Νὰ ἀναφερθοῦμε λίγο στὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες οἱ ὁποῖες ἤδη ἀρχίζουν, καθὼς ἀπὸ αὔριο ἔχουμε τὰ προεόρτια τῶν Χριστουγέννων. Εἶναι ἡμέρες διακοπῶν, οἱ περισσότεροι ἀναπαύονται, ταξιδεύουν, εἶναι χρονιᾶρες μέρες, ὅπως λένε. Τὰ Χριστούγεννα εἶναι ἡ μητρόπολη, ἡ μητέρα δηλαδὴ ὅλων τῶν ἑορτῶν κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο. Ἀλλὰ καὶ ἡ Πρωτοχρονιὰ μὲ τὴν ἑορτὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τὴν Περιτομὴ τοῦ Κυρίου, ὅπως καὶ τὰ Θεοφάνεια εἶναι σ’ ὅλους μας γνωστὲς γιορτές. Ἀπὸ μικρὰ παιδιὰ τὶς ξέρουμε καὶ, λίγο-πολὺ, ὅλοι ἔχουν μιὰ αἴσθηση αὐτὲς τὶς ἡμέρες. Τὸ ραδιόφωνο, ὅσο κι ἂν θέλει νὰ ξεφύγει, τελικὰ κι αὐτὸ κάπως θ’ ἀναφερθεῖ -καμιὰ φορὰ ἀρνητικὰ μὲ τὰ καλικαντζάρια κλπ – ὅπως καὶ ὁ τύπος, τὰ περιοδικὰ καὶ οἱ τηλεοράσεις.
Καὶ ἡ ὅλη ἐμφάνιση μιᾶς πόλεως, καθὼς οἱ δρόμοι στολίζονται ἀνάλογα, εἶναι χριστουγεννιάτικη. Τὰ καταστήματα κι αὐτά – βέβαια ἐκμεταλλεύονται τὴν γιορτή, μὲ ἀπώτερο σκοπὸ νὰ πουλήσουν περισσότερα- ἔχουν κάτι χριστουγεννιάτικο. Ἔτσι κι ἀλλιῶς, δηλαδὴ, οἱ πάντες ἔχουν μιὰ αἴσθηση ὅτι ἔχουμε διακοπές, ὅτι εἶναι μεγάλες γιορτές, ὅτι εἶναι Χριστούγεννα. Βέβαια ὅλοι σκέπτονται, ὅτι «νά, θὰ ξεκουραστοῦμε, νά, θὰ πουλήσουμε περισσότερα καὶ θὰ βγάλουμε περισσότερα, θὰ ψωνίσουμε περισσότερα, θὰ κάνουμε δῶρα» κλπ. καὶ ἐνῶ μέσα σ’ αὐτὰ τρόπον τινὰ χάνεται τὸ πνεῦμα τῶν ἑορτῶν, χάνεται τὸ πνεῦμα τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου, ὡστόσο ὅμως ὅλο καὶ κάτι μένει.
Ὅλοι λοιπὸν ἀπὸ μικρὰ παιδιά, ὅπου κι ἂν πήγαμε, ὅπου κι ἂν βρεθήκαμε, ὅποιοι κι ἂν εἴμαστε, λίγο-πολὺ ἔχουμε αἴσθηση αὐτὲς τὶς ἡμέρες ὅτι εἶναι γιορτές, μεγάλες γιορτές, εἶναι διακοπές, καὶ συγκεκριμένα εἶναι Χριστούγεννα, εἶναι Θεοφάνεια. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν πρέπει ν’ ἀναφερθοῦμε, νομίζω, σ’ αὐτὲς τὶς γιορτὲς καὶ μάλιστα νὰ προσπαθήσουμε ἔτσι λίγο πιὸ πρακτικά.
Νὰ ἀρχίσουμε λίγο νὰ σκεπτόμαστε ἐπάνω στὸ μεγάλο θέμα τῶν ἑορτῶν
Πρῶτα πρῶτα, καὶ θεωρητικὰ καὶ πρακτικὰ, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ κάνουμε ὁ καθένας μας εἶναι νὰ ἀρχίσουμε λίγο νὰ σκεπτόμαστε ἐπάνω στὸ μεγάλο θέμα τῶν ἑορτῶν. Πῶς νὰ τὸ κάνουμε; Ὁ ἄνθρωπος ἔχει σκέψη, ἔχει νοῦ, εἶναι λογικὸ ὄν. Δὲν εἶναι ἁπλῶς μόνο, ὅτι κινεῖται μὲ τὰ πόδια του, ὅτι κάνει ὁρισμένα πράγματα μὲ τὰ χέρια του. Ἀλλὰ κι ἂν ἀκόμη κάνει ὁρισμένα πράγματα πρακτικά, ἐὰν δὲν συμμετέχει καὶ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ἐὰν δὲν συμμετέχει ἡ ψυχή, ἂν ὁ ἄνθρωπος ὡς λογικὸ ὄν, ὡς ὄν ποὺ ἔχει ἐλευθέρα βούληση, ὡς ὄν ποὺ ἔχει αὐτοσυνειδησία, δὲν δώσει τὸν ἑαυτό του σὲ κάτι, δὲν φθάνει ἁπλῶς μόνο νὰ κινηθοῦν τὰ χέρια του, τὰ πόδια του καὶ νὰ κάνει ὁρισμένα πράγματα.
Ἂν ἦταν ἔτσι, ὁ Χριστὸς θὰ ἐρχόταν στὴ γῆ καὶ ἁπλῶς θὰ ἔκανε ὁρισμένα πράγματα, ὅπως καὶ ἔκανε. Ὅμως μίλησε κιόλας, μάλιστα μίλησε τρία ὁλόκληρα χρόνια, καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ πέρασε μέρα ποὺ νὰ μὴ μίλησε. Μιλοῦσε πολύ, πολλὲς ὧρες, ἔτσι ποὺ κουραζόταν καὶ μαζί του καὶ οἱ Ἀπόστολοι. Γι’ αὐτὸ ἔχουμε περιπτώσεις ποὺ λέει στοὺς Ἀποστόλους: «Ἂς πᾶμε σ’ ἕναν ἔρημο τόπο λίγο νὰ ξεκουρασθεῖτε καὶ νὰ ξαναρθοῦμε»(Μαρκ. 6, 31).
Πόσα θὰ εἶπε ὁ Κύριος! Καὶ γιατί τὰ ἔλεγε ὅλα αὐτά; Τὰ ἔλεγε, διότι ἀπευθυνόταν σὲ λογικὰ ὄντα. Δὲν ἀπευθυνόταν σὲ ἄλογα ὄντα, ἀλλὰ ἀπευθυνόταν σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν νοῦ, ποὺ ἔχουν σκέψη, ποὺ ἔχουν λογικό, ποὺ ἔχουν βούληση. Μίλησε στὰ ὄρη, στὶς πεδιάδες, μίλησε κοντὰ στὴ θάλασσα• μίλησε νύχτα, μίλησε ἡμέρα• μίλησε σὲ πολλοὺς καὶ σὲ ὀλιγότερους. Μίλησε σὲ μεγάλους, μίλησε σὲ παιδιά. Μίλησε ἐν παραβολαῖς, μίλησε καὶ μετὰ ἀπὸ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε. Μίλησε ἔτσι ποὺ συμπλήρωνε μᾶλλον τὸν παλαιὸ νόμο, δίνοντας τὸν δικό του τέλειο νόμο.
Μίλησε λοιπὸν ὁ Χριστός, διότι ἀπευθυνόταν σὲ λογικὰ ὄντα καὶ ἤθελε νὰ τὸν ἀκούσουν, νὰ τὸν προσέξουν, νὰ τὸν καταλάβουν. Ἐλέγχει τὸν λαό, ὅταν δὲν καταλαβαίνει αὐτὰ τὰ ὁποῖα λέει, ἀλλὰ καὶ τοὺς μαθητάς του. Κάποτε τοὺς εἶπε: «Ἀκμὴν καὶ ὑμεῖς ἀσύνετοι ἐστέ;»(Ματθ. 15, 16). Εἶχε πεῖ κάτι, δὲν τὸ κατάλαβαν καὶ τὸν ρωτοῦσαν ἰδιαίτερα. «Ἀκόμη καὶ σεῖς, λέει, ἀσύνετοι εἶστε καὶ δὲν καταλάβατε τί θέλω νὰ πῶ;» Εἶχε τὴν ἀπαίτηση ὁ Κύριος, ὄχι μόνο νὰ τὸν ἀκοῦν ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν καταλαβαίνουν. Βέβαια, ἐφόσον θὰ ἤθελαν, διότι πάντοτε ἔλεγε: «Εἴ τὶς θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν»(Ματθ. 16, 24).
Ἔτσι λοιπὸν δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ γιορτάσει τὰ Χριστούγεννα, ἁπλῶς διότι ἀκούει τὴ λέξη Χριστούγεννα ἢ ἁπλῶς ποὺ βλέπει τοὺς ἀνθρώπους νὰ πᾶνε καὶ νὰ ἔρχονται καὶ ὅλο κάτι νὰ κάνουν. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ γιορτάσει Χριστούγεννα ἀληθινα, ἐὰν δὲν σκεφθεῖ ὡς λογικὸ ὄν: Τί εἶναι τὰ Χριστούγεννα; Τί σημαίνει Χριστούγεννα; Τί εἶναι αὐτὴ ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων; Τί γιορτάζουμε κατὰ τὴν ἑορτὴ αὐτή;
Τί κάνει ἡ Ἐκκλησία;
Ὁ Κύριος ἐξήγησε καὶ ἑρμήνευσε καὶ τὸν ἐρχομό του καὶ τὴν σάρκωσή του καὶ τὴν Γέννησή του καὶ τὴν ὅλη ζωή του καὶ τὸν θάνατό του• γιατί θὰ πεθάνει, γιατί θὰ ἀναστηθεῖ. ἀλλὰ ἵδρυσε τὴν Ἐκκλησία, ἄφησε τὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ συνεχίσει τὸ ἔργο του. Εἴπαμε καὶ ἄλλη φορὰ, τί εἶναι Ἐκκλησία. Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
Τί κάνει ἡ Ἐκκλησία; Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος συνεχίζει νὰ κηρύττει αὐτὸ ποὺ κήρυττε ὁ Χριστός, νὰ ἑρμηνεύει αὐτὸ τὸ ὁποῖο φανέρωσε ὁ Χριστός, ποὺ εἶπε ὁ Χριστός. Ἀπευθύνεται ἡ Ἐκκλησία σὲ λογικὰ ὄντα, σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν νοῦ, ποὺ ἔχουν σκέψη, ποὺ καταλαβαίνουν, ποὺ ἔχουν βούληση, ποὺ θέλουν. Ἡ Ἐκκλησία, τὸ ὅλο ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὅλη ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἐν Χριστῷ ζωή, ἡ χριστιανικὴ ζωή, δὲν εἶναι μιὰ μαγεία, ὅπως εἴπαμε κι ἄλλες φορές. Ἡ λατρεία ἡ χριστιανικὴ εἶναι λογικὴ λατρεία• ὄχι μαγεία. ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ἡ Ἐκκλησία ζεῖ αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἔζησε ὁ Κύριος. Διότι δὲν διδάσκει μόνο ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ζεῖ συγχρόνως τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ δείχνει αὐτὴ τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ στὰ παιδιά της καὶ σ’ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔγιναν ἀκόμη παιδιά της, γιὰ νὰ πιστεύσουν καὶ νὰ γίνουν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας.
Ἑπομένως, πρέπει ὅσο μποροῦμε ὁ καθένας μας -ἄλλος περισσότερο, ἄλλος ὀλιγότερο, ἄλλος λίγο ἁπλούστερα, ἄλλος λίγο βαθύτερα, ἄλλος ἔτσι, ἄλλος ἀλλιῶς, βοηθούμενοι καὶ μὲ τὸ νὰ διαβάσουμε, νὰ συζητήσουμε, νὰ ρωτήσουμε, νὰ ἀκούσουμε- ἀνάλογα μὲ τὶς δυνάμεις μας, μὲ τὸ κουράγιο μας, μὲ τὴν ὄρεξή μας, μὲ τὴν διάθεσή μας, μὲ τὸν καημό μας, μὲ τὸν πόθο μας, νὰ ἐγκύψουμε, νὰ μεριμνήσουμε καὶ νὰ φροντίσουμε νὰ μάθουμε, ἂς ποῦμε, τί εἶναι τὰ Χριστούγεννα, τί σημαίνουν Χριστούγεννα ἂς μὴν περιμένουμε αὐτὸ μόνο του νὰ γίνει. Πρέπει καὶ ὁ ἄνθρωπος νὰ κινηθεῖ λιγάκι. Πρέπει καὶ ὁ ἄνθρωπος λίγο νὰ ζορίσει τὸν ἑαυτό του. Πρέπει νὰ δείξει ἐνδιαφέρον κανεὶς• δὲν γίνεται ἀλλιῶς.
Ὑποταγὴ στὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας
Ὁ Θεὸς θέλει νὰ μᾶς δώσει τὸ φῶς του, νὰ μᾶς δώσει τὴν ἀλήθεια του, νὰ μὴ μείνει κανένας μας στὴν πλάνη, νὰ μὴν ὑπάρχει σὲ κανέναν μέσα του ψέμα ἀλλὰ νὰ ὑπάρχει μόνο ἡ ὅλη ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ. Θέλει νὰ μᾶς δώσει τὴν ἀλήθεια ὁ Θεός ἀλλὰ χρειάζεται καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν δική του πλευρὰ νὰ δώσει τὸν ἑαυτό του στὴν ἀλήθεια· δηλαδὴ νὰ φροντίσει νὰ μάθει.
Ἑπομένως, κάνει πάρα πολὺ ἄσχημα ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος, ἐνῶ ἀκούει, ὅτι ἦρθε ὁ Χριστός, ποτὲ δὲν ἐνδιαφέρθηκε νὰ μάθει, τί εἶπε ὁ Χριστός. Καὶ ὄχι νὰ ἐνδιαφερθεῖ μόνο μὲ τὴν ἔννοια, ὅτι «διάβασα ἐγὼ καὶ κατάλαβα». Ὄχι. ὁ Χριστὸς ἵδρυσε τὴν Ἐκκλησία καὶ ἄφησε τὴν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς δίνει αὐτὸ τὸ ὁποῖο εἶπε ὁ Χριστός, ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἑρμηνεύει αὐτὸ τὸ ὁποῖο εἶπε ὁ Χριστός. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία θὰ μᾶς τὸ δώσει σωστὰ καὶ ἀπαλλαγμένο ἀπὸ κάθε πλάνη. Γιατί, ὅπως εἶναι λάθος το νὰ μὴν ἐνδιαφέρεται κανεὶς καθόλου, λάθος ἐπίσης εἶναι, ὅταν ἐνδιαφέρεται μόνος του.
Ὅπως λέμε, ὁ καθένας διαβάζει καὶ βγάζει τὰ συμπεράσματά του. Δὲν εἶναι ἔτσι ἐδῶ• ὁ καθένας νὰ βγάλει τὰ συμπεράσματά του. Ἐδῶ πρέπει νὰ ὑποταχθεῖ κανεὶς στὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν θέλει. Ἄν δὲν θέλει, θὰ ἀκολουθήσει ὅποιον δρόμο θέλει. Θέλει νὰ πάει κοντὰ στὸν Χριστό; Νὰ πάει. Δὲν θέλει; Νὰ μὴν πάει. Θέλει νὰ μπεῖ στὴν Ἐκκλησία, νὰ ὑποταχθεῖ στὴν Ἐκκλησία; Νὰ τὸ κάνει. Δὲν θέλει; Νὰ μὴν τὸ κάνει.
Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἐἂν δὲ καὶ ἀθλῇ τίς, οὐ στεφανοῦται, ἐὰν μὴ νομίμως ἀθλὴσῃ»(Β΄ Τίμ. 2, 5). Ἂν θυμᾶστε, ὁ στίχος αὐτὸς περιέχεται στὴν ἀποστολικὴ περικοπὴ ποὺ ἀναγινώσκεται στὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Δημητρίου. Καὶ ὅταν ἀκόμη κανεὶς κάνει ἀγῶνα, κάνει ἄθληση, ἐὰν δὲν τὴν κάνει αὐτὴ τὴν ἄσκηση νόμιμα, δὲν μπορεῖ νὰ στεφανωθεῖ. Δὲν μπορεῖ ὁ καθένας ἀνεξέλεγκτα, δηλαδὴ ὅπως θέλει νὰ διαβάζει, ὅπως θέλει νὰ καταλαβαίνει, ὅπως θέλει νὰ ἑρμηνεύει, ὅπως θέλει νὰ ζεῖ, καὶ νὰ περιμενει, ἂς ποῦμε, νὰ τὸν δοξάσει ὁ Θεός, νὰ περιμένει νὰ τὸν στεφανώσει ὁ Θεός, νὰ περιμένει νὰ τὸν ἁγιάσει ὁ Θεός. Δὲν γίνεται ἔτσι.
Οἱ Ἀπόστολοι ὑποτάχθηκαν στὸν Χριστό. Δὲν ἄκουσαν ἁπλῶς τὸν Χριστὸ καὶ πῆραν αὐτὰ ποὺ ἄκουσαν καὶ τὰ ἐξήγησε ὁ καθένας ὅπως ἤθελε ἀλλὰ ἀκολούθησαν τὸν Χριστό, ἔμειναν μαζί του τρία ὁλόκληρα χρόνια καί, ἐνῶ τὸν ἀρνήθηκαν καὶ ἀπομακρύνθηκαν, ξαναγύρισαν καὶ ἔμειναν πιστοὶ σ’ αὐτόν. Ἦρθε λίγο ἀργότερα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τοὺς φώτισε καὶ τότε κατάλαβαν αὐτὰ ποὺ τοὺς εἶχε πεῖ ὁ Χριστός. Ἔτσι ἱδρύθηκε ἡ Ἐκκλησία καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα, οἱ πάντες τὰ πληροφοροῦνται, τὰ μαθαίνουν, τὰ καταλαβαίνουν, τὰ ζοῦν, ὅπως τὰ ζεῖ ἡ Ἐκκλησία, ὅπως τὰ ἑρμηνεύει ἡ Ἐκκλησία, ὅπως τὰ δίνει ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὴ εἶναι ἡ Ἱερὰ Παράδοση. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν θὰ πρέπει καὶ νὰ διαβάσει κανεὶς καὶ ν’ ἀκούσει καὶ νὰ συζητήσει. Θὰ πρέπει καὶ νὰ ρωτήσει καὶ νὰ διευκρινίσει, μήπως δὲν κατάλαβε καλά, μήπως πέφτει ἔξω, μήπως πλανᾶται, μήπως κάνει τοῦ κεφαλιοῦ του• αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ λέει τὸ δικό του τὸ μυαλό.
Τὸ πρῶτο ποὺ ἔχουμε νὰ κάνουμε
Νὰ μελετήσουμε λοιπόν: Τί εἶναι Χριστούγεννα; Γιατί τὴν ἑπομένη τῶν Χριστουγέννων ἔχουμε τὴν Σύναξη, ὅπως λέμε, τῆς Παναγίας; Τί εἶναι ἡ Περιτομὴ τοῦ Κυρίου; Γιατί γιορτάζουμε τὴν Περιτομὴ τοῦ Κυρίου; Τί εἶναι τὰ Θεοφάνεια; Τί εἶναι ἡ δεύτερη ἡμέρα τῶν Θεοφανείων; Τί σημαίνουν, λοιπὸν, ὅλα αὐτά;
Τὸ πρῶτο πρῶτο λοιπόν, παρακαλῶ, εἶναι αὐτὸ ποὺ θὰ κάνουμε ὁ καθένας, ὅσο μποροῦμε. Νὰ τὸ ξέρουμε, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θέλει νὰ κάνουμε αὐτὸ ποὺ δὲν μποροῦμε. Ταμπουρωνόμαστε καὶ λέμε «δὲν μπορῶ». Ἂν ὄντως δὲν μπορεῖς, δὲν τὸ θέλει ὁ Θεὸς αὐτὸ ποὺ δὲν μπορεῖς. Ὁ Θεὸς θέλει αὐτὸ ποὺ μπορεῖς. Ἀλλά, ἂν τὸ πάρεις λίγο καλά, σωστὰ τὸ θέμα, θὰ δεῖς, ὅτι πάρα πολλὰ ποὺ μπορεῖς, ἀποφεύγεις νὰ τὰ κάνεις ἀπὸ τεμπελιά, ἀπὸ ἀδιαφορία, μὴν μπλέξεις καὶ χάσεις βέβαια τὸν ἐγωισμό σου.
Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, ὅτι ξέρουμε πολλὰ ἕως τώρα. Τὸ θέμα δὲν εἶναι ἁπλῶς νὰ ξέρουμε. Μπορεῖ νὰ ξέρουμε, τί εἶναι Χριστούγεννα κλπ.· νά ‘χουμε διαβάσει, νά ‘χουμε ἀκούσει. Δὲν εἶναι μόνο αὐτό. Ἐκεῖνο ποὺ χρειάζεται αὐτὲς τὶς ἡμέρες, καθὼς πλησιάζουμε στὶς γιορτές, εἶναι νὰ τὸ ἔχουμε στὴ σκέψη μας. Πῶς ἄλλα πράγματα κανεὶς τὰ ἔχει στὴ σκέψη του, τὰ δουλεύει μὲ τὴ σκέψη του, τὰ συλλογίζεται; Βέβαια χωρὶς νὰ παθαίνει ψύχωση. Ἐκεῖνο εἶναι κάτι ἄρρωστο· δὲν εἶναι σωστό.
Ἂς ποῦμε, πάει κανεὶς νὰ δώσει ἐξετάσεις καὶ συνέχεια αὐτὸ σκέπτεται. Ἢ θὰ κάνει κάποια ἐπίσκεψη, καὶ τὸ μυαλό του εἶναι ἐκεῖ καὶ σκέπτεται πῶς θὰ γίνει, πῶς δὲν θὰ γίνει. Ἢ ἔχει μιὰ συνάντηση ποὺ θὰ εἶναι κάτι εὐχάριστο κλπ. καὶ σκέπτεται, πῶς θὰ τὴ χαρεῖ, πῶς θὰ τὴν εὐχαριστηθεῖ, πῶς θὰ μπορέσει νὰ ζήσει ἐκείνη τὴν ὥρα τῆς συναντήσεως πολὺ καλὰ κλπ. ἤ ὅ,τι ἄλλο.
Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος
Εἴ δυνατόν, θὰ ἔλεγε κανείς, αὐτὲς τὶς ἡμέρες μέσα στὸ νοῦ μας καὶ μέσα στὴν καρδιά μας νὰ γραφεῖ ἡ λέξη «Χριστούγεννα». Ὅπως λέγεται γιὰ τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο ποὺ γιορτάζουμε αὔριο ὅτι, ὅταν τὸν ἔφαγαν τὰ θηρία, τὴν καρδιὰ δὲν τὴν ἔφαγαν καὶ εἶδαν μέσα στὴν καρδιά του γραμμένη τὴν λέξη Χριστός. Καὶ ἔδωσαν τὴν ἐξήγηση, ὅτι εἶχε πολλὴ ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστό. Βέβαια, εἶναι μιὰ παράδοση, καὶ μπορεῖ νὰ μὴν εἶδαν τὴ λέξη γραμμένη, ὅμως στὴν οὐσία, στὴν πραγματικότητα, ὄντως ἔτσι ἦταν.
Ὅπως θυμᾶστε, ἤθελε πότε καὶ πότε νὰ πάει νὰ τὸν φᾶνε τὰ θηρία, νὰ καταφάγουν, νὰ ἀλέσουν τὸ σῶμα του μὲ τὰ δόντια τους, σὰν νὰ εἶναι μύλος, ἂς ποῦμε, τὰ δόντια τῶν θηρίων, γιὰ νὰ γίνει, λέει, τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ γίνει μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, νὰ γίνει ἀλεύρι καὶ ἄρτος τοῦ Χριστοῦ. «Ὕδωρ ζῶν ἐν ἐμοί», λέει, μὲ καλεῖ στὸν οὐράνιο Πατέρα. Τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ μὲ ἐμποδίσει ἀπ΄ αὐτὸ κλπ. Ἀκριβῶς διότι εἶχε πολλὴ ἀγάπη στὸν Χριστό, γράφτηκε, ἂς ποῦμε, αὐτὴ ἡ λέξη. Καὶ ἴσως ἀπ΄ αὐτὸ νὰ ὀνομάσθηκε Θεοφόρος, δηλαδὴ αὐτὸς ποὺ φέρει τὸν Θεό. Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος. Ἴσως ὅμως ὀνομάσθηκε ἔτσι, ἐπειδή -ὑπάρχει αὐτὴ ἡ παράδοση- εἶναι τὸ παιδὶ ἐκεῖνο ποὺ εἶχε κρατήσει στὴν ἀγκαλιά του ὁ Χριστός, ὅταν εἶπε στοὺς μαθητάς του καὶ στοὺς ἄλλους: «Ἂν δὲν γίνετε, ὅπως αὐτὸ τὸ παιδί, κι ἐσεῖς παιδιὰ» δηλαδὴ στὴ σκέψη καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀκακία, «δὲν θὰ μπορέσετε νὰ μπεῖτε στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Θεοφόρος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ φέρει τὸν Θεό ἀλλὰ καὶ ποὺ φέρεται ἀπὸ τὸν Θεό.
Τὸ μεγάλο λάθος τῶν χριστιανῶν
Ἀλλὰ θέλω νὰ ἐπανέλθω στὸ θέμα μας. Εἴ δυνατὸν νὰ γραφεῖ μέσα στὴν καρδιά μας, καὶ ἂν κάποιος ἀνοίξει τὴν καρδιά μας, νὰ βρεῖ γραμμένη τὴν λέξη Χριστούγεννα, Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, Χριστός. Καὶ χωρὶς νὰ πάθει κανεὶς κάτι ἄρρωστο, δηλαδὴ ψύχωση καὶ τέτοια, πού, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἄρρωστα πράγματα, νὰ τὸ σκέπτεται, νὰ τὸ ἀγαπᾶ πολὺ αὐτὸ καὶ νὰ παρακαλεῖ τὸν Χριστὸ νὰ τὸν βοηθήσει νὰ ἐμβαθύνει, νὰ τὸ νιώσει, νὰ τὸ ζήσει τοσο πολύ, ὥστε νὰ γραφεῖ μέσα στὴν καρδιά του, μέσα στὸ νοῦ του, μέσα στὴν σκέψη του, ἡ λέξη Χριστούγεννα καὶ τὸ ὅλο γεγονὸς αὐτό. Τὸ ἴδιο νὰ γίνει μὲ τὴν ἄλλη γιορτή, τὸ ἴδιο νὰ γίνει καὶ μὲ τὴν ἄλλη γιορτὴ κλπ.
Πρῶτα λοιπὸν καὶ κύρια πρέπει, παρακαλῶ πολύ, νὰ τὸ σκεφθοῦμε, νὰ τὸ μελετήσουμε. Νὰ μὴν εἶναι δηλαδὴ σὰν κάτι ἐπιπλέον, σὰν κάτι πρόσθετο. Καθὼς κάνουμε ὅλα τ’ ἄλλα, κάνουμε καὶ αὐτό, ποὺ κι ἂν δὲν εἶναι, δὲν πειράζει. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγάλο λάθος τῶν χριστιανῶν, τῶν σημερινῶν χριστιανῶν. Πρῶτα εἶναι ὁ Χριστός, πρῶτα εἶναι τὸ ἔργο αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ Χριστὸς γιά μᾶς, αὐτὸ ποὺ κάμνει ὁ Χριστὸς γιά μᾶς. Ἑπομένως, πρῶτα εἶναι ἡ γιορτη αὐτὴ ποὺ λέγεται Χριστούγεννα, τὸ νόημα τῶν Χριστουγέννων, αὐτὸ τὸ γεγονός, ἂς ποῦμε, ποὺ γιορταζουμε, καὶ ὕστερα εἶναι τὸ ὅτι θὰ στρώσουμε καλύτερο τραπέζι, θὰ πάρουμε ἴσως καὶ καινούργια ἐνδύματα, θὰ συγυρίσουμε περισσότερο τὸ σπίτι, θὰ κάνουμε ἴσως καὶ κάτι ἄλλο. Πρῶτα ὅμως αὐτό. Δὲν γίνεται ἀλλιῶς. Νὰ τὸ καταλάβουμε αὐτὸ καλὰ καλὰ καὶ νὰ δώσουμε τὸν ἑαυτό μας σ’ αὐτό.
Νὰ κοινωνήσουμε κατὰ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο
Ἔπειτα, ἔτσι πρακτικὰ θὰ ἦταν καλὸ νὰ σκεφθοῦμε καὶ ὡς ἑξῆς: κάθε μέρα τρῶμε καὶ μερικοὶ κάθε μέρα, ἢ τέλος πάντων ἀρκετὲς φορὲς, ἔχουν καλὸ φαγητό, ἂς ποῦμε, καὶ τρῶνε. Ἀλλὰ ὅμως στρώνουν τὸ τραπέζι κατὰ ἕναν συνηθισμενο τρόπο, τρῶνε κατὰ ἕναν συνηθισμένο τρόπο, τελειώνουν καὶ πηγαίνουν στὶς δουλειές τους. Ὅμως τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων, τοῦ Πάσχα, τῶν Θεοφανείων, τὴν ἡμέρα ποὺ ἔχουν μιὰ ἄλλη γιορτὴ κλπ., πάλι τὸ ἴδιο φαγητὸ θὰ φᾶνε -ὁ ἄνθρωπος πόσο θὰ φάει; Δὲν εἶναι στὸ χέρι του νὰ φάει πολύ. Θὰ φάει, θὰ φάει, χόρτασε. Τί ἔγινε;- ἀλλὰ καὶ θὰ τὸ φροντίσουν περισσότερο καὶ θὰ τὸ γιορτάσουν. Θέλω νὰ τονίσω δηλαδὴ τοῦτο: ἐνῶ τρῶμε κάθε μέρα καὶ τρῶμε κατὰ ἕναν συνηθισμένο τρόπο, ὅταν ἔρθει μιὰ ἐξαιρετικὴ ἡμέρα, πάλι θὰ φᾶμε τὰ ἴδια -τὸ πολὺ πολὺ νὰ προσθέσουμε κανένα γλυκὸ παραπάνω, ἀλλὰ κατὰ τὰ ἄλλα τὸ στομάχι θὰ γεμίσει κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο- ὅμως φροντίζουμε νὰ τὸ χαροῦμε περισσότερο, ἂς ποῦμε, νὰ τὸ καταλάβουμε, νὰ τὸ νιώσουμε καλύτερα. Γίνεται καὶ ἀνάλογη προετοιμασία, καὶ τὸ σκεπτόμαστε.
Εἴπαμε προηγουμένως, κάποια ἡμέρα ποὺ ἔχουμε γιορτή, ἔχουμε πανηγύρι, ἔχουμε γάμο κλπ. ἀπὸ πιὸ μπροστά το σκεπτόμαστε, τὸ μελετοῦμε. Ἔτσι, θὰ στρωθεῖ τὸ τραπέζι, θὰ μποῦν τὰ λουλούδια, θὰ μποῦν οἱ κάρτες, ἡ ἐπίπλωση θὰ ‘ναι ἀνάλογη, καὶ τὸ γιορτάζουμε, τὸ χαιρόμαστε. Ὅσες βέβαια οἰκογένειες τὰ καταφέρνουν ἔτσι. Γιατί σὲ μερικὲς οἰκογένειες τέτοιες μέρες γίνονται οἱ μεγαλύτεροι καβγάδες. Ἀλλὰ ὅσες οἰκογένειες τὰ καταφέρνουν, γιορτάζουν καὶ περνοῦν εὐχάριστα τὴν ἡμέρα αὐτὴ ποὺ κάνουν μιὰ ὁποιαδήποτε γιορτή.
Θέλω νὰ πῶ δηλαδὴ κάτι, ποὺ δὲν τὸ ἔχουμε πεῖ ἄλλη φορά, καὶ νομίζω ὅτι πρέπει νὰ τὸ ποῦμε σήμερα. Τὸ τραπέζι, τὸ φαγητὸ ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεός, εἶναι ἡ Θεία Κοινωνία. Κοινωνοῦμε πολλὲς φορὲς τὸν χρόνο. Κυριακές, καθημερινὲς καὶ ἡμέρα καὶ σὲ ἀγρυπνία κλπ. Πολλοὶ χριστιανοὶ κοινωνοῦν πολλὲς φορὲς κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἔτους. Καὶ τὰ Χριστούγεννα θὰ κοινωνήσουμε. Δὲν θὰ κάνουμε τίποτε περισσότερο. Ὅμως νομίζω ὅτι θὰ μπορούσαμε, ἂς ποῦμε, αὐτὴ τὴν ἡμέρα νὰ κοινωνήσουμε -ὅπως καὶ ὁποιαδήποτε ἄλλη γιορτή-κατὰ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο. Ὄχι ὅτι μειώνεται ἡ Θεία Κοινωνία τὶς ἄλλες μέρες. Ὅπως εἴπαμε γιὰ τὸ φαγητό, κάθε μερα τρῶμε καὶ χορταίνουμε. Ἀλλὰ σὲ μιὰ γιορτὴ φροντίζουμε νὰ τὸ χαροῦμε ἀκόμη περισσότερο τὸ φαγητὸ ποὺ θὰ φᾶμε.
Προετοιμασία γιὰ τὴν χριστουγεννιάτικη Θεία Κοινωνία
Ὅλοι ἑτοιμάζονται νὰ κοινωνήσουν τὰ Χριστούγεννα καὶ πολὺ καλὰ κάνουν. Εἴ δυνατὸν νὰ μὴ μείνει κανένας χριστιανὸς ποὺ νὰ μὴν κοινωνήσει, προπαντὸς τὶς μεγάλες γιορτές: τὰ Χριστούγεννα, τὰ Θεοφάνεια, τὸ Πάσχα. Γι’ αὐτὸ, ὅλοι πρέπει νὰ ἑτοιμασθοῦν ὁπωσδήποτε μὲ τὴν μετάνοια, μὲ τὴν ἐξομολόγηση, μὲ τὴν κάθαρση κλπ. Ἀλλὰ θὰ ἤθελα νὰ τονίσω σήμερα, νὰ τὸ σκεφθοῦμε, ὅτι «θὰ κοινωνήσω τὰ Χριστούγεννα». Εἶναι ἡ χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία, εἶναι ἡ χριστουγεννιάτικη γιορτή, εἶναι ἡ χριστουγεννιάτικη Θεία Κοινωνία. Ἑπομένως, ἂς ἑτοιμασθῶ λίγο καλύτερα, ἂς τὸ σκεφθῶ λίγο περισσότερο, ἂς τὸ μελετήσω, ἂς δώσω λίγο περισσότερο τὴν καρδιά μου, ἂς τὸ χαρῶ λίγο περισσότερο, ἂς τὸ ποθήσω λίγο περισσότερο.
Τὸν ἄλλο καιρὸ ἴσως δὲν μπορεῖς, ἂς ποῦμε, νὰ κάνεις ὁρισμένα πράγματα. Φρόντισε αὐτὴ τὴν ἡμέρα καὶ σὲ κάθε γιορτὴ νὰ ἔχεις ὅσο τὸ δυνατὸν καθαρὴ καρδιά, νὰ εἶσαι ὅσο τὸ δυνατὸν συμφιλιωμένος μὲ ὅλους, νὰ μὴν εἶναι κανεὶς στενοχωρημένος, λυπημένος μαζί σου. Ὄχι μόνο ἐσὺ νὰ μὴν εἶσαι τσακωμένος μὲ κανέναν, ἀλλὰ καὶ ἄλλος νὰ μὴν εἶναι λυπημενος μαζί σου. Νὰ φροντίσεις, ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπὸ σένα, νὰ φύγει ἀπὸ τὴ μέση ἡ λύπη, ἡ στενοχώρια. Νὰ διαβάσεις ἴσως κάποιο βιβλίο, τὸ ὁποῖο μιλάει γιὰ τὴν Θεία Κοινωνία, νὰ διαβάσεις τὴν ἀκολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως, νὰ προσευχηθεῖς λίγο περισσότερο.
Ἂν μπορέσεις νὰ βρεῖς λίγο χρόνο, ἔστω λίγα λεπτά, νὰ ἀποσυρθεῖς κάπου. Καὶ ἕνα λεπτὸ νὰ τὸ κάνει κανείς. Δὲν θὰ βρεῖ ἕνα λεπτό; Ἕνα λεπτὸ νὰ καθίσεις ἔτσι, εἰδικὰ γι’ αὐτὸν τὸν λόγο, νὰ μείνεις μόνος μὲ μόνο τὸν Θεὸ καὶ νὰ σκεφθείς: «Θεέ μου, ἐγὼ θὰ ἔλθω νὰ κοινωνήσω». Ὅσο μπορεῖ νὰ τὸ κάνει κανεὶς καὶ νὰ μελετήσει τὸ μυστήριο. Νὰ προδιαθέσει τὴν ψυχή του, τὴν ὅλη ὕπαρξή του γιὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ δεῖπνο, γιὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ τραπέζι, γιὰ τὴν Θεία Κοινωνία, τὴν γιορτινὴ Θεία Κοινωνία, τὴν χριστουγεννιάτικη Θεία Κοινωνία.
Δὲν ἔχει τίποτε παραπάνω αὐτὴ ἡ Θεία Κοινωνία ἀπὸ τὶς ἄλλες οὔτε οἱ ἄλλες εἶναι ὑποδεέστερες ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ ἀνθρωπίνως ὅμως μποροῦμε, ὅπως κάνουμε γιὰ τὸ κοινὸ τραπέζι, κάτι περισσότερο νὰ κάνουμε, γιὰ νὰ νιώσουμε τὴν Θεία Κοινωνία τῶν Χριστουγέννων πιὸ πολύ, γιὰ νὰ τὴ γιορτάσουμε αὐτὴ τὴν Θεία Λειτουργία, αὐτὴ τὴν Θεία Κοινωνία πιὸ πολύ.
Μία ἀπαραίτητη ἐνέργειά μας: ἡ συμφιλίωση μὲ ὅλους
Καὶ ὅπως ἀντιλαμβάνεσθε, ἔρχεται στὴν συνέχεια, ὅτι πρέπει νὰ κάνει κανεὶς μερικὰ πρακτικότερα πράγματα. Καὶ βασικὸ εἶναι αὐτὸ, τὸ ὁποῖο μόλις προηγουμενως εἶπα: ἡ συμφιλίωση μὲ ὅλους. Ὅλοι νὰ προσπαθήσουμε νὰ βροῦμε ἕναν τρόπο αὐτὲς τὶς ἡμέρες, εἴτε μὲ μιὰ καρτούλα εἴτε μ’ ἕνα δωράκι εἴτε μ’ ἕνα τηλέφωνο εἴτε μ’ ἕναν ἄλλο τρόπο, ἂς ποῦμε, νὰ ξεπεράσουμε τὰ ἀγκάθια, νὰ ξεπεράσουμε ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δηλητηριάζουν τὴν ψυχή μας, ὅλες ἐκεῖνες τὶς καταστάσεις ποὺ μᾶς κάνουν νὰ ἔχουμε μέσα μας τὴν πικρία, νὰ ἔχουμε μέσα μας μιὰ στενοχώρια.
Νὰ γλυκάνουμε τὴν ψυχή μας μὲ τὴν φιλία, μὲ τὴν ἀγάπη, μὲ τὴν συμφιλίωση, μὲ τὴν τακτοποίηση. Καὶ αὐτὸ μπορεῖ ν’ ἀρχίσει καὶ πρέπει ν’ ἀρχίσει πρῶτα ἀπὸ τὸ σπίτι, πρῶτα ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς δικούς μας. Νὰ κάνουν οἱ γονεῖς μιὰ συγκατάβαση στὰ παιδιὰ καὶ νὰ συμφιλιωθοῦν. Νὰ κάνουν ἐπίσης τὰ παιδιὰ μιὰ συγκατάβαση καὶ νὰ συμφιλιωθοῦν μὲ τοὺς γονεῖς. Ὁ σύζυγος μὲ τὴ σύζυγο… Βέβαια, μένουν στὸ ἴδιο σπίτι, μιλᾶνε, τρῶνε μαζὶ κλπ., ἀλλὰ ὅλο καὶ κάτι ὑπάρχει μέσα τους. Μιὰ εὐκαιρία καλὴ• Χριστούγεννα εἶναι. Νὰ κυλήσει πραγματικὰ ἡ ἀγάπη. Νὰ δοθεῖ πραγματικὰ ἡ ἀγάπη ἀπὸ τὸν ἕνα στὸν ἄλλο. Νὰ βασιλεύσει ἡ ἀγάπη, νὰ μονοιάσει ὅλους ἡ ἀγάπη, νὰ τοὺς φιλιώσει ὅλους, νὰ τοὺς κάνει νὰ νιώσουν ὅτι εἶναι ὅλοι παιδιὰ τοῦ Θεοῦ.
Ποιός μπορεῖ νὰ πεῖ «ἐγὼ εἶμαι καλύτερος ἀπὸ τὸν ἄλλο»; Ποιός μπορεῖ νὰ σταθεῖ καὶ νὰ πεῖ, ὅτι «εἶμαι λιγότερο ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τὸν ἄλλο»; Ποιός, ποιός; Ἅγιος νὰ εἶναι κάποιος, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, σὲ σύγκριση μὲ τὸν μεγαλύτερο ἁμαρτωλό, δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ «ἐγὼ εἶμαι ἅγιος κι ἐσὺ εἶσαι ἁμαρτωλός». Ὁ Θεὸς εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος βγάζει τὴν κρίση γιὰ τὸν καθένα. Ἐμεῖς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἴμαστε ὅλοι πλάσματά του, ὅλοι ἐν ἁμαρτίαις, ὅλοι μὲ τὰ λάθη μας, ὅλοι μὲ τοὺς ἐγωισμούς μας καὶ ἐπιστρέφουμε σ’ αὐτὸν μὲ ταπείνωση, μὲ ἁπλότητα καὶ ζητοῦμε τὴν συγχώρηση. Καὶ πάντοτε μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ Κύριος καὶ μᾶς λέει, ὅτι πρέπει μεταξύ μας νὰ συμφιλιωθοῦμε, ὅτι πρέπει νὰ ἀγαπήσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.
Ἑπομένως, ὅλο καὶ θὰ βροῦμε -θέλω νὰ τονίσω τὰ πρακτικά- ἕναν τρόπο, ἕναν γλυκὸ λόγο, ἕνα δωράκι, ὅπως εἴπαμε -τὸ ὁποῖο αὐτὸ καθ’ ἑαυτὸ μπορεῖ νὰ μὴν ἔχει καμιὰ ἄξια- μιὰ καρτούλα ποὺ θὰ γράψεις δυὸ λέξεις, γιὰ νὰ συμφιλιωθοῦμε ἀκόμη καὶ μέσα στὸ σπίτι. Πρέπει νὰ βάλεις κατὰ μέρος τὸ θέλημά σου, νὰ βάλεις κατὰ μέρος τὸν ἐγωισμό σου, νὰ βάλεις κατὰ μέρος τὸ πικάρισμά σου, νὰ βάλεις κατὰ μέρος τὸ ὅτι εἶσαι θιγμένος. Ἐπίσης, μιὰ ἐκδούλευση νὰ κάνεις στὸν ἄλλο, μιὰ χάρη νὰ κάνεις στὸν ἄλλο. «Ἀσ’ το, μπαμπᾶ -νὰ πεῖ τὸ παιδί- θὰ τὸ κάνω ἐγὼ αὐτὸ· μὴ στενοχωριέσαι, τὸ ἀναλαμβάνω ἐγὼ»· καὶ νὰ ξενοιάσει ὁ ἄνθρωπος. Μπορεῖ μετὰ νὰ μὴ δεῖ διαφορετικὰ τὸ παιδὶ αὐτό; Ὅπως ἐπίσης ἀπὸ τὴν πλευρά τους ὁ μπαμπάς, ἡ μαμά, νὰ ποῦν: «Καλά, παιδί μου. Χριστούγεννα ἔρχονται. Προσπάθησε κι ἐσὺ κι ἐμεῖς νὰ μὴ στενοχωρεῖ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Νὰ περάσουμε γλυκύτερες αὐτὲς τὶς ἡμέρες, κάπως καλύτερα αὐτὲς τὶς ἡμέρες».
Δὲν μποροῦμε νὰ συμβιβάσουμε τὰ ἀσυμβίβαστα
Ἐφόσον ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα γιά μᾶς, ἄλλοι ὅμως δὲν τὰ δέχονται ἔτσι, περιττὸ νὰ ποῦμε ὅτι κάπως ἀλλιώτικη θά ‘ναι ἡ ζωὴ ἡ δική μας. Νὰ τὸ προσέξουμε αὐτό, σᾶς παρακαλῶ. Δὲν θὰ σηκωθοῦμε νὰ φύγουμε. Θὰ ζήσουμε ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους. Μέσα στὶς πόλεις ποὺ ζοῦν οἱ ἄλλοι, κι ἐμεῖς. Τὰ ἴδια καυσαέρια, κι ἐκεῖνοι κι ἐμεῖς. Τὰ ἴδια πᾶνε, ἔλα κλπ. Ὅλα αὐτὰ θά ‘ναι τα ἴδια, ἀλλὰ τελικὰ ὅμως δὲν μποροῦμε, ἂς ποῦμε, νὰ συμβιβάσουμε καὶ νὰ συνδυάσουμε τὰ ἀσυμβίβαστα καὶ τὰ ἀσυνδύαστα.
Δὲν μπορεῖς δηλαδὴ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τάχα νὰ σκέπτεσαι γιὰ τὰ Χριστούγεννα, γιὰ τὴν γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων, γιὰ τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ γεγονός, γιὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ στὴν γῆ, γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος νὰ σκέπτεσαι, σὲ ποιό μέρος θὰ πᾶς νὰ κάνεις τὸ ρεβεγιόν σου ἢ νὰ κάνεις ἄλλες κοσμικὲς ἐκδηλώσεις. Δὲν γίνεται. Πῶς νὰ τὸ κάνουμε; Εἶναι ἕνα λάθος αὐτό. Ἐντάξει· ὅσοι θέλουν νὰ πᾶνε νὰ κάνουν ἐκεῖνο, νὰ κάνουν ἐκεῖνο. Ὅμως, ἅμα ἐσὺ θέλεις νὰ εἶσαι χριστιανός, νὰ ξέρεις ὅτι δὲν μποροῦν νὰ γίνουν καὶ τὰ δύο. Ἕνα ἀπὸ τὰ δυὸ καρπούζια θὰ κρατήσει κανεὶς στὴ μασχάλη• καὶ τὰ δυὸ δὲν γίνεται. Κι ὅσοι τυχὸν τὸ ἐπιχειροῦν αὐτό, τελικὰ χάνουν καὶ τὰ δύο. Ἑπομένως, καὶ θὰ νηστεύσουμε.
Θ’ ἀκούσετε νὰ λένε «τί νηστεῖες καὶ τί ἐγκράτεια…». Ἂς τὰ λένε. Ἐκεῖνοι αὐτὸ νομίζουν ὅτι εἶναι τὸ σωστό. Ἀλλὰ ὅποιος ὅμως πιστεύει στὸν Χριστό, πιστεύει στὴν Ἐκκλησία καὶ θέλει νὰ γνωρίζει πῶς ἔχουν τὰ πράγματα, νὰ ξέρει ὅτι θὰ νηστεύσει. Καὶ θὰ νηστεύσουμε καὶ θὰ ἀποφύγουμε τὰ κοσμικὰ καὶ θὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία, ποὺ εἶναι τὸ πρῶτο καὶ κύριο. Δηλαδὴ πῶς μπορεῖς νὰ δικαιολογηθεῖς ὡς χριστιανὸς νὰ εἶναι Κυριακὴ πρωὶ καὶ προπαντὸς νὰ εἶναι γιορτὲς καὶ ἐσὺ νὰ ἀπουσιάζεις;
Τὸ θέμα εἶναι νὰ βρεθοῦμε μέσα στὸ μυστήριο
Στὴν Θεία Λειτουργία, ὅπως ἔχουμε πεῖ, ἔχουμε ὄντως τὸν Χριστό, ἔχουμε ὄντως ὅλη τὴν ζωή του, ἔχουμε τὴν Γέννησή του, τὴν διδασκαλία του, τὸ κήρυγμά του, ἔχουμε τὸν θάνατό του, τὴν Ἀνάστασή του. Μέσα στὴ Θεία Λειτουργία, μέσα στὸ μυστήριο αὐτό. Αὐτὸ θὰ πεῖ Θεία Λειτουργία, καὶ σὺ κάθεσαι καὶ κοιμᾶσαι; Καὶ γιατί κοιμᾶσαι; Διότι ξενύχτησες στὸ ρεβεγιόν, διότι ξενύχτησες στὴν τράπουλα. Δὲν γίνεται. Ὅπως εἴπαμε, ὅποιος θέλει νὰ κάνει ἐκεῖνα, νὰ τὰ κάνει. Ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ συμβιβαστοῦν αὐτὰ τὰ πράγματα. Θὰ σηκωθεῖς λοιπὸν καὶ θὰ πᾶς στὴν ἐκκλησία. Γιὰ πολλοὺς καὶ διαφόρους λόγους. Ἂν δὲν μπορεῖς νὰ πᾶς ὅλη τὴν ὥρα, νὰ πᾶς ὅση ὥρα μπορεῖς. Τοὐλάχιστον στὴν Θεία Λειτουργία.
Καὶ μὲ τὴν εὐκαιρία αὐτὴ θὰ ἤθελα νὰ πῶ, ὅτι σὲ μιὰ κοσμικὴ γιορτή, σὲ μιὰ ἐκδήλωση κοσμική, φροντίζει κανεὶς νὰ πάει ἀπὸ τοὺς πρώτους, καὶ γιὰ νὰ πιάσει θέση ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μὴ χάσει τίποτε ἀπὸ τὴν ἀρχή. Νὰ τὰ δεῖ ὅλα, νὰ τ’ ἀκούσει ὅλα κλπ. Γιατί νὰ μὴν πᾶς, νὰ μὴν φροντίσεις νὰ πᾶς ἐσὺ ποὺ μπορεῖς, ὅποιος μπορεῖ -ὅποιος δὲν μπορεῖ…- ἀπὸ τὴν ἀρχή; Μὴν πεῖς: «Τί ὥρα ἀρχίζουν τὰ Χριστούγεννα;» Στὶς 5 ἡ ὥρα. «Τί ὥρα τελειώνουν;» Στὶς 8-8:30. «Ἐγὼ θὰ πάω κατὰ τὶς 7:30».
Γιατί νὰ μὴν πᾶς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ν’ ἀκούσεις τὰ πρῶτα τροπάρια, «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοὶ ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός, ἀκολουθήσωμεν…»; Πῶς θὰ τὰ ἀκούσεις αὐτά; Θὰ πᾶς ὕστερα νὰ βάλεις τὸ ραδιόφωνο νὰ τὰ ἀκούσεις ἀπὸ τὸ ραδιόφωνο ἢ νὰ τὰ ἀκούσεις ἀπὸ τὴν κασέττα; Καλὲς εἶναι οἱ κασέττες, γιὰ νὰ ἐξυπηρετοῦν κλπ., ἀλλὰ ὅμως δὲν μποροῦν οἱ κασέττες καὶ τὸ ραδιόφωνο νὰ ἀντικαταστήσουν τὸ μυστήριο. Δὲν εἶναι μόνο νὰ ἀκούσουμε τὰ τροπάρια. Τὸ θέμα εἶναι νὰ βρεθοῦμε μέσα στὸ μυστήριο. Ἡ ὅλη λατρεία εἶναι μυστήριο καὶ εἰδικότερα ἡ Θεία Εὐχαριστία. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι πηγὴ γιὰ ὅλη τὴν λατρεία.
Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ ἱερέας θὰ πεῖ «Εὐλογητὸς ὁ Θεός…» καὶ θ’ ἀρχίσει πρῶτα ἡ λιτὴ καὶ στὴν συνέχεια ὁ ὄρθρος, μπήκαμε μέσα στὸ μυστήριο τῆς λατρείας. Καὶ ὅταν ψάλλεται «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί…», δὲν εἶναι ἁπλῶς ὅτι τὸ ἀκοῦμε, ποὺ πρέπει νὰ τὸ ἀκούσουμε, γιατί εἴμαστε λογικὰ ὄντα, ἀλλὰ εἴμαστε μέσα στὸ μυστήριο αὐτὸ τῆς λατρείας. Καὶ ἂν εἶναι ἀνάλογη ἡ στάση τῆς ψυχῆς μας, πράγματι σὰν νὰ εἴμαστε στὸν δρόμο πρὸς τὴν Βηθλεὲμ ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ πᾶμε ὄντως νὰ δοῦμε ἐκεῖ στὴν φάτνη τὸ νήπιο καὶ νὰ σπαρταρήσει ἡ ψυχή μας, ἂς ποῦμε, ἀπὸ τὴν οὐράνια ἐπίσκεψη, ἀπὸ τὴν χαρά, ἀπὸ τὸν ἐξαγνισμό, ἀπὸ τὴν κάθαρση, ἀπὸ τὸν φωτισμό, ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα θὰ γίνουν μέσα μας. Θὰ πᾶς καὶ τὴν πρώτη ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων καὶ τὴν δεύτερη ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων καὶ τὴν τρίτη -ὅποιος μπορεῖ – καὶ τὴν Πρωτοχρονιά.
Θὰ πιέσουμε τὸν ἑαυτό μας. Δὲν γίνεται ἀλλιῶς
Καὶ νὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ πῶ: ὅποιος θέλει νὰ εἶναι χριστιανός, χριστιανὸς ἀληθινός, ὅποιος πιστεύει στὸν Χριστό, πιστεύει στὴν Ἐκκλησία καὶ θέλει νὰ ἔχει μέσα του τὸν Χριστό, ὅποιος θὰ κοινωνήσει, θὰ πάρει μέσα του τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὅποιος ἀναθέτει τὴν ἐλπίδα του στὸν Χριστὸ καὶ τὸ πᾶν γι’ αὐτὸν εἶναι ὁ Χριστὸς, ὅποιος θέλει ἔτσι νὰ ζεῖ, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος νομίζει, ὅτι πρέπει νὰ παίξει χαρτιὰ τὸ βράδυ τοῦ ἁγίου Βασιλείου, νὰ μὲ συγχωρήσει, ἀλλὰ δὲν ξέρει τί κάνει καὶ δὲν ξέρει τί λέει καὶ δὲν ξέρει τί πιστεύει. Αὐτὸ καθ’ ἑαυτό, ἂς ποῦμε, τὸ χαρτοπαίγνιο εἶναι κακό, ἀλλὰ ἐφόσον τὸ κάνουν καὶ γι’ αὐτὸν τὸ λόγο, εἶναι δυὸ φορὲς κακό, τρεῖς φορὲς κακό, δέκα φορὲς κακό. Ἂς τὰ ἔχουμε ὑπόψιν μας, γιατί διαπιστώνω ὅτι ὑπάρχουν χριστιανοὶ ποὺ θέλουν νὰ εἶναι μὲ τὸν Χριστό, ἀλλὰ νὰ μὴν ἀφήσουν κι ἐκεῖνα κεῖ τὰ πράγματα. Δὲν γίνεται. Τὰ κοσμικὰ εἶναι κοσμικά. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ θέλουν ν’ ἀκολουθήσουν ἐκεῖνον τὸν δρόμο, ἂς τὸν ἀκολουθήσουν. Δὲν θὰ τὰ βάλουμε μαζί τους.
Τὸ Εὐαγγέλιο λίγο-πολὺ εἶναι γνωστὸ σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Ἀκόμη καὶ στὴν Κίνα ἔχει φθάσει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ στὴν Ἰαπωνία καὶ στὶς Ἰνδίες καὶ σ’ ὅλη τὴν Ἀσία ἀλλὰ καὶ στὶς ἄλλες ἠπείρους. Παντοῦ ἔχει φθάσει τὸ Εὐαγγέλιο. Ὅποιος θέλει τὸ πιστεύει, ὅποιος θέλει τὸ ἀκολουθεῖ. Ὁποῖος δὲν θέλει… Πολὺ περισσότερο ἐμεῖς ἐδῶ. Κανέναν δὲν πρέπει νὰ ἀναγκάσουμε, κανέναν δὲν πρέπει νὰ πιέσουμε. Τὸν μόνο ποὺ πρέπει νὰ πιέσουμε, ἐὰν θέλουμε, εἶναι ὁ ἑαυτός μας· ἀλλὰ ἐὰν θέλουμε. Ὅμως πρέπει νὰ ξέρουμε ὅτι, ἂν θέλουμε νὰ γίνουμε τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τὸ ποθοῦμε, θὰ πιέσουμε τὸν ἑαυτό μας. Δὲν γίνεται ἀλλιῶς. «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν».
Μερικοὶ νομίζουν ὅτι ἁπλῶς ποὺ πίστευσαν, πόθησαν, θέλησαν, ἁπλῶς ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ γίνουν τοῦ Χριστοῦ, θὰ γίνει αὐτό. Ὄχι• θὰ καθίσεις κάτω. Δυσκολεύεσαι νὰ νηστεύσεις, ὅμως θὰ νηστεύσεις. Δυσκολεύεσαι νὰ πᾶς νωρίτερα στὴν Ἐκκλησία, ὅμως θὰ πᾶς. Δυσκολεύεσαι νὰ προετοιμασθεῖς κλπ., ὅμως θὰ τὸ κάνεις αὐτό. Δυσκολεύεσαι νὰ φροντίσεις νὰ μάθεις τί εἶπε ὁ Κύριος, τί θέλει ὁ Κύριος ἀπὸ σένα, δυσκολεύεσαι νὰ προσπαθήσεις νὰ ἐφαρμόσεις ὅ,τι εἶπε ὁ Κύριος. Ὅμως νὰ τὸ πάρεις ἔτσι: «Δύσκολο, ξεδύσκολο, ἀφοῦ τὸ θέλει ὁ Θεός μου, ἀφοῦ ἐγὼ τὸν ἀγαπῶ, ὅλα θὰ τὰ κάνω γιὰ τὴν ἀγάπη αὐτή». Κάπως ἔτσι.
Νὰ μὴ σᾶς κουράζω, ἀδελφοί μου, περισσότερο. Κοντὰ στὰ ὅσα ἔχουμε πεῖ ἄλλες φορές, στὰ ὅσα ξέρετε μόνοι σας ἢ κι ἀπὸ ἀλλοῦ, στὰ ὅσα διαβάζετε καὶ θὰ διαβάσετε αὐτὲς τὶς ἡμέρες, ἂς ἔχουμε κι αὐτὰ ὑπόψιν μας, καὶ ἔτσι νὰ μᾶς βοηθήσει ὅλους ὁ Θεὸς πραγματικὰ νὰ γιορτάσουμε κάπως καλύτερα Χριστούγεννα φέτος μὲ τὴν Χάρι του καὶ τὴν βοήθειά του.
19-12-1982
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου