Η απώθηση του δυτικού κόσμου είναι μέρος της ημετέρας παιδείας. Ξεκινά από τη «λογοκρισία» του ρωμαϊκού πολιτισμού, περνάει από την υποβάθμιση της ρωμαϊκής περιόδου του ελληνικού πολιτισμού και ολοκληρώνεται με το ελάχιστο ενδιαφέρον που δείχνει η εκπαίδευση για την ευρωπαϊκή ιστορία. Ο Μεσαίωνας σχεδόν δεν υπάρχει, η Αναγέννηση μας αφορά μόνον στον βαθμό που ξαναδιάβασε την αρχαία Ελλάδα, οι θρησκευτικοί πόλεμοι δεν μας αφορούν.Ξέρουμε ότι ο Μοροζίνι βομβάρδισε τον Παρθενώνα, δεν μαθαίνουμε ποτέ όμως για ποιο λόγο έφθασε στα μέρη μας και ποιες ήταν οι διαφορές της Βενετίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μαθαίνουμε επίσης για την Τέταρτη Σταυροφορία, όπως μαθαίνουμε ότι οι Δυτικοί δεν βοήθησαν την Πόλη όταν την πολιορκούσε ο Μωάμεθ. Oσο για τη Δημοκρατία, ε, αυτή, ούτως ή άλλως οι Eλληνες την επινόησαν, η Δύση τη δανείστηκε και κάποια στιγμή επέστρεψε τα δανεικά στον ιδιοκτήτη τους.
Μπορούμε να μιλάμε για μίσος; Oχι βέβαια, διότι υπάρχουν και οι αντίρροπες δυνάμεις. Οι ελίτ του σύγχρονου ελληνισμού συνομιλούσαν πάντα με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, από τον Κοραή ώς τον Παπαδιαμάντη, τον Σεφέρη και τον Τσίρκα. Το ρήγμα όμως ήταν ανά πάσα στιγμή έτοιμο να ενεργοποιηθεί. Δεν είμαι ιστορικός, όμως υποθέτω ότι κάποια στιγμή, κάποιος ιστορικός, θα αντιμετωπίσει τον Εμφύλιο του ’43 - ’49 κάτω απ’ αυτό το πρίσμα. Oλο και περισσότερο έχω την τάση να πιστεύω ότι κάτω από τη σύγκρουση κομμουνιστών και δημοκρατίας κρυβόταν ο πραγματικός ψυχικός διχασμός: ο διχασμός ανάμεσα στην Ελλάδα που παρέμενε στραμμένη στη βαλκανική της ενδοχώρα με πρωτεύουσα τη Μόσχα και την Ελλάδα που παρέμενε προσηλωμένη στην ευρωπαϊκή δυναμική. Είναι τυχαίο ότι, ακόμη και σήμερα, είμαστε η τελευταία ευρωπαϊκή χώρα όπου το Κομμουνιστικό Κόμμα με σταλινικές αναφορές επιβιώνει; Και είναι τυχαίο ότι αυτό το ίδιο Κ.Κ. μπορεί να κατακρίνει την οικονομική πολιτική της Ρωσίας μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, όμως, όταν πρόκειται για διεθνή πολιτική, την υπερασπίζεται με την ίδια προσήλωση που υπερασπιζόταν τον σοβιετικό ιμπεριαλισμό;
Οι φιλοδυτικές δυνάμεις κέρδισαν τον Εμφύλιο στρατιωτικά και πολιτικά. Oπως όμως αποδείχθηκε στη μακρά περίοδο της μεταπολίτευσης, έχασαν τον «ψυχολογικό» πόλεμο. Δύο χρόνια μετά τη θριαμβευτική υπογραφή της συνθήκης ένταξης της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ το 1979, στις εκλογές του 1981 σαρώνει το ΠΑΣΟΚ, με την αντιευρωπαϊκή ρητορική του Ανδρέα Παπανδρέου. Συνήθως όταν μιλάμε για «πασοκοποίηση» της πολιτικής μας ζωής και της ελληνικής κοινωνίας στον νου μας έρχονται διάφορες πονηρούτσικες συμπεριφορές. Η αδιαφορία για τους θεσμούς, η αξιολόγηση βάσει της κομματικής ένταξης, η σύγχυση της αλήθειας με το ψέμα, η μαγκιά, το θράσος, η κρυφή γοητεία της ήσσονος προσπαθείας, ο χαμηλός δείκτης της παιδείας και οι ελάχιστες απαιτήσεις ηθικής συμπεριφοράς. Οφείλουμε όμως να μην παραγνωρίσουμε το ρήγμα με τη Δύση που το ΠΑΣΟΚ κατάφερε να το κλέψει από την τότε Αριστερά και το οποίο διαχύθηκε έως την ελληνική κεντροδεξιά.
Είναι δυνατόν ο εθνικολαϊκισμός να μετατρέψει αυτό το ρήγμα σε μίσος; Εντάξει, δεν είμαστε και μουσουλμάνοι. Θέλω να πω ότι η Ελλάδα, έως σήμερα τουλάχιστον, παραμένει μια ευρωπαϊκή χώρα, έστω και κατά συνθήκην, κοινώς δεν αντιμετωπίζει τη Δύση ως μηχανή του Σατανά. Αν και ορισμένες αντιδράσεις στην επίσκεψη του Πάπα Φραγκίσκου μαρτυρούν περί του αντιθέτου. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και σήμερα, η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει τον δυτικό πολιτισμό ως μια βιομηχανία παραγωγής τεχνολογίας η οποία δίνει τη δυνατότητα στους εχθρούς της για να τη στρέψουν εναντίον του. Θεωρούμε ακόμη ότι τα επιτεύγματα της Δύσης δεν περιορίζονται στην τεχνολογική της επινοητικότητα, όπως το βαθύ Ισλάμ. Συγχρόνως, όμως, την αντιμετωπίζουμε με καχυποψία. Και αν η χρήση του πρώτου πληθυντικού προσώπου στο «αντιμετωπίζουμε» είναι σχετική, έχει την αξία της. Δηλοί μια ψυχική παράμετρο, μια βαθιά ριζωμένη δυσπιστία απέναντι στη Δύση και στον πολιτισμό της, έτοιμη να μεταλλαχθεί από καχυποψία σε μίσος.
Ας μη γελιόμαστε. Oταν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μιλάει για τον «Μινώταυρο του φιλελευθερισμού» ο μέσος Eλληνας μεταφράζει «Μινώταυρος της Δύσης». Η εξίσωση της Δύσης με τον φιλελευθερισμό είναι σχεδόν αυτόματη. Η παρ’ ημίν αριστερά πάντα σιτιζόταν από τον αντιδυτικισμό του «λαϊκού αισθήματος». «Λαϊκό αίσθημα» ή ιδιοπροσωπεία, κοινώς η προσθήκη ενός προσωπείου ιδιαιτερότητος στη συλλογική μας συμπεριφορά. Αλήθεια, πού έγκειται η ιδιαιτερότης; Μήπως στην αντίληψη που έχει ο κ. Τσίπρας για την ευρωπαϊκή ιστορία ώστε φεύγοντας από το Παρίσι για το Στρασβούργο να λέει «έφυγα από τη Γαλλία»; Αν του μάθαιναν ευρωπαϊκή ιστορία στο σχολείο, θα ήξερε πως έγιναν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι ώστε το Στρασβούργο να ανήκει στη γαλλική επικράτεια.
Ο εθνικολαϊκισμός στηρίζεται στην αντιδυτική ιδιοπροσωπεία. Αυτήν εκμεταλλεύθηκε στο δημοψήφισμα του περασμένου καλοκαιριού για να επιβάλει το υπερήφανο «Οχι». Κάτι σαν μίσος απέναντι σε ό,τι δυτικό – εξαιρούνται τα Καγιέν εννοείται και το Διαδίκτυο, όπου ο κάθε πικραμένος βγάζει τη χολή του. Εχουμε φτάσει στο σημείο να αντιμετωπίζουμε την ευρωπαϊκή ένταξη της χώρας ως καταναγκασμό. Ευθύνεται και η ίδια η συγκρότηση της Ευρώπης, ευθύνονται και οι λεγόμενες ευρωπαϊκές δυνάμεις της Ελλάδας, διότι δεν φρόντισαν να καλλιεργήσουν, όχι μόνον παρ’ ημίν, την ευρωπαϊκή παιδεία. Ο εθνικολαϊκισμός, επειδή δεν είναι ικανός να αναλάβει καμία ευθύνη, εκμεταλλεύτηκε με τον πιο αδίστακτο τρόπο τις ευθύνες των άλλων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου