Κωνσταντῖνος Ἰ. Ζάχος
Με τόν καιρό οἱ ἄνθρωποι ἀποκτοῦν μιά βεβαιότητα στίς ἀπόψεις τους γιά τό πῶς εἶναι τά πράγματα σ’ αὐτό τόν αἰνιγματικό καί πολύπλοκο κόσμο. Μιά βεβαιότητα ὅμως πού δέν ἀντιστοιχεῖ στήν ἀσταθή καί ἐν πολλοῖς ἀναιτιολόγητη ζωή τους. Ἴσως ἀποτελεῖ χαρακτηριστικό τοῦ λόγου νά ὁρίζει ἑρμηνευτικά σχήματα μέσα κι ἀπ’ τίς ἁπλούστερες λέξεις. Μπορεῖ νἆναι κι ὁ φόβος μιᾶς ἐφήμερης ὕπαρξης πού βιάζεται νά τά βρεῖ ὅλα ἤ ἴσως ἐκείνη ἡ ἰδιόμορφη ἔπαρση πού φωλιάζει στίς ρίζες τοῦ λόγου. Κάποιες φορές γίνεται φανερό πώς ἀγγίζει κάποιος τή βαθύτερη πραγματικότητα, ὅταν παίρνει μιά θέση στήν ἄκρη, συντετριμμένος καί σιωπηλός, χωρίς αἰτήματα καί χωρίς τήν περίφημη ἁρματωσιά τοῦ λόγου. Ἡ ἀληθινή ζωή ἐμφανίζεται σπάνια. Βρίσκεται ὅμως ἐκεῖ. Εὐγενής, βαθιά, νεανική, εὐαίσθητη, αὐστηρή, κριτική, διαυγής καί ταπεινή.
Οἱ ἄνθρωποι ἀγέρωχοι, δυσανασχετοῦν καί ἐρίζουν, προετοιμάζονται καί ἀναβάλλουν, προπάντων σχεδιάζουν καί δίνουν ἐντολές, σαν νά ἔχουν αὐτοί τά κλειδιά. Σκέφτεσαι, τί νά σημαίνουν ὅλες αὐτές οἱ ἀνάλαφρες ἤ οἱ θλιμένες περαστικές μορφές πού παρελαύνουν ἤ τό ὅτι ὅλοι αὐτοί οἱ διαβάτες συναντιοῦνται γιά λίγο καί μετά ἀπομακρύνονται; Οἱ ἐναλλαγές τῶν μορφῶν, οἱ ἀναπαραστάσεις, οἱ ὑπαινιγμοί, οἱ μνῆμες, οἱ ἀφηγήσεις, τά σχήματα τῆς σκέψης, οἱ σκηνές πού ὀργανώνουν τόν ψυχισμό, ἡ μουσικότητα, οἱ εἰκονισμοί, οἱ ἑνότητες, ἡ ρευστή εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ, ὅλη αὐτή ἡ χορογραφία τῶν νοητῶν, σέ ποιά κάθαρση καί ποιά θεωρία ἀποβλέπει; Ἡ ἐφήμερη καθημερινότητα μοιάζει νά κρύβει σημασίες καί νά θέτει ἐρωτήματα ἀσύμβατα μέ αὐτό τό ἀσταθές καί ἀδύναμο ὄν πού εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἀναρωτιέσαι, πρός τά ποῦ νά ὁδηγοῦνται, μέσα ἀπό μιά ἀκατανόητη πρόνοια, οἱ ἀδέξιες καί φοβισμένες κινήσεις ἀπό αὐτό τό οὐράνιο φυτό; Δύσκολα βρίσκεις τούς λόγους. Σχηματίζεται ὅμως καθαρά, μέσα ἀπό τίς περαστικές μορφές, ἡ ὑπόσχεση γιά κάτι παντοτινό.
Οἱ ἄνθρωποι ἀγέρωχοι, δυσανασχετοῦν καί ἐρίζουν, προετοιμάζονται καί ἀναβάλλουν, προπάντων σχεδιάζουν καί δίνουν ἐντολές, σαν νά ἔχουν αὐτοί τά κλειδιά. Σκέφτεσαι, τί νά σημαίνουν ὅλες αὐτές οἱ ἀνάλαφρες ἤ οἱ θλιμένες περαστικές μορφές πού παρελαύνουν ἤ τό ὅτι ὅλοι αὐτοί οἱ διαβάτες συναντιοῦνται γιά λίγο καί μετά ἀπομακρύνονται; Οἱ ἐναλλαγές τῶν μορφῶν, οἱ ἀναπαραστάσεις, οἱ ὑπαινιγμοί, οἱ μνῆμες, οἱ ἀφηγήσεις, τά σχήματα τῆς σκέψης, οἱ σκηνές πού ὀργανώνουν τόν ψυχισμό, ἡ μουσικότητα, οἱ εἰκονισμοί, οἱ ἑνότητες, ἡ ρευστή εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ, ὅλη αὐτή ἡ χορογραφία τῶν νοητῶν, σέ ποιά κάθαρση καί ποιά θεωρία ἀποβλέπει; Ἡ ἐφήμερη καθημερινότητα μοιάζει νά κρύβει σημασίες καί νά θέτει ἐρωτήματα ἀσύμβατα μέ αὐτό τό ἀσταθές καί ἀδύναμο ὄν πού εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἀναρωτιέσαι, πρός τά ποῦ νά ὁδηγοῦνται, μέσα ἀπό μιά ἀκατανόητη πρόνοια, οἱ ἀδέξιες καί φοβισμένες κινήσεις ἀπό αὐτό τό οὐράνιο φυτό; Δύσκολα βρίσκεις τούς λόγους. Σχηματίζεται ὅμως καθαρά, μέσα ἀπό τίς περαστικές μορφές, ἡ ὑπόσχεση γιά κάτι παντοτινό.
Τί νἆναι ὁ κόσμος; Λογιστική, τί κερδίζω καί τί χάνω, ἕνα πέταγμα τῆς βούλησης στούς κόσμους τῆς φαντασίας ἤ ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας; Ἕνας ἐπίμονος ὁδηγός μέσα μας κάπου μᾶς πηγαίνει. Σάν νά μᾶς δόθηκε ὅλη αὐτή ἡ ζωή, πού τή βλέπουμε νά ἐκδιπλώνεται πότε τρέχοντας καί πότε ἀσθμαίνοντας, προκειμένου νά καταλάβουμε πόσο καθαρά καί γλυκά τέθηκε αὐτός ὁ κόσμος. Ὁ ἄνθρωπος ἕνα φτερούγισμα κι ὁ κόσμος ἐκεῖ, στήν ἀρχική του δροσιά, αἰώνιος. Κι ὅμως ὑπάρχει μέσα μας ἡ βεβαιότητα, πώς οἱ βαθύτεροι λόγοι τοῦ κόσμου ἀποτελοῦν μιά κληρονομιά στόν καθένα, περισσότερο ἤ λιγότερο ἀναξιοποίητη. Ὁ ἄνθρωπος κρύβει μέσα του τή δυνατότητα νά δεχθεῖ τήν τελική ἀπάντηση στά ἐρωτήματά του κι ἕνα εἶδος κυριότητας στά μυστήρια τοῦ κόσμου.
Πέρα ἀπό τά ἔργα του, ὁ ἄνθρωπος νιώθει πόσο σημαντικό εἶναι νά ὑπάρχει, νά βρίσκεται μέσα στόν κόσμο τῶν αἰσθήσεων, τῆς σκέψης καί τῆς ἀναγνώρισης τῶν μορφῶν σέ αὐτή τήν ἀτέλειωτη σκηνοθεσία. Εἶναι ἐγγενής στόν ἄνθρωπο ἡ κλίση νά κοιτάει «ἀφελῶς» τά πράγματα, πέρα ἀπό τή χρηστική τους διάσταση καί τίς καθημερινές σκοπιμότητες. Αὐτή ἡ λιτή καί ταυτόχρονα θαυμαστή ἐμπειρία τοῦ «εἶναι», ἔμοιαζε νά ἀποτελεῖ τή θεμελιώδη προστασία καί παραμυθία πού ἔθεσε ὁ Θεός, γιά ἐπιτυχημένους καί ἀποτυχημένους, στήν ἀκροβασία τῆς ὕπαρξης. Ὁ ἄνθρωπος συγκρατιέται καί μέ ἄλλους τρόπους στίς ὑπαρξιακές του ἀναζητήσεις: μέ τή μουσική, τή λογικότητα, τήν ἀφηγηματικότητα τῆς διαδρομῆς, τις σχέσεις καί τίς ἀναπαραστάσεις τοῦ βίου. Στό τέλος ὅμως τῶν δοκιμῶν κάτι παραμένει μόνο. Δεν ἀρκεῖ ἡ ἀναγνώριση τῆς κοσμικῆς ἁρμονίας ἤ τοῦ λόγου πού συνέχει τόν κόσμο. Ὁ ἄνθρωπος δεν βρίσκει ἐκεῖ τή λυτρωτική παρουσία τῆς φωνῆς τοῦ ὑπέρτατου προσώπου πού ἀναζητᾶ. Ὅλα μοιάζουν μέ ἕνα περίπατο σέ ἄδεια δωμάτια.
Ἡ νεότητα ὁδηγοῦσε, γιά διαφορετικούς λόγους ἀπό ὅ,τι ὑποθέταμε. Ἔκρυβε μέσα στή δομή της τίς προϋποθέσεις τῆς αἰσθητικῆς ἠρεμίας και τά χαρακτηριστικά ἑνός τόπου πού μᾶς ταίριαζε, κάτι πού θἄπρεπε νά πετύχουμε ἤ νά κληρονομήσουμε. Σοβαρές, ρεμβώδεις μορφές κάλλους, ὑπονοοῦσαν βαθιά σχέδια περί τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου. Ἡ εἰκόνα τῆς ἀνεμελιᾶς μέσα στήν ὀμορφιά, ἡ
δροσιά ἀπό τά καινούργια ξεκινήματα στούς δρόμους τῆς ζωῆς, ἔμοιαζαν νά εἶναι τά πρότυπα πού ὅριζαν τά μέγιστα στίς ἀναζητήσεις μας. Ἡ ὀμορφιά ἔθετε τά ὅρια, προσανατόλιζε, μᾶς ἐπανέφερε. Ἀποτελοῦσε τήν εἰσαγωγική μυσταγωγία καί ὁδηγοῦσε πολύ πέραν ἀπό ὅ,τι μποροῦσαν νά καταλάβουν οἱ φορεῖς της. Μέ τήν εὔθραυστη ἰσορροπία της καί τούς βαθεῖς συμβολισμούς πού τήν ὅριζαν, ἔδινε μιά ὄψη τῆς βαθύτερης τάξης τοῦ κόσμου. Μέ τή νεότητα ὁ ἄνθρωπος εἰσέρχεται
γιά λίγο στήν ἀτμόσφαιρα τῆς δόξας, τῆς ἰσχύος καί τῆς ἀνάλαφρης κίνησης μέσα στά πράγματα τοῦ κόσμου. Ὅμως, στίς λαμπερές μορφές, πού ἀντιλαμβάνονται οἱ αἰσθήσεις, διακρίνονται ἤδη οἱ ρωγμές πού ἀφήνει ἡ παροδικότητα. Κι ὕστερα,
σιγά σιγά, ὅλα αὐτά ἀφαιροῦνται. Θά ἔλεγε κανείς πώς δίνονται στόν ἄνθρωπο ἴσα ἴσα νά καταλάβει κάτι ἀπό τίς δυνατότητες τῆς ζωῆς καί να στοιχειοθετηθεῖ ἡ πορεία του ὡς προσδοκία. Κι ὅλα αὐτά μέ ἕνα τρόπο πού δέν θά ξεχασθεῖ ποτέ, γιατί εἶναι ἡ δική του ἱστορία πού τή βάδισε βῆμαβῆμα ὡς ὑπόσχεση εὐτυχίας.
Τόν ἐξέπλητε πάντα τό γεγονός, ὅτι βρισκόταν σέ ἕνα χῶρο, ὅπου ἔζησαν κι ἄλλοι ἄνθρωποι, πού νόμισαν ὅτι αὐτοί ἀποτελοῦσαν τή ζωή κι ὅτι κινοῦσαν τά νήματα, καί τώρα ἐρημιά. Ἔνιωθε τις παρουσίες τους μέσα ἀπό τά σημάδια πού ἄφησαν στό πέρασμά τους, στά ἐρείπια μιᾶς ἀρχαίας ἀγορᾶς, ἑνός παλιοῦ ναοῦ ἤ ἑνός ἐρημωμένου σπιτιοῦ, ἑνός παλιοῦ πίνακα ἤ ἑνός βιβλίου. Προσπαθοῦσε νά διαβάσει τήν ἱστορία τους, μέ ὅλες τις πετυχημένες ἤ ἀποτυχημένες ἀπόπειρές τους να ἀνταποκριθοῦν στό κάλεσμα τῆς ὕπαρξης. Ἀποτελοῦσαν μυστήριο αὐτοί οἱ ἀτέλειωτοι ψίθυροι μέσα ἀπό τά χρόνια, πού ἔφταναν ὡς ἐμᾶς. Οἱ ἱστορίες βάραιναν τούς τόπους. Ὁ μεγάλος μας κόσμος ἦταν ἕνας τόπος κλειστός, πού συγκρατοῦσε τά περασμένα. Ὅλα παρέμεναν ἐκεῖ, σαν νά εἶχαν μιά σημασία πού μᾶς ἀφοροῦσε. Σάν να μήν ἐπέτρεπε κάποιος αὐτό τό παλίμψηστο νά βυθισθεῖ στή λήθη, προκειμένου νά ἀναγνωσθεῖ, να κριθεῖ καί νά ὁδηγηθεῖ στήν ὁλοκλήρωση.
Μπορεῖ νά εἶναι κάτι συνηθισμένο. Ὅταν ὅμως τό βλέπεις μόνο του, στίς σιωπηλές συνδέσεις του μέ τό μεγάλο κόσμο, ἀποκτᾶ ἀπρόσμενο βάθος. Ἕνα εἶδος στέρησης καί ἀναμονῆς τό ἐξευγενίζει καί τό μεταφέρει, πέρα ἀπό τίς χρηστικές ἀλληλεπιδράσεις, στό χῶρο μιᾶς βαθιᾶς, θείας τέχνης. Ἕνας ἄνθρωπος πού στέκεται μόνος, λυπημένος, παρουσιάζεται σάν νά βιώνει μιά θλίψη πού διαπερνᾶ τό σύμπαν. Ἤ τά πράγματα πού ἄφησε κάποιος πού ἔφυγε, γίνονται τό ἀποτύπωμα ἑνός ἀπέραντου κόσμου πού δέν μπορεῖ νά σβήσει. Ὁ νοῦς μας φυσιολογικά τείνει στό νά ἀντιληφθεῖ τά πράγματα μέσα ἀπό ἀπόμακρους συσχετισμούς καί γενικεύσεις, ἀναζητώντας τίς βαθύτερες ἑνότητες. Σέ ὅτι κοιτάζει ὁ ἄνθρωπος συγκεντρώνονται ὅλα, σάν νά γίνεται ἀκόμη μιά προσπάθεια να συγκεντρωθοῦν ὅλα.
Ποῦ βρίσκεται ἐντέλει, ὁ βαθύτερος ἑαυτός; Δέν εἶναι πάντως στά λόγια, στό «ἐγώ νομίζω», στό «ἐγώ θέλω». Εἶναι περισσότερο ἐνεργός ἐκεῖ πού καθώς ὁ ἄνθρωπος μαζεύεται μέσα του και σιωπᾶ, μέ κρατημένη τήν ἀνάσα, ἀποφασίζει ἕνα καινούργιο βῆμα. Ὅταν στρέφεται σέ ἕνα μοναχικό οὐρανό, καί περιμένει κάτι νά ἀκούσει ἤ να αἰσθανθεῖ πού θά τοῦ δείξει τον δρόμο. Ἤ ὅταν ἄλλες φορές εἰσέρχεται μόνος σέ κάτι ἀπέραντο, ὅπως τό ἄνοιγμα τῆς θάλασσας, μιά πεδιάδα, το δάσος ἤ ἕνας ἔρημος τόπος. Ὅταν βαδίζει μόνος ἤ ὅταν βγαίνει γιά λίγο στή βεράντα καί κοιτάζει μακριά, προκειμένου νά συλλάβει τήν ὁλότητα στήν ὁποία βρίσκεται, ζητώντας κάτι ἀπόμακρο πού θά τόν ἰσορροπήσει. Ἤ ὅταν μιλώντας μέ τον ἄλλο μετατοπίζεται ἡ προσοχή του, ἀναζητώντας ἕνα ἅπλωμα πέρα ἀπό τά λόγια πού ἐγκλωβίζουν, ζητώντας νά ἀγγίξει κάτι αὐθεντικό, γιατί στά λόγια δέν βρίσκεται ἀκόμη κανένας. Ὁ βαθύτερος ἑαυτός εἶναι αὐτό πού μέσα στήν ὅλη ροή εἶναι ἀκίνητο καί προσμένει. Εἶναι αὐτό πού αἰσθάνεται τό «ὄχι ἀκόμη» ἤ πού ἀναγνωρίζει, παρόλες τίς ἐνδείξεις, ὅτι δέν εἶναι αὐτό πού ἀναζητᾶ. Το Ἐγώ εἶναι διαφορετικό ἀπό τό κέντρο γύρω ἀπό τό ὁποῖο δομοῦνται οἱ ἀφηγήσεις, δηλαδή ἀπό το Ἐγώ τῶν λόγων καί τῶν ἱστοριῶν, ἤ ἀπό τό Ἐγώ πού ὁρίζει ἡ παράσταση τοῦ σώματος. Εἶναι περισσότερο τό ὑποκείμενο μιᾶς σιωπηλῆς θεωρίας ἐκεῖ πού καταλήγουν τά εὖ καί τά φεῦ τῶν αἰσθήσεων καί τῶν ἐπιλογῶν. Τά περιβάλλοντα πού ἀναγνωρίζει τό Ἐγώ ἔχουν σχέση μέ περιεχόμενα πού ἔχουν καταγραφεῖ ὡς ἀρχέγονα τραύματα ἤ νύξεις κάποιου ἄγνωστου παραδείσου.
Ὁ βαριά ἀσθενής δέν μπορεῖ νά ξεχάσει ὅτι ἔχει περιορισμένο χρόνο. Ὁ ὑγιής μπορεῖ νά το ξεχάσει. Τό τελευταῖο τό θεωροῦμε πλεονέκτημα. Ὅσοι ἔχουν λίγο χρόνο μᾶς προκαλοῦν φόβο ἤ οἶκτο. Ἤ μήπως φανερώνουν τή θεμελιώδη ψευδαίσθηση πού ὁρίζει τήν κανονικότητα τῆς ζωῆς, για ἕνα κόσμο πού ἔχασε τή βεβαιότητα τοῦ αἰώνιου;
Σκέψου μιά συγκέντρωση ἀνθρώπων. Πόσες ἐκφράσεις καί στάσεις ἀλλάζει τό πρόσωπο τοῦ καθενός στή διάρκεια της. Κι ὁ φωτισμός πού ἔρχεται ἐκ τῶν ἔνδον καί ἀλλάζει ἀπό μιά σκέψη, μιά ἐλπίδα, ἕνα φόβο, μιά πραγματοποίηση. Πόσες κινήσεις τοῦ σώματος συνοδεύουν τίς κινήσεις τοῦ βλέμματος καί τίς ἀντίστοιχες τῶν συνομιλητῶν, πού ἔρχονται σάν ἀπάντηση. Καί τίς θέσεις ἤ τίς ἀνεπαίσθητες μετακινήσεις πού εὐνοοῦν την προσέγγιση, τήν ἀπομάκρυνση ἤ τήν ἀδιαφορία. Σκέψου πόσα ἄτομα ἄμεσα ἤ ἔμμεσα ὑποπίπτουν στήν ἀντίληψη ἑνός ἀνθρώπου. Πρόσθεσε τούς συνδυασμούς πού προκύπτουν ἀπό τά πρόσωπα, τις φανερώσεις, τίς ἀποκρύψεις, τούς τονισμούς, τις παραλλαγές, τούς συσχετισμούς καί τίς διακρίσεις. Ἀπό τή μιά οἱ βαριές παρουσίες τῶν προσώπων, ἀπό τήν ἄλλη οἱ ἀμέτρητες δυνατότητες τῶν ὅσων συνειδητά ἤ μή ὑπαινίσσονται. Κι ἡ ἱκανότητά τους νά παράγουν συναισθήματα, ἀνεπαίσθητα ἤ ἔντονα. Ἡ ἀτμόσφαιρα νά ἀλλάζει ἀνάλογα μέ τίς ψυχικές διαθέσεις, τούς φόβους, τίς ἐντάσεις, τούς ἐνθουσιασμούς ἤ τίς ὑποσχέσεις. Κι ἡ προσοχή τοῦ ἀνθρώπου νά μπορεῖ νά στρέφεται κάθε φορά σέ καθένα ἀπό ὅλα αὐτά τά ἀτέλειωτα θέματα, ἤ θεάματα. Να συναινεῖ, νά σχολιάζει ἤ νά ἀποστρέφεται. Ἀκόμη, ἡ ἱκανότητα νά ἀλλάζει πλαίσιο σέ ὅτι βλέπει και νά τά ἀντιλαμβάνεται ὡς ἀντικείμενα τέχνης ἤ ὡς θέματα τοῦ αἰώνιου. Ἐπιπλέον, ἡ δυνατότητα να ξεγελιέται σέ ἀναρίθμητα σημεῖα. Κι ὄχι μόνο να ἑστιάζει σέ κάτι οὐσιῶδες ἤ ἐπουσιῶδες, ἀλλά το βλέμμα κι ἡ προσοχή του νά χρωματίζονται ἀπό τίς προθέσεις μιᾶς καρδιᾶς καθαρῆς ἤ σκοτεινῆς. Σ’ αὐτό τό πέλαγος τῶν συσχετισμῶν καί τῶν δυνατοτήτων, «ἁμαρτιῶν μου τά πλήθη καί κριμάτων Σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου». Σέ ὅ,τι ἀγγίζει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου βρίσκονται ἀναρίθμητοι κόσμοι. Καί πόσες κρυμμένες δυνατότητες νά μεταμορφωθεῖ ὁ κόσμος;
Ἄν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα αὐτόματο, τόσο πολύπλοκο πού μοιάζει ἐλεύθερο, γιατί προσπαθοῦμε μέ λογικά καί ἄλλα ἐπιχειρήματα νά τον πείσουμε; Πότε πείθεται μέ αὐτή τήν ἔννοια ἕνα αὐτόματο; Καί γιατί προβάλλει τόση ἀντίσταση στό νά πεισθεῖ; Ὁ ἄνθρωπος δέν πείθεται ποτέ ὁλοκληρωτικά στίς συνθῆκες αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Τοῦ δόθηκε νά ἑρμηνεύσει μιά μυστική ἱστορία, καί νά ἀπαντήσει σέ μιά πρόσκληση πού δέν γράφηκε ἀπό τό ἀνθρώπινο φαντασιακό.
Ἡ μαγεία τοῦ χρόνου ξαναστρώνει τό παιχνίδι. Παρ’ ὅλη τή νωθρότητα τῶν παικτῶν, τους μετακινεῖ πρός τήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου για τό ὁποῖο ἀπαιτοῦνται δράσεις πού δέν βρίσκονται στήν ἁρμοδιότητα τῶν γνωστῶν κοινωνικῶν ρόλων. Οἱ σκέψεις, τά γεγονότα κι οἱ ἐμπειρίες τοποθετοῦνται ἐπάλληλα στή μνήμη, μέ βάση μυστικές συγγένειες. Μέσα ἀπό τό μυστήριο τῆς ὁμοιότητας δημιουργοῦνται ἀπόμακροι συσχετισμοί, συνειρμοί, συμπυκνώσεις καί μεταφορές. Τά πράγματα ἀποκτοῦν ἀπροσδιόριστο βάθος, καθώς ἐκεῖ συνωστίζονται ὑπαινιγμοί ἀπό ξεχασμένες ἱστορίες καί ἀπροσδιόριστες ἀναφορές. Ἡ γλώσσα, μέσα ἀπό τά «ὡς» πού συνδέει τούς διάφορους εἰκονισμούς, δημιουργεῖ τόν ἄλλο χρόνο τῆς ποιητικότητας. Κι ὅλα μαζεύονταν μέ μοναδικό τρόπο κάθε φορά στό «νῦν», τό ἄκρο ὅπου ἡ ζωή κρίνεται πάλι. Ὅλοι, ἀνεξάρτητα τοῦ τί ἔχουν καταφέρει, ἐπιχειροῦν κάθε φορά μιά καινούργια προσέγγιση τοῦ κόσμου. Ἡ ζωή ἀπαρτίζεται σιγά σιγά ἀπό τίς ἀμέτρητες στιγμές, μέ τά ναί καί τά ὄχι, ὅπως τό πλεκτό προκύπτει ἀπό ἀμέτρητες βελονιές
πρός διάφορες κατευθύνσεις. Μέσα ἀπό σχετικούς ὅρους, συμπτώσεις καί περιορισμένες ἀντιλήψεις, ὅλοι προετοιμάζονται ἀσυναίσθητα, γιά μιά πραγματικότητα πού περιέχει κάτι τό ἀπόλυτο. Οἱ ἀσύλληπτες διεργασίες τῆς μνήμης, προκειμένου νά ἐπιτευχθεῖ ἡ σωστή κίνηση στό μέλλον, προς δίδουν στόν ἄνθρωπο κάτι τό ἀβυθομέτρητο.
Οἱ δρόμοι τῆς καθημερινότητας μοιάζουν να εἶναι φτιαγμένοι μέ τήν προϋπόθεση τῆς λήθης τοῦ αἰνίγματος τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Οἱ ἔντονες αἰσθήσεις θέτουν στενούς ὁρίζοντες, ἐνῶ οἱ μεγάλες ἀναζητήσεις προϋποθέτουν τήν ἀβεβαιότητα καί κάτι πού εἶναι μακρινό. Ὁ περιορισμένος ὁρίζοντας βιώνεται ἀπό τόν ἄνθρωπο ὡς ἐγκλωβισμός καί ὡς πτώση. Ἡ ἔλλειψη τῆς καθολικότητας πού τοῦ ταιριάζει ἀποτελεῖ τήν πηγή τῆς ἀγιάτρευτης θλίψης του. Ὁ θολός κόσμος εἶναι ἡ κανονικότητά μας, μέ τά λόγια πού δέν πετυχαίνουν τό στόχο, τά ἐπιχειρήματα πού δέν φθάνουν στό τέλος καί τίς πράξεις, πού ἔχουν κρυμένες τις συνέπειες. Ἀπό τή μιά ἡ πληθωρικότητα, ἡ ζωντάνια, ἡ λάμψη, κι ἀπό τήν ἄλλη ἡ κρυμμένη καχεξία τῶν λόγων καί τῶν ἔργων. Τό ἀσταμάτητο μουρμουρητό τῶν πλασμάτων πού δέν ξέρουν πού κοιτᾶνε, τί ζητᾶνε, πόσο πρόσκαιρα καί ἐπιπόλαια εἶναι τά καμώματά τους καί τά μικρά τους σχέδια. Κι αὐτό εἶναι συνήθως ἡ «στέρεη» βάση πάνω στήν ὁποία ὀργανώνεται ἡ καθημερινή ζωή. Οἱ κοσμοθεωρίες μέ τίς ὁποῖες εἶναι ἐπενδεδυμένα τά πράγματα καί οἱ σχέσεις ἔχουν κάτι τό ἀλλότριο σέ σχέση μέ τή βαθύτερη φύση μας. Σάν νά ἔχει χαθεῖ ἡ ἀληθινή ζωή κάποτε. Πῶς νά καθαρίσει ἡ διάνοια ἀπό τόν θόρυβο τῶν ἀτακτούντων κτισμάτων; Ποιός θά μποροῦσε νά διακρίνει τό μέγεθος τοῦ φορτίου πού ἔθεσαν στό νοῦ μας ὅλα αὐτά τά χρόνια τά σχόλια, ἡ περιορισμένη ὀπτική καί οἱ ψευτοθεμελιώσεις τῶν ἀνθρώπων; Πίσω ἀπό τις λαϊκές ἤ ἐπιστημονικές ἀποφάνσεις περί πραγματικότητας βρίσκονται στρώματα ἀφηγήσεων περί τοῦ τί εἶναι ὁ κόσμος καί μέ τί ἀξίζει νά ἀσχοληθεῖ κανείς. Μέ τόν ἴδιο τρόπο, πίσω ἀπό τίς ἐπιλογές κάποιου γιά ἕνα συγκεκριμένο τρόπο ζωῆς, ἀπασχόλησης ἤ ὕφους, ἐπιθετικότητας ἤ παθητικότητας, βρίσκεται κάποια συγκεκριμένη ἀφήγηση ζωῆς πού μέσα ἀπό ἀπροσδιόριστα αἴτια καί συναινέσεις ἀποδέχτηκε. Γιά πόσο ὅμως θά μπορέσει νά μείνει σέ αὐτή τή μικρή αὐλή τοῦ κόσμου, κρατώντας σφιχτά τό ἐλάχιστο;
Κάποιες φορές εἶχε τήν αἴσθηση, ὅτι κάτι θαυμαστό περνοῦσε πολύ κοντά του, ἀλλά δέν μποροῦσε νά τό συγκρατήσει. Ἀνεξέλεγκτα ρεύματα τον παρέσερναν καί τόν ἀπομάκρυναν. Ἀπαιτοῦνταν μιά ποιότητα ψυχῆς πού τόν ξεπερνοῦσε. Κι ἕνα εἶδος ἀποταγῆς ἀπό τήν καθολική φλυαρία στην ὁποία βρισκόταν βυθισμένη ἡ ψυχή του, πού ἦταν δύσκολο νά τήν πετύχει. Οἱ πυκνότητες τῆς ζωῆς ἦταν ἐκεῖ, χωρίς νά τίς ἐπηρεάζει καμιά βία, ἔχοντας ὅλο τό χρόνο γιά νά ἐκδιπλωθοῦν. Ἔμοιαζε κλεμμένο τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Σάν νά τόν κυνηγοῦσε μιά φαντασία. Γιά να ἀπαλλαγεῖ ἀπό τή μέριμνά της, ἔνιωθε πώς ἔπρεπε νά ἐγκαταλείψει τή συνηθισμένη του σχέση με τό θολό κόσμο. Εἶχε εἰσέλθει κάτι ἀλλότριο στην ψυχή του πού δημιουργοῦσε ἔνταση. Μιά ἀκαθόριστη συμφωνία ἀπό πολύ παλιά κι ἕνα ἀόρατο δέσιμο τόν κρατοῦσαν αἰχμάλωτο. Ἡ ἀμεριμνία ἔμοιαζε νά εἶναι τό ἀπόλυτο προαπαιτούμενο προκειμένου νά βρεῖ τήν ἄκρη. Ἀλλά ἔπρεπε νά ἐμπιστευθεῖ. Οἱ πολλές μέριμνες ξεκινοῦσαν ἀπό τη δειλία, πού δημιουργοῦσαν στήν ψυχή του ἡ ἁμαρτία καί ἡ ἐνοχή.
Κάποιες φορές, παρατηρώντας τή ζωή μας, ὅπως προέκυψε ἀπό ἐπιλογές καί συγκυρίες, περνᾶνε μπροστά μας ἐπιθυμητά ἐνδεχόμενα, πού θα μποροῦσαν νά ἔχουν συμβεῖ ἀλλά δέν συνέβησαν. Μοιάζουν μέ δυνατότητες πού ἀφαιρέθηκαν προγραμματικά ἀπό τή ζωή μας. Ἀπό τότε, ὁ ψυχισμός μας εἰσῆλθε στή μέριμνα μιᾶς λογοδοσίας, προκειμένου νά αἰτολογηθοῦν οἱ ἀπώλειες καί να ἀποσυρθοῦν τά φάσματα μιᾶς ἄλλης ζωῆς, πού θά μπορούσαμε νά εἴχαμε ζήσει. Ἤ μήπως εἶναι
μέσα ἀπό τίς ἀπουσίες, πού θά πρέπει νά διαμορφωθεῖ ἡ ζωή μας καί ἡ νοσταλγία τοῦ ἀπολύτου;
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ὄν, πού διαρκῶς κοιτάζει μέ ἕνα διπλό τρόπο. Ὅταν μιλάει μέ τον ἄλλο, ὅταν σκέπτεται ἤ ὅταν ἐργάζεται στρέφει τό βλέμμα του καί κάπου ἀλλοῦ. Σάν νά τόν περιμένει κάτι ἤ κάποιος, μιά κλήση γιά κάτι ἀπροσδιόριστο, μιά συνάντηση, ἤ ἕνα ἔργο πού θά τοῦ ταίριαζε. Εἶναι αὐτό τό ἄπιαστο πού χαρακτηρίζει ὅλη του τή ζωή. Ὁ κόσμος, μέσα ἀπό τη συνθήκη τῆς γλώσσας, φθάνει στή συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό σχῆμα τῆς μεταφορᾶς. Ἀπό τά πρῶτα του βήματα ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν τάση να μετακινεῖται, νά φεύγει, νά ταξιδεύει, νά βλέπει καινούργια πράγματα. Ἡ ζωή εἶναι ἡ ἀναζήτηση μιᾶς ἄλλης ὀπτικῆς. Ἀλλάζει θέσεις καί βρίσκει εὐχαρίστηση νά ξανακοιτάει τόν κόσμο μέσα ἀπό ἄλλη προοπτική, μέσα ἀπό ἄλλους ἤχους, φωτισμούς καί σχήματα. Σέ ὅποιο ἄκρο καί νά φτάσει, ἕνας καινούργιος δρόμος ἀνοίγεται. Ὁ κόσμος μοιάζει ἀπεριόριστος κι ὁ ἄνθρωπος κινεῖται μέσα στίς συνεχεῖς παραπομπές τῶν συμβόλων. Σάν να ζητάει τό ἔσχατο σημεῖο, πού θά θεμελιώσει την ὕπαρξη τοῦ κόσμου ὡς μεταφορά. Ζητάει τή θέα ἀπό τή σωστή θέση, τή «θεωρία» πού ἔλεγαν οἱ νηπτικοί, πού θά περιέχει τό πᾶν.
Σάν νά τόν κυνηγοῦσε μιά φαντασία. Γιά να ἀπαλλαγεῖ ἀπό τή μέριμνά της, ἔνιωθε πώς ἔπρεπε νά ἐγκαταλείψει τή συνηθισμένη του σχέση με τό θολό κόσμο. Εἶχε εἰσέλθει κάτι ἀλλότριο στην ψυχή του πού δημιουργοῦσε ἔνταση. Μιά ἀκαθόριστη συμφωνία ἀπό πολύ παλιά κι ἕνα ἀόρατο δέσιμο τόν κρατοῦσαν αἰχμάλωτο. Ἡ ἀμεριμνία ἔμοιαζε νά εἶναι τό ἀπόλυτο προαπαιτούμενο προκειμένου νά βρεῖ τήν ἄκρη. Ἀλλά ἔπρεπε νά ἐμπιστευθεῖ. Οἱ πολλές μέριμνες ξεκινοῦσαν ἀπό τη δειλία, πού δημιουργοῦσαν στήν ψυχή του ἡ ἁμαρτία καί ἡ ἐνοχή.
Ὁ κόσμος, μέ τήν παροδικότητα καί τίς ἀλλοιώσεις πού φέρει, βιώνεται ὡς τόπος κακώσεως για τήν εὐαισθησία καί τίς δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου. Εἴμαστε τά πνεύματα «τά ἐν φυλακῇ ὄντα». Οἱ κινήσεις κι ὁ τρόπος πού σκεπτόμαστε εἶναι ἡ ζωή μας ἀλλά καί τά ὅριά μας. Μᾶς φοβίζουν οἱ πολύ περιορισμένοι τόποι στούς ὁποίους μπορεῖ νά ἐκπέσει ὁ ἄνθρωπος καί τά μεγάλα διαστήματα πού μπορεῖ νά παραμείνει ἐκεῖ. Μᾶς παρηγορεῖ ἡ βεβαιότητα τῶν «γνωστικῶν» τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὅτι κατά βάθος, ἡ κρίση καί ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα. Ἡ δυσκινησία μας πρός το πνεῦμα εἶναι ἡ ἀδράνεια τοῦ ἀρρώστου ἀλλά καί ἡ ἀκινησία πού τοῦ χρειάζεται προκειμένου κάποτε νά συναισθανθεῖ καί νά ζητήσει τή θεραπεία. Τά δεσμά ὅμως δέν λύνονται ἀπό τόν δεμένο.
Εἴμαστε οἱ πληγωμένες ψυχές, οἱ νικημένες. Φέρουμε πάνω μας τά ἀπομεινάρια τῆς ἥττας και τήν κούραση. Λόγια χωρίς εἱρμό, δυνατές φωνές, φόβοι γιά μιά καταστροφή πού διαρκῶς ἐπίκειται, ἀγωνίες, σφιγμένα σώματα, προσκολλήσεις, ἀνεξέλεγκτες ἐπιλογές, ξαφνικές θλίψεις, ἀρρώστιες, μελαγχολίες, ὀνειροπολήσεις.
Τό προνόμιο τῆς γλώσσας συνδέεται μέ τή δυνατότητα τῆς δυσπιστίας καί τῆς ὑποκρισίας. Ἀπ’ ὅπου ἡ παραπλανητική φλυαρία μακράν τοῦ ἀντικειμένου, οἱ ἀτέλειωτες ἀπόψεις κι ἡ ρητορεία. Ὑπάρχει κάποια ἀπόσταση καί στίς πιό εἰλικρινεῖς ἐξομολογήσεις, ἀνάμεσα στά ὅσα λέγονται καί στα ὅσα πραγματικά συμβαίνουν. Πάντα ὑπάρχουν και ἄλλες διαφορετικές ἀφηγήσεις ἤ βιογραφικά πού μένουν στήν ἀφάνεια ἀλλά συνεχίζουν νά ἐπιτελοῦντό ἔργο τους. Γι’ αὐτό κι ὅποιος μιλάει ταπεινά για τόν ἑαυτό του εἶναι ἀκόμη ὕποπτος. Ὅταν μιλᾶμε γιά τόν ἑαυτό μας ἡ μνήμη δέν εἶναι ἀξιόπιστη, ἡ εἰλικρίνεια εἶναι ἀνέφικτη, ἡ γλώσσα ἐκτρέπει, κι ὁ συγγραφέας, ὁ ἀφηγητής καί ὁ πρωταγωνιστής δέν μποροῦν νά γίνουν ἕνα.
Ἄρχισε νά καταλαβαίνει, πώς ἡ βαθύτερη κρίση στήν ὁποία ὁδηγεῖ ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο ἔχει σχέση μέ τήν ἀργή ἀλλαγή πού φέρνει ὁ χρόνος, τήν ἀργή καί ὁριστική ἀπομάκρυνση ἀπό τίς παλιές καταστάσεις, τίς μορφές καί τίς ἰδέες. Τό
κακό ἔχει κάτι τό ἄμεσο, κάποιες φορές μιά αὐτονόητα δικαιολογημένη ἕλξη. Δέν ἔχει ὅμως μέ τό μέρος του τόν χρόνο. Μέ τόν καιρό, παίρνει τή μορφή ἑνός ρυτιδιασμένου κι ἄχαρου προσώπου. Τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ χρειάζονται μεγάλες διάρκειες γιά νά φανερωθοῦν.
Από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Ζάχου ῾Ὁ κόσμος ὡς ὑπόσχεση" εκδόσεις Αρμός 2017.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου