Θεόδωρος Ζιάκας
Έντονα για πολλούς τα συμπτώματα του τέλους. Μήπως μας τελείωσε η Ελλάδα; Επίμονο το ερώτημα. Συμμερίζομαι τη διαπίστωση, αλλά έχω πρόβλημα με το ερώτημα, το οποίο και θα ήθελα να συζητήσω. Μιλάμε ασφαλώς για κάποιο είδος βαθιάς κρίσης. Κρίση όμως έχουν όλοι. Άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο. Γίνεται λόγος για γενικευμένη πολιτισμική κρίση: για την κρίση της νεωτερικότητας. Του πολιτισμού που θεμελιώθηκε από τη Γαλλική Επανάσταση και κυριάρχησε στον κόσμο ολόκληρο. Η Ελλάδα μετέχει με τον τρόπο της στη νεωτερικότητα. Άρα μετέχει (με τον ιδιαίτερο της βεβαίως τρόπο) και στην κρίση της νεωτερικότητας;
Η νεωτερικότητα είναι στην περίπτωση μας εισαγόμενη, μέσω μιας αμφίπλευρης διαδικασίας: πασχίζει να μας ενσωματώσει και εμείς εναγωνίως να της ενσωματωθούμε. Πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει σε μας και κάτι το μη-νεωτερικό. Κάτι το προ-νεωτερικό ή ίσως και μετα-νεωτερικό. Η Ελλάδα μετέχει λοιπόν στη νεωτερικότητα (άρα και στην κρίση της;) ως σχηματισμός νεωτερικού και μη-νεωτερικού (προ- ή μετά-) τύπου. Το ερώτημα επομένως πρέπει να γίνει πιο συγκεκριμένο:
Μήπως μιλάμε για το τέλος αυτού του ιδιόρρυθμου αμαλγάματος; Μήπως δεν πρόκειται για το φυσικό τέλος, αλλά για την κατάρρευση μιας ορισμένης θέσμισης της ελληνικής ταυτότητας; Για το μεταβατικό σημείο προς τη διαμόρφωση μιας άλλης -μετανεωτερικής; Αν έτσι τίθεται το ερώτημα τότε το τέλος μπορεί να σημαίνει ένα καλό και όχι υποχρεωτικά ένα κακό τέλος.
Η πρώτη και βασική μου παρατήρηση είναι λοιπόν η εξής: Finis Graeciae? Έστω, αλλά για καλό ή για κακό;
Αν η ελληνική νεωτερικότητα, δηλαδή ο "ευρωπαϊσμός" μας, ο "εκσυγχρονισμός" μας, ο "προοδευτισμός" μας, και τα νεωτερικότητα: εθνοφυλετισμός, διεθνισμός, κομμουνισμός κ.λπ., πήγαιναν καλά (δεν τα αφορούσε η κρίση) δεν θα υπήρχε καμιά αίσθηση τέλους, αφού ακριβώς οι -ισμοί της νεωτερικότητας είναι που καθορίζουν τον προσανατολισμό μας. Άρα πρέπει να ξεκινήσουμε με το ερώτημα: σε τί συνίσταται η κρίση της νεωτερικότητας; Γενικά και στην περίπτωση μας ειδικότερα;
Ο καθένας μπορεί να δώσει κι από μια ερμηνεία. Όλοι όμως θα συμφωνούσαν ότι κύρια εκδήλωση της είναι η ανεξέλεγκτη όξυνση της κοινωνικής ανισότητας, της εθνικής ανισότητας και του οικολογικού προβλήματος. Τονίζω τις λέξεις ανεξέλεγκτη και όξυνση, γιατί περικλείουν πλέον την κατάρρευση όλων των οραματικών διεξόδων της νεωτερικότητας. Το "τέλος των ιδεολογιών". Του εθνικοδημοκρατισμού αρχικά και του σοσιαλισμού στη συνέχεια, οι οποίοι υπόσχονταν έναν αρμονικό και δίκαιο κόσμο. Το ανεξέλεγκτο και η ειδικότερη σύνδεση του με την αποτυχία της σοσιαλιστικής διεξόδου, φέρνει σήμερα στην επιφάνεια και κάτι βαθύτερο: την αδυναμία του υποκειμένου της νεωτερικότητας -που κατάντησε παθητικό και άβουλο εξάρτημα απρόσωπων κοινωνικών μηχανισμών- να αντιδράσει και να αλλάξει τον εαυτό του.
Η κρίση προκαλεί ρήγματα στις διεθνείς σχέσεις ηγεμονίας της νεωτερικότητας πάνω στην προ-νεωτερικότητα. Προνεωτερικές μορφές "οικουμένης" (κυρίως θρησκείες), που είχαν αναγκαστεί να προσαρμοστούν, βλέπουν τώρα ότι η νεωτερικότητα δεν είναι τόσο οικουμενική όσο φαινόταν.
Οι διάφορες δορυφορικές εθνικές ταυτότητες τείνουν τώρα να ανα-νοηματοδοτηθούν. Έχουμε έτσι έξαρση του φονταμενταλισμού και του εθνικισμού (ανεξαρτήτως θετικού ή αρνητικού χρωματισμού). Ασθενέστερες εκφράσεις του ίδιου φαινομένου έχουμε και στα κέντρα του καπιταλισμού: Παραθρησκείες, εθνικός και κοινωνικός ρατσισμός, από τη μια μεριά. Πράσινος φονταμενταλισμός και εναλλακτικές προσπάθειες, από την άλλη. Αυτό το "έλλειμμα ηγεμονίας" εκφράζεται σαν ρευστοποίηση των αποκρυσταλλωμένων ιδεολογικών σχηματισμών. Ως αναζήτηση νέας πλανητικής συνοχής, γύρω από άλλα κέντρα έλξης και ισχύος. Μέσα από την ένταση και την αναδιαπραγμάτευση όλων των σχέσεων και την αναθέσμιση όλων των ομαδικών "ταυτοτήτων": κοινωνικών, εθνικών, "οικουμενικών".
Η διεργασία αυτή σχηματοποιείται στο ιδεολογικό επίπεδο με έναν πιο χαρακτηριστικό τρόπο αν θεωρήσουμε ισχύουσα την παραδοσιακή διάκριση των δυνάμεων της κοινωνικής ιδεολογικής συνοχής σε Εσσαίους, Φαρισαίους και Σαδδουκαίους. Οι πρώτοι αναζητούν νέους μυστικισμούς, οι δεύτεροι νέες θρησκείες και οι τρίτοι νέα πολιτικο-κοινωνικά συστήματα. Το "νέο" έχει εδώ την έννοια του μετα-νεωτερικού. Και επειδή παρθενογένεση δεν υπάρχει στην ιστορία (από ένα σημείο και πέρα τουλάχιστο), εξετάζονται οι πιο απίθανοι συνδυασμοί προνεωτερικών και νεωτερικών μορφών. Κι αυτό θα εντείνεται μέχρι να βρεθεί το νέο "παράδειγμα".
Οι αποικιακές χώρες, έλεγε ο μακαρίτης ο Μαρξ, πάσχουν όχι από την ανάπτυξη του καπιταλισμού αλλά από την ανεπάρκεια της ανάπτυξης του. Επειδή η Ελλάδα είναι σχηματισμός δορυφορικός, με το ένα πόδι στη νεωτερικότητα και το άλλο απ' έξω, αλλά με μεγάλο καημό να το βάλει κι αυτό μέσα (και να γίνει πλήρες μέλος), βιώνει ανεστραμμένα την κρίση, ως στέρηση και ανεπάρκεια νεωτερικότητας. Δεν καταλάβαμε ακόμη ούτε σε ποιο χώρο ούτε σε ποιο χρόνο βρισκόμαστε και ζητούμε όλο και περισσότερη νεωτερικότητα ("εκσυγχρονισμό", "ανάπτυξη", "ιδιωτικοποιήσεις", κράτος "πρόνοιας", "πραγματικό σοσιαλισμό" κ.τ.τ.). Οι ταγοί μας πιστεύουν ότι ο σύγχρονος κόσμος χωρίζεται σε στεγανές ζώνες, έτσι που, ενώ στη μία η νεωτερικότητα μπορεί να έφαγε τα ψωμιά της, σε κάποιον άλλη ομοίως έχει ακόμη περιθώρια ανάπτυξης. Στην Ελλάδα τα πράγματα αυτά γίνονται αντιληπτά, από τις ελίτ, με διαφορά φάσης της τάξης των 20 με 25 ετών. Π.χ. έπρεπε να 'ρθει το ’89 για να αντιληφθούν οι σοφοί της Αριστεράς αυτό που ακόμα κι ο πιο καθυστερημένος Έλλην μαοϊκός είχε αντιληφθεί από το '65.
Συζητάμε για την κρίση όχι από μαζοχισμό, αλλά γιατί -ψάχνουμε για εναλλακτική λύση. Για διέξοδο. Ποιοι όμως είναι αυτοί που ψάχνουμε; Ποιοι είναι αυτοί με τους οποίους συζητάμε το θέμα;
Δεν είναι προφανώς αυτοί που θα έρθουν μετά από 20-25 χρόνια για διαπιστώσεις κατόπιν εορτής. Το ερώτημα είναι καίριο και δεν έχει νόημα η συζήτηση αν δεν απαντηθεί με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια.
Η συζήτηση αφορά εκείνους που επιχείρησαν να λύσουν τα προβλήματα της ελληνικής νεωτερικότητας, έσπασαν τα μούτρα τους και προβληματίζονται εδώ και πολύν καιρό πάνω στην αποτυχία τους. Ποιοι είναι αυτοί;
Η απάντηση μου είναι η εξής: Δύο ήταν τα νεωτερικά κινήματα που στον αιώνα μας προσπάθησαν, σε ανελέητη σύγκρουση μεταξύ τους, να λύσουν τα προβλήματα του Ελληνισμού, χρησιμοποιώντας νεωτερικές συνταγές και λύσεις. Το ένα ήταν ο εθνοφυλετικός ευσεβισμός που αντιστοιχούσε σε μια εκτεταμένη προσαρμογή της παραδοσιακής ορθόδοξης θρησκευτικότητας στις ευρωπαϊκές προδιαγραφές. Το άλλο ήταν ο διεθνιστικός κομμουνισμός -κρατιστική μετάλλαξη του νεοελληνικού πολιτειακού κοινοτισμού και συγχρόνως "εσχατολογική αίρεση της Ορθοδοξίας". Το πρώτο λειτουργούσε σαν στυλοβάτης του καθεστώτος της Προστασίας και το δεύτερο ως ανατροπέας του, σε ακραία όμως (και μέχρι πλήρους εξαρτήσεως) ιδεολογική και πολιτική διαπλοκή με τη "μεγάλη πατρίδα του σοσιαλισμού".
Τα δύο αυτά κινήματα λειτούργησαν στον αιώνα μας ως δυνάμεις ανανοηματοδότησης της ελληνικής ταυτότητας (που συγκροτείται ως σχέση με κάποιους τύπους παραδειγματικής κοινότητας). Η σχετικά πρόσφατη κατάρρευση τους είναι τελικά αυτό που βρίσκεται πίσω από το συζητούμενο τέλος. Η κατάρρευση του ευσεβιστικού εθνοφυλετισμού ολοκληρώθηκε, ως γνωστόν, με τη χούντα (Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών). Του δε κομμουνισμού με το '89 (χρονιά του "τέλους" για τον διεθνή, αλλά και τον ελληνικό, σοσιαλισμό). Την απαξίωση της εθνοφυλετικής-ευσεβιστικής νοηματοδότησης της εθνικής ταυτότητας τη διαδέχθηκε η απαξίωση της ομόλογης της σοσιαλ-κρατιστικής και διεθνιστικής.
Από την αποτυχία των δύο ρευμάτων ξεπήδησε, σε διάφορες στιγμές, μια ευάριθμη αλλά δυνατή διανόηση: η μετα-ευσεβιστική και η μετα-μαρξιστική. Στην κορυφή της πρώτης θα έβαζα τον Χρ. Γιανναρά και της δεύτερης τον Κ. Παπαϊωάννου. Αφήνω τον κατάλογο ανοιχτό, γιατί η "καταχώριση" της ελληνικής διανόησης σ' αυτούς τους δύο "πόλους", είναι δουλειά του "Άρδην", από την οποία θα εξαρτηθεί πιστεύω και η επιτυχία του. Η "καταχώριση" δεν πρέπει βεβαίως να είναι μανιχαϊστική, άσπρο-μαύρο, γιατί και οι δύο "πόλοι" έχουν πάνω τους ανεξίτηλο το στίγμα της ιστορικής χρεωκοπίας, πράγμα που τους κάνει ταπεινότερους. Υπάρχει διάλογος, αν και σιωπηρός, που έχει ήδη δώσει "υβρίδια" ικανά να σταθούν στο κέντρο και να στηρίξουν μια κοινή αναζήτηση. Δεν συζητάμε επομένως στον αέρα. Ούτε από το μηδέν. Αλλά με βάση συγκεκριμένο και πλούσιο έργο.
Οι αποβλέψεις των δύο πλευρών συγκλίνουν στην αναζήτηση της μετανεωτερικής διεξόδου. Η διαφορά ορολογίας και εμπειριών δημιουργεί βεβαίως προβλήματα επικοινωνίας. Η μετα-ευσεβιστική διανόηση πηγαίνει πίσω από το ευσεβιστικό παρελθόν της και ανανοηματοδοτεί την ορθόδοξη ταυτότητα, επισημαίνοντας τις νεωτερικές στρεβλώσεις που υπέστη στη διαδρομή της ελληνικής ιστορίας. Έρχεται από μεγαλύτερο ιστορικό βάθος κι εδώ βρίσκεται η υπεροχή της. Η μετα-μαρξιστική εγκαταλείπει τη χιλιαστική αταξική-αεθνική Πολιτεία. Γυρίζει πίσω στη θεμελίωση του Διαφωτισμού. Για να "απο-εργαλειοποιήσει" τον νεωτερικό λόγο και να βάλει ένα "επικοινωνιακό" βάθρο κάτω από την οντολογικά μετέωρη ατομικότητα και συλλογικότητα του νεωτερικού υποκειμένου. Έρχεται από μεγαλύτερο ιστορικό πλάτος και σ' αυτό υπερέχει. Καθώς στρέφονται κι οι δυο προς τα "πίσω" δεν είναι παράξενη η αμοιβαία καχυποψία τους για φονταμενταλισμό (θεϊστικό - αθεϊστικό).
Μπορεί να ελπίσει κανείς ότι "θα τα βρουν"; Δεν πιστεύω ότι είναι αυτό το ζητούμενο. Το ζητούμενο είναι, κατά την (διόλου) ταπεινή μου γνώμη, ο σοβαρός διάλογος, που έχει σαν αποκλειστικό αντικείμενο την αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων της νεωτερικότητας: της εθνικής και της κοινωνικής ανισότητας, της οικολογικής ανατροπής και της εξάρθρωσης της (αυθυπερβατικής) ικανότητας του υποκειμένου να τις αντιμετωπίσει. Μόνο από το διάλογο τους υπάρχει κάποια πιθανότητα διεξόδου, γιατί οι δυο πλευρές συμπυκνώνουν δημιουργικά τις δύο μεγάλες παραδόσεις που συνθέτουν τον νεοελληνικό εθνικό σχηματισμό: την ορθόδοξη και τη δυτική. Κι αυτό, τη στιγμή που βγαίνουμε από μια σχέση ηγεμονίας της δεύτερης πάνω στην πρώτη, τέτοιας που καταδίκαζε την πρώτη σε αφασία και τη δεύτερη σε αποκλεισμό από τα εσώτερα της λαϊκής ψυχής, με συνολικό αποτέλεσμα τον ανίατο διχασμό της εθνικής μας προσωπικότητας.
Σαν βασικό εμπόδιο στον διάλογο, αλλά και την εν γένει εξέλιξη της προβληματικής, θα εντόπιζα τις επικρατούσες και στις δυο πλευρές αντιλήψεις για την "ιδεολογία" και τον ρόλο της. Προτείνω για συζήτηση την εξής θέση: Για να φτάσουμε σε κάποια λύση, η στήριξη σε μια ιδεολογία (ή παράδοση) είναι απολύτως αναγκαία. Η ποιότητα όμως της λύσης και η ιδεολογία (ή παράδοση), που χρησίμευσε σαν στήριγμα, δεν βρίσκονται καθόλου σε μια γραμμική σχέση. Η ποιότητα της λύσης εξαρτάται πρωτίστως από την ικανότητα (την αγάπη και το δημιουργικό πνεύμα) αυτών που την επέτυχαν. Είναι ιδιόμορφη η λειτουργία του ιδεολογικού παράγοντα στις στιγμές της "αλλαγής παραδείγματος". Οι αποκλεισμοί προτάσεων, όσο παράδοξες κι αν φαίνονται, είναι, ιδιαίτερα στις στιγμές αυτές, το πιο θανάσιμο από τα ενδεχόμενα αμαρτήματα.
Το θέμα "κρίση της νεωτερικότητας και ελληνική παράδοση" είναι απέραντο για να καλυφθεί σε ένα άρθρο. Επιφυλάσσομαι για πιο διεξοδική διαπραγμάτευση. Όμως, από τις επισημάνσεις που μπόρεσα να κάνω, φάνηκε πιστεύω πώς όταν μιλάμε για το ελλαδικό τέλος, τα "ελλαδικά προτελεύτια" κ.λπ. πρέπει να εννοούμε το τέλος της πολιτισμικής ηγεμονίας της νεωτερικότητας. Το τέλος της νεωτερικής Ελλάδας.
Πηγή: ΑΡΔΗΝ τ.1
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου