ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ
Όταν στην Γαλλία, που ήταν το καλλιτεχνικό κέντρο της Ευρώπης μεσουρανούσαν ο Πικάσο ( για τη βιογραφία του ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ), ο Ματίς (ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ) και άλλοι, στην Ελλάδα έζησε ταπεινά στο περιθώριο της ζωής και ζωγράφισε, ο λαϊκός δικός μας Θεόφιλος.
Ο Θεόφιλος γεννήθηκε στα 1867 στη Βαρεία της Μυτιλήνης. Ήταν το πρώτο παιδί από τα 8 συνολικά της οικογένειας του (4 αγόρια και 4 κορίτσια). Οι γονείς του ήταν ο Γαβριήλ Χατζημιχάλης και η Πηνελόπη Ζωγράφου.
ΘΕΟΦΙΛΟΣ |
Όταν στην Γαλλία, που ήταν το καλλιτεχνικό κέντρο της Ευρώπης μεσουρανούσαν ο Πικάσο ( για τη βιογραφία του ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ), ο Ματίς (ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ) και άλλοι, στην Ελλάδα έζησε ταπεινά στο περιθώριο της ζωής και ζωγράφισε, ο λαϊκός δικός μας Θεόφιλος.
Ο Θεόφιλος γεννήθηκε στα 1867 στη Βαρεία της Μυτιλήνης. Ήταν το πρώτο παιδί από τα 8 συνολικά της οικογένειας του (4 αγόρια και 4 κορίτσια). Οι γονείς του ήταν ο Γαβριήλ Χατζημιχάλης και η Πηνελόπη Ζωγράφου.
Ο Θεόφιλος σαν παιδί είχε ιδιαίτερα αδύναμη κράση και ένα "μέγα κουσούρι", όπως το θεωρούσαν τότε: Ήταν αριστερόχειρας. Όλοι τον έλεγαν «ζερβοκουτάλα» και μισακάτη. Γονείς και δάσκαλοι προσπαθούσαν κάθε μέρα και βίαια να τον κάνουν δεξιόχειρα. Τον τυραννούσαν, να του αλλάξουν τη φύση του δηλαδή. Έτσι ο Θεόφιλος κλείστηκε στον εαυτό του. Δεν έπαιζε με τα άλλα παιδιά. Βρήκε παρηγοριά στη ζωγραφική. Κατέβαινε στο υπόγειο του σπιτιού του που το χρησιμοποιούσαν ως αποθήκη και ζωγράφιζε συνεχώς, ατελείωτες ώρες. Εκεί κλειδωμένος τραγουδούσε τα κλέφτικα τραγούδια. Τραγουδούσε μόνο εκεί για να μην τον ακούνε γιατί όταν ήταν νήπιο πέρασε μιαν αρρώστια που τον έκανε να τραυλίζει. Αυτό αγωνιζόταν συνεχώς να το κατανικήσει αλλά η προφορά του δεν ήταν ποτέ καθαρή. Δεν ήθελε να τον ακούσει ο κόσμος να τραγουδάει γιατί θα τον γιουχάριζε για τη δυσκολία της φωνής του. Το καθημερινό του κατέβασμα στο υπόγειο για μένα έχει και συμβολικό χαρακτήρα που με μαγεύει: Ήταν σαν να κατεβαίνει στα ενδότερα, στα πιο βαθειά μέρη της ψυχής του. Είναι εκπληκτικό!
ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ ΘΕΟΦΙΛΟΥ
Ο Θεόφιλος ήταν μικρός, καχεκτικός, βιασμένος από όλους και αποτραβηγμένος από όλους. Όμως, αυτός αγάπησε την λεβεντιά! Και σύμβολο της η φουστανέλα που σε όλη την ζωή του δεν την αποχωρίστηκε από πάνω του για να εκδυτικιστεί με τα κουστούμια της εποχής που έτρεξαν να φορέσουν όλοι στην Ελλάδα, ίσως για να κρύψουν τον έλληνα με τα τσαρούχια και την κακομοιριά που ένοιωθαν σε αυτόν μέσα από τόσα χρόνια σκλαβιάς, που τους έκανε μάλλον να ντρέπονται.
Στο σχολείο γέμιζε τα τετράδια του με ζωγραφιές: Καΐκια και γοργόνες. Στην Τρίτη δημοτικού σταματά το σχολείο. Ο πατέρας του τον στέλνει στο παπουτσάδικο του νησιού για να γίνει τσαγκάρης αλλά ο Θεόφιλος το έσκαγε συνέχεια και πήγαινε τρεχάτος στον παππού του τον Κωνσταντή που ήταν αγιογράφος. Ο παππούς του έκανε αληθινά θαύματα μπροστά στα μάτια του!! Έπαιρνε απλά ξύλα και σανίδια και τα μετέτρεπε σε αγίους!! Ο παππούς του τον λάτρευε. Τον κάθιζε στα πόδια του, τον αγκάλιαζε και του έδειχνε τη ζωγραφική του, του έλεγε ιστορίες: για τους βίους των αγίων, τους ήρωες του 1821, τον Μ. Αλέξανδρο. Αυτοί οι ήρωες θα αποτυπωθούν στο έργο του Θεόφιλου.
Στο σπίτι η μάνα του τον παρακαλά, αφού τσαγκάρης δεν γινόταν, να δουλέψει σαν βοηθός κτίστη δίπλα στον θείο του. Πήγε. Μια μέρα όμως, ο Θεόφιλος ζωγραφίζει πάνω σε έναν φρεσκοβαμμένο τοίχο μια γοργόνα που όταν την είδε ο θείος του έγινε έξαλλος και την έσβησε αμέσως.
Στην Μυτιλήνη, ο κόσμος τον κορόιδευε για την φουστανέλα, τον χλεύαζαν και έφθασαν ακόμα και να τον χτυπούν. Ο Θεόφιλος φεύγει. Το σκάει από το σπίτι του με πονεμένη ψυχή από την απάνθρωπη συμπεριφορά των συγχωριανών του. Ήταν 16 χρονών. Πηγαίνει στη Σμύρνη. Εκεί έκανε θελήματα στο ελληνικό προξενείο όπου δούλευε σαν θυρωρός. Παράλληλα ζωγράφιζε και κέρδιζε και από εκεί κάποια χρήματα. Πάντα με θέματα από την ελληνική ιστορία. Εκεί, στη Σμύρνη, κάποιοι τον κατηγόρησαν στους τούρκους για αυτά, όταν ζωγράφιζε στο σπίτι του Δρουσάκη. Ο Δρουσάκης για να σώσει την κατάσταση, λέει πως ο Θεόφιλος είναι ένας τρελός και δεν αξίζει σημασίας. Ο τούρκος αξιωματούχος τότε είπε: «Αν τούτος είναι τρελός, ντροπή σε εμάς τους γνωστικούς».
Μετά τη Σμύρνη, ο Θεόφιλος πηγαίνει στη Μακρινίτσα στο Πήλιο και στο Βόλο. Στη ζώνη της φουστανέλας του, εκεί που έμπαιναν τα ντουφέκια, αυτός ζώνεται με πινέλα και χρώματα που τα έφτιαχνε ο ίδιος από τρίχες αλόγου και για τα χρώματα κοπανούσε λουλούδια και χορτάρια που έβρισκε άφθονα στην φύση μαζί με κρεμμύδια και φλούδες ροδιού. Μετά τα ανακάτευε με τις μπογιές των μπογιατζήδων. Για να δέσουν όλα, κάποιες φορές πρόσθετε γάλα συκιάς ή αυγό.
Σε αυτά τα μέρη ζωγραφίζει τοίχους σε μικρά μαγαζιά, σε βαρέλια, στις ταβέρνες και όπου βρει. Στα θέματα του προστίθενται πουλιά, δέντρα και λουλούδια. Θέματα καθημερινής ζωής, θρησκευτικά, ιστορικά και της παράδοσης μας. Ο Θεόφιλος έτσι κατάφερνε να επιβιώνει. Λίγα χρήματα ίσως, ένα πιάτο φαγητό και κρεμμύδια που ήταν η αδυναμία του. Συχνά έλεγε πως δεν πουλάει τα έργα του αλλά τα χαρίζει. Και δεν είχε άδικο. Μα, με τη ζωγραφική του δεν μπορούσε να ζήσει. Έτσι έκανε τον χαμάλη, ασβέστωνε τοίχους, ξεχορτάριαζε, κουβαλούσε νερό, και ότι άλλη δουλειά του ποδαριού έβρισκε.
Σαν άνθρωπος ο Θεόφιλος χαρακτηριζόταν από πραότητα, απλότητα, μοναχικότητα, πόθο να εκφραστεί μέσα από τη ζωγραφική, και κάπου - κάπου, παίζει τη φυσαρμόνικα του. Και ενώ ο ίδιος δεν έκανε κακό σε κανέναν, το ταπεινό ύφος της ζωής του, αυτός που ήδη ανέφερα, προκαλούσε τους ανθρώπους που ζούσαν στον αντίποδα και έψαχναν ευκαιρία να τον κοροϊδεύουν. Η καζούρα εναντίον του από μεγάλους και μικρούς αποτελούσε την καθημερινότητα της ζωής του. Οι μικροί όμως κάπως δικαιολογούνται κατά τον Θεόφιλο που αγαπούσε τα παιδιά. Ο Θεόφιλος έγραφε δικά του έργα με κυρίαρχο ήρωα τον Μ. Αλέξανδρο και οργάνωνε τα πιτσιρίκια να παίξουν θεατρικές παραστάσεις. Ο ίδιος έφτιαχνε τα σκηνικά (υποτυπώδη βέβαια) και τα κουστούμια (για πανοπλίες διαμόρφωνε χαρτόκουτα).
ΘΕΟΦΙΛΟΣ - ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ
Υπάρχουν όμως και οι καλοί και συμπονετικοί άνθρωποι στη ζωή. Το 1912 γνωρίζει σε ένα πανηγύρι τον Γιάννη Κοντό με την γυναίκα του Ασπασία όπου τον φιλοξένησαν σπίτι τους. Ο Κοντός ήταν μυλωνάς και γαιοκτήμονας. Του φέρθηκαν τόσο ανθρωπινά και αυτός τους ζωγράφισε τα ωραιότερα του έργα στους τοίχους του αρχοντικού τους. Έλεγε ο Κοντός για τον Θεόφιλο: «Αυτός παιδί μου ήταν τρελός στο μυαλό και σοφός στα χέρια».
Το όνομα του Θεόφιλου αργά και σταθερά γινόταν γνωστό και τον καλούσαν από τόπο σε τόπο για να ζωγραφίσει τοίχους σπιτιών και μαγαζιών. Ένα από τα ωραία περιστατικά είναι με έναν μαγαζάτορα που ήθελε να του ζωγραφίσει 2 λιοντάρια. Ο Θεόφιλος τον ρωτά «Και πώς τα θες; Δεμένα ή λυτά;» Ο μαγαζάτορας κοντοστέκεται και του λέει «Και ποια είναι η διαφορά;» Ο Θεόφιλος αποκρίνεται «Τα δεμένα κοστίζουν 10 φασολάδες και τα λυτά μια φασολάδα». Ο Θεόφιλος με αυτή τη διαφορά εννοούσε αν ήθελε να τα φτιάξει με καλά χρώματα ή με μπογιές που με την πρώτη βροχή χαλάνε. Ο μαγαζάτορας βέβαια απάντησε λυτά. Και επειδή ξεκινούσαν και οι βροχές, στη πρώτη βροχή τα λιοντάρια εξαφανίστηκαν. Ο μαγαζάτορας γίνεται έξαλλος! Ο Θεόφιλος ήρεμος του απαντά «Άνθρωπε μου, τι φωνάζεις; Λυτά δεν τα ήθελες τα λιοντάρια; Ε! Τι περίμενες; Να μείνουν πάντα εδώ; Αφού ήταν λυτά, έφυγαν»!!
Η ωραία περίοδος του Θεόφιλου ήταν μετά την Μικρασιατική καταστροφή που ήρθαν οι πρόσφυγες έλληνες από την ανατολή με τον πόνο και τον θρήνο στις καρδιές τους αλλά και το μεράκι τους που προσπαθούσαν να ζήσουν και να δημιουργήσουν. Στη τέχνη τους προτιμούσαν την διακόσμηση και τα καθαρά χρώματα. Ο Θεόφιλος είχε αυτή τη ζωγραφική που ζητούσαν και επίσης και την εμπειρία να ζει στην Σμύρνη και να γνωρίζει τον πολιτισμό τους. Πληρώνεται καλύτερα και τρώει και καλύτερα από τις εξαιρετικές συνταγές των προσφύγων. Όταν το 1930 οι παράγκες των προσφύγων πιάνουν φωτιά, χάνεται και η ομορφιά στα έργα του Θεόφιλου, παρόλο που τότε αυτός δεν ζούσε μαζί τους.
Η ζωγραφική του Θεόφιλου χωρίζεται σε 4 περιόδους. Η πρώτη όταν ήταν στη Σμύρνη από όπου δεν υπάρχουν έργα του. Η δεύτερη από το Πήλιο και Βόλο, η Τρίτη από την επιστροφή του στη Μυτιλήνη ως τη γνωριμία του με τον Ελευθεριάδη και η τέταρτη (1929-1934) όταν ήταν στη δούλεψη του Τεριέν (Teriant) μέχρι το τέλος της ζωής του. Τότε είχε μόνιμο εργοδότη και ζωγράφιζε σε πανί αρκετούς πίνακες που σήμερα φυλάσσονται στο Μουσείο της Μυτιλήνης.
Η ζωγραφική του δεν έχει την κλασική προοπτική, δεν έχει βάθος. Ούτε διαβάθμιση χρωματικών τόνων. Ότι στο έργο του φαίνεται μακρινό είναι χρωματισμένο όπως και ότι βρίσκεται κοντά. Το βάθος επιτυγχάνεται μόνο με το να ζωγραφίζει τα αντικείμενα μικρότερα. Το έργο του είναι επίπεδο όπως πχ του Ματίς ή της βυζαντινής τέχνη. Στις πολυπρόσωπες συνθέσεις ξεχωρίζει το κεντρικό πρόσωπο με 2 τρόπους: Τον τοποθετεί στη μέση του έργου και τον μεγεθύνει. Όπως έκαναν και οι αρχαίοι αιγύπτιοι στη τέχνη τους. Ακολουθεί μάλιστα (τυχαία και όχι επίτηδες) και την αντίληψη των αρχαίων αιγυπτίων (ως ένα σημείο) που πίστευαν ότι όλα έπρεπε να φαίνονται για να υπάρχουν. Γι αυτό τα τοποθετούσε στη σειρά όλα. Παρατηρώντας τις μορφές των ανθρώπων του, βλέπουμε πως έχουν δυσανάλογο μεγάλο κεφάλι που όσο προχωρεί προς το σώμα, τα χέρια μικραίνουν και καταλήγει στα πόδια που μικραίνουν ακόμα περισσότερο. Τα γυναικεία πρόσωπα σχεδόν ίδια. Αντιγράφουν τα βυζαντινά πρότυπα. Τα παιδικά πρόσωπα έχουν όλα τη μορφή ηλικιωμένων. Το φόντο έντονα χρωματισμένο και διακοσμημένο με δέντρα, λουλούδια κτλ. Επίσης, για να ξεχωρίσουν όλα μεταξύ τους, χρησιμοποιούσε περιγράμματα: Μια μαύρη γραμμή.
Άλλο χαρακτηριστικό του: Σε κάθε έργο του σχεδόν, έγραφε κάτι πάνω του. Ήταν ανορθόγραφο και ασύντακτο μα τον εξυπηρετούσε για να σχολιάσει ή να επεξηγήσει το θέμα του.
ΘΕΟΦΙΛΟΣ - ΕΛΑΙΟΜΑΖΩΜΑ
«Δεν ξέρω την ιστορία όπως οι δάσκαλοι από τα βιβλία. Την ξέρω όπως την λέει ο τόπος και τα τραγούδια του. Η ιστορία είναι άνεμος που την καταλαβαίνεις όταν την ανασαίνεις» έλεγε ο Θεόφιλος.
Ο Οδυσσέας Ελύτης έγραφε για αυτόν «Αληθινοί ελαιώνες επιτέλους, αληθινοί άνθρωποι, αληθινά πράγματα. Γι αυτόν, ισότιμα με το σώμα του Χριστού, υπάρχουν τα λιβάδια με τις ανεμώνες και τα λιόδεντρα που αφήνουν ανάμεσα στα δάχτυλα τους να περάσει η θάλασσα».
Στην Μυτιλήνη, ο κόσμος τον κορόιδευε για την φουστανέλα, τον χλεύαζαν και έφθασαν ακόμα και να τον χτυπούν. Ο Θεόφιλος φεύγει. Το σκάει από το σπίτι του με πονεμένη ψυχή από την απάνθρωπη συμπεριφορά των συγχωριανών του. Ήταν 16 χρονών. Πηγαίνει στη Σμύρνη. Εκεί έκανε θελήματα στο ελληνικό προξενείο όπου δούλευε σαν θυρωρός. Παράλληλα ζωγράφιζε και κέρδιζε και από εκεί κάποια χρήματα. Πάντα με θέματα από την ελληνική ιστορία. Εκεί, στη Σμύρνη, κάποιοι τον κατηγόρησαν στους τούρκους για αυτά, όταν ζωγράφιζε στο σπίτι του Δρουσάκη. Ο Δρουσάκης για να σώσει την κατάσταση, λέει πως ο Θεόφιλος είναι ένας τρελός και δεν αξίζει σημασίας. Ο τούρκος αξιωματούχος τότε είπε: «Αν τούτος είναι τρελός, ντροπή σε εμάς τους γνωστικούς».
Μετά τη Σμύρνη, ο Θεόφιλος πηγαίνει στη Μακρινίτσα στο Πήλιο και στο Βόλο. Στη ζώνη της φουστανέλας του, εκεί που έμπαιναν τα ντουφέκια, αυτός ζώνεται με πινέλα και χρώματα που τα έφτιαχνε ο ίδιος από τρίχες αλόγου και για τα χρώματα κοπανούσε λουλούδια και χορτάρια που έβρισκε άφθονα στην φύση μαζί με κρεμμύδια και φλούδες ροδιού. Μετά τα ανακάτευε με τις μπογιές των μπογιατζήδων. Για να δέσουν όλα, κάποιες φορές πρόσθετε γάλα συκιάς ή αυγό.
Σε αυτά τα μέρη ζωγραφίζει τοίχους σε μικρά μαγαζιά, σε βαρέλια, στις ταβέρνες και όπου βρει. Στα θέματα του προστίθενται πουλιά, δέντρα και λουλούδια. Θέματα καθημερινής ζωής, θρησκευτικά, ιστορικά και της παράδοσης μας. Ο Θεόφιλος έτσι κατάφερνε να επιβιώνει. Λίγα χρήματα ίσως, ένα πιάτο φαγητό και κρεμμύδια που ήταν η αδυναμία του. Συχνά έλεγε πως δεν πουλάει τα έργα του αλλά τα χαρίζει. Και δεν είχε άδικο. Μα, με τη ζωγραφική του δεν μπορούσε να ζήσει. Έτσι έκανε τον χαμάλη, ασβέστωνε τοίχους, ξεχορτάριαζε, κουβαλούσε νερό, και ότι άλλη δουλειά του ποδαριού έβρισκε.
Σαν άνθρωπος ο Θεόφιλος χαρακτηριζόταν από πραότητα, απλότητα, μοναχικότητα, πόθο να εκφραστεί μέσα από τη ζωγραφική, και κάπου - κάπου, παίζει τη φυσαρμόνικα του. Και ενώ ο ίδιος δεν έκανε κακό σε κανέναν, το ταπεινό ύφος της ζωής του, αυτός που ήδη ανέφερα, προκαλούσε τους ανθρώπους που ζούσαν στον αντίποδα και έψαχναν ευκαιρία να τον κοροϊδεύουν. Η καζούρα εναντίον του από μεγάλους και μικρούς αποτελούσε την καθημερινότητα της ζωής του. Οι μικροί όμως κάπως δικαιολογούνται κατά τον Θεόφιλο που αγαπούσε τα παιδιά. Ο Θεόφιλος έγραφε δικά του έργα με κυρίαρχο ήρωα τον Μ. Αλέξανδρο και οργάνωνε τα πιτσιρίκια να παίξουν θεατρικές παραστάσεις. Ο ίδιος έφτιαχνε τα σκηνικά (υποτυπώδη βέβαια) και τα κουστούμια (για πανοπλίες διαμόρφωνε χαρτόκουτα).
ΘΕΟΦΙΛΟΣ - ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ
Υπάρχουν όμως και οι καλοί και συμπονετικοί άνθρωποι στη ζωή. Το 1912 γνωρίζει σε ένα πανηγύρι τον Γιάννη Κοντό με την γυναίκα του Ασπασία όπου τον φιλοξένησαν σπίτι τους. Ο Κοντός ήταν μυλωνάς και γαιοκτήμονας. Του φέρθηκαν τόσο ανθρωπινά και αυτός τους ζωγράφισε τα ωραιότερα του έργα στους τοίχους του αρχοντικού τους. Έλεγε ο Κοντός για τον Θεόφιλο: «Αυτός παιδί μου ήταν τρελός στο μυαλό και σοφός στα χέρια».
Το όνομα του Θεόφιλου αργά και σταθερά γινόταν γνωστό και τον καλούσαν από τόπο σε τόπο για να ζωγραφίσει τοίχους σπιτιών και μαγαζιών. Ένα από τα ωραία περιστατικά είναι με έναν μαγαζάτορα που ήθελε να του ζωγραφίσει 2 λιοντάρια. Ο Θεόφιλος τον ρωτά «Και πώς τα θες; Δεμένα ή λυτά;» Ο μαγαζάτορας κοντοστέκεται και του λέει «Και ποια είναι η διαφορά;» Ο Θεόφιλος αποκρίνεται «Τα δεμένα κοστίζουν 10 φασολάδες και τα λυτά μια φασολάδα». Ο Θεόφιλος με αυτή τη διαφορά εννοούσε αν ήθελε να τα φτιάξει με καλά χρώματα ή με μπογιές που με την πρώτη βροχή χαλάνε. Ο μαγαζάτορας βέβαια απάντησε λυτά. Και επειδή ξεκινούσαν και οι βροχές, στη πρώτη βροχή τα λιοντάρια εξαφανίστηκαν. Ο μαγαζάτορας γίνεται έξαλλος! Ο Θεόφιλος ήρεμος του απαντά «Άνθρωπε μου, τι φωνάζεις; Λυτά δεν τα ήθελες τα λιοντάρια; Ε! Τι περίμενες; Να μείνουν πάντα εδώ; Αφού ήταν λυτά, έφυγαν»!!
Η ωραία περίοδος του Θεόφιλου ήταν μετά την Μικρασιατική καταστροφή που ήρθαν οι πρόσφυγες έλληνες από την ανατολή με τον πόνο και τον θρήνο στις καρδιές τους αλλά και το μεράκι τους που προσπαθούσαν να ζήσουν και να δημιουργήσουν. Στη τέχνη τους προτιμούσαν την διακόσμηση και τα καθαρά χρώματα. Ο Θεόφιλος είχε αυτή τη ζωγραφική που ζητούσαν και επίσης και την εμπειρία να ζει στην Σμύρνη και να γνωρίζει τον πολιτισμό τους. Πληρώνεται καλύτερα και τρώει και καλύτερα από τις εξαιρετικές συνταγές των προσφύγων. Όταν το 1930 οι παράγκες των προσφύγων πιάνουν φωτιά, χάνεται και η ομορφιά στα έργα του Θεόφιλου, παρόλο που τότε αυτός δεν ζούσε μαζί τους.
Η ζωγραφική του Θεόφιλου χωρίζεται σε 4 περιόδους. Η πρώτη όταν ήταν στη Σμύρνη από όπου δεν υπάρχουν έργα του. Η δεύτερη από το Πήλιο και Βόλο, η Τρίτη από την επιστροφή του στη Μυτιλήνη ως τη γνωριμία του με τον Ελευθεριάδη και η τέταρτη (1929-1934) όταν ήταν στη δούλεψη του Τεριέν (Teriant) μέχρι το τέλος της ζωής του. Τότε είχε μόνιμο εργοδότη και ζωγράφιζε σε πανί αρκετούς πίνακες που σήμερα φυλάσσονται στο Μουσείο της Μυτιλήνης.
Η ζωγραφική του δεν έχει την κλασική προοπτική, δεν έχει βάθος. Ούτε διαβάθμιση χρωματικών τόνων. Ότι στο έργο του φαίνεται μακρινό είναι χρωματισμένο όπως και ότι βρίσκεται κοντά. Το βάθος επιτυγχάνεται μόνο με το να ζωγραφίζει τα αντικείμενα μικρότερα. Το έργο του είναι επίπεδο όπως πχ του Ματίς ή της βυζαντινής τέχνη. Στις πολυπρόσωπες συνθέσεις ξεχωρίζει το κεντρικό πρόσωπο με 2 τρόπους: Τον τοποθετεί στη μέση του έργου και τον μεγεθύνει. Όπως έκαναν και οι αρχαίοι αιγύπτιοι στη τέχνη τους. Ακολουθεί μάλιστα (τυχαία και όχι επίτηδες) και την αντίληψη των αρχαίων αιγυπτίων (ως ένα σημείο) που πίστευαν ότι όλα έπρεπε να φαίνονται για να υπάρχουν. Γι αυτό τα τοποθετούσε στη σειρά όλα. Παρατηρώντας τις μορφές των ανθρώπων του, βλέπουμε πως έχουν δυσανάλογο μεγάλο κεφάλι που όσο προχωρεί προς το σώμα, τα χέρια μικραίνουν και καταλήγει στα πόδια που μικραίνουν ακόμα περισσότερο. Τα γυναικεία πρόσωπα σχεδόν ίδια. Αντιγράφουν τα βυζαντινά πρότυπα. Τα παιδικά πρόσωπα έχουν όλα τη μορφή ηλικιωμένων. Το φόντο έντονα χρωματισμένο και διακοσμημένο με δέντρα, λουλούδια κτλ. Επίσης, για να ξεχωρίσουν όλα μεταξύ τους, χρησιμοποιούσε περιγράμματα: Μια μαύρη γραμμή.
Άλλο χαρακτηριστικό του: Σε κάθε έργο του σχεδόν, έγραφε κάτι πάνω του. Ήταν ανορθόγραφο και ασύντακτο μα τον εξυπηρετούσε για να σχολιάσει ή να επεξηγήσει το θέμα του.
ΘΕΟΦΙΛΟΣ - ΕΛΑΙΟΜΑΖΩΜΑ
«Δεν ξέρω την ιστορία όπως οι δάσκαλοι από τα βιβλία. Την ξέρω όπως την λέει ο τόπος και τα τραγούδια του. Η ιστορία είναι άνεμος που την καταλαβαίνεις όταν την ανασαίνεις» έλεγε ο Θεόφιλος.
Ο Οδυσσέας Ελύτης έγραφε για αυτόν «Αληθινοί ελαιώνες επιτέλους, αληθινοί άνθρωποι, αληθινά πράγματα. Γι αυτόν, ισότιμα με το σώμα του Χριστού, υπάρχουν τα λιβάδια με τις ανεμώνες και τα λιόδεντρα που αφήνουν ανάμεσα στα δάχτυλα τους να περάσει η θάλασσα».
Ο Τσαρούχης γράφει σε ειδικό κεφάλαιο για τον Θεόφιλο στο βιβλίο του «Αγαθόν το εξομολογείσθαι» σελ 165: «Γίνεται ζωγράφος από ενθουσιασμό για το θέμα. Δεν ζωγραφίζει τα πράγματα μα τον ενθουσιασμό που του έδωσαν. Τα σέβεται και τα λατρεύει γιατί αυτά του δίνουν τους ενθουσιασμούς του. Ότι κάνει δεν μοιάζει πάντα με το πράγμα – τι παράλογη απαίτηση να μοιάζει το παράφορο αγκάλιασμα μας με αυτό που αγκαλιάζουμε»
(Για την ζωή και το έργο του μοναδικού Τσαρούχη ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ).
Κλείνοντας, θα τελειώσω με μια ρήση του ίδιου του Θεόφιλου που τον χαρακτηρίζει «Στη ζωγραφική, πρέπει όλα να φαίνονται».
Πρόκειται για έναν γνήσιο άνθρωπο με καλλιτεχνική ψυχή, που στόλισε και ομόρφυνε την ζωή στο πέρασμα του από αυτήν. Μια ψυχή που την σμίλευσε ο πόνος και εκφράστηκε με τραγούδι και ζωγραφική.
ΜΑΡΙΑ ΟΥΖΟΥΝΟΓΛΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
http://texni-zoi.blogspot.gr/2015/10/blog-post.html?spref=fb
(Για την ζωή και το έργο του μοναδικού Τσαρούχη ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ).
Κλείνοντας, θα τελειώσω με μια ρήση του ίδιου του Θεόφιλου που τον χαρακτηρίζει «Στη ζωγραφική, πρέπει όλα να φαίνονται».
Πρόκειται για έναν γνήσιο άνθρωπο με καλλιτεχνική ψυχή, που στόλισε και ομόρφυνε την ζωή στο πέρασμα του από αυτήν. Μια ψυχή που την σμίλευσε ο πόνος και εκφράστηκε με τραγούδι και ζωγραφική.
ΜΑΡΙΑ ΟΥΖΟΥΝΟΓΛΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
http://texni-zoi.blogspot.gr/2015/10/blog-post.html?spref=fb
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου