρτυρίες των διαφόρων ξένων που βρέθηκαν για σπουδές στην Βασιλεύουσα, κυρίως Αρμενίων, και συνδέθηκαν με την λεγόμενη «ελληνόφιλη» μεταφραστική σχολή. Χρησιμότατες πληροφορίες αντλούμαι από εκεί όπου φαίνεται, κατά τήν άποψη πολλών, ότι επικρατούσε «μεγάλη σιγή» των γραμμάτων.
Η «ελληνόφιλη» μεταφραστική σχολή
Η λεγόμενη «ελληνόφιλη» μεταφραστική σχολή αποτελεί ένα πολύ μεγάλο και σοβαρό κεφάλαιο της πρώιμης, 6ος-8ος αι., πνευματικής κινήσεως της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η οποία ελάχιστα έχει μελετηθεί συνδυαστικά από τους ιστορικούς της παιδείας και των γραμμάτων22. Η αφετηρία της, αν μπορούσαμε να πούμε κάτι τέτοιο, μάλλον ο πυρήνας της εντοπίζεται πρωτίστως στην Αλεξάνδρεια και εν συνεχεία στην Κπολη, διότι συνδέεται κυρίως με τον μεγάλο φιλόσοφο και πολυεπιστήμονα της εποχής τον διάσημο Στέφανο τον Αθηναίο ή Αλεξανδρέα και τον κύκλο του. Ο Στέφανος ο Αθηναίος ή Αλεξανδρέας κατόπιν προσκλήσεως του αυτοκράτορος Ηρακλείου, με την υπόδειξη του πατριάρχου Σεγίου, μετακινήθηκε από την Αλεξάνδρεια στην Κπολη προκειμένου να αναλάβει την διεύθυνση του Πανδιδακτηρίου σε κάποιο χρόνο μεταξύ 620 και 630 και έτσι μετέφερε όλη την «σχολή» του στην Βασιλεύουσα23.
Το κύριο χαρακτηριστικό της σχολής, με την ευρύτερη έννοια, είναι ότι μηχανικά αποδίδει κατά λέξη το ελληνικό κείμενο που μεταφράζει24. Διακρίνεται σε τέσσερις διαδοχικές περιόδους, ή ομάδες. Στην πρώτη φάση, διαπιστώνονται μεταφράσεις θεμάτων που αφορούν κυρίως έργα γραμματικής, ρητορικής, έργα του Φίλωνος του Αλεξανδρέως και αποδιδόμενα στον Φίλωνα, καθώς επίσης αντιαιρετικά θεολογικά έργα και λογοτεχνικά. Στην δεύτερη, ανήκουν μεταφράσεις που περιλαμβάνουν πολεμικά κείμενα, μονοφυσιτικά, που αντιστρατεύονται την σύνοδο της Χαλκηδόνος, κυρίως την εποχή του Νεοχαλκηδονισμού, και υπομνήματα στο έργο του Αριστοτέλη από τον πορφύριο και τον Ιάμβλιχο. Στην τρίτη ομάδα ανήκουν οι μεταφράσεις των έργων του νεοπλατωνικού Δαυίδ του Ανικήτου25, κάποιων ΨευδοΑριστοτελικών και μερικών Πλατωνικών έργων, μία συλλογή ιστοριών που αποδίδονται στον Νόννο τον Πανοπολίτη, ένα έργο του Ευτυχούς σχετικά με την αναίρεση της Νεστοριανικής διδασκαλίας και τέλος μερικά φιλοσοφικά έργα περί Φύσεως κάποιου αγνώστου Ζήνωνος, και μερικά άλλα ανώνυμα φιλοσοφικά έργα στωικής υφής.
Στην τέταρτη ομάδα ανήκουν οι μεταφράσεις της Εξαημέρου του Γεωργίου Πισίδη, τα Φαινόμενα του Αράτου, η Εκκλησιαστική Ιστορία του Σωκράτη Σχολαστικού, τα έργα του Διονυσίου Αρεοπαγίτου, κείμενα του Μ. Αθανασίου, του Νεμεσίου και του Γρηγορίου Νύσσης.
Ας σημειωθεί ότι πολλά από τα παραπάνω έργα σώζονται μόνον στην αρμενική μετάφραση μίας και έχουν χαθεί τα πρωτότυπα. Επείδη, λοιπόν, η μεταφραστική πρακτική που ακολουθείται στην «ελληνόφιλη σχολή» είναι η κατά γράμμα μετάφραση και όχι η νοηματική απόδοση μπορούμε έτσι με αρκετή ευκολία να εικάσουμε το απωλεσθέν ελληνικό πρωτότυπο.
Στον κύκλο του Στεφάνου, στην Αλεξάνδρεια, θα πρέπει να ενταχθεί ο συγγραφέας και μεταφραστής Δαυίδ Ανίκητος26. Μία αινιγματική προσωπικότητα, για την οποία ελάχιστα είναι γνωστά, με συνέπεια να τοποθετείται η δράση του ανάμεσα στον 5ο μέχρι τον 7ο αι., παρόλα αυτά με αξιοσημείωτη επίδραση στα γράμματα και την σκέψη της Αρμενίας27. Σώζονται φιλοσοφικά έργα, ερμηνευτικά σε έργα του Αριστοτέλη28.
Μεταξύ τών άλλων, προβεβλημένα μέλη αυτού του κύκλου είναι ο Ανανίας του Σιράκ και ο Στέφανος του Σιουνίκ ή Συνής για τους οποίους αξίζει τον κόπο να κάνουμε ιδιαίτερη μνεία.
Ανανίας του Σιράκ
Από την αυτοβιογραφία του Ανανία του Σιράκ (610–685) μαθαίνουμε ότι όταν έφθασε από την Αρμενία στην Θεοδοσιούπολη και αναζητούσε κατάλληλο διδάσκαλο για να διδαχθεί τις θετικές επιστήμες, βρέθηκε ένας μορφωμένος άνθρωπος και τον παρέπεμψε σε κάποιον Θεόδοτο στην Τετάρτη Αρμενία. Όταν εξαντλήθηκε ο κύκλος των μαθημάτων εκεί και σκεφτόταν για περαιτέρω σπουδές να μεταβεί την Κπολη τότε ο διδάσκαλός του υπέδειξε τον Τυχικό στην Τραπεζούντα29, εφάμιλλο των μεγάλων διδασκάλων της Κπόλεως και μάλιστα γνώστη και της Αρμενικής. Ο Τυχικός είχε σπουδάσει στην Αλεξάνδρεια, στην Ρώμη και στην Κπολη. Επίσης, είχε σπουδάσει, με μεγάλη επιτυχία, φιλοσοφία για αρκετά χρόνια στην Αθήνα κοντά σε ένα διάσημο φιλόσοφο, δεν αναφέρεται όνομα, και τελικά επέστρεψε στην Τραπεζούντα όπου και ανέλαβε την διδασκαλία σε δική του σχολή. Μετά από μερικά χρόνια, όταν πέθανε ο διδάσκαλος του Τυχικού στην Αθήνα, όλοι οι εναπομείναντες μαθητές προσέβλεψαν σε αυτόν ως τον καταλλήλοτερο διάδοχο· ο ίδιος ο αυτοκράτορας, μάλιστα, του έστειλε επίσημη πρόσκληση για την ανάληψη της έδρας, αλλά ο Τυχικός αρνήθηκε λέγοντας ότι έχει κάνει όρκο στον Θεό να μην εγκαταλείψει ποτέ την πόλη του, την Τραπεζούντα.
Εδώ γίνεται ξεκάθαρο ότι ο Τυχικός σπούδασε στην Κπολη, αφού ο αυτοκράτορας τον κάλεσε πίσω στην Κπολη, όπου προηγουμένως και ο διδάσκαλος του Τυχικού δίδασκε30. Πιθανολογείται βάσιμα ότι ο διδάσκαλος του Τυχικού στην Αθήνα κοντά στον οποίο μαθήτευσε, ίσως και στην Αλεξάνδρεια, ήταν ο Στέφανος ο Αθηναίος ή Αλεξανδρέας, μαθητής του Ιωάννου Φιλοπόνου31.
Ο Ανανίας, αν και δεν έζησε στην Κπολη, μεταφύτευσε στην Αρμενία το εκπαιδευτικό σύστημα του Βυζαντίου όπως το έζησε από τον διδάσκαλό του, ο οποίος πάλι εφάρμοζε ό, τι έζησε στην Αλεξάνδρεια και στην Κπολη32. Το έργο του Ανανία είναι πολύπλευρο33, αλλά είναι περισσότερο γνωστός για τις επιστημονικές διατριβές του34.
Στέφανος μητροπολίτης Σουνίκ, ή Συνής
Ένας άλλος διάσημος λόγιος της Αρμενικής Εκκλησίας ο Στέφανος, αργότερα μητροπολίτης Σουνίκ, ή Συνής, βρέθηκε για σπουδές στην Κπολη, όπου και διέπρεψε.
Ο Στέφανος, γιος ανώτερου κληρικού, γεννήθηκε περί το 680 ή 685 στην πολή Δβιν και έλαβε την πρώτη μόρφωση στην εκεί πατριαρχική σχολή35. Στην συνέχεια ταξίδεψε στην Δύση για ευρύτερες σπουδές. Σε κάποιο μέρος της Βυζαντινής επικράτειας, κατά την μετάβασή του από την Αρμενία, κάπου στην Χαλδία36, μαθήτευσε δίπλα σε έναν μοναχό όπου διδάχθηκε Ελληνικά, Λατινικά και Ρητορική. Κατά μίαν αναφορά του Mxit‛ar Ayrivanec᾽i (13ος αι.), με την συνοδεία ενός άλλου μοναχού, του Γρηγορίου Oρτζίκ, περί το 710 επισκέφθηκαν την Αθήνα για θεολογικές και φιλοσοφικές σπουδές37. Επίσης, υπάρχει και η μεταγενέστερη μαρτυρία του Step‘anos Orbelean (αρχές 14ος αι.) ότι επισκέφθηκε και την Ρώμη προς αναζήτηση ελληνικών χειρογράφων, κάτι που ελέγχεται ως υπερβολή και σύγχιση μεταξύ της Νέας και Παλαιάς Ρώμης38. Γεγονός, πάντως, είναι ότι μεταξύ 712 και 718 βρέθηκε στην Κπολη, όπου σε συνεργασία με κάποιο Δαυίδ, μέλους της αυτοκρατορικής αυλής, ο οποίος αναφέρεται ως ύπατος και κηνάριος39, δηλ. επί της βασιλικής τραπέζης, μετέφρασε το σώμα των Αρεοπαγιτικών έργων. Κατά μία καταγραφή στον κολοφώνα του χφ. φαίνεται ότι η μετάφραση ολοκληρώθηκε κατά το έτος 6620 από κτίσεως κόσμου, δηλ. στο δεύτερο έτος της βασιλείας του Βαρδάνη-Φιλιππικού40. Επίσης, μετέφρασε στο βραχύ διάστημα της βασιλείας του Αρτεμίου- Αναστασίου (Ιούνιος 713- Φεβρουάριος 715), τα «Σχόλια περί τῆς Ἐναθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς» και μερικές Επιστολές του Κυρίλλου Αλεξανδρείας41 και κατά το πρώτο έτος της βασιλείας του Λέοντος Γ´, το έργο του Γρηγορίου Νύσσης «Περὶ κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου» και του Νεμέσιου Εμέσης «Περί τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου»42.
Ο Δαυίδ προφανώς ήταν Χαλκηδόνιος στην πίστη43. Η συνεργασία του Στεφάνου με τον Δαυίδ αποδεικνύει ότι ο δεύτερος εισήγαγε τον Στέφανο στον κύκλο της λεγόμενης «ελληνόφιλης» σχολής των Αρμενίων και γρήγορα καρποφόρησε πλουσίως44. Ένα επιπλέον στοιχείο που αναδεικνύει το εύρος των δραστηριοτήτων της παραπάνω «σχολής» είναι η σύνδεση που είχε με το περιβάλλον αυτό ο πατριάρχης Γερμανός Κπολέως και για αυτό πιστεύω ότι ο τελευταίος ήταν το πλέον κατάλληλο πρόσωπο το οποίο θα σύνδεσε τον άγνωστο Αρμένιο νεαρό με τον κύκλο των λογίων της «ελληνόφιλης σχολής» της Κπολέως και μάλιστα με τον προεξάρχοντα αυτής τον ύπατο Δαυίδ.
Η αρχή των σχέσεων του Στεφάνου με τον Γερμανό δεν μπορεί να εντοπισθεί χρονικά. Δύσκολα, πάντως, θα δεχόμουν ότι η γνωριμία των δύο ανδρών συνέβη μόνον μετά την εκλογή του δευτέρου στον πατριαρχικό θρόνο, δηλ. κατά το δεύτερο έτος της βασιλείας του Αναστασίου- Αρτεμίου, στις 11 Αυγούστου του 715, όπως υποστηρίζεται από μερικούς ερευνητές45. Κατά την γνώμη μου, η γνωριμία τους πρέπει να συνέβη νωρίτερα, ίσως ευθύς με την εγκατάστασή του στην Κπολη, όταν δηλ. συνδέθηκε με την αρμενική παροικία της πόλεως και τον φιλολογικό κύκλο της «ελληνόφιλης» σχολής και άρχισε η συνεργασία του με τον αυτοκρατορικό αξιωματούχο, κηνάριο Δαυίδ.
Αν η πρώτη βεβαιωμένη μετάφραση ολοκληρώθηκε κατά το δεύτερο έτος της βασιλείας του Βαρδάνη-Φιλιππικού (712)46, τότε μου φαίνεται απίθανο να μην αντιλήφθηκε το παραμικρό για την δογματική αλλαγή που επέβαλε ο παραπάνω αυτοκράτορας και την μονοθελητική σύνοδο, σιλέντιο, που συγκάλεσε το 712, αλλά και τα πρόσωπα που συμμετείχαν στα δρώμενα της εποχής, Γερμανό Κυζίκου, Ανδρέα Κρήτης κ.α. Επειδή, λοιπόν, θεωρώ πολύ πιθανή την παραπάνω εκδοχή, πιστεύω ότι με τον πατριάρχη Γερμανό θα συνδέθηκε πολύ νωρίς και θα πρέπει να αναπτύχθηκαν αμέσως αμοιβαία αισθήματα εκτιμήσεως και να εγκαθιδρύθηκε μία στενή σχέση φιλίας και συνεργασίας μεταξύ των δύο λογίων ανδρών, αν κρίνουμε από τις μαρτυρίες που είναι διάσπαρτες στους βιογράφους. Εκτός των άλλων, αναφέρουν εμφαντικά ότι παρακολουθούσε τις λειτουργίες που τελούσε ο Γερμανός στην Αγία Σοφία47, με την υπογράμμιση μάλιστα ότι δεν συμμετείχε στο Κοινό Ποτήριο, διότι, όπως σημειώνουν, είχε δηλώσει ότι δεν μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο δίχως την άδεια του Καθολικού του, μιας και οι δύο Εκκλησίες δεν ευρίσκονταν σε εκκλησιαστική κοινωνία48. Προφανώς, ο Στέφανος θα ήταν παρών σε πολλές από τις ομιλίες που εκφώνησε ο πατριάρχης Γερμανός στον ναό της Αγίας Σοφίας, παρόμοιες με αυτές διασώθηκαν49. Ακόμη, θεωρώ μάλλον βεβαίο ότι θα γνωρίσθηκε και θα συνδέθηκε με τον Ανδρέα Κρήτης και τον κύκλο της Παναγίας των Βλαχερνών50.
Εκείνο, όμως, το οποίο τεκμηριώνει, κατά την άποψή μας, αναμφίβολα τις σχέσεις, την πνευματική συγγένεια και την ψυχική περιχώρηση των δύο ανδρών, είναι το συγγραφικό τους έργο. Ο Γερμανός φαίνεται ότι επέδρασε καταλυτικά στην εν γένει θεολογική και συγγραφική παραγωγή του Στεφάνου, αφού ο τελευταίος παρακολουθεί και μιμείται πιστά το έργο του Γερμανού.
Με έκπληξη, λοιπόν, παρατηρεί κανείς μία αντιστοιχία μεταξύ των έργων του Γερμανού και του Στεφάνου· του πρώτου ως πρώτοτυπες συγγραφές και του δευτέρου ως νέες μεταφράσεις. Ο Γερμανός έγραψε σχόλια στο Αρεοπαγιτικό έργο51, ερμηνεία στη Θ. Λειτουργία52 και το έργο «Περί ὅρων ζωῆς»53. Ο Στέφανος μετέφρασε όλο το Αρεοπαγιτικό έργο54, στο οποίο έγραψε και σχόλια55, επίσης έγραψε υπόμνημα στο Ωρολόγιο56 και τέλος, μετέφρασε το έργο του Γρηγορίου Νύσσης, «Περί κατασκευής τοῦ ἀνθρώπου»57, καθώς και του Νεμεσίου Εμέσης, «Περί τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου»58, τα οποία απηχούνται στο παραπάνω έργο «Περί ὅρων ζωῆς» του Γερμανού.
Εργογραφία Στεφάνου επισκόπου Συνής και η μετάφραση των Αρεοπαγιτικών έργων
Με βάση τις διάσπαρτες μαρτυρίες πρσπάθησα να οργανώσω έναν κατάλογο των έργων του Στεφάνου επισκόπου Συνής ή Σιουνίκ: αρμενική μετάφραση του Αρεοπαγιτικού έργου· αρμενική μετάφραση των σχολίων, Ιωάννου Σκυθοπολίτου, στο Αρεοπαγιτικό έργο· αρμενική μετάφραση του έργου του Γρηγορίου Νύσσης, «Περί κατασκευής τοῦ ἀνθρώπου»· αρμενική μετάφραση του έργου του Νεμεσίου Εμέσης, «Περί της φύσεως τοῦ ἀνθρώπου»· αρμενική μετάφραση πέντε Ομιλιών του Μ. Αθανασίου πατριάρχου Αλεξανδρείας· αρμενική μετάφραση Επιφανίου Κύπρου59· αρμενική μετάφραση του έργου του Κυρίλλου Αλεξανδρείας «Περί Τριάδος»· Υπόμνημα στο Ωρολόγιο· Υπόμνημα στα Τέσσερα Ευαγγέλια· Υπόμνημα στο Ιώβ· Υπόμνημα στον Εζεκιήλ· Υπόμνημα στην Έξοδο· Υπόμνημα στο Λευιτικό60.
Από την εργογραφία του Στεφάνου θα μείνω στην μετάφραση των Αρεοπαγιτικών έργων. Το Αρεοπαγιτικό έργο61 στην Αρμενική γραμματεία εμφανίζεται για πρώτη φορά με μερικά περιορισμένα μεταφρασμένα αποσπάσματα, προερχόμενα μάλλον από κάποιο ανθολόγιο, στο έργο Σφραγίδα της Πίστεως, στις αρχές του 7ου αι62.
Η μετάφραση του Στεφάνου που είναι και η πρώτη, στις αρχές 8ου αι. αποκτά ιδιαίτερη αξία, διότι συμπληρώνει τα κενά για την ιστορία της διαδόσεως και της μεταβιβάσεως του Αρεοπαγιτικού έργου, είτε αυτούσιου, είτε με τα σχόλια, είτε άνευ, του Ιωάννου Σκυθοπολίτου ή του Μαξίμου Ομολογητού63. Η αρμενική μετάφραση, λοιπόν, έχει από μόνη της την δική της αξία για την ιστορία του κειμένου των αρεοπαγιτικών έργων, και τούτο διότι στην μέχρι τούδε έρευνα δεν έχει ληφθεί υπόψη προκειμένου να διευρενηθεί το αρχικό, άνευ σχολίων, κείμενο του Διονυσίου Αρεοπαγίτη64.
Καταρχήν, η έρευνα έχει αποδείξει ότι η μετάφραση του αρεοπαγιτικού έργου, η οποία έγινε στην Κπολη από τον Στέφανο, από κοινού με τον Δαυίδ τον κηνάριο65, έλαβε υπόψη της ένα χφ, ίσως και περισσότερα, παραγωγής κάποιου εργαστηρίου της Κπόλεως66 και προσομοιάζει με αυτό που δωρήθηκε από τον Μιχαήλ Γ´ στον Λουδοβίκο Ευσεβή το 827 (Parisinus 437)67 δηλ. άνευ σχολίων του Ιωάννη Σκυθοπολίτου ή Μαξίμου Ομολογητού68· επιβεβαιώνεται έτσι, λοιπόν, το γεγονός ότι κυκλοφορούσαν στην Κπολη εκ παραλλήλου τα δύο κείμενα, δηλ. το άνευ και το μετά σχολίων69.
Ο Στέφανος μετέφρασε επίσης και σχόλια στο Αρεοπαγιτικό έργο, προφανώς από το σώμα των σχολίων του Ιωάννη Σκυθοπολίτη με την μορφή κατένας ή σημειώσεων στο περιθώριο, στην ώα, και όχι ως συνεχές κείμενο70. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι επιλεκτικά έχουν μεταφρασθεί τα σχόλια που συνάδουν με την Αντιχαλκηδόνια διδασκαλία της Αρμενικής Εκκλησίας και έχουν παραληφθεί όλα εκείνα που αναφέρονται στις δύο φύσεις του Χριστού, όπως διατυπώνεται στην Ορθόδοξη διδασκαλία μετά τον όρο την Δ´ Οικουμενικής συνόδου (451). Η επιλογή αυτή δεν πρέπει να αποτελούσε πρωτοβουλία του Στεφάνου, αλλά μάλλον χρησιμοποίησε κάποιο σώμα σχολίων που κυκλοφορούσε στα περιβάλλοντα των Αντιχαλκηδονίων της Κπόλεως. Το ίδιο συμβαίνει και με την Συριακή μετάφραση του Φωκά, γεγονός που οδηγεί στην σκέψη ότι θα πρέπει να υπήρχε σχετικό «μονοφυσιτικό» ή καλύτερα Αντιχαλκηδονικό αντιγραφικό εργαστήριο στην Κπολη71. Η Αρμενική μετάφραση δεν έχει τον πρόλογο του Ιωάννη Σκυθοπολίτου ή του Γεωργίου Σκυθοπολίτου ούτε τα τρία ανώνυμα σχόλια τα οποία αποδίδονται στον Ιωάννη Φιλόπονο72·
Η τεχνική της μεταφράσεως, την οποία χρησιμοποιεί ο Στέφανος δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από αυτή της «ελληνόφιλης» σχολής, της οποίας αναδεικνύεται μάλιστα κορυφαίος εκπρόσωπος73.
Επιλογικά
Η μελέτη της παραγωγής της «ελληνόφιλης» σχολής των Αρμενιών έχει τεράστια σημασία για την ιστορία της λογοτεχνίας και της παιδείας στο Βυζάντιο, διότι συμβαίνει εν πολλοίς στο κλίμα της Κπόλεως και χρησιμοποιεί χειρόγραφα από τα αντιγραφικά εργαστήριά της, πράγμα που αποδεικνύει την έντονη πνευματική δραστηριότητα σε μία εποχή που κατά τα άλλα θεωρείται «σκοτεινή». Δεν είναι δυνατόν μόνον να μεταφράζονται στην αρμενική γλώσσα τόσα πολλά και ποικίλα έργα αν δεν υπήρχαν ταυτόχρονα και οι ανάλογοι λογοτεχνικοί ή φιλολογικοί κύκλοι που θα ενέπνεαν και θα υποστήριζαν το όλο εγχείρημα. Η παράδοση του Στεφάνου Αθηναίου ή Αλεξανδρέα αδιάκοπα συνέχιζε να αρδεύει την πνευματική παραγωγή και να παράγει προϊόντα υψηλής πολιτιστικής αξίας, τα οποία διαχέονταν εντός και εκτός συνόρων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, όσο φυσικά η κοινωνία ήταν απερίσπαστη και μπορούσε να «φιλοκαλεί».
Το τελευταίο, μάλιστα, παράδειγμα του Στεφάνου Σουνίκ ή Συνής είναι αποφασιστικό για να ανατρέψει την όποια φιλολογία περί «σκοτεινών αιώνων», ή περί «μεγάλης σιγής των γραμμάτων» κατά την προεικονομαχική περίοδο, διότι συμπλέκονται ο νέηλυς εξ Αρμενίας Στέφανος, ο Κωνσταντινουπολίτης Αρμένιος Δαυίδ, ύπατος και κηνάριος, ο πατριάρχης Γερμανός Κπόλεως, ο Ανδρέας Κρήτης και πολλοί άλλοι περισσότερο ή λιγώτερο, σε έναν λογοτεχνικό κύκλο με τεράστιες πνευματικές φιλοδοξίες.
Στην διατύπωση, πάντως, τελεσίδικης απόφανσης σχετικά με την σκοτεινότητα ή μη των προεικονομαχικών αιώνων, εκτός των παραπάνω, θα πρέπει εν πολλοίς να συνυπολογισθεί και η μεγάλη πολιτικο-κοινωνική αναστάτωση που επήλθε στην Ανατολή με τις Αραβικές κατακτήσεις και στην Βαλκανική με τις Σλαβικές επιδρομές· θα χρειασθούν πολλά χρόνια και αρκετοί δραστήριοι αυτοκράτορες για να επανέλθει η κοινωνία σε μία σχετική μακροχρόνια ηρεμία, απαραίτητη προϋπόθεση για να επιστρέψουν οι άνθρωποι απερίσπαστοι στα ειρηνικά τους έργα και να αρχίσουν να «φιλολογούν».
Για τους Αρμενίους, όμως, η μοίρα επεφύλασσε άλλες εξελίξεις· θα ζήσουν για πολλούς αιώνες με τα πνευματικά αποθέματα που κατόρθωσαν να συνάξουν τα «καλά» χρόνια της εποχής των δύο Στεφάνων, αφού η Αραβική επιρροή αμέσως ή εμμέσως επέβαλε την απομάκρυνση από τον Βυζαντινό κόσμο και ό, τι σχετιζόταν με αυτό74· θα ζήσουν με τις αναμνήσεις και τις μεταφράσεις της «ελληνόφιλης» σχολής.
1. Βλ. B. Hemmerdinger, «La culture grecque classique du VIIe au IXe siècle», Byzantion 34 (1964) 125-133.
2. K. Demoen, «Culture et rhétorique dans la controverse iconoclaste», Byzantion 68 (1998) 311-346.
3. Βλ. D. Gutas, Greek Thought and Arabic Culture: The Graeco-Arabic Translation Movement in Baghdad and Early Abbasid Society (2nd-4th/8th-10th), London 1998, σ. 177.
4. Η. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, Α΄, Αθήνα 2001, σ. 59.
5. E. Gibbon, A History of the Decline and Fall of the Roman Empire, V, London 1788-1789, σ. 511.
6. K. Krumbacher, Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, A΄, Aθήνα 1897, σ. 20.
7. A. Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (324-1453), A΄, Aθήνα 1995, σ. 293.
8. A. Kazhdan, A History of Byzantine Literature (650-850), Aθήνα 1999, σ. viii, ix.
9. J. F. Haldon, Byzantium in the Seventh Century: The Transformation of a Culture, κεφ. 11, “Forms of Representation: Language, Literature and the Icon”, Cambridge, 1990, σ. 425, 427.
10. Περισσότερα για την θεωρία της Μεγάλης Σιγής των γραμμάτων στο Βυζάντιο· βλ. Ν. Τωμαδάκης, «Η δήθεν Μεγάλη Σιγὴ των γραμμάτων εν Βυζαντίῳ (650-850)» (Αρχαιογνωσία και πνευματικαὶ εκδηλώσεις), ΕΕΒΣ 38 (1974) 5-26· ο ίδιος, «Απὸ της Μεγάλης Σιγής εις τον Φώτιον και τους εστεμμένους ποιητάς», μέρ. δ΄, στο Συλλάβος Βυζαντινών Μελετών και Κειμένων, Αθήναι 1961, σ. 301-336. Για τις θέσεις του Τωμαδάκη βλ. τις παρατήρησεις του Α. Καρπόζηλου, Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι, Α´, Αθήνα 1997, σ. 611 σημ. 2, ότι δεν δίδει συγκεκριμένες απαντήσεις στα καίρια ερωτήματα σχετικά με την συνέχεια ή την διακοπή των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών της ύστερης αρχαιότητας στο Μέσο βυζαντινό κράτος· περισσότερα για το θέμα μας στις σ. 610-616· Ε. Κουντούρα-Γαλάκη, Ο Βυζαντινὸς κλήρος και η κοινωνία των Σκοτεινων Αιώνων, [ΕΙΕ], Αθήνα 1996, σ. 30. Ακόμη, βλ. D. A. Zakythinos, «La grande brèche dans la tradition historique de l’ Hellénisme du septième au neuvième siècle», Χαριστήριον εις Αναστάσιον Κ. Ορλάνδον, Γ΄, Αθήναι 1966, σ. 300-327· P. Lemerle, Ο πρώτος Βυζαντινὸς Ουμανισμός, Αθήνα 32001, σ. 71-101· M. A. Hoffman, «The History of Anthropology Revisited, A Byzantine Viewpoint», American Anthropologist 75 (1973) 1347-1357· R. Browning, Medieval and Modern Greek, Cambridge 1983, σ. 55· W. Treadgold, «The Break in Byzantium and the Gap in Byzantine Studies», Byzantinische Forschungen 15 (1990) 289-316· ο ίδιος «The Revival of Byzantine Learning and the Revival of the Byzantine State», The American Historical Review 84 (1979) 1245-1266· A. Cameron, «Byzantium and the Past in the Seventh Century: The Search for Redefinition», στο The Seventh Century: Change and Continuity, J. Fontaine, J. Hillgarth (εκδ.), London 1992, σ. 250-276· D. J. Sahas, «Cultural Interaction during the Umayyad Period. The ‘Circle’ of John of Damascus», ARAM 6 (1994) 35-66· E. Chrysos, «Illuminating Darkness by Candlelight: Literature in the Dark Ages», στο Actes du Colloque International Philologique Nicosie- Chypre 2000, Paris 2002, σ. 13-24.
11. Πρόχειρα, βλ. P. Lemerle, Ο πρώτος Βυζαντινὸς Ουμανισμός, Αθήνα 32001.
12. C. Mango, (εκδ.), Nikephoros Patriarch of Constantinople, Short History, (CFHB 13), Washington 1990 σ. 52.
13. Για την κοινωνική και πολιτική κατάσταση στην Βαλκανική και στην Μ. Ασία· βλ. Π.-Γ. Τσορμπατζόγλου, Εικονομαχία και κοινωνία στα χρόνια του Λέοντος Γ´ Ισαύρου. Συμβολή στην διερεύνηση των αιτίων, Κατερίνη 2002, σ. 149-206.
14. Βλ. Για μία συνολική θεώρηση· βλ. N. M. Kalogeras, Byzantine Childhood Education and its Social Role from the Sixth Century until the End of Iconoclasm (αδημ.διδ.διατρ.), Chicago 2000· H. Magoulias, «Education and Learning in the sixth and seventh Centuries as viewed in the Lives of Saints», Greek Orthodox Theological Review 21 (1976) 11-124· A. Tihon, «Enseignement Scientifique à Byzance», Organon 24 (1989) 89–108· A. Markopoulos, «Teachers and Textbooks in Byzantium Ninth to Eleventh Centuries», στο Networks of Learning. Perspectives on Scholars in Byzantine East and Latin West, c. 1000–1200, S. Steckel, N. Gaul, M. Grünbart (εκδ.), Berlin–Münster 2014, σ. 3-13, ιδιαιτέρως σημ. 2· R. Thomson, «Constantinople and Early Armenian Literature», στο Armenian Constantinople, R. G. Hovannisian, S. Payaslian (εκδ.), Costa Mesa, CA 2010, σ. 32. Πρβλ. Α. Μαρκόπουλος, «Από τη δομή του βυζαντινού σχολείου. Ο δάσκαλος, τα βιβλία και η εκπαιδευτική διαδικασία», Neograeca Bohemica 10 (2010) 5–13.
15. Σύμφωνα με την Σούδα, ο Τραϊανός, ήταν πατρίκιος και ήκμασε στα χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού Β΄ (685-695, 705-711). Έγραψε ένα χρονικό, που ήταν «πολύ αξιοθαύμαστο» (Σούδα, T 901). Η Σούδα τον περιγράφει ως «πολύ πιστό Χριστιανό, και πολύ ορθόδοξο». Το χρονικό πιστεύεται ότι κάλυπτε την περίοδο από τα τέλη του 7ου αι. (ίσως το 668), μέχρι περίπου το 713 ή το 720, και πιθανόν να χρησιμοποιήθηκε από τον Θεοφάνη τον Ομολογητή και τον πατριάρχη Νικηφόρο Α΄ ως πηγή για το έργο τους· βλ. C. Mango, R. Scott (εκδ.), The Chronicle of Theophanes Confessor. Byzantine and Near Eastern history AD 284-813, Oxford 1997, σ. liv, lvvvviii-xc.
16. Βλ. L. M. Whitby, «The Great Chronographer and Theophanes», BMGS 8 (1982) 1-20· Mango, R. Scott, The Chronicle of Theophanes Confessor, όπ.π.
17. Βλ. W. Treadcold, «The Break in Byzantium and the Gap in Byzantine Studies», BF 14 (1990) 308-309· Καρπόζηλος, Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι, όπ.π., σ. 613.
18. Βλ. «Georgios Choiroboskos (#2200)», στο Prosopographie der mittelbyzantinischen, Zeit: I. Abteilung (641–867), 2. Band: Georgios (#2183)- Leon (#4270), F. Winkelmann, R.-J. Lilie, Cl. Ludwig, Th. Pratsch, Il. Rochow (εκδ.), Berlin- N. York 2000, σ. 7-8.
19. Βλ. Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Ε´, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 521-522· H. Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, Β´, [ΜΙΕΤ], Αθήνα 1992, σ. 377, 381, 393, 409.
20. Βλ. Lemerle, Ο πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, όπ.π., σ.81-83.
21. Πολύ κατατοπιστική μελέτη για την κατάσταση της αναγνώσεως και του βιβλίου στο Βυζαντίο είναι του G. Cavallo, Η ανάγνωση στο Βυζαντίο, (= Lire a Byzance, Paris 2006), Αθήνα 2008.
22. Βλ. Α. Terian, «The Hellenizing School: Its Time, Place, and Scope of Activites Reconsidered», στο East of Byzantium: Syria and Armenia in the Formatine Period. Dumbarton Oaks Symposium 1980, Washington, D.C. 1982, σ. 183, σημ. 78.
23. Για τον Στέφανο Αθηναίο ή Αλεξανδρέα· βλ. H. Usener, De Stephano Alexandrino, Bonn 1880· A. Lumpe, «Stephanos von Alexandria und Kaiser Herakleios», Classica Mediaevalis. Dissertationes 9 (1973) 150-59· ο ίδιος, «Stephanos von Alexandria (Stephanus Philosophus)», Biographisch-Bibliographisches Kirchenlexikon, τ. 10, Herzberg 1995, στηλ. 1406-1409· W. Wolska- Conus, «Stephanus d’ Athènes et Stephanus d’ Alexandrie. Essai d’ identification et de biographie», REB 47 (1989) 5-89· Lemerle, Ο πρώτος Βυζαντινὸς Ουμανισμός, όπ.π., σ. 77-80, ιδιαιτέρως σημ. 29. Η παραγωγή του Στεφάνου είναι τεράστια και πολυμερής· έχει ασχοληθεί με θέματα λογοτεχνίας, φιλοσοφίας, ιατρικής, χημείας, αστρονομίας και έτσι εξηγείται η πολυθεματική παραγωγή των μαθητών του και όσων εμπνεύσθηκαν από την «σχολή» του· βλ. E. Chauvon, Étude sur le Commentaire astronomique de Stephanos d’ Alexandrie, Louvain 1979–1980. Ακόμη, βλ. M. Papathanassiou, «Stephanus of Alexandria: Pharmaceutical Notions and Cosmology in his Alchemical Work», Ambix 37 (1990) 121-133, 38 (1991) 112 (addenda)· η ίδια, «Stephanus of Alexandria: On the Structure and Date of His Alchemical Work», Medicina nei secoli 8 (1996) 247-266· η ίδια, «Στεφάνου: Aποτελεσματική πραγματεία ή το Ωροσκόπιο του Ισλάμ», στο Οι Επιστήμες στον Ελληνικό κόσμο, [ΚΝΕ/ΕΙΕ], Αθήνα 1997, σ. 107–117· η ίδια, «L’ oeuvre alchimique de Stéphanos d’ Alexandrie: Structure et transformations de la matière, unité et pluralité, l’ énigme des philosophes», στο L’ alchimie et ses racines philosophiques. La tradition grecque et latradition arabe, Cr. Viano (εκδ.), Paris 2005, σ. 113–133· η ίδια, «Stephanos of Alexandria: A Famous Byzantine Scholar, Alchemist and Astrologer», στο The Occult Sciences in Byzantium, P. Magdalino, M. Mavroudi (εκδ.), Geneva 2006, σ. 163-203· M. Roueché, «The Definitions of Philosophy and a New Fragment of Stephanus the Philosopher», JÖB 40 (1990) 107-128· ο ίδιος, «Stephanus the alexandrian philosopher, the kanon and a seventh-century millennium», Journal of the Warburg and Courtauld Institutes 74 (2011) 1-30· ο ίδιος, «Stephanus the Philosopher and Ps. Elias: a Case of Mistaken Identity», BMGS 36 (2012) 120-138. Για τις σχέσεις Ιωάννου Φιλοπόνου και Στεφάνου· βλ. R. Vancourt, Les Derniers Commentateurs alexandrins d' Aristote. L' école d' Olympiodore. Étienne d' Alexandrie, Facultés Catholiques, Lille, 1941· H. Blumenthal, «John Philoponus and Stephanus of Alexandria: Two Neoplatonic Christian Commentators on Aristotle?», στο Neoplatonism and Christian Thought, D. J. O’ Meara (εκδ.), Albany NY 1982, σ. 54- 66, υποσημ. σ. 244-246· πρβλ. F. de Haas, John Philoponus' new definition of prime matter: aspects of its background in neoplatonism and the ancient commentary tradition, Leiden 1997. Στην Κπολη ο Στέφανος συνδέθηκε με τον διάσημο γιατρό Θεόφιλο (603 ή 610-641) γνωστό με τον τίτλο του Πρωτοσπαθάριου, από το τιμητικό αξίωμα που απέκτησε υπηρετώντας ως αρχίατρος στην αυλή του αυτοκράτορα Ηράκλειου. Φαίνεται ότι οι δυο τους συνεργάστηκαν και στην συγγραφή. Από το περιβάλλον αυτό αναδείχθηκαν πολλοί μαθητές και συνεργάτες, οι οποίοι συνέχισαν την παράδοση της «σχολής»· βλ. W. Conus-Wolska, «Les commentaires de Stephanos d'Athènes au Prognostikon et aux Aphorismes d' Hippocrate: de Galien à la pratique scolaire alexandrine», REB 50 (1992) 5-86· η ίδια, «Stephanos d' Athènes (d'Alexandrie) et Théophile le Prôtospathaire, commentateurs des Aphorismes d'Hippocrate, sont-ils indépendants l'un de l'autre?,» REB 52 (1994) 5-68.
24. Για την μεταφραστική τεχνική της εποχής· γενικά, βλ. A. Rigolio, «Translation of Greek Texts in Late Antiquity», στο Encyclopedia of Ancient Greek Language and Linguistics, G. K. Giannakis, (εκδ.), 3, Leiden 2014, σ. 436-41· A.-M. Lewis, «Latin translations of Greek literature- the testimony of Latin authors», L' antiquité classique 55 (1986) 163-174· S. Brock, «Aspects of Translation Technique in Antiquity», GRBS 20 (1979) 69-87. Για την «ελληνόφιλη σχολή» και την παραγωγή της· βλ. Thomson, The Armenian Version of the Works attributed to Dionysius the Areopagite, (μετφρ.), σ. VIII σημ. 3· S. La Porta, The Armenian Scholia on Dionysius the Areopagite. Studies on their literary and philological tradition, (CSCO 625), Louvain 2008 σ. 1, 88-123 και σημ. 3. Πρβλ. Ch. Mercier, «L' École hellénistique dans la littérature arménienne», Revue des Études Αrméniennes 13 (1978-1979) 59-74· A. Terian, «The Hellenizing School. Its Time, Place and Scope of Activities Reconsidered», στο N. Garsoian, T. Mathews, R.W. Thomson (εκδ.), East of Byzantium: Syria and Armenia in the Formative Period, (Dumbarton Oaks, Center for Byzantine Studies), Washington, DC 1982, σ. 175-186· V. Calzolari, M. Nichanian, «L’ École hellénisante», στο Âges et usages de la langue arménienne, M. Nichanian (εκδ.), Paris 1989, σ. 110- 130· G. Muradyan, «Notes on Some Linguistic Characteristics of the Hellenizing Translations», Le Muséon 112 (1999) 65-71· η ίδια, Grecisms in Ancient Armenian, Leuven 2012· η ίδια, «The Hellenizing School», στο Armenian Philology in the Modern Era: From Manuscript to Digital Text, V. Calzolari, M. Stone (εκδ.), [Brill], Leiden- Boston 2014, σ. 321-348. Ακόμη, βλ. στον τόμο Studies on the ancient Armenian version of Philo's works, S. Mancini Lombardi, P. Pontani (εκδ.), Leiden- Boston 2011, τις μελέτες: G. Muradyan, «The Armenian Version of Philo Alexandrinus. Translation Technique, Biblical Citations», σ. 51-85· P. Pontani, «Saying (almost) the Same Thing. On Some Relevant Differences between Greek-Language Originals and their Armenian Translations», σ. 125-154· M. E. Shirinian, «Philo and the Book of Causes by Grigor Abasean», σ. 155-189. Για την επίδραση των έργων αυτών στην ευρύτερη Αρμενική γραμματεία, βλ. P. Cowe, «Generic and Methodological Developments in Theology in Caucasia From the Fourth to Eleventh Centuries Within an East Christian Context», στο Il Caucaso: Cerniera fra Culture dal Mediterraneo alla Persia (secoli IV –XI), Spoleto 1996, σ. 669- 673· ο ίδιος, «Armenian Christology», όπ.π., σ. 32, σημ. 15. Ακόμη, βλ. την παρατήρηση της V. Calzolari: «Over the centuries Armenians maintained close and direct contacts with the Greek culture, by which they were deeply influenced. During the so-called ‘Dark Ages’ of Byzantium’s intellectual life, Armenia played an important role in the preservation of Greek cultural heritage, as much as the neighbouring Syriac speaking world, in particular for the transmission of Greek philosophical scholarship. The old centers of translations of Late Antique Armenia as well as the scriptoria and the libraries attached to the monastic schools of medieval Armenia contributed considerably to the reception and dissemination of the Greek scientific texts. These texts were first read and studied directly in Greek at the schools in which they were used as textbooks, and later translated into Armenian, consequently contributing to the formation of a distinctive Armenian cursus studiorum. This lecture deals with the Armenian ancient translations of Greek philosophical texts and pays particular attention to: 1) the relationships between the syllabus of the Neoplatonic schools of Athens and Alexandria in Late Antiquity (5th-6th c.), and the Armenian philosophical corpus; 2) the works (Greek and Armenian) of David, the “Invincible” philosopher and the tradition of the “continuous commentaries” on Aristotelian logic in Armenia: Definitions and Divisions of Philosophy (Prolegomena Philosophiae), Commentary on Porphyry's Isagoge, Commentary on Aristotle's Categories, Commentary on Aristotle's First Analytics. More generally, the lecture focuses on the ways in which Greek thought was transmitted into the Armenian tradition, as well as on the circulation of ideas and cultural exchanges between East and West in the late Antiquity», στο http://cems.ceu.edu/events/2013-01-31/david-the-invincible-and-the-transmission-of-greek-philosophy-in-armenia-in-late-a.
25. Βλ. παρακάτω σημ. 26, 27.
26. Βλ. B. Contin, «Il Corpus Davidicum armeno nella tradizione neoplatonica e nello sviluppo del pensiero armeno», Mediaeval Sophia, e-review 1 (2007) 31-35, στο www.mediaeval sophia. it.
27. Βλ. J.-P. Mahé, «David l'Invincible dans la tradition arménienne», στο Simplicius commentaire sur les categories, I. Hadot (εκδ.), Leiden 1990, σ. 189-207· V. Calzolari, J. Barnes (εκδ.), L’œuvre de David l’invincible et la transmission de la pensée Gecque dans la tradition Arménienne et Syriaque, Leiden- Boston 2009, ιδιαιτέρως τα κεφ. J. Barnes, «David and the Greek Tradition», σ. 3-14· V. Calzolari, «David et la tradition arménienne», σ. 15-36· S. Arevshatyan, «David the Invincible in Armenia and other Countries: the Fate of his Legacy», σ. 175-180.
28. Carlozari: «Τhe works (Greek and Armenian) of David, the “Invincible” philosopher and the tradition of the “continuous commentaries” on Aristotelian logic in Armenia: Definitions and Divisions of Philosophy (Prolegomena Philosophiae), Commentary on Porphyry's Isagoge, Commentary on Aristotle's Categories, Commentary on Aristotle's First Analytics», όπ.π., σημ. 24. Ακόμη, M. Papazian: «Ιt suggests that the Armenian commentator was familiar with the Stephanus commentary and made extensive use of it in composing his own commentary. And this should not surprise us, since Stephanus appears to have had an Armenian connection. According to Wolska-Conus, in her article ‘Stephanus d’Athènes et Stephanus d’ Alexandrie. Essai d’identification et de biographie’ (REB 47(1989), the Alexandrian Stephanus who wrote the commentaries on Aristotle is identical to the medical commentator Stephanus of Athens. If this is the case, then Stephanus was born in Athens in the mid-500s, studied at Alexandria, was for a time a student of John Philoponus and an adherent of monophysitism, and subsequently was appointed to a chair at Constantinople where he was the teacher of Tychikos, himself the teacher of Anania Shirakatsi. It is tempting to suggest that perhaps the Armenian De Interpretatione commentary is the product of a philosophical school or milieu in Armenia that is later than and distinct from that associated directly with Alexandria, David, and the school of Olympiodorus, and dependent instead on Stephanus and his students at Constantinople. This would account for the many similarities with the Stephanus commentaries and the absence of any borrowings from the remnants of the Olympiodorus commentary. It may also account for the linguistic features of the Armenian commentary that set it apart from the standard David corpus. It is my hope that further work on this commentary and its relation to the other ancient commentaries will allow us to assess the plausibility of the very tentative thesis that I present today», στο «A Medieval Armenian Commentary on the De Interpretatione», στο https://www.academia.edu/11510745/A_Medieval_Armenian_Commentary_on_the_De_Interpretatione.
29. Η μαρτυρία αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον διότι αναδεικνύει την Τραπεζούντα ως ένα μορφωτικό κέντρο ανταγωνιστικό της Κπόλεως.
30. Βλ. F. Conybeare, (μετάφρ.), «Ananias of Shirak (A.D. 600-650). Autobiography», BZ 6 (1897) 572-574· H. Berberian, «Autobiographic d'Anania Sirakac'i», Revue des Études Arméniennes 1 (1964) 189-194· R. H. Hewsen, «Science in Seventh-Century Armenia: Ananias of Sirak», Isis 59 (1968) 32-35· Lemerle, Ο πρώτος Βυζαντινὸς Ουμανισμός, όπ.π., σ. 77-80, ιδιαιτέρως σημ. 31, 32· J.-P. Mahé, «Quadrivium et cursus d’études au VIIe siècle en Arménie et dans le monde byzantin d’après le "K’nnikon" d’ Anania Sirakac’i», TM 10 (1987) 159-206· J. Greppin, «Comments on Early Armenian Knowledge of Botany as Revealed in the Geography of Ananias of Shirak», Journal of the American Oriental Society 115 (1995) 679- 684. Ακόμη, βλ. Χ. Μπαρτικιάν, Το Βυζάντιον εις τας Αρμενικάς πηγάς, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 60-64· M. Roueché, «Byzantine Philosophical Texts of the Seventh Century», JÖB 23 (1974) 61-76· ο ίδιος, «A Middle Byzantine Handbook of Logic Terminology», JÖB 29 (1980) 71-98. Πρβλ. Wolska- Conus, «Stephanus d’ Athènes et Stephanus d’ Alexandrie», όπ.π., σ. 20-24.
31. Για τον Στέφανο Αθηναίο ή Αλεξανδρέα, βλ. παραπάνω σημ. 23.
32. Βλ. P. Lemerle, “Note sur les données historiques de l' Autobiographie d' Anania de Shirak», Revue des Études Arméniennes 1 (1964) 105-202· Hewsen, «Science in Seventh-Century Armenia: Ananias of Sirak», όπ.π., 32-35· Wolska- Conus, «Stephanus d’Athènes et Stephanus d’ Alexandrie», όπ.π., σ. 20- 33· G. Cavallo, «Theodore of Tarsus and the Greek culture of his time», στο Archbishop Theodore: Commemorative Studies on His Life and Influence, M. Lapidge (εκδ.), Cambridge 1995, επανέκδ. 2006, σ. 54-63· Papathanasiou, «Stephanos of Alexandria: A Famous Byzantine Scholar, Alchemist and Astrologer», όπ.π., σ. 164, σημ. 2· R. Thomson, «Constantinople and Early Armenian Literature», στο Armenian Constantinople, R. G. Hovannisian, S. Payaslian (εκδ.), Costa Mesa, CA 2010, σ. 33· T. Greenwood, «A Reassessment of the Life and Mathematical Problems of Anani Širakac'i», Revue des Études Arméniennes 33 (2011) 131-186.
33. Στην αρχή της βιογραφίας του, ο Ανανίας, αναφέρει ότι ασχολήθηκε με την συλλογή έργων της αρμενικής λογοτεχνίας και προφανώς εννοεί ότι έγραψε, ή εξέδωσε κείμενα. Ένα μεγάλο μέρος αυτών στην πορεία κυκλοφόρησαν με ονομάτα άλλων, ή ανώνυμα, με συνέπεια, τελικά, να είναι υποπολλαπλάσιος ο αριθμός των έργων που αποδίδονται στον Ανανία· βλ. Hewsen, «Science in Seventh-Century Armenia: Ananias of Sirak», όπ.π., σ. 45· Mahé, «Quadrivium et cursus d’études au VIIe siècle en Arménie et dans le monde byzantin d’après le "K’nnikon" d’ Anania Sirakac’i», όπ.π., σ. 164-166· Wolska- Conus, «Stephanus d’ Athènes et Stephanus d’ Alexandrie», όπ.π., σ. 24· M. Stone, R. Ervine (εκδ.), The Armenian Text of Epiphanius of Salamis' On Weights and Measures, (CSCO), Louvain 2000, σ. 29-33. Το ύφος του Ανανία είναι αρκετά συνοπτικό, με εμφανή σημάδια της ελληνικής επιρροής όπως άλλωστε σε όλους τους Αρμενίους συγγραφείς της εποχής του, αν και δεν είναι τόσο αισθητή σε αυτόν, όσο στους άλλους της εποχής του, ή δύο αιώνες νωρίτερα· βλ. H. Thorossian, Histoire de la litterature Armenienne des origines jusqu'a nos jours, Paris 1951, σ. 107. Για τις επιρροές, βλ. την παρατήρηση του Hewsen: «Xrlopean has addressed himself to the problem of the sources with some attention and has found that Ananias was heavily influenced by Elise's An Interpretation of Creation by an Interpretation of the Categories of Aristotle by an unknown author, and by the works of David Anhaxt, who, beginning with Aristotle's views, criticized Plato, Pyrrho, and Porphyry and thereby firmly established neo-Platonism in Armenian thought», στο, «Science in Seventh-Century Armenia: Ananias of Sirak», όπ.π., σ. 40.
34. Αστρονομικά, μαθηματικά, γεωγραφικά· βλ. Hewsen, «Science in Seventh-Century Armenia: Ananias of Sirak», όπ.π., σ. 40-45· Wolska- Conus, «Stephanus d’ Athènes et Stephanus d’ Alexandrie», όπ.π., σ. 24-33.
35. Ο Στέφανος είναι γνωστός στην Βυζαντινή ιστορία και λογοτεχνία από μία επιστολή την οποία του είχε απευθύνει ο Γερμανός Κπόλεως και η οποία διασώζεται στην Ελληνική Πατρολογία σε λατινική μετάφραση. Πέρα από την επιστολή αυτή υπάρχει εκτενής αλληλογραφία μεταξύ των δύο ανδρών, η οποία σώζεται στην Αρμενική Βίβλο των Επιστολών, (Girk' T'ght'ots'], Tiflis 1901, σ. 358-395. Για τον Στέφανο, την αλληλογραφία και το έργο του· βλ. Π.-Γ. Τσορμπατζόγλου, «Γερμανός πατριάρχης Κπόλεως (±650-730) και Στέφανος μητροπολίτης Συνής ή Σιουνίκ (±685-735)», Βυζαντιακά, προσεχώς, όπως οι πηγές και τα σχετικά προβλήματα. Για την ζωή και την δράση και Στεφάνου μητροπολίτου Σουνίκ διαθέτουμε, πέρα από τις παραπάνω επιστολές, το βασικό έργο (14ος) αι. του Step‛annos Ōrbēlean, ο οποίος έγραψε για την ιστορία της επισκοπής του Σουνίκ ή Συνής και εκεί αναφέρεται για τον βίο και την δράση του ενδόξου προκατόχου του· κριτ. έκδ. από K. Shahnazarean, Paris 1859· γαλλ. μετάφρ. από Μ. Brosset, Histoire de la Siounie, St. Petersburg 1864· αγγλ. μετάφρ. από R. Bedrosian, History of the State of Sisakan, Ι, ΙΙ, Long Branch, N. Jersey 2012 την οποία και χρησιμοποιούμε στο παρόν. Άλλες πηγές, το τρίτο βιβλίο του Movsēs Dasxuranc'i, αγγ. μεταφρ. C. F. J. Dowsett, The History of the Caucasian Albanians, London 1961· το έργο του Kirakos Gandzakets'i, (κριτική έκδ. από K.A. Melik'-Ohanjanyan, Erevan 1961), γαλλ. μετάφρ. από M. Brosset, «Histoire de l’Arménie par le vartabed Kiracos de Gantzac», στο Deux historiens arméniens, St. Petersburg 1870, σ. 1-194· αγγλ. μετάφρ. από R. Bedrosian, History of the Armenians, N. York 1986· το έργο του Mxit‛ar of Ayrivank‛, «Record of the History of the Most Blessed, Holy and Glorious Patriarch Stephen the Bishop of Siwnik»’, στο Garegin Tēr-Yovsēp‛eanc‛, Mxit‛a Ayrivanec‛i: Noragiwt arjanagrut‛iwn ew erker [Mxit‛ar of Ayrivank‛: Newly Discovered Inscription and Works], Jerusalem 1931. Για μία σύνοψη και αξιολόγηση των πηγών, βλ. S. Gero, Iconoclasm of Leo III, Louvain 1973, appendix C, «Stephen of Siwnik in Byzantium», σ. 143-149· M. D. Findikyan, (έκδ.-μετάφρ.), The commentary on the Armenian daily office by bishop Step'anos Siwnec'i (d. 735): critical edition and translation with textual and liturgical analysis, (OCA), Roma 2004, σ. 40-57· Ι. Dorfmann- Lazarev, «Travels and Studies of Stephen of Siwnik (c.685–735): Redefining Armenian Orthodoxy Under Islamic Rule», στο Heresy and the Making of European Culture. Medieval and Modern Perspectives, Α. Roach, J. Simpson (εκδ.), [Ashgate], Farnham 2013, σ. 357-368· S. La Porta, «Purging John of Scythopolis. A Miaphysite Redaction of the Scholia on the Corpus Dionysiacum and its Armenian Version», Le Muséon 126 (2013) 55 σημ. 61, 56 σημ. 65· M. Papazian, Stepanos Siwnetsi: Commentary on the Four Evangelists, [SIS Publications], N. York 2014, σ. 9-17.
36. Ο βασικός οδικός άξονας επικοινωνίας Αρμενίας-Κπόλεως διερχόταν απο την εσωτερική πλευρά των ορεινών όγκων του Πόντου, δηλ. της Χαλδίας, της Παφλαγονίας της Βιθυνίας για να καταλήξει στην Νίκαια, και μέσω Νικομήδειας στην Κπολη. Πιθανότατα ο μακρύς αυτός δρόμος είχε αφετηρία το Δούβιο των Βυζαντινών, το αρμενικό Dwin. Με συνολικό μήκος, σύμφωνα με τις αποστάσεις που παραθέτει ένα αρμενικό Οδοιπορικό του 10ου αι. ήταν 875 αρμενικά μίλια, και ο δρόμος αυτός διερχόταν από την Θεοδοσιούπολη, την μυστηριώδη «συνοριακή τάφρο», η οποία είναι δύσκολο να εντοπιστεί, την Κολώνεια, την Νεοκαισάρεια, την Αμάσεια, τη Γάγγρα και την Άγκυρα και κατέληγε στην Κωνσταντινούπολη· βλ. H. A. Manandian, The Trade and Cities of Armenia in Relation to Ancient World Trade, αγγλ. μτφρ. N. G. Garsoian, Lisbon 1965, σ. 163. Μία σειρά συνδέσεων στον άξονα Βορρά-Νότου έφερναν σε επαφή τους παράλιους οικισμούς του Πόντου με τις αρτηρίες της ενδοχώρας και στην συνέχεια με τις μεγάλες πόλεις του εσωτερικού, ακολουθώντας συνήθως τις κοιλάδες των ποταμών. Οι συνδέσεις αυτές ήταν οι εξής: από την Σινώπη προς την κοιλάδα της Άμνιας, από τις Παύρες κατά μήκος του ποταμού Άλυ, από την Αμισό κατά μήκος του ποταμού Ίριδος προς τη Μαγνόπολη και την Αμάσεια, από το Οιναίον προς τη Νεοκαισάρεια και περαιτέρω την Σεβάστεια· από την Κερασούντα προς την Κολώνεια και περαιτέρω στην Νικόπολη και τον ποταμό Ευφράτη ή την Σεβάστεια, από την Τρίπολη και την Τραπεζούντα προς τα Σάταλα (Κάμαχο) και περαιτέρω τη Θεοδοσιούπολη, από το Ριζαίον προς τη Θεοδοσιούπολη, από τις Αθήνες προς την Συσπιρίτιδα και το Φαράγγιον. Σημαντικότερες από τις προαναφερόμενες συνδέσεις ήταν αυτές που κατέληγαν στην Αμισό και την Τραπεζούντα· βλ. A. Bryer, D. Winfield, The Byzantine Monuments and Topography of Pontos, Ι, Washington D. C. 1985, σ. 39 κε. Για το οδικό δίκτυο, βλ. Δ. Δρακούλης, Η περιφερειακή οργάνωση των οικισμών της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο (4ος-6ος αι), Β´, Ποντική-Ανατολική-Αιγυπτιακή, [ΚΒΕ], Θεσσαλονίκη 2010, σ. 5-7, χάρτες Δ. 4.α, β· 4 Δ. 4.1.8-10· ο ίδιος, «Συμβολή στη μελέτη της Επαρχίας Βιθυνίας κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο», στο Φιλοτιμία. Τιμητικός τόμος για την Ομότιμη Καθηγήτρια Αλκμήνη Ζαφράκα, Θεσσαλονίκη 2011, σ. 147- 172· J. Koder, Το Βυζάντιο ως χώρος. Εισαγωγή στην Ιστορική Γεωγραφία της Α. Μεσογείου στη Βυζαντινή Εποχή, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 99, 101, εικ. 7· Οδικό Δίκτυο στη Μ. Ασία (Βυζάντιο): http://asiaminor.ehw.gr/.
37. Η σύνδεση του Στεφάνου με την Αθήνα, πιστεύω ότι σχετίζεται περισσότερο με την ιδιαίτερη εκτίμησή του για το Αρεοπαγιτικό έργο, ως μεταφραστής και σχολιαστής, παρά ως αυτοπρόσωπη επίσκεψη στην πάλαι ποτέ πόλη της σοφίας. Η ακτινοβολία της Αθήνας, πάντως, παραμένει αμείωτη στο διεθνές στερέωμα ακόμη την εποχή αυτή· όσοι δεν γνωρίζουν την κατάσταση στην οποία έχει περιπέσει η Αθήνα στους μετά τον Ιουστινιανό αιώνες αναπαράγουν την φήμη του παρελθόντος. Όπως οι Αρμένιοι έτσι και οι Λατίνοι της Ρώμης θεωρούν θετικό στοιχείο ότι κάποιος από την Ανατολή έχει σπουδάσει στην Αθήνα όπως ο Θεόδωρος ο Ταρσέας μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Αγγλίας· βλ. Π.- Γ. Τσορμπατζόγλου, «Θεόδωρος αρχιεπίσκοπος Καντέρμπουρυ (Canterbury). Ένας Έλληνας από την Ταρσό της Κιλικίας στην Αγγλία, (668-690). Παρατηρήσεις και επισημάνσεις στον βίο και την δράση του», ΕΕΘΣΑΠΘ/Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας 14 (2009) 231-235· Α. Kaldellis, The Christian Parthenon. Classicism and Piligrimage in Byzantine Athens, Cambridge 2009, σ. 67-67.
38. Βλ. Gero, Iconoclasm of Leo III, όπ.π., σ. 146–147. Ο βιογράφος του Στεφάνου προφανώς έχει υπόψη του την αυτοβιογραφία του Ανανία του Σιράκ (600-650) την οποία και μιμείται. Για τον Ανανία, βλ. παραπάνω οικείο τόπο.
39. Κηνάριος, ή ἐπί τῆς τραπέζης· βλ. Kenarios, ODB, 2, σ. 1120· W. Seibt, «Kinarios- ein “neuer” Würdenträger an Hof des Byzantinischen Kaisers», Handēs Amsōreay 88 (1974) 369- 380. Πρβλ. Μ. Γερολυμάτου, «Βασιλικά κτήματα, βασιλικά εργοδόσια. Σχετικά με την τροφοδοσία και τον ανεφοδιασμό του Ι. Παλατίου, (9ος- 11ος αι.», Βυζαντινά Σύμμεικτα 17 (2005) 87-110, ιδιαιτέρως σ. 88. Υπάρχει και σχετική σφραγίδα, βλ. Zacos-Vegleri, I, αρ. 600. Ακόμη, βλ. R. Thomson, «Les Voyageurs arméniens à Byzance et leur connaissance du grec», στο Voyages et voyageurs à Byzance et en Occident du VIe au XIe siècle, A. Dierkens, J.-M. Sansterre (εκδ.), Genève 2000, σ. 108-110· La Porta, «Purging John of Scythopolis», σ. 48, 59 και σημ. 17, 81. Δύσκολα μπορεί να ταυτισθεί ο αναφερόμενος Δαυίδ με άλλα συνώνυμα πρόσωπα της εποχής· βλ. V. Inglisian, Die armenische Literature, Leiden-Koln 1963, σ. 170-173· W. Thomson, A Bibliography of Classical Armenian Literature to 1500 A.D., (Corpus Christianorum), Turnhout 1995, σ. 107-111· Findikyan, The commentary on the Armenian daily office by bishop Step'anos Siwnec'i, όπ.π., σ. 34. Ο Step‘anos Orbelean, αναφέρει ότι συνεργάσθηκαν επίσης οι δύο τους στην εκπόνηση ενός υπομνήματος στην Γένεση· βλ. παραπάνω σημ. 35· M. Papazian, «Origen's Commentaries as Sources for Step'anos Siwnec'i's Commentary on the Gospels», Le Museon 117 (2004) 511.
40. Ολοκλήρωσε την μετάφραση του Διονυσίου το δεύτερο έτος της βασιλείας του Βαρδάνη-Φιλιππικού, σύμφωνα με την καταγραφή στον κολοφώνα του χφ. αρ. 73 της Bodleian Library, βλ. S. Baronian, F. C. Conybeare, Catalogue of the Armenian Manuscripts in the Bodleian Library, Oxford 1918, αρ. 73, στ. 169-170. Των χφφ. Jerusalem MSS 451, 1120, 1328, 1386 και Jerusalem MS 270 B σ. 3· βλ. Terian, «The Hellenizing School: Its Time, Place, and Scope of Activites Reconsidered», όπ.π., σ. 182, σημ. 68· Dorfmann-Lazarev, «Travels and Studies of Stephen of Siwnik», όπ.π., σ. 362 σημ. 35, 363 σημ. 41. Για μία συνολική θεώρηση, βλ. R. W. Thomson, Armenian Version of the Works Attributed to Dionysius the Areopagite, (CSCO 488), Louvain 1987 και η μεταφρ. (CSCO 489), Louvain 1987, εισαγωγή σ. VII-XV και παρακάτω στο παράρτημα.
41. Στον κολοφώνα των χφφ. αρ. 69 και 70 της Bodleian Library υπάρχει σχετική σημείωση· βλ. Gero, Iconoclasm of Leo III, όπ.π., σ. 148.
42. Στον κολοφώνα των χφφ. αρ. Jerusalem MSS 1862 (Νεμέσιος), και 390 (Γρηγόριος) υπάρχει σχετική μαρτυρία· βλ. Terian, «The Hellenizing School», όπ.π., σ. 182, σημ. 69.
43. Βλ. V. Artujunova- Fidanian, «The Etho-Confessional Self-Awareness of Armenian Chalcedonians», Revue des Études Arméniennes 21 (1988-1989) 345-363, ιδιαιτέρως σ. 348-355.
44. Βλ. Papazian, Stepanos Siwnetsi: Commentary on the Four Evangelists, όπ.π., σ. 9- 10 και ο ίδιος, σημειώνει, «While more research must be done to support a stronger case, one may surmise that the Armenian Hellenizing School was essentially an offshoot of what may be called the “School of Stephanus of Athens” in Constantinople, remnants of which Stepanos of Siwnik may have come into contact with during his sojourn in Constantinople in the early eighth century», The sources of Stepanos of Siwnik's Commentary on the Gospels, σ. 7, στο
https://www.academia.edu/850264/The_sources_of_Stepanos_of_Siwniks_Commentary_on_the_Gospels. Περισσότερα για την «ελληνόφιλη σχολή» και την παραγωγή της, βλ. παραπάνω οικείο τόπο.
45. Βλ. παραπάνω σημ. 4-6.
46. Βλ. παραπάνω σημ. 40.
47. Μία εικόνα της λαμπρότητος των ακολουθιών της Μεγάλης Εκκλησίας διασώζεται στον Βίο Στεφάνου του Νέου· βλ. M.-F. Auzépy, (έκδ.- γαλλ. μετάφρ.), La Vie d' Étienne le Jeune par Étienne le Diacre, (Birmingham Byzantine and Ottoman Monographs 3), Aldershot 1997, σ. 94-96.
48. Βλ. Book of Letters, σ. 418· Bedrosian, S. Orbelean, History of the State of Sisakan, όπ.π., σ. 70· Le Synaxaire, σ. 768. Πρλ. Dorfmann-Lazarev, «Travels and Studies of Stephen of Siwnik», όπ.π., σ. 366 σημ. 62 και σ. 367 σημ. 69. Η παρατήρηση αυτή, μάλλον, υπηρετεί τις μεταγενέστερες εκκλησιαστικές σκοπιμότητες και λιγώτερο την πράξη στα χρόνια του Στεφάνου, αφού ο Δαυίδ ύπατος και κηνάριος ήταν Χαλκηδόνιος, όπως πολλοί, αν όχι όλοι, οι Αρμένιοι του κύκλου της «ελληνόφιλης» σχολής και δεν υπήρχε σαφής διαχωρισμός· βλ. παρακάτω σημ. 74.
49. Για το ομιλητικό έργο του Γερμανού Κπόλεως· βλ. Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Ε´, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 349- 350, 381· Κ. Σταυριανός, Ο άγιος Γερμανός Α´ ο Ομολογητής πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Συμβολή στην περίοδο της Εικονομαχίας, Αθήνα 2003, σ. 88-105· Α. Kazdan, The History of Byzantine Litterature, Ι, [ΕΙΕ/ΙΒΕ], Αθήνα 1999, σ. 59-64. Πρβλ. Π.- Γ. Τσορμπατζόγλου, «Ο Ανδρέας Κρήτης (660-740) και ο πιθανός χρόνος συγγραφής του Μεγάλου Κανόνος (CPG 8219)», Βυζαντινά 24 (2004) σ. 16-17, σημ. 40· M.-F. Auzépy, «Les patriarches: Germain et Constantin», στο L’ Hagiographie et l’ Iconoclasme Byzantin. Le cas de la Vie d’Étienne le Jeune, [Ashgate], Aldershot 1999, σ. 289- 300.
50. Βλ. Τσορμπατζόγλου, «Ο Ανδρέας Κρήτης (660-740)», όπ.π., σ. 7-42· ο ίδιος, «Η Εκκλησιαστική πολιτική του Βαρδάνη- Φιλιππικού», όπ.π., σ. 278-286· M.-F. Auzépy, «Les homélies d’André de Crète», στο L’ Hagiographie et l’ Iconoclasme Byzantin, όπ.π., σ. 131-144.
51. Σε κώδικες της Βατικανής Βιβλιοθήκης (371, 372, 374, 376) αναφέρονται σχόλια του Γερμανού στον Διονύσιο Αρεοπαγίτη. Ο αντιγραφέας, όμως, επειδή γνωρίζει την ύπαρξη των και σχολίων του Μαξίμου του Ομολογητού κάνει εξαρχής την διευκρίνηση: «ὅσα μέν ἔχουσι τόν ἀριθμόν σχόλια εἰσί Γερμανοῦ πατριάρχου· ὅσα ἄνευ ἀριθμοῦ, Μαξίμου μοναχοῦ», παρά ταύτα στην ώα σημειώνει: «συγχώρησον, ἀδελφέ, ὅτι ἐγώ τῶν δύο ἕνα ἀριθμό τέταχα τοῦ βιβλίου», PG 87-88. Η παρατήρηση αυτή δηλώνει ότι σε κάποια αρχική μορφή ο Γερμανός είχε χρησιμοποιήσει ως βάση των σχολίων του ένα χφ του Διονυσίου Αρεοπαγίτη, στο οποίο είχε ενσωματωμένο τα σχόλια τα αποδιδόμενα στον Μάξιμο (Group II, 2)· παρομοίως συμβαίνει και με τον σχολιασμό του Ανδρέα Κρήτης (Group II, 1). Bλ. B. Suchla, (εκδ.), Corpus Dionysiacum, IV, 1, Ioannis Scythopolitani prologus et scholia in Dionysii Areopagitae librum «De divinis nominibus» cum additamentis interpretum aliorum, Berlin- N. York 2011, σ. 43-44, 50-51· La Porta, «Purging John of Scythopolis», σ. 46- 47.
52. «Ἱστορία Ἐκκλησιαστική καί μυστική θεωρία», PG 98, 384-453. Βλ. Χρήστου, Πατρολογία, όπ.π., σ. 348-349, 381· Σταυριανός, Άγιος Γερμανός Α´, όπ.π., σ.109-110· St. Parsons, «The Historia Ecclesiastica of Germanus I of Constantinople», Εκκλησία και Θεολογία 3 (1982) 5- 66· Kazhdan, The History of Byzantine Litterature, όπ.π., σ. 67-70. Πρβλ. Dorfmann-Lazarev, «Travels and Studies of Stephen of Siwnik», όπ.π., σ. 365 σημ. 55.
53. PG 98, 89A-132D. Βλ. Χρήστου, Πατρολογία, όπ.π., σ. 348· Σταυριανός, Άγιος Γερμανός Α´, όπ.π., σ.107-108· C. Garton, L. Westerink, On Predestined Terms of Life, Buffalo, NY 1979. Ακόμη, βλ. P. Mayendorff, St. Germanus of Constantinople on the Divine Liturgy. The Greek text with tranlation, introduction and commentary, Crestwood, NY 1984. Πρβλ. Bishop Auxentios, J. Thornton, «Three Byzantine Commentaries on the Divine Liturgy: A Comparative Treatment», GOThR 32 (1987) 35-57.
54. Βλ. R. W. Thomson, «The Armenian version of Ps. Dionysius Areopagita», Acta Jutlandica 27 (1982) 115- 124 (=Studies in Armenian Literature and Christianity, XIII, [Variorum], Aldershot 1994)· ο ίδιος, Armenian Version of the Works Attributed to Dionysius the Areopagite, (CSCO 488), Louvain 1987 και η μεταφρ. (CSCO 489), Louvain 1987. Ακόμη, βλ. Udo R. Jeck, «Philosophophische grundbegriffe des Ps.-Dionysius Areopagita in altarmenischer version», στο Denys l' Aréopagite et sa postérité en Orient et en Occident. Actes du Colloque International Paris 21-24 Septembre 1994, Ysabel De Andia (εκδ.), Paris 1997, σ. 200-223· S. La Porta, «The Reception and Influence of the Corpus of Works Attributed to Dionysius the Areopagite in the Medieval Armenian Spiritual Tradition», The Journal of the Faculty of Religious Studies, MacGill University 35 (2007) 211-226· ο ίδιος, «Two Visions of Mysticism: The Corpus Dionysiacum and the Book of Lamentation», Revue Théologique de Kaslik 3-4 (2009-2010) 243-257· ο ίδιος, «Purging John of Scythopolis», όπ.π., 48, και παραπάνω σημ. 22. Πρβλ. S. Arevsatyan, «David l’ Arménien et Denys l’ Aréopagite», στο L' Arménie et Byzance: histoire et culture, N. Garsoïan (εκδ.), Paris 1996, σ. 1-5.
55. Βλ. S. La Porta, The Armenian Scholia on Dionysius the Areopagite. Studies on their Literary and Philological Tradition, (CSCO 625), Louvain 2008, ιδιαιτέρως σ. 130, σημ. 50.
56. Βλ. M. D. Findikyan, The Commentary on the Armenian Daily Office by Bishop Step`anos Siwnec`i (735): Critical Edition and Translation with Textual and Liturgical Analysis, (OCA 270), Rome 2004, εισαγωγικά περί του συγγραφέως, σ. 40-57. Ακόμη, βλ. M. Findikyan, «Bishop Stepanos Siwneci: A Source for the Study of Medieval Armenian Liturgy», Ostkirchliche Studien 44 (1995) 171-196.
57. ΡG 44, 124-256. Βλ. Thomson, A Bibliography of Classical Armenian Literature, όπ.π., σ. 201· M. Grigorean, Step‘anos Siwnec‘i, Beirut 1958, στο http://rbedrosian.com/awriters_bios08.htm. Για τον Γρηγόριος Νύσσης και έργο του «Περί κατασκευής τοῦ ἀνθρώπου»· βλ. Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Δ´, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 166-167, 186-192.
58. ΡG 40, 483-818. Βλ. Thomson, Bibliography of Classical Armenian, όπ.π.· Grigorean, όπ.π. Για τον Νεμέσιο και το έργο του, βλ. Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Γ´, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 294-298· Χ. Κοντάκης (πρόλογος), Γ. Πλεξίδας (εισαγ.-μετφρ.-σχόλ.), Νεμέσιος Εμέσης, Περί φύσεως ανθρώπου, Θεσσαλονίκη 2006.
59. Βλ. M. Stone, R. Ervine, The Armenian Text of Epiphanius of Salamis' On Weights and Measures, (CSCO 583), Louvain 2000.
60. Σε πολλά μεταγενέστερα ερμηνευτικά υπομνήματα της Αγίας Γραφής υπάρχουν αναφορές από τους συντάκτες ότι λαμβάνουν υπόψη τους τα έργα του Στεφάνου, δίχως όμως ακριβείς παραπομπές· βλ. V. Nersessian, The Bible in the Armenian Tradition, London 2001, σ. 41-44· Papazian, The sources of Stepanos of Siwnik's Commentary on the Gospels, όπ.π., σ. 2. Στα ερμηνευτικά έργα του ο Στέφανος χρησιμοποιεί εξαντλητικά, πολλές φορές κατά λέξη, τον Ωριγένη, καθόλου παράξενο αν ενθυμηθούμε ότι η αρχή της «ελληνόφιλης» σχολής εντοπίζεται στην Αλεξάνδρεια και στον Στέφανο τον Αθηναίο ή Αλεξανδρέα όπου κυριαρχεί ο Ωριγένης· βλ. M. Papazian, «Origen's Commentaries as Sources for Step'anos Siwnec'i's Commentary on the Gospels», Le Museon 117 (2004) 507-525.
61. Πρώτη εμφάνιση του αρεοπαγιτικού έργου παρατηρείται στις αρχές του 6ου αι.· πρόχειρα βλ. Π.-Γ. Τσορμπατζόγλου, «Η χρήση των Αρεοπαγιτικώνς έργων στη σύνοδο του Λατερανού (649) και στην Στ´ Οικουμενική σύνοδο», Θεολογία 79 (2008) 383-399· P. Rorem, J. Lamoreux, John of Scytholopis and the Dionysian Corpus, Oxford 1998, σ. 18-22.
62. Βλ. Χ. Μπαρτικιάν, Το Βυζάντιον εις τας Αρμενικάς πηγάς, [ΚΒΕ], Θεσσαλονίκη 1981, σ. 192-201, όπου και τα περιεχόμενα του βιβλίου· J. Lebon, «Les citations patristiques grecques du "Sceau de la Foi"», Revue d’ Histoire Ecclesiastique 25 (1929) 5-32· Thomson, Bibliography of Classical Armenian, όπ.π., σ. 196. Για περισσότερα, βλ. R. Thomson, «The Armenian version of Ps. Dionysius Areopagita», Acta Jutlandica 27 (1982) 115 (=Studies in Armenian Literature and Christianity, XIV, [Variorum], Aldershot 1994)· La Porta, The Armenian Scholia on Dionysius the Areopagite, όπ.π., σ. 1· ο ίδιος, «Purging John of Scythopolis», όπ.π., 61 σημ. 86. Εδώ θα πρέπει να κάνω μία αναγκαία επισήμανση· έχει παρατηρηθεί ότι τα ελληνικά κείμενα που μεταφράζονται και έχουν αντιαρειανική στόχευση, από τους μεταφραστές λαμβάνουν αντιχαλκηδόνια πολεμική διάσταση· βλ. R. Thomson, «The Transformation of Athanasius in Armenian Theology», Le Muséon 78 (1965) 47-68 (=Studies in Armenian Literature and Christianity, XIII, [Variorum], Aldershot 1994)· Porta, «Purging John of Scythopolis», όπ.π., σ. 61-62, σημ. 86, 88· Cowe, «Armenian Christology», όπ.π., σ. 32, σημ. 15. Άλλα έργα, τα οποία ήταν ανεπίδεκτα παρερμηνείας δεν μεταφράσθηκαν ποτέ, ή σε μεταγενέστερη εποχή όταν δεν υπήρχαν ορατές θεολογικές σκοπιμότητες· παράδειγμα για το πρώτο αποτελεί ο Λεόντιος ο Βυζάντιος και για το δεύτερο η παντελής απουσία από τους αρμενικούς κώδικες του κατά Λουκάν Ευαγγελίου πριν τον 12ο αι. της περικοπής που περιλαμβάνει την προσευχή του Xριστού στην Γεσθημανή, όπου αναφέρεται ότι, «καί ἐγένετο ὁ ἱδρώς αὐτοῦ ὡσεί θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες ἐπὶ τὴν γῆν» (22, 44), και η οποία κατ ᾽ εξοχήν είχε χρησιμοποιηθεί από το Mάξιμο Ομολογητή στην αντιμονοθελητικό του αγώνα προς επίρρωση του επιχειρήματος της υπάρξεως και ανθρωπίνου θελήματος στον Χριστό· βλ. Cowe, «Armenian Christology», όπ.π., σ. 34 σημ. 25, 48, σημ. 103. Για την ερμηνεία, βλ. PG 91, 65-70· Maximus the Confessor, “Opusculum 6: On the Two Wills of Christ in the Agony of Gethsemane,” στο On the Cosmic Mystery of Jesus Christ, P. Blowers, R. Wilken (μεταφρ.), Crestwood, N.Y 2003, σ. 173-176.
63. PG 4, 16-433, 527-576. Στις αρχές της δεκαετίας του 530 θα εμφανισθούν και τα πρώτα Σχόλια. Τα Σχόλια του Ιωάννου Σκυθοπολίτη έχουν αναμιχθεί από παλαιά με τα αντίστοιχα του Μαξίμου Ομολογητού, ώστε να φαίνεται αδύνατη η διάκρισή τους, αλλά με την βοήθεια των μεταφράσεων που προϋπάρχουν των σχολίων στα συριακά θεωρείται πλέον δυνατός ο διαχωρισμός· βλ. τις ενστάσεις του Perczel, «Once again on Dionysius the Areopagite and Leontius of Byzantium», όπ.π., σ. 67. Δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς την ταυτότητα του Ιωάννου συγγραφέως των Σχολίων, δεδομένου ότι μαρτυρούνται δύο ομώνυμα πρόσωπα με διάφορα, όμως, προσωνύμια, ο ένας ως επίσκοπος και ο άλλος ως σχολαστικός, δικηγόρος· έτσι, λοιπόν, δέχονται τον Ιωάννη ως επίσκοπο Σκυθοπόλεως, οι P. Rorem, J. Lamoreux, John of Scytholopis and the Dionysian Corpus, Oxford 1998, σ. 25-26· απεναντίας ο Χρήστου αναγνωρίζει αυτόν ως σχολαστικό (δικηγόρο) Σκυθοπολίτη· βλ. όπ.π., σ. 183-185. Πρβλ. Γ. Φλωρόφσκυ, Οι Βυζαντινοί πατέρες του έκτου, εβδόμου και ογδόου αιώνα, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 342. Για τον χρόνο συντάξεως των Σχολίων γενικά υπάρχει σύμπτωση, οι πρώτοι δέχονται το διάστημα 537-542 (σ. 36-39) και ο Χρήστου τα έτη μετά το 532 (σ. 186). Τα Σχόλια στο Αρεοπαγιτικό έργο από τον Ιωάννη συνετέλεσαν τα μέγιστα στην ακώλυτη αποδοχή του Διονυσίου από τους ορθόδοξους κύκλους, καθότι ο Σκυθοπολίτης, όχι μόνον διασαφήνισε κι ερμήνευσε πολλά από τα αμφιβαλόμενα και δυνατόν να παρεξηγηθούν στοιχεία. Η θεολογία του Διονυσίου σε πολλά σημεία δεν είναι σαφής, ή μάλλον αρκετά αμφιλεγόμενη· έτσι, λοιπόν, ο σχολιασμός του Ιωάννου ουσιαστικά ήταν η ορθόδοξη ερμηνεία των διφορούμενων σημείων και η εναρμόνιση με την θεολογία των συνόδων της Νίκαιας και της Χαλκηδόνας. Εκείνος πάντως που επέβαλε πάντως αμετάκλητα την ορθοδοξία του Διονυσίου αναμφιβόλως ήταν ο Μάξιμος ο Ομολογητής· βλ. J. Pelican, The Christian Tradition: A History of the Development of Doctrine, Β΄, Chicago 1974, σ. 65-66· ο ίδιος, «The place of Maximus Confessor in the history on Christian thought», στο Actes de Symposium sur Maxime le Confesseur, F. Heinzer, Ch. Schönborn (εκδ.), Fribourg 1982, σ. 396 κε· ο ίδιος, «Introduction», στο Maximus Confessor. Selected Writings, N. York 1985, σ. 6-7· ο ίδιος, «The Odyssey of Dionysian Spirituality», σ. 16-2· R. Wallis, (Neoplatonism, London 21995), =ελλην. μτφρ., Νεοπλατωνισμός, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 253- 254· P. Rorem, «The Doctrinal Concerns the First Dionysian Scholiast, John of Scythopolis», στο Denys l' Aréopagite et sa postérité en Orient et en Occident. Actes du Colloque International Paris 21-24 Septembre 1994, Y. De Andia (εκδ.), Paris 1997, σ. 188-200· Rorem, Lamoreaux, John of Scythopolis, όπ.π., σ. 77- 83· P. Allen, B. Neil, Scripta saeculi VII. Vitam Maximi Confessoris illustrantia una cum Latina interpretatione Anastasii Bibliothecarii, [Corpus Christianorum 39], Turnout-Louvain 1999, σ. ΧΙ-ΧΙΙ· πρβλ. Χρήστου, όπ. π., σ. 77· I. Perczel, «The Christology of Pseudo-Dionysius the Areopagite: The Fourth Letter in its Indirect and Direct Text Traditions», Le Muséon 117 (2004) 409- 446· V. Vranic, «The Christology of the Fourth Letter of Pseudo-Dionysius Areopagite- Chalcedonian or Monophysite», στο https://www. academia. edu/1044267.
64. Βλ. La Porta, «Purging John of Scythopolis», όπ.π., σ. 48 σημ. 18. Η πρώτη μετάφραση έγινε στα συριακά από τον Σεργίο, επίσκοπο Θεοδοσιουπόλεως (+536), ή Ρεσαΐνα και μάλιστα πριν την έκδοση των Σχολίων του Ιωάννη Σκυθοπολίτη· έτσι, λοιπόν, διασώζει την πρώτη μορφή του κειμένου πριν την μεταγενέστερη σύμμιξη με τα σχόλια των Ιωάννη Σκυθοπολίπη και Μαξίμου Ομολογητού· βλ. P. Serwood, «Sergius of Reshaina and the Syriac Versions of the Pseudo-Denis», Sacris Erudiri 4 (1952) 180,183· P. Rorem, «The Doctrinal Concerns the First Dionysian Scholiast, John of Scythopolis», στο Denys l' Aréopagite et sa postérité en Orient et en Occident. Actes du Colloque International Paris 21-24 Septembre 1994, Y. De Andia (εκδ.), Paris 1997, σ. 188-200· Rorem, Lamoraux, John of Schythopolis, όπ.π., σ. 37-39· πρβλ. H. Hugonnard-Roche, «Aux origines de l’ exégèce orientale de la logique d’ Aristote: Sergius de Res‘aina (+536), médecin et philosophe», Journal Asiatique 277 (1989) 5-6· ο ίδιος, «Note sur Sergius de Res‘aina, traducteur du grec en syriaque et commentateur d’ Aristote», στο The Ancient Tradition in Christian and Islamic Hellenism. Studies on the Transmission of Greek Philosophy and Sciences, dedicated to H. J. Drossaart Lulofs on his 90th birthday, G. Endress, R. Kruk (εκδ.), Leiden 1997, σ. 121-125· Χρήστου, Πατρολογία, Ε´, όπ.π., σ. 236-237· D. Goutas, (Greek Thought, Arabic Culture, London 1998), Η αρχαία Ελληνική σκέψη στον Αραβικό κόσμο, Αθήνα 2001, σ. 29-30. Για το έργο του Σεργίου· βλ. P. Sherwood, (εκδ.-μτφρ.), «Mimro de Serge de Rešayna sur la vie spirituelle», L’ Orient Syrien 5 (1960) 433-457· 6 (1961) 95-115, 121-156· I. Perczel, «Sergius of Reshaina’s Syriac Translation of the Dionysian Corpus: Some Preliminary Remarks», C. Baffioni (εκδ.), στο La diffusione dell’eredità classica nell’età tardo-antica e medievale. Filologia, storia, dottrina. Atti del Seminario nazionale di studio (Napoli-Sorrento, 29-31 Οttobre 1998), Alessandria 2000, σ. 79-94· ο ίδιος, «The Earliest Syriac Reception of Dionysius», στο Re-thinking Dionysius, S. Coakley, Ch. Stang, (εκδ.), Oxford, 2009, σ. 27-42. Σχεδόν δύο αιώνες μετά την μετάφραση του Σεργίου, ο Φωκάς βαρ Σέργιος περί το 708 –για τον χρόνο της μεταφράσεως, βλ. S. Brοck, «Jacob of Edessa’s discourse on the Μyron», Oriens Christianus 63 (1979) 21– επειδή θεωρούσε ελλιπή την μετάφραση του πρώτου φιλοπόνησε μια νέα στα συριακά από το σχολιασμένο, όπως υφίσταται σήμερα, κείμενο του Διονυσίου· βλ. Serwood, όπ.π., σ. 181-182· J. M. Hornus, «Le corpus dionysien en syriaque», Parole de l’ Orient 1 (1970) 69-93· G. Wiessner, «Zur Handschriftenuberliefürung der syrischen Fassung des Corpus Dionysiacum», Nachrichten der Akademie der Wissenschaften in Göttingen: I. Philologisch-historische Klasse 3 (1970) 165-216· M. van Esbroeck, «La triple préface syriaque de Phocas», στο Denys l' Aréopagite et sa postérité en Orient et en Occident. Actes du Colloque International Paris 21-24 Septembre 1994, Y. De Andia (εκδ.), Paris 1997, σ. 167-186. Οι παραπάνω μεταφράσεις στα συριακά διευκολύνουν τα μέγιστα στον διαχωρισμό του αρχικού κειμένου των αρεοπαγιτικών συγγραμμάτων από τα μεταγενέστερα σχόλια, όπως έδειξε η B. R. Suchla, «Die sogenannten Maximus-Scholien des Corpus Dionysiacum Areopagiticum», Nachrichten der Akademie der Wissenschaften in Göttingen: I. Philologisch-historische Klasse 3 (1980) 31-66· η ίδια, «Die Überlieferung des Prolog und Scholien des Johannes von Skythopolis zum griechischen Corpus Dionysiacum Areopagiticum», Studia Patristica 18,2 (1989) 79-83· G. Heil, A.M. Ritter, Corpus Dionysiacum, I, Berlin 1991, σ. 38-54. Με βάση τις παραπάνω έρευνες μια πιθανή όψη του πρώτου κειμένου του αρεοπαγιτικού σώματος προτείνουν οι Rorem, Lamoreaux, John of Scythopolis, όπ.π., σ. 264-277. Οι δύο μεταφράσεις, συριακή και αρμενική έχουν ανεξάρτητες πορείες, δίχως καμμία σχέση όπως έδειξαν οι J. M. Hornus, «Le corpus dionysien en syriaque», Parole de l’ Orient 1 (1970) 69-93· G. Wiessner, «Zur Handschriftenuberliefürung der syrischen Fassung des Corpus Dionysiacum», Nachrichten der Akademie der Wissenschaften in Göttingen: I. Philologisch- historische Klasse 3 (1970) 165-216· Thomson, «The Armenian version of Ps. Dionysius Areopagita», όπ.π., σ. 117, σημ. 16.
65. Βλ. παραπάνω σημ. 39.
66. Βλ. S. La Porta, «The Reception and Influence of the Corpus Areopagite in Medieval Armenia», The Journal of the Faculty of Religious Studies, McGill University 35 (2007), 212 σημ. 4· ο ίδιος, «Purging John of Scythopolis», Le Muséon 126 (2013) 49, 54, 55- 62, 63.
67. Το χφ. αυτό, Parisinus 437, απετέλεσε την βάση της μεταφράσεως του Ιωάννη Σκώτου Εριγένη, μέσα 9ου αι., για χάρη του Φράγκου μονάρχη Καρόλου του Φαλακρού (843-877). Η μετάφραση του Εριγένη απετέλεσε την πρώτη συνολική επαφή της Δύσεως με το αρεοπαγιτικό έργο· βλ. W. Berschin, (Griechisch- Lateinisches Mittelalter: Von Hieronymus zu Nikolaus of Kues, Bern- München 1980)= Ελληνικά γράμματα και λατινικός μεσαίωνας. Από τον Ιερώνυμο ως τον Νικόλαο Κουσανό, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 185-190· P. Rorem, Eriugena’s Commentary on the Dionysian Celestial Hierarchy, Toronto 2005· T. Budde, The Versio Dionysii of John Scottus Eriugena. A Study of the Manuscript Tradition and Influence of Eriugena’s Translation of the Corpus Areopagiticum From the 9th through the 12th century, (ανεκ. διδ. διατρ.), University of Toronto 2011. Στην συνέχεια, ο Αναστάσιος Βιβλιοθηκάριος θα φιλοπονήσει μία νέα μετάφραση από χφ. που εμπεριείχε και τα σχόλια του Ιωάννη Σκυθοπολίτη και Μαξίμου Ομολογητού· βλ. B. R. Suchla, «Anastasius Bibliothecarius und der Dionysius Areopagita Latinus», Archiv für mittelalterliche Philosophie und Kultur 6 (2000) 23-31· R. Forrai, The Interpreter of the Popes. The Translation Project of Anastasius Bibliothecarius, (ανεκ.διδ.διατρ.), Budapest 2008, σ. 84, 85-88· η ίδια, «The Notes of Anastasius on Eriugena's Translation of the Corpus Dionysiacum», The Journal of Medieval Latin 1 (2008) 74-100.
68. Βλ. Thomson, «The Armenian version of Ps. Dionysius Areopagita», όπ.π., 115-124, σημ. 15· ο ίδιος, The Armenian Version of the Works attributed to Dionysius the Areopagite, όπ.π., σ. VIII, σημ. 3· La Porta, The Armenian Scholia of Dionysius the Areoapite, όπ.π., σ. 1. Η αρμενική μετάφραση του Αρεοπαγιτικού έργου από τον Στέφανο έχει εκδοθεί μαζί με αγγλική μεταφρ. από τον R.W. Thomson, The Armenian Version of the Works attributed to Dionysius the Areopagite, [CSCO 488/αρμεν. κείμ., 489/αγγλ. μτφρ.], Louvain 1987· πρβλ. Udo R. Jeck, «Philosophophische grundbegriffe des Ps.-Dionysius Areopagita in altarmenischer version», στο Denys l' Aréopagite et sa postérité en Orient et en Occident. Actes du Colloque International Paris 21-24 Septembre 1994, Y. De Andia (εκδ.), Paris 1997, σ. 200-223· La Porta, «Purging John of Scythopolis», όπ.π., 48.
69. Βλ. Suchla, Eine Redaction, όπ.π., σ. 182· Rorem- Lamoreaeux, John of Schythopolis, όπ.π., σ. 2· La Porta, «Purging John of Scythopolis», σ. 48- 49· Forrai, The Interpreter of the Popes, όπ.π., σ. 85 σημ. 265.
70. Βλ. Thomson, «The Armenian version of Ps. Dionysius Areopagita», όπ.π., σ. 115· La Porta, «Purging John of Scythopolis», όπ.π., σ. 49 σημ. 21,61 σημ. 86. Ενδιαφέρουσα είναι η ιστορία και η διάδοση των σχολίων· βλ. Thomson, «The Armenian version of Ps. Dionysius Areopagita», όπ.π., σ 119- 121· La Porta, The Armenian Scholia on Dionysius the Areopagite, όπ.π., σ. 2-3, 25. Δεν έχει ακόμη μελετηθεί η χρονολογική ενσωμάτωση των Σχολιών του Στεφάνου από τους διαφόρους μεταφραστές· βλ. La Porta, The Armenian Scholia on Dionysius the Areopagite, όπ.π., σ. 21-30, ιδιαιτέρως σημ. 50.
71. Βλ. La Porta, «The Reception and Influence of the Corpus Areopagite», όπ.π., σ. 212 σημ. 4· ο ίδιος, «Purging John of Scythopolis», όπ.π., σ. 49, 54, 55- 62, 63.
72. Βλ. La Porta, The Armenian Scholia on Dionysius of Areopagite, όπ.π., σ. 130-145· ο ίδιος, «Purging John Schthopolis», όπ.π., σ. 49-52.
73. Βλ. παραπάνω οικείο τόπο.
74. Βλ. W. E. Kaegi, Byzantium and the Early Islamic Conquests, ανατύπ. ανατυπ. Cambridge 1995· ο ίδιος, «Confronting Islam: emperors versus caliphs, (641-c.850», στο The Cambridge of the Byzantine Empire c. 500-1492, J. Shepard (εκδ.), Cambridge 2008, σ. 365- 395· M. Gil, A History of Palestine, 634-1099, Cambridge 1991· H. Kennedy, The Armies of the Caliphs Military and Society in the Early Islamic State, London 2001· ο ίδιος, The Prophet and the Age of the Caliphates: The Islamic Near East from the 6th to the 11th Century, Harlow 22004. Η Αντιχαλκηδόνια στάση της Αρμενικής Εκκλησίας καθίσταται αμετάκλητη με την πατριαρχεία του Ιωάννη του Οτζούν (717-728) και την σύνοδο του Ματζικέρτ (726) κατά την οποία τέθηκαν οι βάσεις της ενώσεως τους Ιακωβίτες Δυτικούς Σύρους, την οποία υπέγραψαν οι Αρμένιοι υπό την πίεση του χαλίφη Ομάρ. Η ένωση αυτή υπηρετούσε σαφώς πολιτικούς στόχους, τους οποίους επέβαλε ο νέος επικυριάρχος, οι Άραβες, με σκοπό να υπάρχει σαφής διαχωρισμός των Χριστιανών του χαλιφάτου από τους υπολοίπους της Βυζαντινής αυτοκρατορίας· βλ. N. Garsoïan, «St. John of Ojun», στο Dictionary of the Middle Ages, 7, σ. 125, N. York 1986· J.-P. Mahé, «L’Église arménienne de 611 à 1066», στο Histoire du Christianisme, G. Dagron κ.α. (εκδ.), 4, Paris 1993, σ σ. 478- 480· R. Thomson, Bibliography of Classical Armenian Literature to 1500 AD, Turnhout 1995, σ. 218-219· A. Mardirossian, Le Livre des canons arméniens (Kanonagirk’ hayoc’) de Yovhannēs Awjnec’i. Église, droit et société en Arménie du IVe au VIIIe siècle, (CSCO 606), Leuven 2004· Findikyan, The commentary on the Armenian daily office by bishop Step'anos Siwnec'i, όπ.π., σ. 34, 119-246. Για την σύνοδο του Μαντζικέρτ, βλ. N. Adontz, Armenia in the period of Justinian, translated and annotated by N.G. Garsoian, Louvain, 1970, σ. 262-263· W. Hage, Die syrisch-jakobitische Kirche in frühislamischer Zeit, Wiesbaden 1966, σ. 79-80· Mahé, «L’ Église arménienne de 611 à 1066», όπ.π., σ. 481-486.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου